Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, του Στρατή Κυριακόπουλου

Επαγγέλματα και καθημερινές ασχολίες
Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες. Στην Κωνσταντινούπολη και στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν ανοικτές αγορές, όπου πουλούσαν την πραμάτεια τους διάφοροι πλανόδιοι έμποροι. Αρκετοί ήταν οι τεχνίτες (ξυλουργοί, χτίστες). Στους βυζαντινούς άρεσε πολύ το κυνήγι και το ψάρεμα.
Τέλος, υπήρχαν και κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι (κυρίως όσοι ήταν μορφωμένοι) οι οποίοι είτε ζούσαν στο παλάτι στην υπηρεσία του βασιλιά είτε ήταν υπεύθυνοι για την είσπραξη των φόρων. Οι γυναίκες εργάζονταν στο σπίτι ή σε σπάνιες περιπτώσεις σε κάποια εξωτερικά εργαστήρια (υφαντουργίας κλπ). Δεν ήταν λίγες αυτές που απασχολούνταν ως σερβιτόρες στα καπηλειά (οι ταβέρνες της εποχής- ο μόνος χώρος διασκέδασης των ανδρών...)
Η οικογενειακή ζωή
Ο νόμος δεν επέτρεπε να παντρεύονται τα κορίτσια κάτω από δώδεκα χρονών και τα αγόρια κάτω από δεκατέσσερα. Πριν από το γάμο τελούνταν οι αρραβώνες και υπογραφόταν συμβόλαιο που καθόριζε την προίκα της νύφης και τα δώρα του γαμπρού. Μετά την τέλεση του μυστηρίου, οι συγγενείς και φίλοι γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού, όπου ακολουθούσε το γαμήλιο γλέντι.
Στη συνέχεια, η γυναίκα παρέμενε στο σπίτι και ασχολούνταν με τα οικιακά και την ανατροφή των παιδιών. Η οικογένεια φρόντιζε το παιδί και η μητέρα του το καθησύχαζε με παραμύθια ή με αφηγήσεις από την Αγια Γραφή. Η μητέρα ελάχιστες φορές έβγαινε έξω (για ψώνια ή για να πάει σε κάποια κοινωνική εκδήλωση) και πάντα με καλυμμένο το κεφάλι της με μαντήλι και συνοδευόμενη από κάποιον άντρα της οικογένειας. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι γυναίκες δεν λάμβαναν καθόλου παιδεία ούτε είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά. Το κράτος, παρά την αντίθετη θέση της Εκκλησίας, επέτρεπε το διαζύγιο εφόσον συναινούσαν και τα δύο μέρη. Όμως τα διαζύγια ήταν σπάνια γιατί υπήρχε ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής.
Η κατοικία
Τα σπίτια στις πόλεις οικοδομούνταν γύρω από μια κεντρική αίθουσα που την χρησιμοποιούσαν για υποδοχή. Στο ισόγειο, τα σπίτια διέθεταν δωμάτιο με τζάκι, κουζίνα, πλυσταριό, λουτρό και ένα εικονοστάσιο ή παρεκκλήσι. Κολώνες πέτρινες ή ξύλινες στήριζαν τον επόμενο όροφο, όπου βρίσκονταν τα υπόλοιπα δωμάτια.
Αντίθετα, οι φτωχοί της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων ζούσαν σε άθλιες κατοικίες με ελάχιστες έως ανύπαρκτες ανέσεις. Σε παρόμοιες τραγικές συνθήκες ζούσαν και οι χωρικοί. Τα σπίτια τους ήταν μικρά και αποτελούνταν από ένα μοναδικό στεγασμένο χώρο, που μερικές φορές ήταν διαιρεμένος σε δύο δωμάτια. Οι πιο ευκατάστατοι ζούσαν σε διώροφα σπίτια. Το ισόγειο χρησίμευε για κοτέτσι, στάβλος και αποθήκες, ενώ στον πάνω όροφο βρίσκονταν τα δωμάτια της οικογένειας. Οι μεγαλοκτηματίες που ζούσαν στην επαρχία έμεναν μακριά από τα χωριά σε πολυτελείς επαύλεις με εσωτερικούς κήπους και στοές.
Η ενδυμασία και η μόδα
Οι Βυζαντινοί παρακολουθούν με ενδιαφέρον τη μόδα και αγαπούν τα κοσμήματα. Οι αστοί φορούν μακρύ χιτώνα με πολλές πτυχώσεις, μπότες δερμάτινες το χειμώνα και ανατολίτικα παπούτσια το καλοκαίρι. Τα στιχάρια (χιτώνες) των χωρικών είναι χωρίς μανίκια μερικές φορές, αλλά πάντα ζωσμένα στη μέση. Οι βράκες είναι μακριές ως τον αστράγαλο και κυκλοφορούν ξυπόλυτοι ή με παπούτσια ανοιχτά στη φτέρνα.
Οι γυναίκες φορούν πάνω από το στιχάριο ιμάτιο (μανδύα) με μακριά μανίκια που καλύπτει και το κεφάλι. Φροντίζουν τα μαλλιά τους με επιμέλεια και μακιγιάρονται. Οι πλούσιες φορούν πολυτελή ενδύματα, μεταξωτά και λινά. Ιδιαίτερη αδυναμία είχαν στα ακριβά κοσμήματα (περιδέραια, βραχιόλια, δαχτυλίδια).
Η διατροφή
Οι Βυζαντινοί, με εξαίρεση τις περιόδους νηστείας, έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στο φαγητό. Σ' ένα ευκατάστατο σπίτι, το γεύμα και το δείπνο περιλαμβάνει ποικίλα φαγητά, όπως ορεκτικά, κρέατα, ψάρια, γλυκά και κρασί. Βέβαια, ο μέσος βυζαντινός δεν έχει στη διάθεση του πολλές διατροφικές επιλογές αφού πρέπει να αντιμετωπίσει εχθρικές επιδρομές, αυθαιρεσίες των δυνατών και των αξιωματούχων καθώς και επιδημίες και θεομηνίες.
Η Ψυχαγωγία
Ιεροτελεστίες, θρησκευτικές, κοινωνικές και λαϊκές γιορτές αποτελούσαν τους βασικούς τρόπους ψυχαγωγίας των Βυζαντινών. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας διασκέδαζαν στον Ιππόδρομο, όπου εκτός από τις αρματοδρομίες γίνονταν και άλλες εκδηλώσεις, όπως θρησκευτικές πομπές, δημόσιες τελετές, θεατρικές παραστάσεις και διάφορα άλλα λαϊκά προγράμματα.
Τις απόκριες μεταμφιέζονταν και έκαναν παρέλαση στους δρόμους, ενώ με αφορμή τη νέα σελήνη, άναβαν φωτιές στους δρόμους κι οι νέοι πηδούσαν πάνω από αυτές. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι ταβέρνες που πρόσφεραν φαγητό και άφθονο κρασί.
Στην επαρχία, περίμεναν με ανυπομονησία τα ετήσια πανηγύρια που εξελίσσονταν σε λαϊκές γιορτές. Εκεί συγκεντρώνονταν μάγοι, αστρολόγοι, θεραπευτές, θαυματοποιοί που τραβούσαν την προσοχή του κόσμου, παρά τις απαγορεύσεις της Εκκλησίας.
ΠΗΓΕΣ: -Μεσαιωνική και νεότερη ιστορία (σχολικό βιβλίο Β΄Γυμνασίου) -Σεμινάριο Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Ιούνιος 2006)
Η πολεοδομική οργάνωση των βυζαντινών πόλεων (9ος-11ος αιώνας) δεν πρέπει να έδινε πολλές δυνατότητες για συγκεντρώσεις αστικού χαρακτήρα. Σε αυτό συνηγορεί και η αρχιτεκτονική των σπιτιών, που ήταν κλειστά με εσωτερική αυλή, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής οι Βυζαντινοί το περνούσαν μέσα στα σπίτια τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τη συναναστροφή τους στις αγορές και τη συμμετοχή τους σε διάφορες δημόσιες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, που τους ξεκούραζαν από τον καθημερινό κάματο. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με την κοινωνική θέση των Βυζαντινών και εκτείνονταν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της αυτοκρατορικής και πατριαρχικής αυλής ως την παρακολούθηση των θεαμάτων του ιπποδρόμου και τη συναναστροφή στα λουτρά και τις ταβέρνες ή τη συμμετοχή στις εποχιακές πανηγύρεις.
Οι "Νεαρές" των Μακεδόνων αυτοκρατόρων αποτελούν τη βασική πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για την κοινωνική διαστρωμάτωση στις πόλεις και την ύπαιθρο στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081). Συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α' Λεκαπηνός (920-944), στη "Νεαρά" που εξέδωσε το 934, έδωσε έναν κατάλογο των ανθρώπων που θεωρούσε δυνατούς. Επικύρωσε έτσι την κοινωνική ανισότητα που χαρακτήριζε τη βυζαντινή κοινωνία. Οι δυνατοί λοιπόν ήταν οι εν ενεργεία και μη αξιωματούχοι και ανώτατοι λειτουργοί της κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης (περιφανείς μάγιστροι, πατρίκιοι οι εν αρχαίς ή στρατηγίαις ή πολιτικοίς ή στρατιωτικοίς αξιώμασι, θεματικοί άρχοντες και απάρχοντες) και τα μέλη της συγκλήτου. Επίσης, οι μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, ηγούμενοι και οι επικεφαλής των εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών ιδρυμάτων. Οι δυνατοί ήταν πλούσιοι, συνήθως ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους ή της Εκκλησίας, που χρησιμοποιούσαν την εξουσία ή την επιρροή τους για να ασκήσουν πίεση στους ανθρώπους της κατώτερης τάξης, τους πένητες, όπως τους χαρακτηρίζει το κείμενο της "Νεαράς". Η "Νεαρά" του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (913-959) από το έτος 947 μας δίνει επίσης πολύτιμες πληροφορίες για τις κοινωνικές τάξεις. Δε διακρίνει απλώς δυνατούς και αδύνατους, αλλά δίνει επιπλέον την κατηγορία που παρεμβαλλόταν μεταξύ των δύο παραπάνω ομάδων. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι σχολάριοι (μέλη των αυτοκρατορικών ταγμάτων), οι σπαθάριοι και οι σεκρετικοί (αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης ή κρατικοί υπάλληλοι). Αυτοί αποτελούσαν λοιπόν τη διαχωριστική γραμμή τόσο στην κοσμική όσο και στη στρατιωτική ιεραρχία. Όσον αφορά στην εκκλησιαστική ιεραρχία, η "Νεαρά" του Κωνσταντίνου Ζ' ονόμαζε απλά "μικρές μονές" αυτές που κατατάσσονταν μεταξύ των αδυνάτων και "επισκοπές" εκείνες που τοποθετούνταν μεταξύ των δυνατών.
Η νίκη της Ορθοδοξίας, μετά την αναστήλωση των εικόνων το 843, οδήγησε στην ενίσχυση του γοήτρου της Εκκλησίας και του μοναχισμού. Η θρησκευτικότητα που χαρακτήριζε τη βυζαντινή κοινωνία εκδηλώθηκε πιο έντονα μετά τους διωγμούς, με δωρεές προς την Εκκλησία. Παρατηρήθηκε έτσι αύξηση της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, ενώ ιδιαίτερη ακμή γνώρισαν τα μοναστήρια, που με τόση θέρμη είχαν υπερασπιστεί την Ορθοδοξία. Ο 10ος αιώνας ήταν η εποχή ίδρυσης των μεγάλων μοναστηριών στη βυζαντινή επαρχία. Ιδρύονταν όλο και περισσότερες μονές, ενώ έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους ή σταθεροποίησαν την οργάνωσή τους και οι λεγόμενες "μοναχικές δημοκρατίες" του Αγίου Όρους στον 'Aθω, του Λάτρου στη δυτική Μικρασία, της Καππαδοκίας δυτικά της Καισάρειας, του Σινά και των Μετεώρων. Τα οργανωμένα μοναστήρια είτε βρίσκονταν στην πόλη είτε στην ερημιά, είχαν και κάποια κοινωνική ή φιλανθρωπική αποστολή. Πολλά από τα βυζαντινά έργα ευποιίας εξαρτώνταν και συντηρούνταν από μοναστήρια. Ειδικά επιφορτισμένοι μοναχοί, ο ξενοδόχος και ο νοσοκόμος, πρόσφεραν υπηρεσίες σε συναδέλφους τους ή επισκέπτες.
Η μεγάλη αγάπη και ο σεβασμός προς τον μοναστικό βίο εκδηλώνονταν και με αμέτρητες δωρεές και εύνοια προς τις μονές, γεγονός που τις κατέστησε σημαντικό οικονομικό παράγοντα. Η συσσώρευση τεράστιων μοναστηριακών περιουσιών ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες παρακμής της τάξης των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, που αποτελούσαν τη βάση της αυτοκρατορίας. Η γρήγορη αύξηση της μοναστικής περιουσίας προκάλεσε έτσι την αντίδραση του κράτους. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (920-944) περιέλαβε τους διοικητές των μοναστηριών μεταξύ των δυνατών, στους οποίους και απαγορεύτηκε να αποκτήσουν ιδιοκτησία στις αγροτικές κοινότητες. Παρόμοια ήταν η νομοθεσία των Νικηφόρου Β' Φωκά (963-969) και Βασίλειου Β' (976-1025). Αυτά τα μέτρα είχαν κοινωνικό χαρακτήρα και στόχο να βελτιώσουν τη θέση των μικροϊδιοκτητών γης, καθώς και, έμμεσα, να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του κράτους. Είχαν όμως πρόσκαιρα αποτελέσματα και οι αυτοκράτορες στη διαμάχη αυτή αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν.
Βασικό χαρακτηριστικό της βυζαντινής κοινωνίας σε όλη την περίοδο της ιστορίας της, εκτός από την ανισότητα, υπήρξε η κινητικότητα, καθώς κύριο κριτήριο για τη διάκριση σε τάξεις ήταν πάντα ο πλούτος με συνέπεια το πέρασμα από τη μια τάξη στην άλλη να είναι εφικτό. Η "Νεαρά" του Βασιλείου Β' (976-1025), το 996, δίνει ένα παράδειγμα αδύνατου που έγινε δυνατός. Ο Φιλοκάλης λοιπόν ήταν ένας φτωχός και ειρηνικός χωρικός που εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας στην οποία ανήκε. Με τον καιρό όμως απέκτησε αξιώματα και, όταν έγινε πρωτοσπαθάριος, πήρε σταδιακά την κυριότητα όλης της κοινότητας. Ο αυτοκράτορας, επιθυμώντας να απομακρύνει από την αγροτική κοινότητα τον κίνδυνο που προερχόταν από τους αδύνατους που έγιναν δυνατοί, κατέστρεψε από τα θεμέλια όλα τα πολυτελή κτήρια του Φιλοκάλη και τον επανέφερε στην κατάσταση του απλού χωρικού, αφήνοντάς του μόνον όση γη κατείχε αρχικά και επιστρέφοντας στους αδύνατους ό,τι τους ανήκε. Παρά το γεγονός ότι ένας αδύνατος μπορούσε να γίνει δυνατός ή το αντίθετο, ο κανόνας ήθελε τους Bυζαντινούς να γεννιούνται δυνατοί ή αδύνατοι οικονομικά και να πεθαίνουν στην ίδια κατάσταση, οι τελευταίοι μάλιστα μετά από μια ζωή σκληρών μόχθων. Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή, ήταν η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία, τις λεγόμενες "συντεχνίες" ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του υποψηφίου. Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ' αυτές. Οι συντεχνίες βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν, μέσω κρατικών αξιωματούχων: των εξάρχων και των προστατών στην επαρχία και του επάρχου της πόλεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το "Επαρχικό Βιβλίο" του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού. Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε 21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και μεταξωτών), τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων, κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις. Εξέχουσα σημασία στην πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου είχε η "τάξις". Βασική αποστολή του "εστεμμένου από το Θεό" αυτοκράτορα ήταν, μεταξύ άλλων, η διατήρηση της τάξης και της ευημερίας των υπηκόων του. Η τάξη μιμούνταν την αρμονία του σύμπαντος, για την οποία είχε φροντίσει ο δημιουργός, και οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας που την σέβονταν γίνονταν σεβαστοί από τους ομοίους τους και αντικείμενο θαυμασμού για όλους τους άλλους λαούς, όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (913-959) στο "Περί βασιλείου τάξεως".Η "τάξις" αυτή έβρισκε πρώτα απ' όλα εφαρμογή στο αυτοκρατορικό παλάτι. Ειδικοί κατάλογοι, τα "Τακτικά", καθόριζαν με ακρίβεια τη σειρά με την οποία θα παρουσιάζονταν στον αυτοκράτορα στις αυλικές τελετές οι διάφοροι αξιωματούχοι, ενώ για τους εκκλησιαστικούς άρχοντες ανάλογες ρυθμίσεις βρίσκουμε στις λεγόμενες "Notitiae Episcopatuum". Η εμφάνιση των "Τακτικών" είναι ενδεικτική της ενίσχυσης της μοναρχικής ιδεολογίας στα χρόνια που μελετάμε, καθώς τη θέση στην ιεραρχία καθορίζει πλέον σε μεγάλο βαθμό η οικειότητα στις σχέσεις ενός ατόμου με τον αυτοκράτορα. Επιπλέον, από την εμφάνιση νέων αξιωμάτων και τίτλων και τις αλλαγές στη σειρά πρωτοκαθεδρίας ενημερωνόμαστε για την κινητικότητα στα ανώτερα κυρίως στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, ενώ παίρνουμε πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη της βυζαντινής κοσμικής και εκκλησιαστικής διοίκησης.
Συντεχνίες - Συστήματα Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου. Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες. Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας. Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Ο θεσμός των συντεχνιών είναι από τους διαρκέστερους και πιο διαδεδομένους θεσμούς στην ευρωπαϊκή ιστορία, κληροδότημα της ρωμαϊκής περιόδου. Συντεχνίες τεχνιτών και εμπόρων υπήρχαν στη Ρώμη, στο Βυζάντιο, στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και στη νεώτερη Ελλάδα και Ευρώπη ως τον 18ο-19ο αιώνα (ως την βιομηχανική επανάσταση). Στο Βυζάντιο η παραγωγή και η πώληση ήταν αυστηρά διαχωρισμένες και τα περιθώρια του κέρδους καθορισμένα από το κράτος, έτσι γινόταν πρακτικά αδύνατη η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να γίνεται αδύνατη η συσσώρευση μεγάλων περιουσιών, οι οποίες παρέμειναν για αιώνες αποκλειστικότητα των ευγενών και του κλήρου. Οι περιορισμοί που είχαν οι επαγγελματίες ήταν πάρα πολλοί. Για παράδειγμα ένας χρυσοχόος δεν είχε δικαίωμα να αγοράσει, για τις ανάγκες της δουλειάς του, περισσότερο από μια λίβρα χρυσού. Κι αν ήθελε να αγοράσει περισσότερο θα έπρεπε πρώτα να αποδείξει ότι χρησιμοποίησε ολοκληρωτικά την αρχική ποσότητα. Αυτό προκαλούσε καθυστέρηση στον ρυθμό παραγωγής κι ελάττωνε σημαντικά τις δυνατότητες ανάπτυξης της επιχείρησης. Ανάλογους περιορισμούς είχαν και άλλοι επαγγελματίες. Οι ιχθυέμποροι πωλούσαν τα ψάρια τους στην τιμή που όριζε το κράτος, οι παντοπώλες είχαν καθορισμένα ποσοστά κέρδους (16 με 17%), ενώ οι έμποροι μεταξιού αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι από τους παραγωγούς χωρίς να έχουν δικαίωμα να το κατεργαστούν οι ίδιοι. Ήταν υποχρεωμένοι να το μεταπωλούν στους κατεργαστές μεταξιού (καταρτάριους). Αλλά και οι καταρτάριοι είχαν τους δικούς τους περιορισμούς. Έπρεπε πρώτα να δηλώσουν την ποσότητα του μεταξιού που ήθελαν να κατεργαστούν και να βεβαιώσουν ότι διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια. Στη συνέχεια αναλάμβαναν τα κρατικά εργαστήρια βαφής του μεταξιού, ενώ υπεύθυνοι για τη λιανική πώληση ήταν ειδικοί έμποροι μεταξωτών υφασμάτων που είχαν το δικαίωμα να πωλούν μόνο μεταξωτά υφάσματα. Σε μια ανώνυμη φοροτεχνική πραγματεία που σώζεται από το 10ο αιώνα αποτυπώνεται η οικονομική διαβάθμιση μιας αγροτικής κοινότητας όσον αφορά την ιδιοκτησία (και εκμετάλλευση) της γης. Η κλίμακα αυτή αποτελούνταν: από μικρούς ιδιοκτήτες-γεωργούς που κατοικούσαν στα χωριά ή τις κτήσεις τους κοντά στη γη τους, από ευκατάστατους χωρικούς που κατοικούσαν στα αγρίδια, και από μεγάλους και μέσους ιδιοκτήτες που διέθεταν τα προάστεια (μεγάλα κτήματα που τα καλλιεργούσαν με έμμεσο τρόπο). Στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης συγκαταλεγόταν και ο αυτοκράτορας, το κράτος και η Εκκλησία. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι, από τον 9ο αιώνα, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες εισήλθαν όλο και περισσότερο στις αγροτικές κοινότητες του βυζαντινού κράτους, με τους τρόπους της εμφύτευσης, της αγοράς ή της δωρεάς γης, υποχρεώνοντας πολλές φορές τους χωρικούς σ' αυτές τις δικαιοπραξίες. Έτσι, από το 10ο αιώνα, η αγροτική κοινότητα παρουσιάζεται αλλοιωμένη σε σχέση με την προηγούμενή της σύνθεση και σε πολλές περιπτώσεις υπό την απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας. Οι "εξαρτημένοι καλλιεργητές" της γης ή πάροικοι, όπως ονομάζονταν τότε, καλλιεργούσαν γη την οποία μίσθωναν με διάφορα συμβόλαια. Κάποιοι από αυτούς ονομάζονταν, με βάση τους όρους των συμβολαίων αυτών, ημισειαστές και μορτίτες. Οι ημισειαστές καλλιεργούσαν τη γη με μέσα του γαιοκτήμονα, παραχωρούσαν σ' αυτόν το ήμισυ της παραγωγής και κρατούσαν για τον εαυτό τους το υπόλοιπο. Οι μορτίτες καλλιεργούσαν τη γη με δικά τους μέσα, έδιναν στον γαιοκτήμονα το 1/10 της παραγωγής (το οποίο οι Βυζαντινοί ονόμαζαν μορτή) και κρατούσαν για τον εαυτό τους τα 9/10. Επίσης, την περίοδο αυτή κάποιοι πάροικοι ήταν γνωστοί με ονόματα ανάλογα με τα κτήματα στα οποία δούλευαν ως μισθωτές-εργάτες. Οι εκκλησιαστικοί πάροικοι δούλευαν σε κτήματα της Εκκλησίας και οι δημοσιακοί σε κρατικά κτήματα. Υπήρχαν επίσης οι υποστατικοί πάροικοι, που καλλιεργούσαν ξένα κτήματα αλλά είχαν παράλληλα και δική τους ιδιοκτησία, ήταν δηλαδή πάροικοι ως προς το ένα μέρος των κτημάτων που καλλιεργούσαν και ελεύθεροι καλλιεργητές ως προς το άλλο. Αν και οι τελευταίοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους γεωργούς, πολλοί από τους παροίκους γενικά ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η έλλειψη εργατικών χεριών, που ήταν μια μόνιμη κατάσταση στο Μεσαίωνα, ανάγκαζε τους παροίκους όχι μόνο να καλλιεργούν το κομμάτι της γης το οποίο είχαν μισθώσει, αλλά ταυτόχρονα να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες στον ιδιοκτήτη της γης και στο κράτος, τις γνωστές αγγαρείες. Έτσι, μεγάλο μέρος της συνολικής δουλειάς έπεφτε στους ώμους τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...