Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ, της αποφοίτου μας Ίριδας Παπαθεοδώρου

Οι ομοιοτητες και οι διαφορες που καθοριζαν την εννοια της ατομικης υπευθυνοτητας
Στην Αθήνα, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ιδιότητας του πολίτη ήταν η καταγωγή από ελεύθερους γονείς, οι οποίοι έπρεπε, συνάμα, να είναι Αθηναίοι πολίτες. Ουσιαστικά θεωρούνταν πολίτες μόνο όσοι κάτοικοι έφεραν την υποχρέωση να υπερασπίζονται την πόλη, συνεπώς οι άνδρες άνω των 18 ετών. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογο δικαίωμα δεν είχαν οι δούλοι, οι μετανάστες, οι μέτοικοι, οι γυναίκες και οι ανήλικοι. Επίσης, εξαιρούνταν οι Άτιμοι και οι Εξοστρακισθέντες. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ιδιότητα του πολίτη παραχωρούνταν τιμητικά σε συμμάχους και μετοίκους, ως ανταμοιβή για την αφοσίωση και την πίστη τους. Στην ίδια πόλη υπήρξαν ίσως και κάποιες άλλες περιπτώσεις ατομικής απονομής της ιδιότητας του πολίτη, όπως αυτή του Περικλή, ο οποίος μετά τον θάνατο των δύο νόμιμων γιων του, ζήτησε να απονεμηθεί η ιδιότητα του πολίτη στον γιο που είχε αποκτήσει με την Ασπασία, την εταίρα από τη Μίλητο.
Η Σπάρτη διαφύλαξε με περίσσιο πάθος την ιδιότητα του Σπαρτιάτη πολίτη και αντιμετώπισε με ιδιαίτερη καχυποψία κάθε ξένο στοιχείο προς το σώμα των πολιτών της. Χαρακτηριστική απόδειξη γι’ αυτό είναι η ολιγανθρωπία της (όσον αφορά το σώμα των ελεύθερων πολιτών) που την ταλάνιζε σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της πορείας. Σπαρτιάτης πολίτης νοείτο όποιος είχε γεννηθεί αρτιμελής και υγιής, από σπαρτιάτες γονείς.
Δυο ακόμη πολύ σημαντικά στοιχεία της έννοιας του ελεύθερου πολίτη ήταν το δικαίωμα απόκτησης και κατοχής γης και ακινήτων και η απαλλαγή από οποιονδήποτε σταθερό φόρο. Το δικαίωμα της απόκτησης, κατοχής και εκποίησης ενός κλήρου γης στην Αττική ήταν αποκλειστικό προνόμιο του πολίτη. Ακόμη και όταν υπήρχαν πολίτες που δεν κατείχαν γη, αυτή εξακολουθούσε να θεωρείται σύμβολο της ιδιότητας του ελεύθερου πολίτη.
Με τον όρο «πολιτική δραστηριότητα» νοείται η συμμετοχή στα πολιτικά θεσμικά όργανα. Στην Αθήνα η συμμετοχή αυτή εκφραζόταν στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στην Ηλιαία και στο σώμα των αρχόντων. Στη Σπάρτη η συμμετοχή των πολιτών εκδηλωνόταν στη Συνέλευση του Δήμου, στη Γερουσία ή στο συμβούλιο και το σώμα των αρχόντων. Στην Αθήνα, οι πολίτες καθόριζαν και διαμόρφωναν, με την προσωπική τους παρουσία στα πολιτειακά όργανα, την προσωπική βούληση. Αυτοί λάμβαναν όλες τις αποφάσεις στην Εκκλησία του Δήμου και οι ίδιοι απένειμαν τη δικαιοσύνη. Κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να λάβει τον λόγο στην συνέλευση, να διατυπώσει προτάσεις ή να καταγγείλει παράτυπες ή παράνομες αποφάσεις Ενώ όμως η συμμετοχή του Αθηναίου πολίτη στην οργάνωση των εξουσιών ήταν μαζική, προσωπική, άμεση και ρυθμιστική, στη Σπάρτη η συμμετοχή των πολιτών στη συνέλευση των πολιτών είχε τυπικό χαρακτήρα, αφού καλούνταν ουσιαστικά να επικυρώσουν αποφάσεις τις οποίες είχε λάβει κάποιο άλλο όργανο, όπως οι βασιλείς, η γερουσία ή οι έφοροι.
Στις ελληνικές πόλεις, τουλάχιστον τον 5ο αι. π.Χ., η ιδιότητα του πολίτη και η «οπλιτική ικανότητα», η δυνατότητα, δηλαδή, του πολίτη να προμηθεύεται πλήρη οπλισμό, ήταν πλήρως συνδεδεμένες. Στην Αθήνα η ταύτιση μεταξύ πολίτη και στρατιώτη διατηρήθηκε σε αυτό το πλαίσιο μέχρι την εποχή του Κλεισθένη. Όμως τον 5ο αι. π.Χ., η ταύτιση αυτή χαλάρωσε, αφενός επειδή η ιδιότητα του πολίτη επεκτάθηκε και σε εκείνους που δεν είχαν την οπλιτική ικανότητα, αφετέρου επειδή η Αθήνα έζησε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς πόλεμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης ταύτισης πολίτη και στρατιώτη αποτέλεσε η Σπάρτη. Τους απαγορευόταν αυστηρά να έχουν οποιουδήποτε είδους οικονομική δραστηριότητα. Για τις οικονομικές τους ανάγκες βασίζονταν στους περίοικους και κυρίως στους είλωτες. Απαλλαγμένοι λοιπόν από κάθε οικονομική ασχολία, οι Σπαρτιάτες αφοσιώνονταν αποκλειστικά στη στρατιωτική εκπαίδευση: ήταν μια κληρονομική ομάδα πολεμιστών. Την ίδια στιγμή οι Αθηναίοι πολίτες ήταν ελεύθεροι να επιδοθούν σε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα θεωρούσαν πρόσφορη (καλλιέργεια της γης, εμπόριο, προσφορά υπηρεσιών, βιοτεχνική δραστηριότητα)....
Στην Αθήνα, οι πολίτες όφειλαν να συμμετέχουν στις τελετές, όπως όφειλαν να συμμετέχουν και στην πολιτική ζωή. Η είσοδος του μελλοντικού πολίτη στην πολιτική κοινότητα συνοδευόταν από τελετουργίες προς τιμήν του Δία ή της Αθηνάς. Τέλος, από τον όρκο που έδινε ο μελλοντικός πολίτης διαπιστώνεται, ότι η είσοδος στην πολιτική ζωή αποτελούσε όχι μόνο πολιτική αλλά και θρησκευτική πράξη. Τα ίδια ισχύουν και στη Σπάρτη με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συμβολική διαδικασία μύησης των νέων κατά την εορτή των Υακινθίων, η οποία σηματοδοτούσε τη μετάβαση τους στην ώριμη κοινωνική ομάδα.
Η θέση της γυναίκας στην Αθήνα ήταν μέσα στο σπίτι. Τα κορίτσια ήταν περιορισμένα σε έναν χώρο προορισμένο για γυναίκες, τον γυναικωνίτη. Σκοπός της γυναίκας ήταν ο γάμος. Ο πατέρας της ή, σε περίπτωση που ήταν ορφανή, ένας συγγενής της από το σόι του πατέρα της διάλεγε και αποφάσιζε ποιον άνδρα θα παντρευόταν. Η ηλικία που παντρεύονταν τα κορίτσια ήταν γύρω στα 12 ή στα 13. Ο ρόλος της έγγαμης γυναίκας ήταν να φέρει στον κόσμο απογόνους Μια έγγαμη γυναίκα απαγορευόταν να πάρει τον λόγο δημόσια ενώ από το σπίτι μπορούσε να βγει με συνοδεία μιας δούλας. Καθήκον της ήταν ο καταμερισμός των εργασιών στους δούλους, η ετοιμασία του φαγητού και το πλέξιμο. Με την βοήθεια των τροφών φρόντιζε για την καθαριότητα και την αγωγή των παιδιών. Έπαιρναν μέρος στις γιορτές της Αθήνας και συμμετείχαν στις εκδηλώσεις. Οι γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων μπορούσαν να κυκλοφορήσουν πιο ελεύθερα. Η εκπαίδευση των γυναικών ήταν ελάχιστη και δεν είχαν συμμετοχή στις συνελεύσεις του δήμου.
Στη σπαρτιατική κοινωνία οι γυναίκες διατηρούν μια υψηλότερη θέση από ό,τι στην Αθήνα. Οι γυναίκες στη Σπάρτη μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς να καλύπτουν το πρόσωπο τους. Οι κοπέλες παντρεύονταν συνήθως στα 20. Προορισμός της γυναίκας ήταν να φέρει στον κόσμο γενναίους στρατιώτες. Για λόγους ευγονίας είχε καθιερωθεί ο δανεισμός συζύγων. Ο ρόλος της ήταν ενεργητικός καθώς ήταν απαλλαγμένες από τις οικιακές ασχολίες (αργαλειός, φροντίδα παιδιών, μαγειρική) τις οποίες τις είχαν αναθέσει στις δούλες. Ανατρέφονταν και εκπαιδεύονταν όπως και τα αγόρια, δηλαδή η εκπαίδευση περιελάμβανε κυρίως σωματική άσκηση και στοιχειώδη μόρφωση. Συμμετείχαν σε αγώνες δρόμου, πάλης και ακόντιου, ενώ συμμετείχαν σε τελετές φορώντας κοντό χιτώνα, όπως οι Αμαζόνες. Κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους αλλά δεν είχαν κανένα δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή και στη λήψη αποφάσεων
Ίρις Παπαθεοδώρου λα’3
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, του Νίκου Ξένιου
Στην αρχαϊκή εποχή το άτομο αποκτά υπαρκτική ταυτότητα και δικαιώνεται εντασσόμενο σε μια ευρύτερη κοινότητα. Και το ατομικό του βίωμα μετασχηματίζεται καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα, στα ποιήματα και στα γλυπτά, να αποτυπώνονται γνωρίσματα όπως: η έκρηξη του ονόματος, η έκρηξη του συναισθήματος (φαινόμενο το οποίο ανεπαισθήτως μόνον είναι παρόν στο ομηρικό σύμπαν), η αναφορά στο παρόν (αντί στο παρελθόν, κατ’ αποκλειστικότητα αξιομνημόνευτο σε προηγούμενους χρόνους), ο ρυθμός (ως κανόνας που συνέχει το παν), ο κόσμος (ως κόσμημα), η ελευθερία (ως κατάκτηση της πολιτικής κοινωνίας). Αυτά τα γνωρίσματα συνδυάζονται με το περιβάλλον της νέας μονάδας πολιτικής συμβίωσης, της πόλεως, και, υπ’ αυτήν την έννοια, η αρχαϊκή εποχή αναγγέλλει την πολιτική κοινωνία της κλασικής εποχής. Ο Έλληνας δηλώνει την ταυτότητά του την ίδια εποχή που γίνεται πολίτης, αποκτώντας έτσι σημαίνουσα θέση στον κοινό χώρο και εισερχόμενος προοδευτικά σε μια περιπέτεια που τον υποχρεώνει να αποδεχθεί την ανθρώπινη ετερότητα ως αναγκαίο όρο συμβίωσης μέσα στο σύμπαν της πόλεως.
Όπως αργότερα θα παραδεχτεί ο Αριστοτέλης, η ανθρώπινη ικανότητα για πολιτική οργάνωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη φυσική ένωση που έχει ως επίκεντρο την οἰκίαν. Η εμφάνιση της πόλεως στην Αρχαία Ελλάδα, υποστηρίζει η Arendt, σημαίνει ότι ο άνθρωπος, εκτός από την ιδιωτική του ζωή, παραδέχεται και μια δεύτερη ζωή: τον πολιτικό του βίο. Το ιδιωτικό αποκτά ύπαρξη αποκτώντας δημοσιότητα. μέσω αυτής, γίνεται πολιτικό, αφού δημοσιότητα έχουν όλες οι δραστηριότητες εντός της πόλεως. Όλα είναι ορατά, γι’ αυτό και η όραση ως αίσθηση σταδιακά αναβαθμίζεται. Το αφανές και το απρόσιτο γίνεται «μορφή και θέαμα», γράφει ο Jean- Pierre Vernant. Στην πολιτική κοινωνία της αρχαϊκής περιόδου, το φαινόμενο –το ορατό και ακουστό- είναι εκείνο που αποτελεί την πραγματικότητα. Σε σύγκριση με αυτήν την πραγματικότητα, τα πάθη, η διάνοια, οι αισθήσεις δεν έχουν «ουσιώδη» ύπαρξη. Την αποκτούν αμέσως μόλις μετασχηματίζονται και γίνονται κατάλληλα για να παρουσιαστούν δημόσια.
Δημοσιότητα είναι το κοινό σημείο ανάμεσα στη λυρική ποίηση και στη γλυπτική. Δημοσιότητα με τη δήλωση του ονόματος του καλλιτέχνη. Δημοσιότητα με τη ανάδειξη των σκέψεων και των συναισθημάτων του που κυριολεκτικά απευθύνονται σε κάποιον (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ελεγειακή ποίηση) και αναφέρονται σε κάποιον, φίλο, πελάτη ή τον ίδιο του τον εαυτό. δημοσιότητα του έργου του που αποκτά καλλιτεχνική αξία όταν οι άλλοι ομολογήσουν τη χάρη και την πρωτοτυπία του. Το αρχαϊκό «εγώ», ποιητικό ή εικαστικό, δεν εκφράζεται σε προσωπική απομόνωση, αλλά ζει κοινωνικά. «Ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός», σύμφωνα με τον Αριστόξενο Σκιαδά. Ακόμη και στην εξομολογητική ποίηση του Αρχιλόχου, όταν ο ποιητής τολμηρά και απροσδόκητα απευθύνεται στην ψυχή του.
Δημοσιότητα είναι και το κεντρικό χαρακτηριστικό της πολιτικής οργάνωσης στην αρχαϊκή περίοδο. Η πόλις οργανώνεται οριζόντια και κυκλικά, γύρω από έναν μέσο χώρο, η εξουσία παραδίδεται ἐς μέσον και οι «μέσοι» επιλέγονται για τη διάσωσή της. «Η Πόλη παρουσιάζεται ως ένα ομοιογενές σύμπαν, χωρίς ιεραρχία, χωρίς ορόφους, χωρίς διαφοροποίηση. Η αρχή δεν είναι πια συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μοναδικού προσώπου που βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής οργάνωσης. Κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλη την έκταση της δημόσιας ζωής, στον κοινό αυτό χώρο όπου η πόλη βρίσκει το κέντρο της, το μέσον της», θα πει ο Vernant.
Η λυρική ποίηση και η γλυπτική δημιουργούν, λοιπόν, έναν επιπλέον «πολιτικό» δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους, εφόσον πράγματα της ανθρώπινης ζωής, εκτοπισμένα πριν στον ιδιωτικό χώρο, εκτίθενται πλέον δημόσια, γίνονται κοινό κτήμα της αναδυόμενης πολιτικής κοινωνίας. Να σημειώσω παρενθετικά ότι αυτή η εξέλιξη σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια καλλιτεχνική ή –ακόμα και- πολιτική μεταβολή. Σημαίνει πως μεγαλώνει η βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Μια και υπάρχει μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην ατομικότητα και στη γνωστική βεβαιότητα: όσο ενισχύεται η πρώτη, τόσο υποχωρεί η δεύτερη, και αντιστρόφως. Είναι μετά η τάση, που συνδέεται με τη δημοσιότητα, τόσο της αρχαϊκής ποίησης όσο και της αρχαϊκής γλυπτικής, προς μια ελευθερία αξεχώριστα δεμένη με έναν ρυθμό, ανάλογη με την ελευθερία που αποκτά ο άνθρωπος ως πολιτικόν ὄν.
Ελευθερία που ανιχνεύεται στη θεματική αλλά και στην εσωτερική ευελιξία και πολυμορφία των λυρικών ποιημάτων. Ο ρεαλισμός και η σκωπτικότητα του Αρχιλόχου, η βαθιά ευαισθησία του Σιμωνίδη, η πνευματικότητα του Αλκμάνος και της Σαπφούς, η προτρεπτική διάσταση στην ποίηση του Τυρταίου και του Καλλίνου, η σοβαρότητα του Σόλωνος, ο ρυθμός και η ισορροπία του Μίμνερμου, η οξεία αμφισβήτηση του Ξενοφάνη, η ωριμότητα του Πινδάρου: είναι μερικά μόνον παραδείγματα. Ελευθερία επίσης από τις ακλόνητες αξίες του επικού παρελθόντος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αρχίλοχος να χλευάζει δηκτικά τον φιλάρεσκο και κορδωμένο μέγαν στρατηγόν, και να δικαιολογεί τον ριψάσπιδα. Η ζωή είναι για τον ποιητή η ύψιστη αξία, κάτι που μάλλον αργά, μετά θάνατον, ανακάλυψε ο κατεξοχήν ήρωας του ομηρικού κλέους, ο Αχιλλέας. Αλλά και ελευθερία να εφράζει κανείς την προτίμησή του χωρίς καμία δέσμευση, όπως το διατυπώνει η Σαπφώ με τη φράση ὄττω τις ἒραται.
Η τέχνη της ποίησης και της γλυπτικής γίνεται στα αρχαϊκά χρόνια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη. Μολονότι το θεϊκό και το μυθικό στοιχείο εξακολουθούν να είναι παρόντα, η τέχνη απευθύνεται στους ανθρώπους και μιλάει τη γλώσσα τους. Πλάι στη χάριν, την ιδιότητα των Χαρίτων, η πιο εγκόσμια ἀγλαΐα. Κι αντίθετα με τη θεϊκή έμπνευση ή την έμπνευση των Μουσών, ο έπαινος για τον τεχνίτη-δάσκαλο και τα αυτοπαινέματα. Αλλά και η σύγκριση με άλλα έργα της ίδιας τέχνης, για να αναδειχθεί η ανωτερότητα του δικού του έργου για τον ποιητή και τον γλύπτη. Τούτη η ελευθερία δένεται και με την αναζήτηση του ρυθμού.
Η γλυπτική δημιουργεί κι εκείνη έναν ρυθμό, κάτι σαν «το δεσπόζον μοτίβο στη μουσική», επαναλαμβάνοντας επίμονα τον τύπο του Κούρου και της Κόρης σε όλη την αρχαϊκή περίοδο. Ένας νόμος μορφοποιεί τα αγάλματα, σε μια εποχή που, το είπαμε ήδη, λατρεύει την ευνομία. Κι όμως, ενώ τα σχήματα φαίνονται κοινά και νομίζει κανείς ότι οι καλλιτέχνες δουλεύουν έχοντας στον νου τους έναν απαρασάλευτο κανόνα, αποδεικνύεται στην πράξη πως η αρχαϊκή τέχνη παρουσιάζει ρευστότητα και μεταβολές, καθώς καλείται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη σταθερότητα, που την έχει ξεπατικώσει από το αιγυπτιακό της πρότυπο, και την απαίτηση για ζωντάνια.
Στα αρχαϊκά αγάλματα στριμώχνονται αντιθέσεις. Αυτά τα «υλικά “σήματα” θανάτου» όπως λέει ο Boardman, οι Κούροι και οι Κόρες, ακίνητοι, πιστοί στον νόμο της απόλυτης μετωπικότητας και της συμμετρίας, με τα χέρια σφιχτά κολλημένα στις πλευρές, προβάλλουν το αριστερό πόδι, έτοιμοι να φύγουν μπροστά, ενώ την ίδια στιγμή ανεπαίσθητες αποκλίσεις και αδιόρατες μετατοπίσεις τινάζουν στον αέρα τόσο τη συμμετρία όσο και τη φαινομενική ακινησία τους.
Στο αρχαϊκό άγαλμα συνυπάρχουν αξεδιάλυτα η ακινησία με την κίνηση, το πάγωμα του χρόνου στη σημαίνουσα στιγμή. Ώσπου, τα τελευταία χρόνια της αρχαϊκής εποχής, τα ακίνητα αγάλματα όλο και περισσότερο μοιάζουν με «τεντωμένες χορδές», έτοιμες να εξακοντιστούν και να ελευθερωθούν κατά την κλασική περίοδο.
Ο έπαινος της αθηναϊκής δημοκρατίας –Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος
Οι σπουδαιότερες πόλεις – κράτη στην αρχαία Ελλάδα ήταν η δημοκρατική Αθήνα και η ολιγαρχική Σπάρτη. Ενεπλάκησαν όμως σε εμφύλια διαμάχη και αυτό σήμανε και την αρχή του τέλους τους. Την αντιδιαστολή προς τη Σπάρτη υπαινίσσεται ο Περικλής στον επιτάφιο λόγο που εκφωνεί το 430 π.Χ. προς τιμήν των πεσόντων πολεμιστών κατά τον πρώτο χρόνο του πελοποννησιακού πολέμου: «Το πολίτευμά μας», βεβαιώνει ο Περικλής, «δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους νόμους των γειτόνων· γεγονός είναι ότι αποτελούμε παράδειγμα για μερικούς, παρά ότι έχουμε μιμηθεί άλλους. Το όνομά του είναι δημοκρατία, γιατί δε διοικούν οι λίγοι, αλλά οι περισσότεροι».
Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η ισότητα. Στην ιδιωτική ζωή, ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στους πολίτες. Στη δημόσια ζωή, μπορεί ο καθένας να αναδεικνύεται στα δημόσια αξιώματα, χωρίς η φτώχεια ή η ταπεινή καταγωγή να του είναι φραγμός. Καθένας είναι ελεύθερος. Η ελευθερία του καθενός όμως έχει ως όριο την υποχρέωση προς την πολιτεία. Η υποχρέωση αυτή που συνίσταται στην πειθαρχία προς τους νόμους και τους άρχοντες προκύπτει από την αγάπη για τη δημοκρατία. Ένας πολίτης μπορεί ταυτόχρονα να φροντίζει τόσο τις προσωπικές του υποθέσεις, όσο και εκείνες της πόλης. Μπορεί να είναι απασχολημένος με τις δουλειές του, αλλά δεν δικαιούται για τον λόγο αυτό να είναι λιγότερο ενημερωμένος στα πολιτικά. Κατά τον Περικλή, όποιος δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή δε θεωρείται φιλήσυχος, αλλά άχρηστος («αχρείος»).
Ο Επιτάφιος του Περικλή, το πιο αξιόλογο δημοκρατικό κείμενο που έχει γραφεί ποτέ, καταλήγει στη διαπίστωση: «Ξυνελών τε λέγω τήν τε πασαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν ειναι». Η Αθήνα παρουσιάζεται ως η παιδευτική εστία της Ελλάδας με την έννοια της ανατροφής, της διάπλασης ολοκληρωμένων πολιτών που επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη της αρετής και την καλλιέργεια αισθήματος πολιτικής ευθύνης. Ο πολίτης ταυτίζεται με την κοινότητα, τις παραδόσεις, τις αξίες της.
Τη χρονιά της ενηλικίωσής του, και προκειμένου να γραφεί στον κατάλογο που του εξασφαλίζει πολιτικά δικαιώματα, ο αθηναίος έφηβος δίνει επίσημα τον «όρκο του πολίτη». Ορκίζεται να υπερασπισθεί την πατρίδα του, να πολεμήσει για τους θεούς, την εστία του, να υπακούσει στις διαταγές των αρχόντων του, και πάνω απ’ όλα να πειθαρχήσει στους νόμους. Αν κάποιος θελήσει να τους ανατρέψει, θα πολεμήσει γι’αυτούς.
Από τη μέρα αυτή, ο ενήλικος πια Αθηναίος πολίτης αφιερώνει το σώμα του και το φρόνημά του όχι σε κάτι αφηρημένο, αλλά σε αυτό που βλέπει κάθε μέρα με τα μάτια του, την πατρίδα του, μια πόλη που θέλει να την παραδώσει στις επόμενες γενιές πιο ζηλευτή απ’ ό,τι την παρέλαβε. Η πόλις είναι μια κοινότητα πολιτών, όχι απλώς κατοίκων. Η αρχαία Αθήνα υπολογίζεται ότι την εποχή της ακμής της δεν είχε πάνω από τριάντα με σαράντα χιλιάδες ενήλικους άρρενες πολίτες. «Με έναν τόσο περιορισμένο πληθυσμό, συγκεντρωμένο σε μικρούς οικισμούς και ζώντας την τυπική μεσογειακή ζωή εκτός σπιτιού, η αρχαία Αθήνα ήταν το πρότυπο μιας ‘αντικρυστής’ (‘face to face’) κοινωνίας» (Μ. Ι. Finley, 1984).
Το ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης έμεινε στην ιστορία γνωστό για τον αυστηρό και λιτό στρατιωτικό τρόπο ζωής, ιδιαίτερα τον τρόπο ανατροφής των παιδιών και τη διαπαιδαγώγησή τους ως στρατιωτών. Η στοχοθέτηση αυτή δεν επιβλήθηκε εξουσιαστικά. Διαμορφώθηκε με τη συναίνεση των πολιτών. Το σπαρτιατικό θεσμικό σύστημα καθιερώθηκε σε μια μικρή και κλειστή κοινότητα. Τα μέλη της συμφώνησαν, ότι η παραγωγή εκπαιδευμένων στρατιωτών για το καλό της κοινότητας προέχει έναντι των συμφερόντων και των απολαύσεων του ατόμου.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τον Ηρόδοτο, στο οποίο ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Δημάρατος εξηγεί τη σπαρτιατική νοοτροπία στον Πέρση βασιλιά Ξέρξη: «Έτσι συμβαίνει και με τους Σπαρτιάτες», λέει. «Όταν πολεμούν μόνοι τους, δεν έχουν τίποτα το ξεχωριστό, όταν όμως πολεμούν όλοι μαζί, είναι οι καλύτεροι πολεμιστές απ’ όλους. Είναι ελεύθεροι, αλλά όχι απόλυτα. Αφέντης τους είναι ο νόμος, τον οποίο φοβούνται πολύ περισσότερο απ’ όσο φοβούνται εσένα οι υπήκοοί σου ». (Πηγή: Ηρόδοτος, Ιστορία, Ζ, 104).
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά», όπου αναλύει και συγκρίνει τους διάφορους τύπους πολιτευμάτων, λέει σχετικά: «Μια πόλη που απαρτίζεται από πάρα πολλούς πολίτες, είναι μεν αυτάρκης, ως έθνος όμως, όχι ως πόλις. Διότι δεν είναι δυνατή η ύπαρξη σ’αυτή πολιτεύματος. Ποιος στρατηγός θα μπορέσει να διοικήσει τον υπερβολικά πολυάριθμο στρατό; Ή ποιος κήρυκας θα υπάρξει, αν δεν έχει τη φωνή του Στέντορος;» (Στέντωρ ήταν ο πιο μεγαλόφωνος κήρυκας των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο, απ’ όπου και η έκφραση «στεντόρεια φωνή»).
Η αναφορά στον κήρυκα είναι χαρακτηριστική για τη σημασία του προφορικού λόγου και την πληροφόρηση στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Χωρίς μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι πολιτικοί ηγέτες έρχονται αναγκαστικά σε άμεση επαφή με τους πολίτες και ελέγχονται άμεσα από αυτούς. Η αθηναϊκή δημοκρατία είναι άμεση, και όχι αντιπροσωπευτική, όπως η σύγχρονη. Η πόλις αυτοκυβερνάται. Κέντρο των πάντων είναι ο δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα «κοινά».
Πολίτης, κατά τον Αριστοτέλη είναι «ο μετέχων κρίσεως και αρχής». Αυτό στην πράξη σημαίνει, ότι μπορεί διαδοχικά να κληρωθεί βουλευτής, δικαστής, άρχοντας με θητεία ενός χρόνου. Η συμμετοχή του στη συνάθροιση των πολιτών, την Εκκλησία του Δήμου, είναι ελεύθερη. Εκεί, στoν λόφο της Πνύκας, απέναντι από την Ακρόπολη, λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις της πολιτικής ζωής της κοινότητας για θέματα εσωτερικής ή εξωτερικής φύσεως: πόλεμος, ειρήνη, συμμαχίες, δημόσια έργα, ανέγερση του Παρθενώνα ... Η Βουλή των πεντακοσίων, με μέλη κληρωτά, πενήντα κατά φυλή, εισηγείται τα σχέδια νόμου. Η Εκκλησία του Δήμου αποφασίζει και κυβερνά στην πράξη την πολιτεία.
Tα κύρια χαρακτηριστικά των συνεδριάσεων στην Εκκλησία του Δήμου είναι: α) Όλοι έχουν ίσο δικαίωμα να λάβουν τον λόγο («ισηγορία»). β) Η απόφαση λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των παρόντων. γ) Η επιλογή για τα δημόσια αξιώματα γίνεται με κλήρο. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν άμεση εμπειρία διακυβέρνησης και γενική εξοικείωση με τις δημόσιες υποθέσεις. Ακόμα και οι απαθείς δεν μπορούν να τις αποφύγουν. Και όλοι γνωρίζουν ότι, αν κάτι δεν τους αρέσει, έχουν τη δύναμη να το αλλάξουν. Μπορούν, όχι απλώς να επηρεάσουν, αλλά να διαμορφώσουν άμεσα τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και τη διακυβέρνηση της πόλης.
Οι πολίτες έχουν ίσο δικαίωμα να δικάζουν. Τα δικαστήρια δεν συγκροτούνται από επαγγελματίες δικαστές, αλλά από κληρωτούς. Κάθε χρόνο κληρώνονται 6.000 εν δυνάμει δικαστές της Ηλιαίας που δίνουν όρκο, ότι θα δικάσουν σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του αθηναϊκού λαού και της Βουλής των πεντακοσίων. Μετά την ορκωμοσία οι δικαστές μοιράζονται με κλήρο στα διάφορα δικαστήρια.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του σύγχρονου έλληνα φιλοσόφου Κορνήλιου Καστοριάδη, στη δημοκρατική πόλη - κράτος η κοινωνία «αυτοθεσμίζεται», «αυτοκυβερνάται». Αυτό σημαίνει, ότι η ίδια ορίζει τους νόμους της, η ίδια μπορεί και να τους μεταβάλλει, ανάλογα με τις ανάγκες της και τις περιστάσεις. Αυτό την οδηγεί στην αυτονομία και την αυτοτέλεια. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, οι πολίτες που ζουν σε αυτήν και συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή που αυτή τους εξασφαλίζει μπορούν να λένε ότι είναι ελεύθεροι άνθρωποι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ: «Η αρχαία Ελλάδα δεν είναι πρότυπο, ούτε μοντέλο προς μίμηση, όπως άλλωστε δεν μπορεί να είναι κανένα ιστορικό έργο σε οποιονδήποτε τομέα. Θεωρώ, όμως, ότι μπορεί να λειτουργήσει για μας σαν γονιμοποιό σπέρμα, δεδομένου ότι μας επιτρέπει να δούμε εν τη γενέσει τους πληθώρα στοιχείων πάντοτε επίκαιρων- μπορεί και πρέπει να είναι για μας κέντρισμα, έμπνευση και πηγή ιδεών […]». Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...