Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, της Σπυριδούλας Φουρλεμάδη

Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε μεταξύ 460 και 455 π.Χ. Στον δήμο Αλιμούντα από εύπορη οικογένεια. Τα νεανικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του μεγαλείου της Αθήνας. Τις εγκυρότερες πληροφορίες για τη ζωή του δίνει ο ίδιος στο έργο του. Ήταν στρατηγός των Αθηναίων στην Αμφίπολη, μετά την άλωση της οποίας από τους Λακεδαιμονίους εξορίστηκε για είκοσι χρόνια (424-404 π.Χ.). Στο διάστημα αυτό έζησε στα κτήματα που είχε στη Θράκη, αλλά και ταξίδευσε για να συλλέξει ή να εξακριβώσει πληροφορίες για τη συγγραφή του. Επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα μετά την καταστροφή του 404, και πέθανε λίγο μετά το έτος αυτό, άγνωστο πού, πιθανότατα από βίαιο θάνατο. Το έργο του, η εξιστόρηση του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, είναι στενά συνδεδεμένο με το πνευματικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Απόλυτα προσηλωμένη στην αρχή της εξακριβωμένης αλήθειας, η συγγραφή του είναι αντικειμενική και αξιόπιστη. Η αφήγηση γίνεται ιδιαίτερα εναργής με τις δημηγορίες, που καταλαμβάνουν το ένα πέμπτο περίπου του έργου του, γραμμένες σε λόγο ευθύ και αρκετά συμπυκνωμένο.
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας. Έχει επηρεαστεί, ακόμη, από την τραγωδία πράγμα που φαίνεται από το διάλογο των Αθηναίων- Μηλίων, ο οποίος είναι γραμμένος σε μορφή ερώτησης απάντησης (στιχομυθία). Επίσης συχνά αντιδιαστέλλει τη γνώμη με την τύχη, επηρεασμένος και πάλι από την τραγωδία.
Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που αποστρεφόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον διαδέχτηκαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Άλλη επιρροή του Θουκυδίδη ήταν ο Ιπποκράτης. Στο τμήμα του έργου που περιγράφει το λοιμό που έπληξε την Αθήνα η ανάλυση του πάνω στα χαρακτηριστικά της ασθένειας αυτής είναι πολύ λεπτομερής και δείχνει άμεσα την επιρροή του από τον Ιπποκράτη.
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος, υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία.
Ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε. Ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό,τι θεωρούσε ότι σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο.
Επίσης άξιο προσοχής αποτελεί το ότι ο Θουκυδίδης είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές.
Ο Θουκυδίδης, από τον Άλιμο της Αττικής (πιθ. 455-399 π.Χ.), ο μεγαλύτερος ιστορικός όλων των εποχών, κατέγραψε τα συγκλονιστικά γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) και προσπάθησε να ερμηνεύσει τα αίτιά τους. Στο έργο του αποτυπώνονται η δόξα και η συντριβή της πατρίδας του της Αθήνας, η ένταση του πολέμου ανάμεσα στην Αθήνα, τη Σπάρτη και τους συμμάχους τους, που παρέσυρε στη δίνη του όλες τις πόλεις-κράτη του ελληνισμού, και οι έντονες πνευματικές ζυμώσεις της εποχής του.
Ο Θουκυδίδης έφερε νέο πνεύμα και νέα μέθοδο στην ιστορική επιστήμη, κρίνοντας εξαρχής ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος θα ήταν «μέγας καὶ ἀξιολογώτατος τῶν προγεγενημένων», εξαιτίας της πρωτοφανούς πολεμικής ετοιμότητας των αντιπάλων. Η αλήθεια για τα ιστορικά γεγονότα «ἐπιπόνως ηὑρίσκετο», γιατί ακόμη και οι παρόντες στα ίδια συμβάντα έδιναν διαφορετικές εκδοχές γι' αυτά, ανάλογα με τις πολιτικές τους συμπάθειες ή με τη δύναμη της μνήμης τους («...ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας ἤ μνήμης ἔχει»). Εκθέτει με θαυμαστή ακρίβεια σε μεγάλο μέρος του πρώτου βιβλίου του τις αιτιάσεις των αντιπάλων πριν από τον πόλεμο και τα προβλήματα που προκαλούσαν τις διενέξεις μεταξύ τους («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον καὶ τάς διαφοράς») και προβάλλει τη βαθύτερη, την ουσιαστική και ανομολόγητη αιτία του πολέμου («...τὴν δὲ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δέ λόγῳ...»), δηλαδή τον φόβο που προκαλούσε στους Λακεδαιμονίους η συνεχής οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη των Αθηναίων.
Ο σκοπός της συγγραφής της Ιστορίας ήταν να δώσει στους μελλοντικούς σοβαρούς αναγνώστες του έργου του ένα «κτῆμα ἐς αἰεὶ» για να γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβη στον Πελοποννησιακό πόλεμο και αξιοποιώντας αυτή τη γνώση να ενεργήσουν ανάλογα, όταν θα ξανασυμβούν όμοια ή παραπλήσια, εφόσον η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει. Κατά την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.), ο ιστοριογράφος πίστευε στη μεγάλη αξία του Περικλή (μολονότι η οικογενειακή του παράδοση τον συνέδεε με την αντίπαλη παράταξη, των αριστοκρατικών) και στην ορθότητα των βασικών αρχών του πολεμικού του σχεδιασμού: άμυνα στην ξηρά, επίθεση στη θάλασσα, σύνεση και αυτοπεποίθηση. Το δεύτερο έτος του πολέμου προσβλήθηκε και ο ίδιος από τον καταστρεπτικό λοιμό που εξόντωσε το 1/3 του πληθυσμού της Αττικής («...ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας»). Ο ίδιος επέζησε αλλά ο Περικλής πέθανε από τον λοιμό το επόμενο έτος και στην πολιτική ζωή της εμπόλεμης και πολιορκημένης, από τη στεριά, Αθήνας επικράτησε οξεία αντιπαράθεση ανάμεσα στην παράταξη των συντηρητικών αριστοκρατικών και των δημοκρατικών, τους οποίους καθοδηγούσαν πλέον αδίστακτοι δημαγωγοί, με ισχυρότερο τον Κλέωνα.
Το 424 π.Χ. ο Θουκυδίδης, ως στρατηγός, δεν μπόρεσε να σώσει την Αμφίπολη, αποικία των Αθηναίων κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα,από την επίθεση των Σπαρτιατών. Η περιοχή είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για την Αθήνα, επειδή διέθετε άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία για τις ανάγκες του αθηναϊκού στόλου και βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο ιστορικός είχε αποσταλεί εκεί με μικρή μοίρα του αθηναϊκού στόλου για να ελέγχει την περιοχή, όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας έφτασε με ταχύτατη πορεία από την Πελοπόννησο στη Μακεδονία, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τιμώρησαν τον Θουκυδίδη με εξορία («Καὶ ξυνέβη μοι φεύγειν τὴν ἐμαυτοῦ ἔτη εἴκοσι μετὰ τὴν ἐς Ἀμφίπολιν στρατηγίαν») οπότε αυτός, εξόριστος πια, αφιέρωσε όλο το χρόνο του στην ιστορική του έρευνα συγκεντρώνοντας πληροφορίες και από τα δύο στρατόπεδα με πολλές μετακινήσεις στους χώρους των συγκρούσεων: «και αφού βρέθηκα και στα δύο μέρη, και μάλιστα περισσότερο στις περιοχές που έλεγχαν οι Πελοποννήσιοι λόγω της εξορίας μου μπορούσα να παρακολουθήσω τις εξελίξεις καλύτερα και πιο άνετα» (5.26.5). Δεν είναι βέβαιο αν γύρισε στην Αθήνα μετά το 404 π.Χ. με την αμνηστία που παραχωρήθηκε. Οι πληροφορίες των αρχαίων πηγών είναι αβέβαιες και σε ορισμένα σημεία αντιφατικές. Βέβαιο είναι ότι έζησε ως το τέλος του πολέμου, αλλά το έργο του έμεινε ημιτελές. Στα πρώτα βιβλία υπάρχουν αναφορές για το τέλος του πολέμου και την τελική καταστροφή· η εξιστόρηση όμως των γεγονότων δεν φτάνει ως το 404 π.Χ. αλλά διακόπτεται στο 411 π.Χ. Ο θάνατος δεν άφησε τον μεγάλο ιστορικό να τελειώσει το έργο του.
Ο Θουκυδίδης κατανόησε από την αρχή τη σημασία του πολέμου που ξεσπούσε: οι αντίπαλοι βρίσκονταν στο ύψιστο σημείο της ακμής τους οικονομικά και στρατιωτικά και τα ουδέτερα ελληνικά κράτη ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν στον πόλεμο. Προσπάθησε λοιπόν να ερευνήσει τους παράγοντες που δημιούργησαν τόσο μεγάλη πολεμική ισχύ.
Εξετάζοντας τις εξελίξεις ακόμη και πριν από τον Τρωικό πόλεμο ως τα Μηδικά, εκεί όπου οι πηγές του δεν μπορούσαν, με τα δεδομένα της εποχής, να είναι αξιόπιστες, χρησιμοποιεί λογικές μεθόδους και καταγράφει τις ιστορικές αλλαγές με πορίσματα «εἰκότα» (= εύλογα, σύμφωνα με τη λογική και την πείρα), «σημεῖα» ή «μαρτύρια» (= ενδείξεις και αποδείξεις) και «τεκμήρια» (= συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα). Τονίζει ότι χωρίς μόνιμες εγκαταστάσεις πληθυσμών, πολιτική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη και, κυρίως, χωρίς την κυριαρχία στη θάλασσα δεν μπορούσε να συγκροτηθεί ισχυρό στρατιωτικά κράτος. Η προσπάθεια για κριτική απόδειξη των θέσεών του θυμίζει έντονα την επιχειρηματολογία των σοφιστών.
Απ' όλα τα προηγούμενα πολεμικά γεγονότα, το μεγαλύτερο ήταν ο Περσικός πόλεμος, ο οποίος τερματίστηκε με δύο ναυμαχίες και δύο μάχες, ενώ ο σημερινός πόλεμος κράτησε πάρα πολλά χρόνια και προκάλεσε τόσες συμφορές στην Ελλάδα, όσες δεν είχε ποτέ πάθει σε ανάλογο χρονικό διάστημα. Ποτέ άλλοτε δεν κυριεύτηκαν και δεν καταστράφηκαν τόσες πολιτείες είτε από βαρβάρους είτε από Έλληνες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Σε πολλές, μάλιστα, πολιτείες, αφού καταστράφηκαν, εγκαταστάθηκε καινούργιος πληθυσμός. Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες εξορίες και δεν σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, είτε στον πόλεμο είτε σ' εμφυλίους σπαραγμούς. Εκτός απ' αυτό πολλά από τα όσα αναφέρονται σε παλιές διηγήσεις, τα οποία όμως σπάνια επαληθεύονταν, έγιναν πιστευτά. Γιατί έγιναν πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημονευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες σημειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λιμούς και τέλος η φοβερή επιδημία, που προξένησε μεγάλες βλάβες και καταστροφή. Όλα αυτά έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τον άρχισαν οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι καταγγέλλοντας τις τριαντάχρονες σπονδές τις οποίες είχαν κάνει μετά την επανάσταση της Εύβοιας. Θα εκθέσω πρώτα ποιοι ήσαν οι λόγοι και οι διαφορές που οδήγησαν στον πόλεμο για να μην αναρωτιέται κανείς αργότερα για ποια αιτία οι Έλληνες περιπλέχτηκαν σε τόσο μεγάλο πόλεμο. Η πραγματική, βέβαια, αλλά ανομολόγητη αιτία ήταν, καθώς νομίζω, το ότι η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν. Θουκυδίδης, Α,23 μετ. Αγγ. Βλάχου.
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΤΕ ΝΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΕΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠ'ΟΨΙΝ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ:

Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ο πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήνας και της Σπάρτης. Η σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ου π.Χ. αιώνα. Μετά από την περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα και την επακόλουθη απώθησή του το 479, οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία του πολέμου ενάντια στην Περσία στις ελληνικές ακτές της Μικράς Ασίας. Η συμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ωμή δύναμη, για να αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους να αποσυρθεί από τη συμμαχία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης και εν τέλει τη στρατιωτική επέμβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη του Νικία με τη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412-404). Τα πρώτα δέκα χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β΄, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα και του οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στην σπαρτιατική στρατηγική των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.
Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα με τον Αρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό και η εισβολή στην αττική γη. Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της σκέψης του Περικλή, ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών και η εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου τα 2/3 των πολιτών, περιλαμβανομένου του Περικλή και των γιων του.
Μετά από τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, την πρότερη συντηρητική και αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές για τον πόλεμο περιοχές. Ένα από τα σημαντικότερα βρισκόταν κοντά στην Πύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσαν τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι και ο άπειρος πολεμικά Κλέων, δόθηκαν στην Πύλο και τη Σφακτηρία.
Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση του Βρασίδα στράφηκαν στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσο ο Κλέων όσο και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους και υπέγραψαν ανακωχή.

Η ειρήνη του Νικία κράτησε έξι περίπου χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες και οι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όπως και οι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ' ον χρόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν το Άργος, ισχυρή πολιτεία στην Πελοπόννησο.
Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν μια ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας. Η συμμαχία είχε γίνει και με τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από ότι προσδοκούσε. Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε, σταθεροποίησε την κατάσταση στην Πελοπόννησο και κανένας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η φιλοδοξία του Αλκιβιάδη δεν περιορίστηκε μετά από την μάχη της Μαντίνειας. Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών.
ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΙΓΟΣ ΠΟΤΑΜΩΝ ΠΟΥ ΔΙΔΑΧΤΗΚΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΙ" (ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΞΕΝΟΦΩΝ)
ΕΔΩ Ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΠΩΣ Ο ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΚΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΙΓΟΣ ΠΟΤΑΜΟΥΣ
Μια καταστροφική επιδημία εκδηλώθηκε κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες. Έγινε η αιτία θανάτου όχι μόνο χιλιάδων Αθηναίων, αλλά και της πιο ιστορικής Δημοκρατίας του κόσμου. Βασισμένοι στις περιγραφές του Θουκυδίδη που κάνει λόγο για συμπτώματα που ξεκινούν από το στόμα και καταλήγουν στη κοιλιακή χώρα, το έντερο, το δέρμα και το κεντρικό νευρικό σύστημα, γνωρίζουμε πως σε πέντε χρόνια έχασαν τη ζωή τους ίσως το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης-κράτους. Το πρώτο σύμπτωμα των ασθενών ήταν ένας εξοντωτικός πυρετός, ακατάσχετη αιμορραγία από τα μάτια, εμετός και συνέχεια της αιμορραγίας, ακολουθούμενη από εξανθήματα και διάρροια. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους τους.
Ο Περικλής, ο ηγέτης που σηματοδότησε εκείνη την εποχή, ήταν ένας από τους χιλιάδες πολίτες που υπέκυψαν στην επιδημία. Η θέα των αναρίθμητων νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα από τον ίδιο τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας των στρατιωτικών δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία στην πόλη αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους. Με την πάροδο των ετών, οι μελετητές ανέπτυξαν αρκετές θεωρίες και ταύτισαν τον λοιμό, με δεκάδες σύγχρονες ασθένειες όπως, χολέρα, ελονοσία, ευλογιά, βουβωνική πανώλη και ίσως κάποιο είδος συνδρόμου που οδήγησε σε τοξικό σοκ.
Ο Θουκυδίδης έζησε τον λοιμό και αναφέρει πως η ασθένεια προέρχονταν από την Αιθιοπία, και πέρασε μέσω της βόρειας Αφρικής στον ελληνικό κόσμο. Εκτιμάται ότι σκότωσε τo 1/3 του πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000. Στο έργο του «Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου» η λέξη «φλύκταινες» μπορεί να έχει πολλαπλές μεταφράσεις, ως φουσκάλες που έχουν υγρό ή ως κάλοι που δεν έχουν. Οι φουσκάλες ενδέχεται να υποδηλώνουν ίσως ευλογιά, που είναι ένας από τους υποψηφίους ιούς στις έρευνες των επιστημόνων. Αυτό όμως, αποκλείει την θεωρία της πανούκλας, που θεωρείται ένα άλλο πιθανό αίτιο. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η Αθήνα δεν μπόρεσε να επανακάμψει στο επίπεδο της ισχύος που διέθετε πριν από την επιδημία. [2.47.1] Κατά τοιούτον τρόπον έγινεν η τελετή του ενταφιασμού κατά τον χειμώνα τούτον, μετά την λήξιν του οποίου έληξε και το πρώτον έτος του πολέμου. [2.47.2] Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου στρατοπεδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [2.47.3] Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη δια πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [2.47.4] Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, έπεχείρουν δια πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ’ απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών.
[2.48.1] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. [2.48.2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο ελέχθη από αυτούς, ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ’ ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [2.48.3] Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της καί περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ’ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει. [2.49.1] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ’ εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν.
[2.49.2] Όσοι εξ άλλου ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. [2.49.3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ’ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [2.49.4] Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. [2.49.5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ’ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [2.49.6] Και η αδυναμία τού ν’ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ’ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. [2.49.7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ’ όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπού άφινε τα ίχνη του. [2.49.8] Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των. [2.50.1] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα, ότι δεν επρόκειτο δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν έπλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν. [2.50.2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι συμβιούν με τους ανθρώπους.
[2.51.1] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα όποια τα καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η νόσος, καμμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις αυτήν. [2.51.2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ’ ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις να είναι αποτελεσματική, διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα, αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, [2.51.3] και καμμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά δια να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι ακόμη, που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν.
[2.51.4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο, ότι προσεβλήθησαν απότην νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός, ότι νοσηλεύοντες ο είς τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, [2.51.5] διότι ή απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι’ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [2.51.6]
Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ’ απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.
Πηγή κειμένου: Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press). Μετάφραση Ε.Κ. Βενιζέλος ...
Ελληνική επιστημονική έρευνα κατέληξε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι η αιτία του λοιμού ήταν ο τυφοειδής πυρετός. Η έρευνα έγινε με τη συνεργασία της αρχαιολόγου Έφης Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη, που βρήκε έναν μαζικό τάφο θύματα του Λοιμού της Αθήνας, του Επίκουρου Καθηγητή Ορθοδοντικής Μανώλη Ι. Παπαγρηγοράκη, που διατήρησε και αποθήκευσε το σκελετικό υλικό, του συνεργάτη του ορθοδοντικού Φίλιππου Συνοδινού και του Επίκουρου Καθηγητή Νευρογενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστου Γιαπιτζάκη, που πραγματοποίησε την έρευνα ταυτοποίησης του DNA του παθογόνου μικροβίου. Από μαζικό τάφο 150 ατόμων που ανακαλύφθηκε στο αρχαίο νεκροταφείο της Αθήνας, τον Κεραμεικό, έγινε έλεγχος του DNA από τον πολφό των δοντιών σε τρία διαφορετικά κρανία. Έγινε έλεγχος ώστε να εντοπιστεί DNA μικροβίων που παραπέμπουν σε 25 πιθανές ασθένειες, δηλαδή για πανώλη, τύφο, άνθρακα, φυματίωση, ευλογιά. Κανένα στοιχείο δεν παρέπεμπε σε αυτές. Στον έλεγχο όμως για τυφοειδή πυρετό βρέθηκε γενετικό υλικό του. Συγκεκριμένα εντοπίστηκε το βακτήριο της Σαλμονέλλας εντέρικα τύφι. Το συμπερασμα της ελληνικής ομάδας είναι ότι ορισμένα τουλάχιστον θύματα του λοιμού είχαν τυφοειδή πυρετό, χωρίς να αποκλείουν την πιθανότητα να συνυπήρχε και άλλη λοιμώδης νόσος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...