Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, του Ορέστη Κουτσούλη

Ο Πάπας είναι ο Επίσκοπος Ρώμης και ο ηγέτης της παγκόσμιας Καθολικής Εκκλησίας. Επίσης "Πάπας" είναι ο τίτλος τιμής που φέρει ο προκαθήμενος του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας. Αρχικά ήταν ο τίτλος τιμής που έφεραν οι προκαθήμενοι των πρεσβυγενών Πατριαρχείων Ρώμης και Αλεξανδρείας. Γρήγορα όμως στην εκκλησιαστική ορολογία επικράτησε ο τίτλος του ΠΑΠΑ να χαρακτηρίζει σχεδόν αποκλειστικά τον επίσκοπο Ρώμης ως Ποντίφηκα και Αρχηγό της Καθολικής Εκκλησίας. Εκτός από τον τίτλο του Επισκόπου Ρώμης, ο Πάπας κατέχει και άλλα αξιώματα καθώς επίσης και την ανώτατη και καθολική ιερατική εξουσία: είναι Αρχιεπίσκοπος της Ρωμαϊκής επαρχίας, Αρχιεπίσκοπος Ιταλίας και των παρακείμενων νήσων, και μόνος Πατριάρχης της Δυτικής Εκκλησίας. Το δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ως προς τον Πάπα επικυρώθηκε στη Βατικάνεια Σύνοδο με τον κανόνα «Pastor Aeternus». Τα τέσσερα κεφάλαια του κανόνα αναφέρονται, αντίστοιχα, στο αξίωμα του Πάπα ως Επικεφαλής της Εκκλησίας, στη διαχρονικότητα αυτού του αξιώματος στο πρόσωπο του ρωμαίου Ποντίφικα, στην αρμοδιότητα του Πάπα σχετικά με την πίστη, και στην ανώτατη αυθεντία του που καθορίζει όλα τα θέματα πίστης και ηθικής.
Πέραν από αυτόν τον ρόλο, ο Πάπας είναι επίσης ο αρχηγός της πόλης – κράτους του Βατικανού. Πριν το 1870, η εδαφική κυριαρχία του Ποντίφικα επεκτεινόταν σε μια μεγάλη περιοχή της κεντρικής Ιταλίας, μια περιοχή γνωστότερη ως Παπικά Κράτη που αποκαλούταν «Κλήρος του Αγίου Πέτρου». Εντούτοις το έγγραφο στο οποίο ήταν βασισμένα τα εδαφικά προνόμια — η αποκαλούμενη Κωνσταντίνεια Δωρεά — αποδείχθηκε, στον 15ο αιώνα, μια ευφυής πλαστογραφία. Ο Επίσκοπος Ρώμης διατήρησε την κυριαρχία του στα παπικά κράτη μέχρι την ιταλική ενοποίηση το 1870, ωστόσο ο τελικός πολιτικός διακανονισμός μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και του Πάπα επήλθε με τις Συνθήκες του Λατερανού το 1929.
Στη σύγχρονη εκκλησιαστική ορολογία επικράτησε όμως να χαρακτηρίζεται έτσι σχεδόν αποκλειστικά ο επίσκοπος της Ρώμης και ο ηγέτης της Καθολικής Εκκλησίας σε όλον τον κόσμο. Το παπικό πρωτείο πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τον ρόλο του Πάπα ως παραδοσιακού διαδόχου του αποστόλου Πέτρου, στον οποίο ο Ιησούς Χριστός έχει δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των Ουρανών και τις εξουσίες του "δεσμείν και λύειν", ονομάζοντάς τον «πέτρα» πάνω στην οποία θα ανοικοδομηθεί η εκκλησία.
Η εκλογή του πάπα: Το παπικό κονκλάβιο είναι μια σύγκληση του Κολλεγίου των Καρδιναλίων για να εκλεγεί ένας νέος Πάπας. Το κονκλάβιο έχει υπάρξει η διαδικασία για την επιλογή του πάπα επί περισσότερο από την μισή περίοδο ύπαρξης της εκκλησίας, και είναι η παλαιότερη μέθοδος σε χρήση για την επιλογή του ηγέτη ενός θεσμού. Από την Αποστολική Περίοδο, ο Επίσκοπος Ρώμης, όπως άλλοι επίσκοποι, επιλεγόταν με την συναίνεση του κλήρου και των λαϊκών της επισκοπής. Το σώμα των εκλεκτόρων ορίστηκε ακριβέστερα όταν, το 1059, το Κολλέγιο των Καρδιναλίων καθορίστηκε ως το μόνο σώμα εκλεκτόρων. Έκτοτε άλλες λεπτομέρειες της διαδικασίας έχουν δημιουργηθεί.
Το 1970 ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ περιόρισε τους εκλέκτορες σε καρδινάλιους ηλικίας κάτω των 80 ετών. Οι διαδικασίες ορίστηκαν από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ στο αποστολικό σύνταγμα του Universi Dominici Gregis όπως τροποποιήθηκε από motu proprios του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ με ημερομηνία την 11η Ιουνίου 2007 και την 25η Φεβρουαρίου 2013. Μια υπερπλειοψηφία δύο τρίτων απαιτείται για να εκλεγεί ένας νέος πάπας τουλάχιστον κατά τις πρώτες τρεις εβδομάδες του κονκλαβίου, η οποία επίσης χρειάζεται την αποδοχή του προσώπου που εκλέχθηκε.
Ο εκκλησιαστικός ρόλος του Πάπα: Έχοντας το αξίωμα του Ύπατου Ποιμένα και Αρχιερέως, κατά τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Ρωμαίος Ποντίφικας διατηρεί τον ρόλο που χορήγησε ο Κύριος στον Πρώτο των Αποστόλων λόγω διαδοχής. Ως διάδοχος του Πέτρου, είναι η διαρκής και ορατή αρχή και το θεμέλιο της ενότητας μεταξύ των επισκόπων και του ποιμνίου. Είναι Επικεφαλής του Συλλόγου των Επισκόπων, Βικάριος του Χριστού, Ποιμένας στη γη της Παγκόσμιας Εκκλησίας. Έχει εξουσία τακτική που του χορηγήθηκε από το Χριστό ως πρώτος των επισκόπων. Ύπατη εξουσία αφού είναι ανεξάρτητος από κάθε ανθρώπινη εξουσία και περιορίζεται μόνο από το νόμο του θεού και το φυσικό δίκαιο και πλήρη αφού κατέχει το τριπλό αξίωμα (Αρχιερέας, Διδάσκαλος, Βασιλεύς). Ασκεί την εξουσία του άμεσα χωρίς μεσάζοντες σε όλη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και παγκόσμια σε ανθρώπους και πράγματα. Πέρα από τα αξιώματα, οι πάπες φημίζονται και για τις ακραίες πράξεις πολλών ανάμεσά τους.
H ENIΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΠΑΠΑ
Έχοντας το αξίωμα του Ύπατου Ποιμένος και Άκρου Αρχιερέως, κατά την διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Ρωμαίος Ποντίφικας διατηρεί τον ρόλο που κατά την Καθολική Εκκλησία χορήγησε ο Κύριος στον Πρώτο των Αποστόλων λόγω διαδοχής. Ως διάδοχος του Πέτρου, είναι η διαρκής και ορατή αρχή και το θεμέλιο της ενότητας μεταξύ των επισκόπων και του ποιμνίου. Είναι Επικεφαλής του Συλλόγου των Επισκόπων, Βικάριος του Χριστού, Ποιμένας στη γη της Παγκόσμιας Εκκλησίας. Έχει εξουσία τακτική που του χορηγήθηκε από το Χριστό ως πρώτος των επισκόπων. Ύπατη εξουσία αφού είναι ανεξάρτητος από κάθε ανθρώπινη εξουσία και περιορίζεται μόνο από το νόμο του θεού και το φυσικό δίκαιο και πλήρη αφού κατέχει το τριπλό αξίωμα (Αρχιερέας, Διδάσκαλος, Βασιλεύς). Ασκεί την εξουσία του άμεσα χωρίς μεσάζοντες σε όλη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και παγκόσμια σε ανθρώπους και πράγματα. Σύμφωνα με την Αποστολική διάταξη Romano Pontifice eligendo εκλέγεται από τους καρδιναλίους σε ειδική σύναξη που ονομάζεται Κονκλάβιο. Εξαιρούνται όσοι έχουν συμπληρώσει το 80 έτος της ηλικίας τους. Για την εγκυρότητα της εκλογής απαιτούνται τα 2/3 συν μια των ψήφων. Το μήνυμα της εκλογής νέου Πάπα δίδεται με τον παραδοσιακό άσπρο καπνό και ανακοινώνεται από τον Καρδινάλιο Πρωτοδιάκονο. Ο Πάπας κρατάει για τον ίδιο ή για κάποια συγκεκριμένη εξουσία το χειρισμό περιπτώσεων εξαιρετικής σπουδαιότητας για τον "Λαό του Θεού" ως διάδοχος του Πέτρου. Συγκεκριμένα: • Δογματικές: Καθορισμό των δογμάτων, τις αγιοποιήσεις. • Νομικές: τους γενικούς νόμους, τις εξαιρέσεις. • Διοικητικές: εκκλησιαστική περιουσία, την τοπική οργάνωση της Εκκλησίας. • Δικαστικές: περιπτώσεις αρχηγών Κρατών, Καρδινάλιων, των Απεσταλμένων της Αγίας 'Έδρας, των επισκόπων. • Ποινικές: τιμωρίες αποκλειστικά από τον Πάπα. Ο Πάπας αντλεί την αρχιεροσύνη του από την ιδιότητά του ως επισκόπου της Ρώμης αλλά δεν υποχρεούται να κατοικεί στη Ρώμη σύμφωνα με τη λατινική έκφραση «ubi Papa, ibi Curia» οπουδήποτε κατοικεί ο Πάπας είναι η κεντρική κυβέρνηση της εκκλησίας, υπό τον όρο ότι ο Πάπας είναι επίσκοπος της Ρώμης. Υπ' αυτήν τη μορφή, μεταξύ 1309 και 1378 οι Πάπες κατοίκησαν όχι στη Ρώμη αλλά στην Αβινιόν της Γαλλίας, μια περίοδος που καλείται Αιχμαλωσία της Βαβυλώνος με αναφορά στη Βιβλική εξορία του Ισραήλ. Το διδασκαλικό αξίωμα του Ποντίφικα είναι αυθεντικό και έγκυρο προικισμένο με το χάρισμα του "αλάθητου" που είναι αποκλειστικότητα της Εκκλησίας του Χριστού, συνεπώς του Πάπα ως προσωπικό προνόμιο και του Συλλόγου των Επισκόπων. Iδίως κατά τη διάρκεια της Οικουμενικής Συνόδου αφορά θέματα πίστης και ηθικής.
Εκτός από τη βοήθεια που προσφέρεται στον Ποντίφικα από όλους τους Επισκόπους, τη Σύνοδο των Επισκόπων, το Σύλλογο των Καρδινάλιων μια πολύτιμη συνεργασία προσφέρεται από τη Ρωμαϊκή Κουρία. Είναι το σύνολο των Υπηρεσιών των Οργανισμών που βοηθούν τον Ποντίφικα κατά την άσκηση του ποιμαντικού του έργου τόσο στην Παγκόσμια όσο και στην Τοπική Εκκλησία. Η Ρωμαϊκή Κουρία αποτελείται από τη Γραμματεία του Κράτους, το Συμβούλιο για τις Δημόσιες υποθέσεις της Εκκλησίας, τις Ιερές Συνόδους διάφορες σχετικές υπηρεσίες και οργανισμούς. Τη Ρωμαϊκή Κουρία αποτελούν Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί και μοναχές, λαϊκοί άνδρες και γυναίκες. Η Ρωμαϊκή Κουρία έχει χαρακτήρα πραγματικά εκκλησιαστικό, διακονίας, ενότητας στην πίστη και τη διδασκαλία, αλλά στην πράξη αυτό δεν είναι πάντοτε εφικτό. Το αλάθητο του Πάπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Το αλάθητο του Πάπα είναι ο θεωρητικός αποκλεισμός δυνατότητας λάθους από τον Πάπα. Αρχικά κάτι τέτοιο αποτελούσε μόνο διδασκαλία, όμως το 1870 έγινε δόγμα, από την Σύνοδο που κάλεσε ο Πάπας Πίος Θ΄ στο Βατικανό. Η Σύνοδος, παρά τις έντονες αντιρρήσεις πολλών επισκόπων, αποφάσισε ότι όταν ο Πάπας κατά την άσκηση των καθηκόντων του καθορίζει κάποιο δόγμα που αφορά στην πίστη ή στην ηθική, αυτό είναι αλάνθαστο και το σύνολο της Εκκλησίας οφείλει να το τηρεί. Αυτό το δικαίωμα ο Πάπας το κατέχει σαν διάδοχος του Απόστολου Πέτρου. Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το αλάθητο του Πάπα.
Κατάλογος Παπών
Το κονκλάβιο του 1492 ήταν το πρώτο που διεξήχθη στην Καπέλα Σιξτίνα, τοποθεσία όλων των κονκλαβίων από το 1878. Το παπικό κονκλάβιο είναι μια σύγκληση του Κολλεγίου των Καρδιναλίων για να εκλεγεί ένας νέος Επίσκοπος Ρώμης, επίσης γνωστός ως Πάπας. Ο πάπας θεωρείται από τους Ρωμαιοκαθολικούς ως ο αποστολικός διάδοχος του Αγίου Πέτρου και επίγεια κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το κονκλάβιο έχει υπάρξει η διαδικασία για την επιλογή του πάπα επί περισσότερο από την μισή περίοδο ύπαρξης της εκκλησίας, και είναι η παλαιότερη μέθοδος σε χρήση για την επιλογή του ηγέτη ενός θεσμού. Η Καπέλα Σιξτίνα ή Καπέλα Σιστίνα (ιτ.: Cappella Sistina) είναι παρεκκλήσι του Αποστολικού Παλατιού, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στην πόλη του Βατικανού. Αναγέρθηκε από τον Πάπα Σίξτο Δ' (ή Σίστο Δ') εκ του οποίου οφείλεται και το όνομα αυτού. Η φήμη του όμως βασίζεται στην αρχιτεκτονική του, η οποία ακολουθεί το Ναό της Παλαιάς Διαθήκης, και ιδιαίτερα για το διάκοσμό του. Είναι ζωγραφισμένο εξ ολοκλήρου με τοιχογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης, μεταξύ των οποίων ο Μιχαήλ Άγγελος, ο οποίος φιλοτέχνησε την θρυλική οροφή του (1508-1512).
ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΔΟΥΚΑΣ ΕΓΙΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΚΟΣΜΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Στή διαμάχη τών δύο εξουσιών ό παπικός θρόνος διαπνεόταν από τό ίδιο πνεύμα από τό οποίο διαπνεόταν καί κατά τή διεκδίκηση τού πρωτείου εξουσίας σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Ωστόσο, τό μέν παπικό πρωτείο προβαλλόταν κυρίως στίς σχέσεις τού παπικού θρόνου πρός τίς Εκκλησίες τής Ανατολής, ενώ ή θεωρία περί τής υπαλλήλου σχέσεως τών δύο εξουσιών προβλήθηκε κυρίως πρός τούς ηγεμόνες τής Δύσεως. Πράγματι, ενώ ή παπική περί δύο εξουσιών θεωρία οδήγησε στήν ίδρυση ενός μικρού παπικού κράτους στήν Ιταλία καί υπέθαλψε τή διεκδίκηση τής υπεροχής τής παπικής έναντι τής βασιλικής εξουσίας, η περί τού παπικού πρωτείου εξουσίας αξίωση κατέληξε τελικά στό σχίσμα τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054). Το γεγονός ότι καί αυτές ακόμη οί ήδη γνωστές από τόν Η΄ αιώνα θεολογικές διαφορές (filioque) χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά καί καθυστερημένα, ήτοι μετά τήν αντιπαράθεση στόν χώρο τής ιεραποστολής καί τήν οξεία ρήξη τών θρόνων τής Πρεσβυτέρας καί τής Νέας Ρώμης, υποδηλώνει ότι τό κύριο αίτιο τού μεγάλου σχίσματος τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054) πρέπει νά αναζητηθή τόσο στό παπικό πρωτείο, όσο καί στήν παπική αξίωση επιβολής του σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Ή περί τό κύριο αυτό αίτιο προσθήκη καί τών λοιπών διαφορών, μικρότερης ίσως σημασίας για τήν έν λόγω εποχή, όπως λ.χ. τών θεολογικών (filioque), τών πολιτικών (ίδρυση τού παπικού κράτους, εισαγωγή ρωμαικών εκκλ. εθίμων, υποχρεωτική αγαμία τού κλήρου, τέλεση τού χρίσματος από μόνους τούς επισκόπους, περιορισμός τής Μ.Τεσσαρακοστής κατά μία εβδομάδα, τά άζυμα κ.λπ.), διηύρυνε τό υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως. Τό χάσμα όμως αυτό ήταν αποτέλεσμα μιάς μακραίωνης σειράς εκκλησιαστικών μεταβολών καί εξελίξεων, οί οποίες τόνισαν τήν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ τού ρωμαικού καί τού ελληνικού πνεύματος καί κατέληξαν σέ μία οξεία αντίθεση μεταξύ τού συγκεντρωτικού ρωμαικού πνεύματος τού παπικού θρόνου καί τής συνοδικής συνειδήσεως τής ορθοδόξου Ανατολής.
Το παπικό πρωτείο ήταν όχι βεβαίως μόνο μία διεκδίκηση διοικητικής δικαιοδοσίας σέ ολόκληρη έστω τήν Εκκλησία, αλλά καί μία προοδευτικώς εξελισσόμενη παράδοση περί τής εκκλησιολογικής θεμελιώσεως τής κυριαρχικής θέσεως τού πάπα σέ ολόκληρη τήν εκκλησία,ιδιαίτερα δέ μέ τήν θεωρία γιά τή μυστική ταύτιση τής εξουσίας τού απ. Πέτρου πρός τήν εξουσία τών εκάστοτε παπών Ρώμης (papa Petrus ipse), ότι δηλαδή διά μέσου κάθε παπά ενεργεί στήν εκκλησία ό ίδιος ό απ.Πέτρος. Τήν ιδέα αυτή είχε διακηρύξει γιά πρώτη φορά, όπως είδαμε, ό παπικός αντιπρόσωπος Φίλιππος στήν Γ΄ Οικουμενική σύνοδο (431) καί είχαν τονίσει ιδιαίτερα οί πάπες Λεών Α΄ (440-461) καί Γελάσιος Α΄ (492-496) κυρίως στόν αγώνα εναντίον τού θρόνου τής Κπόλεως. Ή Ανατολή αντέδρασε μόνον όταν κατανόησε τή σοβαρότητα τής εκκλησιολογικής παρεκκλίσεως, αλλ΄ ή θεωρία περί τού θείω δικαίω παπικού πρωτείου είχε πλέον διαμορφωθή. Ή ευρύτερη απήχηση τής στή ζωή τής εκκλησίας διευκολύνθηκε από τίς ακόλουθες ιστορικές μεταβολές: Πρώτον, από τήν υποταγή τών πατριαρχείων τής Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων) στούς Άραβες ήδη από τά μέσα τού Ζ’ αι. Δεύτερον, από τή σταδιακή κατάρευση τής βυζαντινής κυριαρχίας στήν Ιταλία κατά τίς αρχές τού Η΄ αι., ιδιαίτερα μετά τήν κατάλυση τού εξαρχάτου τής Ραβέννας από τούς Λογγοβάρδους(Λομβαρδούς) Τρίτον, από τήν κυριαρχία τού φραγκικού κράτους σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν περίοδο τού Καρλομάγνου, κατά τήν οποία αυτονομήθηκε σταδιακά ό παπικός θρόνος από τή βυζαντινή πολιτική κηδεμονία. Τέταρτον, από τήν διαπίστωση ότι τό παπικό πρωτείο εξυπηρετούσε τό αντιβυζαντινό πνεύμα τών Φράγκων, από τίς αρχές ήδη τού Θ΄ αιώνα.
Από τόν εναγκαλισμό όμως αυτόν τού παπικού θρόνου μέ τούς Φράγκους προέκυψε στή Δύση καί τό ζήτημα τού filioque. Ή προέλευση τής διδασκαλίας περί τής εκπορεύσεως τού αγ.Πνεύματος όχι μόνο ΄΄εκ τού πατρός΄΄,αλλά ΄΄καί έκ τού Υιού΄΄(filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως μέ τίς βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες τής φραγκικής θεολογίας. Τόν Αρειανισμό είχαν δεχτεί οί Βησιγότθοι, οί οποίοι πιεζόμενοι από τήν Ανατολή κατέφυγαν τελικώς στήν Ισπανία, κατ΄επέκταση δέ καί όλα σχεδόν τά άλλα γερμανικά φύλλα (Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Βουργούνδιοι, Σουηβοί κ.α.), τά οποία τελικώς απορροφήθηκαν στό Φραγκικό κράτος. Έτσι εξηγείται τό γεγονός ότι ήδη ή σύνοδος τού Τολέδο (589) εισήγαγε τελικώς το filioque καί στό σύμβολο Νικαίας-Κ/πόλεως. Ή κατά τόν 8ο αι., εισαγωγή της καινοτομίας αυτής στό Φραγκικό κράτος ήταν συνέπεια τής αφομοιώσεως στό κράτος αυτό όλων τών αρειανικών γερμανικών φύλων, τά οποία διέθεταν μία ανεπτυγμένη θεολογία καί επηρέασαν τή γέννηση τής φραγκικής θεολογίας.Υπό τό πνεύμα αυτό ή προσθήκη τού filioque έγινε επίσημα δεκτή από τή σύνοδο τής Φραγκφούρτης (796) καί από τή σύνοδο τού Ακυίσγράνου (809). Οί ορθόδοξοι μοναχοί τής Παλαιστίνης κατηγόρησαν σέ σχετική θεολογική συζήτηση με φράγκους μοναχούς τήν προσθήκη στό σύμβολο πίστεως ώς αίρεση. Ό πάπας Λέων Γ΄ (795-816) τήν αποδοκίμασε καί ανάρτησε δύο αργυρές πλάκες στό ναό τού αγ. Πέτρου μέ τό σύμβολο τής πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τού filioque, ενώ καταδίκασε κάθε προσθήκη ή αλλοίωση τού παραδεδομένου συμβόλου τής πίστεως. Ή επίσημη αυτή αντίδραση τού παπικού θρόνου δέν είναι βεβαίως άσχετη πρός τήν εκλογή ανατολιτικών κυρίως υποψηφίων γιά τόν παπικό θρόνο κατά τήν πρώτη περίοδο τής εικονομαχίας (727-787), αλλά ή επίδραση τής φραγκικής θεολογίας ήταν πλέον αισθητή σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν εποχή τού Καρλομάγνου. Ή περί του filioque όμως διδασκαλία υιοθετήθηκε προοδευτικά καί από λατίνους θεολόγους.
Το Παπικό ή Ποντιφικό κράτος (Stato Pontificio), κράτος της κεντρικής Ιταλίας που υπήρξε από τον Η΄ μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα, ιδρύθηκε ως "κοσμική" κυριαρχία των Παπών, με κέντρο και πρωτεύουσα τη Ρώμη. Κατείχε μεγάλες εκτάσεις κατά διάφορες εποχές με τόση συχνή μεταβολή που ιστορικά δεν έχει συμβεί σε κανένα άλλο κράτος, και που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επαρκών υπερασπιστών. Δεν έχει ακόμη ιστορικά εξακριβωθεί η απαρχή της κοσμικής αυτής εξουσίας. Υποστηρίχθηκε ότι ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος ήταν εκείνος που πρώτος παραχώρησε την "κοσμική" αυτή εξουσία με εδαφική δωρεά. Τούτο απεδείχθη εφεύρημα όμως του Ισπανού ιερέα Ισίδωρου Μερκάτορ, το οποίο όμως από τον ΙΒ΄ αιώνα αμφισβήτησαν οι Βενεδικτίνοι και περί τα μέσα του ΙΕ΄ αιώνα απέδειξε ως μέγα ψεύδος ο Λαυρέντιος Βάλλα. Ακόμα δε και οι εδαφικές δωρεές που φέρονται ότι έκαναν προς τον Πάπα ο Πιπίνος ο Βραχύς και ο Κάρολος ο Μέγας, χωρίς αυθεντικό σχετικό έγγραφο να πιστοποιούνται, φαίνεται να ήταν προφορικές παραχωρήσεις πιθανώς για βραχύ χρονικό διάστημα. Εκείνο όμως που ιστορικά είναι εξακριβωμένο είναι ότι οι Φράγκοι βασιλείς πράγματι παραχώρησαν κάποιες κοσμικές εξουσίες στους Πάπες, όχι όμως και την απόλυτη κυριαρχία και ανεξαρτησία των υπ΄αυτών εδαφών των. Η κοσμική εξουσία των Παπών οφείλεται κυρίως στην πρωτεύουσα θέση που κατέλαβαν με τον καιρό στη Δυτική Εκκλησία. Στην αρχή ο τίτλος του Πάπα δεν παρείχε κανένα πρωτείο. Λόγω όμως του ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, ο επίσκοπος που είχε εκεί την έδρα του έπαιρνε αυτοδίκαια πρωτεύουσα θέση μεταξύ των άλλων επισκόπων. Το πρωτείο αυτό ενισχυόταν και από την αμφίβολη παράδοση ότι οι Πάπες ήταν διάδοχοι του Αποστόλου Πέτρου, που ο θρύλος ήθελε να έχει πάει στη Ρώμη και να έχει μαρτυρήσει εκεί. Το 381 ο Αυτοκράτορας Γρατιανός παραχώρησε στον Πάπα της Ρώμης το δικαίωμα να δικάζει τις μεταξύ των επισκόπων διαφορές.
Το 452 ο Πάπας Λέων Α΄,απεσταλμένος από τον Αυτοκράτορα Βαλεντιανό Γ΄ προς τον Αττίλα κατάφερε με την πειθώ του να αποτρέψει επίθεση του Αττίλα του Ούννου εναντίον της Ρώμης. Μετά την παύση των Αυτοκρατόρων της Δύσεως, οι Πάπες ανέλαβαν ως μεσάζοντες μεταξύ λαού και βαρβάρων βασιλέων. Όταν ο Ιουστινιανός προσάρτησε εκ νέου την Ιταλία στην αυτοκρατορία του το 554, οι Πάπες βρέθηκαν να έχουν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις και πλούτη, που προέρχονταν από δωρεές πιστών, είχαν συγκεντρώσει δύναμη πολύ μεγαλύτερη των Βυζαντινών Εξάρχων. Μετά τη λομβαρδική κατάκτηση (568) η έδρα της Βυζαντινής Εξαρχίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στη Ραβέννα. Ο Πάπας μένοντας στη Ρώμη επεβλήθη στη συνείδηση των Ιταλών ως κύριος της Ρώμης επισκιάζοντας και αυτήν την εξουσία του Δούκα που κυβερνούσε εν ονόματι της Αυτοκρατορίας στη Ρώμη και τη γύρω περιοχή, που αργότερα επονομάστηκε «κληρονομία ή κλήρος του Αγίου Πέτρου» (Patrimomium Sancti Petri).
Β΄ Περίοδος: 590-860 Ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ επιλεγόμενος Μέγας (590 – 604) υπήρξε ο κύριος οργανωτής της ρωμαϊκής εκκλησίας και διαπραγματευόταν με τους Λομβαρδούς ως απόλυτος κύριος. Αργότερα το εναντίον των εικόνων "έδικτον2 του Αυτοκρ. Λέοντος του Ισαύρου (726) έφερε ως αφορμή τον Πάπα Γρηγόριο Β΄ να επαναστατεί και να αποσπά τις τελευταίες Βυζαντινές Κτήσεις, ιταλικές επαρχίες, μεταξύ των οποίων και την Ρώμη, λαμβάνοντας τον τίτλο του πατρός της ρωμαϊκής δημοκρατίας εκλεγόμενος απευθείας υπό του κλήρου και των πολιτών. Βρίσκοντας ευκαιρία οι Λομβαρδοί αρχίζουν συνεχείς επιδρομές. Έτσι οι Πάπες ζητούν την βοήθεια των Φράγκων. Ο Πιπίνος ο Βραχύς, αφού στέφθηκε Βασιλεύς των Φράγκων από τον Πάπα Στέφανο Β΄ και ονομάστηκε «πατρίκιος της Ρώμης», πέρασε τις Άλπεις, κατέπνιξε τις απόπειρες των Λομβαρδών κατακτώντας το εξαρχάτο της Ραβέννας και παραχώρησε στον Πάπα κάποιες πόλεις, επί των οποίων όμως διατήρησε την πολιτική Ηγεμονία (756). Αργότερα, σε νέα απόπειρα των Λομβαρδών, ο Πάπας Αδριανός ο Α΄ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Καρλομάγνου, που οριστικά κατέλυσε το κράτος των Λομβαρδών, ένωσε τον τίτλο του Βασιλέως των Φράγκων με τον τίτλο του Βασιλέως των Λομβαρδών και ίδρυσε το Βασίλειο της Ιταλίας, συμπεριλαμβάνοντας την Ρώμη με τις παπικές κτήσεις της. Τότε ο Πάπας Λέων ο Γ΄ σε ένδειξη υποταγής, απέστειλε στον Κάρολο «τας κλείδας του τάφου του Αποστόλου Πέτρου» (795). Αργότερα σε στάση εναντίον του ο Πάπας Λέων Γ΄ ξανακαλεί τον Κάρολο, ο οποίος και τον αποκατέστησε στην έδρα του. Ο Πάπας Λέων ευγνωμονών στις 25 Δεκεμβρίου 800 έχρισε τον Καρλομάγνο Αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κράτους.
Γ΄ Περίοδος: 860-1254 Από την εποχή, ήδη, του Πάπα Αδριανού Β΄ (867) η εκλογή των Παπών γινόταν μόνο από τον κλήρο, ενώ ο λαός περιοριζόταν στην επικύρωσή της. Ο Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, αντίπαλος του ποντίφικα της Ρώμης, διεκδικούσε υπέρ αυτού το δικαίωμα της στέψης των Βασιλέων. Ο Αρχιεπίσκοπος της Ραβέννας διετείνετο ότι και αυτός είχε τα αυτά δικαιώματα επί της Ρωμανίας με εκείνα του Πάπα επί της Ρώμης και της περιοχής. Έτσι οι διάφοροι Ιταλοί Ηγεμόνες αλλά και φεουδάρχες στις μεταξύ τους έριδες και πολέμους αύξαναν διαρκώς τις κτήσεις τους εις βάρος του Ποντιφικού κράτους με αποτέλεσμα η «Αγία Έδρα» να αποβαίνει συνεχώς λεία των τότε φατριών. Ο Πάπας Στέφανος Στ΄, που έφθασε στο σημείο να ξεθάψει τον Πάπα Φορμόζη για να τον δικάσει, στραγγαλίστηκε μέσα στη φυλακή που είχε εγκλεισθεί από τους αντιπάλους του. Το 962 με την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Όθωνα, αυτοκράτορα της Γερμανίας, η Αγία Έδρα και όλη η Ιταλία έγινε γερμανική κτήση. Το 1059 ο Πάπας Νικόλαος Β΄ απεφάσισε η εκλογή των Παπών εις το εξής να γίνεται υπό μόνο των Καρδιναλίων, ο δε Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073) καθόρισε στο μέλλον η εκλογή των Παπών να μην επικυρώνεται από τον Αυτοκράτορα. Η απόφαση αυτή δημιούργησε σειρά αγώνων μεταξύ Αυτοκρατόρων και Παπών, δημιουργώντας το περίφημο ζήτημα της «αμοιβαίας επικύρωσης» της εκλογής. Δηλ. ενώ οι Αυτοκράτορες ζητούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν την εκλογή των Παπών, οι Πάπες διεκδικούσαν το δικαίωμα να επικυρώνουν και αυτοί, στέφοντάς τους, την εκλογή των Αυτοκρατόρων. Κατά τους αγώνες αυτούς οι Πάπες απέκτησαν μεγάλη "κοσμική" εξουσία που έφθασε στο σημείο της ταπείνωσης του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄ στην Κανόσσα το 1077.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...