Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

ΕΚΔΡΟΜΗ Β' ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΟ ΔΙΟΝ ΚΑΙ ΤΗ ΒΕΡΓΙΝΑ

Απολογισμός 4ήμερης εκπαιδευτικής επίσκεψης Β’ Λυκείου σε Θεσσαλονίκη-Δίον-Βεργίνα (27-3-2023 έως 30-3-2024) Η επίσκεψη 54 μαθητών/τριών της Β’ Λυκείου στη Θεσσαλονίκη διεξήχθη κανονικά με οδική μετάβαση από 7:30 έως 16:00, με πραγματοποίηση τριών ημίωρων στάσεων κατά τη διαδρομή. Ο πρώτος περίπατος στην πόλη, το απόγευμα της 27ης Μαρτίου, συνέτεινε στην εκτόνωση της έντασης του ταξιδιού, ώστε η εγκατάσταση στα δωμάτια του ξενοδοχείου μετά το δείπνο να γίνει ομαλά και οι μαθητές/τριες να κοιμηθούν σχετικά νωρίς. Η ποιότητα του δείπνου ήταν αρκετά καλή, όπως και η υγιεινή των δωματίων και η ικανοποιητική γειτνίαση των δωματίων των καθηγητών με τα δωμάτια των μαθητών. Το ξενοδοχείο διαμονής μας στη Θεσσαλονίκη ήταν το SUN BEACH HOTEL 4* (τεσσάρων αστέρων) στη διεύθυνση: Εξαστέρου 6, Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης Τ.Κ. 57019.
Κατά τις 8:00 της 28ης Μαρτίου, μετά την ομαλή διεξαγωγή πρωϊνού γεύματος στο ξενοδοχείο, η επιβίβαση στο πούλμαν και η μετάβαση στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου υπήρξαν ικανοποιητικές. Απογοητευτική ήταν η εικόνα εγκατάλειψης που παρουσίαζε το αρχαιολογικό πάρκο του Δίου, και οι παρατηρήσεις των μαθητών/τριών επ’αυτού ήταν χαρακτηριστικές. Ωστόσο, αποκομίσαμε την ευχαρίστηση ενός ωραίου περιπάτου στη φύση και αυτή η εκτόνωση εξισορρόπησε την ένταση της ξενάγησης εντός πόλεως που ακολούθησε. Ήταν μειωμένο το επίπεδο ενδιαφέροντος των μαθητών για τα τείχη της πόλεως και τη διαδρομή έως τον Λευκό Πύργο, παρά την πληθώρα πληροφοριών που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από την ξενάγηση. Η προσοχή τους ήταν εστιασμένη επί το πλείστον στις περιπατητικές τους επιδόσεις, στην εκτόνωση και στην ψυχαγωγία, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Μεμονωμένες περιπτώσεις μαθητών/τριών εκδήλωσαν αυξημένο ενδιαφέρον για τις ιστορικές πληροφορίες που αφορούσαν τον προορισμό του ταξιδιού, ενώ η πλειοψηφία προσέγγισε ακροθιγώς το εκπαιδευτικό σκέλος της εκδρομής.
Μετά από ένα ικανοποιητικό δείπνο στο ξενοδοχείο, η βραδινή έξοδος της 28ης Μαρτίου ήταν εξαιρετική από κάθε άποψη, γιατί προτάθηκε από τους συνοδούς καθηγητές μια ποιοτική επιλογή ταβέρνας με ζωντανή μουσική. Εκεί αποδείχθηκε πως το σώμα των μαθητών σε τέτοιους χώρους αναλαμβάνει τα ηνία της μουσικής ψυχαγωγίας, παίρνει πρωτοβουλίες και-κατά κανόνα- εντυπωσιάζει με τις μουσικές του δεξιότητες. Το γλέντι που έγινε με τη ζωντανή μουσική των μαθητών μας συγκέντρωσε τα ενθουσιώδη σχόλια των θαμώνων και τόνωσε το αίσθημα δημιουργικής ψυχαγωγίας των μαθητών/τριών μας. Αντίστοιχα ποιοτική και ευγενής ήταν η συμπεριφορά των παιδιών έναντι όλων των ξένων που συνάντησαν κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής επίσκεψης, ενώ ήταν δύσκολο να επιτευχθεί η επιθυμητή ησυχία στους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Το αποτέλεσμα ήταν να επαγρυπνούν οι τέσσερεις συνοδοί καθηγητές έως τις 4:00 π.μ., ώστε να μην υπάρξουν φαινόμενα ασέβειας προς τους λοιπούς ενοίκους του ξενοδοχείου.
Μετά το πρωϊνό γεύμα της 29ης Μαρτίου, ενθουσιώδης υπήρξε η μετάβαση στον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών/Βεργίνας, και σ’αυτό συνέβαλε ο επαγγελματισμός του ξεναγού που μας υποδέχθηκε. Έτσι αυτή η ξενάγηση εξήψε το ενδιαφέρον του συνόλου σχεδόν των μαθητών/τριών μας και κατεγράφη στα θετικά σημεία της εκδρομής. Η πληροφόρησή τους συνεχίστηκε στο πούλμαν, κατά τη διάρκεια της μετάβασης προς και από τη Βεργίνα, με παράθεση κάποιων λεπτομερειών της ιστορικής πορείας της Μακεδονίας που διαλεύκαναν κάποια σκοτεινά σημεία των ιστορικών τους γνώσεων. Εν γένει οι μαθητές/τριες δέχονταν με ευχαρίστηση μια σωρεία πληροφοριών που κατά την εκτίμησή τους έθεταν τον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών σε μια πρωθιεράρχηση έναντι των ανασκαφών του Δημήτρη Παντερμαλή στο Δίον (όμως εκτιμώ ότι αυτό οφείλεται στην παραμέληση της ανασκαφικής έρευνας του Δίου και στον υπερτονισμό της «εθνικής» βαρύτητας που έχει η ανακάλυψη του Μανόλη Ανδρόνικου στη Βεργίνα). Μετά το δείπνο στο ξενοδοχείο, η δεύτερη και τελευταία βραδινή έξοδος ήταν σε ένα μπαρ σύγχρονης μουσικής που είχαν επιλέξει οι μαθητές/τριές μας ήδη από την Αθήνα, βάσει πληροφοριών που είχαν συλλέξει από μαθητές προηγούμενων ετών. Από αυτήν τη δραστηριότητα απείχαν εννέα(9) μαθητές, που παρέμειναν στο ξενοδοχείο υπό την επιτήρηση της Δ/ντριας του σχολείου, ενώ οι υπόλοιποι 45 συνοδεύονταν από τρεις καθηγητές. Ο χώρος ήταν σύμφωνος με τις προτιμήσεις των μαθητών, αρκούντως κόσμιος, ενώ επετράπη η κατανάλωση ενός σφραγισμένου ποτού ανά μαθητή/τρια. Ο οδηγός του πούλμαν παρέλαβε τους μαθητές κατά τη λήξη του ωραρίου ψυχαγωγίας τους και τους μετέφερε ασφαλώς στο ξενοδοχείο. Δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα ατασθαλιών ή μη-κόσμιων συμπεριφορών, ενώ και πάλι υπήρξε αίτημα να τους επιτραπεί η κατανάλωση και δεύτερου ποτού, πράγμα που επίσης αρνήθηκα με αυστηρότητα. Ο ύπνος τους το τελευταίο βράδυ ήταν περιορισμένος, με αποτέλεσμα η έγερσή τους το πρωϊνό της 31ης Μαρτίου, η επιστροφή των κλειδιών στη ρεσεψιόν, η επιβίβασή τους στο πούλμαν και ο χρόνος επιστροφής να παραταθούν κατά μία(1) ώρα έναντι των προβλεπόμενων. Ωστόσο, η εκδρομή της Β’ Λυκείου έληξε ασφαλώς και με τις καλύτερες εντυπώσεις εκ μέρους όλων. Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως οι μαθητές/τριες επανειλημμένως επεσήμαιναν τις πιθανές αδυναμίες του τετραήμερου προγράμματος και αντιπρότειναν έναν σχεδιασμό μεγαλύτερης αυτονόμησης των κινήσεών τους, τόσο σε ό,τι αφορά τις κινήσεις τους εντός του ξενοδοχείου, όσο και σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις τους στην πόλη της Θεσσαλονίκης: το παράπονό τους καθημερινά ήταν πως η επιτήρηση των συνοδών καθηγητών (του αρχηγού περιλαμβανομένου) ήταν υπερβολικά αυστηρή. Ως επιχείρημα υπέρ του αιτήματός τους για αυτονόμηση έναντι των συνοδών καθηγητών ήταν η ηλικία τους: «Δεν είμαστε μωρά, κύριε! Δεν μας εμπιστεύεστε;». Παρά την έντονη διαμαρτυρία, ως αρχηγός επέμεινα στην αρχική μου θέση: ότι δεν θα επιτρεπόταν η μετακίνηση σε οποιοδήποτε μέρος της εκδρομής, κατά μόνας ή κατά ομάδες, χωρίς τη συνοδεία ενός τουλάχιστον καθηγητή. Κρίνω ότι η επιμονή μου στο αυστηρό αυτό μέτρο είχε, τελικά, θετική έκβαση, γιατί τελικά τα παιδιά παραδέχτηκαν ότι η παρουσία των συνοδών καθηγητών υπήρξε αρκούντως διακριτική. Μια δεύτερη παρατήρηση είναι πως ο ελεύθερος χρόνος αυτόνομης ψυχαγωγίας των μαθητών/τριών μας ήταν όντως περιορισμένος. Δεν θεωρώ, όμως, ότι αυτό οφειλόταν στην αυστηρότητά μου ως αρχηγού. Αποδίδω το γεγονός κυρίως στη συντομία της διεξαγωγής μιας εκπαιδευτικής επίσκεψης τόσο μακρινής: ως εκ τούτου κατέληξα στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η Θεσσαλονίκη είναι ένας μακρινός προορισμός για μια τετραήμερη εκδρομή σχολείου, που αφήνει ως ωφέλιμο χρόνο δραστηριοτήτων μόνο τις δύο ενδιάμεσες μέρες, ενώ σπαταλά τις άλλες δύο στη μετακίνηση προς και από τον προορισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλα να γίνονται υπό πίεσιν χρόνου και να γίνεται τόσο ανεπαρκής η ξενάγηση όσο και περιορισμένη η ψυχαγωγία, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνονται οι έφηβοι στην πλειονότητά τους. Ο συνολικός απολογισμός της εκπαιδευτικής επίσκεψης είναι θετικός. Μουσικό Σχολείο Αλίμου, 1η Απριλίου 2024 Ο αρχηγός Νίκος Ξένιος (ΠΕ02) Οι συνοδοί καθηγητές: κα Κουτούλα Παγώνα, κος Χατζηκαλέας Στέλιος, κος Παναγιωτόπουλος Βασίλης
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ
Η Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο, πήρε το όνομά της προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θυγατέρας του Φιλίππου Β’ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλίδας πριγκίπισσας Νικησιπόλεως. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «Θεσσαλών» και «νίκη», εις μνήμην της νίκης των Μακεδόνων και των Θεσσαλών έναντι της τυραννίδας των Φερών και των συμμάχων της, Φωκέων, κατά τον Γ’ Ιερό Πόλεμο.
Η ιστορία λέει πως η Θεσσαλονίκη χτίστηκε το 315 π.Χ. από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο. Μητρόπολη και μεγαλούπολη από την αρχή της ιστορίας, η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίσθηκε συχνά "μήτηρ πάσης Μακεδονίας" δεσπόζοντας στο χώρο της, στη Νότια Βαλκανική. Η Μακεδονία και μαζί η Θεσσαλονίκη υποτάσσεται στους Ρωμαίους το 168 π.Χ. μετά την μεγάλη νίκη του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου έναντι του Περσέα τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη βρέθηκε υπό τον έλεγχο του Αιμίλιου Παύλου. Η Μακεδονία χωρίστηκε σε τέσσερις διοικητικές περιφέρειες (“μερίδες”) με στόχο να αποφευχθεί μελλοντική συμμαχία ενάντια στη Ρώμη. Η Θεσσαλονίκη έγινε η πρωτεύουσα της δεύτερης περιφέρειας (Macedonia secunda), που εκτεινόταν από τον Στρυμόνα μέχρι τον Αξιό. Οι υπόλοιπες περιφέρειες είχαν ως κέντρα την Αμφίπολη, την Πέλλα, και την Ηράκλεια της Πελαγονίας. Η σημαντικότερη εξέγερση κατά της Ρώμης οργανώθηκε από τον Αδραμυτιανό Ανδρίσκο . Η ήττα του στρατού του από τον Κόντιο Καικίλιο Μάτελλο οριστικοποίησε την κυριαρχία της Ρώμης στην περιοχή. Οι τέσσερις επαρχίες ενώθηκαν και ανακηρύχθηκαν Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας.
Την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε σημείο αναφοράς της επαρχίας της Μακεδονίας ευνόησε η στρατηγική της θέση, άλλα και η στάση που τήρησαν οι κάτοικοι της κατά την εξέγερση του Ανδρίσκου. Η Θεσσαλονίκη απέκτησε τεράστια σημασία στο πλαίσιο αυτής της νέας διευρυμένης επαρχίας και αντιμετωπίζεται με εύνοια από τους Ρωμαίους. Επιλέχθηκε ως έδρα του Ρωμαίου διοικητή της Μακεδονίας, διατηρεί την παλιά της πολίτικη οργάνωση και έχει το δικό της νόμισμα. Η ζωή των κατοίκων της Θεσσαλονίκης δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η βαριά φορολογία και η λεηλασία του πλούτου της πόλης από τους εκάστοτε διοικητές δοκίμαζαν τις αντοχές των κατοίκων. Το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για την Ανατολή συμβάλει στην ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Η πόλη γίνετε σημαντικός στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός μετά και την κατασκευή της Εγνατίας οδού (146- 120 π.Χ.) από τον ανθύπατο Γναίος Εγνάτιος. Ο σπουδαίος αυτός δρόμος ξεκινούσε από την τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, και έφτανε ως τον Έβρο. Η Εγνατία συνδεόταν με τη δυτική είσοδο της πόλης και ακολουθούσε περίπου τον σημερινό δρόμο προς Καβάλα. Η Εγνατία οδός που διασχίζει σήμερα το κέντρο της πόλης αποτελεί προέκτασή της.
Η επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς Βορράν αναβαθμίζει ακόμα περισσότερο τη Θεσσαλονίκη καθώς αποτελεί τη βασική έξοδο από το βορά προς τη θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της Ρώμης μεταξύ των δημοκρατικών και των αυτοκρατορικών, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε σημαντικό κέντρο εξελίξεων. Ο Πομπήιος μαζί με πιστούς σε αυτόν ύπατους και συγκλητικούς, εγκαθίσταται για λίγο στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα ( 42 π.Χ), οι δολοφόνοι του, Βρούτος και Κάσσιος καταφεύγουν στη Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη υποστηρίζοντας τους αυτοκρατορικούς, Αντώνιο και Οκταβιανό, αρνήθηκε να δεχτεί τους Βρούτο και Κάσσιο. Χαρακτηριστική είναι και η αντίδραση του Βρούτου, πριν τη μάχη των Φιλίππων, που υποσχέθηκε ότι θα επιτρέψει στους στρατιώτες του να λεηλατήσουν τη Θεσσαλονίκη εάν νικούσαν. Μέτα τη μάχη των Φιλίππων οι Θεσσαλονικείς υποδέχονται τους νικητές, Αντώνιο και Οκταβιανό με ιδιαίτερες τιμές, και στήνεται τιμητική αψίδα προς τιμήν τους. Οι νικητές ανταμείβουν τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης για τη στάση τους, ανακηρύσσοντάς την “ελεύθερη πόλη”. Η Θεσσαλονίκη αποκτά αρκετά προνόμια και οι κάτοικοι απαλλάσσονται από τη φορολογία.
Στα χρόνια που ακολουθούν η πόλη απολαμβάνει την ειρήνη και η επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς την ανατολή και τον βορά απομακρύνουν τον κίνδυνο επιθέσεων από τα βαρβαρικά φύλα. Η Θεσσαλονίκη ως “ελεύθερη πόλη” εξελίσσεται ως κέντρο πολιτισμού στα Βαλκάνια. Διοργανώνονται μεγάλες γιορτές τα Ολύμπια και τα Πύθια, μουσική και γυμναστικοί αγώνες, αντίστοιχοι αυτών της Ολυμπίας. Ο Απόστολος Παύλος κηρύσσει στη Θεσσαλονίκη το 50 μ.Χ η οποία έγινε η “ Χρύση Πύλη” για τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη. Ο Απόστολος Παύλος κηρύσσει αρχικά στην Εβραϊκή συναγωγή της πόλης και ακολουθούν συγκεντρώσεις πιστών σε σπίτια και δημόσιους χώρους Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, δυσαρεστημένοι με τη μεγάλη απήχηση του κηρύγματος του Απόστολου Παύλου αντέδρασαν. Ο απόστολος εκδιώκεται από την πόλη, όμως παρά τις αντιδράσεις αρκετοί κάτοικοι της πόλης ασπάστηκαν τις ιδέες του Χριστιανισμού και δημιουργούν την πρώτη χριστιανική κοινότητα. Η Θεσσαλονίκη τους επόμενους αιώνες θα αποτελέσει σημείο αναφοράς του χριστιανικού κόσμου. Στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ παρατηρείται κινητικότητα στη βαλκανική χερσόνησο και νέοι κίνδυνοι απειλούν την Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, η οποία αποτελεί το σημαντικότερο σταυροδρόμι της περιοχής. Η Θεσσαλονίκη δέχεται τρεις Επιδρομές των Γότθων την περίοδο 254-269. Και στις τρεις κατάφερε να μείνει όρθια και να απωθήσει τους εισβολείς χάρη στα ισχυρά της τείχη και την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων της. Σε μια περίοδο εντόνων εξελίξεων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το 293 μ.Χ. ιδρύεται η Τετραρχία και η αυτοκρατορία κυβερνάται από τους Διοκλητιανό, Μαξιμιανό, Κωνστάντιο Χλωρό και Γαλέριο. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία πλέον αποτελείται από δυο τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό. Ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος διοικούν το ανατολικό τμήμα και ο Μαξιμιανός με τον Κωνσταντίνο τον Χλωρό το δυτικό τμήμα. Έδρα του Γαλερίου μετά το Σίρμιο έγινε η Θεσσαλονίκη στην οποία έχτισε σημαντικά ρωμαϊκά δημόσια κτήρια. Το Γαλεριανό Ανάκτορό, τη Rotonda, την Αψίδα του Γαλέριου (Καμάρα), τον ιππόδρομο, και την Ρωμαϊκή Αγορά.
Οι Ρωμαίοι θα αφήσουν εμφανή τα σημάδια τους, όπως την «Πύλη του Γαλέριου». Στη Θεσσαλονίκη φτάνει ο Απόστολος Παύλος, που περιοδεύει στη Μακεδονία για την ίδρυση των πρώτων Χριστιανικών εκκλησιών. Ο νεαρός αξιωματικός του Διοκλητιανού Δημήτριος έμελλε να γίνει ο πολιούχος της πόλης, ο Άγιος Δημήτριος. Και μετά οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ο 4oς αιώνας φέρνει μεγάλες αλλαγές στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση στη Θεσσαλονίκη. Σταματούν οι διωγμοί των χριστιανών και ο χριστιανισμός επικρατεί οριστικά. Η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη (330) και η Θεσσαλονίκη μπαίνει σε μια νέα πορεία συμβασιλεύουσας . Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη εξελίσσεται σε σημαντικό κέντρο χριστιανισμού και συχνά αποτελεί σημείο αναφοράς στις πολιτικές εξελίξεις της αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη χάρη στην ισχυρή γεωπολιτική της θέσει παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και πνευματική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής. Στους αιώνες που ακολουθούν εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι που απειλούν την πόλη. Το 322/23 βρίσκεται στην πόλη ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τις προετοιμασίες για την επερχόμενη σύγκρουση του με τον Λικίνιο, διοικητή του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Κατά τη διαμονή του στην πόλη κατασκευάζει λιμάνι στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης για να οργανώσει εκεί τον ισχυρό του στόλο. Ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο και τον αιχμαλωτίζει, για να τον στείλει εξόριστο στη Θεσσαλονίκη όπου μετά από λίγους μήνες θανατώνεται με εντολή του πρώτου. Το 379 ο Μέγας Θεοδόσιος κάνει τη Θεσσαλονίκη έδρα του για να αντιμετωπίσει τους Γότθους οι οποίοι κατά ομάδες λεηλατούσαν την Μακεδονία, τη Θράκη και την Θεσσαλία. Αφού νίκησε τους Γότθους (378) προχώρησε σε ανοικοδόμηση των τειχών και ενίσχυσε την οχύρωση της πόλης. Ο Θεοδόσιος βαπτίζεται χριστιανός από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης και εκδίδει διάταγμα με το οποίο ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη θρησκεία του κράτoυς .
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ:
Το 1988, δεκαπέντε παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί ποικίλων αρχιτεκτονικών τύπων και τα τείχη, χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Mε αυτά τα μνημεία η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα ζωντανό και ανοιχτό μουσείο της εξέλιξης της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής από την εμφάνιση της χριστιανικής θρησκείας έως σήμερα. Καθόλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη υπήρξε η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό, δυναμισμό και κύρος μετά την Κωνσταντινούπολη, με πρωταρχική οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτισμική σημασία για το Βυζάντιο. Από τον μνημειακό πλούτο αυτής της εποχής σώθηκαν αρκετά μνημεία που δίνουν στη Θεσσαλονίκη το προσωνύμιο βυζαντινή μητρόπολη και “συμβασιλεύουσα”. Στο σκεπτικό της για τα προστατευόμενα μνημεία της Θεσσαλονίκης η UNESCO υπογραμμίζει ότι “Η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ελλάδας, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα κέντρα εξάπλωσης του χριστιανισμού. Τα χριστιανικά μνημεία της χτίστηκαν από τον 4ο ως τον 15ο αιώνα και συνιστούν μια διαχρονική τυπολογική σειρά, η οποία επηρέασε σημαντικά τον βυζαντινό κόσμο. Τα ψηφιδωτά της Ροτόντας, του Αγίου Δημητρίου και της Μονής Λατόμου (Οσίου Δαβίδ) συγκαταλέγονται μεταξύ των σπουδαιότερων αριστουργημάτων της πρώιμης χριστιανικής τέχνης». Η υπογραφή ανοχής της χριστιανικής θρησκείας το 311 μ.Χ. από τον Ρωμαίο συνάρχοντα Γαλέριο στη Θεσσαλονίκη, και ιδιαίτερα η επίσημη αναγνώρισή της με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., άνοιξαν μια κοσμοϊστορική εποχή για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, την παλαιοχριστιανική περίοδο, που τονίζει τον θρίαμβο του νέου θεού. Από τον 4ο έως και το 6ο αιώνα χτίζονται στη Θεσσαλονίκη πολλές μεγάλες εκκλησίες, δρομικές και πολύκλιτες, οι λεγόμενες βασιλικές, που κοσμούνται με φωτεινά ψηφιδωτά και πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Από αυτήν την περίοδο σώζονται στην πόλη τέσσερα μνημεία, που αποτελούν μοναδικά δείγματα αυτής της περιόδου για τη σύνολη ιστορία του χριστιανικού κόσμου.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κάηκε στην πυρκαγιά του 1917 και η αναστήλωσή της ολοκληρώθηκε το 1948. Το σημαντικότερο μνημείο αυτής της εποχής είναι η εκκλησία του πολιούχου αγίου της Θεσσαλονίκης, η οποία χτίστηκε πάνω σε ερείπια δημόσιου ρωμαϊκού λουτρού, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε με λογχισμό ο Άγιος Δημήτριος το 303 μ.Χ. Αρχικά, στις αρχές του 4ο αιώνα, ανεγέρθηκε ένας «ευκτήριος οίκος», ένα μικρό κτίσμα μέσα στην κρύπτη, όπου κατά την παράδοση θανατώθηκε ο Άγιος. Τον 5ο αιώνα, πάνω στον «ευκτήριο οίκο», χτίστηκε από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που κάηκε στο σεισμό του 620. Μετά την πυρκαγιά ξαναχτίστηκε, πεντάκλιτη τώρα, αλλά και αυτή είχε την ίδια τύχη στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Αναστηλώθηκε στη σημερινή της μορφή, μετά από πολύχρονες αναστηλωτικές εργασίες, με πρωτεργάτη τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο και αποδόθηκε στη λατρεία το 1948.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι μια πινακοθήκη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης πέντε αιώνων, ιδιαίτερα του ψηφιδωτού. Παρά την καταστροφική πυρκαγιά, σώθηκαν πολλά κιονόκρανα και ψηφιδωτά και ελάχιστες τοιχογραφίες, που χρονολογούνται από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα. Δυτικά, στην αρχή του κεντρικού κλίτους, σώζεται υπερυψωμένα μέσα στον τοίχο ο τάφος του Λουκά Σπαντούνη, πλούσιου άρχοντα της Θεσσαλονίκης, που θάφτηκε στην εκκλησία στα 1481, στον πρώτο αιώνα της οθωμανικής κατοχής της πόλης και λίγα χρόνια πριν μετατραπεί η εκκλησία σε τζαμί, με το όνομα Κασιμιέ τζαμί, το 1493. Στο δυτικό τοίχο βρίσκονται τα ψηφιδωτά του 5ου αιώνα με τον Άγιο Δημήτριο σε στάση δέησης και τον άγγελο που σαλπίζει. Στο ΝΑ πεσσό, κοντά στο Άγιο Βήμα, εικονίζεται από τη μια πλευρά ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα σε έναν επίσκοπο κι έναν έπαρχο. Η επιγραφή της παράστασης με τα τρία πρόσωπα αναφέρεται στην πολιορκία της πόλης από τους Σλάβους στις αρχές του 7ου αιώνα και στη σωτηρία της που αποδόθηκε στον πολιούχο. Άλλος ψηφιδωτός πίνακας, στην ανατολική πλευρά του πεσσού, εικονίζει τον Άγιο Δημήτριο με έναν διάκονο. Τα δύο ψηφιδωτά φιλοτεχνήθηκαν τον 7ο αιώνα. Στην τρίτη πλευρά του ίδιου πεσσού εικονίζεται ο Άγιος Σέργιος σε στάση δέησης. Στο ΒΑ πεσσό σώθηκαν άλλα τρία ψηφιδωτά με παραστάσεις του Δημητρίου με δύο παιδιά, ενός αγίου δεόμενου και της Παναγίας με τον Άγιο Θεόδωρο. Από την πλούσια τοιχογράφηση του ναού έχουν σωθεί μόνο δύο σημαντικές παραστάσεις. Στο νότιο τοίχο διατηρούνται ίχνη της «ιστορικής» τοιχογραφίας που εικονίζει μέσα στο πλήθος τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ με την ακολουθία του. Χρονολογείται στις αρχές του 8ου αιώνα. Η άλλη, στον πρώτο δυτικό πεσσό, εικονίζει τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά με τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό που έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. Το σκήνωμα του Αγίου φυλασσόταν σε κιβώριο (μαρμάρινο ταφικό κτίσμα με τρούλο που τον στήριζαν κίονες) στο κέντρο του ναού. Από την εκκλησία το αφαίρεσαν οι Νορμανδοί κατά την άλωση της πόλης το 1185 και βρέθηκε τελικά στο μοναστήρι του Σαν Λορέντζο ιν Κάμπο στη Βόρεια Ιταλία. Η κάρα και μέρος των λειψάνων του Αγίου επιστράφηκαν το 1978 στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τοποθετήθηκαν σε αργυρή λειψανοθήκη στο βόρειο κλίτος κάτω από ομοίωμα του παλιού κιβωρίου, έργο του γλυπτικού οίκου Φιλιππότη από την Τήνο. Η κρύπτη κάτω από το άγιο βήμα του ναού, αποτελεί τον πυρήνα της πολύχρονης λατρείας του Αγίου Δημητρίου όπου, κατά την παράδοση, στις μικρές δεξαμενές έτρεχε το «μύρο» του που προσφερόταν στους πιστούς σε μικρά πήλινα δοχεία. Ο μικρός «οικίσκος» με τη διάτρητη κόγχη χτίστηκε στο θεωρούμενο χώρο του μαρτυρίου του Αγίου. Το ιερότερο όμως τμήμα της κρύπτης θεωρείται η ημικυκλική δεξαμενή αγιάσματος με τις μαρμάρινες κολόνες, που ήταν το κέντρο της μυροβλησίας του αγίου. Στην κρύπτη λειτουργεί μουσειακή έκθεση με αντικείμενα από τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του ναού. Ανάμεσά τους βρίσκονται τμήματα του μαρμάρινου κιβωρίου που περιέκλειε τη λάρνακα του Αγίου Δημητρίου και μαρμάρινα θωράκια του 6ου και 7ου αιώνα της παλιάς εκκλησίας.
Στο παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, μια μικρή τρίκλιτη βασιλική, που είναι ενσωματωμένη στη ΝΑ πλευρά του ναού του Αγίου Δημητρίου, διατηρούνται θαυμάσια δείγματα της ζωγραφικής του 14ου αιώνα. Αλλά για το σπουδαίο αυτό και τον μεγάλο ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο θα γράψουμε περιισότερα στη 2η ενότητα της σειράς για τα βυζαντινα μννημεία της UNESCO.
Λαμπρά ψηφιδωτά της παλαιοχριστιανικής εποχής διασώθηκαν στη Ροτόντα, ένα τεράστιο κυκλικό κτίσμα, που ανεγέρθηκε γύρω στα 306 μ.Χ. από το Ρωμαίο συναυτοκράτορα Γαλέριο ως ναός των Καβείρων ή του Δία στο γαλεριανό ανάκτορο και κατ’ άλλους επιστήμονες ως μαυσωλείο του Ρωμαίου άρχοντα. Είναι ένα από τα καλύτερα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς στη Θεσσαλονίκη, καθώς υπήρξε στην πορεία των αιώνων κεντρικός ναός των τριών μεγάλων θρησκειών, του αρχαίου Δωδεκάθεου, του Χριστιανισμού και του Μωαμεθανισμού! Το εσωτερικό του μνημείου εντυπωσιάζει με τη μεγαλειώδη αίσθηση που δίνει ο μεγάλος χώρος, με διάμετρο 25 μέτρων και ύψος 30 μέτρων, και με τον τεράστιο τρούλο, ο οποίος φαίνεται σαν μετέωρος από το άπλετο φως που χύνεται από τα πολλά παράθυρα.
Η Ροτόντα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδόσιου (379-395 μ.Χ.) μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό και διακοσμήθηκε με τα περίφημα ψηφιδωτά. Από τις τρεις αρχικές ζώνες της ψηφιδωτής διακόσμησης σώζεται σε καλή κατάσταση μόνο η τρίτη και κατώτερη ζώνη όπου εικονίζονται μάρτυρες και άγιοι σε στάση δέησης μπροστά από φανταστικά σύνθετα αρχιτεκτονήματα. Είναι η περίφημος «ζωφόρος» των πρώτων μαρτύρων της χριστιανοσύνης που χαρακτηρίζεται για τη ζωντάνια των μορφών της και τη μεγαλοπρεπή απόδοση. Ανάμεσα στους μάρτυρες διακρίνονται ξεχασμένα σήμερα ονόματα αγίων: Ρωμανός, Κύριλλος, Λέων, Ονησιφόρος, Ευκαρπίων, Πορφύριος, Φιλήμων, Βασιλίσκος, Πρίσκος και Θερινός. Η μικρή εκκλησία της μονής Λατόμου, στην Άνω Πόλη, γνωστή με το νεότερο όνομα του Οσίου Δαβίδ, «φιλοξενεί» στην κόγχη του ιερού ένα λαμπρό ψηφιδωτό, το «Όραμα του Ιεζεκιήλ, που συμβολίζει το μεγαλείο του Θεού. Είναι ένα από τα σημαντικότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης και γενικότερα των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Το ψηφιδωτό, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αιώνα, εικονίζει τον Χριστό μέσα σε δόξα, ενώ γύρω του παριστάνονται τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών (άγγελος, αετός, λιοντάρι και μοσχάρι). Αριστερά και δεξιά οι έκθαμβοι προφήτες Ιεζεκιήλ και Αββακούμ, ενώ στο κάτω μέρος ρέει ο ποταμός Χοβάρ. Το ψηφιδωτό αριστούργημα αποκαλύφθηκε το 1921, όταν εκκλησία αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία. Η παράσταση σώθηκε χάρη στο δέρμα βοδιού με το οποίο ήταν καλυμμένη, που σύμφωνα με την παράδοση είχε τοποθετηθεί όταν μετατράπηκε σε τζαμί. Τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκαν στο βόρειο τοίχο εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες που χρονολογούνται τον 12ο αιώνα.
Η Αχειροποίητος είναι η μοναδική παλαιοχριστιανική βασιλική της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ανατολικής Μεσογείου, που σώζεται ως σήμερα ακέραια και στην ίδια μορφή όπως πρωτοχτίστηκε. Η εκκλησία, μια τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα. Μικρό τμήμα με ψηφιδωτό δάπεδο, χαμηλότερο από την πλακόστρωση της εκκλησίας, ανήκει σε ρωμαϊκό συγκρότημα λουτρών πάνω στο οποίο χτίστηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Ο χωρισμός της εκκλησίας σε τρία μεγάλα κλίτη δίνουν το αίσθημα της μεγαλοπρέπειας, του εντυπωσιασμού και του δέους. Οι μαρμάρινοι κίονες φερμένοι από την Προποντίδα έχουν κιονόκρανα με φυτική διακόσμηση, γνωστή ως «πριονωτή άκανθα». Από τα ψηφιδωτά της Παναγίας Αχειροποιήτου, που κάλυπταν τους τοίχους, σώθηκαν μόνο οι εσωτερικές επιφάνειες των τόξων που σχηματίζουν οι κιονοστοιχίες. Τα θέματά τους είναι διακοσμητικά και φυτικά που συνδυάζονται με χριστιανικά σύμβολα. Τα ψηφιδωτά της Αχειροποιήτου, του ναού του Αγίου Δημητρίου και της Ροτόντας βεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων τον 5ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη που άφησαν έργο με υψηλή αισθητική και τεχνική.
Σε τοιχογραφίες, στο νότιο τοίχο του ναού, σώθηκαν δεκαοχτώ μορφές από τους Αγίους Τεσσαράκοντα, που χρονολογούνται γύρω στα 1220, εποχή που τελειώνει η Φραγκοκρατία στη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη αυτή παλαιοχριστιανική βασιλική ήταν η πρώτη εκκλησία της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, μαρτυρία που χαράχτηκε ανεξίτηλα σε κίονα με ανάγλυφη αραβική γραφή: «Ο σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη το 1430». Η Αχειροποίητος ύστερα από πεντακόσια χρόνια, κι αφού στέγασε στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου οικογένειες προσφύγων και το πρώτο βυζαντινό μουσείο της πόλης, ξαναδόθηκε το 1930 στη χριστιανική λατρεία.
Ο Θεοδόσιος συνέδεσε το όνομα του με ένα τραγικό για τους Θεσσαλονικείς γεγονός, τη σφαγή 7.000 χριστιανών στον Ιππόδρομο το 390. Ο Θεοδόσιος αφού επικράτησε έναντι των Γότθων, τους κάνει συμμάχους και τους αντιμετωπίζει προνομιακά για να τους καταστήσει ακίνδυνους αλλά και χρήσιμους. Αρκετοί Γότθοι καταλαμβάνουν σημαντικά αξιώματα και προκαλούν την αγανάκτηση των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το κλήμα ο Θεοδόσιος κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας του στη δύση, αφήνει στη Θεσσαλονίκη τον Γότθο Βουτέριχο ως στρατιωτικό διοικητή. Την παραμονή των αρματοδρομιών ο Βουτέριχος συλλαμβάνει έναν δημοφιλή Θεσσαλονικιό ηνίοχο προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων, που ζητούν επίμονα την απελευθέρωση του αγαπημένου τους αρματοδρόμου. Ο Βουτέριχος αρνείται να ελευθερώσει τον ηνίοχο και οι κάτοικοι εξαγριωμένοι ξεσπούν σε γενικευμένη εξέγερση. Οι δυσαρεστημένοι κάτοικοι τη πόλης εισβάλουν σε δημόσια κτήρια σκοτώνοντας αρκετούς γότθους αξιωματούχους και μαζί με αυτούς τον Βουτέριχο και στρατιώτες της φρουράς του. Ο Θεοδόσιος μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Θεσσαλονίκη κατά την απουσία του, στέλνει μυστική διαταγή με την οποία θα εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο τους εξεγερμένους. Έτσι ανακοινώνεται διεξαγωγή αγώνων στον ιππόδρομο προς τιμήν του αυτοκράτορα και οι Θεσσαλονικείς σπεύδουν κατά χιλιάδες να τους παρακολουθήσουν. Όταν ο Ιππόδρομος γέμισε,δίνεται εντολή από τον Θεοδόσιο και Γότθοι στρατιώτες που βρίσκονταν γύρω από αυτόν, όρμησαν και κατέσφαξαν αδιακρίτως 7000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Το γεγονός αυτό διαδίδεται γρήγορα σε όλες τις γωνίες της αυτοκρατορίας προκαλώντας τη βαθιά θλίψη των κατοίκων της. Ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος υποχρεώνει τον Θεοδόσιο να ζητήσει δημόσια συγνώμη. Πέντε χρόνια μετά από τη σφαγή στον Ιππόδρομο ο Θεοδόσιος πεθαίνει (395) και μοιράζει το ρωμαϊκό κράτος στους δυο γιους του, τον Ονόρειο στον οποίο παραχωρεί το δυτικό τμήμα με έδρα τη Ρώμη και τον Αρκάδιο το ανατολικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Είναι η αρχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η Θεσσαλονίκη τους επόμενους αιώνες εξελίσσεται στο πλαίσιο της νέας αυτής αυτοκρατορίας.
Από τα μέσα του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη και οι κάτοικοι της δοκιμάζονται συχνά από επιδρομές βαρβαρικών φύλων που λεηλατούν την ύπαιθρο και απειλούν μεγάλες πόλεις, όμως δεν καταφέρνουν να κάμψουν την αντίσταση των Θεσσαλονικέων χάρη στη γενναιότητα τους, τα ισχυρή τείχη και την “συνδρομή” του Αγίου Δημήτριου. Το 597 (ή το 586) στην πρώτη πολιορκία των Αβαροσλάβων, με δεκάδες χιλιάδες άνδρες (η πηγή αναφέρει τον υπερβολικό αριθμό των 100.000) η Θεσσαλονίκη αμύνθηκε επιτυχώς. Μερικά χρόνια αργότερα 5000 Σλάβοι, προσπαθούν να αιφνιδιάσουν και να εισβάλουν στην πόλη την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημήτριου. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης οι κάτοικοι τη πόλης παρακολουθούσαν την αγρυπνία στο ναό του πολιούχου και αμέσως ξεσηκώνονται για να αποκρούουν τους εισβολείς, οι οποίοι υποχωρούν άτακτα. Οι Σλάβοι πολιορκούν ξανά τη Θεσσαλονίκη το 615, από ξηρά και από θάλασσα. Σε μερικές μέρες ο στόλος τους από μονόξυλα καταστρέφεται από δυνατή τρικυμία και επωφελούμενοι από τη σύγχυση των επιτιθεμένων, οι Θεσσαλονικείς ορμούν και τους αναγκάζουν σε υποχώρηση. Για άλλη μια φορά ο Άγιος Δημήτριος βρίσκεται στο πλευρό των κατοίκων και σώζει την πόλη από την καταστροφή. Το 618 Σλάβοι που ζουν στη Μακεδονία με τη συνδρομή των Αβάρων, πραγματοποιούν άλλη μια επιδρομή η οποία σταματά στα τείχη της Θεσσαλονίκης Μέτα τον καταστροφικό σεισμό του 620, σλαβικά φύλα θέλοντας να επωφεληθούν από την γενικευμένη σύγχυση που επικρατεί στην πόλη, προσπαθούν να εισβάλουν. Όμως ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη φτάνουν έγκαιρα και έτσι αποτυγχάνει και αυτή η επίθεση. Η Θεσσαλονίκη σώζεται άλλη μια φορά το 675-677 από την επίθεση των Σλάβων, που όμως συνεχίζουν να λεηλατούν την ύπαιθρο. Έτσι ο Ιουστινιανός ΄Β ο Ρινότμητος το 688 νικά τους Βουλγάρους και τους Σλάβους και εισέρχεται θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη. Χιλιάδες Σλάβοι από τη Μακεδονία μεταφέρονται στη Μ. Ασία. Ύστερα από την αποδυνάμωση των σλαβικών φυλών, η περιοχή γνωρίζει ειρήνη και οι σχέσεις των Σλάβων που είχαν παραμείνει και των Ελλήνων περνούν σε νέα διάσταση , αναπτύσσοντας εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει οικονομική και πνευματική άνθηση, η εύφορη ύπαιθρος καλλιεργείται εντατικά, η βιοτεχνία αναπτύσσεται, το εμπόριο ακμάζει με εμπορεύματα και προϊόντα που ταξιδεύουν από θάλασσα και από στεριά. Όπως εδώ και αιώνες το λιμάνι της και η Εγνατία οδός, παίζουν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στο εμπόριο αλλά και στη μετάδοση γνώσης και πολιτισμού. Κατά την περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1059) οι Βούλγαροι ηγεμόνες Συμεών(893-927) και Σαμουήλ(976-1014) προχωρούν σε αλλεπάλληλες επιδρομές στις περιοχές της Βαλκανικής και απειλούν τη Θεσσαλονίκη που χρησιμοποιείται ως κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων έναντι των Βουλγάρων. Το 1014 μετά το θάνατο του Σαμουήλ η Βουλγαρία γίνεται βυζαντινή επαρχία .Η αυτοκρατορία του Βυζαντίου φτάνει τότε στη μεγαλύτερή της έκταση έχοντας σαν βόρειο σύνορα τον Δούναβη. Το 1040 οι Βούλγαροι επαναστατούν με αρχηγό τον Πέτρο Δελεάνου ο οποίος ανακηρύσσεται τσάρος. Ο στρατός του κατευθύνεται προς το νότο καταλαμβάνοντας περιοχές και πολιορκεί τη Θεσσαλονίκη με 40.0000 άντρες. Με μια ηρωική έξοδο των κατοίκων, στο πλευρό των οποίων βρίσκεται για άλλη μια φορά ο Άγιος Δημήτριος, απωθούν τους εχθρούς και λύεται η πολιορκία.
Οι Βυζαντινοί με τη σειρά τους αντικαταστάθηκαν από Σαρακηνούς, Νορμανδούς, Φράγκους, Ενετούς και Τούρκους, γύρω στο 1430. Και, μισό αιώνα μετά, από Εβραίους που έφτασαν από την Ιβηρική Χερσόνησο. Οι Νορμανδοί μετά την κατάληψη βυζαντινών επαρχιών στη Νότια Ιταλία επιχειρούν εκστρατείες έναντι των ανατολικών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1185 καταλαμβάνουν το Δυρράχιο το όποιο αποτελούσε την αρχή της Εγνατίας οδού και πολιορκούν τη Θεσσαλονίκη από στεριά και θάλασσα με 80.000 στρατιώτες και 200 καράβια. Παρά τη γενναία αντίσταση των κατοίκων και τα ισχυρά τείχη, η ανικανότητα της διοίκησης και η ελλιπής οργάνωση της άμυνας, οδήγησαν στην κατάληψη της πόλης από τους Νορμανδούς στις 24 Αυγούστου του 1185. Η Θεσσαλονίκη ακόμη μια φορά μετά την επέλαση των Νορμανδών έζησε σφαγές βιασμούς και λεηλασίες, ανάλογης σκληρότητας με αυτές των Σαρακηνών πειρατών. Η Νορμανδική καταπίεση διήρκεσε έναν χρόνο. Μέτα την ήττα του νορμανδικού στρατού κοντά στην Αμφίπολη αποχωρούν από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους της 4ης σταυροφορίας, ακολουθεί και η παράδοση της Θεσσαλονίκης. Η βυζαντινή αυτοκρατορία διαλύεται και στη θέση της δημιουργούνται φράγκικα και ελληνικά κράτη. Η Θεσσαλονίκη μαζί με άλλες περιοχές της Μακεδονίας παραχωρείται στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, ο οποίος ιδρύει το Φράγκικο βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το 1205 ενώ ο Βονιφάτιος βρίσκεται σε εκστρατεία στη Νότια Ελλάδα, πληροφορείται από τη σύζυγό του Μαρία την Ουγγρική για τις μυστικές συνεννοήσεις των κατοίκων της Θεσσαλονίκης με τον Βούλγαρο τσάρο Ιωαννίτση. Μετά από λίγο οι Βούλγαροι αποχωρούν και ο Βονιφάντιος επιστρέφει εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη όπου και τιμωρεί σκληρά τους υπεύθυνους. Μετά από τον θάνατο του Βονιφάτιου, το 1207 ο Ιωαννίτζης προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και πολιορκεί τη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Ιωαννίτσης δολοφονείται στη σκηνή του, η πολιορκία παύει και η πόλη σώζεται. Οι κάτοικοι αποδίδουν τη σωτηρία τους στην επέμβαση του πολιούχου της πόλης τον Άγιο Δημήτριο. Το 1224 μπαίνει νικητής στη Θεσσαλονίκη ο ηγεμόνας της Ηπείρου, Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας και στέφεται βασιλιάς την άνοιξη του ίδιου έτους. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας καταλαμβάνει πολλές περιοχές και επεκτείνει το βασίλειό του από την Αδριατική και το Ιόνιο έως τον Έβρο με απώτερο στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας . Όμως το 1230 ο Θεόδωρος Δούκας χάνει τη μάχη της Κλοκονίιτσας κοντά στον Έβρο από τον τσάρο των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν Β’ ο οποίος τον αιχμαλωτίζει .Σύντομα πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης περνούν στα χέρια του Ασάν. Το βασίλειο της Θεσσαλονίκης συρρικνώθηκε και τη διοίκηση αναλαμβάνουν συγγενείς του Θεοδώρου έως το 1246. Το 1246 η Θεσσαλονίκη περνάει στα χέρια του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Δούκα Βατάτζη. Τη διοίκηση της αναλαμβάνει ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’.
Ο Μιχαήλ Η’ ανακτά την Κωνσταντινούπολη το 1261, και τερματίζει τη Λατινοκρατία. Προχωρά στην ανασυγκρότηση του βυζαντινού κράτους που όμως είναι περιορισμένη, γεωγραφικά και οικονομικά αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα. Η απώλεια πλούσιων εδαφών και τα εμπορικά προνόμια που έχουν παραχωρηθεί σε σημαντικές εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, κυρίως της Γένουας και της Βενετίας αποδυναμώνουν περισσότερο την αυτοκρατορία. Στις αρχές του 14ου αιώνα η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει έναν νέο εχθρό. Καταλανοί μισθοφόροι που πολιορκούν την πόλη. Οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ για να αναχαιτίσει τις επιθέσεις των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Όμως με αφορμή την αδυναμία πληρωμής από τον Ανδρόνικο προχώρησαν σε λεηλασίες στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μετατρέπουν τη χερσόνησο της Κασσάνδρας σαν ορμητήριο για τις επιδρομές τους στο Άγιο Όρος και τη Χαλκιδική. Οι Καταλανοί μισθοφόροι εμφανίζοντα μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1308 και πολιορκούν την πόλη. Ενισχύσεις φτάνουν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη και έτσι η πόλη σώζεται από βέβαιη καταστροφή. Οι Καταλανοί μετά την ήττα τους στρέφονται προς τη νότια Ελλάδα. Κατά τον 14ο αιώνα παρά την αποδυνάμωση και την γενικότερη παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται και προοδεύει. Γίνετεαι σημαντικό κέντρο πολιτισμού όπου αναπτύσσονται τα γράμματα και οι τέχνες. Η ιδιότυπη αυτοδιοίκηση ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη νέων ιδεών και πεποιθήσεων. Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας πολίτες καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη για να μαθητεύσουν δίπλα στους καλύτερους δασκάλους της εποχής. Κατά τον 14ο αιώνα αναδείχτηκαν σημαντικοί Θεσσαλονικείς φιλόσοφοι, νομικοί και καλλιτέχνες οι οποίοι άφησαν πίσω τους σημαντικό έργο. Τον θάνατο του Ανδρόνικου Β’(1341) ακολουθεί μακροχρόνια εμφύλια διαμάχη για τη διαδοχή ανάμεσα στον νόμιμο αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ και τον Ιωάννη Καντακουζηνό στην οποία και η Θεσσαλονίκη αποτελεί κέντρο πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, με αποκορύφωμα το κίνημα των Ζηλωτών.
Θρησκευτικές συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν από το 1339 στο τέλος σχεδόν του 14 ου αιώνα. Ο 14ος αιώνας είναι ο χρυσός αιώνας για το Βυζάντιο και τη Θεσσαλονίκη αφού αναπτύχθηκαν η παιδεία, η ζωγραφική και ανεγέρθηκαν τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία .Αλλά χαρακτηρίζεται και ως αιώνας συγκρούσεων και κοινωνικών αναταραχών. Την περίοδο αυτή στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας βρίσκεται ο διάδοχος Ιωάννης Ε Παλαιολόγος. Τον θρόνο όμως διεκδικούν και οι Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Αλέξιος Απόκαυκος.Ο Καντακουζηνός έχει στο πλευρό του τους ευγενείς και ο Αποκαυκος, την αυτοκράτειρα Άννα μητέρα του Ιωάννη Ε Παλαιολόγου και τον λαό της Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο σε πολλές πόλεις ξεσπούν διαμάχες και συγκρούσεις. Αρχικά εκδηλώνεται το κίνημα των Ησυχαστών, οι οποίοι πρέσβευαν ότι η επαφή με το Θεό γίνεται με νοερή προσευχή σκύβοντας το κεφάλι στο στήθος. Ηγέτης των Ησυχαστών ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς. Το αντίπαλο δέος, με ηγέτη τον μοναχό Βαρλαά,μ τους κατηγόρησε ως ειδωλολάτρες και μυστικιστές. Τελικά η αναγνώριση από το πατριαρχείο των Ησυχαστών έδωσε τέλος στη διαμάχη. Αξίζει να σημειωθεί πως με την επικράτηση των Ησυχαστών η παιδεία και η φιλοσοφία καθυστέρησαν για την Θεσσαλονίκη αλλά ανέδειξαν την εκκλησιαστική τέχνη. Το κίνημα των Ζηλωτών, η πρώτη “Λαϊκή δημοκρατία” επικράτησε στη Θεσσαλονίκη κατά τον εμφύλιο των διεκδικητών του θρόνου. Μετά τη νίκη τους κατέλαβαν όλα τα δημόσια αξιώματα, εγκαθίδρυσαν λαϊκή αυτοδιοίκηση, κατάργησαν προνόμια της αριστοκρατίας και δήμευσαν περιουσίες πλουσίων. Τα αντίποινα δεν άργησαν και οργανώθηκαν από την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Οι Ζηλωτές ανατράπηκαν το 1349 και τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Το κίνημα των Ζηλωτών προπαντός ήταν ένα κίνημα κοινωνικοπολιτικό έχοντας όμως- όπως προστάζει η εποχή – και θρησκευτικές αναφορές Χαρακτηρίζεται από ιδέες προοδευτικές για την εποχή και εναντιώνονται στους ευγενείς, στους πλούσιους και γενικά εναντίον των προνομιούχων, που είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους τον πλούτο και την εξουσία, καταδυναστεύοντας τον λαό. Τουρκοκρατία Κατά την τελευταία πενηντακονταετία της η Βυζαντινή αυτοκρατορία παρήκμασε και αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι Οθωμανοί οι οποίοι άρχισαν να κατακτούν σταδιακά τις επαρχιακές πόλεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Το 1430 δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι κατέκτησαν τη Θεσσαλονίκη αφού το 1837 μετά από 4ετή πολιορκία, ο Βαγαιζίτ Α΄ έθεσε την πόλη σε φόρο υποτέλειας χωρίς ωστόσο να την συμπεριλάβει σε Οθωμανική Διοίκηση Στα επόμενα χρόνια αλλεπάλληλες επιθέσεις και πολιορκίες εξασθένησαν την πόλη και τους κατοίκους. Ο κυβερνήτης Ανδρόνικος τότε αποφασίζει να παραδώσει την Θεσσαλονίκη στους Βενετούς με τον όρο να σωθεί η πόλη. Η τυραννική στάση των Βενετών απέναντι στους κατοίκους και η ελλιπής οχύρωση της πόλης οδήγησαν πολλούς από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης να φύγουν και να εγκατασταθούν σε πιο ασφαλείς περιοχές.
Στις 29 Μαρτίου 1430 ο σουλτάνος Μουράτ Β΄καταλαμβάνει την πόλη και για δύο μερόνυχτα ο τούρκικος στρατός λεηλατεί, σκοτώνει και σκλαβώνει τους κατοίκους. Ο σουλτάνος θα προσευχηθεί για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αχειροποιήτου η οποία ήταν η πρώτη εκκλησία που μετατράπηκε σε τζαμί. Τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης δεν ξεπερνά τις 7000 ψυχές. Ο σουλτάνος αντιλήφθηκε σύντομα πως η πόλη πρέπει να αναγεννηθεί. Διατάζει τότε να εγκατασταθούν στην πόλη Μουσουλμάνοι από την περιοχή των Γιαννιτσών. Παράλληλα επιτρέπει στους Εβραίους να κατοικήσουν στη Θεσσαλονίκη, όταν διώχθηκαν από τη δυτική Ευρώπη Σταδιακά απελευθερώθηκαν Χριστιανοί – για πολλούς από αυτούς πλήρωσε ο ίδιος ο Μουράτ Β΄τα λύτρα και προέτρεψε το ίδιο και τους αξιωματούχους του – και τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι περισσότεροι δημιούργησαν γειτονιές γύρω από τις εκκλησίες που δεν είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Επίσημη απογραφή του 1519 καταγράφει το σύνολο των κατοίκων στη Θεσσαλονίκη που έφθανε του 29.220. (15.715 ήταν Εβραίοι, 6.875 Μουσουλμάνοι και 6.635 Χριστιανοί.) Τα πρώτα χρόνια Τούρκοι και Έλληνες ζούσαν σε γειτονικές συνοικίες. Σταδιακά οι τρεις μεγάλες κοινότητες Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και Χριστιανοί αρχίζουν να οριοθετούν άτυπα σύνορα και μετακινούνται σε διαφορετικούς οικισμούς. Οι Μουσουλμάνοι θα εγκατασταθούν στην Άνω πόλη και την Ακρόπολη για να αποφύγουν τις ανθυγιεινές ξυλοσκέπαστες γειτονιές και να διατηρούν την πλήρη θέα και τον έλεγχο του υπόλοιπου πληθυσμού .Τα σπίτια τους χτίστηκαν με θέα τον Θερμαΐκό χωρίς ρυμοτομία, κάτι που ακόμη χαρακτηρίζει την περιοχή αυτή της Θεσσαλονίκης. Οι Χριστιανοί ζούσαν κυρίως στο Ανατολικό τμήμα του κέντρου κατά μήκος της σημερινής Εγνατίας και γύρω από εκκλησίες που παρέμειναν χριστιανικές . Οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της αγοράς από την παραλία ως το ύψος της Εγνατίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Η περιοχή ήταν η πιο ανθυγιεινή χωρίς νερό και χωρίς καθαριότητα. Πυρκαγιές εκδηλωνόταν συχνά και κατάκαιγαν τα ξύλινα σπίτια σε όλο το κέντρο και επιδημίες, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, προκαλούσαν το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Ανάμεσα στις δύο συνοικίες, εκεί όπου σήμερα βρίσκουμε την Αρχαία Αγορά μέχρι την Εγνατία, είχαν εγκατασταθεί οι Ντονμέδες. Πρόκειται για Εβραίους που ακολούθησαν τη διδασκαλία του ψευδοπροφήτη Σαμπατάι Σεβή. Εμφανίστηκε και άρχισε να διδάσκει το 1655 ενώ αργότερα ασπάστηκε το Μωαμεθανισμό. Όσοι τον ακολούθησαν και εξισλαμίστηκαν απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους Εβραίους τόσο θρησκευτικά αλλά και κοινωνικά. Οι Ντονμέδες ήταν κυρίως μορφωμένοι και εύποροι Εβραίοι.
Κάθε κοινότητα είχε τη δική της οργάνωση και επικεφαλής οριζόταν οι θρησκευτικοί τους ηγέτες. Στην Τουρκική δικαιοσύνη σπάνια κατέφευγαν οι Έλληνες ενώ οι Εβραίοι ποτέ. Οι μουσουλμάνοι εκπροσωπούνταν από τους πρόκριτους. Οι λίγοι Ευρωπαίοι υπήκοοι ,πρόξενοι, υπάλληλοι προξενείων και έμποροι είχαν σημαντικό κύρος και επηρέαζαν την οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης. Ζούσαν στη σημερινή περιοχή που είναι γνωστή ως Φραγκομαχαλάς. Όσοι Έλληνες και Εβραίοι συνεργαζόταν μαζί τους είχαν δικαίωμα σε φορολογικές απαλλαγές και άλλα προνόμια τα οποία πολλές φορές γινόταν λόγος έριδας και καβγάδων με τους υπόλοιπους. Οι Ευρωπαίοι υπήκοοι υπολογίζονται εκείνη την περίοδο περί τα 2000 άτομα. Η οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης επηρεαζόταν από τους Έλληνες και τους Εβραίους και από κοινού βρισκόταν σε έντονο συναγωνισμό με το Φράγκικο στοιχείο που εξυπηρετούσαν κυρίως συμφέροντα των χωρών τους. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας, η Θεσσαλονίκη παρήκμασε και ολοκληρώθηκε ο εξισλαμισμός της πόλης. Αυτό επιτεύχθηκε με την μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά. Για τους μουσουλμάνους τα τζαμιά αποτελούσαν κέντρα για τη θρησκευτική και εκπαιδευτική ζωή τους. Συνολικά είχαν καταγραφεί 38 μιναρέδες και 49 συνοικιακά τεμένη. Ανάλογης σημασίας για τη ζωή των μουσουλμάνων ήταν οι τεκέδες. Πρόκειται για θρησκευτικά ιδρύματα που ζούσαν οι δερβίσηδες. Ο ρόλος των δερβίδηδων κάλυπτε την ιατρική, τη θρησκεία και καθημερινές συμβουλές αφού βρισκόταν πιο κοντά στο λαό σε σχέση με τους θρησκευτικούς ηγέτες του. Ο μεγαλύτερος τεκές στη Θεσσαλονίκη ήταν των Μεβλελήδων – των περιστρεφόμενων δερβίσηδων – και βρισκόταν δυτικά εκεί που καταλήγει η οδός Αγίου Δημητρίου. Πολύ σημαντικά και απαραίτητα για την κάθαρση των πιστών ήταν τα Λουτρά. Στη Θεσσαλονίκη το πρώτο λουτρό χτίστηκε από τον Μουράτ, τα γνωστά λουτρά Παράδεισος. Είναι διπλό λουτρό με ξεχωριστή είσοδο για άντρες και για γυναίκες και λειτουργούσε χωρίς διακοπή ως το 1968. Άλλα τουρκικά μνημεία στη Θεσσαλονίκη είναι το Μπεζεστένι, σκεπαστή κλειστή αγορά επί της οδού Βενιζέλου κοντά στην Εγνατία. Εκεί εμπορευόταν χρυσάφι, μεταξωτά και πολυτελή υφάσματα. Χτίστηκε στα τέλη του 15ου αι από τον Βαγιαζίτ Β΄. Το Αλατζά Ιμαρέτ λειτουργούσε και ως πτωχοκομείο. Πήρε το όνομά του ¨Αλατζά¨ από τις πολύχρωμες διακοσμήσεις του. Τέλος ο Πύργος του Αίματος, η διαβόητη φυλακή που ένωνε το Ανατολικό με το Παραλιακό τείχος της Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι γνωστός σε όλους, αφού είναι η εικόνα της πόλης, ο Λευκός Πύργος και χτίστηκε περίπου το 1535. Αρχικά ήταν χώρος θλίψης και πόνου αφού τα βασανιστήρια και οι αποκεφαλισμοί των φυλακισμένων από τους Γενίτσαρους λάμβαναν μέρος σε καθημερινή βάση. Αυτός ήταν ο λόγος που πήρε την αρχική ονομασία Πύργος του Αίματος.
Χτισμένη σε θέση επίζηλη, στη διέξοδο προς τη θάλασσα δύο κοιλάδων, του Μοράβα και του Αξιού, η Θεσσαλονίκη χρησίμευε, λόγω της ιδιαιτερότητάς της, ως γέφυρα στους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Βαλκάνιους της άνω ενδοχώρας, σε επιδρομείς και εμπόρους ποικίλους. Εμπορικός κόμβος πάσης Δύσεως και Ανατολής επί αιώνες, διαμόρφωσε έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα εγκολπώνοντας διάφορους λαούς και εθνότητες στο σύνολό της, όπως τους Ισπανοεβραίους (Λαντίνο), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εδώ στα τέλη του 15ου αιώνα, με ιστορικά ίχνη κατεσπαρμένα: βυζαντινοί ναοί, όπως ο ναός του Αγίου Δημητρίου, του προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, η Αχειροποίητος, η μονή Λατόμου κ.ά., ρωμαϊκά κτίσματα, όπως η Αψίδα του Γαλερίου και η Ροτόντα, σημαντικά μνημεία της τουρκοκρατίας, ισλαμικά, εβραϊκά και χριστιανικά, κτίρια νεοκλασικά, τα τείχη της. Μετά την απελευθέρωσή της, το 1912, η πόλη μεγάλωσε και άλλαξε. Ο λιμένας της έχασε την παλιά του αίγλη και ο ρόλος του ως σπουδαίου διαμετακομιστικού κέντρου της Βαλκανικής περιορίστηκε σημαντικά, αφού η ενδοχώρα της πόλης μειώθηκε. Όμως η άφιξη των προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης έδωσε μια καινούργια ώθηση στην οικονομία της. Νέοι κλάδοι, βιομηχανικοί και βιοτεχνικοί, δημιουργήθηκαν, και άλλοι παρήκμασαν. Η οικονομία της πόλης προσαρμόστηκε σε νέα δεδομένα, και το πρόσωπό της μεταλλάχτηκε μες στα όρια του εθνικού κράτους. Ωστόσο, η πόλη συνεχίζει να είναι πάντα ένα ζωντανό κέντρο, εστιακό σημείο της Βόρειας Ελλάδας, αλλά προπαντός παραμένει αυτό που ήταν ανέκαθεν, «μήτηρ πάσης Μακεδονίας». Η ίδια η πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία βρίσκεται το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, έχει να επιδείξει πλούσιο παρελθόν αλλά και παρόν στον τομέα του πνεύματος και της εκπαίδευσης, προϊόντα της μακραίωνης ύπαρξης και ακμής πολιτισμού στην περιοχή της. Εδώ λειτουργεί το δεύτερο σε αρχαιότητα Πανεπιστήμιο της χώρας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με έτος ίδρυσης το 1925, αλλά και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας από το 1990 (το οποίο είναι η μετεξέλιξη της Ανώτατης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης με έτος ίδρυσης το 1948). Λειτουργούν ακόμα τα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, αλλά και πολυάριθμα πνευματικά ιδρύματα, όπως το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, το Ινστιτούτο Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, το Τελλόγλειο Ίδρυμα με την ομώνυμη πινακοθήκη στον τομέα τον εικαστικών τεχνών, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Οι Πινακοθήκες της πόλης, όπως η Δημοτική Πινακοθήκη, το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, η Πινακοθήκη του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης αλλά και τα Μουσεία της, όπως το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα, το Μουσείο του Λευκού Πύργου, συμβόλου της πόλης, και τα Πανεπιστημιακά Μουσεία, συνδέουν το παρελθόν με το παρόν τονίζοντας τον πλούτο και την πολυμορφία της φυσιογνωμίας της. Με πλούσια πολιτιστική ζωή, που πρόσφατα ενισχύθηκε με την ολοκλήρωση του Μεγάρου Μουσικής στη νέα παραλία, αλλά και με πολυάριθμες πολιτιστικές διοργανώσεις και φεστιβάλ καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη φιλόξενη, σύγχρονη, γεμάτη ζωντάνια και κίνηση. Ξέχωρα, όμως, από την πολιτιστική ζωή μέσα σε θεσμοποιημένα πλαίσια, από την εμπορική και οικονομική ανάπτυξή της, που έγινε εντονότερη με το άνοιγμα των συνόρων-μέχρι του σημείου να αποκαλείται «η πρωτεύουσα των Βαλκανίων»-, η Θεσσαλονίκη παραμένει ένας πανέμορφος τόπος για να ζει κανείς, να δουλεύει, να μαθαίνει, να ονειρεύεται.
Κάποιες από τις ιστορίες της Θεσσαλονίκης είναι γραμμένες με νότες. Με αφετηρία ή προορισμό τους το λιμάνι της, η Θεσσαλονίκη κατοικήθηκε από ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων που κουβαλούσε τον δικό του πολιτισμό και τις δικές του μουσικές. Ήχοι και μελωδίες από την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Βόρεια Αφρική, την Ανατολή, από τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και τους διωγμένους Ισπανοεβραίους, που βρήκαν μια δεύτερη πατρίδα στη Θεσσαλονίκη, πλούτισαν το μουσικό της πεντάγραμμο, ενώ στην περίοδο του Βυζαντίου ψάλτες και υμνογράφοι χάρισαν στην πόλη μοναδικούς εκκλησιαστικούς ύμνους και τροπάρια, που αποτελούν σήμερα σημαντικό κομμάτι της σπουδαίας θρησκευτικής της παράδοσης.
Η μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης ξεκινά ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα, όταν στην πόλη γιορτάζονταν τα 'Πύθια' προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνα και τα 'Ολύμπια' που είχαν ιδρυθεί στη Μακεδονία από τοΝ Μέγα Αλέξανδρο και κατά τη διάρκεια των οποίων διεξάγονταν μουσικοί αγώνες, ενώ μουσική συνόδευε και τους ηθοποιούς στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες που παίζονταν τότε στην πόλη =. Ο θεός της μουσικής Απόλλωνας, ο Διόνυσος, ο Πάνας, ήταν ανάμεσα στους θεούς και τις θεότητες που λατρεύονταν με μουσικές τελετουργίες και εκδηλώσεις στην πόλη.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης θα δείτε ευρήματα με απεικονίσεις μουσικών οργάνων όπως η λύρα και η σύριγγα, που πιστοποιούν την πλούσια μουσική δραστηριότητα της πόλης. Το αρχαίο Ωδείο στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης είναι μάρτυρας της καλλιτεχνικής κίνησης κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Τα Βυζαντινά 'Δημήτρια', γιορτή αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, πολιούχο - προστάτη της Θεσσαλονίκης, γιορτάζονταν με μεγάλη λαμπρότητα και τη μεγαλόπρεπη πομπή προς τον ναό συνόδευαν εκκλησιαστικοί ύμνοι. Οι σεφαραδίτικες μελωδίες των Ισπανοεβραίων που εγκαθίστανται στην πόλη το 1492, φέρνουν στη Θεσσαλονίκη τους νοσταλγικούς ήχους της παλιάς τους πατρίδας.
Χρειάστηκαν επτά χρόνια αναμονής και η πρόσληψη επτά φυλάκων για να επαναλειτουργήσει και να καταστεί «ανοιχτός» και επισκέψιμος για το κοινό ένας από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους στο κέντρο της πόλης- το ανάκτορο του Γαλερίου (στην οδό Δημητρίου Γούναρη και τη σύγχρονη πλατεία Ναυαρίνου). «Τα μνημεία είναι άψυχα όντα, αν δεν μπορεί να τα δει ο κόσμος», δήλωσε η αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, στη διάρκεια εκδήλωσης του Σωματείου «Φίλοι των Μνημείων Θεσσαλονίκης» προ-ανακοινώνοντας την επικείμενη επαναλειτουργία του Γαλεριανού συγκροτήματος.
Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, από την Τρίτη 30 Ιανουαρίου ανοίγει για το κοινό το Ανάκτορο του Γαλερίου. Μετά την αποπεράτωση της πρόσληψης έκτακτου φυλακτικού προσωπικού, ο αρχαιολογικός χώρος θα λειτουργεί καθημερινά εκτός Δευτέρας από τις 9:00 έως τις 16:00. Κατά τις πρώτες ημέρες θα πραγματοποιηθούν στο χώρο εργασίες καθαριότητας και τακτοποίησης. Σας ενημερώνουμε, επίσης, ότι ο Πύργος της Αλώσεως (Πύργος του Τριγωνίου) λειτουργεί ήδη καθημερινά εκτός Δευτέρας και ώρες 9:00-15:00. Τα σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα του Γαλεριανού Συγκροτήματος ήρθαν στο φως σε ανασκαφές που έγιναν το β΄μισό του 20ού αιώνα, ενώ μεγάλο μέρος των αρχαίων καταλοίπων το εξαφάνισε η ανοικοδόμηση. Το ανάκτορο του Γαλερίου είναι η καλύτερα σωζόμενη αυτοκρατορική κατοικία της Ύστερης Αρχαιότητας στην Ευρώπη (4ος μ. Χ.). Ο αρχαιολογικός χώρος έχει έκταση 9 στρεμμάτων και βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Ναυαρίνου και την οδό (πεζόδρομος) Δ. Γούναρη.
Το Γαλεριανό Συγκρότημα, το σημαντικότερο μνημειακό σύνολο της Θεσσαλονίκης, κτίστηκε στο μεταίχμιο δύο κόσμων, του ρωμαϊκού και του βυζαντινού. Η ανέγερσή του ξεκίνησε στο τέλος του 3ου με αρχές του 4ου μ.Χ. αι., όταν ο καίσαρ Γαλέριος Ουαλέριος (293-311μ.Χ.) επέλεξε τη Θεσσαλονίκη ως έδρα του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή σημαντικοί αυτοκράτορες του 4ου αιώνα, διέμεναν κατά καιρούς στη Θεσσαλονίκη, λόγω της σπουδαιότητάς της και της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στη Ρώμη και στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα του Συγκροτήματος, ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές που διεξήχθησαν στο β΄ μισό του 20ου αιώνα. Κάποια από αυτά τα οικοδομικά κατάλοιπα, όπως η Αψιδωτή αίθουσα και τα κτίσματα του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Ναυαρίνου, είναι ορατά και επισκέψιμα, ενώ τα περισσότερα, λόγω της ανοικοδόμησης του ιστορικού κέντρου έχουν καταχωθεί.
Το 1890 γεννιέται στη Θεσσαλονίκη ο Αιμίλιος Ριάδης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής ο οποίος δίδαξε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1914. Μία εργασία των: Σαϊβανίδου Αλεξάνδρας και Φουντουλάκη Ειρήνης
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση, ο πυρήνας των κατοίκων της πόλης αποτελέστηκε από 1.000 οικογένειες Γιουρούκων που μεταφέρθηκαν από τα Γιαννιτσά και από 1.000 οικογένειες Θεσσαλονικέων που μπόρεσαν να επαναπατριστούν μετά το διασκορπισμό τους.[62] Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitab), όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν το 15ο αιώνα στην εγκατάσταση των διωκόμενων από τη βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο Ιουδαϊκών φύλων. Κατόπιν άδειας εγκτάστασης που τους παραχώρησε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄ οι Εβραίοι Ασκεναζίμ και Σεφαρδίτες εγκαταστάθηκαν, εκτός Κωνσταντινούπολης σε διάφορες πόλεις της Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν ευπρόσδεκτοι συμβάλλοντας επιπλέον στον επανεποικισμό έπειτα από την υφιστάμενη ερήμωσή της εξ αιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Εβραίοι από τις αρχές του 16ου αιώνα άρχισαν σταδιακά να αποτελούν το κυρίαρχο και οικονομικά εναργέστερο πληθυσμιακό στοιχείο της πόλης. Οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες κατοικούσαν σε διαφορετικές συνοικίες. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν 56 εβραϊκές συνοικίες, 48 μουσουλμανικές και 16 χριστιανικές. Η εβραϊκή κοινότητα γνώρισε παρακμή από τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν άνοιξαν νέοι δρόμοι για διεθνές εμπόριο που παρέκαμπταν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην κρίση συνέβαλε και η εμφάνιση του κινήματος του ψευδο-μεσσία Σαμπατάι Σεβή το οποίο δίχασε την κοινότητα και ανάγκασε σημαντικό μέρος των Εβραίων να ασπαστούν επιφανειακά τον ισλαμισμό (οι λεγόμενοι "Ντονμέδες"). Η εβραϊκή και η ελληνική κοινότητα συχνά βρέθηκαν σε προστριβές με αίτια την κατανομή των φόρων. Παρόλο που στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες είχαν φτάσει να ανταγωνίζονται πληθυσμιακά και οικονομικά την εβραϊκή κοινότητα -ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη Σφαγή στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 - η Θεσσαλονίκη συνέχισε να αποτελεί έως το 1912 ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο πόλης με τόσο μεγάλη εβραϊκή παροικία, και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» και «Μητέρα του Ισραήλ».
Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Αναγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετατράπηκε σε τζαμί το 1491 και περέμεινε τέτοιο μέχρι την απελευθέρωση το 1912. Μέχρι το διάταγμα Χάτι-Χουμαγιούν (1856) δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων χριστιανικών ναών σε θέσεις όπου δεν προϋπήρχαν ναοί. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω (Robert De Dreux) επισημαίνει τη Θεσσαλονίκη, ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ (Joseph de la Porte) ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 Ελληνικές εκκλησίες και 36 συναγωγές.
Πληθυσμιακή αύξηση της Θεσσαλονίκης κατά τα έτη : 1870-1920 1870 80.000 1880 90.000 1890 120.000 1905 135.000 1913 158.000 1916 165.000 1920 174.000 Πηγή:Φ. Μπωζούρ,Ι. Χασιώτης,E.Reclus,Ubini,Σχοινάς, Απογραφή:Χιλμή Πασά, Επίσημη ελλην.απογραφή,Λουκάτος στο:
Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατά εθνότητες Έτος Σύνολο Έλληνες Ισραηλίτες Μουσουλμάνοι Άλλοι 1880 90 - - - - 1890 120 - - - 5 1900 158 30 90 30 1912 160 39 60 45 10 Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης το 1870 “Στα 1870 ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης πρέπει να είχε φτάσει ήδη τις 80.000 κατοίκους. Δέκα χρόνια αργότερα είχε ξεπεράσει τις 100.000 για να φτάσει τις 120.000 κατοίκους το 1888…στα 1905 ο πληθυσμός εκτιμήθηκε στις 150.000 και το 1912 στις 180.000, αριθμός που ίσως να μην είναι υπερβολικός, αν συμπεριληφθούν και οι μη μόνιμοι κάτοικοι. Πάντως, το αποτέλεσμα της πρώτης απογραφής που διενήργησε το ελληνικό κράτος δεν ήταν πολύ διαφορετικό από τις εκτιμήσεις των παρατηρητών: Στις 28 Απριλίου η ελληνική Θεσσαλονίκη αριθμούσε 157.889 κατοίκους.”
Θεσσαλονίκη 1880 “Οι Εβραίοι στα 1880 ήταν 45.000 και ξεπερνούσαν τις 60.000 το 1912, δηλαδή περίπου το 40% του πληθυσμού. Οι Έλληνες, την ίδια χρονιά, πλησιάζουν τις 40.000 ουσιαστικά η κοινότητά τους μέσα σε έναν αιώνα είχε αριθμητικά διπλασιαστεί . Η κατακόρυφη αύξηση του εβραϊκού στοιχείου θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας, σε αντίθεση με τη χριστιανική και τη μουσουλμανική ομάδα που αυξανόταν αριθμητικά κυρίως εξαιτίας της ελεύσεως προσφύγων από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας.”
Κάποιες από τις ιστορίες της Θεσσαλονίκης είναι γραμμένες με νότες. Με αφετηρία ή προορισμό τους το λιμάνι της, η Θεσσαλονίκη κατοικήθηκε από ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων που κουβαλούσε τον δικό του πολιτισμό και τις δικές του μουσικές. Ήχοι και μελωδίες από την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Βόρεια Αφρική, την Ανατολή, από τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και τους διωγμένους Ισπανοεβραίους, που βρήκαν μια δεύτερη πατρίδα στη Θεσσαλονίκη, πλούτισαν το μουσικό της πεντάγραμμο, ενώ στην περίοδο του Βυζαντίου ψάλτες και υμνογράφοι χάρισαν στην πόλη μοναδικούς εκκλησιαστικούς ύμνους και τροπάρια, που αποτελούν σήμερα σημαντικό κομμάτι της σπουδαίας θρησκευτικής της παράδοσης.
Η μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης ξεκινά ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα, όταν στην πόλη γιορτάζονταν τα 'Πύθια' προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνα και τα 'Ολύμπια' που είχαν ιδρυθεί στη Μακεδονία από τοΝ Μέγα Αλέξανδρο και κατά τη διάρκεια των οποίων διεξάγονταν μουσικοί αγώνες, ενώ μουσική συνόδευε και τους ηθοποιούς στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες που παίζονταν τότε στην πόλη =. Ο θεός της μουσικής Απόλλωνας, ο Διόνυσος, ο Πάνας, ήταν ανάμεσα στους θεούς και τις θεότητες που λατρεύονταν με μουσικές τελετουργίες και εκδηλώσεις στην πόλη.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης θα δείτε ευρήματα με απεικονίσεις μουσικών οργάνων όπως η λύρα και η σύριγγα, που πιστοποιούν την πλούσια μουσική δραστηριότητα της πόλης. Το αρχαίο Ωδείο στη Ρωμαϊκή Αγορά της Θεσσαλονίκης είναι μάρτυρας της καλλιτεχνικής κίνησης κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Τα Βυζαντινά 'Δημήτρια', γιορτή αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, πολιούχο - προστάτη της Θεσσαλονίκης, γιορτάζονταν με μεγάλη λαμπρότητα και τη μεγαλόπρεπη πομπή προς τον ναό συνόδευαν εκκλησιαστικοί ύμνοι. Οι σεφαραδίτικες μελωδίες των Ισπανοεβραίων που εγκαθίστανται στην πόλη το 1492, φέρνουν στη Θεσσαλονίκη τους νοσταλγικούς ήχους της παλιάς τους πατρίδας.
Το 1890 γεννιέται στη Θεσσαλονίκη ο Αιμίλιος Ριάδης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής ο οποίος δίδαξε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1914.
Από τo 1922 και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Θεσσαλονίκη θα δεχτεί χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, που φέρνουν μαζί τους μουσικές με χρώμα Ανατολής. Οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη ειδικά θα συντελέσουν στην άνθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις πόλεις του Ελληνισμού όπου αγαπήθηκε ιδιαίτερα το ρεμπέτικο τραγούδι. Μεγάλοι ρεμπέτες ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες συνθέτες, μουσικοί και στιχουργοί που γεννήθηκαν ή έζησαν στην πόλη, εμπνεύστηκαν από την ατμόσφαιρα, τις εικόνες, τις λαϊκές της γειτονιές, τις ιστορίες της. Καρπός αυτής της σχέσης είναι τα 300 περίπου τραγούδια που έχουν γραφτεί για τη Θεσσαλονίκη.
• Η Σωτηρία Μπέλλου εννήθηκε στα Χάλια της Χαλκίδας • Παππούς της ήταν ο Σωτήρης Παπασωτηρίου: εκκλησιαστικοι ήχοι και βυζαντινή μουσική.
• Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.
-Συννεφιασμένη Κυριακή • Πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ.
-Τα Καβουράκια
• Την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.
-'Μη μου ξαναφύγεις πια' • Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργο Μητσάκη Απόστολο Καλδάρα, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη και Δήμο Μούτση.
-'Δεν λες κουβέντα'
• Δήλωνε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία της σε μία εποχή όπου αυτό ήταν αδιανόητο. Υπέστη κατά καιρούς διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης, ενώ ήταν εθισμένη και στον τζόγο.Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε στο σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι.
-Πριν Το Χάραμα
• Μάρτιος του 1993: καρκίνος του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.
Ξεχωρίζει επίσης ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης έζησε στην πόλη ΄κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, μάλιστα είχε ανοίξει και δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί Τσιτσάνη' στην οδό Παύλου Μελά 22, όπου έπαιζε τη μουσική του. Την 'περίοδο της Θεσσαλονίκης' θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του, ανάμεσά τους και το 'Μπαξέ Τσιφλίκι', ένα λαϊκό μουσικό 'ύμνο' αφιερωμένο στις γειτονιές, τα στέκια και τις παραλίες της Θεσσαλονίκης, που παίζεται ακόμα και σήμερα. Η Θεσσαλονίκη τον τίμησε δίνοντας το όνομα του σε πλατεία της Άνω Πόλης. Η Πλατεία Τσιτσάνη, στο τέρμα της οδού Δημητρίου Πολιορκητού, φιλοξενεί και την προτομή του μεγάλου καλλιτέχνη.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα, του οποίου τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα. Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι.Οι πρώτες του επιρροές ήταν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τον σπουδαίο - αλλά αδικημένο από την Ιστορία - τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια.
Επί δικτατορίας Μεταξά με τα ρεμπέτικα να μπαίνουν στο περιθώριο, ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνούσε στην ώρα του, γεγονός που εξόργιζε τους διοικητές του. Περνούσε πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου έγραψε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης», το οποίο έγινε διάσημο. Εκεί, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου. Μερικές από τις νέες φωνές που έφερε στο προσκήνιο και δέθηκαν μαζί του ήταν η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης ήρθε στην Αθήνα με κύριο σκοπό να σπουδάσει στη Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια». Σύντομα γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942-1946) είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί ο Τσιτσάνης' στην οδό Παύλου Μελά 22[1], που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως την "Συννεφιασμένη Κυριακή". Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού Δήμου Θερμαϊκού ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το τραγούδι του Μπαξέ Τσιφλίκι το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου έγραψε και δύο άγνωστους στο ευρύ κοινό ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ! Τα χρόνια 1938-1945 που ο μεγάλος συνθέτης και τραγουδιστής έζησε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Κι εκεί, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι: Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη… Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες, που δεν έχει πει το Μπαξέ Τσιφλίκι. Ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης, που από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Τρίκαλα, είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1936 στην Αθήνα, όταν στρατεύθηκε το Μάρτιο του 1938, στάλθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη. Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε. Στη μονάδα αυτή, θα υπηρετήσουν μαζί και θα δεθούν με φιλία ο Τσιτσάνης με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Οι δύο στρατιώτες θα ξανασυναντηθούν το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο. Μιλώντας αργότερα για εκείνη τη γνωριμία, ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, θα πει: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά, όμως, ο επιλοχίας του έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: «Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;». Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: «Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει». Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, όπου θα γνωρίσει και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Γρήγορα γίνεται περιζήτητος από τις ταβέρνες που λειτουργούσαν στην κατεχόμενη πόλη. Στο Καραμπουρνάκι, στου Μπαρμπαλιά, στα περίφημα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, μέχρι που άνοιξε το δικό του μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21 το ιστορικό «Ουζερί Τσιτσάνη». Όπως θα πει ο ίδιος ο βάρδος της ρεμπέτικης μουσικής, «η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή, όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, “σημάδεψε” και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής». Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944, στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, που θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το Χατζή Μπαξές, η Αθηναίισα, οι Αραπίνες, η Αχάριστη, ο Ζητιάνος, η Συννεφιασμένη Κυριακή κ.ά.
Ένα αντάρτικο τραγούδι του Τσιτσάνη έλεγε στο τέλος: Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας, Στραγγαλιστές του λαού, Καταφρόνια και σκλαβιά, Μαστιγώματα, κελιά, Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά. Σίδερα σπάστε κι αφήστε Το αίμα να ξεχυθεί. Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη Κι όλους μας ας οδηγεί.
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί ξανα. Δίπλα του έγιναν ευρέως γνωστές τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, όπως και ο τραγουδιστής Πρόδρομος Τσαουσάκης. Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της Χούντας είχε ξεκινήσει και συναυλίες σε στάδια και ανοιχτούς χώρους, κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά για λαϊκά τραγούδια. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα.
Είναι ο καλλιτέχνης που έκανε το ρεμπέτικο τέχνη και προχώρησε σε συνειδητή ρήξη με την παράδοση. Είναι ο μουσικός που εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο με την απομάκρυνσή του από παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτέλεσε ίσως τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του (18 Ιανουαρίου 1915),εξακολουθεί να συναρπάζει παλιού και νεότερους παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως οι μεγάλοι της τέχνης. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984 από καρκίνο στο Λονδίνο και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απoμακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας τον ρόλο του ρεφρέν».
Κάποια από τα γνωστά του τραγούδια ειναι: 1) Δε ρωτώ ποιά είσαι 2) Αργοσβήνεις μόνη 3) Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα 4) Μη μου ξαναφύγεις πια 5) Ακρογιαλιές δειλινά 6) Χωρίσαμε ένα δειλινό 7) Πέφτεις σε λάθη 8) Συννεφιασμένη Κυριακή 9) Μπαξέ Τσιφλίκι 10) Απόψε στις ακρογιαλιές
https://www.youtube.com/watch?v=p0eEI-txnIA&list=PLb8X-mhB4AD_nzYBThX4MnMzehhA47j_I&index=67
Συνέχεια της Μουσικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης αποτελούν σήμερα η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης με πολύ σημαντική δραστηριότητα, το τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τα δημόσια, δημοτικά και ιδιωτικά Ωδεία της, το Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, ορχήστρες, φιλαρμονικές, χορωδίες φορέων, πολιτιστικών συλλόγων κλπ. και το στολίδι της, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Δικά της παιδιά τροφοδοτούν συνεχώς την ελληνική μουσική σκηνή με μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές κάθε μουσικού ύφους, συνεχίζοντας τη μουσική της παράδοση.
Ανοιχτή στις μουσικές του κόσμου, η Θεσσαλονίκη διαθέτει σήμερα πολλούς χώρους με ζωντανή ελληνική και ξένη μουσική για κάθε γούστο. Συναυλίες, εκδηλώσεις, μουσικά happenings, αφιερώματα, διοργανώνονται συνεχώς. Αν θέλετε να γνωρίσετε την ελληνική μουσική, για την οποία τόσα έχετε ακούσει, στις μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης θα απολαύσετε από μπουζούκια με λαϊκό και ρεμπέτικο ρεπερτόριο μέχρι έντεχνο, ελληνική ροκ, ποπ, ραπ κλπ. Το μουσικό καλεντάρι της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτο όλον το χρόνο και θα καλύψει σίγουρα τις μουσικές σας περιπλανήσεις και αναζητήσεις.
Από τo 1922 και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Θεσσαλονίκη θα δεχτεί χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, που φέρνουν μαζί τους μουσικές με χρώμα Ανατολής. Οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη ειδικά θα συντελέσουν στην άνθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις πόλεις του Ελληνισμού όπου αγαπήθηκε ιδιαίτερα το ρεμπέτικο τραγούδι. Μεγάλοι ρεμπέτες ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες συνθέτες, μουσικοί και στιχουργοί που γεννήθηκαν ή έζησαν στην πόλη, εμπνεύστηκαν από την ατμόσφαιρα, τις εικόνες, τις λαϊκές της γειτονιές, τις ιστορίες της. Καρπός αυτής της σχέσης είναι τα 300 περίπου τραγούδια που έχουν γραφτεί για τη Θεσσαλονίκη!
Ξεχωρίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης έζησε στην πόλη ΄κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, μάλιστα είχε ανοίξει και δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί Τσιτσάνη' στην οδό Παύλου Μελά 22, όπου έπαιζε τη μουσική του. Την 'περίοδο της Θεσσαλονίκης' θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του, ανάμεσά τους και το 'Μπαξέ Τσιφλίκι', ένα λαϊκό μουσικό 'ύμνο' αφιερωμένο στις γειτονιές, τα στέκια και τις παραλίες της Θεσσαλονίκης, που παίζεται ακόμα και σήμερα. Η Θεσσαλονίκη τον τίμησε δίνοντας το όνομα του σε πλατεία της Άνω Πόλης. Η Πλατεία Τσιτσάνη, στο τέρμα της οδού Δημητρίου Πολιορκητού, φιλοξενεί και την προτομή του μεγάλου καλλιτέχνη.
Συνέχεια της Μουσικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης αποτελούν σήμερα η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης με πολύ σημαντική δραστηριότητα, το τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τα δημόσια, δημοτικά και ιδιωτικά Ωδεία της, το Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, ορχήστρες, φιλαρμονικές, χορωδίες φορέων, πολιτιστικών συλλόγων κλπ. και το στολίδι της, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Δικά της παιδιά τροφοδοτούν συνεχώς την ελληνική μουσική σκηνή με μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές κάθε μουσικού ύφους, συνεχίζοντας τη μουσική της παράδοση.
Ανοιχτή στις μουσικές του κόσμου, η Θεσσαλονίκη διαθέτει σήμερα πολλούς χώρους με ζωντανή ελληνική και ξένη μουσική για κάθε γούστο. Συναυλίες, εκδηλώσεις, μουσικά happenings, αφιερώματα, διοργανώνονται συνεχώς. Αν θέλετε να γνωρίσετε την ελληνική μουσική, για την οποία τόσα έχετε ακούσει, στις μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης θα απολαύσετε από μπουζούκια με λαϊκό και ρεμπέτικο ρεπερτόριο μέχρι έντεχνο, ελληνική ροκ, ποπ, ραπ κλπ. Το μουσικό καλεντάρι της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτο όλον το χρόνο και θα καλύψει σίγουρα τις μουσικές σας περιπλανήσεις και αναζητήσεις.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι το κορυφαίο φεστιβάλ κινηματογράφου της νοτιοανατολικής Ευρώπης, το βήμα παρουσίασης της ετήσιας ελληνικής παραγωγής και το πρωτεύον και παλαιότερο φεστιβάλ στα Βαλκάνια για τις δημιουργίες νεοεμφανιζόμενων κινηματογραφιστών από όλο τον κόσμο. Εγκαινιάστηκε το 1960 ως Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και από το 1992 έγινε διεθνές, περιλαμβάνοντας Διαγωνιστικό Τμήμα ταινιών μεγάλου μήκους πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών με την πρώτη ή τη δεύτερή τους ταινία.
Έκτοτε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, διαρκώς εξελισσόμενο, διεκδικεί και επιτυγχάνει μια ολοένα και αυξανόμενη διεθνή εμβέλεια, παρουσιάζοντας τις πλέον πρωτοποριακές ανεξάρτητες παραγωγές από ολόκληρο τον κόσμο και αναπτύσσοντας δραστηριότητα για τους επαγγελματίες του διεθνούς κινηματογραφικού χώρου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ξεπερνώντας το πλαίσιο που όριζε επί δεκαετίες η διοργάνωση της μιας κεντρικής του εκδήλωσης τον Νοέμβριο, έχει καταστεί ένας οργανισμός με διαρκώς αυξανόμενη ακτίνα δράσεων πολιτισμού σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει τα εξής τμήματα : • το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα ταινιών, που προβάλλονται πρώτες και δεύτερες ταινίες νέων δημιουργών απ’ όλο τον κόσμο. • το Πανόραμα των Ελληνικών Ταινιών, όπου παρουσιάζονται οι ελληνικές ταινίες της πρόσφατης παραγωγής. • το τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες», που παρουσιάζει μια επιλογή από τις πιο πρωτοποριακές και ανεξάρτητες φωνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το τμήμα αυτό αποτελεί τη μετεξέλιξη του τμήματος «Νέοι Ορίζοντες».
• το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», που παρουσιάζει το πολύμορφο κινηματογραφικό τοπίο της βαλκανικής παραγωγής. • το τμήμα «Ταινίες για παιδιά» και «Νεανική οθόνη», με ειδικές προβολές για σχολεία και παιδιά. Στα πλαίσια του φεστιβάλ διοργανώνονται masterclasses, συναυλίες, εκθέσεις και διάφορες εκδηλώσεις.
Μερικές από τις πιο γνωστές ταινίες που έχουν βραβευτεί στο φεστιβάλ είναι οι εξής: Κορίτσια στον ήλιο (Βασίλης Γεωργιάδης), Το προξενιό της Άννας (Παντελής Βούλγαρης), Ο Θίασος (Θεόδωρος Αγγελόπουλος), Ιφιγένεια (Μιχάλης Κακογιάννης), Λούφα και Παραλλαγή (Νίκος Περάκης), Ορλάντο (Σάλλυ Πόττερ), Ατέρμονη θλίψη (Χόρχε Πέρες Σολάνο) και πολλές άλλες.
Το 1998 το Φεστιβάλ Κινηματογράφου άρχισε να λειτουργεί κάτω από νέο νομικό πλαίσιο και απέκτησε το δικό του μόνιμο τόπο διεξαγωγής των εκδηλώσεών του, το ιστορικό συγκρότημα του «Ολύμπιον». Ένα άλλο σημαντικό Φεστιβάλ προστέθηκε στο ημερολόγιο του Οργανισμού από το 1999: το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και η Αγορά Ντοκιμαντέρ Doc Market για πρώτη φορά στην Ελλάδα και του Pitching Forum για συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ.Το 2005 δημιουργήθηκε το τμήμα της Αγοράς στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ακολουθώντας το μοντέλο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ,περιλαμβάνωντας δράσεις όπως είναι: η Αγορά Κινηματογραφικών Ταινιών με την ψηφιακή βιντεοθήκη, το Φόρουμ Συμπαραγωγών Crossroads, και τα Works in Progress (ταινίες σε εξέλιξη από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο). Το 2010 το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συγχωνεύθηκε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Δύο χρόνια αργότερα, το φεστιβάλ ίδρυσε την Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, η οποία λειτουργεί στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος στην Αποθήκη Α, στο Λιμάνι. Το 2013, το φεστιβάλ εγκαινίασε την Κινηματογραφική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, τη μεγαλύτερη κινηματογραφική Βιβλιοθήκη της χώρας που περιλαμβάνει βιβλία και περιοδικά, ελληνικά και ξενόγλωσσα τα οποία καλύπτουν όλα τα θέματα ενημέρωσης, μελέτης και έρευνας για την τέχνη του κινηματογράφου. Όλα αυτά τα χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα φανατικό κοινό που γυρνά από αίθουσα σε αίθουσα, δίνοντας μια μεγαλύτερη ζωντάνια στην όμορφη Θεσσαλονίκη, για μια εβδομάδα. Το φεστιβάλ βραβεύει τις καλύτερες ταινίες που συμμετέχουν στο Διαγωνιστικό Τμήμα με Χρυσό, Αργυρό και Χάλκινο Αλέξανδρο. Υπάρχουν επίσης και το: ειδικό βραβείο επιτροπής για πρωτοτυπία και καινοτομία, καθώς και πέντε ακόμη βραβεία, σκηνοθεσίας, σεναρίου, ανδρικής ερμηνείας, γυναικείας ερμηνείας και καλλιτεχνικού επιτεύγματος. Τα βραβεία τα απονείμει πενταμελής διεθνής κριτική επιτροπή. Επιπρόσθετα υπάρχουν και τα βραβεία κοινού για ταινίες που δεν συμμετέχουν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα (Ελληνικές, Ματιές στα Βαλκάνια).Τέλος, απονέμονται και ανεξάρτητα βραβεία με σημαντικότερο από αυτά της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Το 1960, επ’ ευκαιρία του εορτασμού των 25 ετών διοργάνωσης της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, ανατέθηκε στην Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη» η διοργάνωση κάποιων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε γεννηθεί. Στην αρχή ονομάστηκε Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις πολλών, τα πήγε πολύ καλά. Την επόμενη χρονιά, αυτή η Εβδομάδα μετονομάστηκε σε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Κινηματογράφου. Στο τιμόνι του ήταν ο Παύλος Ζάννας, εξέχουσα προσωπικότητα της διανόησης, των τεχνών και των γραμμάτων στη χώρα μας. O Ζάννας, ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Κινηματογραφικών Λεσχών, της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, συμβάλλοντας στη δόμηση του οικοδομήματος του κινηματογράφου στη χώρα μας. Το Φεστιβάλ πέρασε από την καταγραφή του νέου ελληνικού κινηματογράφου, στην παρουσίαση του εμπορικού κινηματογράφου, ήταν ο χώρος όπου συμβίωναν οι πιο μεγάλοι σταρ του κινηματογράφου στην Ελλάδα (Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ κ.ά.) με τα ανερχόμενα ταλέντα. Μέχρι το 1992, έγιναν κάποιες προσπάθειες να πάρει ένα διεθνή χαρακτήρα, αλλά δεν μπόρεσε να πετύχει αυτή η στροφή, καθώς ο ελληνικός κινηματογράφος, τραβούσε ακόμη όλη τη προσοχή. Ωστόσο, τριάντα δύο χρόνια από την ίδρυσή του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης γυρνά σελίδα. Το 1992 ξεπερνά και επισήμως τα στενά όρια της ελληνικής βιομηχανίας θεάματος και μετασχηματίζεται σε διεθνή συνάντηση κινηματογραφιστών. Παράλληλα με τον τίτλο της διοργάνωσης αλλάζει και ο μήνας διεξαγωγής της. Οι σινεφίλ αναγκάζονται πλέον να περιμένουν ώς τον Νοέμβριο για να βρεθούν στη Θεσσαλονίκη. Το Φεστιβάλ πήρε άλλη αίγλη και σιγά-σιγά ανέβηκε και στην εκτίμηση και των ξένων παραγόντων του κινηματογράφου.
Το κτήριο Ολύμπιον στο οποίο διαδραματίζεται το φεστιβάλ, πλατεία Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (TIFF) διοργανώνεται κάθε Νοέμβρη στη Θεσσαλονίκη, από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (πολιτιστικός οργανισμός). Η διοργάνωση ξεκίνησε ως εθνικό φεστιβάλ το 1960 με την επωνυμία «Eβδομάδα Eλληνικού Kινηματογράφου» μέχρι και το 1965. Το 1966 ονομάστηκε «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» και λειτούργησε ως εθνικό φεστιβάλ μέχρι και το 1991. Το 1992 το Φεστιβάλ έγινε Διεθνές.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει τα εξής τμήματα : - το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα ταινιών, που προβάλλονται πρώτες και δεύτερες ταινίες νέων δημιουργών απ’ όλο τον κόσμο. - το Πανόραμα των Ελληνικών Ταινιών, όπου παρουσιάζονται οι ελληνικές ταινίες της πρόσφατης παραγωγής. - το τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες», που παρουσιάζει μια επιλογή από τις πιο πρωτοποριακές και ανεξάρτητες φωνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το τμήμα αυτό αποτελεί τη μετεξέλιξη του τμήματος «Νέοι Ορίζοντες». - το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», που παρουσιάζει το πολύμορφο κινηματογραφικό τοπίο της βαλκανικής παραγωγής. [1] - το τμήμα «Ταινίες για παιδιά» και «Νεανική οθόνη», με ειδικές προβολές για σχολεία και παιδιά. Σε κάθε διοργάνωση υπάρχουν αφιερώματα σε εθνικές κινηματογραφίες και ρετροσπεκτίβες σε σημαντικούς δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά και του ελληνικού.
Στα πλαίσια της ετήσιας διοργάνωσης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διοργανώνεται και η Αγορά. Το τμήμα αποτελείται από τα υπο-τμήματα Film Market (Αγορά Κινηματογραφικών Ταινιών) με τη ψηφιακή βιντεοθήκη, το Φόρουμ Συμπαραγωγών με το διαγωνισμό σχεδίων παραγωγής Crossroads και το Works in Progress (ταινίες σε εξέλιξη) όπου συμμετέχουν ταινίες που δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει την παραγωγή από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Το τμήμα αυτό συγκεντρώνει ένα διεθνές δίκτυο επαγγελματιών και προσφέρει τον χώρο και τις συνθήκες για συναντήσεις, συζητήσεις και επαγγελματικές συμφωνίες σε μια φιλόξενη και επαγγελματική ατμόσφαιρα. [2] Στα πλαίσια του φεστιβάλ διοργανώνονται masterclasses, συναυλίες, εκθέσεις και διάφορες εκδηλώσεις.. Σε παλαιότερες διοργανώσεις προβολές του φεστιβάλ είχαν γίνει και σε άλλους κινηματογράφους της πόλης.
Το φεστιβάλ βραβεύει τις καλύτερες ταινίες που συμμετέχουν στο Διαγωνιστικό Τμήμα με Χρυσό, Αργυρό και Χάλκινο Αλέξανδρο. Υπάρχουν επίσης και τα: ειδικό βραβείο επιτροπής για πρωτοτυπία και καινοτομία, καθώς και πέντε ακόμη βραβεία, σκηνοθεσίας, σεναρίου, ανδρικής ερμηνείας, γυναικείας ερμηνείας και καλλιτεχνικού επιτεύγματος. Τα βραβεία τα απονείμει πενταμελής διεθνής κριτική επιτροπή. Επιπρόσθετα υπάρχουν και τα βραβεία κοινού για ταινίες που δεν συμμετέχουν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα (Ελληνικές, Ματιές στα Βαλκάνια). Τέλος, απονέμονται και ανεξάρτητα βραβεία με σημαντικότερο αυτά της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Το 57o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διεξήχθη από τις 3 μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 2016.
Η ΡΟΤΟΝΤΑ, το επιβλητικό αυτό μνημείο, που σηματοδοτεί το μεταίχμιο ανάμεσα στον ειδωλολατρικό και το χριστιανικό κόσμο, «απελευθερώθηκε» από τις σκαλωσιές το 2015 και οι Θεσσαλονικείς μπορούν και θαυμάζουν τα μοναδικής τέχνης και ομορφιάς ψηφιδωτά σε όλο τους το μεγαλείο.
1) Δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό που κτίστηκε H Ροτόντα κτίστηκε στα χρόνια του Καίσαρα Γαλέριου γύρω στο 304 μ.Χ. Το κτίσμα οποίο προοριζόταν για μαυσωλείο του Καίσαρα Γαλέριου. Δεν έγινε ποτέ. Εξαιτίας του θανάτου του Γαλέριου το 311 μ.Χ., η Ροτόντα έμεινε κενή χωρίς χρήση για αρκετό διάστημα.
2) Η αρχιτεκτονική της Ροτόντα ονομάστηκε από το κυκλικό της σχήμα. Από την Αψίδα του Γαλερίου μία "πομπική οδός" οδηγούσε προς το ΒΑ στη Ροτόντα, το κορυφαίο κτίριο του Γαλεριανού Συγκροτήματος, στο επιβλητικό, πλινθόκτιστο, κυκλικό στην κάτοψή του οικοδόμημα. Η διάμετρος του κτηρίου είναι 24,50 μέτρα και το ύψος περίπου 30 μέτρα. Εσωτερικά στο πάχος των τοίχων, που είναι 6,30 μέτρα, ανοίγονται οκτώ καμαροσκέπαστες κόγχες. Πάνω από αυτές υπάρχουν μεγάλα παράθυρα με τοξωτές απολήξεις και πιο πάνω, στα ενδιάμεσα, μια ακόμη σειρά από μικρότερα παράθυρα. Το οικοδόμημα είναι καλυμμένο με μεγάλο ημισφαιρικό τρούλο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε οπαίο, για να διαχέεται στο εσωτερικό το φως της ημέρας. Τον τρούλο κρύβει εξωτερικά ο υπερυψωμένος περιμετρικός τοίχος, που κλείνει επάνω με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η είσοδος του μνημείου, στην αρχική κατασκευή, ήταν από τα ΝΔ, όπου υπάρχει ένα πρόπυλο και όπου κατέληγε η "πομπική οδός". Έξω από το νότιο πρόπυλο του μνημείου έχει εντοπιστεί η βάση του μαρμάρινου μονολιθικού άμβωνα, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Η Ροτόντα είναι όμοια με το Πάνθεον της Ρώμης και θεωρείται το «δίδυμό» του.
Στα τέλη του 4ου αιώνα, την εποχή του Θεοδόσιου Α' και αφότου στη Θεσσαλονίκη είχε επικρατήσει ο Χριστιανισμός, η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων και τότε έγιναν στο μνημείο ορισμένες μετασκευές, που ήταν αναγκαίες για τη νέα λατρεία. Έτσι έγινε διάνοιξη της ανατολικής κόγχης και προσθήκη του ιερού, ενώ ανοίχτηκε και η αντίστοιχη δυτική κόγχη και δημιουργήθηκε νέα είσοδος. Ακόμη, σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον τοίχο κατασκευάστηκε εξωτερικά ένας άλλος χαμηλότερος κυκλικός τοίχος που δεν υφίσταται σήμερα. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο τοίχους στεγάστηκε. Θεωρείται ότι ο αρχικός του σκοπός ήταν για να χρησιμεύσει ως βαπτιστήριο των Χριστιανών στην Θεσσαλονίκη.
Τον Μάρτιο του 1430 η Θεσσαλονίκη μετατρεπόταν από κέντρο του χριστιανικού πολιτισμού σε μια νέα εστία της τουρκο-ισλαμικής κουλτούρας. Η τουρκική κατάκτηση άλλαξε τη μορφή της πόλης με την ύψωση μιναρέδων δίπλα στις εκκλησίες που μεταβλήθηκαν σταδιακά σε τζαμιά. Η μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά έγινε σε δύο φάσεις, μία στο τέλος του 15ου και μία στο τέλος του 16ου αιώνα. Η δεύτερη φάση συνδέεται με το γενικό φόβο για το τέλος του κόσμου στο μουσουλμανικό έτος 1000 (1592 μ.Χ). Ο Άγιος Γεώργιος έγινε τζαμί υπό αυτές τις συνθήκες το έτος 999 της Εγείρας (1590 μ.Χ). Ο Σινάν Πασάς ανέλαβε τις απαραίτητες εργασίες για τη μετατροπή, που περιλάμβαναν και την κατασκευή του μιναρέ στον τύπο εκείνο που είχαν κτιστεί οι μιναρέδες στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης από τον Σελίμ Β' Ιστορική απεικόνιση της Ροτόντας όπως ήταν το 1831
Ο μιναρές της Ροτόντας σώζεται σήμερα χωρίς την κωνική στέγη του και με κατεστραμμένο μετά τον σεισμό του 1978 το υψηλότερο τμήμα του,όπως επίσης και τμήμα του εξώστη του.
Το ύψος του μιναρέ φτάνει τα 35,85μ. Η βάση του είναι ορθογωνική, τετράγωνη σε κάτοψη, με μήκος πλευράς 5,65μ περίπου. Μετά τον σεισμό του 1978 ο μιναρές ζώστηκε με μεταλλικές σκαλωσιές, όπως και η Ροτόντα. Στα άμεσα μέτρα στερέωσης του μνημείου ήταν η κατασκευή εσωτερικού μανδύα από οπλισμένο σκυρόδεμα στο ανώτατο τμήμα του και το περιμετρικό δέσιμο του κατεστραμμένου εξώστη του. Οι σκαλωσιές όμως δεν επρόκειτο να φύγουν σύντομα...
Οι αγιογραφίες είναι από τις αρχές του 5ου αιώνα, διότι οι εικονιζόμενοι άγιοι μαρτύρησαν όλοι μέχρι της εποχής του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού. Οι αγιογραφίες διασώζονται σήμερα μόνο κάτω από τον θόλο, ενώ οι υπόλοιπες καταστράφηκαν όταν ο ναός μεταβλήθηκε από τους Τούρκους σε μωαμεθανικό τέμενος από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη το 1590.
Τα ψηφιδωτά που σώζονται στις καμάρες και στα τόξα των φεγγιτών έχουν καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Εικονίζονται μέσα σε χρυσό φόντο γεωμετρικά σχήματα σε μεγάλη ποικιλία καθώς και θέματα από το φυσικό κόσμο, όπως καρποί, ζώα, πουλιά, κάνιστρα και άνθη με μια φυσιοκρατική διάθεση και ζωηρά χρώματα. Ο θόλος όπου εικονιζόταν όρθιος σταυροφόρος Χριστός Ο θόλος όπου εικονιζόταν όρθιος σταυροφόρος Χριστός Στο θόλο, στην κορυφή της μεγάλης ψηφιδωτής σύνθεσης εικονιζόταν όρθιος σταυροφόρος Χριστός γεγονός που μας αποκαλύπτεται από το διασωθέν περίγραμμα από κάρβουνο που απέμεινε πάνω στο κονίαμα. Ο Χριστός εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη "δόξα", τμήματα της οποία διασώζονται σήμερα, που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι. Κατά τον πρόσφατο καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια και τα φτερά των αγγέλων.
Η Ροτόντα λειτουργεί σήμερα ως Μουσείο. Ο έφορος της νέας Εφορείας παραδίδει το μνημείο στην πολιτιστική ζωή της πόλης, ενώ ταυτόχρονα προσθέτει μία επιπλέον λειτουργία και επανατοποθετεί τον σταυρό (με έγκριση του ΚΑΣ) στην κορυφή της στέγης που υπήρχε από την απελευθέρωση έως τη δεκαετία του '50, για να τονίσει τη διαχρονική και διαπολιτισμική ιερότητα του μνημείου στη διάρκεια των 1.700 χρόνων της ζωής του από τον αρχαίο, τον χριστιανικό και μουσουλμανικό κόσμο.
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν και αποτελούν ανεξάντλητη πηγή έρευνας, καθώς είναι ένα μεγάλης κλίμακας οχυρωματικό έργο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης. Σήμερα, τα εναπομείναντα τμήματα της οχύρωσης φέρουν χαραγμένη την ιστορία της πόλης και με την επιβλητική τους παρουσία δημιουργούν μια «παραφωνία» στο χαρακτήρα του σύγχρονου αστικού τοπίου. Στην αναζήτηση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί διάφορες μελέτες και έργα ανασχεδιασμού, με κύριο ζητούμενο πάντα την ανάδειξη της πολλαπλότητας και της πολυπλοκότητας των ιστορικών επιπέδων της και ταυτόχρονα τη σύνδεση των μνημείων με το σύγχρονο παρόν της πόλης. Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ως θέμα την αποκατάσταση και την ανάδειξη τμήματος των βορειοδυτικών τειχών της Θεσσαλονίκης. Πρωταρχικός στόχος της συνολικής μελέτης ήταν η συγκέντρωση όλων εκείνων των απαραίτητων στοιχείων που σχετίζονται τόσο με το υπό μελέτη τμήμα του τείχους όσο και με την ευρύτερη περιοχή του, ώστε, με βάση την αρμονική συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων μελετητών, να προταθεί μια νέα προσέγγιση επανένταξης του μνημείου στο αστικό τοπίο. Η προτεινόμενη επέμβαση θέτει σε άμεση προτεραιότητα την προστασία, τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την ανάδειξη του μνημείου, σεβόμενη την ιστορικότητα και τη μοναδικότητα όχι μόνο του ίδιου του τείχους, αλλά και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται. Σημαντικό ζητούμενο αποτέλεσε η συμφωνία των επεμβάσεων με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, τις διεθνείς συμβάσεις και Χάρτες, ενώ κύρια επιδίωξη ήταν και η σύγχρονη αντιμετώπιση του θέματος, με προτάσεις που θα ικανοποιούν τις σημερινές ανάγκες και θα αντικατοπτρίζουν τα δεδομένα της εποχής μας.
Η τοποθεσία όπου αναπτύσσεται το τμήμα των τειχών που εξετάζεται βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, στα όρια του κεντρικού Δήμου με τον Δήμο Συκεών και αποτελεί το όριο μεταξύ δύο περιοχών κατοικίας: του ιστορικού οικισμού της Άνω Πόλης στα νότια και της περιοχής Καλλιθέας του Δήμου Συκεών στα βόρεια. Η περιοχή της Άνω Πόλης, με το χαρακτηριστικό ανάγλυφο και τις έντονες κλίσεις του εδάφους, είναι γνωστό πως αναπτύχθηκε οικιστικά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τότε είναι που άρχισε να διαμορφώνεται η ιδιαίτερη εικόνα του πυκνοδομημένου ακανόνιστου αστικού ιστού με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα, τις πλατείες καθώς και τα μοναδικά σε λιτότητα, κομψότητα και λειτουργικότητα κτίσματα της λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής, ανάμεσα στα διάσπαρτα εναπομείναντα βυζαντινά μνημεία. Το τοπίο της περιοχής συμπληρώθηκε αργότερα, με τα πολυάριθμα ταπεινά και πρόχειρα κατασκευασμένα κτίσματα, τα οποία κτίστηκαν από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ώστε να καλύψουν τις άμεσες στεγαστικές τους ανάγκες. Το 1979 ο οικισμός της Άνω Πόλης χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός και σήμερα αποτελεί ίσως το μοναδικό τμήμα της Θεσσαλονίκης που διασώζει μνήμες από όλο το ιστορικό φάσμα ζωής της πόλης. Η περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο Δήμος Συκεών ήταν αραιοκατοικημένη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αργότερα, ωστόσο, άρχισε να αναπτύσσεται οικιστικά, αφενός εξαιτίας της επέκτασης της πόλης εκτός των τειχών, αφετέρου λόγω της έλευσης των προσφύγων. Η ανάγκη για τη στέγαση ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που κατέφθαναν σε διαδοχικά κύματα δεν επέτρεψε την εκπόνηση μελετών και πολεοδομικών σχεδίων, με αποτέλεσμα την άναρχη δόμηση και την κατάληψη χώρων ακόμη και σε άμεση επαφή με το τείχος. Το βραχώδες έδαφος και το ιδιαίτερα έντονο ανάγλυφο δεν απέτρεψαν τη ραγδαία εξάπλωση του προσφυγικού οικισμού που σε πολλά σημεία «ακούμπησε» στο τείχος. Έτσι σήμερα, αντικρίζει κανείς έναν μεγάλο αριθμό μικρής κλίμακας κτιρίων να είναι κτισμένα σε άμεση επαφή με τον οχυρωματικό περίβολο για λόγους οικονομίας της κατασκευής, δημιουργώντας μια περίπλοκη εικόνα και αποκρύπτοντας σημειακά το μνημείο. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, τα προσφυγικά κτίσματα που χαρακτήριζαν τον Δήμο Συκεών αντικαταστάθηκαν στην πλειονότητά τους από σύγχρονες πολυκατοικίες, αλλάζοντας ριζικά τον αστικό χαρακτήρα της περιοχής. Εξαίρεση αποτελεί ένα μικρό τμήμα κατά μήκος τού υπό μελέτη τμήματος των βορειοδυτικών τειχών, το οποίο διασώθηκε και είναι σήμερα γνωστό ως Πολιτιστική Γειτονιά. Λόγω της ασυμβατότητας των ρυμοτομικών διαταγμάτων, της έντονης κλίσης του εδάφους και του ιδιόρρυθμου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η εν λόγω περιοχή διατηρεί σε μεγάλο ποσοστό την εικόνα που είχε μετά την άφιξη των προσφύγων το 1922.
Το 1997, ο Δήμος Συκεών, σε μια προσπάθεια ανάπλασης της συγκεκριμένης περιοχής και επανένταξής της στο σύγχρονο αστικό τοπίο, προκήρυξε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό με τίτλο «Ανάπλαση πολιτιστικής γειτονιάς έξω από τα βορειοδυτικά τείχη». Η μελέτη που εγκρίθηκε και εφαρμόζεται σήμερα προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη σύνδεση της περιοχής με τον ευρύτερο αστικό ιστό του Δήμου, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, αξιολόγηση και επιλεκτική διατήρηση ή ανακατασκευή των προσφυγικών κατοικιών και νέες χρήσεις κτιρίων, όπως π.χ. παιδικό σταθμό, μικρά εργαστήρια, πολιτιστικούς χώρους κ.ά. Το τείχος Το μήκος του υπό μελέτην τμήματος του τείχους που διατηρείται ακέραιο σε μεγάλο ποσοστό είναι περίπου 300 μ. και αποτελείται συνολικά από έξι πύργους και πέντε μεσοπύργια διαστήματα. Το ύψος του ποικίλλει, φτάνοντας σε ορισμένα σημεία τα 13 μ., ενώ το συνολικό πάχος του κυμαίνεται από 0,60 μ. έως 4,30 μ. Όσον αφορά στη μορφολογία, το κύριο σώμα του τείχους δεν παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ή σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το σύνολο της οχύρωσης της πόλης. Το μεγαλύτερο τμήμα αποτελεί κατασκευή που χρονολογείται μεταξύ του 7ου και του 9ου αιώνα (σημ. 4), μιμούμενο ωστόσο το παλαιοχριστιανικό σύστημα δόμησης, αυτό των εναλλασσόμενων λίθινων και πλίνθινων ζωνών. Το υπόλοιπο αποτελεί τοπική ανακατασκευή μεταγενέστερης χρονικής περιόδου (11ος αιώνας) και διαμορφώνεται από αργολιθοδομή με μεγάλο αριθμό διάσπαρτων πλίνθων. Στο τμήμα αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη ενός μοτίβου ιχθυάκανθας στο μέσον περίπου του ύψους του, το οποίο πιθανώς αποτελεί σημειακή επισκευή της οθωμανικής περιόδου. Οι πύργοι, αντίθετα, παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς είναι ανακατασκευασμένοι σε διάφορες χρονικές περιόδους, εμφανίζοντας ποικίλα χαρακτηριστικά. Ενδιαφέρον προκαλεί ο τρόπος προσαρμογής των προσθηκών της βυζαντινής περιόδου σε προγενέστερες κατασκευές, καθώς και ο τρόπος χρήσης των υλικών από τους προϋπάρχοντες ρωμαϊκούς πύργους. Έτσι, παρατηρείται άλλοτε η ρωμαϊκή κατασκευή να περικλείεται από τον νέο βυζαντινό πύργο, αποτελώντας τον πυρήνα του, άλλοτε να διατηρείται εμφανής η κύρια όψη του ρωμαϊκού πύργου και άλλοτε να χρησιμοποιούνται οι μεγάλοι ρωμαϊκοί πώρινοι λιθόπλινθοι ως διακοσμητικά στοιχεία και ταυτόχρονα ως ενίσχυση της νέας κατασκευής. Η ύπαρξη αντηρίδων στην εξωτερική όψη ενός εκ των πύργων αποτελεί ιδιαίτερο κατασκευαστικό χαρακτηριστικό, καθώς ελάχιστες αντηρίδες εντοπίζονται στο υπόλοιπο τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Τέλος, όσον αφορά την παθολογία του τείχους, τα κυριότερα προβλήματα που παρατηρήθηκαν είναι η υγρασία, η αποκόλληση επιχρισμάτων, η διόγκωση της βάσης του με συνέπεια την απώλεια δομικού υλικού, η απώλεια συνδετικού κονιάματος που προκάλεσε την αποκόλληση λίθων, ο κερματισμός και η αποσάθρωση λίθων, οι επιφανειακές και καθολικές καταρρεύσεις, οι ρηγματώσεις σε μεγάλους πώρινους λίθους των πύργων, η κατάρρευση της στέψης σε αρκετά τμήματα και, τέλος, η ανάπτυξη αυτοφυούς βλάστησης στη στέψη και στους αρμούς.
Οι κυριότερες επιδιώξεις του σχεδιασμού και των επεμβάσεων που προτάθηκαν ήταν: α) η προστασία του μνημείου και η αποκατάσταση της αντιληπτικής συνέχειάς του όπου αυτό είναι εφικτό, β) η απελευθέρωση του μνημείου από τις νεότερες κατασκευές, και συγκεκριμένα εκείνες που αποκόπτουν τη θέα προς αυτό ή το υποβαθμίζουν, γ) η ανάδειξη των διατηρητέων κτισμάτων καθώς και των κτιρίων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της περιοχής, και δ) η επιλεκτική εισαγωγή μουσειακής χρήσης σε ορισμένα από αυτά σε συνδυασμό με τη δυνατότητα πρόσβασης σε τμήμα του τείχους. Ταυτόχρονα, κύριο ζητούμενο αποτέλεσε η δημιουργία ελεύθερων χώρων περιπάτου, αναψυχής και θέασης, η διατήρηση της μικροκλίμακας και της πολυπλοκότητας που διακρίνει την Άνω Πόλη, η ελεύθερη κυκλοφορία των πεζών αλλά και των ατόμων με κινητικά προβλήματα, η περιστασιακή διέλευση τροχοφόρων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και η διατήρηση χαμηλών ταχυτήτων στον άξονα της οδού Ακρίτα, που διαρρηγνύει την περιοχή. Τέλος, θεωρήθηκε αναγκαία η αντιμετώπιση του θέματος με λύσεις και προτάσεις που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.
Οι επεμβάσεις που προτείνονται συνολικά για τον δημόσιο χώρο έχουν ήπιο χαρακτήρα, απορρέουν από τη διαχρονικότητα του μνημείου και στοχεύουν κυρίως στην ανάδειξή του, χωρίς λύσεις υπερσχεδιασμού. Παρότι η πρόταση διαπνέεται από τις ίδιες βασικές αρχές, ακολουθείται διαφορετική αντιμετώπιση για καθεμία από τις δύο περιοχές, του Δήμου Συκεών και της Άνω Πόλης. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, η ελευθερία του χώρου επιτρέπει διαμορφώσεις περισσότερο αυστηρές, με ευθύγραμμες χαράξεις και διαδοχικά πλατώματα στις θέσεις όπου υψώνονται πύργοι ή υπολείμματα πύργων, με σκοπό την καλύτερη θέαση του μνημείου. Αντίθετα, στην Άνω Πόλη, οι νέες χαράξεις διατηρούν και ενισχύουν την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τον ακανόνιστο αστικό ιστό, ενώ παράλληλα διατηρούνται συστάδες κατοικιών που ενισχύουν την αίσθηση της γειτονιάς. Κάποια από τα ίχνη των προσφυγικών κτισμάτων που απομακρύνονται επαναλαμβάνονται με τρόπο συμβολικό: άλλοτε με υπερυψώσεις επιπέδων, άλλοτε με υποβαθμίσεις, άλλοτε ως διαφοροποίηση του υλικού της δαπεδόστρωσης, άλλοτε ως σειρές επιδαπέδιων φωτιστικών ή πιδάκων νερού και άλλοτε ως στοιχεία φυτεύσεων. Γενικά, οι επεμβάσεις στην πλευρά της Άνω Πόλης είναι μικρότερης κλίμακας και πιο σημειακές, ώστε σε κάθε χωρική ενότητα να διαμορφώνονται χώροι κίνησης, στάσης και θέασης των τειχών, συγκέντρωσης ομάδων, χώροι παιχνιδιού και κοινωνικής επαφής. Όλα αυτά φυσικά σε άμεσο συσχετισμό με τις χρήσεις που προτείνονται για τα κτίρια που διατηρούνται, και που απευθύνονται τόσο στους κατοίκους της περιοχής όσο και στους επισκέπτες, αποκτώντας έτσι έναν υπερτοπικό χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, η οδός Έβρου, ο μοναδικός διαμορφωμένος πεζόδρομος της περιοχής, η οποία αποτελεί το όριο μεταξύ Πολιτιστικής Γειτονιάς και τείχους προς την πλευρά του Δήμου Συκεών (ξεκινά από την οδό Ακρίτα και ακολουθεί την κατεύθυνση του τείχους προς τα δυτικά, έως το σημείο όπου το τείχος αλλάζει προσανατολισμό προς τα νότια), επανασχεδιάζεται ως πεζόδρομος, αποτελώντας τον έναν από τους δύο βασικούς άξονες κίνησης της πρότασης. Απομακρύνονται όλα τα κτίσματα και οι νεότερες ασύμβατες κατασκευές που εφάπτονται στο τείχος και παραμένει αδιαμόρφωτο το φυσικό έδαφος (χώμα, βράχος) σε ικανό πλάτος κατά μήκος των σωζόμενων τμημάτων του τείχους. Ο πεζόδρομος διαμορφώνεται από χυτό υλικό, προσαρμοζόμενος κάθε φορά από την πλευρά του τείχους στο έντονο ανάγλυφο. Κατά μήκος του άξονα της οδού Έβρου δημιουργούνται επίσης, μπροστά από τους σωζόμενους πύργους, διευρύνσεις ή πλατώματα σε προεξοχή, προς την πλευρά της Πολιτιστικής Γειτονιάς. Στο τμήμα όπου το τείχος σήμερα δεν σώζεται, το χυτό υλικό του πεζοδρόμου φτάνει ως τις αυλές των κατοικιών που διατηρούνται, ώστε η διαμόρφωση να αποκτήσει έναν πιο αστικό χαρακτήρα. Παράλληλα, οι αυλές αναδιαμορφώνονται στις αρχικές τους διαστάσεις με σύγχρονα υλικά, και στη συστάδα αυτή των κατοικιών απομακρύνονται οι όποιες ασύμβατες κατασκευές (προσθήκες, αποθήκες, πέργκολες κ.λπ.), με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου και καλαίσθητου μετώπου, που αντικαθιστά κατά κάποιον τρόπο το τείχος που λείπει και ταυτόχρονα συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικότητας της περιοχής, με σαφή αναφορά στον προσφυγικό της χαρακτήρα. Η οδός Ακρίτα, ανατολικό όριο της περιοχής μελέτης, δεν πεζοδρομείται, αλλά παραμένει διαδρομή σύνδεσης της Άνω Πόλης με τον Δήμο Συκεών, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να περιοριστεί η κυκλοφορία των οχημάτων. Ο ρόλος της οδού Ακρίτα και των ελεύθερων χώρων που διαμορφώνονται εκατέρωθεν αυτής είναι διπλός: από τη μια πλευρά χωρίζουν την περιοχή μελέτης, από την άλλη πλευρά ενοποιούν και λειτουργούν ως «είσοδος» στην περιοχή για τον εισερχόμενο από την Άνω Πόλη, αλλά και για εκείνον που κινείται στην οδό Ελπίδος.
Στα νότια του τείχους, προς την πλευρά της Άνω Πόλης, με την απομάκρυνση των ασύμβατων προς το μνημείο κτισμάτων, που υποβαθμίζουν τη θέαση προς αυτό, προκύπτουν ελεύθεροι χώροι, ο χαρακτήρας των οποίων διαμορφώνεται σε σχέση με τη φύση του μνημείου, την οπτική, τις κινήσεις και τις υπάρχουσες διαδρομές. Οι ελεύθεροι αυτοί χώροι μπορούν να έχουν χαρακτήρα: α) δημόσιο, όταν είναι ανοιχτοί στο ευρύ κοινό και προσπελάσιμοι από τον καθένα, β) ημιδημόσιο, όταν επιτρέπουν την ήπια κίνηση και μικρή συγκέντρωση επισκεπτών, ή γ) ιδιωτικό, όταν είναι σε επαφή ή ανήκουν στις δύο περιοχές-πυρήνες κατοικίας που διατηρούνται. Τέλος, η σχεδιαστική πρόταση για την Άνω Πόλη ολοκληρώνεται με τη γειτονιά των κατοικιών όπως υφίσταται σήμερα, καθώς κρίθηκε σκόπιμη η διατήρησή της. Και αυτό γιατί οι κατοικίες αυτές υποκαθιστούν κατά κάποιον τρόπο τη συνέχεια του τείχους, το οποίο στο συγκεκριμένο τμήμα δεν σώζεται. Η απομάκρυνσή τους θα δημιουργούσε ένα σημαντικό κενό και αρκετά προβλήματα καθώς θα απαιτούσε μεγάλης κλίμακας ανακατασκευές. Αντίθετα, με την επιλογή αυτή, διατηρείται η αίσθηση της γειτονιάς της Άνω Πόλης. Επιβάλλεται ωστόσο η απομάκρυνση όλων των ασύμβατων προσθηκών, καθώς και υλικών που αλλοιώνουν το χαρακτήρα των κτιρίων και προτείνεται η ανάπλαση των όψεων των κτιρίων και των αυλών τους, ώστε να εναρμονιστούν με τη σχεδιαστική πρόταση και να ενταχθούν ομαλότερα στην περιοχή. Το πλάτωμα στα βόρεια του τείχους, προς την πλευρά του Δήμου Συκεών –στο δώμα του υπάρχοντος σήμερα υπόγειου χώρου στάθμευσης– αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα και στρέφεται προς το τμήμα εκείνο του τείχους όπου διασώζονται οι επάλξεις. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας μεγάλος ενιαίος χώρος ο οποίος μπορεί να φιλοξενήσει πολιτιστικές εκδηλώσεις με φόντο το τείχος. Επιπλέον, η μετατροπή τμήματος των προσφυγικών κατοικιών βορειότερα της οδού Έβρου στην «Πολιτιστική Γειτονιά» από τον Δήμο Συκεών, όπου προβλέπονται να ενταχθούν χρήσεις καλλιτεχνικού, εκπαιδευτικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος (παιδικός σταθμός, χώρος εκπαίδευσης και συγκεντρώσεων, εικαστικά εργαστήρια, αποθήκες, εκθεσιακοί χώροι, μικρά καταστήματα, χώρος ψυχαγωγίας, αναψυκτήριο, δημόσιοι χώροι υγιεινής), ενδυνάμωσε την απόφαση της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία ενός πυρήνα πολιτιστικών χρήσεων σε άμεση επαφή με τα τείχη. Η νέα χρήση που προτείνεται να αποδοθεί στην περιοχή σχετίζεται με τον πολιτισμό και αφορά στη δημιουργία ενός «μουσείου οχυρώσεων». Η πρόταση αυτή προέκυψε έπειτα από την ιδέα να ενταχθεί η περιοχή σε ένα ευρύτερο πλέγμα πολιτιστικών χώρων-μουσείων, που έχει αναπτυχθεί ή προβλέπεται να αναπτυχθεί στην περίμετρο των τειχών της πόλης. Στοιχεία αυτού του «πολιτιστικού πλέγματος» θα είναι ο Λευκός Πύργος και το Επταπύργιο, τα οποία έχουν ήδη μετατραπεί σε μουσειακούς χώρους, ο Πύργος Τριγωνίου που θα γίνει μουσείο, το τμήμα των βορειοδυτικών τειχών της περιοχής μελέτης και, τέλος, το Φρούριο του Βαρδαρίου, που επίσης θα μπορούσε να φιλοξενήσει μουσειακό ή πολιτιστικό χώρο.
Οι προτεινόμενες πολιτιστικές-μουσειακές χρήσεις για την υπό μελέτην περιοχή προβλέπεται να στεγαστούν σε κλειστούς χώρους, και συγκεκριμένα σε κάποια από τα κτίσματα που διατηρούνται και διαθέτουν ενδιαφέρουσα τυπολογία και μορφολογία, ενώ ταυτόχρονα δίνεται η δυνατότητα ανάπτυξης υπαίθριων εκθέσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στους ελεύθερους χώρους που δημιουργούνται μετά την απομάκρυνση ορισμένων ασύμβατων κτισμάτων. Αντί επιλόγου Οι επεμβάσεις αποκατάστασης, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, και οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί συντείνουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη τόσο του ίδιου του μνημείου όσο και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της ιστορικότητας της ευρύτερης περιοχής. Η πρόταση ανασχεδιασμού συμβάλλει στο να αποδοθεί στο μνημείο ο χαρακτήρας ενός «μνημείου της πόλης», ενός μνημείου όχι αποκομμένου, αλλά εναρμονισμένου με τον σύγχρονο αστικό ιστό, προσιτού στους κατοίκους και εύκολα προσβάσιμου στους επισκέπτες.
Δυο διακεκριμένοι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έχουν γράψει αρκετά τραγούδια με πολλές τοπογραφικές αναφορές της πόλης. Είναι κατεξοχήν ερωτικά τραγούδια που αναφέρονται σε ερωτικούς χώρους της Θεσσαλονίκης. Τα τραγούδια τους ευτύχησαν να μελοποιηθούν από εξαιρετικούς συνθέτες όπως τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, αλλά και από τον ίδιο τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. [Με το πρώτο αυτό θέμα η «Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία» εγκαινιάζει μια άλλη κατηγορία του θεματολογίου της με τον τίτλο: «Μάγισσα Θεσσαλονίκη» και με υπότιτλο «Τόποι, πρόσωπα και μύθοι στα τραγούδια της». Δηλαδή θα καταπιάνεται, θεματολογικά, με τα διαχρονικά τραγούδια της Θεσσαλονίκης, έντεχνα και παραδοσιακά, όπου πέρα από τα μουσικά ακούσματα θα μιλάει για τα πραγματολογικά στοιχεία, ονόματα προσώπων και τόπων της πόλης, που περιέχει κάθε τραγούδι. Θα είναι μια μουσική και τοπογραφικο-ιστορική περιήγηση της Θεσσαλονίκης. Η σειρά με 15 περίπου τίτλους και ενιαίο άξονα, άγνωστο πότε θα ολοκληρωθεί, ευελπιστεί να αποτελέσει το πρώτο ηλεκτρονικό βιβλίο της ιστοσελίδας μου και ίσως αν ευοδωθεί εκδοτικά να γίνει και χάρτινο βιβλίο. Γι αυτό παρακαλώ τα διάφορα σάιτ, ειδικά σ’ αυτήν την κατηγορία του ιστολογίου μου, να τηρούν αυστηρά τη δεοντολογία του κοπιράιτ και να μη αναδημοσιεύουν τα θέματα. Και μετά τις αναγκαίες εξηγήσεις στο θέμα μας] Ο Βαρδάρης, τα παραβαρδάρια, η περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, η Εγνατία, τα προάστια, η Αρετσού, το Καραμπουρνάκι, οι βόλτες στις δυτικές συνοικίες. Είναι μια περιδιάβαση του ερωτικού πόθου και του ερωτικού πάθους που ταυτίζεται με τους τόπους σε μια αλληλεπίδραση, ανάμεσα στα συγκεκριμένα πρόσωπα και την πόλη, που μετατρέπεται σε ερωτικό σύμβολο ολόκληρης της πόλης.
Ο μεγάλος πεζογράφος της Θεσσαλονίκης Γιώργος Ιωάννου έγραψε ελάχιστα ποιήματα και τραγούδια, κι από αυτά μελοποιήθηκαν λίγα. Η πιο σημαντική, η μοναδική βέβαια, μουσική συλλογή είναι το «Κέντρο Διερχομένων» που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης. Ο τίτλος του έργου είναι από το ομώνυμο τραγούδι του Ιωάννου «Κέντρο Διερχομένων». Ετσι λεγόταν η στρατιωτική μονάδα, οι στρατώνες κάθε πόλης όπου διανυκτέρευαν διερχόμενοι στρατιώτες που πήγαιναν, κατά τις μεταθέσεις τους, από μονάδα σε μονάδα. Συνήθως το κέντρο διερχομένων βρισκόταν κοντά σε λιμάνια και σε σιδηροδρομικούς σταθμούς για την καλύτερη εξυπηρέτηση των μετακινούμενων φαντάρων. Ετσι και το Κέντρο Διερχομένων της Θεσσαλονίκης βρισκόταν στη οδό 26ης Οκτωβρίου, απέναντι από τα σημερινά δικαστήρια, δίπλα στο λιμάνι και κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Σήμερα το Κέντρο Διερχομένων της Θεσσαλονίκης μετεγκαταστάθηκε και βρίσκεται σε ένα κτήριο του παλιού στρατοπέδου «Παύλου Μελά». Το μέρος όπου βρισκόταν επί δεκαετίες το Κέντρο Διερχομένων είναι ένας ιστορικός χώρος κι αυτόν περιγράφει με αδρές γραμμές στο ομώνυμο τραγούδι του ο Γιώργος Ιωάννου, που μελοποίησε το 1982 ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης με τον ίδιο τίτλο του τραγουδιού: «Κέντρο Διερχομένων». Δίπλα το λιμάνι, πίσω τα σφαγεία/ πέρα στην πλατεία, άδεια καφενεία. / Ολη μέρα μπρος μου ο σταθμός των τραίνων/ άλφα-μι στην πύλη κέντρο διερχομένων./ Φουλ λεωφορεία φεύγουν μεσ’ στη σκόνη/ πίσω μας καράβια , «ελευθέρα ζώνη»../ Πάμε για καφέδες , πέρα στη Ραμόνα/ έχω να λαβαίνω από μια πατρόνα. /Αφησε τα φώτα, κρύψου στο σκοτάδι/ ξέχασε τα πάντα όπως χτες βράδυ. [[χτύπα τις χρωματισμένες λέξεις να ακούσεις το βίντεο] Το τραγούδι «Κέντρο Διερχομένων» ερμηνεύει ο Δημήτρης Κοντογιάννης . Ο ακροατής να μην μπερδευτεί από το εικαστικό θέμα του τραγουδιού που αναφέρεται στην Πάτρα. Δεν είχα άλλη επιλογή στο You Tube]. Ο Αλφαμίτης, η αστυνομία μονάδας, με το περιβραχιόνιο και τα γράμματα ΑΜ, το λευκό κράνος και τη ζωστήρα που καθόταν στην είσοδο του Κέντρου Διερχομένων είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν στο κέντρο μιας ιστορικής περιοχής. Δίπλα το λιμάνι, δυτικά τα σφαγεία, που έχουν μεταφερθεί σήμερα, πολλά πρακτορεία υπεραστικών λεωφορείων και μπροστά του η μεγάλη πλατεία του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού που άλλοτε έσφυζε από ζωή και τώρα ξέμειναν τα άδεια από θαμώνες καφενεία. trag-pss
Όταν λειτουργούσε ο σταθμός ως τη δεκαετία του 1950 η πλατεία είχε κίνηση. Γύρω από το σταθμό είχαν στηθεί πανσιόν, μικρά ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, μπιραρίες, καφενεία, με πολύχρωμα φώτα που, όπως θυμάται ο Κώστας Τομανάς, έμοιαζε σαν παριζιάνικη συνοικιακή πλατεία σε μέρα γιορτής. Η Ραμόνα του τραγουδιού είναι η περιοχή του Ρεζί Βαρδάρ πάνω από την πλατεία Βαρδάρη στην αριστερή πλευρά της σημερινής οδού Λαγκαδά. Πήρε το όνομα από το εκεί προπολεμικά καφενείο και χοροδιδασκαλείο «Ραμόνα», που βρισκόταν κοντά στην παλιά καπναποθήκη της «Ρεζί», στη στροφή προς τους Αμπελοκήπους. Για χρόνια, πριν αποκαθαρθεί από την διάνοιξη του δρόμου και την ανοικοδόμηση η περιοχή της Ραμόνας στη δεκαετία του 1970 ήταν ερωτικό στέκι ομοφυλόφιλων και υπαίθριων γυναικών. Ο χώρος του Κέντρου Διερχομένων συνδέεται με έναν ιστορικό – τραγικό χώρο, το γειτονικό γκέτο του Χιρς, τον παλιό εβραϊκό συνοικισμό, που αποτέλεσε την τελευταία στάση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης πριν φορτωθούν στα τρένα για τον αγύριστο χαμό τους. Εκεί στον τόπο του μαρτυρίου ακούστηκαν και τα τελευταία τραγούδια των σεφαραδίμ, των Ισπανοεβραίων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 15ο αιώνα. Τα λαϊκά ξενοδοχεία του Βαρδάρη και της Εγνατίας, δεν ήταν μόνο καταλύματα επισκεπτών της πόλης, πέρασαν στη λογοτεχνία και το τραγούδι ως ερωτικά καταφύγια. Βιέννη, Μεγάλη Βρετάνια, Αιγαίον, Ιλιον, Μοντέρν, Εμπορικόν, Ατλαντίς, Αλεξάνδρεια, Καστοριά, Ατλας, «γκριζωπά κι από δεκαετίες κατάκλειστα ξενοδοχεία της αρχοντιάς», κατά τον Γιώργο Ιώάννου, τα τελευταία χρόνια με τις αναπαλαιωτικές και συντηρητικές εργασίες απόχτησαν την παλιά λαμπρότητα και αίγλη. Βρώμικα ξενοδοχεία, δίκλινα δωμάτια/ με στεγάζουν από το τότε που κυλιέμαι μάταια./ Ξενοδόχοι στα βιβλία έχουν τα στοιχεία μας/ ξέρουνε για μας τα πάντα και την ηλικία μας. Το τραγούδι «λαϊκά ξενοδοχεία» ερμηνεύει με την ευαίσθητη φωνή της η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Πιο μεγάλη είναι η παραγωγή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος ευτύχησε να μελοποιηθούν αρκετά ποιήματά του και τραγούδια από τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον ίδιο. Ειδικά τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι έντονα ερωτικά και ακολουθούν το ύφος των δύο σημαντικών ποιητικών συλλογών του: «Τα ξένα γόνατα» και τον «Ανυπεράσπιστο καημό». Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά του; Ο γυμνός λόγος, η χαμηλόφωνη εξομολόγηση, ο ρεαλισμός στις περιγραφές ερωτικών αισθημάτων και βιωμάτων και η επιμονή στην ερωτική ιδιαιτερότητα. Η δραματική ένταση των ποιημάτων αυτών, αλλά και των τραγουδιών, όπως σημειώνει και ο ποιητής, δημιουργείται «από τα γκρεμοτσακίσματα της μοναξιάς, το βούλιαγμα σε πληρωμένες λύσεις, οι λιγοστές προσπάθειες για αντίσταση». Και εξηγεί με δυο καίρια λόγια τα στοιχεία της πρόκλησης και της επιθετικότητας που του αποδίδουν στο έργο του: «Ετσι, γράφει, η εξομολόγηση όσο πιο οδυνηρή γίνεται, αποκτάει περισσότερο πειθώ και ανθρωπιά, ενώ η εκτροπή της σε μορφές πρόκλησης δείχνει τι εύκολα γεννιέται η επιθετικότητα μέσα από τη στέρηση». Αυτό το ερωτικό κλίμα, ανάκατο με αισθήματα ερωτικής απογοήτευσης, συντριβής αλλά και ερωτικής πληρότητας στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου ευτύχησε να αποδοθεί μουσικά με τη μελοποίηση αρκετών ποιημάτων του από το Μάνο Χατζιδάκι. Τα τραγούδια αυτά του Χριστιανόπουλου απασχόλησαν το συνθέτη τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Δεν πρόλαβε όμως να παρουσιάσει ο ίδιος ολοκληρωμένο τον κύκλο των τραγουδιών. Τα ενορχήστρωσε ο Νίκος Κυπουργός και κυκλοφόρησαν σε δίσκο το 1993 με τον τίτλο «Τα τραγούδια της αμαρτίας». Με το τραγούδι «Σάββατο βράδυ» αρχίζει τις αναζητήσεις του έρωτα, από το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι, το Λευκό Πύργο και την πλατεία Δικαστηρίων. «Μονάχος κι αξεδίψαστος» ψάχνει να βρει το δικό του έρωτα, μόνο αυτόν, γιατί δεν «επανδρώνεται με άλλους η καρδιά του». Απ’ το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι/ κι από τον Πύργο ως την πλατεία Δικαστηρίων/ σε ψάχνω σε όλα τα’ αγοραία πεζοδρόμια/ έφαγα όλα τα γιαπιά για να σε βρω…/ Και τριγυρνώ μονάχος κι αξεδίψαστος/ απ’ το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι’/ δεν εξαρθρώνεται αυτός ο πυρετός/ δεν επανδρώνεται με άλλους η καρδιά μου. Το τραγούδι »Σάββατο βράδυ» ερμηνεύει ο Ανδρέας Καρακότας.
Ο Μάνος Χατζηδάκις βρήκε στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου το ερωτικό κλίμα της Θεσσαλονίκης που βίωσε ο ίδιος το 1945 όταν επισκέφτηκε την πόλη. Αυτά τα αισθήματα σημείωσε αντί άλλης εισαγωγής στα «Τραγούδια της αμαρτίας», τα μελοποιημένα τραγούδια του Θεσσαλονικιού ποιητή. Η Θεσσαλονίκη είχε τω καιρώ εκείνω, τρεις κοινωνικές τάξεις χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, τη μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσά τους που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης συνδέονταν η μια με την άλλη με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές αναζητήσεων συντρόφων. Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Κι έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατέλειωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη συνείδησή τους…». Στο τραγούδι οι «Τύψεις», ένα από τα ωραία εξομολογητικά ποιήματα, ο Χριστιανόπουλος μιλάει για τις «ανεπαίσθητες ραγισματιές», εντός του, τους δρόμους που πήρε, τα φώτα που πέσαν πάνω του ανελέητα, μα πιο πολύ για την όψη της μητέρας του όταν γυρίζει το βράδυ και τη βρίσκει «να προσμένει βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλομή». Το τραγούδι «Τύψεις» ερμηνεύει με συγκλονιστικό ύφος ο ίδιος ο συνθέτης Μάνος Χατζηδάκις. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στην ποίησή του και τα τραγούδια του διασώζει την ερωτική τοπογραφία της πόλης. Είναι βέβαια μια προσωπική περιδιάβαση του δικού του καημού, δρομολόγια ατομικής ερωτικής αναζήτησης, δεν παύει όμως να καταγράφει τους καθολικούς ερωτικούς τόπους της πόλης. Δυτικές συνοικίες, Σταυρούπολη, Παύλου Μελά, Βαρδάρι, Σέιχ Σου, Καραμπουρνάκι, Παραβαρδάρια, Λευκό Πύργο, Παραλία, πάρκα. Πιο πολύ όμως αναφέρεται στην Εγνατία, που στις μεταπολεμικές δεκαετίες «εσφυζε από νιάτα κι ομορφιά». Ένα από τα ερωτικά διαδρομικά, το τραγούδι «Βαρδάρι και Εγνατία» μελοποιημένο από τον ποιητή, το πρωτοτραγούδησε με την ιδιότυπη φωνή του στη μπουάτ «Ομορφη νύχτα», το Γενάρη του 1986, μαζί με τον Θωμά Κοροβίνη και τον Γιάννη Ζήκα, που τραγούδησαν τα δικά τους ερωτικά τραγούδια. Στη μορφή του CD το ερμηνεύει η Αριάδνη. Τη συνοδεύει στο πιάνο ο Γιάννης Σπυρόπουλος, που έκανε και την ενορχήστρωση της ομώνυμης συλλογής του «Βαρδάρι κι Εγνατία». (δεν είναι διαθέσιμο στο You Tube). Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία,/ Απάνω κάτω ώρες να γερνώ./ Βουτήχτηκε βαθιά στην αλητεία/ Και δε με σώζει όσο κι αν θρηνώ./ ………/ Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία / Και το κυνηγητό της ομορφιάς./ Δεν έχει τελειωμό αυτή η θητεία,/ Δεν έχει τελειωμό ο Γολγοθάς. Το μεγαλύτερο πάρκο της πόλης, το πάρκο της ΧΑΝΘ «είναι πολύ πιο ερωτικό, με την έννοια της ημεράδας και της ανθρώπινης κατάστασης», λέει ο Γιώργος Ιωάννου συγκρίνοντάς το με άλλα πάρκα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Αυτό βέβαια συνέβη τα τελευταία χρόνια, μετά τη μεταφορά του άθλιου ζωολογικού κήπου από το πάρκο στο Σέιχ Σού, την εγκατάσταση άπλετου φωτισμού και τη σύγχρονη περιποίησή του. Πριν όμως από τη δεκαετία του 1970 το πάρκο της ΧΑΝΘ ήταν σκοτεινό, βρώμικο από τα στενά κλουβιά των έγκλειστων και ταλαιπωρημένων ζώων, απεριποίητο και καταφύγιο κάθε είδους ατόμων του υπόκοσμου και του έρωτα.
Αυτήν την εικόνα του πάρκου στις δεκαετίες του 1950 και 1060 δίνει με το ποίημά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μελοποιημένο από τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Μα όταν πέσει η νύχτα, αλλάζουν όλα:/ Μούτρα επικίνδυνα κυκλοφορούν τώρα,/ Λογιώ λογιώ υποκείμενα πίσω από τα δέντρα,/ Κάθε παγκάκι κι ένας βιασμός. / Μονάχα πού και πού κάνα ζευγάρι / Τον έρωτά του ριψοκινδυνεύει / Μπροστά σε μάτια που αχόρταγα κοιτάνε. / Κι όλο το πάρκο γίνεται πρατήριο / Που βγάζει στο σφυρί την παρθενιά του. To τραγούδι «Το πάρκο» από το CD «Μικραίνει ο ο κόσμος», του Κουγιουμτζή ερμηνεύει ο Γιάννης Μπογδάνος.
Η ανατολική Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν τόπος ερωτικών προορισμών με ζευγάρια κάθε λογής. Τα ταβερνάκια της παραλιακής ζώνης, τα καλοκαίρια στο Καραμπουρνάκι, την πλαζ Ντωβίλ, δίπλα στο θερινό κινηματογράφο «Ντωβίλ», την Αρετσού και τη Νέα Κρήνη. Μεταπολεμικά κι ως τη δεκαετία του 1970 στο Καραμπουρνάκι και την Αρετσού βρίσκονταν τα νεανικά στέκια, αλλά και οι χώροι για ερωτικά ραντεβού στην απλωμένη ερημιά των στρατοπέδων και των ακτών, πριν ευτρεπιστεί και οικοδομηθεί η περιοχή. Από κει οι όμορφες μνήμες αλλά και πίκρες από ερωτικές απογοητεύσεις, όπως στο ομώνυμο τραγούδι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, σε μουσική του ίδιου του ποιητή. Την ενορχήστρωση έκανε ο Γιάννης Σπυρόπουλος που παίζει στο πιάνο και τραγουδάει η Αριάδνη Στο Μικρό Καραμπουρνάκι / Έχω ένα νταλγκαδάκι /……/ Το κοιτώ και κρυφολιώνω,/ Τίποτα δεν φανερώνω./ -Αχ, Μικρό Καραμπουρνάκι/ στάζεις πίκρα και φαρμάκι. Το τραγούδι «Μικρό Καραμπουρνάκι» ερμηνεύει στον δίσκο «Αιώνιο παράπονο» ο Παναγιώτης Καραδημήτρης. Ειδικά στο Καραμπουρνάκι υπήρχαν περίφημα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, κυρίως θερινά, όπως η «Καλαμίτσα» και το «Καλαμάκι» και ο «Μπαρμπαλιάς», απ’ όπου πέρασαν πολλοί καλοί συνθέτες του ρεμπέτικου και λαϊκοί τραγουδιστές όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπάμπης Μαρκάκης, ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα και άλλοι. Τα κέντρα αυτά, τα τελευταία χρόνια χάθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με άλλα. Ωστόσο κρατούν τη μνήμη και την ερωτική αίσθηση του χώρου, όπως καταγράφεται στο παρακάτω πεζό κείμενο του Χριστιανόπουλου εμπνευσμένο από την περίοδο της μετασεισμικής Θεσσαλονίκης. Με πήρε με τη νέα του μηχανή και πήγαμε βόλτα στο Καραμπουρνάκι. Σκοτάδι, εδώ και κει σταματημένα γιώτα-χι, απέναντι η σεισμόπληκτη Θεσσαλονίκη. Παντού αγκάθια. Προχωρήσαμε σε κάτι χαλασμένα τσιμέντα. Εδώ, πριν λίγα χρόνια ήταν το ξενυχτάδικο «Καλαμάκι». Ακόμη υπήρχαν η στραπατσαρισμένη πίστα και το πάλκο για τα όργανα. Εδώ είχαν παίξει ο Τσιτσάνης και ο Μάρκος, εδώ είχα δει από τα σύρματα τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει την «Παρανομία». Σκέφτηκα: Μόνο ο έρωτας ξέρει να εκμεταλλεύεται τα χαλάσματα. Και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που κάποτε είχαν ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης. trag-karampurnaki-001
Οι Δυτικές συνοικίες και ιδιαίτερα η Σταυρούπολη, στάθηκαν γόνιμος τόπος έμπνευσης για τριάντα περίπου ποιήματα του Χριστιανόπουλου που γράφτηκαν την περίοδο 1957-1967. Από αυτά μελοποίησε «Το λασπωμένο σου στενό» και το «Φωτογράφο», για τον οποίο δίνει πρόσθετες πληροφορίες για την έμπνευσή του. Ο «Φωτογράφος» είναι εμπνευσμένος από το μοναδικό φωτογραφείο της Σταυρούπολης, τη «Φρύνη», που είχε εξελιχτεί σε στρατιωτικό φωτογραφείο, απ’ όπου πέρασαν χιλιάδες φανταρίστικες ομορφιές. Το φωτογραφείο αυτό, μαζί με τον κινηματογράφο «Σταυρουπόλ» είναι τα δύο σημαντικότερα σύγχρονα μνημεία της Σταυρούπολης. Αφορμή για να γράψω αυτό το τραγούδι, υπήρξε η πληροφορία ότι ο ιδιοκτήτης του φωτογραφείου αυτού, όταν έβλεπε μερικούς φαντάρους να μην έχουν καθόλου λεφτά, τους λυπούνταν και τους έβγαζε φωτογραφίες τζάμπα…». trag-stratpmela Η περιοχή της Σταυρούπολης με το εγκαταλειμμένο σήμερα στρατόπεδο Παύλου Μελά συγκινούσε ιδιαίτερα τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τον «Φωτογράφο» τον έκανε τραγούδι και ο ποιητής, αλλά και ο συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής. Στη δεύτερη εκδοχή, του Κουγιουμτζή, στο CD «Μικραίνει ο κόσμος», τον ερμηνεύει ο Γιάννης Μπογδάνος. Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, σ’ αυτά εδώ τα μέρη ο φωτογράφος θα ‘πρεπε να ήτανε ξεφτέρι, να ‘ταν τεχνίτης, μερακλής, κι απ’ ομορφιά να ξέρει Σ ‘ αυτήν εδώ τη γειτονιά ας ήμουν φωτογράφος να υπηρετώ την ομορφιά με τέχνη και με πάθος. Νά ΄ρχονται ομορφοκόριτσα και λαϊκές παρέες να παίρνουν πόζες όμορφες, καμαρωτές κι ωραίες για εικοσιτετράωρες και εβδομαδιαίες. Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι οι κατ’ εξοχήν λογοτέχνες του μικρόκοσμου και της ηθογραφίας της Θεσσαλονίκης. Στο πεζογραφικό και ποιητικό έργο τους, αν και προσεγγίζουν την πόλη με προσωπική ματιά, αποτύπωσαν μια Θεσσαλονίκη ερωτική, παλλόμενη, ζωντανή, προβάλλουν τα τοπωνύμια και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν το ιδιαίτερο σώμα της, το μύθο της Θεσσαλονίκης.
Επίσκεψη στο ανάκτορο στο οποίο γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος στην Πέλλα. Στο κτήριο αυτό, τμήμα του οποίου είχε ανασκαφεί το 1957, όταν κανείς δεν γνώριζε ότι επρόκειτο για το ανάκτορο, μεγάλωσε ο βασιλιάς των Μακεδόνων ενώ στην παλαίστρα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το κτίσμα, ο διάδοχος αθλούνταν με τους γόνους της αριστοκρατίας και στην τεράστια κολυμβητική δεξαμενή γύμναζαν το σώμα τους. «Το ανάκτορο είχε δημόσιο χαρακτήρα και σε αυτό βρισκόταν η αίθουσα όπου γίνονταν τα συμπόσια, η αίθουσα του θρόνου, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση κατ αναλογία» εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πέλλας, Ελισάβετ Τσιγαρίδα. Η ίδια τονίζει ότι οι εργασίες στο χώρο βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη, με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, και σημειώνει ότι το σημείο θα μπορεί να είναι επισκέψιμο το καλοκαίρι του 2021, αν όλα εξελιχθούν ομαλά. Ο επισκέπτης θα βλέπει μπροστά του την κάτοψη του ανακτόρου, σε επίπεδο θεμελίωσης ενώ στόχος της Εφορείας Αρχαιοτήτων είναι η παρουσίαση μιας ψηφιακής ξενάγησης στο κέντρο υποδοχής επισκεπτών που αναμένεται να κατασκευαστεί με χρονικό ορίζοντα το 2023. Εκεί θα μπορεί κανείς να δει και την ψηφιακή αναπαράσταση όχι μόνο του ανακτόρου όπου γεννήθηκε ο Μακεδόνας βασιλιάς αλλά του κτιριακού συνόλου που αποτελούνταν από επτά τεράστια κτίρια, με εσωτερικές αυλές, διαδρόμους, κλιμακοστάσια και στοές που συνδέονταν μεταξύ τους. Το κτιριακό σύνολο των ανακτόρων φτάνει τα εβδομήντα στρέμματα «Η συνολική έκταση είναι γύρω στα 70 στρέμματα. Οι διαστάσεις αυτές μπορούν να γίνουν αντιληπτές αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Πέλλα ήταν τότε η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου. Το ανάκτορο ξεκίνησε πιο μικρό, αλλά επεκτάθηκε μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η περίοδος από το 320 ως το 250 π.Χ. ήταν μια εποχή τεράστιας ακμής για τη Μακεδονία, ενώ ήταν γνωστός και ο πλούτος του ανακτόρου. Δεν ξεχνάμε ότι σε όλο τον τρίτο και τον δεύτερο π.Χ. αιώνα, η Πέλλα ήταν το κέντρο του Μακεδονικού Βασιλείου, ένα από τα σπουδαιότερα κράτη της εποχής» σχολιάζει η κ. Τσιγαρίδα. Αυτοί, ήταν, άλλωστε και οι λόγοι για τους οποίους το ανάκτορο λεηλατήθηκε με μένος από τους Ρωμαίους που όταν ηττήθηκαν οι Μακεδόνες το 168 π.Χ. ήρθαν κατ ευθείαν στην Πέλλα. Όπως αναφέρει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων, «οι Ρωμαίοι δεν κατέστρεψαν την πόλη αλλά λεηλάτησαν το ανάκτορο, όπου βέβαια υπήρχαν και οι θησαυροί. Πήραν ακόμη και τον βασιλιά και την οικογένειά του ως σκλάβους στη Ρώμη, επιδεικνύοντας τον θρίαμβό τους. Η τύχη της βασιλικής οικογένειας ήταν πολύ σκληρή ενώ το ανάκτορο δεν χρησιμοποιήθηκε πια. Ωστόσο η πόλη συνέχισε να υπάρχει και κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων, καθώς από εκεί περνούσε και Εγνατία Οδός, ένας δρόμος που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση».
Στο μεταξύ, οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων βρίσκονται στα ίχνη της ακτογραμμής του λιμανιού της Πέλλας, όπου οι Μακεδόνες αποφάσισαν να μεταφέρουν την νέα πρωτεύουσά τους, φεύγοντας από τις Αιγές. Και μπορεί σήμερα να μην υπάρχει θάλασσα στην Πέλλα, όμως οι πηγές αναφέρουν τον παραθαλάσσιο χαρακτήρα της. Τα επόμενα χρόνια το τοπίο άλλαξε στην περιοχή και λόγω των προσχώσεων από τα ποτάμια που μετέφεραν φερτά υλικά, ο προστατευμένος κόλπος της Πέλλας μετατράπηκε σε λιμνοθάλασσα που αργότερα έγινε η λίμνη των Γιαννιτσών και τελικά αποξηράνθηκε. «Εργαστήκαμε δύο χρόνια και συγχρόνως κάνουμε σαν εφορεία επιφανειακή έρευνα. Οι αρχαιολόγοι περπατάμε όλη την έκταση για να δούμε πού έχουμε συγκέντρωση ευρημάτων, νησίδες και άλλες ενδείξεις που μας δίνουν στοιχεία. Είναι μια έρευνα που δεν στοιχίζει, ωστόσο μας εφοδιάζει με πολύτιμες λεπτομέρειες. Παράλληλα συνεργαζόμαστε με ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι με τον απαραίτητο εξοπλισμό προχωρούν στη γεωφυσική διασκόπηση» σχολιάζει η κ. Τσιγαρίδα. Με τη μέθοδο αυτή, όπως επισημαίνει, που έχει περιορισμένο κόστος σε σχέση με την ανασκαφή, τα μηχανήματα σκανάρουν το έδαφος και μπορούν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη θαμμένων αρχαιοτήτων και το σημείο στο οποίο βρίσκονται, χωρίς να είναι απαραίτητες οι απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων. Ήδη, οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει την ακτογραμμή του λιμανιού της Πέλλας και το νησάκι Φάκος που βρισκόταν απέναντί της και διέθετε τείχος. Πλέον προσπαθούν να αντιληφθούν τι γινόταν τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της πόλης στις αρχές του 5ου αιώνα και τα χρόνια στα οποία λειτουργούσε ως λιμάνι. Για τη συγκεκριμένη λειτουργία, η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων σημειώνει ότι μπορεί η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου να ξεκίνησε από το λιμάνι της Αμφίπολης, όμως στο λιμάνι της Πέλλας κατασκευάστηκαν πάρα πολλά από τα πλοία του Μακεδονικού στόλου. Εκεί γίνονταν επίσης δεκτές οι περισσότερες πρεσβείες ξένων που ερχόταν από άλλες περιοχές ενώ σημαντικός ήταν και ο ρόλος του λιμανιού στην εμπορική ζωή της πόλης και την ανάπτυξη της κεραμοποιίας για την οποία η Πέλλα έγινε πολύ διάσημη. Περισσότερα στοιχεία για την έκταση της παραθαλάσσιας Πέλλας, τον πολεοδομικό της ιστό, το τείχος και τα μνημεία της αναμένεται να προκύψουν από το ερευνητικό πρόγραμμα που αναμένεται να ξεκινήσει στις αρχές του 2021.
Στη νότια άκρη του μακεδονικού κάμπου, σκαρφαλωμένες στους πρόποδες των Πιερίων, βρίσκονται οι Αιγές (σύγχρονη Βεργίνα), «ο τόπος με τα πολλά κοπάδια», η πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού κράτους και έδρα των Τημενίδων βασιλέων. Οι Τημενίδες κυβέρνησαν από τα μέσα του 7ου έως τον 4ο αιώνα π.Χ. κι έδωσαν στην Ελλάδα δύο από τους πιο διάσημους ήρωες της, τον Φίλιππο Β' (382-336 π.Χ.) και το γιο του, τον Αλέξανδρο (356-323 π.Χ.). Τον χώρο αυτόν, επέλεξε ο βασιλιάς Περδίκκας Α' για πρωτεύουσά του. Εδώ βρισκόταν το ανάκτορο και το αρχαίο θέατρο. Με αφετηρία τις Αιγές οι επόμενοι βασιλείς, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, επεκτείνουν την επικράτειά τους στις περιοχές της Μυγδόνιας, της Βοττιαίας και της Πιερίας, περί τα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα. Περίπου στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρεται από τον βασιλιά Αρχέλαο στην Πέλλα. Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγές δεν έχασαν την πρώτη τους λάμψη και σπουδαιότητα. Οι Αιγές καθιερώνονται και σαν χώρος των βασιλικών τάφων κι ήταν ονομαστές στην αρχαιότητα για τον πλούτο των βασιλικών τάφων που υπήρχαν στην εκτεταμένη νεκρόπολη της πόλης. Γνωστός στους αρχαιολόγους ήδη από τον 19ο αιώνα, χάρη στη σύντομη αρχαιολογική έρευνα που έκανε στην περιοχή ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey, ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας έγινε παγκόσμια γνωστός μόνο μετά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της ανασκαφής στη Μεγάλη Τούμπα, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Μανώλη Ανδρόνικου. Η ταύτιση του χώρου με τις Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα και τη βασιλική νεκρόπολη της δυναστείας των Τημενιδών, προσδίδει στα ευρήματα μια ιδιαίτερη σημασία, επειδή σ’ αυτά αντανακλώνται στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων. Τα ευρήματα των τάφων εκτίθενται στο υπόγειο στέγαστρο που προστατεύει τα μνημεία και είναι ιδιαίτερα επιβλητικός για τον επισκέπτη, καθώς και σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Στη Μακεδονία υπήρχαν κατά την αρχαιότητα πολλές σημαντικές και ισχυρές πόλεις, όπως η Πέλλα, οι Αιγές, το Δίον, η Αιανή, η Αμφίπολη, η Θέρμη κ.ά. Οι πιο σπουδαίες από αυτές ήταν οι Αιγές και η Πέλλα, οι δύο πόλεις όπου είχαν την έδρα τους οι Μακεδόνες βασιλείς. Οι Αιγές ήταν η πρώτη πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες με το βασιλιά Περδίκκα Α', στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ο μύθος λέει, ότι σύμφωνα με ένα χρησμό του Μαντείου των Δελφών που δόθηκε στον Περδίκκα, η νέα πόλη θα έπρεπε να χτιστεί σε μέρος όπου θα υπήρχαν κοπάδια με γίδια: «...όπου θα δεις χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται, στα χώματα εκείνης της γης, θυσίασε στους τρισμακάριστους θεούς και χτίσε το άστυ μιας πόλης» (Διόδ. 17.16.1.1). Η λέξη Αιγές ίσως να προέρχεται από τη λέξη αίγα, που σημαίνει γίδα. Αυτό το πρώτο μακεδονικό αστικό κέντρο βρίσκεται στα νότια του Αλιάκμονα, στην καρδιά της περιοχής που για τον Ηρόδοτο ήταν η κοιτίδα των Μακεδόνων. Το ποτάμι προστάτευε σαν φυσικό οχυρό την πόλη από τους κινδύνους του βορά και συγχρόνως εξασφάλιζε την άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα που τότε βρισκόταν πολύ πιο κοντά, ενώ στο σημείο όπου βρισκόταν η πόλη, συναντιόταν ο κύριος οδικός άξονας που διέσχιζε τα Πιέρια και συνέδεε τη λεκάνη της Μακεδονίας με τη νότια Ελλάδα με τον δρόμο που, ξεκινώντας από τα λιμάνια της Πιερίας και παρακολουθώντας τις υπώρειες των βουνών, οδηγούσε στο βορά και στην ανατολή. Η αρχαία λοιπόν πόλη που υπάρχει στις βόρειες υπώρειες των Πιερίων, νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στον πλούσιο κάμπο της Μακεδονίας, ταυτίζεται με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας.
Ο χώρος κατοικούνταν, σύμφωνα με τις ενδείξεις, συνεχώς από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και η πρώτη εγκατάσταση έγινε στον κάμπο την τρίτη χιλιετία π.Χ. Στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ο οικισμός, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που επέβαλαν οι νέες συνθήκες, μετακινήθηκε προς τις υπώρειες του βουνού. Όπως δείχνει το αχανές νεκροταφείο με τους εκατοντάδες τύμβους που απλώνεται σε έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων εντυπωσιάζοντας τον επισκέπτη ακόμη και σήμερα, στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, (11ος-7ος αιώνας π.Χ.) είχε ήδη αναπτυχθεί εδώ ένα εξαιρετικά σημαντικό, πλούσιο και πολυάνθρωπο κέντρο. Κομψά γεωμετρικά αγγεία τεκμηριώνουν τις επαφές με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, ενώ τα πλούσια, κυρίως χάλκινα κοσμήματα, προϊόντα της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης τοπικής μεταλλοτεχνίας, που ξεχωρίζουν όχι μόνον για τον πλούτο, αλλά και για την ποιότητά τους, υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο και τη σημασία του συγκεκριμένου χώρου από τα πρώιμα αυτά χρόνια. Οικισμοί και νεκροταφεία διάσπαρτα στον κάμπο και κυρίως στους λόφους επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή και μαρτυρούν την πυκνή κατοίκηση και χρήση της περιοχής, που θα συνεχιστεί και στους αμέσως επόμενους αιώνες.
Η εποχή όμως της μεγάλης ακμής και του πλούτου της πόλης ήταν τα αρχαϊκά (7ος-6ος αιώνας π.Χ.) και τα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνας π.Χ.), οπότε αποτελούσε το πιο σημαντικό αστικό κέντρο της περιοχής, έδρα των Μακεδόνων βασιλέων, πρωτεύουσα ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής και τόπο όπου συγκεντρώνονταν τα πιο σημαντικά πατροπαράδοτα τεμένη. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ο Περδίκκας Α', απόγονος του μυθικού βασιλιά του Άργους Τήμενου (θεωρείται απόγονος του Ηρακλή), καταφέρνει να αναρριχηθεί στον μακεδονικό θρόνο. Με τους Τημενίδες στην εξουσία οι Μακεδόνες θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους και θα γίνουν κύριοι της πλούσιας χώρας που θα πάρει από αυτούς το όνομά της. Οι Αιγές, η έδρα των βασιλέων, η πόλη που η μοίρα της συνδέεται άρρηκτα με την τύχη της δυναστείας, όντας το κέντρο ενός από τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής, γνωρίζουν τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. περίοδο μεγάλης ακμής και πλούτου που ανιχνεύεται κυρίως μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα της νεκρόπολης. Την εποχή αυτή, οι Αιγές είναι πραγματικά η πρώτη πόλη της Μακεδονίας, αφού εδώ χτυπά η καρδιά της εξουσίας, και η ζωή αγγίζει πρωτοφανή επίπεδα εκζήτησης και πολυτέλειας.
Για τις ανάγκες του στρατού, για το ανάκτορο και τα νοικοκυριά των εκλεκτών, για τις κυρίες της αυλής οι ντόπιοι μεταλλουργοί και χρυσοχόοι παράγουν όπλα, πολύτιμα μετάλλινα σκεύη και κοσμήματα που συχνά είναι μικρά κομψοτεχνήματα, ενώ έμποροι και προϊόντα φτάνουν απ’ όλες τις γωνίες του κόσμου. Στα χρόνια του βασιλιά Αρχέλαου (413-399 π.Χ.), η αυλή των Αιγών θα γίνει κέντρο παραγωγής πολιτισμού, αφού θα την λαμπρύνουν με την παρουσία τους μερικοί από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και διανοητές της εποχής, ανάμεσά τους ο μεγάλος ζωγράφος Ζεύξις, οι ποιητές Χοιρίλος, Τιμόθεος και Αγάθων και ο ίδιος ο Ευριπίδης, που θα γράψει και θα παρουσιάσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του. Την ίδια περίοδο, οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην μετατόπιση του διοικητικού κέντρου στην Πέλλα, που τότε ήταν ένας ασήμαντος παραθαλάσσιος οικισμός. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα, από τον Αρχέλαο στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η πόλη των Αιγών δεν έχασε τη σημασία της, αλλά παραμένει το πατροπαράδοτο κέντρο των Μακεδόνων, η πόλη όπου τελούνται οι κρίσιμες ιεροτελεστίες και γιορτάζονται οι μεγάλες γιορτές και ο τόπος όπου θάβονται οι βασιλιάδες.
Στα χρόνια του Φίλιππου Β' (359-336 π.Χ.) η παλιά πρωτεύουσα γνωρίζει και πάλι μεγάλη ακμή που ανιχνεύεται παντού και συνοδεύεται από έντονη οικοδομική δραστηριότητα, που συνεχίζεται και ολοκληρώνεται πριν από το τέλος του αιώνα. Το καλοκαίρι του 336 π.Χ., ο Φίλιππος γιορτάζει τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας. Άοπλος, λευκοντυμένος, μ’ ένα στεφάνι στο κεφάλι εισέρχεται στο θέατρο των Αιγών, όπου δολοφονείται. Χτυπημένος από μαχαίρι πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια των θεατών βάφοντας με το αίμα του το χώμα της ορχήστρας. Μάρτυρας στη σκηνή και τιμωρός του δολοφόνου και των συνεργατών του, ήταν ο γιος του και διάδοχος του μακεδονικού θρόνου, ο νεαρός Αλέξανδρος. Ο στρατός, από την επόμενη κιόλας στιγμή, ανακηρύσσει τον εικοσάχρονο Αλέξανδρο βασιλιά της Μακεδονίας και από εδώ ξεκινάει την πορεία του που άλλαξε την ιστορία και τον οδήγησε στο θρύλο.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι Αιγές σιγά-σιγά παρακμάζουν. Στην εποχή των Διαδόχων, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται και η Πέλλα είναι πια το αδιαφιλονίκητο κέντρο. Χωρίς να έχουν καίρια θέση στον γεωπολιτικό χάρτη του ελληνιστικού κόσμου, οι Αιγές περνούν στο περιθώριο. Μετά την ήττα του Περσέα, του τελευταίου μακεδόνα βασιλιά και την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η παλιά βασιλική πόλη καταστρέφεται. Τα τείχη, τα λαμπρά ανάκτορα, που είχε χτίσει ο Φίλιππος ο Β', το θέατρο και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια καίγονται και γκρεμίζονται. Παρά την κατάλυση της παλιάς ιεραρχίας, η ζωή συνεχίζεται. Οι κάτοικοι προσπαθούν να επισκευάσουν μερικά τεμένη και χτίζουν σπίτια στα ερείπια του τείχους και των παλιών δημόσιων κτιρίων, χρησιμοποιώντας συχνά σαν δομικό υλικό τα μέλη τους. Αλλά το παλάτι, κέντρο και σύμβολο κάποτε της εξουσίας των Μακεδόνων βασιλέων και το γειτονικό του θέατρο θα απομείνουν ερείπια για πάντα. Στην υποταγμένη από τους Ρωμαίους Μακεδονία, η παλιά πρωτεύουσα μαράζωσε. Αντίθετα με την Πέλλα, που φιλοξένησε κοντά στα ερείπιά της τη νέα ρωμαϊκή αποικία, οι Αιγές, ίσως επειδή ήταν στενά δεμένες με την ένδοξη παράδοση, αφέθηκαν στην τύχη τους.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ., ύστερα από μια ξαφνική καταστροφή οι κάτοικοι μετακινούνται στον κάμπο στα ΒΑ της νεκρόπολης, σε έναν άλλο οικισμό, που μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπως δείχνει η παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο, που χτίστηκε εδώ τον 5ο αιώνα μ.Χ. Πάνω στα ερείπια των λαμπρών δημόσιων οικοδομημάτων χτίστηκαν εργαστήρια που διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ μία επιγραφική μαρτυρία για την ύπαρξη Σεβαστείου (ναού των ρωμαίων αυτοκρατόρων) στις Αιγές αποτελεί τη μόνη μνεία για την ύπαρξή της ως κώμης στον 3ο αιώνα μ.Χ. Η πόλη και το όνομα των Αιγών έπαψε πια να υπάρχει. Το λίκνο των Τημενιδών παραδόθηκε στη λήθη των αιώνων και απόμεινε μόνον η ανάμνηση του παλατιού των Μακεδόνων βασιλιάδων να στοιχειώνει στο μεσαιωνικό όνομα ενός μικρού χωριού, τα «Παλατίτζια», που ζει ως τις μέρες μας και η Μεγάλη Τούμπα στην άκρη του κάμπου να φυλάγει στα σπλάχνα της το ακριβό μυστικό της. Για πολλούς αιώνες, μέχρι το 1977, κανείς δεν γνώριζε το πού βρισκόταν η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, οι αρχαίες Αιγές.
Η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια στον μεγάλο αρχαιολογικό χώρο της περιοχής έγινε το 1861 με τον Γάλλο αρχαιολόγο Léon Heuzey, ο οποίος εντόπισε για πρώτη φορά, το 1856, τον αρχαιολογικό χώρο, χωρίς όμως να τον συσχετίσει με τις αρχαίες Αιγές. Πολύ αργότερα, το 1937, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποφάσισε, με πρόταση του τότε καθηγητή Αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίου, να αναλάβει τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στη Βεργίνα, που σταμάτησε όμως και πάλι το 1940, λόγω της επίθεσης της Ιταλίας στην Ελλάδα. Ο Ρωμαίος, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, θα επανέλθει στο Ανάκτορο το 1954 και θα συνεχίσει τις ανασκαφικές του έρευνες ως το 1956, σε συνεργασία με τον τότε έφορο Αρχαιοτήτων Χ. Μακαρόνα, ενώ από το 1959 τη σκυτάλη ανέλαβαν οι διάδοχοί του στο Πανεπιστήμιο καθηγητές Γ. Μπακαλάκης και Μανώλης Ανδρόνικος. Το 1961, το εκκλησάκι - φρουρός που προστάτευε τον χώρο, διαλύθηκε για να προχωρήσουν εκεί οι ανασκαφές, ενώ στο μεταξύ η περιοχή είχε γίνει νταμάρι και «έχτισε» με τις πέτρες της τα γύρω χωριά, με τελευταίο από όλα, στη δεκαετία του 1920, την ίδια τη Βεργίνα. Από το 1972 την ανασκαφική έρευνα αναλαμβάνει πια ο καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος που στη δεκαετία του ’50 και ’60 ανάσκαψε το νεκροταφείο των τύμβων και συνεχίζει σήμερα η Αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδου με την ομάδα της. Παράλληλα, ανασκάφηκε το ανάκτορο από το Αρχαιολογικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τμήμα της νεκρόπολης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 1969 ανακαλύφθηκε ο τάφος του αγρού Μπλούκα. Οι ανασκαφές κορυφώθηκαν με την έρευνα της Μεγάλης Τούμπας από τον Μανώλη Ανδρόνικο, που έφερε στο φως τους βασιλικούς τάφους (1976-1980), ανάμεσα στους οποίους σημαντικότερος ήταν ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β' (359-336 π.Χ.) και του εγγονού του Αλέξανδρου Δ', μία ανακάλυψη που θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά γεγονότα του αιώνα μας.
Από τότε οι ανασκαφές συνεχίζονται ως τις μέρες μας, ιδιαίτερα στην περιοχή όπου βρίσκεται το ανάκτορο και στα υψώματα γύρω απ’ αυτό κι έχουν αποκαλύψει σειρά σημαντικών μνημείων. Το 1978 ο τάφος του Πρίγκιπα, το 1982 το θέατρο, το ιερό της Εύκλειας, ο τάφος στα Παλατίτσια, ο τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, το 1987 ο τάφος της Ευρυδίκης μητέρας του Φιλίππου, το 1990 το Μητρώον Α. Πρόσφατες εργασίες στο χώρο συνέχισαν να αποκαλύπτουν ένα αναπάντεχο πλήθος αντικειμένων. Ανάμεσά τους υπέροχα περίτεχνα χρυσά κοσμήματα, ασημικά και κεραμικά, έργα γλυπτικής, ψηφιδωτά δάπεδα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Οι πιο πρόσφατες ανασκαφές επικεντρώθηκαν στους τάφους των γυναικών της βασιλικής αυλής και ένα μεγάλο τμήμα της έκθεσης καταδεικνύει το σημαντικό ρόλο τους. Κοσμήματα, ενδύματα κι αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν για την περιποίηση, καθώς και ιερά αντικείμενα, όπως πήλινες κεφαλές θεοτήτων και δαιμόνων, υπογραμμίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο αυτών των ισχυρών γυναικών: βασίλισσες, πριγκίπισσες και υψηλόβαθμες ιέρειες προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα εικόνα του γυναικείου κόσμου στο παλάτι των Αιγών από περίπου το 1000 π.Χ. μέχρι το 300 π.Χ. Η τελευταία, βασίλισσα και ιέρεια, βρέθηκε σε ασύλητο τάφο, στολισμένο με κτερίσματα και έφερε, από το κεφάλι μέχρι τα νύχια των ποδιών της, εντυπωσιακά χρυσά κοσμήματα που ήταν ραμμένα στα ρούχα της. Πρώτος ο Άγγλος ιστορικός Νίκολας Χάμοντ, το 1968, διατύπωσε τη θεωρία ότι οι αρχαίες Αιγές βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο κοντά στη Βεργίνα. Ο Μανώλης Ανδρόνικος με την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου, το 1977, απέδειξε ότι αυτή η άποψη ήταν σωστή. Τα πολύτιμα ευρήματα που βρέθηκαν στον τάφο του Φιλίππου, η ζωγραφική του διακόσμηση με θέματα όπως το κυνήγι του λιονταριού, που σχετίζονται με τη βασιλική οικογένεια, αλλά και η ανακάλυψη του θεάτρου των Αιγών, όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ήταν στοιχεία που έδειχναν ότι ο νεκρός ήταν ο Φίλιππος Β' και ότι εδώ βρισκόταν η ιερή πόλη των Μακεδόνων, οι Αιγές.
Το κέντρο των Αιγών με το ανάκτορο και τα τεμένη καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 800 στρ. κι αναπτύσσεται σε επτά άνδηρα, στην πλαγιά, στα νότια του νεκροταφείου των τύμβων. Η διαφοροποίηση των αξόνων των οικοδομικών συγκροτημάτων, που έχουν αποκαλυφθεί, δείχνει ότι στις Αιγές, όπως και στην Αθήνα, αλλά και σε όλες τις παλιές πόλεις, δεν υπήρχε ορθολογικά οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα με κανονικά οικοδομικά τετράγωνα και κάθετους οδικούς άξονες. Στο δυτικό τμήμα της πόλης, σε ψηλό, περίοπτο σημείο ήταν χτισμένο το ανάκτορο, ορατό από παντού, που δέσποζε απόλυτα στην εικόνα της. Δίπλα του, στην πλαγιά που κατηφορίζει μαλακά προς το βορρά, βρίσκονταν το θέατρο και τα πιο σημαντικά τεμένη, μαζί με τα υπόλοιπα δημόσια κτίρια της πόλης. Η πόλη των Αιγών προστατευόταν από τείχος, αλλά μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατοικούσε έξω από το τειχισμένο κέντρο, σε πολλούς μικρούς συνοικισμούς, που ξεκινούν δίπλα από τα τείχη και απλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή, διάσπαρτοι στους χαμηλούς λόφους, αλλά και στον κάμπο, σημαδεύοντας με την παρουσία τους την πορεία των αρχαίων δρόμων. Ακολουθώντας το αρχαιότροπο μοντέλο οργάνωσης του χώρου, που εκφράζει μια κοινωνία στηριγμένη στην αριστοκρατική δομή των γενών, με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία, οι Αιγές αναδύονται από την αχλή της προϊστορίας σαν μια πόλη «κατά κώμας», ένα «ανοιχτό» πολεοδομικό μόρφωμα με μικρούς και μεγαλύτερους συνοικισμούς, διάσπαρτους γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, που εξελίσσεται οργανικά, χωρίς αυστηρά προκαθορισμένο σχέδιο και συγκροτείται στο χώρο με άξονα τη βασιλική παρουσία και εξουσία, τη σχέση με το θείο και την ανάγκη επιβολής και άμυνας, δηλαδή το ανάκτορο, τα τεμένη και την οχυρή ακρόπολη.
Στα πλαίσια ενός μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, που υλοποιείται στα τέλη της βασιλείας του Φιλίππου Β', χτίζεται το νέο μεγαλοπρεπές ανάκτορο των Αιγών, το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του και διαμορφώνεται το γειτονικό τέμενος της Εύκλειας με τα βασιλικά αναθήματα. Τα κτίσματα αυτά, στα οποία χρησιμοποιήθηκε ο ακριβός πωρόλιθος, ακολουθούν αυστηρά τον ίδιο άξονα, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται σοβαρά κατασκευαστικά προβλήματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του θεάτρου. Είναι προφανές ότι πίσω από τις κατασκευές αυτές υπάρχει ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός που εμπνέεται από μια σαφή ιδεολογική τοποθέτηση: το κέντρο της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, που συνενώνεται στο πρόσωπο του βασιλιά, συνδυάζεται με το θέατρο, το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού. Συνεχίζοντας ό,τι ξεκίνησε ο Αρχέλαος, ο Φίλιππος Β' γίνεται βασιλιάς μαικήνας και εγκαινιάζει μια παράδοση που θα σφραγίσει την εικόνα των βασιλικών πόλεων της ελληνιστικής εποχής, της Περγάμου, της Αντιόχειας, της Σελεύκειας και θα φτάσει στο αποκορύφωμά της στην Αλεξάνδρεια με την ίδρυση της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου, του πρώτου Πανεπιστημίου που γνώρισε ο κόσμος.
Στον κάμπο, στα βόρεια της πόλης, απλώνεται η αχανής νεκρόπολη των Αιγών, ο τόπος όπου θάβονταν οι Μακεδόνες βασιλιάδες. Με κέντρο το νεκροταφείο των τύμβων της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (11ος-7ος αιώνας π.Χ.) η νεκρόπολη επεκτάθηκε προς τα νότια, στα αρχαϊκά χρόνια (6ος-5ος αιώνας π.Χ., προς τα δυτικά, στα κλασικά (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) και προς τα ανατολικά, στα ελληνιστικά (3ος-1ος αιώνας π.Χ.).
Επίκεντρο της ανασκαφικής έρευνας η νεκρόπολη έχει δώσει πλούσια ευρήματα που τεκμηριώνουν όχι μόνον τις μεταθανάτιες πεποιθήσεις, αλλά αυτόν καθαυτό τον πολιτισμό των Μακεδόνων, του ακριτικού ελληνικού φύλου που μένοντας έξω από τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις του νότου διατήρησε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια δομές, ήθη και παραδόσεις που ανακαλούν τον κόσμο του ομηρικού έπους.
Ανάμεσα στα ανασκαμμένα τμήματα της νεκρόπολης ξεχωρίζουν οι τρεις βασιλικές ταφικές συστάδες, η συστάδα του Φιλίππου Β', στα δυτικά (Μουσείο βασιλικών τάφων των Αιγών), η συστάδα του Δημαρχείου, στα νότια και η συστάδα των βασιλισσών, με τον τάφο της Ευρυδίκης και τον ιωνικό τάφο, τον λεγόμενο «τάφο του Ρωμαίου», από το όνομα του ανασκαφέα, δίπλα στη ΒΔ πύλη της πόλης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ταφική συστάδα Heuzey-Μπέλλα στα ανατολικά, όπου αποκαλύφθηκαν 4 μνημειακοί μακεδονικοί και 3 κιβωτιόσχημοι τάφοι της ελληνιστικής εποχής.
Τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας συγκροτούν δύο διακριτές περιοχές: η περιοχή της αρχαίας πόλης προς τις παρυφές των Πιερίων, και το σπουδαίο κοιμητήριο προς την πεδιάδα και μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό. Στο χώρο που εκτείνεται από το ανάκτορο και το θέατρο μέχρι τον «τάφο του Ρωμαίου» τοποθετείται η πόλη των Αιγών (ίσως και ο οικισμός των προϊστορικών χρόνων να εκτεινόταν στον ίδιο χώρο), που περιβαλλόταν από τείχος με ακρόπολη στους βόρειους και ανατολικούς πρόποδες των Πιερίων. Τα κτιριακά συγκροτήματα που έχουν ανασκαφεί (ιερό της Εύκλειας, ιερό της Μητέρας των Θεών, ναόσχημο οικοδόμημα, αναθηματικά βάθρα, στωικό οικοδόμημα και κτίριο μνημειακών διαστάσεων δημόσιου ίσως χαρακτήρα) ανήκουν στο β’ μισό του 4ου αιώνα με ζωή ως το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών (Βεργίνας) είναι:
Στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης, σε ένα υπερυψωμένο άνδηρο που δεσπόζει στο χώρο και σημαδεύεται από μια αιωνόβια βελανιδιά, σώζονται τα εντυπωσιακά ερείπια του ανακτόρου, που σφραγίζουν με την επιβλητική παρουσία τους, ακόμη και σήμερα, την εικόνα των ερειπίων της πόλης. Ήταν το ενδιαίτημα που φιλοξένησε, σε όλη τη διάρκεια της ανεξαρτησίας του Μακεδονικού βασιλείου, μέλη των δύο δυναστειών που χειρίστηκαν τις τύχες του, των Τημενιδών και των Αντιγονιδών, όταν επέστρεφαν στην παλιά πρωτεύουσά τους για επίσημες τελετές. Μορφολογικά, επαναλαμβάνει σε μεγάλη κλίμακα την κάτοψη της αρχαιοελληνικής οικίας, με εσωτερική περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω της. Το ανάκτορο είχε μήκος 78 μ. και ύψος 13,60 μ. και απλωνόταν σε έκταση 15 στρ. περίπου (χώρο μεγαλύτερο από αυτόν της σημερινής Βουλής), με δυνατότητα φιλοξενίας και στέγασης 4.000 ατόμων και συμποσίων με 500 καλεσμένους. Αρχιτέκτονας και κατασκευαστής του εικάζεται ότι ήταν ο περίφημος Πύθεος, που σχεδίασε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (355–350 π.Χ.), ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, καθώς και το ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μ. Ασίας. Το σημαντικό αυτό μνημείο, που χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελούσε βασικό πόλο του οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β'. Θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς με πρόφαση τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Αλέξανδρο γιόρτασε εδώ την παντοδυναμία του.
Για τη δόμησή του απαίτησε τη μεταφορά 13.000 κυβικών μέτρων πωρόλιθου, που φορτώθηκαν σε βοϊδάμαξες από τα λατομεία του γειτονικού Βερμίου, 12 χλμ. μακριά από τις Αιγές. Μονάχα αυτοί οι πωρόλιθοι σε σημερινές τιμές, θα κόστιζαν περίπου 26 εκατομμύρια ευρώ! Χώρια τα άλλα δομικά και διακοσμητικά υλικά. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του ανακτόρου καλύπτονταν από γαλάζια έως και κόκκινα λεπτότατα κονιάματα που έλαμπαν και θάμπωναν τις προσωπικότητες που έφταναν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας. Το ανάκτορο οργανώνεται γύρω από μια μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει τέμενος (Θόλο) αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο. Με έκταση περίπου 9.250 τ.μ. στο ισόγειο, το κτίριο, μεγάλο τμήμα του οποίου ήταν διώροφο, είναι μεγαλύτερο από τα ελληνιστικά ανάκτορα της Δημητριάδος και του Περγάμου, ενώ σώζεται πολύ καλύτερα και η μορφή του είναι πολύ πιο σαφής και ευανάγνωστη από «τα βασίλεια» της Πέλλας, που γνώρισαν πολλές επεκτάσεις και τροποποιήσεις. Ενταγμένο στην ίδια οικοδομική ενότητα με το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του, το μεγάλο ορθογώνιο κτίριο είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με τους γεωγραφικούς άξονες. Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού.
Η πρόσβαση στο Ανάκτορο γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου υψωνόταν με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή ένα πραγματικά μοναδικό μνημειακό πρόπυλο, στο κέντρο μιας εντυπωσιακής δωρικής κιονοστοιχίας. Σώζονται μάλιστα ακόμα στη θέση τους τα μαρμάρινα κατώφλια της τριπλής αυτής βασιλικής εισόδου, ενώ τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, που μιμούνται παραθυρόφυλλα και τα χαριτωμένα ιωνικά κιονόκρανα, που βρέθηκαν πεσμένα εδώ, θα πρέπει να προέρχονται από την πρόσοψη του ορόφου. Ο συνδυασμός των ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, που τον βρίσκουμε ήδη στον Παρθενώνα, θα γίνει κυρίαρχη τάση για τη μακεδονική αρχιτεκτονική.
Περνώντας το πρόπυλο φτάνει κανείς στην αυλή που παραδοσιακά αποτελούσε το κέντρο, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν οι χώροι και οι λειτουργίες κάθε σπιτιού. Όπως η πρόσοψη έτσι και η αυλή, που είναι ακριβώς τετράγωνη, αποκτά εδώ μια απολύτως κανονική μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, που σε κάθε πλευρά του υπάρχουν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονται από τη χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο. Κατασκευασμένα από πωρόλιθο, τα αρχιτεκτονικά μέλη καλύπτονταν από λεπτότατα κονιάματα που θα πρέπει να τα φανταστούμε να λάμπουν στο λευκό του μαρμάρου και να ποικίλλονται με ζωηρό γαλάζιο και κόκκινο. Η αυλή που χωράει άνετα καθιστούς πάνω από 2.000 ανθρώπους λειτουργούσε όχι μόνον σαν πνεύμονας του σπιτιού, αλλά κυρίως σαν χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του Μακεδονικού Βασιλείου.
Στην ανατολική πτέρυγα των ανακτόρων, μετά την είσοδο, υπήρχε μια μεγάλη κυκλική, εγγεγραμμένη σε τετράγωνο, αίθουσα, που ο Πλάτωνας ονομάζει Θόλο (Απολογία, 36D). Στο εσωτερικό της βρέθηκαν πολύτιμες αναθηματικές επιγραφές με τη φράση «Ηρακλήι Πατρώιοι», δηλαδή στον Πατέρα Ηρακλή, το μυθικό γενάρχη που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν σαν πρόγονό τους, μαζί με τη βάση μιας κατασκευής που θα μπορούσε να είναι βωμός ή βάθρο. Οι χώροι στην περιοχή φαίνονται στο σύνολο τους να έχουν «ιερό» χαρακτήρα, εξυπηρετώντας τις αυξημένες λατρευτικές ανάγκες του βασιλιά που ήταν συγχρόνως κι αρχιερέας.
Στη νότια πτέρυγα του ανακτόρου ήταν ο καθεαυτό οίκος του ανακτόρου με αίθουσες συμποσίων που τις κοσμούσαν ψηφιδωτά δάπεδα. Ξεχωρίζει το επιβλητικό σύνολο 5 συνεχόμενων χώρων, που αποτελούσαν το «βασιλικό ενδιαίτημα». Από αυτούς, οι 3 σχηματίζουν κλειστό σύνολο, όπου το κεντρικό δωμάτιο οδηγεί στους δύο ανδρώνες, χώρους κατάλληλους για συμπόσια. Το δωμάτιο αυτό δίνει και την εντύπωση προθαλάμου, καθώς ανοίγεται προς την αυλή μ’ ένα ιδιαίτερα μνημειακό πολύθυρο με 3 ιωνικούς αμφικίονες. Τα δωμάτια του «οίκου» κοσμούσα εξαίσια ψηφιδωτά, ιδιαίτερα εντυπωσιακά, με συνολική έκταση δύο στρεμμάτων. Ένα από τα οποία σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση και είναι φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, αλλά και κίτρινα και κόκκινα βότσαλα. Το ψηφιδωτό αυτό θυμίζει χαλί μ’ ένα εντυπωσιακό λουλούδι να ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και λουλούδια που εγγράφονται σ’ έναν κύκλο. Μάλιστα, ο πολλαπλός μαίανδρος και ο σπειρομαίανδρος που στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου, μοιάζουν πολύ με αυτούς που βρίσκουμε πάνω στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β', που εκτίθεται στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων. Στις γωνίες του ψηφιδωτού φυτρώνουν 4 ξανθές νεράιδες, μισές γυναίκες-μισά λουλούδια, που φέρουν στο κεφάλι κάλαθο, ποικίλλοντας με μια ευχάριστη νότα ζωντάνιας και χάρης το σύνολο που παρά τη φαινομενική πολυπλοκότητά του υποτάσσεται στην καθαρή γεωμετρία της αυστηρής συμμετρίας. Το ψηφιδωτό είναι φτιαγμένο με βότσαλα μαύρα, λευκά, γκρι, κόκκινα και κίτρινα, πολλών αποχρώσεων. Το δάπεδο περιβάλλεται από ένα στενό ψηφιδωτό πλαίσιο, ένα πλατύ σκαλοπάτι, ελαφρά υπερυψωμένο, επάνω στο οποίο τοποθετούνταν πιθανότατα οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Ανάλογες κατασκευές υπήρχαν και στα υπόλοιπα δωμάτια του ανακτόρου και βεβαιώνουν ότι όλοι χρησιμοποιούνταν σαν χώροι συμποσίων.
Στη μία από τις δύο μεγάλες επίσημες αίθουσες αίθουσες βασιλικών ακροάσεων και συμποσίων, θέμα του ψηφιδωτού στο δάπεδο αποτελεί μια θάλασσα από σκούρα μπλε βότσαλα, που στη μέση της καλπάζει ένας ταύρος, ο οποίος έχει στην πλάτη του την Ευρώπη. Είναι η αρπαγή της Ευρώπης, της πριγκίπισσας της Φοινίκης από τον ταύρο-Δία, που την φέρνει στην Κρήτη και η ήπειρος παίρνει από αυτήν το όνομά της.
Το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου καταλαμβάνουν 3 ίσοι τετράγωνοι σχεδόν χώροι που ανοίγουν προς τη στοά. Οι τεράστιες αυτές αίθουσες είναι πιο λιτές, αλλά εξίσου εντυπωσιακές και το δάπεδό τους καλυπτόταν από επιμελημένο μαρμαροθέτημα, που υπογραμμίζουν και εδώ τη μεγάλη φροντίδα όλων των χώρων του Ανακτόρου, που υπολογίζεται πως συνολικά άφηνε χώρο για 278 κλίνες. Ο Φίλιππος δηλαδή μπορούσε να παραθέσει συμπόσιο σε πάνω από 500 καλεσμένους συγχρόνως, αριθμός πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα. Σε κάθε δωμάτιο το μαρμαροθέτημα περιβάλλεται από ένα στενό ψηφιδωτό πλαίσιο, ένα πλατύ σκαλοπάτι, ελαφρά υπερυψωμένο, επάνω στο οποίο τοποθετούνταν πιθανότατα οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια. Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος στέγασης αυτών των πολύ μεγάλων σε διαστάσεις αιθουσών χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Το στοιχείο αυτό φανερώνει τις υψηλού επιπέδου γνώσεις και τη μεγάλη τεχνική πείρα των κατασκευαστών του ανακτόρου. Αίθουσες συμποσίων, ανδρώνες, με δάπεδα στρωμένα με ψηφιδωτά από βότσαλα υπήρχαν στην ανατολική και βόρεια πλευρά του Παλατιού, όπου δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη και σε ολόκληρη την περιοχή, που αποτελεί άλλη μία θαυμαστή καινοτομία του Ανακτόρου των Αιγών.
Η καταστραμμένη σήμερα βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου της Βεργίνας αποτελείτο από σειρά τετράγωνων αιθουσών, μπροστά από τις οποίες διαμορφωνόταν πάνω στην κατωφέρεια του λόφου μια στενόμακρη ανοικτή βεράντα με χαμηλό προστατευτικό θωράκιο. Η κατασκευή αυτού του χώρου προσθέτει στο παραδοσιακό σχέδιο της κλειστής αρχαιοελληνικής οικίας ένα νέο στοιχείο που την ανοίγει προς τα έξω. Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα πρότυπο που θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Η ευρύχωρη βεράντα πρόσφερε στους ενοίκους του κτιρίου μια πανοραμική θέα στην πόλη και σε όλη την περιοχή του κάτω Αλιάκμονα, που αποτελεί μία ακόμη καινοτομία του ανακτόρου των Αιγών. Μπορούσε κανείς να θαυμάσει τη μεγάλη πεδιάδα με την Πέλλα στα βόρεια και την πόλη της Βέροιας στα δυτικά. Στον όροφο που υπήρχε στην ανατολική και στη δυτική πλευρά βρίσκονταν τα διαμερίσματα των γυναικών και οι κοιτώνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής ήταν η κορινθιακού τύπου κεράμωση των στεγών.
Συγχωνεύοντας με τρόπο εξαιρετικά εφευρετικό στοιχεία δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ανακτόρου των Αιγών καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κτίριο μοναδικό, λιτό και λειτουργικό και συγχρόνως απόλυτα μνημειακό και επιβλητικό, δίνοντας πραγματική μορφή και υπόσταση στην ιδέα του δεσπόζοντος κέντρου από όπου εκπορεύεται κάθε εξουσία. Έτσι η κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων, το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας που ξέρουμε, όντας η έδρα της πολιτικής εξουσίας και το κέντρο της πνευματικής δημιουργίας, γίνεται ένα αληθινό μνημείο μεγαλοπρέπειας, λειτουργικότητας και μαθηματικής καθαρότητας, που μέσα από την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του υλοποιεί το πρότυπο της ιδανικής κατοικίας και αποτελεί το αρχέτυπο του οικοδομήματος με περιστύλιο που θα σφραγίσει την αρχιτεκτονική της ελληνιστικής εποχής και θα επαναληφθεί χιλιάδες φορές σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο, χωρίς όμως καμιά από τις επαναλήψεις να φτάσει τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτοτύπου.
Στα χρόνια των Αντιγονιδών, τον 3ο αιώνα π.Χ. μια νέα πτέρυγα με περίστυλη αυλή χτίστηκε στα δυτικά του ανακτόρου για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των ενοίκων. Δυστυχώς, όμως, μετά την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έπειτα από τη δραματική μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.), ο μακεδονικός στρατός διαλύθηκε κι οι κατακτητές έκαψαν, κατέστρεψαν και γκρέμισαν μαζί με την πόλη των Αιγών, τα τείχη και το θέατρο της και το λαμπρό και μοναδικό Ανάκτορο, που δεν ξαναχτίζεται ποτέ. Όμως, παρά την καταστροφή, ο χώρος φαίνεται πως κρατά στην συνείδηση των κατοίκων κάτι από την ιερότητά του και όχι μόνον δεν καταπατείται αλλά, όπως δείχνει ο βωμός και τα λείψανα των θυσιών των Υστερορωμαϊκών χρόνων που βρέθηκαν στο δωμάτιο με το ψηφιδωτό, γίνεται τόπος λατρείας. Οι Αιγές εξαφανίζονται έκτοτε και ξεχνιούνται. Ωστόσο η ανάμνηση του θρυλικού Μακεδονικού βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει στο βυζαντινό όνομα «Παλατίτζια», που στέκει αδιάκοπα έως σήμερα, στο όνομα του γειτονικού με τις Αιγές χωριού (η Βεργίνα είναι άλλο, πολύ νεότερο χωριό, που κατοικήθηκε από πρόσφυγες της Μ. Ασίας και της Αν. Ρωμυλίας). Ακόμη και η λατρεία συνεχίζεται στο χώρο, που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκε σαν τόπος ιερός. Μετά τον ρωμαϊκό βωμό ήρθε η μικρή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας. Χτισμένη στα 1495, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς, εκεί πάνω στα παλάτια του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, διαλύθηκε το 1961 για να προχωρήσει η ανασκαφή. Στο μεταξύ το ανάκτορο έγινε νταμάρι και χτίστηκαν με τις πέτρες του τα χωριά της περιοχής, τελευταία απ’ όλα, στη δεκαετία του ’20, η ίδια η Βεργίνα.
Η τεχνητός λόφος που σκέπαζε μερικούς από τους βασιλικούς τάφους των Αιγών είναι γνωστός ως η Μεγάλη Τούμπα. Είχε ύψος 13 μ. και διάμετρο 100 μ. Αυτή η τούμπα είχε δημιουργηθεί στην αρχαιότητα για να προστατεύει τα ταφικά μνημεία, μετά τις λεηλασίες που είχαν υποστεί από τις επιδρομές του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου το 274/273 π.Χ. Ο μεγάλος τεχνητός λόφος σκέπασε τους τάφους και τις μικρές τούμπες 60 χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Το 1976, ο Μ. Ανδρόνικος, καθηγητής της Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκινά τις ιστορικές ανασκαφές του στη Μεγάλη Τούμπα που βρίσκεται στην τεράστια σε έκταση νεκρόπολη των αρχαίων Αιγών, δίπλα στο χωριό Βεργίνα. Η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, πρόσφερε μερικά από τα πιο σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα για τη μελέτη της ιστορίας της Μακεδονίας. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις μακεδονικοί τάφοι κι ένας κιβωτιόσχημος. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β' (336 π.Χ.) και ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος που ανήκε πιθανότατα στον Αλέξανδρο Δ' (310 π.Χ.). Οι δύο αυτοί τάφοι κοσμούνται με λαμπρές τοιχογραφίες, έργα μεγάλων επώνυμων καλλιτεχνών.
Οι τάφοι αυτοί, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Ο Πλάτων, στους Νόμους του, δίνει τον παλιότερο κι ίσως ακριβέστερο ορισμό του λεγόμενου μακεδονικού τάφου περιγράφοντας τον τάφο των «ευθύνων», δηλαδή των θείων αρχόντων των αρχόντων: «Ο τάφος τους θα οικοδομηθεί σε σχήμα υπόγειας προμήκους καμάρας από πωρόλιθους όσο το δυνατό ανθεκτικούς και θα έχει κλίνες παράλληλες τη μία στην άλλη. Εκεί θα εναποθέσουν το νεκρό, θα καταχώσουν τον τάφο σε κυκλικό τύμβο και γύρω του θα φυτέψουν άλσος εκτός από μία πλευρά ώστε να μπορεί να επεκτείνεται με την προσθήκη νέων ταφών». Οι νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν την πλατωνική περιγραφή. Οι μακεδονικοί τάφοι, που σχηματίζουν μία ιδιαίτερη κατηγορία υπόγειων θαλαμοειδών οικοδομημάτων, συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η καμαρωτή οροφή. Αποτελούνται από έναν ευρύχωρο νεκρικό θάλαμο τετράγωνο ή ορθογώνιο στην κάτοψη. Πολλές φορές έχουν και προθάλαμο που επικοινωνεί με τον κυρίως νεκρικό χώρο με θυραίο άνοιγμα. Η είσοδος βρίσκεται στην πρόσοψη και πλαισιώνεται συχνά από παραστάδες και υπέρθυρο. Όταν υπάρχουν θυρόφυλλα, είναι ξύλινα ή μαρμάρινα σε απομίμηση ξύλινων. Η πρόσοψη είναι συνήθως απλή, στους μεγαλύτερους όμως τάφους παρουσιάζει αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Σχεδόν πάντα κυκλικός τύμβος καλύπτει τους μακεδονικούς τάφους, ενώ κτιστός δρόμος οδηγεί σε ορισμένους από αυτούς. Οι μακεδονικοί τάφοι κατασκευάζονταν συνήθως από πωρόλιθους. Οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται με κονίαμα που σε ορισμένες περιπτώσεις φέρει και ζωγραφιστή διακόσμηση. Οι πρώτοι μακεδονικοί τάφοι κατασκευάστηκαν λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και οι τελευταίοι χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Έντονες διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων έχει προκαλέσει η συζήτηση σχετικά με τη καταγωγή της καμάρας των μακεδονικών τάφων. Φαίνεται ότι οι μακεδονικοί τάφοι αποτελούν το προϊόν μιας μακράς εξελικτικής πορείας που είχε ως αφετηρία τους παραδοσιακούς κιβωτιόσχημους τάφους. Οι θαλαμοειδείς κιβωτιόσχημοι τάφοι της Αιανής και της Βεργίνας του 5ου αιώνα π.Χ. είναι τα πρώτα δείγματα ταφικών κτισμάτων που λόγω του μεγαλύτερου απ’ το κανονικό μεγέθους τους δημιουργούν προβλήματα ως προς τη στέγασή τους. Ακολουθεί ο τάφος της Κατερίνης που χρονολογείται πριν τα μέσα του 4ου αιώνα και συνδυάζει την κάτοψη ενός διθάλαμου μακεδονικού τάφου με την οριζόντια οροφή ενός κιβωτιόσχημου. Ο «τάφος της Περσεφόνης» των μέσων του 4ου αιώνα είναι ένας υπερμεγέθης κιβωτιόσχημος τάφος με οριζόντια στέγη από πωρολίθους που στηρίζονταν σε σανίδες. Αυτοί οι μεγάλοι κιβωτιόσχημοι τάφοι του 5ου και του 4ου αιώνα φανερώνουν τη διάθεση της ηγετικής τάξης των Μακεδόνων για κατασκευή μνημειακών ταφικών κτισμάτων. Μετά από διάφορους πειραματισμούς που αποσκοπούσαν στην ανεύρεση ασφαλέστερων τρόπων στέγασης αυτών των μεγάλων χώρων, οι τεχνίτες κατέληξαν στη λύση της καμαρωτής οροφής. Ο αρχαιότερος μακεδονικός τάφος, ο «τάφος της Ευρυδίκης», που χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στεγάζεται με καμάρα, αλλά ο τάφος είναι εγκιβωτισμένος μέσα σε μία παραλληλεπίπεδη κατασκευή, καθώς οι τεχνίτες δεν ήταν μάλλον αρκετά βέβαιοι για την ανθεκτικότητα της καμάρας. Ένα άλλο στάδιο στην εξέλιξη των μακεδονικών τάφων αντιπροσωπεύει ο τάφος της Βεργίνας με την πρόστυλη τετράστυλη πρόσοψη. Πρόκειται για το μοναδικό μακεδονικό τάφο με ελεύθερη κιονοστοιχία. Πλήρως αναπτυγμένος ο τύπος του μακεδονικού τάφου παρουσιάζεται στον τάφο του Φιλίππου.
Οι μακεδονικοί τάφοι έφεραν πλούσια διακόσμηση. Κοσμοφόροι με φυτικά μοτίβα, ζωφόροι με σκηνές κυνηγιού, μετόπες και μετακιόνια με πολεμιστές και κριτές του Κάτω Κόσμου, κοσμούσαν τις ιωνικές ή δωρικές προσόψεις των τάφων. Πολλές φορές υπήρχε γραπτός διάκοσμος και στους εσωτερικούς τοίχους: αρματοδρομίες, σκηνές μάχης, έντονα κινημένες μορφές καθώς και φυτικά μοτίβα και άψυχα αντικείμενα. Ακόμη, στο θάλαμο, όπως και στον προθάλαμο, τοποθετούσαν λίθινες κλίνες σε απομίμηση συμποσιακών, κατάκοσμους θρόνους, μαρμάρινες σαρκοφάγους με τις λάρνακες των οστών των νεκρών. Σε άλλες περιπτώσεις στους τοίχους διαμορφώνονταν κτιστές τράπεζες, θρόνοι και βάθρα, ενώ στους οικογενειακούς τάφους υπήρχαν ειδικές κόγχες-θήκες για την εναπόθεση της τέφρας των νεκρών. Στη Μακεδονία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο τρόπος ταφής ήταν θέμα προσωπικής επιλογής κι οικονομικών δυνατοτήτων. Ο ενταφιασμός χρησιμοποιείτο παράλληλα με τη δαπανηρότερη καύση του σώματος. Η αρχαϊκή μορφή της μακεδονικής κοινωνίας και πολιτείας εξηγεί το μεγάλο μέγεθος των τάφων και τον πλούτο των κτερισμάτων τους, που τους διαφοροποιεί από τους σύγχρονούς τους των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών. Ειδικά κατασκευασμένες σαρκοφάγοι και πολύτιμα τεφροδόχα δοχεία δέχονταν τα σώματα και τα καμένα οστά των νεκρών αντίστοιχα. Μέσα στον τάφο τοποθετούσαν αντικείμενα που χρησιμοποιούσε στη ζωή του ο νεκρός: όπλα και συμποσιακά σκεύη για τους άντρες και κοσμήματα για τις γυναίκες. Ειδώλια και λατρευτικά σκεύη ήταν οι προσφορές των οικείων για τη μεταθανάτια ζωή. Σε περίπτωση καύσης τα υπολείμματα των προσφορών έμπαιναν μετά τον ενταφιασμό πάνω από τον τάφο. Ίχνη από τις ενδεχόμενες τελετές που ακολουθούσαν ή επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα προς τιμήν των νεκρών δεν έχουν σωθεί, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας. Οι «μακεδονικοί» τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα είναι 70 συνολικά. Από αυτούς οι 62 βρίσκονται στην περιοχή της Αρχαίας Μακεδονίας, 6 στη Ν. Ελλάδα και 2 στη Μικρά Ασία. Η γεωγραφική κατανομή δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως «μακεδονικών» και βεβαιώνει ότι ανταποκρίνεται σε κοινωνικές δομές και ταφικά έθιμα των Μακεδόνων. Το μεγαλύτερο ποσοστό τους το συναντούμε στο χώρο της «Κάτω Μακεδονίας» (κατά την αρχαία ορολογία), δηλαδή της σημερινής κεντρικής Μακεδονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε δύο κυρίως θέσεις έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα οι περισσότεροι και πιο επιβλητικοί «μακεδονικοί» τάφοι: στη Βεργίνα 11 και στα Λευκάδια 7. Στην περιοχή της Πέλλας έχει επισημανθεί μόνον ένας μακεδονικός τάφος ως τώρα, σε απόσταση 7 χλμ. από την πόλη.
Είναι ένας μεγάλος, διθάλαμος μακεδονικός τάφος, που η πρόσοψή του θυμίζει ναό. Ημικίονες και παραστάδες υποβαστάζουν το χαρακτηριστικό δωρικό επιστύλιο και τη ζωφόρο με τα τρίγλυφα και τις μετόπες, όμως πάνω από αυτή δεν βρίσκεται αέτωμα, αλλά μια ασυνήθιστα ψηλή ιωνική ζωφόρος που επιστέφεται από ιωνικό γείσο με δωρικό κυμάτιο και ψευδοσίμη. Η ανάμιξη των ρυθμών, που χαρακτηρίζει γενικά την μακεδονική αρχιτεκτονική εδώ υπαγορεύεται από την ανάγκη να κρυφτεί η καμάρα, χωρίς να ανατραπεί εντελώς η παραδοσιακή ισορροπία των μεγεθών των αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου. Η ιωνική ζωφόρος, που με τον όγκο της κυριαρχεί, προσφέρει μια λαμπρή δυνατότητα για διακόσμηση που δεν έμεινε βέβαια ανεκμετάλλευτη, αφού ζωγραφίστηκε με την εξαιρετική τοιχογραφία του βασιλικού κυνηγιού. Αντίθετα με την παραδοσιακή αντίληψη της κλασικής αρχιτεκτονικής, που θέλει τα επιμέρους στοιχεία να δηλώνουν με τη μορφολογία τους τη δομική και λειτουργική τους σκοπιμότητα, εδώ η ιωνική ζωφόρος και το διάζωμα με τα τρίγλυφα και τις μετόπες χρησιμοποιούνται για να κρύψουν την πραγματική μορφή του κτιρίου. Οι ημικίονες, οι πεσσοί, το επιστύλιο και τα γείσα δεν ανταποκρίνονται στην αρχιτεκτονική δομή του μνημείου και σκοπό έχουν η παρουσία τους να δημιουργήσει την εντύπωση γνωστής εικόνας. Ο υπόγειος θάλαμος κρυμμένος ολόγυρα από το χώμα, ορατός μόνο από την πλευρά της εισόδου, απ’ όπου θα γίνει η ταφή, αποκτά πρόσοψη που τον κάνει να μοιάζει αυτό που δεν είναι. Φόρμες γνωστές, αποσπασμένες από την πραγματική τους λειτουργία, επιστρατεύονται: ο τάφος θυμίζει παλάτι και ναό. Μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη που θέλει την πρόσοψη σκηνικό, λίγο αυτόνομο και ανεξάρτητο από το ίδιο το κτίσμα, μια αντίληψη που θα γίνει πολύ δημοφιλής στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, βρίσκει εδώ και στους υπόλοιπους μακεδονικούς τάφους που θα ακολουθήσουν μια από τις πιο πρώιμες διατυπώσεις της. Πραγματικό λειτουργικό στοιχείο απομένει η βαριά μαρμάρινη πόρτα.
Ένας ιδιαίτερα μακρύς κατηφορικός δρόμος οδηγεί στην είσοδο του τάφου, όπου σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα. Δύο τοίχοι από ωμούς πλίνθους επιχρισμένοι με αδρό κονίαμα συγκρατούσαν στο σημείο αυτό τα χώματα στις πλευρές του σκάμματος του δρόμου και διαμόρφωναν το χώρο που θυμίζει αυλή. Με ωμούς πλίνθους και αδρό κονίαμα είναι κατασκευασμένο και το στηθαίο που βρίσκεται πίσω από την πρόσοψη του τάφου για να συγκρατεί τις επιχώσεις με τα υπολείμματα της νεκρικής πυράς που είχαν καλύψει όλη την καμάρα. Είναι φανερή η προσπάθεια να κρατηθεί καθαρός ο χώρος μπροστά στην είσοδο για τις τελετές που θα γίνονταν στη διάρκεια της ταφής. Όλος ο τάφος κατασκευάστηκε από πωρόλιθο, εκτός από τις δύο πόρτες και τα περίθυρα που είναι μαρμάρινα. Λευκά κονιάματα πολύ καλής ποιότητας που δίνουν την εντύπωση μαρμάρου καλύπτουν την πρόσοψη. Τα τρίγλυφα και οι ταινίες του διαζώματος διατηρούν το λαμπρό βαθυγάλαζο και το ζωηρό κόκκινο χρώμα τους και μας δίνουν μια εντύπωση της πολυχρωμίας των ελληνικών ναών. Κόκκινο και γαλάζιο, γκρι και λευκό έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση των κυματίων και για την απόδοση της φωτοσκίαση που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ανάγλυφου. Αντίθετα με την επιμελημένη κατασκευή της πρόσοψης, στο εσωτερικό του τάφου είναι προφανής η προχειρότητα που υπαγορεύτηκε από τη βιασύνη. Οι τοίχοι του θαλάμου είναι σοβατισμένοι πρόχειρα, όμως τα ίχνη που σώθηκαν πάνω στους σοβάδες δείχνουν ότι εδώ θα υπήρχαν πορφυρά υφασμάτινα παραπετάσματα που θα δημιουργούσαν αντάξιο πλαίσιο για τα πλούσια κτερίσματα. Ο προθάλαμος είναι πιο φροντισμένος με καλά κονιάματα στους τοίχους, βαμμένα με σκούρο μπλε, λευκό και ζωηρό κόκκινο χρώμα. Ο τάφος είχε δύο χώρους, τον κυρίως θάλαμο και τον ασυνήθιστα βαθύ προθάλαμο, που στον καθένα τους υπήρχε μία μαρμάρινη θήκη. Στη θήκη του θαλάμου βρισκόταν η χρυσή λάρνακα με τα οστά του νεκρού βασιλιά, ενώ σε εκείνη του προθαλάμου η χρυσή λάρνακα με τα οστά της συζύγου του. Επάνω από τις θήκες ήταν στημένα τα ψηλά, ξύλινα ανάκλιντρα με την πλούσια χρυσελεφάντινη διακόσμηση που διαλύθηκαν και τα υπολείμματα τους βρέθηκαν σκορπισμένα στο δάπεδο. Μπροστά στο ανάκλιντρο του θαλάμου, πάνω σε ξύλινο τραπέζι, ήταν τοποθετημένα τα ασημένια σκεύη για το συμπόσιο, που, όταν έλιωσαν τα ξύλα, κατρακύλησαν προς τα βόρεια, όπου βρέθηκαν και τα χάλκινα σκεύη των ιερών σπονδών, αλλά και τα πήλινα σκεύη που ήταν απαραίτητα για την ταφική τελετουργία. Στην άλλη πλευρά, στη ΝΔ γωνία, είχαν αποθέσει όλη τη χάλκινη οικοσκευή που χρησιμοποιήθηκε για το λουτρό του νεκρού, αλλά και τη λαμπρή χρυσοποίκιλτη πανοπλία του. Η αποκάλυψη το 1977 του μεγάλου ασύλητου μακεδονικού τάφου αποτέλεσε πολύ σημαντικό γεγονός, αφού ο νεκρός του τάφου δεν ήταν άλλος από τον βασιλιά Φίλιππο Β', που είχε δολοφονηθεί στις Αιγές. Ο νεκρός θάφτηκε βιαστικά στο μεγάλο τάφο μαζί με τα πλούσια δώρα του. Πολύτιμα όπλα και ασημένια και χάλκινα σκεύη συνόδευαν το σπουδαίο νεκρό. Από τα ευρήματα στον τάφο του Φιλίππου ξεχωρίζουν η τοιχογραφία με τη σκηνή κυνηγιού, το χρυσό στεφάνι του νεκρού, η χρυσελεφάντινη κλίνη και η χρυσή λάρνακα όπου βρίσκονταν τα οστά του βασιλιά.
Ο κιβωτιόσχημος αυτός τάφος με διαστάσεις 3Χ4,5 μ., χτισμένος με ιδιαίτερη προσοχή από μεγάλους πώρινους γωνιόλιθους, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία του είδους του που έχουν βρεθεί. Παρά το μέγεθός του, το μνημείο δεν έχει πρόσοψη και κανονική είσοδο και εξακολουθούσε να λειτουργεί σαν υπόγεια θήκη, όπου η ταφή έγινε από πάνω. Ο τάφος είχε συληθεί πιθανότατα από τους Γαλάτες που λεηλάτησαν τη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών. Η λιγοστή κεραμική που βρέθηκε μέσα σ’ αυτόν δείχνει ότι χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ. Το μνημείο ανήκε σε νεαρή γυναίκα, περίπου 25 ετών, που πρέπει να πέθανε στη γέννα και θάφτηκε εδώ με το βρέφος της. Τα οστά ενός άντρα, που υπήρχαν μέσα στα πεσμένα χώματα, από τον τρόπο και τη θέση που βρέθηκαν, φαίνονται να σχετίζονται με τη μεταγενέστερη τυμβωρυχία, πράγμα όχι ασυνήθιστο στη νεκρόπολη. Η γειτνίαση του τάφου της με εκείνον του Φιλίππου Β' δείχνει ότι η γυναίκα αυτή θα πρέπει να ήταν μια από τις 7 συζύγους του βασιλιά, πιθανότατα η Νικησίπολη από τις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης. Το εσωτερικό του μνημείου είναι εντελώς λιτό, χωρίς αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Μια στενή ζωγραφιστή ζωφόρος με λουλούδια, που τα πλαισιώνουν φτερωτές χίμαιρες και γρύπες, περιτρέχει τους τοίχους στη μέση περίπου του ύψους τους. Το κάτω μέρος είναι βαμμένο με το χαρακτηριστικό βαθυκόκκινο χρώμα που θυμίζει αίμα, ενώ το πάνω είναι λευκό.
Στον βόρειο, ανατολικό και νότιο τοίχο αναπτύσσονται οι τοιχογραφίες, ένα από τα δύο σημαντικότερα πρωτότυπα αριστουργήματα της αρχαίας ζωγραφικής που μας σώθηκαν. Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος χάραξε ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας πιο πολύ στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια, με γρήγορες, δυνατές και εκφραστικές πινελιές σχεδίασε και ζωγράφισε τις μορφές του, ακολουθώντας και κάποτε αγνοώντας το προσχέδιό του. Με βάση το λευκό, η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, χοντροκόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά. Τα χρώματα χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, για να προκύψουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις. Στον βόρειο τοίχο του τάφου βρίσκεται το αποκορύφωμα της αφήγησης: Εδώ, στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα 4 λευκά άλογα. Ο Πλούτωνας, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Το αριστερό του πόδι πατάει κιόλας σταθερά πάνω στο δίφρο, το δεξί ακουμπάει ακόμη με τις μύτες των δαχτύλων στο έδαφος. Στο δεξί χέρι του σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, αρχίζοντας ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους.
Ανάμεσα από τα πόδια του, φυλακισμένη στην αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά τη γυμνή Περσεφόνη που την έχει αρπάξει απ’ το στήθος. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη, να γίνεται φόντο για τους μαλακούς γοφούς της και να χάνεται, σμίγοντας με το πορφυρό του ιματίου του Πλούτωνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Περσεφόνη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται για να ξεγλιστρήσει από το μπράτσο του Πλούτωνα. Απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δε θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπο της γίνεται μάσκα απόγνωσης. Η άρνηση της Περσεφόνης να δεχτεί τη μοίρα της, η επιθυμία της να γαντζωθεί στον κόσμο που αναγκάζεται να αφήσει κι η αποστροφή της για τον Άδη, γίνεται ολοφάνερη μέσα από την κίνηση του σώματός της, που είναι τελείως αντίθετη προς τη δική του και μέσα από την απομάκρυνση των κεφαλιών τους. Με μια εξαιρετικά δυναμική και σχεδιαστικά ιδιαίτερα τολμηρή, ανοιχτή σύνθεση, που στηρίζεται στην ένταση, αλλά και στην ισορροπία που παράγουν δύο διαγώνιες που διασταυρώνονται, ένα εύρημα που μάλλον αυτός εισάγει στην παραδοσιακή εικονογραφία της Αρπαγής, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει όλη τη δραματική ένταση της αντιπαράθεσης του κυνηγού με το θήραμα, του αρσενικού με το θηλυκό, της ζωής με τον θάνατο. Τη δραματικότητα και το πάθος που συμπυκνώνεται σε αυτό το σημείο της παράστασης υπογραμμίζει έντεχνα η χρήση μόνον εδώ του δυνατού και πλούσιου χρώματος με τα λαμπερά πορφυρά στα ιμάτια των θεών και το βαθύ κόκκινο στο άρμα, ενώ η αίσθηση της κίνησης και του βάθους τονίζεται με την πλάγια προοπτική απόδοση των τροχών που εξισορροπούν σχεδιαστικά το δυναμικό σχήμα του δίφρου και της διαγωνίου του σκήπτρου.
Πίσω από το άρμα, στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα, πετρωμένη από φόβο. Το φόρεμά της γλίστρησε και το στήθος της είναι γυμνό, όμως το χρυσοκάστανο ιμάτιο της με τη φαρδιά μενεξελιά μπορντούρα την τυλίγει ακόμα, σχηματίζοντας ένα στεφάνι, μέσα στο οποίο προβάλλεται το λευκό της δέρμα. Λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί, μοιάζει να θέλει να φύγει και να μη μπορεί, ακούσιος μάρτυρας του αποτρόπαιου. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμές και μια βουλίτσα όλο κι όλο και όμως καταφέρνουν να εκφράσουν απόλυτα τον άφατο τρόμο. Σαν μορφολογική αντίθεση στην παθητικότητα της φίλης της Περσεφόνης, που με τρόμο αποδέχεται το μοιραίο, στην άλλη μεριά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής. Με το κηρύκειο στο χέρι, το μόνο παραδοσιακό και αναγνωρίσιμο σύμβολο της παράστασης, ο ψυχοπομπός γίνεται εδώ νυμφοπομπός σκοτεινού γάμου και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη δύση, στη χώρα των νεκρών. Αντί για τις δάδες του Υμεναίου, το γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά απ’ τον Ερμή. Στην ανατολική πλευρά του τάφου, στη μεριά όπου φαίνεται να στρέφεται ζητώντας βοήθεια η Περσεφόνη, βρίσκεται μια βαριά, κάπως ώριμη γυναικεία φιγούρα που καθισμένη σ’ ένα βράχο, ολομόναχη και στραμμένη προς τη σκηνή της αρπαγής, μοιάζει να παρακολουθεί σκεπτική τον αθέλητο γάμο. Μια μορφή γκρίζα, που συνεχίζει ουσιαστικά το σχήμα του βράχου, τυλιγμένη εντελώς στο ιμάτιό της, απομονωμένη στο πένθος της, αγέλαστη πέτρα η ίδια, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη Δήμητρα, τη μάνα που δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη μοίρα του παιδιού της.
Μορφολογικά συγγενείς, αλλά διαφορετικές από αυτήν ως προς το ήθος, εμφανίζονται οι 3 γυναικείες μορφές που βρίσκονται στον νότιο τοίχο από τις οποίες η μεσαία έχει σχεδόν εντελώς εξαφανιστεί. Ο Μ. Ανδρόνικος συσχέτισε εύστοχα τις μορφές αυτές με τις 3 Μοίρες. Αν αυτή η σκέψη είναι σωστή, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε με τη σειρά από τα ανατολικά προς τα δυτικά στην πρώτη, την Κλωθώ, αυτή που γνέθει το νήμα της ζωής, στη μεσαία τη Λάχεση, αυτή που τραβάει τον κλήρο και στην τρίτη, την Άτροπο, αυτή που ορίζει το θάνατο, την πιο επικίνδυνη και πιο δυσάρεστη από τις τρεις. Η παρουσία των Μοιρών που απεικονίζουν την έννοια του αδήριτου πεπρωμένου μέσα σ’ έναν τάφο μαζί με την εξιστόρηση του μύθου της Αρπαγής, έχει εννοιολογική συνέπεια και, ακόμη και αν είναι μοναδική ή σπάνια, δεν αποτελεί ουσιαστικά ανατροπή της παράδοσης. Ο καλλιτέχνης, που δεν αποκλείεται καθόλου να είναι ο Νικόμαχος, ένας ζωγράφος περίφημος στην αρχαιότητα για μια εικόνα του με την αρπαγή της Περσεφόνης, αποδεικνύεται πραγματικά ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός στο τρόπο που χειρίστηκε το κεντρικό του θέμα.
Όπως δείχνει η κεραμεική που βρέθηκε, 30 περίπου χρόνια μετά την ταφή του Φιλίππου, δίπλα στον τάφο του κατασκευάσθηκε ένας άλλος μικρότερος για να δεχτεί τα οστά ενός άλλου μέλους της βασιλικής οικογένειας, ενός νεαρού έφηβου 13-15 χρονών. Αν κι ο νεκρός είχε καεί, πουθενά δε βρέθηκαν ίχνη από την ταφική πυρά, γεγονός που δείχνει ότι πρέπει να πέθανε και να αποτεφρώθηκε κάπου αλλού και τα οστά του να μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στις Αιγές, όπου και θάφτηκαν στον βασιλικό τύμβο. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην ταύτιση του νεαρού νεκρού με τον Αλέξανδρο Δ', το γιο του Μ. Αλέξανδρου και της Ρωξάνης, που ενώ ήταν αιχμάλωτος στην Αμφίπολη δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του από τον Κάσσανδρο για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του ο σφετεριστής του θρόνου. Προφανώς ο δολοφόνος, για να διασκεδάσει τις υποψίες των Μακεδόνων, έφερε, όπως όριζε το έθιμο, τον τελευταίο των Τημενιδών και τον έθαψε με τιμές στην πόλη που στάθηκε το λίκνο της γενιάς του. Ο τάφος του αδικοχαμένου εφήβου είναι διθάλαμος και μοιάζει πολύ μ’ εκείνον του ένδοξου προγόνου του, αν κι έχει πιο απλή πρόσοψη, επειδή λείπουν οι ημικίονες. Η μαρμάρινη πόρτα πλαισιώνεται από δύο παραστάδες, που στηρίζουν το δωρικό επιστύλιο και τη χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο με τα βαθυγάλαζα τρίγλυφα και τις λευκές ακόσμητες μετόπες. Πάνω απ’ αυτήν υπάρχει κι εδώ, όπως στον τάφο του Φιλίππου, αντί για αέτωμα μια ιωνική ζωφόρος που κρύβει την καμάρα. Ένα ιωνικό γείσο διακοσμημένο με ζωγραφισμένα κυμάτια και μικρά εξάρματα σε κανονικές αποστάσεις που μιμούνται ακροκεράμους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση στέγης, επιστέφει τη ζωφόρο και ολοκληρώνει την πρόσοψη του μνημείου.
Στα ΝΑ του τάφου του Φιλίππου, δίπλα στον «τάφο της Περσεφόνης» βρέθηκαν τα θεμέλια και τμήματα της μαρμάρινης ανωδομής ενός μικρού, ίσως ναόσχημου, κτιρίου αφιερωμένου στη λατρεία των επιφανών μελών της βασιλικής οικογένειας. Το «Ηρώον» κατασκευάστηκε λίγο μετά τον τάφο του Φιλίππου έξω από τον αρχικό τύμβο των τάφων. Στέγαζε ίσως και το λατρευτικό άγαλμα του Φιλίππου που είχε παρουσιαστεί στο θέατρο των Αιγών μαζί με αυτά των δώδεκα θεών κατά τη διάρκεια της τελετής των γάμων της κόρης του Φιλίππου Κλεοπάτρας, όταν δολοφονήθηκε εκεί ο Φίλιππος (336 π.Χ.). Φαίνεται ότι το οικοδόμημα καταστράφηκε όταν συλήθηκε και ο «τάφος της Περσεφόνης» από τους Γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου το 274/3 π.Χ. Βόρεια του ανακτόρου προς την πεδιάδα, στις παρυφές της αρχαίας πόλης των Αιγών και κοντά στα ακραία σπίτια του χωριού της Βεργίνας έχουν αποκαλυφθεί δύο μνημειώδεις μακεδονικοί τάφοι: ο λεγόμενος «τάφος του Ρωμαίου» ιωνικός, ναόσχημος, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., και ο «τάφος της Ευρυδίκης», που πιθανότατα ανήκει στη μητέρα του Φιλίππου Β' και χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. Επίσης, τρεις κιβωτιόσχημοι του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. και 4 λακκοειδείς της Υστεροαρχαϊκής εποχής.
Ο κατασκευασμένος από πωρόλιθο διθάλαμος «τάφος του Ρωμαίου» οφείλει τη συμβατική ονομασία του στον ανασκαφέα του καθηγητή Κ. Ρωμαίο. Η πρόσοψή του διαμορφώνεται από μια δίφυλλη μαρμάρινη θύρα και τέσσερις ιωνικούς ημικίονες που συγκρατούν διταινιωτό επιστύλιο, κοσμοφόρο και λιτό τριγωνικό αέτωμα. Σε αντίθεση με το διακοσμημένο προθάλαμο, στο λιτό νεκρικό θάλαμο δεσπόζει, εκτός από την πώρινη κλίνη για την εναπόθεση του νεκρού, ο πλούσια καλλιτεχνημένος μαρμάρινος θρόνος και το ξεχωριστό υποπόδιό του με τις ολόγλυφες σφίγγες και το γραπτό διάκοσμο.
Λίγο ανατολικότερα από τον "τάφο του Ρωμαίου" βρίσκεται ο ιδιόμορφος μακεδονικός "τάφος της Ευρυδίκης". Το διθάλαμο καμαροσκέπαστο κτίσμα, του οποίου η πρόσοψη δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, είναι επιχρισμένο με υπόλευκο κονίαμα. Μια ψευδοθύρα και δύο ψευδοπαράθυρα πλαισιωμένα από τέσσερις ιωνικούς ημικίονες που στηρίζουν ιωνικό τριταινιωτό επιστύλιο και διακοσμημένη με λευκά ανθέμια ζωφόρο, διαμορφώνουν τη στενή πλευρά του θαλάμου σε ψευδοπρόσοψη. Μοναδικό εύρημα αποτελεί ο μαρμάρινος θρόνος με τον πλούσιο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο όπου ξεχωρίζει στο ερεισίνωτό του η επιβλητική παράσταση τεθρίππου με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Ο πλούτος του συλημένου στην αρχαιότητα τάφου προδίδει βασιλική ταφή που βάσει των χρονολογικών δεδομένων αποδίδεται στη μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη, της οποίας ενεπίγραφα αναθήματα έχουν βρεθεί στο ιερό της Εύκλειας στις Αιγές.
Στα ανατολικά του χωριού της Βεργίνας εκτείνεται το προϊστορικό νεκροταφείο. Χρησιμοποιήθηκε από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1000-700 π.Χ.) ως και τους ελληνιστικούς χρόνους (ως το 2ο αιώνα π.Χ.). Πρόκειται για ένα εκτεταμένο νεκροταφείο (με έκταση περίπου 1.000 στρ.), που αποτελείται από πάνω από 300 χωμάτινους χαμηλούς τύμβους που καλύπτουν συστάδες τάφων με πλούσια κτερίσματα. Στους προϊστορικούς τύμβους οι ταφές γίνονταν κατευθείαν στο έδαφος ακτινωτά διατεταγμένες μέσα σε παραλληλόγραμμα σκάμματα: οι ανδρικές είχαν ως κτερίσματα όπλα ενώ οι γυναικείες πλούσια κοσμήματα και πολλά αγγεία. Πιθανόν οι συστάδες των τύμβων να ανήκαν σε διαφορετικά γένη, ενώ κάθε τύμβος χρησιμοποιούνταν από συγκεκριμένη οικογένεια. Στις ανδρικές και τις γυναικείες ταφές της πρώιμης φάσης του (1000-700 π.Χ.) διατηρούνται τα υλικά κατάλοιπα και τα ταφικά έθιμα μιας ακμαίας κοινωνίας που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με σιδερένια όπλα ή βαριά χάλκινα κοσμήματα και λιγοστά ντόπια, κυρίως, αγγεία. Στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αιώνα π.Χ.), η έναρξη των οποίων συμπίπτει με την περίοδο ίδρυσης της πόλης των Αιγών, έχουμε πλούσιες ταφές όμοιες στα κτερίσματά τους με ανάλογα ευρήματα από τη Σίνδο και την Αιανή. Στα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνα π.Χ.) κυριαρχούν οι ενεπίγραφες επιτύμβιες στήλες, που βεβαιώνουν με σαφήνεια για το γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Μακεδόνων, και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι.
Τμήμα του ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου των ανακτόρων το θέατρο, βρίσκεται μόλις 60 μ. στα βόρειά τους. Λίθινα ήταν μόνο η πρώτη σειρά των εδωλίων, τα αποχετευτικά ρείθρα, οι τοίχοι των παρόδων και τα θεμέλια της σκηνής, ενώ πάνω στην ομαλή κατωφέρεια διαμορφωνόταν το κοίλο από ξύλινα εδώλια και οκτώ λιθόστρωτους διαδρόμους. Στο χώρο του θεάτρου, που κατασκευάστηκε στο β' μισό του 4ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως το β' τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ., παρουσιάστηκαν οι Βάκχες του Ευριπίδη. Το 336 π.Χ., εκεί δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β' στη διάρκεια των γάμων της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο. Λίγο χαμηλότερα από το θέατρο ανασκάπτεται τμήμα της αγοράς των Αιγών. Λίγο ανατολικότερα από την αγορά, το ιερό της μητέρας των θεών έχει δώσει πολύ σημαντικά στοιχεία για τη λαϊκή λατρεία της Κυβέλης, στην παλιά πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων, ενώ χαμηλότερα δημόσια οικοδομήματα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, πολύ κατεστραμμένα ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. βεβαιώνουν για την εκτεταμένη καταστροφή των Αιγών μετά την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους στην Πύδνα, το 168 π.Χ. Δίπλα ακριβώς στο ανάκτορο των Αιγών, εφαπτόμενα στη δυτική πλευρά του, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός μεγάλου οικοδομήματος. Το κτίριο αποτελείται από μία μεγάλη κεντρική αυλή με περιστύλιο και δωμάτια που ανοίγονται στη βόρεια και στη δυτική πλευρά. Οι πολλές επεμβάσεις που δέχτηκε το κτίσμα και τα λιγοστά ερείπια που έφτασαν ως τις μέρες μας δεν επιτρέπουν την ακριβή χρονολόγηση. Οι επιστήμονες πιστεύουν σήμερα ότι πρόκειται για το παλιό ανάκτορο της πόλης που διατηρήθηκε από τους βασιλείς σε ένδειξη σεβασμού προς το παρελθόν τους. Σε απόσταση περίπου 80 μ. βόρεια του θεάτρου, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια προδρόμου και σηκού του μικρού ναού της Εύκλειας του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. και μνημειακό περιστήλιο. Στο σηκό βρέθηκαν δύο βάσεις αγαλμάτων κι υποδοχές τράπεζας προσφορών. Γύρω από το ναό υπάρχουν επίσης βάσεις αναθηματικών αγαλμάτων, δύο από τις οποίες φέρουν το όνομα της βασίλισσας Ευρυδίκης, της γυναίκας του Αμύντα Γ', μητέρας του Φιλίππου Β', και γιαγιάς του Αλέξανδρου, της οποίας έχει ανακαλυφθεί και άγαλμα.
Κοντά στο θέατρο έχει αποκαλυφθεί κτίσμα δύο χώρων (προφανώς χώροι μύησης των πιστών) με εστίες, βόθρους, βωμούς και οπές χοών. Στα κτίσματα που έχουν ερευνηθεί ως τώρα και είναι κατασκευασμένα με ευτελή υλικά, βρέθηκαν αναθήματα, πήλινα λατρευτικά αντικείμενα και κεφάλι από πήλινο άγαλμα της θεάς. Μία ομάδα τεσσάρων μακεδονικών τάφων έχει ανασκαφεί σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Παλατίτσια. Πρόκειται για τον «τάφο του Heuzey» και τους τρεις τάφους στο αγροτεμάχιο των αδελφών Μπέλλα.
Ο «τάφος του Ηeuzey» που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα μακεδονικών τάφων. Την ενιαία επιφάνεια της πρόσοψης κοσμούσε ιωνικό επιστύλιο που στηριζόταν σε δύο διακοσμητικά επίκρανα. Οι παραστάδες και το υπέρθυρο του θυραίου ανοίγματος ήταν μαρμάρινα (από το ίδιο υλικό είχαν κατασκευαστεί και τα δύο φύλλα της εξωτερικής θύρας που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Οι εσωτερικοί τοίχοι του διθάλαμου καμαροσκέπαστου τάφου έφεραν χρωματιστά κονιάματα και στο θάλαμο υπήρχαν δύο χτιστές κλίνες από πωρόλιθο με έγχρωμη γραπτή διακόσμηση. Στο κτήμα των αδελφών Μπέλλα ανακαλύφθηκαν τρεις συλημένοι μακεδονικοί τάφοι καλυμμένοι με χαμηλό τύμβο. Τα τρία αυτά μνημεία που χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ., σχηματίζουν ένα πολύτιμο σύνολο στη σειρά των μνημειακών μακεδονικών τάφων. Ο μεγαλύτερος, ο διθάλαμος Τάφος α, διαθέτει χτιστό δρόμο και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη. Ιδιορρυθμία αποτελεί η στέγαση του προθαλάμου με οριζόντια οροφή και πολύτιμο εύρημα είναι η λίθινη κλίνη-σαρκοφάγος του θαλάμου. Η επιμέλεια στην κατασκευή χαρακτηρίζει το μονοθάλαμο Τάφο β, που έχει λιτή πρόσοψη και μαρμάρινο θρόνο στο εσωτερικό. Την πρόσοψη κοσμεί τρίμορφη γραπτή παράσταση. Μόνο ένα μικρό αέτωμα διαμορφώνεται στην πρόσοψη του μικρού και λιτού Τάφου γ, που διαθέτει μία τεράστια σαρκοφάγο στο εσωτερικό του.
Η ακρόπολη βρίσκεται στα νότια του οικισμού σε έναν αρκετά απόκρημνο λόφο. Το εντυπωσιακό τείχος, που ενίσχυε τη φυσικά οχυρή θέση της αρχαίας πόλης, εκτείνεται και προς τα ανατολικά. Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη σε πλατώματα, ακολουθώντας την έντονη φυσική κλίση του εδάφους. Από την Ακρόπολη έχουν ανασκαφεί τμήματα του περιβόλου και του εσωτερικού (οικίες της ελληνιστικής εποχής). Η οχύρωση των Αιγών χρονολογείται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).
Για την προστασία των βασιλικών τάφων στη Μεγάλη Τούμπα, κατασκευάστηκε το 1993 υπόγειο κτίριο που προστατεύει τα μνημεία. Το κτίριο αυτό σκεπάστηκε με χώμα έτσι ώστε το στέγαστρο εξωτερικά να έχει τη μορφή που είχε η Μεγάλη χωμάτινη Τούμπα πριν από τις ανασκαφές του Μανώλη Ανδρόνικου και της ομάδας του, ενώ στο υπόγειο εσωτερικό του κτίσμα εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους και φυσικά οι ίδιοι οι βασιλικοί τάφοι στις θέσεις όπου ήταν εξαρχής. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις Μακεδονικοί τάφοι: ο ασύλητος «τάφος του Φιλίππου Β'» με την τοιχογραφία της σκηνής κυνηγιού σε δάσος, στον προθάλαμο του οποίου βρίσκεται και η λάρνακα με τα οστά της τελευταίας συζύγου του. Ένας κιβωτιόσχημος οικογενειακός τάφος, επονομαζόμενος και «Τάφος της Περσεφόνης», με τη μεγάλη τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα στους τοίχους, που ανήκε σε άγνωστη γυναίκα και βρέθηκε συλημένος. Αυτή η τοιχογραφία, όπως και η άλλη που βρέθηκε στο τάφο του Φιλίππου, είναι τα μοναδικά έργα μεγάλων ζωγράφων που έχουν διασωθεί από την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Ένας ασύλητος τάφος, ο λεγόμενος «τάφος του Πρίγκιπα», ενός νεαρού πρίγκιπα 13-15 ετών, που ίσως να ήταν ο Αλέξανδρος Δ', εγγονός του Φιλίππου B' και γιος του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης. Τέλος στον ίδιο χώρο βρίσκεται ο λεγόμενος «Τάφος με τους ελεύθερους κίονες», ένας γκρεμισμένος και συλημένος Μακεδονικός τάφος του 3ου π.Χ. αιώνα, και το λεγόμενο «Ηρώον», τόπος λατρείας των νεκρών βασιλικών μελών. Μερικά από τα πιο σημαντικά ευρήματα που εκτίθενται στο χώρο είναι οι δύο χρυσές λάρνακες που περιείχαν η μία τα οστά του Φιλίππου Β' και η άλλη τα οστά μιας από τις συζύγους του βασιλιά, καθώς και τα χρυσά στεφάνια βελανιδιάς και μυρτιάς που φορούσαν οι νεκροί. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και το σπάνιο πορφυρό χρυσοκέντητο ύφασμα που τύλιγε τα οστά της βασιλικής συζύγου μαζί με το μοναδικής τέχνης διάδημά της, οι δύο χρυσελεφάντινες κλίνες συμποσίων, τα όπλα και η πανοπλία του Φιλίππου Β', τα πολύτιμα σκευή συμποσίων των βασιλικών μελών και η ασημένια τεφροδόχος του «Πρίγκιπα».
Η τεράστια αρματωσιά του βασιλιά Φίλιππου του Β'
AΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ Το Δίον είναι μια περιοχή στους πρόποδες του Ολύμπου. Σήμερα είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο γιατί οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια πολύ σπουδαία μακεδονική πόλη. Οι αρχαίοι βασιλιάδες της Μακεδονίας είχαν διαλέξει το Δίον για θερινή τους κατοικία. Εκεί δημιούργησαν, αιώνες πριν, έναν οικισμό στα ερείπια του οποίου είναι εμφανή τα στοιχεία του αρχαίου Μακεδονικού Πολιτισμού. Οι αρχαιολόγοι, με επικεφαλής τον καθηγητή Δ. Παντερμαλή, έφεραν στο φως έναν αξιοθαύμαστο πολιτισμό. Απομεινάρια αρχαίου θεάτρου, αγοράς, λουτρών και ανακτόρων. Αξιόλογα επίσης είναι και τα ευρήματα των τάφων που βρέθηκαν στην περιοχή του Δίου. Οι περισσότεροι τάφοι, βασιλικοί, μαρτυρούν την ύπαρξη ενός λαμπρού και ακμαίου πολιτισμού. Σήμερα μπορούμε να θαυμάσουμε τα ερείπια αυτού του πολιτισμού στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Δίου.
Ο Ησίοδος, γύρω στο 700 π.Χ, τραγουδώντας το θεϊκό έρωτα του Δία για τη Θυία, την κόρη του προπάτορα των Ελλήνων Δευκαλίωνα, λέει ότι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε δυο παιδιά, τον Μάγνητα και το Μακεδόνα, που έζησαν στην Πιερία γύρω από τον Όλυμπο. Ο ιερός χώρος του Δία στην περιοχή αυτή ήταν το Δίον, στις υπώρειες του Ολύμπου. Η πόλη του Δίου αναφέρεται για πρώτη φορά στην ιστορία, στην περιγραφή της πορείας του στρατηγού Βρασίδα από τη Θεσσαλία, στη χώρα του φίλου του, βασιλιά της Μακεδονίας, του Περδίκα του Β’. Ήταν η πρώτη πόλη που συνάντησε ο Βρασίδας μετά το πέρασμα των συνόρων το καλοκαίρι του 424 π. Χ. Προς το τέλος του 5ου π. Χ.αιώνα σύμφωνα με τον ίδιο το συγγραφέα, ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας ο Αρχέλαος που αναδιοργάνωσε το κράτος, ενίσχυσε την κεντρική εξουσία, έκανε δρόμους και οχυρά και εκσυγχρόνισε το στρατό. Στο Δίον, κατά τον Διόδωρο και άλλους συγγραφείς, ο ίδιος βασιλιάς οργάνωσε, προς τιμή του Ολύμπιου Δία και των Μουσών που λατρεύονταν εκεί, αγώνες αθλητικούς και σκηνικούς διάρκειας εννέα ημερών. Στις θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν εκεί ασφαλώς θα περιλαμβάνονταν και τα δράματα “Αρχέλαος” και “Βάκχες” που συνέθεσε ο Ευριπίδης στα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μακεδονική αυλή. Ο Δίων ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος συνήθιζαν να πανηγυρίζουν τις νίκες τους στο Δίον με μεγαλόπρεπες θυσίες για το Δία και τις Μούσες. Επίσης απ’ το χώρο του Δίου ξεκίνησε την εκστρατεία του για τα βάθη της Ανατολής ο Μέγας Αλέξανδρος.
Οι ανασκαφές που άρχισαν το 1928 και συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό από τον καθηγητή Δημήτριο Παντερμαλή, κατά την περίοδο 1973-1988, απέδειξαν ότι το Δίον αποτελούσε κατά την αρχαιότητα την ιερή πόλη των Μακεδόνων. Μεταξύ των ευρημάτων που ήλθαν στο φως, συγκαταλέγονται τα ιερά της Δήμητρας, της Ίσιδας, του Διονύσου και το Ασκληπείο, οδοί με καταστήματα, το νεκροταφείο και το τείχος της πόλης, το ελληνιστικό και ρωμαϊκό θέατρο, οι ρωμαϊκές θέρμες (λουτρά) με πλήθος γλυπτών, το Ωδείο, καθώς και μια παλαιοχριστιανική κοιμητηριακή βασιλική έξω από τα τείχη. Πολλά από τα ευρήματα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, που βρίσκεται στο χωριό του Δίου.
«Τραγουδώντας ο Ησίοδος (700 π.Χ.) τον θεϊκό έρωτα του Δία για τη Θυία, την κόρη του προπάτορα των Ελλήνων Δευκαλίωνα, λέει ότι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε δύο παιδιά, τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα, που έζησαν στην Πιερία γύρω από τον Ολυμπο. Ο ιερός τόπος του Δία στην περιοχή αυτή ήταν το Δίον, στις υπώρειες του Ολύμπου», γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής στην εισαγωγή του βιβλίου του «Δίον, η ανακάλυψη» (εκδ. Αδάμ) για τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, τη σημαντικότερη ιερή πόλη των Μακεδόνων. Ο ίδιος, άλλωστε, προτού αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου της Ακρόπολης, εργάστηκε επί 45 χρόνια ως αρχαιολόγος στο Δίον και είναι εμφανής η αγάπη του για την αρχαία πόλη, τα τείχη, τα ιερά, τα αγάλματα, το τοπίο που πλαισιώνει όλα αυτά.
Με θέμα τη φύση ξεκίνησε και η «ξενάγησή» μας στο Δίον, στη συζήτηση που είχαμε στο γραφείο του. Ολη αυτήν τη φυσική ομορφιά που ενέπνευσε τον άνθρωπο να φανταστεί με συγκεκριμένο τρόπο τους θεούς του και τις λατρευτικές συνήθειές τους. «Σε περιβάλλοντα ήπια εμφανίζονται ανάλογα ήπιες θεότητες, σε άλλα, όπως αυτό του Ολύμπου με έντονες κλιματικές συνθήκες, έχουμε τον Δία να κρατάει στο χέρι του τον κεραυνό, διοικώντας θεούς και ανθρώπους», εξηγεί ο καθηγητής. Εντονες μυθολογικές περιγραφές έχουμε και από τους πρόποδες του Ολύμπου, με τις Μαινάδες που κατασπάραξαν τον Ορφέα και θέλησαν να ξεπλύνουν το αίμα από τα χέρια τους στον αρχαίο ποταμό Ελικώνα, όπως ονομαζόταν μέχρι τότε. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο ποταμός βυθίστηκε στη γη για να μη μιάνει τα νερά του προσφέροντάς τα για καθαρισμούς από φόνο. Εμφανίστηκε πάλι στην περιοχή του Δίου με το όνομα Βαφύρας και σε αυτόν λούζονταν οι νύμφες. Εκτοτε το γεωλογικό φαινόμενο ερμηνεύεται με τη δική του μυθολογική επένδυση. Μπορείς και σήμερα να παρατηρήσεις μικρές πηγές που αναβλύζουν δίπλα στις αρχαιότητες. Στις εκβολές του ποταμού Βαφύρα τον Μάρτιο του 1999 ανακαλύφθηκε το ακέφαλο άγαλμα της Αρτέμιδος Βαφυρίας. Φυσικά φαινόμενα, μύθοι, γλυπτά, ερείπια κτισμάτων, δολίνες με βατραχάκια, πανύψηλες ιτιές και πανάρχαιοι θάμνοι συνθέτουν τον καθηλωτικό κόσμο του Δίου. Το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο, βασικό συστατικό της γοητείας του!
Δεξιά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται το μεγάλο θέατρο του Δίου, που τους καλοκαιρινούς μήνες ζωντανεύει φιλοξενώντας το Φεστιβάλ Ολύμπου (www.festivalolympou.gr).
Δεξιά, εντός της εισόδου, μας υποδέχεται μια λίμνη, η οποία αποτελεί ένδειξη για τη λατρεία των μουσών στην περιοχή.
Ο περίπατος στο Δίον σε κάνει να ξεχνάς τον έξω κόσμο. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι «σαν μια μεγάλη αγκαλιά», όπως λέει η συνοδοιπόρος Κλαίρη Μουσταφέλλου, μια επίπεδη έκταση περίπου 1.500 στρεμμάτων στην οποία νιώθεις απομονωμένος από τον σύγχρονο κόσμο. Σημείο αναφοράς και προσανατολισμού ο Θρόνος του Δία (η κορυφή του Ολύμπου).
Πρώτος σημαντικός σταθμός της περιήγησής μας είναι το Ιερό της Δήμητρας, με τους παλαιότερους ναούς του Δίου χτισμένους με καλο-λαξευμένους λίθους. Ανήκουν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και η διάρκεια ζωής του ιερού φτάνει έως τον 4ο αι. μ.Χ. Οι αφιερωμένοι στη Δήμητρα δίδυμοι ναοί αποτελούν τον πυρήνα αυτού του συγκροτήματος, ενώ στον έναν από αυτούς βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι του λατρευτικού αγάλματος της θεάς Δήμητρας. Αδελφή του Δία, θεά της γονιμότητας και της βλάστησης, έχει ανάμεσα σε άλλα για σύμβολά της τα στάχυα και τις παπαρούνες που συναντάμε αυτή την εποχή άφθονες στο Δίον.
Συνεχίζοντας ανατολικά, υπό το ασίγαστο κελάηδισμα των πουλιών, φτάνουμε στο Ιερό του Διός Υψίστου, το πρώτο που εντοπίστηκε στην Ελλάδα αφιερωμένο στη λατρεία του «Υψίστου Διός» ή «Ουράνιου Διός» και ανήκει κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως το βωμό του ιερού και το ναό με ένα άγαλμα του Δία στο εσωτερικό του, μαρμάρινους αετούς και πολλά άλλα αναθήματα.
Πλάι ακριβώς σε αυτό το ιερό, με ένα γεφυράκι να τα συνδέει, βρίσκεται το Ιερό της Ισιδας. Οι αρχαίοι τοίχοι είναι βυθισμένοι στο νερό και αγάλματα στέκουν πάνω σε καταπράσινα εδάφη και ανάμεσα σε λιμνάζοντα νερά. «Η λατρεία του νερού του Ολύμπου έπαιξε, φαίνεται, αποφασιστικό ρόλο στην ίδρυση ενός ιερού στη θέση αυτή, ήδη στα κλασικά χρόνια, αφιερωμένου στην Αρτεμη, ως θεά του τοκετού», γράφει ο κ. Παντερμαλής. «Μια ιερή πηγή στεγάστηκε σε μεταγενέστερα χρόνια μέσα σε ένα ναό, ενώ το νερό μιας άλλης οδηγήθηκε στη δεξαμενή του ναού της Αφροδίτης Υπολυμπιδίας (Αφροδίτης των υπωρειών του Ολύμπου) περνώντας κάτω από το άγαλμά της». Σήμερα, στην κόγχη του αγάλματος της Υπολυμπιδίας Αφροδίτης υπάρχει αντίγραφό του, ενώ το πρωτότυπο εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Δίου. Αλλα, μικρότερα, αγάλματα κλέβουν την προσοχή, όπως αυτό του Ερωτα των ελληνιστικών χρόνων. Μία ακόμα πηγή αναβλύζει παραδίπλα και ένα βατραχάκι κάνει την εμφάνισή του.
Το Δίον διαθέτει επίσης ένα ρωμαϊκό θέατρο και ένα ωδείο δίπλα στο συγκρότημα των μεγάλων θερμών, οι οποίες ξεπερνούν σε μέγεθος και πολυτέλεια όλες τις άλλες που έχουν ανακαλυφθεί στην πόλη. Μαρτυρούν συνήθειες του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ., εποχές κατά τις οποίες οι πολίτες αφιέρωναν καθημερινά κάποιες ώρες για την υγιεινή και περιποίηση του σώματός τους και τη λατρεία των θεών, ιδιαίτερα του Ασκληπιού.
Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, του οποίου ο θρίαμβος αποτυπώνεται στο επικό αυτό ψηφιδωτό και το οποίο ο ανασκαφέας του Δίου, Δημήτρης Παντερμαλής έχει χαρακτηρίσει ως «ένα από τα κορυφαία της εποχής του», στολίζει το δάπεδο του κεντρικού δωματίου της έπαυλης του Διονύσου, η οποία πήρε από το ψηφιδωτό το όνομά της, μια αίθουσα συμποσίου 100 τ.μ. σε ένα κτίσμα του 200 μ.Χ., από τα σημαντικότερα κτιριακά συγκροτήματα του αρχαίου Δίου.
Στο θρίαμβο του Διονύσου, ο θεός κατενώπιον, γυμνός σε άρμα που το σέρνουν θαλάσσιοι πάνθηρες, κρατάει στο υψωμένο του δεξί χέρι ρυτό (τελετουργικό αγγείο για σπονδές) και στο αριστερό θύρσο. Δίπλα του, εκστατικός από το δέος, στέκεται ένας παπποσειληνός με μαλλωτό χιτώνα και πορφυρό ιματίδιο. Τους πάνθηρες οδηγούν με χαλινάρια δυο θαλάσσιοι κένταυροι, που φέρουν στους ώμους ο καθένας από ένα μεγάλο αγγείο. Το λευκό χρώμα των ψηφίδων του εδάφους, πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η σκηνή, σε αντίθεση με το ιώδες βαθυγάλανο των κυμάτων, προσδίδει στις μορφές ένα μνημειακό μέγεθος και δίνει την εντύπωση ενός ζωγραφικού έργου. Στους πίνακες, που ανά τρεις, περιβάλλουν την κεντρική παράσταση, απεικονίζονται θεατρικές μάσκες. Το ψηφιδωτό ήρθε στο φως το 2002 και παρέμεινε στο χώρο της έπαυλης, προστατευμένο κάτω από ένα στέγαστρο. Τα νερά που πλημμυρίζουν το Δίον για πολλούς μήνες το χρόνο και παρά την αποστράγγισή τους δεν παύουν να αναβλύζουν, δεν επέτρεπαν πλέον την παραμονή και τη συντήρησή του στο φυσικό του χώρο αλλά και οι καθιζήσεις που προκαλούνταν από την ύπαρξη τοίχου ακριβώς από κάτω οδήγησαν την Εφορεία αρχαιοτήτων Πιερίας με τη σύμφωνη γνώμη του ανασκαφέα του Δίου Δημήτρη Παντερμαλή, να προτείνει τη μεταφορά του ψηφιδωτού δαπέδου σε κτήριο που έχει διαμορφωθεί ειδικά για τη συντήρηση του σημαντικού ψηφιδωτού. (ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΚΕΡΑΣΤΑ)
ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΒΑΡΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΙΑ
ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΙΑ ΜΕ ΚΑΡΑΒΑΚΙ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1950

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...