Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β'ΛΥΚΕΙΟΥ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία. Παρ’ όλο που το πρόβλημα της προέλευσης της γνώσης και οι βασικές αντίθετες τοποθετήσεις δεν αναλύθηκαν εκτενώς πριν από τη νεότερη εποχή, στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος της ορθολογιστικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων.
Για τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή προτού ενσαρκωθεί στο σώμα. Με την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλασή τους.
Πρώτος μεγάλος ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι αναμφισβήτητα ο Ντεκάρτ, για τον οποίον η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης στηρίζεται σε πεποιθήσεις που τίποτε απολύτως δεν μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε. Ο Ντεκάρτ πιστεύει πως οι βασικές μας ιδέες, αυτές που αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά (διαισθητικά) και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” δεν χρειάζεται το συμπερασματικό “άρα”, εφόσον προβάλλεται στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ντεκάρτ επιχειρεί να αξιοποιήσει την απόλυτη (αλλά πολύ περιορισμένη) αυτή βεβαιότητα και πάνω της να οικοδομήσει τη γνώση του πραγματικού κόσμου μελετάται και ερμηνεύεται από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα.
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και να αποφύγουν τις παγίδες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκότφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας).
Οι φιλόσοφοι αυτοί, μέσα από αποδείξεις εμπνευσμένες από τα Μαθηματικά και τη Γεωμετρία, ανέπτυξαν περίπλοκα μεταφυσικά συστήματα. Σύμφωνα μ’αυτούς, ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών. Ο σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος τού επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
2. Εμπειρισμός
Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως (ή και αποκλειστικά) από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της γνώσης συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει. Η καταχώριση αυτή είναι στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών, απλών δηλαδή παραστάσεων αυτών των δεδομένων. Ανεξάρτητα από την αντίληψη για το τι αποτελεί στοιχειώδες δεδομένο, η αντίστοιχη στοιχειώδης πεποίθηση που το καταχωρίζει ή το αποτυπώνει στον νου είναι η ζητούμενη θεμελιώδης και πρωταρχική γνώση. Aυτή εμποτίζεται με γνώση από τη δυνατότητα αυτής της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα κατά τη στιγμή της καταγραφής αισθητηριακών εντυπώσεων.
Εμπειριστικές απόψεις έχουν υποστηρίξει διάφοροι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Αν και τονίζει τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας, ο Αριστοτέλης πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο.
Η συστηματική ανάπτυξη του εμπειρισμού, όπως και του ορθολογισμού, παρατηρείται κατά τους νεότερους χρόνους. Οι νεότεροι (κυρίως Βρετανοί) εμπειριστές, με πρώτο τον Φράνσις Μπέϊκον (16ο-17ο αιώνας) αντιπαρατίθενται στους ορθολογιστές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των αισθήσεων κατά την απόκτηση της γνώσης. Όπως και οι ορθολογιστές από την εποχή του Ντεκάρτ, επισημαίνουν την ύπαρξη ιδεών στον νου μας που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε την πραγματικότητα, ισχυρίζονται όμως πως οι ιδέες αυτές δεν είναι έμφυτες, αλλά διαμορφώνονται στη βάση των εντυπώσεων που μας παρέχουν οι αισθήσεις.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού -ως προς τον νου- κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως “αντικείμενα” και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ. Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. Ο νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας “άγραφος χάρτης” (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
“Συνεπέστερος” εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). Ο Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Ο Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Η παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: “το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό”. Mε άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα κι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας. Η επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην απόδειξη του ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια “ύλη”, της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Ο σκωτσέζος φιλόσοφος Χιουμ (18ος αιώνας)ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές. Θεώρησε ότι η αποτύπωση αισθητηριακών εντυπώσεων στον νου είναι αυτάρκης ως προς τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δεν χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις “εσωτερικές γνώσεις” των λειτουργιών του νου. Ο Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. Η προσήλωσή του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειές της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα. Ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητά μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση,επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
"To είδος που έχει εφεύρει τον Ανθρωπισμό αυτήν τη στιγμή έχει περιορίσει επικίνδυνα τον αριθμό των σπονδυλωτών πάνω στη Γη, έχει ανεβάσει την επιφάνεια των ωκεανών, έχει καταστρέψει τα δάση και έχει μολύνει το υπέδαφος. Δεν μου φαίνεται και ιδιαίτερα επιτυχημένη, λοιπόν, αυτή η έννοια. Το είδος μας είναι ενδιαφέρον, αλλά δεν αντιπροσωπεύει παρά το 0, 01 % της γήινης βιομάζας. Ιεροποιώντας και καθαγιάζοντας τον Άνθρωπο, έχει εξοριστεί από τον κόσμο τον φυτικό και τον ζωϊκό. Όπως λέει και ο Λέβι Στρως, ο Homo sapiens στέφθηκε έτσι μόνος του, όπως ο Ναπολέων: ταξινόμησε τη "ζωϊκότητα" στον αντίποδα της δικής του ύπαρξης, θέλησε να την καθυποτάξει, να γίνει Κύριος της Δημιουργίας. Από τη Βίβλο έως τον Καρτέσιο διατήρησε αυτήν την εμμονή μεγαλείου και συνεχούς ιεράρχησης σε "ανώτερους" και "κατώτερους". Αρχικά έχρισε κατώτερό του τον ζωϊκό κόσμο, κατόπιν κάποιες κατηγορίες από το ίδιο το είδος του. Την εποχή του Έρασμου και του Μονταίν οι γυναίκες δεν είχαν τα δικαιώματα ενός πολίτη. Αυτό λέει πολλά από μόνο του". (από συνέντευξη του γάλλου συγγραφέα Ζοζέφ Αντράς)
"Το να πιστεύει κανείς σε μια συγκεκριμένη μορφή "ιερότητας" του ανθρώπου τη στιγμή που αρνείται τη φθαρτότητα, θνητότητα και εφήμερη παρουσία του στον πλανήτη, αυτό είναι ψυχοπάθεια. Προτιμώ τον τύπο ανθρωπισμού που καθιέρωσε ο Λεβι Στρως, όταν έγραψε για μια "Αρχή ανθρωπινότητας" βάσει της οποίας θα έπρεπε να εκκινεί η σκέψη της ανθρωπότητας ολόκληρης ώστε να μην ξεκόβει από την εγκόσμια μοίρα της. Τα δέντρα άνετα θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς εμάς, Θα συνέχιζαν να απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα και να απελευθερώνουν οξυγόνο και χωρίς εμάς. Το αντίστροφο όμως δεν ισχύει. Εννοείται πως οι μπαμπουίνοι δεν έφτιαξαν μια Καπέλα Σιξτίνα: σωστό, δεν λέω, όμως δεν έφτιαξαν ούτε ατομική βόμβα!"
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ (ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ);
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο είναι όσα μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
. Ο Αριστοτέλης τόνισε τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας και πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο. Στον δέκατο έβδομο και στον δέκατο όγδοο αιώνα, ο απλοϊκός εμπειρισμός του Αριστοτέλη εξελίσσεται στον νεώτερο ευρωπαϊκό εμπειρισμό των Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού – ως προς τον νου – κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως "αντικείμενα" και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ. Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. O νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας "άγραφος χάρτης" (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
Nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu Η συγκεκριμένη δήλωση πρέπει να αντιπαραβληθεί προς τα διδάγματα του αρχαιοελληνικού εμπειρισμού (*An Essay concerning human understanding, ed. by A.C. Frazer, New York, London, 1959. Book 2, Chapter 1, par. 23, originally published 1690 )
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς σας φαίνεται η θεωρία της "άγραφης πλάκας" (tabula rasa); Νομίζετε πως το παιδί τα μαθαίνει όλα από τους γονείς του και το σχολείο; Δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης που βρίσκονται καταγεγραμμένα a priori στον ανθρώπινο εγκέφαλο;
"Συνεπέστερος" εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο Τζορτξ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). O Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. O Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. H παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: "το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό" ( "esse est percipere aut percipi"). Με άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα-εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας. H επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην κατάδειξη ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια "ύλη", της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Η Επιστήμη λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με Ε Μ Π Ε Ι Ρ Ι Κ Ο τρόπο. Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων. Και η επιστημονική θεωρία δεν είναι παρά ένα σύνολο από επιστημονικούς "νόμους" που έχουν διατυπωθεί ανά εποχές, και οι οποίοι, βεβαίως, ανατρέπονται διαρκώς από επιστημονικούς νόμους των μεταγενέστερων εποχών.
Πώς κατασκευάζεται, φερ'ειπείν, ο νόμος περί θερμικής διαστολής;
Ας δούμε, για παράδειγμα, την επιστημονική διαπίστωση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Η απλή υπόθεση περί μετάλλων προσφέρεται για πειραματικό έλεγχο, εφόσον είναι σαφής η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών πειραμάτων: επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο μεταλλικό αντικείμενο, το φέρνουμε σε επαφή με μια πηγή θερμότητας και μετράμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την τυχόν μεταβολή των διαστάσεών του. Αν οι διαστάσεις του μεταλλικού αντικειμένου έχουν αυξηθεί, το πείραμα θεωρείται επιτυχές. Η διεξαγωγή πειράματος στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή, επειδή είναι απολύτως σαφή τρία πράγματα: 1. το τι είναι πηγή θερμότητας, 2. το τι είναι μέτρηση θερμοκρασίας και 3. το τι είναι μέτρηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου πριν και μετά τη θέρμανση/ Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας επιτρέπει να “μεταφράσουμε” τη γενική διατύπωση της υπόθεσης “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” σε μια σύνθετη πρόταση, που περιγράφει βήμα προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Θεωρώντας δεδομένο τον ορισμό των τριών αυτών πραγμάτων (δηλαδή: τον ορισμό της "πηγής θερμότητας", τον ορισμό της "θερμοκρασίας" και τον ορισμό των "διαστάσεων" ενός αντικειμένου, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε ένα νόμο περί της θερμικής διαστολής του.
Η σαφήνεια της πειραματικής διαδικασίας προκύπτει βασικά από τη δυνατότητα που μας παρέχουν τα “στοιχεία” της -στοιχεία που αποτελούν το κριτήριο αυτής της διαδικασίας- ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με τις αισθήσεις μας. Το κριτήριο αυτό ισχύει εξίσου για πολυσύνθετες θεωρίες, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική, αλλά και για πολύ απλούστερες υποθέσεις ή “εμπειρικούς νόμους”. Ένα πείραμα δεν είναι παρά μία μόνο περίπτωση της θεωρίας ή του φυσικού “νόμου” που ελέγχουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένα υλικά και εργαστήρια και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η υπόθεση όμως ή ο “νόμος” που θέλουμε να επαληθεύσουμε είναι μια γενική πρόταση, η οποία δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση αλλά όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, ένα πείραμα δεν επαρκεί για να επαληθεύσουμε την υπόθεση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Χρειαζόμαστε ίσως πολλά πειράματα με όλα τα είδη των μετάλλων και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες. Αλλά και πάλι θα έχουμε έναν πεπερασμένο αριθμό πειραμάτων, ενώ η υπόθεση “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” αφορά όλες τις περιπτώσεις διαστολής μετάλλων, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές όμως οι περιπτώσεις είναι άπειρες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν από πεπερασμένα πειράματα ή παρατηρήσεις να βγάλουμε ένα συμπέρασμα που να ισχύει για άπειρες περιπτώσεις; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα βρεθεί στο μέλλον κάποια περίπτωση μετάλλου που, υπό κάποιες συνθήκες, δε θα διαστέλλεται, όταν το θερμαίνουμε; Η επαλήθευση επομένως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με λογική αυστηρότητα - ο έλεγχος με στόχο την επαλήθευση σταματά υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά στον έλεγχο ενός σχετικά μικρού μέρους των περιπτώσεων. Η επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
Βέβαια, οι φυσικοί επιστήμονες, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνουν ή να “επαληθεύουν” φυσικούς “νόμους” με επαγωγική διαδικασία, δηλαδή από μερικές περιπτώσεις να διατυπώνουν γενικές, καθολικές προτάσεις. Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα ο Βρετανός εμπειριστής φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ είχε ασκήσει αυστηρή -και επιτυχή- κριτική στον “νόμο της επαγωγής” και στη λογική της επαγωγικής γενίκευσης. Υποστήριξε ότι ο ίδιος ο “νόμος της επαγωγής”, που μας επιτρέπει να γενικεύουμε μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων ή πειραμάτων, δεν είναι επαληθεύσιμος, ούτε καν εξάγεται από την εμπειρία, αλλά είναι μάλλον μια μεταφυσική πίστη.
O Ντέιβιντ Χιουμ (18ος αιώνας) περιγράφοντας τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες του, ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές. Θεώρησε ότι η αποτύπωση στον νου αισθητηριακών εντυπώσεων είναι αυτάρκης, όσον αφορά τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δε χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις "εσωτερικές γνώσεις" των λειτουργιών του νου. O Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. H προσήλωση του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειες της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα. Πράγματι ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητα μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση, επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν πραγματική λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Σύμφωνα με τον Χιουμ, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Τα βασικά στοιχεία αυτής της γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθήσεων, όπως η εντύπωση ενός χρώματος, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς. Το πρόβλημα είναι ότι από αυτές τις επιμέρους, ατομικές παραστάσεις στον νου μας δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με σιγουριά πως υπάρχουν συνεχή και συμπαγή υλικά αντικείμενα που τις προκαλούν.
AΠΟΡΙΑ: Προσπαθήστε να βρείτε ένα παράδειγμα που να υποστηρίζει την άποψη του Hume ότι συνθέτουμε τις "παραστάσεις" των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου βάσει στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων.
Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ορθολογιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο, όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) ανέλυσε τη δυνατότητα της ελευθερίας βούλησης, δηλαδή της προ-αίρεσης[ Το θέμα αυτό το αναλύει στα Ηθικά Νικομάχεια (βιβλίο Γ΄) από όπου μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές προτάσεις ανάλυσης της έννοιας προαίρεση: Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ,3.19: « η προαίρεσις αν είη βουλευτική όρεξις των εφ’ ημίν». (=Η προαίρεση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επιθυμία, που η πραγμάτωσή της είναι μέσα στις δυνατότητές μας).
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΑΣΚΗΣΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑΣ ΛΟΓΙΚΗΣ Ως ορθό χαρακτηρίζουμε κάθε συλλογισμό του οποίου οι προκείμενες είναι έγκυρες και το συμπέρασμα αληθές. Αφού εντοπίσετε πού βρίσκεται το σφάλμα των παρακάτω έξι συλλογισμών, διατυπώστε τους έτσι ώστε να γίνουν ορθοί:
Α. 1. Οι επιστήμονες είναι μορφωμένοι. 2. Ο Γιάννης είναι μορφωμένος. 3. Αρα: ο Γιάννης είναι επιστήμονας.
Β. 1. Ο δολοφόνος είναι ψηλός, μελαχροινός με μούσι. 2. Ο Παπαϊωάννου είναι ψηλός, μελαχροινός με μούσι. 3. Αρα: ο Παπαϊωάννου είναι ο δολοφόνος.
Γ. 1. Μια φυσιολογική γυναίκα γίνεται μητέρα μέχρι τα σαράντα της χρόνια. 2. Η Μαριάννα είναι πενήντα χρονών και δεν έχει παιδί. 3. Άρα: η Μαριάννα δεν είναι μια φυσιολογική γυναίκα.
Δ. 1. Κάθε φυσιολογικό αγόρι πρέπει να τελειώσει το Λύκειο, να σπουδάσει και να πάει στο στρατό. 2. Ο Ματθαίος παράτησε το σχολείο στην έκτη Δημοτικού. 3. Άρα: ο Ματθαίος δεν είναι ένα φυσιολογικό αγόρι.
Ε. 1. Οι πρώτοι αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνοι για πολλές κλοπές. 2. Ο πατέρας της Μπελίντα είναι ένας από τους πρώτους αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα. 3. Άρα: ο πατέρας της Μπελίντα είναι υπεύθυνος για πολλές κλοπές.
Στ. 1. Ένας καλός μαθητής συνήθως σηκώνει το χέρι του στην τάξη ζητώντας να συμμετάσχει στο μάθημα. 2. Η Αναστασία σχεδόν ποτέ δεν σηκώνει το χέρι της στην τάξη για να πει μάθημα. 3. Άρα: η Αναστασία δεν είναι καλή μαθήτρια.
ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ
Από τις αρχές του 17ου αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο επικράτησε μία νέα θεώρηση για τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του φυσικού κόσμου. Η επιστήμη ως θεσμός αντικαθιστά τη φιλοσοφία και αποκτά το δικαίωμα διερεύνησης του φυσικού γίγνεσθαι. Τα θεμέλια της νέας επιστημονικής σκέψης τέθηκαν κυρίως από τον Άγγλο Francis Bacon (1561 – 1626) και τον Γάλλο Rene Descartes (1596 – 1650). Ο καθένας πρότεινε διαφορετική μέθοδο για την προσέγγιση της αλήθειας και του απόκτησης βέβαιης επιστημονικής γνώσης. Ο Bacon, ο οποίος θεωρείται ως ο ιδρυτής του αγγλοσαξωνικού επιστημονικού τρόπου σκέψης, διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να βασιζόμαστε στα πειράματα και τις παρατηρήσεις για να εξάγουμε έγκυρη γνώση, ενώ ο Καρτέσιος, σε αντιδιαστολή με τον Bacon, πρότεινε τη λογική του ανθρωπίνου νου ως το μοναδικό κριτήριο που οδηγεί στην αλήθεια. Ο Bacon εισήγαγε τον εμπειρισμό αφού θεωρούσε ότι τα εμπειρικά δεδομένα που λαμβάνει ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεων του από την παρατήρηση και το πείραμα οδηγούν στην τεκμηρίωση της αντικειμενικής αλήθειας. Η συλλογιστική του Bacon βασίζεται στον επαγωγικό λογισμό (induction), σύμφωνα με τον οποίο ο τρόπος αναζήτησης της γνώσης προέρχεται από παρατηρησιακά ή πειραματικά δεδομένα μέσω των οποίων εξάγονται καθολικές θεωρίες και νόμοι. Η επιστημονική μέθοδος της επαγωγής παρείχε κατά τον Bacon βέβαιη γνώση. Αντίθετα ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι μέσω των αισθήσεων δεν μπορούσε να παραχθεί βέβαιη αντικειμενική γνώση αλλά έπρεπε να βασιζόμαστε στον ορθό λόγο του ανθρωπίνου νου και στις μαθηματικές αποδείξεις. Ο Καρτέσιος θεώρησε τον ορθολογισμό και την παραγωγική μέθοδο (deduction) ως τη μοναδική οδό για την επιστημονική βεβαιότητα, δηλαδή την επεξεργασία των υποθέσεων που παράγονται στο λογικό του ανθρωπίνου νου με τελικό αποτέλεσμα την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων σχετικά με τη λειτουργία της φύσης. Η Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1662 και τα μέλη της έτρεφαν θαυμασμό για τον Bacon. Ο Νεύτων αποτελούσε μέλος της και στα συγγράμματα του ‘Opticks’ και ‘Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica’ περιγράφει την επιστημονική μέθοδο που ακολούθησε για την περιγραφή των φυσικών φαινομένων η οποία βασιζόταν στο πείραμα και την επαγωγή. Ο Νεύτων υποστήριξε ότι οι διατυπώσεις υποθέσεων σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα πρέπει να βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα και να έχουν επιβεβαιωθεί πειραματικά. Εφόσον η θεωρητική υπόθεση δεν καταρρίπτεται από κάποιο πείραμα τότε μέσω της επαγωγικής γενίκευσης μπορούμε να διατυπώσουμε καθολικούς νόμους και να οδηγηθούμε σε έγκυρη επιστημονική γνώση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιστημονικής μεθόδου του Νεύτωνα αποτέλεσαν η ανακάλυψη της συνθετότητας του λευκού φωτός και ο νόμος της βαρύτητας. Όμως και στις δύο περιπτώσεις ο Νεύτωνας διατύπωσε ότι δεν γνώριζε απόλυτα τί είναι το φως ή η ακριβής έννοια της βαρύτητας, αλλά υποστήριξε ότι ήταν έτσι όπως τα περιέγραφε διότι με τον τρόπο αυτό εξηγούνταν τα φαινόμενα. Ο Νεύτωνας αντιλήφθηκε το πρόβλημα των επαγωγικών γενικεύσεων, όμως υποστήριξε ότι ήταν η πιο κατάλληλη μέθοδος που διέθετε η πειραματική φιλοσοφία για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Ο John Locke (1632 – 1704) ο οποίος επίσης ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, αποτέλεσε το θεμελιωτή του φιλοσοφικού ρεύματος του εμπειρισμού και το έργο του θεωρείται ως το ανθρωπιστικό, αντίστοιχο της Νευτώνειας φυσικής. Ο Locke ασχολήθηκε με τη λειτουργία του ανθρωπίνου νου και διατύπωσε την άποψη ότι όλες οι ιδέες που δημιουργούνται μέσα του και λαμβάνονται μέσω των αισθητηρίων οργάνων προέρχονται αποκλειστικά από την εμπειρία. Στη συνέχεια νους με τις διεργασίες του στοχασμού επεξεργάζεται τα εμπειρικά δεδομένα δημιουργώντας συμπεράσματα που περιγράφουν τη φυσική κατάσταση του κόσμου. Επιπλέον συμμεριζόταν τις απόψεις του Νεύτωνα για τις ιδιότητες των σωμάτων και εξέφρασε την άποψη ότι οι πρωτογενείς τους ιδιότητες που γίνονται αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, όπως ο όγκος και το σχήμα, αποτελούν θεμέλιο για την προαγωγή της έγκυρης επιστημονικής γνώσης. Επομένως κατέληξε στη θεώρηση ότι η αισθησιαρχία στην επιστήμη αποτελεί παράγοντα αντικειμενικότητας οδηγούμενοι έτσι στην ακριβή μελέτη τηςκαι τελικά συμπέρανε ότι η πειραματική επιστήμη και η επιστημονική εξήγηση, έτσι όπως την εισήγαγε ο Νεύτωνας, ήταν αναγκαία για την θεμελίωση θεωριών και καθολικών νόμων. Ο David Hume (1711 – 1776) ήταν σκωτσέζος φιλόσοφος του οποίου το έργο εντάσσεται στα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και του σκεπτικισμού. Ο Hume θεωρούσε, όπως και ο Locke, ότι ο ανθρώπινος νους μπορεί να παράγει επιστημονική γνώση μέσω της επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων, αλλά υποστήριξε ότι η επαγωγική γενίκευση που πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση θεωρητικής γνώσης μπορεί να αποδώσει μόνο σε πιθανολογική βάση. Πίστευε ότι οι επαγωγικές γενικεύσεις δεν μπορούν από μόνες τους να παράγουν βεβαιότητα για κάποιο γεγονός διότι δε διαθέτουν λογική εγκυρότητα δεδομένου ότι οι προκείμενες ενός συμπεράσματος μπορεί να είναι αληθείς, αλλά το συμπέρασμα ψευδές, διότι αυτές δεν ήταν εφικτό να συνδέονται με κάποιο λογικό συνειρμό με το συμπέρασμα, όπως συμβαίνει με την παραγωγή (deduction). Με τη γνωσιολογία του Hume εισάγεται ουσιαστικά ο σκεπτικισμός σχετικά με την ικανότητα του ανθρωπίνου νου να αποκτήσει ορθή γνώση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...