Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μηχανές και την ανθρώπινη δράση, ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομική ορθολογικότητα και την ηθική οικονομία του πλήθους. Το 19ο αιώνα, οι σιδηρόδρομοι εμφανίστηκαν στο Μεξικό σαν σύμβολο προόδου και εκσυγχρονισμού, και εγκωμιάζονταν διαρκώς από τις κυρίαρχες ελίτ. Το σχέδιο να ενωθούν σιδηροδρομικά οι δυο ακτές της χώρας, ο Ειρηνικός και ο Ατλαντικός, είχε καταστρωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1830, ενώ το 1873 εγκαινιάστηκε η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ της Πόλης του Μεξικού και του Βερα Κρούς. Μεταξύ 1876 και 1911, επί προεδρίας του στρατηγού Πορφίριο Ντίας («Πορφιριάτο»), το Μεξικό γνώρισε ένα πραγματικό σιδηροδρομικό μπουμ: το δίκτυο πέρασε από τα 640 στα πάνω από 24.000 χιλιόμετρα. Τις παραμονές της επανάστασης, η κατασκευή ενός εθνικού δικτύου είχε ολοκληρωθεί. Γενική ήταν η πεποίθηση ότι οι σιδηρόδρομοι θα έσωζαν τη χώρα από τη φτώχεια και την καθυστέρηση και θα έφερναν εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάπτυξη. Όπως και σε πολλά άλλα λατινοαμερικάνικα έθνη, οι φιλελεύθεροι έβλεπαν εδώ την ενσάρκωση του περίφημου θετικιστικού συνθήματος: «Τάξη και Πρόοδος».
Με τη χρηματοδότηση ξένων επενδυτών, Άγγλων και Αμερικανών κυρίως, το σιδηροδρομικό δίκτυο άνοιξε τη χώρα στη διεθνή αγορά και προώθησε το ξεκίνημα της βιομηχανοποίησης. Επιτάχυνε επίσης τη διαδικασία συγκέντρωσης της γαιοκτησίας με την ακμή του συστήματος των αγροτικών μονοπωλίων και την ενίσχυση της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων. Με άλλα λόγια, εκείνο που υμνούσαν οι ελίτ των πόλεων σαν έλευση της προόδου βιώθηκε από τους Ινδιάνους σαν μαζική διαδικασία απαλλοτρίωσης. Παντού όπου εισχωρούσε ο σιδηρόδρομος, οι παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες καταστρέφονταν. Οι δεκαετίες του «Πορφιριάτου» σημαδεύτηκαν από περιοδικές αγροτικές εξεγέρσεις που στρέφονταν ενάντια στους σιδηροδρόμους και ανέδειξαν ένα αντιφατικό πολιτισμικό τοπίο: από τη μία, η εξιδανίκευση της προόδου και η δικαίωσή της στο όνομα του θετικιστικού πιστεύω, κωδικοποιημένες από τον επίσημο λόγο και προπαγανδισμένες σαν κάτι αυτονόητο από τις εφημερίδες προς την κοινή γνώμη – από την άλλη, μια λαϊκή κουλτούρα, φτιαγμένη από τραγούδια και προφορικές παραδόσεις που φώτιζαν την πραγματικότητα του ξεριζωμού των αγροτικών κοινοτήτων. Έτσι, το Μεξικό είχε γίνει εμβληματική περίπτωση για τις αντίθετες διαγνώσεις περί νεοτερικότητας που αναφέρθηκαν προηγουμένως, μια διάσταση απόψεων που ούτε η επαναστατική διανόηση μπορούσε να αποφύγει. Σύμφωνα με τους υπερασπιστές της προόδου, ο σιδηρόδρομος ήταν η απόδειξη εκείνου που οι Μαρξ και Ένγκελς ονόμαζαν, στο Κομμουνιστικό μανιφέστο, η «εκπολιτιστική αποστολή του κεφαλαίου». Για τους άλλους, η περίπτωση του Μεξικού εικονογραφούσε με εύγλωττο τρόπο εκείνο που η Ρόζα Λούξεμπουργκ ονόμαζε η «οικουμενική καταστροφή» που προκαλεί το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ακριβώς αυτές οι εντάσεις ξέσπασαν με τη Μεξικάνικη Επανάσταση.
Μεταξύ 1911 και 1917, τόσο τα κυβερνητικά στρατεύματα όσο και οι επαναστατικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν τους σιδηροδρόμους. Τα πρώτα, μεταφέρονταν στις γραμμές του μετώπου σχεδόν αποκλειστικά με το τρένο. Οι δεύτερες, όσο και να προτιμούσαν τα άλογα –από τη Μεξικάνικη Επανάσταση, η συλλογική μνήμη συγκράτησε κυρίως την εικόνα των καβαλάρηδων του Βίγια και του Ζαπάτα, με φαρδιά σομπρέρο και φυσεκλίκια στο στήθος– έμαθαν κι αυτές να χρησιμοποιούν το σιδηροδρομικό δίκτυο, που έσπαγε την απομόνωσή τους και μεταμόρφωνε ένα πλήθος εδραίων αγροτών σε στρατό περιπλανώμενων μαχητών. Τα τρένα μεταφέρανε στρατεύματα, όπλα, καύσιμα και οικογένειες, αλλά και γιατρούς, νοσοκόμες και τραυματίες. Μετακινούσαν τις γραμμές του μετώπου, επιτάχυναν τις κινήσεις των εμπολέμων και μπορούσαν ν’ αλλάξουν ξαφνικά το συσχετισμό των δυνάμεων. Από τη στιγμή που μια περιοχή είχε καταληφθεί, τα τρένα μετατρέπονταν σε στρατώνες που διαθέτανε γραφεία, μαγειρεία και νοσοκομεία. Στο Επαναστατημένο Μεξικό (1914), ο Τζον Ριντ δίνει μια περιγραφή, γεμάτη θαυμασμό αν και οπωσδήποτε εξιδανικευμένη, των τρένων του Βίγια:
Ο Βίγια, που δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλάνε για «νόμους του πολέμου», ήταν ο μόνος που είχε προικίσει το στρατό του μ’ ένα αποτελεσματικό νοσοκομείο εκστρατείας – κάτι που δεν είχε υπάρξει ποτέ στο Μεξικό. Το αποτελούσαν σαράντα βαγόνια, εσωτερικά σμαλτωμένα, εφοδιασμένα με χειρουργεία και τα τελευταία σύνεργα της χειρουργικής, με προσωπικό πάνω από εξήντα γιατρούς και νοσοκόμες. Κατά τις εκστρατείες, καθημερινά δρομολόγια μεταφέρανε τους βαριά τραυματίες από το μέτωπο στα βασικά νοσοκομεία στο Παράλ, το Χιμένες και την Τσιουάουα. Φρόντιζε τους πληγωμένους Ομοσπονδιακούς το ίδιο καλά όσο και τους δικούς του άντρες. Μπροστά από το δικό του τρένο με τις προμήθειες πήγαινε πάντα ένα άλλο τρένο με δυο χιλιάδες σακιά αλεύρι, καθώς και καφέ, καλαμπόκι, ζάχαρη και τσιγάρα, για να θρέψει ολόκληρο τον πεινασμένο πληθυσμό της υπαίθρου γύρω απ’ το Ντουράνγκο και το Τορεόν.
Πολύ γρήγορα, οι επαναστάτες έμαθαν να χειρίζονται τα τρένα επαγγελματικά και αποφασιστικά. Εντούτοις, η σχέση τους με αυτά τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς έμεινε καθαρά εργαλειακή. Οι σιδηρόδρομοι τούς επέτρεψαν να κερδίσουν στρατηγικες μάχες ή, ακολουθώντας μια μακρά παράδοση αγροτικών εξεγέρσεων, να προκαλέσουν καταστροφές σε εχθρικά φρούρια. Το 1914, η Μεραρχία του Βορρά του Πάντσο Βίγια κατέλαβε το Τορεόν επιστρατεύοντας δεκαπέντε τρένα που μεταφέρανε στρατιώτες, οπλισμό και, όπως προαναφέρθηκε, ακόμα κι ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, κατάλληλα εφοδιασμένο για χειρουργικές επεμβάσεις. Ήδη όμως, τρία χρόνια νωρίτερα, είχε πραγματοποιήσει μια πετυχημένη επίθεση στη Σιουδάδ Χουάρες κρύβοντας τους στρατιώτες του σ’ ένα εμπορικό τρένο, που έπαιξε το ρόλο δούρειου ίππου, ενώ στη συνέχεια υπερασπίστηκε αυτό το στρατιωτικό προπύργιο αποκόβοντας τις σιδηροδρομικές γραμμές. Σε πολλές περιπτώσεις, αμαξοστοιχίες ρίχτηκαν σαν βόμβες εναντίον του εχθρού, εξού και η ονομασία «τρελές μηχανές» (máquinas locas), που σημάδεψε βαθιά το λαϊκό φαντασιακό. Τα σαμποτάζ, άλλωστε, ήταν τόσο συχνά ώστε, το 1914, οι σιδηροδρομικές γραμμές είχαν στρατιωτικοποιηθεί πλήρως.
Η συντηρητική προπαγάνδα παρουσίασε τις καταστροφές των σιδηροτροχιών και τη μεταμόρφωση των ατμομηχανών σε εργαλεία σαμποτάζ σαν αναμφισβήτητη απόδειξη της επαναστατικής βαρβαρότητας. Χωρίς αμφιβολία, οι εξεγερμένοι χωρικοί ήταν μεξικάνοι λουδίτες. Αυτή η οπτική βρήκε τη λογοτεχνική της έκφραση στο έργο του Μαριάνο Ασουέλα, Οι αποκάτω (Los de abajo, 1915), ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα για τη Μεξικάνικη Επανάσταση. Εκεί, περιγράφει τους εξεγερμένους που, κυριεύοντας μια πολυτελή αστική κατοικία, λεηλατούν την πολύτιμη οικοσκευή της. Ο βανδαλισμός τους δεν χαρίζεται ούτε στη βιβλιοθήκη, όπου μάλιστα καταστρέφουν μια σπάνια έκδοση της Θείας Κωμωδίας, την αξία της οποίας προφανώς αγνοούν. Α, σίγουρα η Μεξικανική Επανάσταση ήταν μια πράξη βαρβαρότητας εναντίον του πολιτισμού! Αυτή την άποψη εκφράζει ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος του Ραφαέλ Μουνιός, Να πάμε με τον Πάντσο Βίγια! (Vámonos con Pancho Villa, 1931), άποψη που συνοψίζεται σε μια αυτονόητη έκφραση: «una ola decivilizatoria», ένα κύμα εξάλειψης του πολιτισμού. Μια από τις πιο γραφικές και διασκεδαστικές περιγραφές του μεξικάνικου επαναστατικού τρένου μάς προσφέρει ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, ο Μαρτίν Λουίς Γκουσμάν, στο μυθιστόρημα του Ο αετός και το φίδι (El águila y la serpiente, 1928). Εδώ, υπογραμμίζεται η ανατροπή της «τάξης και προόδου» που προκύπτει από τη χρήση που επιφυλάσσουν οι επαναστάτες σ’ αυτές τις σύγχρονες μηχανές. Η εύτακτη ορθολογικότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών, η ακρίβεια των ωραρίων και των προορισμών, η διάκριση ανάμεσα σε εμπορικά και επιβατικά βαγόνια, ο έλεγχος των εισιτηρίων και ο διαχωρισμός των επιβατών σε διαφορετικές θέσεις, έχουν εξαφανιστεί εντελώς. Τα τρένα έχουν γίνει τόποι χάους και αταξίας, όπου οι επαναστάτες νιώθουν σαν στο σπίτι τους:
Η κατάσταση των πραγμάτων καθρεφτιζόταν εύγλωττα στους επιβάτες – σάμπως αυτοί να ήταν εικόνες που, δίνοντας όψη στις αξίες, φανέρωναν την ουσία τους. Την καταστροφή –ή τη μεγάλη υποβάθμιση– του υλικού εξοπλισμού και μηχανισμού την είχε ακολουθήσει μια αντίστοιχη πνευματική πτώση και επιδείνωση εκείνων που χρησιμοποιούσαν αυτά τα σακατεμένα μηχανήματα. Η ζωή μέσα στο τρένο έδειχνε παντού σημάδια μιας επιστροφής στον πρωτογονισμό. Η ταξινομική πολυπλοκότητα του πολιτισμού έσβηνε σιγά-σιγά. Η διάκριση ανάμεσα σε βαγόνια επιβατών και βαγόνια για εμπορεύματα είχε εξαφανιστεί, αφού και οι δύο τύποι οχημάτων χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση για οτιδήποτε. Κατά συνέπεια, είχε εξαφανιστεί κάθε διάκριση ανάμεσα σε πρόσωπα και αποσκευές: αλλού άντρες, γυναίκες και παιδιά στοιβάζονταν χάμω σα να ’τανε τσουβάλια, αλλού κιβώτια και βαλίτζες βολεύονταν στα καθίσματα. Αλλά αυτό που είχε τελείως εξαφανιστεί ήταν η αίσθηση της σωματικής κοσμιότητας που σχετίζεται με τις έννοιες της καρέκλας, του τραπεζιού και του κρεβατιού. Πουθενά οι επιβάτες δεν έμοιαζαν να νιώθουν πιο άνετα απ’ ό,τι στα εμπορικά βαγόνια που είχαν μετατραπεί σε επιβατικά: κάθονταν με την άνεσή τους στο πάτωμα, ξάπλωναν και τεντώνονταν. Κι εδώ επίσης, στους διαδρόμους και τις πλατφόρμες, έμοιαζε να ανακάλυψαν –σαν να είχε επιζήσει από ένα είδος αταβισμού, σε πείσμα της πορείας του πολιτισμού– μια λησμονημένη απόλαυση: την ευτυχία να τρώνε στο πάτωμα, ανάμεσα σε βρωμιές και σκουπίδια. Στο βαγόνι μου, κάμποσοι ταξιδιώτες είχαν καταλάβει το διάδρομο λες και βρίσκονταν στα βουνά. Οι σωροί των ανθρώπινων κορμιών –σωριασμένων, κουλουριασμένων, σταυροπόδι, στριμωγμένων, σφηνωμένων– εμπόδιζαν το πέρασμα τόσο μελετημένα που για να πας από τη μιαν άκρη του βαγονιού στην άλλη έπρεπε να πηδάς πάνω από κεφάλια και ώμους, ή πάλι να σκαρφαλώνεις πάνω σε βουνά από κούτες, καλάθια και κουβέρτες, πατώντας σε αβέβαιη ισορροπία πάνω στα μπράτσα των θέσεων […] Στην αρχή, κάποιοι επιβάτες που δεν τους είχε παρασύρει το κύμα εξάλειψης του πολιτισμού προσπάθησαν να βάλουν φραγμό στην ασυδοσία, αλλά τα παράτησαν πολύ γρήγορα διαπιστώνοντας ότι οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Η τάση προς τα κάτω είχε τη δύναμη χιονοστιβάδας και γινόταν ακατανίκητη: μόνο η βία θα μπορούσε να τη συγκρατήσει.
Έτσι, οι αντάρτες του Βίγια και του Ζαπάτα ανακάλυψαν τα προτερήματα της σύγχρονης τεχνολογίας –με το τρένο ταξίδευε και ο Ζαπάτα μεταξύ Κουερναβάκα και Πόλης του Μεξικού, φορτώνοντας σ’ ένα βαγόνι το άλογό του– χωρίς να εγκαταλείπουν το πνεύμα των λουδιτών προδρόμων τους, των άγγλων καταστροφέων των μηχανών. Τα τρένα συνδέανε τα χωριά με τις πόλεις και ενσωμάτωναν τις αγροτικές κοινότητες στην εθνική αγορά, αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός των επαναστατών. Όπως το εξήγησε θαυμάσια ο Αδόλφο Τζίλι (La revolución interrumpida, 1971), η Κομμούνα του Μορέλος ήταν μια μορφή κομμουνισμού της υπαίθρου, ριζωμένου στην αγροτική παράδοση της συλλογικής ιδιοκτησίας της γης. Οι ζαπατίστας δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την οικοδόμηση μιας μελλοντικής κοινωνίας, σύγχρονης και τεχνολογικής – η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν βρισκόταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων τους. Η ουτοπία τους αντλούσε από το παρελθόν, όχι από το μέλλον. Όταν ο Βίγια και ο Ζαπάτα συναντήθηκαν στην Πόλη του Μεξικού, στις 6 Δεκεμβρίου 1914, για να ενώσουν τους στρατούς τους, ένιωθαν κάπως αμήχανα, καθώς η δημοκρατία που πρότειναν βασιζόταν στην απουσία κεντρικής εξουσίας: ένα σώμα που ούτε αντιπροσωπευόταν ούτε ενσωματωνόταν σε έναν ενιαίο θεσμό. Ο σκοπός τους δεν ήταν να καταλάβουν και να ελέγξουν μια κεντρική εξουσία, αλλά να εγκαθιδρύσουν ένα αποκεντρωμένο σύστημα εξισωτικών αγροτικών συλλογικοτήτων. Από αυτή την άποψη, η πολιτική και κοινωνική τους επανάσταση θυμίζει περισσότερο το «ναρόντνικο» Μαρξ παρά τον Μαρξ που θαύμαζε την πρόοδο, ανακαλεί μάλλον τον ενθουσιασμό του Μαρξ για τη ρωσική obschina, στην αλληλογραφία του με τη Βέρα Ζασούλιτς, παρά το εγκώμιό του για τους σύγχρονους σιδηρόδρομους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...