Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ: ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Τρεις είναι οι κορυφαίοι αναγεννησιακοί επιστήμονες που άνοιξαν το δρόμο της νεότερης επιστήμης: Ο Κοπέρνικος, ο Παράκελσος και Ο Βεζάλ. Ο πολωνός Νικόλαος Κοπέρνικος (1473-1543) διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, που πρώτος είχε συλλάβει τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Αρίσταρχος ο Σάμιος. Ο ελβετός γιατρός Θεόφραστος Παράκελσος (1493-1541) διατύπωσε επαναστατικές θεωρίες για τη χημεία, την ιατρική και τη φαρμακευτική. Ο φλαμανδός Αντρέ Βεζάλ (1514-1564) ασχολήθηκε με την ανατομία και αποκάλυψε τα μυστικά του ανθρώπινου σώματος, με βάση επιστημονικές παρατηρήσεις.
Το έργο των πρωτοπόρων επιστημόνων της Αναγέννησης συνέχισαν λίγο αργότερα άλλοι σημαντικοί επιστήμονες. Ο Ιωάννης Κέπλερ (1571-1630) διατύπωσε τους νόμους της κίνησης των πλανητών, ενώ ο Γαλιλαίος ολοκλήρωσε και επιβεβαίωσε τη θεωρία του Κοπέρνικου, αλλά για τις ιδέες του οδηγήθηκε στην Ιερά Εξέταση. Τέλος, ο άγγλος Φραγκίσκος Μπέικον (1561-1626) συνέβαλε στην εξέλιξη της επιστήμης αναδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του πειράματος και της εμπειρίας.
Ο Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) έγραψε το περίφημο πολιτικό-φιλοσοφικό βιβλίο "Ο Ηγεμόνας" (Il Principe), όπου δείχνει τι οφείλει να πράττει ένας αρχηγός κράτους εναντίον των εχθρών του, για να διατηρήσει την εξουσία του. Η χρήση ακόμη και αθέμιτων μέσων για το σκοπό αυτό επιτρέπεται, και αυτός ο αμοραλισμός στην πολιτική ορολογία ονομάστηκε Μακιαβελισμός.
Ο Αρίοστο (1474-1533) είναι ο συγγραφέας του ευτράπελου έπους "Ορλάνδος Μαινόμενος", στο οποίο περιγράφει τις περιπέτειες του ερωτοχτυπημένου ανεψιού του Καρλομάγνου. Ο Τορκουάτο Τάσσο (1544-1595) έγραψε το έπος "Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ", που είναι εμπνευσμένο από τις Σταυροφορίες και αντανακλά το πνεύμα της Αντιμεταρρύθμισης.
Στη Γαλλία η Αναγέννηση άρχισε την περίοδο του Φραγκίσκου Α', οπότε ο μεγάλος ελληνιστής Γουλιέλμος Μπυντέ εξέδωσε πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων. Ο Φραγκίσκος Ραμπελαί (1494-1553) είναι ο συγγραφέας του σατιρικού μυθιστορήματος "Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ", ενώ ο Μιχαήλ Μονταίνι (1533-1592) και ο Ρονσάρ είναι δύο τυπικοί εκπρόσωποι των γαλλικών γραμμάτων της εποχής.
Ο Μιχαήλ Θερβάντες,ο κορυφαίος των ισπανικών γραμμάτων, είναι ο συγγραφέας του περίφημου μυθιστορήματος Δον Κιχώτης, στο οποίο αφενός σατιρίζεται ο ιπποτικός βίος, αφετέρου παρουσιάζεται ο άνθρωπος να αιωρείται δραματικά ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Στο θέατρο διακρίθηκαν μεγάλοι δραματουργοί όπως ο Καλντερόν και ο πολυγραφότατος Λόπε ντε Βέγκα.
Στην Πορτογαλία διακρίνεται ο Λουδοβίκος Καμόες (1524-1580), συγγραφέας του έπους "Λουζιτανοί", που είναι εμπνευσμένο από τις περιπέτειες των πορτογάλων θαλασσοπόρων.
πορτογαλική καραβέλα, ένας νέος τύπος καραβιού.
Στην Αγγλία, επί βασιλείας της Ελισάβετ (ελισαβετιανή εποχή) ζει ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας των νεότερων χρόνων Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), του οποίου τα 37 θεατρικά έργα εξακολουθούν να παίζονται σε όλο τον κόσμο και να συγκινούν με τις αιώνιες αλήθειες που περιέχουν. Τα δημοφιλέστερα έργα του είναι: Άμλετ, Οθέλλος, Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ, Ιούλιος Καίσαρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Εμπορος της Βενετίας. Ο Τόμας Μουρ είναι γνωστός κυρίως για το έργο του Ουτοπία, όπου προσπαθεί να δώσει λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα που μέχρι σήμερα απασχολούν τον άνθρωπο.
Η μορφή του λόγιου εκδότη Άλντο Μανούτιο αποτέλεσε ορόσημο μιας μεταβατικής εποχής κατά την οποία ο ουμανιστικός πολιτισμός, που είχε ανθήσει στην Ιταλία από τον 14ο αιώνα, εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο με την ανάπτυξη της τυπογραφίας και το πέρασμα από τον χειρόγραφο στον έντυπο λόγο. Σε αυτή τη διαδικασία συγκερασμού των ουμανιστικών σπουδών και του επιχειρηματικού πνεύματος η Βενετία, η πόλη στην οποία δραστηριοποιήθηκε ως εκδότης ο Μανούτιο, υπήρξε πρωτοπόρα στην Ευρώπη, προσφέροντας πρωτοφανείς ευκαιρίες σε όσους επιθυμούσαν να καταπιαστούν με το νέο μέσο πληροφορίας, διάδοσης της γνώσης και ψυχαγωγίας.
Με την συγκρότηση της θαλάσσιας αυτοκρατορίας της από τον 13ο αιώνα αρχικά στην ανατολική Μεσόγειο και στη συνέχεια στην ιταλική ενδοχώρα η Βενετία εξελίχθηκε στη σημαντικότερη εμπορική πόλη της ιταλικής χερσονήσου και μια από τις ισχυρότερες της Ευρώπης χάρη στην ιδιαίτερα προνομιακή θέση της και ελέγχοντας ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο που ένωνε την ανατολική Μεσόγειο με τη δυτική Ευρώπη. Η πόλη αποτέλεσε εξέχον κοσμοπολίτικο κέντρο με πληθυσμό που κατά τον 16ο αιώνα έφτασε τις 150.000 κατοίκους. Εκεί συγκεντρώνονταν άνθρωποι από όλη την Ευρώπη: μετανάστες, έμποροι και διανοούμενοι.
Η ανθηρή πνευματική ζωή της Βενετίας και η γειτνίαση με το φημισμένο πανεπιστήμιο της Πάδοβα ευνόησαν την εκδοτική ανάπτυξη. Τα βιβλία διαπερνούσαν τα όρια της πόλης και ταξίδευαν προς την υπόλοιπη Ιταλία και τη δυτική Ευρώπη. Συγχρόνως τροφοδοτούσαν τις κτήσεις του βενετικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο ενώ ορισμένες εκδόσεις στόχευαν ακόμη και στο αναγνωστικό κοινό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η νέα οικονομική δραστηριότητα ταυτόχρονα εμπεριείχε επιχειρηματικούς κινδύνους, καθώς απαιτούσε υψηλά κεφάλαια χωρίς το κέρδος να είναι συνήθως εξασφαλισμένο. Για αυτό ο νέος κλάδος αναπτύχθηκε πρωτίστως μέσω κοινοπραξιών στις οποίες τα όρια μεταξύ εκδοτικής δραστηριότητας, συγγραφής και επιχειρηματικής επένδυσης δεν υπήρξαν σαφώς οριοθετημένα.
Ο Μανούτιος, γεννημένος στο Μπασιάνο, πόλη του παπικού κράτους, γύρω στα 1451, και έχοντας λάβει σημαντική ουμανιστική παιδεία στη Ρώμη και στη Φερράρα εγκαταστάθηκε στη Βενετία στα μέσα της δεκαετίας του 1480. Το εκδοτικό πρόγραμμά του αριθμεί γύρω στις εκατό εκδόσεις και είναι γνωστό για δύο κυρίως λόγους: την παραγωγή αρχαιοελληνικών κειμένων στο πρωτότυπο και τις καινοτομίες ως προς τη μορφή, με την παραγωγή βιβλίων μικρού σχήματος και τη χρήση μιας νέας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων, γνωστών ως πλάγιων.
Μεταξύ των αρχαιοελληνικών εκδόσεών του Μανούτιο περιλαμβάνονται οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι τραγικοί ποιητές, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος και ο Όμηρος. Σημαντική απήχηση είχε η τετράτομη έκδοση των έργων του Αριστοτέλη, δεδομένης της ιδιαίτερης θέσης που κατείχε η αριστοτελική φιλοσοφία στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών της δυτικής Ευρώπης. Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του, το 1513 ο Μανούτιο εξέδωσε και δύο τόμους με έργα του Πλάτωνα.
Οι ελληνικές εκδόσεις του Μανούτιο αντανακλούν το ουμανιστικό ιδεώδες.
Ας δούμε όμως και τη στροφή που παίρνουν οι εικαστικές τέχνες.
Στην Αναγέννηση η τέχνη αποδεσμεύτηκε από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο «Ανθρωπισμός» (Ουμανισμός).
Η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν σε «ελευθέριες τέχνες», δραστηριότητες δηλαδή για «ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές». Ο καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή, ενώ παράλληλα μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία και ανέπτυσσε θεωρητικό προβληματισμό επιδιώκοντας γενική παιδεία.
H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλλε.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώνεται, στις αρχές του 15ου αιώνα, μια μεταστροφή προς τον νατουραλισμό, εντονότερη στις βόρειες χώρες, όπου η λεγόμενη «Αναγέννηση του Βορρά», παρουσιάζει το 1432, το πολύπτυχο των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν Βαν Άυκ «Ο μυστικός αμνός», έργο που διακρίνεται για την επιμελή και ακριβή παρατήρηση και εκτέλεση του τοπίου, των εσωτερικών και των ανθρώπινων τύπων. Ο λεπτομερειακός νατουραλισμός, είναι φαινόμενο διαφορετικό από το ιταλικό. Στην Ιταλία επικρατεί η νέα αντίληψη της εσωτερικής ενότητας του χώρου, και διατυπώνεται με τη μαθηματική αναπαραστατική μέθοδο της προοπτικής και με την πλαστική και ανατομικά ορθή απόδοση του ανθρώπινου σώματος.
Στον χώρο της Αρχιτεκτονικής, ο ιταλός Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) μελέτησε τα ερείπια κτισμάτων της κλασικής περιόδου και, κάνοντας χρήση των πρόσφατα ανακαλυφθεισών γνώσεων του Βιτρουβίου, συγγραφέως του 1ου αιώνα, καθώς και της ακμάζουσας επιστήμης των μαθηματικών, έδωσε μορφή στο αναγεννησιακό στυλ που μιμήθηκε και βελτίωσε τις κλασικές φόρμες.
Κατά την περίοδο αυτήν αξιοποιούνται οι ελληνορωμαϊκοί ρυθμοί κιόνων: ο Τοσκανικός, ο Δωρικός, ο Ιωνικός, ο Κορινθιακός και ο Σύνθετος. Αυτοί μπορεί να έχουν λειτουργικό ρόλο, υποστηρίζοντας για παράδειγμα μια τοξωτή στοά ή ένα επιστύλιο, ή εντελώς διακοσμητικό ρόλο, τοποθετημένοι ως παραστάδες ενάντια σε έναν τοίχο. Κατά την Αναγέννηση, οι αρχιτέκτονες προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν τους κίονες, τις παραστάδες και τους θριγκούς ως ολοκληρωμένο σύστημα. Ένα από τα πρώτα κτίσματα όπου χρησιμοποίησαν παραστάδες με τον τρόπο αυτό ήταν το Παλαιό Σκευοφυλάκιο (1421–1440) του Μπρουνελέσκι.
Ο Λέων Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) ήταν ένας από τους πρώτους που έκαναν χρήση της αψίδας σε μνημειακά κτίρια. Οι αναγεννησιακοί θόλοι δεν διαθέτουν νεύρα. Είναι ημικυκλικοί ή κατατετμημένοι σε τετράγωνη κάτοψη, σε αντιδιαστολή με τους γοτθικούς που συχνά είναι σε ορθογώνια.
Λεονάρντο ντα Βίντσι
Μυστικός δείπνος. Έργο με την καλύτερη σύνθεση και προοπτική.Το κεφάλι του Ιησού είναι ακριβώς εκεί που συγκλίνουν όλες οι γραμμές του έργου ακριβώς στη γραμμή του ορίζοντα.
Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα
Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι
Ραφαέλλο
Το νέο κοσμοείδωλο ανακλάται και στην εικόνα του κόσμου που έχει το έργο του Δάντη (DANTE).
«Η Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1313), γραμμένη στο διάστημα 1304-1309 είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο μεταίχμιο δύο εποχών (μεσαίωνας – αναγέννηση), η Θεία Κωμωδία συνιστά μια τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της επερχόμενης εποχής. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το μεσαιωνικό σύμπαν, στον πλούτο και στην ποικιλία του, στο μεγαλείο του και στις ρωγμές του, ιστορημένο με αυστηρή αρχιτεκτονική οργάνωση και με αντίστοιχα πλούσια και πολυεπίπεδη ποιητική γλώσσα, η οποία κατορθώνει να εκφράσει τα πάντα με συγκλονιστική απλότητα.
Ο Δάντης αναπαριστά ακριβώς τη διαδρομή που ξεκινά από την κοσμική πραγματικότητα και οδηγεί στην αιώνια ζωή, τη διαδρομή από τον κοσμικό, γήινο χρόνο στον απόλυτο χρόνο της αιωνιότητας. Μέσα από τη διαδρομή αυτή περιγράφει και καυτηριάζει με ρεαλισμό και τόλμη την πολιτική και κοινωνική κρίση της εποχής και αντιτάσσει την αναγκαιότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης».
Η «Θεία Κωμωδία» έχει εμπνεύσει διαχρονικά ποιητές, σεναριογράφους, συνθέτες λειτουργώντας ως ένα από τα πιο ισχυρά και διαχρονικά διακείμενα της παγκόσμιας τέχνης. Ακούμε τη Lorena McKennitt να αφηγείται μελωδικά μια πορεία ζωής εμπνεόμενη από την ανάλογη πορεία αυτογνωσίας του ποιητή της Κωμωδίας.
Επίσης, χαρακτηριστική ποίηση που σηματοδοτεί το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στη νέα εποχή είναι η ποίηση του PETRARCA
ΕΡΩΤΗΜΑ. Από το σύνολο των ανθρώπων εκείνης της εποxής, ποιος πραγματικά είχε επαφή με την Αναγέννηση;
Η κουλτούρα της Αναγέννησης αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τις οικονομικά ανώτερες τάξεις (popolo grasso)
Οι ανώτερες τάξεις είχαν τον χρόνο και μπορούσαν να διαβάσουν τους κλασικούς. Το ίδιο ίσχυε για τις γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Οι ιδέες της Αναγέννησης ελάχιστα θα «περνούσαν» στις κατώτερες τάξεις (popolo minuto). Όσο για τους αγρότες, αυτοί θα παρέμεναν τελείως αγράμματοι.
Οι τάξεις δεν εργαζομένων και οι μικρέμποροι επίσης δεν είχαν επαφή με την κουλτούρα της Αναγέννησης. Ήσαν απασχολημένοι με τις φροντίδες της καθημερινότητας.
Πάντως, είναι γεγονός ότι οι ΕΞΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ σε κάθε περίοδο της Ιστορίας αντικατοπτρίζουν τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις της εν λόγω περιόδου.
Ένα ωραίο παράδειγμα ήταν η βυζαντινή τέχνη: η αισθητική αντίληψη των βυζαντινών καθοριζόταν από το φιλοσοφικό περίγραμμα της εποχής εκείνης.
Στο Βυζάντιο η Ηθική (δηλαδή η διάκριση Καλού και Κακού) συμβάδιζε με τις επιταγές του Χριστιανισμού. Αυτό φαίνεται στις απεικονίσεις του Ιησού και των αγίων:
Το ψηφιδωτό προέρχεται από την κατακόμβη της Πρισίλας, στη Ρώμη, και είναι του 2ου μ.Χ. αιώνα: ο Ιησούς απεικονίζεται ως "καλός ποιμήν", δηλαδή ως ένας αγαθός βοσκός που βόσκει το ποίμνιό του (τους πιστούς, δηλαδή).
Τμήμα από το ψηφιδωτό της ουράνιας Ιερουσαλήμ στον Άγιο Γεώργιο (Ροτόντα) στη Θεσσαλονίκη, 5ος αι. Το ψηφιδωτό αντικατοπτρίζει τη νοητική εικόνα που είχαν οι Βυζαντινοί για την ουράνια βασιλεία: την τοποθετούσαν σε ένα υψηλό σημείο (στα ουράνια), αλλά γεωγραφικά τη συνέδεαν με τον ιστορικό τόπο των Ιεροσολύμων.
Ένθρονη Παναγία, ζωγραφιά με εγκαυστική μέθοδο από τη Μονή Σινά: η πρωιμότερη βυζαντινή ζωγραφική συνεχίζει την ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση της τοιχογραφίας αλλά επενδύει τα κλασικά θέματα με αλληγορικό χριστιανικό περιεχόμενο: κοινές απεικονίσεις ψαρέματος απέδωσαν την αλίευση ψυχών, και απεικονίσεις βοσκών που κουβαλούν τα ζώα τους (εικονογραφικός τύπος μοσχοφόρου) απέδωσαν τον Καλό Ποιμένα που επαναφέρει τους παραστρατημένους στον δρόμο της πίστης. Είναι χαρακτηριστικές οι πρωτοχριστιανικές τοιχογραφίες του ναού του Οσίου Λουκά.
Τα σημαντικότερα μνημειακά σύνολα εντοίχιων ψηφιδωτών του 5ου και 6ου αι., της εποχής ακμής της Παλαιοχριστιανικής ψηφιδογραφίας, σώζονται στη Ρώμη, τη Ραβέννα και τη Θεσσαλονίκη. Στη φωτογραφία, συμβολική απεικόνιση της Μεταμόρφωσης του Χριστού, ψηφιδωτό στον Άγιο Απολλινάριο in Classe της Ραβέννας, 549
Οἱ Βυζαντινοὶ ἤ, ὀρθότερα, οἱ Ρωμιοὶ τῆς Ἀνατολῆς, είχαν επιδοθεί κατὰ κύριο λόγο στὴ ζωγραφική. Είχαν περάσει ἀπὸ τὸν τρισδιάστατο τρόπο ἀναπαράστασης στὸν δισδιάστατο. Μετὰ τὶς εἰκονομαχικὲς ἔριδες καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων, ἡ ζωγραφικὴ (τοιχογραφία, εἰκονογραφία, ψηφιδογραφία καὶ μικρογραφία) στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἔφτασε σὲ ὕψιστα ἐπίπεδα καλλιτεχνικῆς ἔκφρασης καὶ πνευματικότητας.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ζωγράφος φορητῶν εἰκόνων καὶ μάλιστα ὁ προσωπογράφος τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία ζωγράφισε ἐκ τοῦ φυσικοῦ. Ὅπως ὅμως θρυλεῖται, ἡ ἴδια ἡ Παναγία τοῦ ὑπέδειξε ἐπακριβῶς πῶς νὰ Τὴν ἀπεικονίσει, τοῦ ὑπέδειξε δηλαδὴ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀπεικόνισή Της ὡς μιᾶς συγκεκριμένης γυναίκας, ὀνόματι Μαρίας, ἐπιλέγοντας τὴν πνευματικότερη ἀπεικόνισή Της ὡς Θεομήτορος. Ὁ θρύλος αὐτὸς ὑποδηλώνει ότι ἡ φορητὴ εἰκόνα ἀπετέλεσε ἐξαρχῆς ὑπέρβαση τῆς ρεαλιστικῆς ἀναπαράστασης ἑνὸς θέματος, ἀφοῦ ἐπιδιώκει νὰ ἀποδώσει τὴν αἰθερικὴ ὑπόσταση τῆς μορφῆς τὴν ὁποία ἀπεικονίζει. Πίσω από την υλική εικόνα βρίσκεται, σύμφωνα με την εικονοφιλική αντίληψη, η "αιθερική" Εικόνα των Ιδεών.
Ἡ ἐπιπεδότητα τῆς σανίδας καὶ τοῦ τοίχου δὲν ἀπετέλεσε ποτὲ πρόβλημα γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους ζωγράφους φορητῶν εἰκόνων καὶ τοὺς νωπογράφους, ἀφοῦ αὐτὴ δὲν ἀντιμαχόταν τὴν ἀρχὴ τῆς μετωπικότητας, τὴν ὁποία τηροῦσαν αὐστηρά. Ἡ ἀγάπη τῶν ἁγιογράφων πρὸς τὶς σχηματοποιημένες μορφές, καθὼς καὶ ἡ ἔλλειψη ἐλευθερίας κινήσεων καὶ ἡ ἀπουσία σφοδρῶν μεταλλαγῶν ἀπὸ τὶς εἰκόνες, καθ’ ὅλα σύμφωνες πρὸς τὸν ξηρό, ἀσκητικὸ καὶ ἱεροπρεπὴ χαρακτήρα τῆς ὀρθόδοξης ζωγραφικῆς, καθιστοῦσαν ἀχρείαστη, ἐντελῶς περιττὴ τὴν ἐπινόηση ζωγραφικῶν λύσεων ὅπως ἡ προοπτική. Ἄλλωστε ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ ἀπέδιδε κυριότατη σημασία στὸ θέμα παρὰ στὴν ἐκτέλεση τοῦ θέματος. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁγιογράφοι εἶχαν ἐξαρχῆς ἀποφύγει παντελῶς νὰ ἀποδώσουν τὴν ὀφθαλμαπάτη τοῦ βάθους, τὴν ὁποία ἡ προοπτικὴ πρόσφερε ὡς μέθοδο στοὺς δυτικοὺς καλλιτέχνες. Ἔτσι, οἱ ἁγιογράφοι ζωγράφιζαν τὶς ὅποιες πολυπρόσωπες βιβλικὲς σκηνὲς καθ’ ὕψος, δηλαδὴ σὲ ἐπάλληλες, ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, εἰκονογραφικὲς ζῶνες, ποὺ ὑποκαθιστοῦσαν μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σχηματικὰ τὰ διάφορα εἰς βάθος ἐπίπεδα. Αυτή η προοπτική ονομάζεται "ιππεύουσα" και συναντάται και στην ιαπωνική ζωγραφική "κακεμόνο".
Η Αναγέννηση είναι περίοδος βαθειάς κρίσης των δύο βασικών θεσμών του Μεσαίωνα, του παπισμού και της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις και η ανάδυση του αστικού στοιχείου και των εθνικών μοναρχιών, κλόνισαν τον ένα έπειτα από τον άλλο τους στυλοβάτες της παλιάς τάξης πραγμάτων, ενώ πρόβαλε η ανάγκη δημιουργίας νέων πολιτικών θεσμών. Η άνοδος της εμπορικής, τραπεζικής και βιοτεχνικής αστικής τάξης τροποποίησε βαθύτατα τη διάρθρωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας .
Οἱ ζωγραφικοὶ πίνακες μὲ βιβλικὸ καὶ γενικότερα θρησκευτικὸ θέμα ἢ περιεχόμενο, ποὺ φιλοτεχνήθηκαν στὴ Δύση, ἀπὸ τὸν Τζιότο καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ Ἀναγέννηση καὶ πέρα, ἀπέχουν πολύ – θεολογικά, ἰδεολογικά, ὑφολογικά, αἰσθητικὰ καὶ κοντολογὶς πνευματικὰ – ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν ὀρθόδοξων ναῶν. Ἡ δυτικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ ἔχασε τὴ μεσαιωνική της ἱεροπρέπεια καὶ μολύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀναγεννησιακή, ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη. Στοὺς θρησκευτικοὺς πίνακες κυρίαρχα στοιχεῖα εἶναι ὁ γλυκασμὸς τῶν μορφῶν, ἡ προσπάθεια νὰ ἀποδοθεῖ ὅσο πιὸ νατουραλιστικὰ γίνεται ἡ ἔκφραση τῶν εἰκονιζόμενων προσώπων, ἡ ἔντονη ἀφηγηματικὴ τάση, ὁ διάχυτος δακρύβρεχτος συναισθηματισμός, οἱ ἐμφατικὲς κινήσεις τῶν ἁγίων, ἡ τάση πρὸς τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη φυσικότητα ποὺ ἐντείνεται ἀπὸ τὴ χρησιμοποιούμενη χρωματικὴ κλίμακα καὶ τὴ φωτοσκίαση ἔτσι ποὺ τὰ σχήματα νὰ παύουν νὰ ἀνήκουν στὸ δισδιάστατο ἐπίπεδο τοῦ πίνακα, ἔτσι ποὺ ὁ πίνακας νὰ μὴ δίνει τὴν ἐντύπωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς ἀλλὰ μιᾶς ἀναπαράστασης ἑνὸς ἐπεισοδίου ἢ μιᾶς βιβλικῆς σκηνῆς˙ καὶ ὅλα αὐτὰ πολλὲς φορὲς μὲ φοβερὴ ζωγραφικὴ δεξιοτεχνία ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ προκαλεῖ τὸ θαυμασμό.
Ραφαέλλο, «Ἡ Παναγία μὲ τὸ θεῖο Βρέφος καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη», γνωστὴ ὡς «Ἡ Μαντόννα μὲ τὴν πολυθρόνα» (περ. 1514), ἐλαιογραφία σὲ ξύλο, διάμ. 71 ἑκ., Παλάτσο Πίττι, Φλωρεντία.
Συγκρίνετε με τη φορητή εικόνα του Ἐμμανουὴλ Λαμπάρδου, «Ἡ Γλυκοφιλοῦσα» (1609, Μουσεῖο Μπενάκη, Ἀθήνα)
Τζιὰν Λορέντσο Μπερνίνι, «Ἡ ἔκσταση τῆς ἁγίας Θηρεσίας» (1646), παρεκκλήσι Κορνάρο, ναὸς τῆς Σάντα Μαρία ντέλλα Βιτόρια, Ρώμη.
Συγκρίνετε με τη φορητή εικόνα του Θεοφάνη του Κρητός, «Ἡ Βρεφοκρατοῦσα» (1546, Μονὴ Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος)
Η ουσιαστική τομή της Αναγέννησης είχε συντελεστεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα από τον 13ο αιώνα.
Η προοπτική ήταν ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη διδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το «σημείο φυγής» στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία.
H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργούσε η προοπτική, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιορισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.
Τι 1435 ο Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι δημοσίευσε το Περί ζωγραφικής έργο του, αφιερωμένο στον Μπρουνελλέσκι, όπου μαζί με την αξιολόγηση των νέων αντιλήψεων, παρουσίαζε και τους κανόνες της νέας τέχνης. Σύμφωνα με αυτούς, η αρχιτεκτονική έπρεπε να στηρίζεται στην προοπτική, αλλά και να ανατρέχει στην αρχαιότητα και η ζωγραφική να χρησιμοποιεί τις ρυθμολογικές υπαγορεύσεις αποβλέποντας στο «κάλλος», δηλαδή στην συμφωνία και αρμονία των μερών.
Το 1452, στο έργο του "Περί οικοδομικής" επανερχόταν στις χαράξεις του Βιτρούβιου που δίδασκαν την ευρυθμία και τη συμμετρία των μερών.
Σταδιακά αντλούνται από την κλασική τέχνη διάφοροι ρυθμοί, κίονες, ζώνες και η οριζόντια ανάπτυξη των κτιρίων. Στη γλυπτική ασκούν μεγάλη επίδραση η αυστηρότητα και η απλότητα των χαράξεων του Φίλιππο Μπρουνελλέσκι. Ο τρούλος του καθεδρικού ναού (Duomo) της Φλωρεντίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Η περίπτωση του Μαζάτσιο προκάλεσε πραγματικήν επανάσταση στη ζωγραφική, καθώς ήταν ο πρώτος που απέδειξε, πως γνώριζε σε βάθος τη προοπτική κι είχε δυνατότητα να φιλοτεχνήσει πάνω σ' επίπεδη επιφάνεια, τρισδιάστατα έργα που αποδίδανε θαυμάσια τη πραγματικότητα. Η τεχνική του Μαζάτσιο φαίνεται στον πίνακα "Η πληρωμή του τελώνη", που αντιπροσωπεύει απόλυτα αυτό το πρώιμο στάδιο της δυτικής ζωγραφικής:
Ο γλύπτης Ντονατέλο (Φλωρεντία, 1386-Φλωρεντία, 13 Δεκεμβρίου 1466) υπήρξε ένας από τους τρεις πατέρες της Φλωρεντινής Αναγέννησης, μαζί με το Μπρουνελέσκι (Filippo Brunellesci) και το Μαζάτσιο (Masaccio)
Οπαδός των αρχών του Μπρουνελλέσκι και του Μαζάτσιο ήταν ο Πάολο Ουτσέλλο (στη φωτό λεπτομέρεια από τη "Μάχη του Σαν Ρομάνο"),
Άλλος σημαντικός οπαδός του Μαζάτσιο ήταν ο Αντρέα ντελ Καστάνιο (στη φωτό ο "Μυστικός Δείπνος" του)
Χαρακτηριστικός εικονογράφος της περιόδου ήταν και ο Ντομένικο Βενετσιάνο
Επίσης, μοναδική είναι η τέχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα
Ο Φρα Αντζέλικο έμεινε πιστός στις ιδέες της γοτθικής τέχνης και παράλληλα εφάρμοσε στα έργα του τις νέες μεθόδους του Μαζάτσιο, για να εκφράσει κυρίως τα παραδοσιακά θέματα τις θρησκευτικής τέχνης.
Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Λορέντζο Γκιμπέρτι. Με το καλλιτεχνικό και θεωρητικό του έργο προσπαθεί να συνδέσει την τέχνη του 14ου αιώνα με τη νέα τέχνη. Ο Γκιμπέρτι στρέφει την προσοχή του στη μαθηματική και γεωμετρική μορφή του σχεδίου και τη θεωρεί βασικό στοιχείο για τη νέα καλλιτεχνική όραση.
Στον 15ο αιώνα, το περίφημο Quattrocento, δηλαδή τα «Τετρακόσια», όλοι σχεδόν οι ιταλοί ζωγράφοι συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ανανέωση προβάλλοντας από τους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους όσους συμφωνούσαν περισσότερο με την προσωπικότητά τους. Δηλαδή, την προοπτική, την πλαστικότητα, την επαναφορά των θεμάτων από τη μυθολογία- όπως την παρουσιάζει στα έργα του ο Φλωρεντινός ζωγράφος Σάντρο Μποττιτσέλλι, που εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο χωρίς να προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αρχαιότητας.
Η δεύτερη φάση της Αναγέννησης αναπτύσσεται στις αρχές του 16ου αιώνα (Cinquecento) με σημαντικότερο κέντρο τη Ρώμη και καθορίζεται από δύο ρεύματα αναζητήσεων, το ένα επιδιώκει να φτάσει σε ένα σαφές και ορθολογιστικό όραμα της φύσεως και το άλλο στην πραγμάτωση του ιδανικού «κάλλους». Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Ραφαέλλο, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Κορρέτζιο αποτελούν σταθμούς στην εξέλιξη αυτή.
Λεονάρντο ντα Βίντσι, ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ραφαέλλο, Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι, λεπτομέρεια από την ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ
Κορρέτζιο, ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ (Πάρμα)
Η πορεία της τέχνης στη Βενετία διέφερε αισθητά από την εικόνα που εμφάνισαν οι άλλες ιταλικές περιοχές. Η αισθησιακή και κοσμοπολίτικη ιδιοσυγκρασία των βενετσιάνων δεν θα υιοθετούσε εύκολα τις θεωρίες των διανοουμένων ουμανιστών της Τοσκάνης. Λόγο του ακμαίου θαλασσινού εμπορίου, οι πολιτιστικές επιδράσεις που δέχτηκε είχαν ποικίλες προελεύσεις. Η βενετσιάνικη ζωγραφική χαρακτηρίζεται από μια προτίμηση στα φωτεινά χρώματα. Η ευαισθησία των βενετσιάνων στο φως τους έκανε να ασχοληθούν με τη ζωγραφική των τοπίων και να κατακτήσουν την τεχνική της ατμοσφαιρικής προοπτικής. Ο Μπελλινι ανήκε στην ίδια γενιά με τον Βερρόκιο, τον Γκιρλαντάιο και τον Περουτζίνο. Ήταν ο επικεφαλής της βενετσιάνικης ζωγραφικής ο οποίος δέχτηκε επιδράσεις από τον Μαντένια και τον Μεσσίνα. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται για την αγάπη του στο απαλό φως της υπαίθρου.
Ο Τζιορτζιόνε στα έργα του υποτάσσει τα πάντα, όχι στην προοπτική, αλλά στο χρώμα, που θεωρεί ότι καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του κοσμικού χώρου. Σε αυτήν την αρχή στηρίζεται όλη η πορεία της βενετσιάνικης ζωγραφικής και διακρίνεται στο έργο του Τιτσιάνο, όπου κάτω από τη ρωμαλέα και αισθησιακή επιφάνεια διατηρούνται οι μεγαλειώδεις κλασικές αναλογίες της ανθρώπινης μορφής
Ο Τιντορέττο είναι επίσης χαρακτηριστικός ζωγράφος της περιόδου αυτής.
Κατά την Αναγέννηση(Rinascimento)εγκωμίασαν τον Τζόττο ως τον ζωγράφο που οδήγησε σε μια αληθινή αναβίωση της τέχνης.
Ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του Λορέντζο Γκιμπέρτι. Με το καλλιτεχνικό και θεωρητικό του έργο προσπαθεί να συνδέσει την τέχνη του 14ου αιώνα με τη νέα τέχνη. Ενώ στα γλυπτά του η παρουσία γοτθικών στοιχείων είναι συχνή, στα Σχόλιά του, τονίζεται η υπεροχή της κλασικής τέχνης, η ιστορική σχέση με τον 14ο αιώνα και ταυτόχρονα η σημασία της οπτικής για την τέχνη. Στρέφει την προσοχή του στη μαθηματική και γεωμετρική μορφή του σχεδίου και τη θεωρεί βασικό στοιχείο για τη νέα καλλιτεχνική όραση.
Στον 15ο αιώνα, λεγόμενο και Quattrocento, δηλαδή τα «Τετρακόσια», όλοι σχεδόν οι Ιταλοί ζωγράφοι συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ανανέωση προβάλλοντας από τους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους όσους συμφωνούσαν περισσότερο με την προσωπικότητά τους. Δηλαδή, την προοπτική, την πλαστικότητα, την επαναφορά των θεμάτων από τη μυθολογία,- όπως την παρουσιάζει στα έργα του ο Φλωρεντινός ζωγράφος Σάντρο Μποττιτσέλλι, που εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο χωρίς να προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αρχαιότητας και άλλοτε εμπνέεται από το μυθικό κόσμο, όπου εμφανίζεται σαν φορέας ηθικών μηνυμάτων με περιεχόμενο συμβολικό και θρησκευτικό - ή από τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι σημαντικότεροι οπαδοί των αρχών του Μπρουνελλέσκι και του Μαζάτσιο την εποχή αυτή ήταν, ο Πάολο Ουτσέλλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντομένικο Βενετσιάνο, με τον οποίο συνδέεται η τέχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα.
Επίσης ο ζωγράφος Φρα Αντζέλικο, έμεινε πιστός στις ιδέες της γοτθικής τέχνης και παράλληλα εφάρμοσε στα έργα του τις νέες μεθόδους του Μαζάτσιο, για να εκφράσει κυρίως τα παραδοσιακά θέματα τις θρησκευτικής τέχνης. Ενώ ζωγράφοι σαν τον Φρα Αντζέλικο μπορούσαν να χρησιμοποιούν το καινούριο χωρίς να αλλάξουν το πνεύμα του παλιού, άλλοι λιγότερο ευσεβείς και λιγότερο φιλόδοξοι καλλιτέχνες, εφάρμοζαν τις νέες μεθόδους με ελαφριά καρδιά, χωρίς να νοιάζονται πολύ για τη δυσκολία που παρουσίαζαν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο ζωγράφος Μπενότσο Γκότσολι, μαθητής του Φρα Αντζέλικο.
Οι πραγματείες του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα «Η προοπτική στη ζωγραφική» και «Πέντε συστήματα ευρυθμίας», επηρέασαν το έργο των Λαουράνα και ύστερα από μερικά χρόνια την αρχιτεκτονική του Μπραμάντε, καθώς και ζωγράφους όπως τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, τον Τζοβάννι Μπελλίνι, τον Περουτζίνο. Ο Αντρέα Μαντένια ανέπτυξε κατά τρόπο εντελώς προσωπικό τις αναγεννησιακές ιδέες. Στους πίνακές του, η ηρωική πλευρά του ουμανισμού, που είχε εμφανιστεί παλαιότερα με τα έργα του Ντονατέλλο και του Αντρέα ντελ Καστάνιο, διαμορφώνεται σε μυθικό όραμα του ρωμαϊκού κόσμου. Στη Φερράρα οι ζωγράφοι Κόσσα, Έρκολε ντε Ρομπέρτι και Κοσμέ Τούρα, δημιουργούν ένα ιδιότυπο ύφος, συνδυασμό των υποδειγμάτων του Μαντένια και του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, με τη γοτθική, συμβολική αστρολογική κυρίως παράδοση και τη φλαμανδική ζωγραφική.
Η δεύτερη φάση της Αναγέννησης αναπτύσσεται στις αρχές του 16ου αιώνα (ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΣΕΝΤΟ: Cinquecento) με σημαντικότερο κέντρο τη Ρώμη και καθορίζεται από δύο ρεύματα αναζητήσεων, το ένα επιδιώκει να φτάσει σε ένα σαφές και ορθολογιστικό όραμα της φύσεως και το άλλο στην πραγμάτωση του ιδανικού «κάλλους». Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπραμάντε, ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος αποτελούν σταθμούς μέσα στην εξέλιξη αυτή. Ο Βαζάρι στο έργο του «Βίοι των καλλιτεχνών», είχε ήδη διαγνώσει ότι οι αρχές του 16ου αιώνα ήταν η χρυσή εποχή της Αναγέννησης και ότι η τεχνοτροπία του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου αντιπροσώπευε το κορύφωμα της ανόδου. Η εξέλιξη των αναζητήσεών τους ήταν το πρώτο βήμα για τον μανιερισμό, που σήμερα αναγνωρίζεται ότι ενώ έχει αναγεννησιακές τις ρίζες, είναι και εντελώς αυτόνομος από την Αναγέννηση, κυρίως για την έντονη κριτική του διάθεση απέναντι στην κλασική τέχνη. Στην αρχιτεκτονική, τον Μπραμάντε και τον Ραφαήλ διαδέχονται ο Αντόνιο ντα Σανγκάλλο, ο Περούτσι, ο Βινιόλα και ο Σέρλιο. Στη ζωγραφική, από τους πολυάριθμους οπαδούς του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ξεχωρίζει για την μεγάλη σημασία των πειραματισμών του ο Κορρέτζιο.
ΤΖΟΡΤΖΟΝΕ
Ο Τζορτζόνε στα έργα του υποτάσσει τα πάντα, όχι στην προοπτική, αλλά στο χρώμα, που θεωρεί ότι καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του κοσμικού χώρου.
H ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΑΛΜΠΕΡΤΙ (σχέδιο)
Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι
Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. τα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
Στο έργο του ο Τζάκομο νετλα Πόρτα επηρεάστηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο. Κατασκεύασε πολλές από τις κρήνες της πόλης που χρονολογούνται το 16ο αιώνα. Ανάμεσά τους συναντούμε τα συντριβάνια στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, καθώς και τις Φοντάνα ντι Νετούνο και Φοντάνα ντελ Μόρο στην Πιάτσα Ναβόνα. Απεβίωσε στη Ρώμη το 1602.
Ο Ραφαέλο Σάντσιο ( Raffaello Sanzio, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520) εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Περουτζίνο.
Τα πρώιμα έργα του χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα και φιλοτεχνήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Περούτζια, πριν εγκατασταθεί στη Φλωρεντία και αργότερα στη Ρώμη.
TEXNIKH SFUMMATO
Ραφαέλλο, Η Σχολή των Αθηνών
Ηλιόδωρος
Η πόλη φλεγόμενη
Η Σχολή των Αθηνών (Βατικανό)
Οι Κύριες και οι Θεολογικές Αρετές
Άγιος Πέτρος
Η ομάδα του Παρνασσού
Peruggino, Μαντόνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Φρα Αντζέλικο Λίππι, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, η Μαντόνα της Σετζόλα
Peruggino, Λορέντζος
Peruggino, Pieta
Αγία Αικατερίνη
Aντίγραφο της χαμένης "Λήδας με τον Κύκνο" του Μικελάντζελο, που υποτίθεται πως επηρέασε το contrapposto του Ραφαέλλο
Το κοντραππόστο στο άγαλμα "Δαβίδ" του Μικελάντζελο
Ραφαέλλο, Προσωπογραφία του Μπίνο Αλτόβιτι
Ραφαέλλο, Η διάσωση του Μωϋσή
Rafaello, Πορτραίτο Κυρίας που κρατά μονόκερω
Ραφαέλλο, Οι τρεις Χάριτες
ΑΣΚΗΣΗ: Να συγκρίνετε τις "Τρεις Χάριτες" του Ραφαέλλο με τις μεταγενέστερες "Τρεις Χάριτες" του Ρούμπενς
MICHELANGELO BUONAROTTI
Pieta (Αποκαθήλωση)
Μιχαήλ Άγγελος, Δελφική Σίβυλλα.
ΑΣΚΗΣΗ: Προσέξτε την κόρη και συγκρίνετέ την με την απόδοση της Θεοτόκου στην Pieta, καθώς και με το πρόσωπο του Δαβίδ. Σημειώστε τον αμφίρροπο χαρακτήρα με τον οποίον αποδίδονται τα γνωρίσματα του φύλου)
Μιχαήλ Άγγελος, Δαβίδ (κεφάλι)
ΜΙχαήλ Άγγελος, ανδρικό γυμνό (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για Madonna
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για ανδρικό γυμνό
ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ
Πανοραμική άποψη της οροφής
H KΥΜΑΙΑ ΣΙΒΥΛΛΑ
Μιχαήλ Άγγελος, Αδάμ (από τη δημιουργία του Αδάμ, Καπέλα Σιξτίνα)
Ανδρικό γυμνό (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ: Μιχαήλ Άγγελος
Η Δημιουργία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Σίβυλλα (Καπέλα Σιξτίνα)
Δευτέρα Παρουσία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Προφήτης Ιερεμίας (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, Ο εκπεσών άνθρωπος (λεπτομέρεια από τη Δευτέρα Παρουσία, Καπέλα Σιξτίνα, πιθανόν με αυτοπροσωπογραφία)
ΜΙχαήλ Άγγελος , Δευτέρα Παρουσία ( Η Υστάτη Κρίσις, Καπέλα Σιξτίνα, συνολική θέα της σύνθεσης)
ΜΙχαήλ Άγγελος, Ο πειρασμός των πρωτοπλάστων (Καπέλα Σιξτίνα)
Μαζάτσιο, η εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
"(...)omnis(ergo)figura tanto evidentius veritatem demonstrat quanto apertius -per dissimilem similitudinem- figuram se esse et non veritatem probat"
"Κάθε αναπαράσταση της πραγματικότητας τόσο εμφανέστερα καταδεικνύει την πραγματικότητα (που αναπαριστά), όσο πιο διάτρανα -λόγω της επιφανειακής ομοιότητος αλλά ουσιαστικής ανομοιότητός της με την πραγματικότητα-αποδεικνύει το γεγονός ότι είναι αναπαράσταση και όχι η ίδια η πραγματικότητα!"
Θωμάς ο Ακινάτης,13ος αιώνας μ.Χ.
ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΣΕΝΤΟ (δέκατος έκτος αιώνας)
ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτήν την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Στο έργο του διακρίνονται και επιδράσεις από τον Βερόκιο και από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του. Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την Ιατρική και την Κλασική Φιλολογία, ανέπτυσσε θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει νέες αρχές και αξίες για την καλλιτεχνική δημιουργία. Χαρακτηριστικά αριστουργήματα που προέκυψαν από αυτήν τη μελέτη είναι τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Με οδηγό την ανθρωπιστική του παιδεία και με γνώμονα την πρόοδο των φυσικών επιστημών ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;">
<
Με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά το 15ο και το 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα και βασικά χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.
Ο Donato Bramante (1444-1514) κατασκευάζει τόν μικρό ναό τοῦ Ἅγ. Πέτρου «Il Tempietto» στό Montorio τῆς Ρώμης, τό 1502.
Tritone, Piazza de la Signoria, Firenze
H «italianita romana», το ρωμαϊκό ιταλικό πνεύμα, έθρεψε το ουμανιστικό κίνημα που εξασφάλισε στο φαινόμενο της ιταλικής αναγέννησης την ομοιογένεια μέσα στην πολυμορφία.
O θαυμασμός και ο σεβασμός των ανθρώπων της αναγέννησης για τα αρχαία ερείπια, μάρτυρες του πολιτισμού των προγόνων τους, εναλλάσσονταν με αισθήματα οργής και θλίψης για την παρακμή του, που απέδιδαν στην περιφρόνηση και στην αμάθεια των αιώνων που μεσολάβησαν.
΄Hδη, από τα μέσα του 15ου αι. καθιερώνεται στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Φλωρεντίας το προσκύνημα στη Pώμη. O Mπρουνελέσκι και ο Nτονατέλο ταξιδεύουν αρκετές φορές στην αιώνια πόλη για να θαυμάσουν, να μελετήσουν, να σχεδιάσουν και να εμπνευστούν από τις αρχαιότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φλωρεντινός γλύπτης Λορέντζο Γκιμπέρτι (1378 - 1455) είχε πολλές φορές επισκεφθεί τη Pώμη για να μελετήσει και από κοντά τα αρχαία μνημεία. Oμως, δεν αρκείτο μόνο στο να θαυμάζει τα αρχαία έργα αλλά έγινε και φανατικός συλλέκτης. Γιατί, κατά τη γνώμη του, ο καλλιτέχνης οφείλει, πλάι στη φύση, να παίρνει ως οδηγό του και τα κλασικά έργα. ΄Αλλωστε, τότε αρχίζουν να ιδρύονται και οι πρώτες συλλογές.
O Φλωρεντινός ουμανιστής Nικολό Nίκολι (1364 - 1437), φίλος επιφανών καλλιτεχών όπως ο Γκιμπέρτι, ο Mπρουνελέσκι, ο Nτονατέλο, ο Λούκα ντελά Pόμπια, είχε συγκεντρώσει μία από τις πιο αξιοθαύμαστες συλλογές αρχαίων έργων τέχνης.
Eπιλέον, η συλλογή με αρχαία αγάλματα του μεγάλου Mέδικου Λαυρέντιου του Mεγαλοπρεπούς, η οποία απλωνόταν στους περίφημους κήπους του παλατιού του (όπου από πολύ τρυφερή ηλικία διαμορφώθηκε ο Mιχαήλ ΄Αγγελος), έχει περάσει στο χώρο του θρύλου. Πολύ περισσότερα γνωρίζουμε όμως για το πάθος του εκλεπτυσμένου φιλότεχνου Λαυρέντιου -που ήταν συνάμα ποιητής, φιλόσοφος και ουμανιστής- για τη μικροτεχνία της αρχαιότητας, ιδιαίτερα για τους σφραγιδόλιθους και τους πολύτιμους γλυπτούς καμέους.
Oι πρώτες αρχαιολογικές συλλογές είναι αυτές που κεντρίζουν την έρευνα και θεμελιώνουν την επιστήμη της αρχαιολογίας. O ουμανιστής Πότζιο (1380 - 1459), γραμματέας της παπικής αυλής και αργότερα καγκελάριος της Φλωρεντίας, υπήρξε όχι μόνο ένας από τους πιο τυχερούς κυνηγούς χειρογράφων αρχαίων συγγραφέων σε βιβλιοθήκες και μοναστήρια της Eυρώπης, αλλά και ένας από τους πρώτους συλλέκτες επιγραφών. Mανιώδης μελετητής της αρχαιότητας και περιηγητής, κατάφερε να ανακαλύψει και να καταγράψει πολλά ερείπια της Pώμης, άγνωστα έως τότε. Tη συλλογή του Πότζιο στη Pώμη την είχε επισκεφθεί και θαυμάσει ο Nτονατέλο. ΄Αλλωστε, τον 15ο αιώνα οι περισσότεροι ουμανιστές είναι και λίγο πολύ συλλέκτες.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ;
Η αφετηρία της ανθρωπιστικής φιλοσοφικής κίνησης βρίσκεται στην αντίθεση ανάμεσα στην φιλοσοφία του Μεσαίωνα που καταρρέει και στα πρωτότυπα έργα των ελλήνων στοχαστών που από τον 15ο αιώνα γίνονται γνωστά. .Με ενδιάμεσους σταθμούς τη Φλωρεντία και τη Ρώμη έρχεται από το Βυζάντιο ένα μορφωτικό ρεύμα που αλλάζει τη πορεία της ευρωπαϊκής σκέψης.
Επομένως, η ουμανιστική αναγέννηση, η αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας. αποτελεί τη συνέχεια και την ολοκλήρωση του Μεσαίωνα ο οποίος ήταν μια διαρκής διαδικασία γνώσης,. προσέγγισης με την αρχαιότητα. Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μια αντίστροφη πορεία των κινημάτων της Αρχαιότητας και φτάνει στο τέλος της όταν γίνονται γνωστά όλα τα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας . Σε αυτά τα στοιχεία περιορίζεται και η σημερινή μας γνώση για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η γνωριμία με τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα και η διάδοση της ανθρωπιστικής παιδείας προκαλούν αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, μια κίνηση αντίθετη στην σχολαστική φιλοσοφία . Η κίνηση αυτή είναι αντίθετη στον τρόπο με τον οποίο ο μεσαίωνας ερμήνευε την ελληνική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, απορρίπτει την μέθοδο που οδηγεί σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα με αφετηρία προτάσεις που λαμβάνονται ως apriori δεδομένα και αρνείται την άχαρη τραχύτητα της λατινικής γλώσσας των μοναστηριών . Η κίνηση αυτή θα επικρατήσει με την ανάπλαση των αρχαίων διανοημάτων, με τη γεμάτη φρεσκάδα και παραστατική δύναμη ανθρώπων που είχαν όρεξη για τη ζωή.
Ασφαλώς το ρεύμα που έφερε τις ανατροπές στο χώρο της φιλοσοφικής σκέψης δεν ήταν ενιαίο. Οι δυο βασικές του κατευθύνσεις έχουν σημεία αναφοράς τα οργανωμένα φιλοσοφικά συστήματα του 4ου αιώνα π.Χ. Υπάρχουν από τη μια πλευρά οι οπαδοί της πλατωνικής φιλοσοφίας, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος τους θα ήταν σωστό να αποκληθούν νεοπλατωνικοί και από την άλλη οι αριστοτελικοί που έχουν διασπαστεί σε αντιμαχόμενες ομάδες ανάλογα με τους παλαιότερους σχολιαστές που ακολουθούν. Παράλληλα εμφανίστηκαν και οι παλαιότερες διδασκαλίες της ελληνικής κοσμολογίας, των φιλοσόφων της Ιωνίας και των πυθαγορείων. Επίσης, ενισχύθηκε η δημοκρίτεια και η στωϊκή αντίληψη για τη φύση και αναβίωσε ο σκεπτικισμός και ο λαϊκιστικός εκλεκτισμός.
Συνεπώς, η φιλοσοφία της Αναγέννησης βασίζεται άμεσα στην ελληνική φιλοσοφία . Η σύνδεση του ουμανισμού και της φιλοσοφίας της φύσης σχετίζεται με τον Πλάτωνα και αντιτίθεται στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
Η Ακαδημία της Φλωρεντίας που ιδρύθηκε από τον Κοσμά τον Μέδικο ήταν η έδρα του πλατωνισμού.Την πρώτη ώθηση είχε δώσει ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός συγγραφέας πολλών σχολίων, επιτομών και ενός συγγράμματος για την διαφορά της αριστοτελικής από την πλατωνική θεωρία.
Η ανανέωση της αρχαίας γραμματείας αποτελεί κυρίως ενίσχυση του πλατωνισμού. Το ουμανιστικό ρεύμα βρίσκεται σε κίνηση από τον καιρό του Πετράρχη και του Βοκκάκιου και πηγάζει από το ενδιαφέρον για την κοσμική ρωμαϊκή λογοτεχνία. Το ρεύμα αυτό επιβάλλεται στην Ιταλία από τους βυζαντινούς λογίους που μετοίκησαν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν οπαδοί της αριστοτελικής και της πλατωνικής φιλοσοφίας. Οι πλατωνικοί αντιπροσωπεύουν κάτι το άγνωστο και για αυτό εντυπωσιάζουν. Στη Δύση είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που συμφωνούσε με την επίσημη διδασκαλία της εκκλησίας. Οι αντίπαλοι της διδασκαλίας αυτής αναζητούσαν κάτι νέο το οποίο πίστεψαν ότι βρήκαν στον Πλάτωνα. Ο πλατωνισμός ενισχύεται στη Δύση και εξαιτίας της γοητείας που ασκούσαν τα κείμενα του Πλάτωνα την οποία η αναγέννηση μπορούσε να την αισθανθεί περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Η Ιταλία κυριεύεται από θαυμασμό για τον Πλάτωνα ανάλογο με αυτόν που είχε παρατηρηθεί στο τέλος της Αρχαιότητας. Άμεσο επακόλουθο ήταν η δραστηριοποίηση της Ακαδημίας της Φλωρεντίας όπου με την προστασία των Μεδίκων, αναπτύχθηκε μια πραγματικά πλούσια επιστημονική ζωή.
Οι επικεφαλής της Ακαδημίας της Φλωρεντίας Πλήθων Γεμιστός και Βησσαρίων τιμώνται όσο και οι αρχηγοί των νεοπλατωνικών σχολών παλαιότερα.
Η βυζαντινή παράδοση μέσα από την οποία γίνεται δεκτή η πλατωνική διδασκαλία ήταν νεοπλατωνική. Ό,τι διδασκόταν στη Φλωρεντία ως πλατωνισμός ήταν στην ουσία νεοπλατωνισμός. Μεταξύ των κυριοτέρων εκπροσώπων της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας αναφέρουμε, εκτός από τον ίδιο τον Μαρσίλιο Φιτσίνο, τον Πίκο ντελα Μιράντολα (Pico della Mirandola),τον Πολιτσιάνο (Poliziano), τον Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (Leon Battista Alberti), αλλά και εκπροσώπους της ίδιας της οικογένειας των Μεδίκων, όπως τον Τζουλιάνο των Μεδίκων (Giuliano dei Medici) και τον Λορέντσο τον Μεγαλοπρεπή (Lorenzo il Magnifico).
Μετά το θάνατο του Magnifico (1492) η ακαδημία στεγάστηκε στη βίλα του Μπερνάρντο Ρουτσελάϊ, όπου συγκεντρώθηκε ¨η δεύτερη γενιά¨ των νεοπλατωνιστών, ανάμεσα στους οποίους υπήρξε ο Νικολό Μακιαβέλι (Niccolo Μachiavelli). Mεταξύ των άλλων, αυτήν την περίοδο, η ακαδημία χαρακτηρίζεται από την ευνοϊκή της στάση απέναντι στην Δημοκρατία, δηλαδή αντίθετη στους Μεδίκους.Η Νεοπλατωνική Ακαδημία διαλύθηκε το 1523, εξ αιτίας μιας συνομωσίας εναντίον του καρδινάλιου Ιουλίου των Μεδίκων.
Κατά τη διάρκεια του Ανθρωπισμού και της Αναγέννησης, υπήρξε μια πραγματική αναβίωση του νεοπλατωνικών θεωριών, οι οποίες χαρακτήρισαν σχεδόν όλη τη αναγεννησιακή φιλοσοφία, που αν και έχει υποστεί κάποιες ερμητικές, μαγικές και αποκρυφιστικές παραμορφώσεις, δεν χάνει τη λογική δομή της. H αναβίωση του νεοπλατωνισμού ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού. Παρ΄όλα αυτά η αναγεννησιακή φιλοσοφία δεν περιορίστηκε στη μελέτη του ελληνικού πλατωνισμού, αλλά τον επεξεργάστηκε συγχωνεύοντάς τον , όχι μόνο με το νεοπλατωνισμό, ήδη παρόντα στους κύκλους της δύσης, αλλά και με τον αριστοτελισμό που είχαν φέρει οι άραβες. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Πλωτίνος συνδέθηκαν έτσι στην πόλη της Φλωρεντίας, λίκνο της αναγεννησιακής Ιταλίας. Ο νεοπλατωνισμός γνώρισε τότε μία αξιόλογη διάδοση , ακόμη και πέρα από τις σχολές και τις ακαδημίες.
Η Νεοπλατωνική Ακαδημία, ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1459 από το φιλόσοφο του Μυστρά Πλήθωνα Γεμιστό, με την υποστήριξη του Κόζιμο των Μεδίκων (Cosimo dei Medici) και στεγάστηκε στη βίλα των Μεδίκων “Villa di Careggi”. Αυτή η σχολή με πρώτο δάσκαλο τον Πλήθωνα και δεύτερο το Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino), τον οποίο διόρισε ο Κόζιμο μετά την επιστροφή του Πλήθωνα στο Μυστρά, έγινε η κοιτίδα της Αναγέννησης. Εδώ μυήθηκαν στη φιλοσοφία τα πιο τρανταχτά ονόματα: Μποτιτσέλι, ντα Βίντσι, Μακιαβέλι, Μιχαήλ ΄Αγγελος, Ραφαήλ, Τιτσιάνο. Η λίστα είναι ατέλειωτη. Μέσα στα δωμάτια εκείνης της σχολής πήραν αυτοί οι μεγάλοι την πνοή του ελληνικού μυστικισμού. Αυτή ήταν η Αναγέννηση των προτύπων και ιδεωδών της ελληνικής φιλοσοφίας.
Η επίδραση του Φιτσίνο άμεσα στην Αναγέννηση της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα, και γενικότερα στη δυτική Ευρώπη, ήταν βαθιά και καθοριστική. Στα 23 του άρχισε να μεταφράζει τον Πλάτωνα, τους Νεοπλατωνιστές και άλλα αρχαία Ελληνικά φιλοσοφικά συγγράμματα. Λίγο αργότερα έγινε δάσκαλος στο σπίτι των Μεδίκων και παρέμεινε φίλος και σύμβουλος του Λορέντζο του Μεγαλόπρεπου για όλη του τη ζωή. Στα 29 του έγινε διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας που ίδρυσε ο μεγάλος Κόζιμο ντεϊ Μέντιτσι. Με την Ακαδημία συνδέθηκαν τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής: καλλιτέχνες, πολιτικοί, λόγιοι και επιστήμονες όπως οι Μέδικοι, Ντά Βίντσι, Μιχαηλάγγελος, Μποτιτσέλλι, Ραφαήλος, Αλμπέρτι, Πίκο Ντέλα Μιράντολα, Καστιλιόνε, Λαντίνο, Πολιτσιάνο και άλλοι.
Το 1484 o Marsilio Ficino άρχισε να μεταφράζει τον Πλωτίνο και τους άλλους Νεοπλατωνιστές, Πορφύριο και Πρόκλο, τελειώνοντας με τον Ιάμβλιχο το 1497. Στο μεταξύ είχε συμπληρώσει μετάφραση των έργων του Διονυσίου Αρεοπαγίτου το 1492. Γύρω στα 1452-53, ο Μαρσίλιο επιδόθηκε, με την παρότρυνση του Κόζιμο, στη μελέτη των Διαλόγων του Πλάτωνα στις λιγοστές μεταφράσεις που υπήρχαν. Αργότερα, πάλι με την ώθηση του Κόζιμο, έμαθε άριστα Ελληνικά κι ένας από τους δασκάλους του ήταν ο ελληνομαθής Niccolo Tignosi, ο αριστοτελικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Την ίδια εποχή ο Άγιος Αντωνίνος, Αρχιεπίσκοπος και Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, που ο Μαρσίλιο σεβόταν, τον συμβούλεψε να μελετά λιγότερο Πλάτωνα και περισσότερο Άγιο Θωμά Ακινάτη, τον κορυφαίο θεολόγο της Δύσης, ο οποίος συγκέρασε την αριστοτελική σκέψη με τον Χριστιανισμό. To έργο του Theologia Platonica δεν διέφερε πολύ από τη θεολογία του Πρόκλου. Ο πλατωνισμός της Αναγέννησης προβάλλει κυρίως την ομορφιά του σύμπαντος Για αυτόν θεότητα είναι το unomnia (εν παν), μια υπέρτερη κοσμική ενότητα που περικλείει αρμονικά την πολλαπλότητα. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να εξυμνήσει με αφάνταστα γοητευτικό τρόπο την απεραντοσύνη του σύμπαντος , για να καταλήξει σε μια μεταφυσική του φωτός, όπου η θεότητα δοξάζεται ως omnilucentia ( πάμφωτη). Ο πανθεϊστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης, αρκούσε για να κάνει τον πλατωνισμό ύποπτο στους εκκλησιαστικούς κύκλους και να δώσει ένα κατάλληλο πρόσχημα για να τον καταπολεμήσουν. Την ευκαιρία την εκμεταλλεύονται, όχι μόνο οι σχολαστικοί οπαδοί της αριστοτελικής φιλοσοφίας, αλλά και οι υπόλοιποι αντίπαλοι του πλατωνισμού. Οι πλατωνικοί κατηγορούν τον νέο ουμανιστικό προσανατολισμό για τις φυσιοκρατικές του τάσεις και τονίζουν την συγγένεια που είχε με τον χριστιανισμό ο δικός τους προσανατολισμός προς το υπεραισθητό. Τα δυο μεγάλα ρεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας αντιπαλεύουν το ένα το άλλο ότι δεν είναι χριστιανικό. Ο Πλήθων με το πνεύμα αυτό καταπολέμησε τους αριστοτελικούς στο έργο του «Νόμων Συγγραφή», με αποτέλεσμα να καταδικαστεί από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Γεννάδιο. Με το ίδιο πνεύμα ο Γεώργιος Τραπεζούντιος επιτίθεται στην Ακαδημία, και σε ηπιότερους τόνους τον αντικρούει ο Βησσαρίων. Συνεπώς, στην Αναγέννηση ανανεώνεται η παλαιά έχθρα των αριστοτελικών προς τους πλατωνιστές . Μάταια κάποιοι όπως ο Lenicus Thomaeus προσπαθούν να καταστήσουν κατανοητή τη βαθύτερη ενότητα που συνδέει τις δυο ηρωϊκές μορφές.
Στους αναγεννησιακούς κύκλους των ερμηνευτών του Αριστοτέλη υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Στην Πάδοβα αυτοί που ερμήνευαν τον Αριστοτέλη με βάση τη διδασκαλία του Αββερόη έρχονται σε αντίθεση με τους έλληνες σχολιαστές του και με τον Πιέτρο Πομπονάτσι. Η βασική τους αντίθεση βρίσκεται στο ζήτημα της αθανασίας της ψυχής. Ο Πιέτρο Πομπονάτσι διατυπώνει στο έργο του De immortialitate anime την άποψη ότι η αθανασία της ψυχής δεν μπορεί να αποδειχθεί. Για να στηρίξει τη θέση αυτή απέναντι στις κατηγορίες που διατύπωσε εναντίον του η καθολική εκκλησία επικαλέστηκε τη θεωρία της διπλής αλήθειας. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ό,τι στους κόλπους της φιλοσοφίας είναι με βάση τη λογική αληθινό δεν είναι αναγκαστικά αληθινό και για την πίστη στο πλαίσιο της θεολογίας. Αντίστροφα τώρα, ό,τι είναι αληθινό με βάση την πίστη στον χώρο της θεολογίας δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά αληθινό για το λόγο στο πλαίσιο της φιλοσοφίας. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται κανείς να πιστεύει στην αθανασία της ψυχής παρόλο που αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί με λογικές αποδείξεις.
Στην πραγματεία του De incantationibus ο Πομπονάτσι επιχειρεί να παράσχει φυσικές εξηγήσεις για τα γεγονότα τα οποία οι άνθρωποι τότε απέδιδαν στην ενέργεια των δαιμόνων και των πνευμάτων και βάσει αυτών των εξηγήσεων να κρίνει τα θαύματα . Επίσης, στο έργο του De facto επιδιώκει να συνδυάσει την εκδοχή ότι τα ανθρώπινα όντα υπόκεινται στη φυσική νομοτέλεια του κόσμου με τις απόψεις περί του προορισμού και της ελεύθερης βούλησης. Ο Πομπονάτσι με το έργο του επιδρά στη διανόηση της εποχής του και η επιρροή του φτάνει μέχρι τον 17ου αιώνα, οπότε παύει η διδασκαλία του Αριστοτέλη να αποτελεί κύριο μάθημα στα Πανεπιστήμια.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ "ΠΕΡΑΣΜΑ" ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
ΑΣΚΗΣΗ: ΤΙ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΣΙΝΙΟΡΕΛΙ;
Στον πίνακα του Λούκα Σινιορέλι παρατηρούμε την ένταξη της σύνθεσης σε ένα αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα.
ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ;
Η αρχιτεκτονική της αναγέννησης χαρακτηρίζεται από μια αναβίωση των Ρωμαϊκών προτύπων με κύρια στοιχεία τις μαθηματικές αναλογίες και την "καθαρότητα" στις γεωμετρικές μορφές. Οι σημαντικές αλλαγές στο αρχιτεκτονικό σχέδιο σημειώθηκαν αρχικά στη Φλωρεντία και γενικότερα στην κεντρική Ιταλία, στα μέσα του 15ου αιώνα. Σημαντικές μορφές στην αρχιτεκτονική της εποχής αποτελούν οι Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, Ντονάτο Άντζελο Μπραμάντε, Φίλιππο Μπρουνελέσκι, Λεονάρντο ντα Βίντσι και Αντρέα Παλλάντιο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι αρχιτέκτονες της αναγέννησης συνδέονται με τις δημιουργίες τους, σε αντίθεση με την μεσαιωνική περίοδο όπου οι αρχιτέκτονες είναι τις περισσότερες φορές άγνωστοι.
Η αρχιτεκτονική γοτθικού ρυθμού του μεσαίωνα ευνοούσε περισσότερο κάθετες γραμμές και αυστηρές κατασκευές. Στην Αναγέννηση, η αρχιτεκτονική δίνει έμφαση στις οριζόντιες γραμμές και επιδιώκει την αρμονία στην τελική σύνθεση. Επιπλέον υπάρχει έντονο το στοιχείο της διακόσμησης, με θέματα δανεισμένα από την αρχαιότητα, τα οποία διανθίζουν τις προσόψεις και το εσωτερικό. Ίσως η πιο αξιοπρόσεκτη αρχιτεκτονική πρακτική είναι οι θόλοι των κτιρίων, εμπνευσμένοι πιθανά από το ρωμαϊκό Πάνθεον. Σημαντικά δείγματα αρχιτεκτονικής - κυρίως θρησκευτικών ναών - εντοπίζονται ως επί το πλείστον στην Ιταλία (για παράδειγμα ο Άγιος Πέτρος στη Ρώμη) και λιγότερο στο υπόλοιπο της Ευρώπης
Σημαντικοί αρχιτέκτονες
• Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472)
• Galeazzo Alessi
• Bartolomeo Ammanati (1511-1592)
• Ντονάτο Μπραμάντε (1444-1514)
• Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377-1446)
• Philibert Delorme
• Pierre Lescot
• Μιχαήλ Άγγελος (1475-1564)
• Michelozzo (1396-1472)
• Αντρέα Παλλάντιο (1508-1580)
• Ραφαήλ (1483-1520)
• Antonio da Sangallo (1483-1546)
• Giuliano da Sangallo(1445-1516)
• Jacopo Sansovino (1486-1570)
• Mimar Sinan
• Τζόρτζιο Βαζάρι (1511-1574)
• Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ;
Βαριά τα ονόματα των Βυζαντινών λογίων και σημαντικό το ερώτημα αν συνέβαλαν ή αν σ΄ αυτούς οφείλεται η Αναγέννηση.Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Ιωάννης Αργυρόπουλος και πλήθος άλλοι. Ανθρωποι που κουβαλούσαν το πολύτιμο φορτίο της αρχαίας Ελλάδας και μπόρεσαν να συνταιριάξουν με το νέο πνεύμα που έφερνε η Αναγέννηση του 14ου αιώνα.
Ο Μεσαίωνας έφευγε πίσω, η Ιταλία εξέτρεφε το σπόρο της Αναγέννησης και οι Βυζαντινοί λόγιοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Φλωρεντία, την πόλη που άνοιξε την αγκαλιά της στο δημοκρατικό πνεύμα και τον ελληνισμό.Όμως αυτό δεν έγινε ξαφνικά.Προηγήθηκε ο μετασχηματισμός της οικονομίας και η αρχή της άνθισης των τεχνών.Χωρίς λοιπόν να μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι στους Βυζαντινούς λογίους οφείλεται η Αναγέννηση, μπορεί με βεβαιότητα να ισχυριστεί ότι αυτοί οι άνθρωποι με ό,τι κουβαλούσαν συνέβαλαν τα μέγιστα στην εδραίωση της νέας εποχής.Μολονότι δε τα κείμενα που γράφτηκαν κατα την Αναγέννηση, με σκοπό να εκφράσουν την ουμανιστική φιλοσοφία, είναι ελάχιστα και δεν προβάλλουν κάποια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία, αλλά υποστηρίζουν απόψεις ερανισμένες, κυρίως, απο πλατωνικά και νεοπλατωνικά συγγράμματα, είναι κοινά αποδεκτό ότι ο ουμανισμός και η προσπάθεια εξύψωσης του ατόμου κατα την Αναγέννηση βασίστηκε στην επανεκτίμηση του αρχαίου κόσμου και στις αξίες που προέβαλε η ελληνική φιλοσοφία και σκέψη γενικότερα.
Σύμβολο και σημείο αναφοράς για την αναβίωση της κλασσικής λογοτεχνίας στα νεότερα χρόνια στη Δύση θεωρείται ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Φραγκίσκος Πετράρχης(1304-1374).Η ισχυρή αυτή προσωπικότητα δεν προσέγγισε επιφανειακά τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά εισέδυσε σε βάθος στη θεματική και τον προβληματισμό τους.Ο Πετράρχης δεν περιορίστηκε στους λίγους κορυφαίους γνωστούς συγγραφείς αλλά ερευνώντας βιβλιοθήκες και σκονισμένα σκευοφυλάκια σε μοναστηριακά κέντρα, ανακάλυψε σπουδαία έργα της ρωμαικής λογοτεχνίας.Είναι ο πρώτος που δημιούργησε ιδιωτική βιβλιοθήκη με κλασσικά έργα.Ωστόσο, μολονότι προσπαθούσε ως το τέλος της ζωής του να μάθει ελληνικά, η ελληνική λογοτεχνία αντιπροσώπευε γι'αυτόν έναν κόσμο ονείρου και έτσι "γεύθηκε" τον Όμηρο από μια κατά λέξη μετάφραση του Λεόντσιο Πιλάτο.
Τον πόθο του Πετράρχη να διαδοθούν τα ελληνικά γράμματα στην Ιταλία ήρθε να εκπληρώσει ο καγκελάριος της Φλωρεντίας Κολούτσιο Σαλουτάτι(1331-1406) προσκαλώντας επίσημα τον Μανουήλ Χρυσολωρά να διδάξει ελληνικά στη Φλωρεντία το 1397.
Ο Χρυσολωράς, όχι μόνο αναποκρίθηκε στην πρόσκληση,αλλά συνέταξε και ένα γραμματικό εγχειρίδιο, τα Ερωτήματα, με τα οποία διδάχθηκαν την ελληνική γλώσσα οι σπουδαιότεροι λόγιοι της Ιταλίας, αλλά και του Βορρά αργότερα, για τουλάχιστον δύο αιώνες.Ο Χρυσολωράς δεν περιορίστηκε σε μια απλή διδασκαλία της ελληνικής αλλα κατέχοντας απόλυτα τη λατινική γλώσσα, υπέδειξε τον ορθό τρόπο μετάφρασης των ελληνικών έργων στα λατινικά.Και στο πλαίσιο αυτής της διδακτικής φιλοσοφίας οροθετείται το ενδιαφέρον των Ιταλών, ηγεμόνων και λογίων, να αποκτήσουν ελληνικά χειρόγραφα και να γνωρίζουν παντελώς άγνωστα στη Δύση μνημεία λόγου, όπως την Πολιτεία του Πλάτωνα.Από τότε,αρχές του 15ου αιώνα, διαμορφώθηκε η συνείδηση στον πνευματικό κόσμο της Ιταλίας ότι η πνευματική αναγέννηση, το ουμανιστικό ρεύμα, η γνώση και κατανόηση της κλασσικής λογοτεχνίας, ο φιλοσοφικός προβληματισμός, η σχέση του δημιουργού με το έργο του, δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν χωρίς τη γνώση της ελληνικής γραμματείας.Ή πιο επιγραμματικά, όπως διακήρυττε ο δάσκαλος του Εράσμου, ο Ζαν Κολέ, όποιος δεν ξέρει ελληνικά δεν ξέρει τίποτα.
Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης και τη φυγή πολλών λογίων στη Δύση, λίγο πριν και μετά το 1453, σεβαστός αριθμός κωδίκων που μετέφεραν οι Έλληνες ήρθαν να τροφοδοτήσουν το ζήλο των ουμανιστών για τις κλασσικές σπουδές.Πρωτεύοντα ρόλο στη συγκρότηση μιας αντιπροσωπευτικής βιβλιοθήκης της κλασσικής και βυζαντινής γραμματείας έπαιξε ο καρδινάλιος Βησσαρίων.Στην οικία του, που τη μετέτρεψε σε Ακαδημία, βρήκαν καταφύγιο Έλληνες και Δυτικοί λόγιοι, αντιγράφοντας χειρόγραφα, ενώ συγκέντρωσε ειδικές αποστολές για τη συγκέντρωση χειρογράφων απο διάφορα μοναστήρια της Ανατολής.Παράλληλα, άσκησε μεγάλη επιρροή στους λόγιους κύκλους της Δύσης,υπήρξε ο κυριότερος υποστηρικτής του Πλήθωνα στην Ιταλία και ηγήθηκε της υπεράσπισης των πλατωνικών θέσεων απέναντι στις επιθέσεις των αριστοτελικών.
Το σημαντικότερο κέντρο του ουμανισμού, διαχρονικά, υπήρξε η Φλωρεντία, στις σχολές της οποίας μαθήτευσαν όχι μονο Ιταλοί λόγιοι, αλλά και οι πιο διακεκριμένοι εκπρόσωποι του ουμανισμου στο Βορρά.
Σημαντικές προσωπικότητες που δίδαξαν και διαμόρφωσαν μάλιστα μια διδακτική φιλοσοφία ήταν ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος και ο Ανδρόνικος Κάλιστος.Ο Χαλκοκονδύλης μάλιστα που έφτασε στην Ιταλία προερχόμενος απο τη σχολή του Μυστρά, αφού δίδαξε για δεκαέξι χρόνια στην Πάντοβα διαμορφώνοντας έναν ευρύτατο μαθητικό κύκλο, ήρθε στη Φλωρεντία, όπου προσέλκυσε γύρω του πρωτεργάτες του ουμανισμού του Βορρά,ανάμεσα στους οποίους και τους Άγγλους Τόμας Λίνεκρε και Ουίλιαμ Γκρόουσιν.
Η φυσιογνωμία όμως που σημάδεψε το ελληνικό βιβλίο απο τα τέλη του 15ου αιώνα ήταν ο Άλδος Μανούτιος.Εγκατεστημένος στη Βενετία και με την πρόθεση να διαδώσει τα ελληνικά γράμματα μέσα απο τα προιόντα της τυπογραφίας, κυκλοφόρησε τα σπουδαιότερα συγγράμματα της κλασσικής γραμματείας σε αξιόπιστες και φιλολογικά άρτιες εκδόσεις.Πλαισιωμένος απο διαπρεπείς Έλληνες λογίους,όπως τον Δημήτριο Δούκα, τον Ιουστίνο Δεκάδυο και κυρίως το σημαντικότερο φιλόλογο της Αναγέννησης,τον Μάρκο Μουσούρο, διαμόρφωσε έναν λόγιο κύκλο με χαρακτήρα φιλολογικής ακαδημίας.Ανάμεσα στα επιτεύγματα αυτού του ουμανιστικού τυπογραφείου περιλαμβάνονται η πεντάτομη έκδοση των Απάντων του Αριστοτέλη(1495-1498), τα Ειδύλια του Θεοκρίτου (1496),οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη(1498),οι τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη,τα Άπαντα του Πλάτωνα και πολλά άλλα.
Η συμβολή των σπουδαιότερων εκπροσώπων της ελληνικής λογιοσύνης για περισσότερο από έναν αιώνα συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, στην αποκατάσταση των ελληνικών συγγραμάτων και στη διδασκαλία της ελληνικής γραμματείας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα.Παράλληλα, διαμόρφωσαν έναν ευρύτατο κύκλο μαθητών και άξιων ελληνιστών που συνέχισαν το έργο τους, καθώς μάλιστα ακόμη και μικρές ιταλικές πόλεις καθιέρωσαν έδρες για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.Έτσι, ένα πλήθος Ιταλών γνώρισαν την ελληνική γλώσσα με τρόπο ώστε να σπουδάζουν τα ελληνικά κείμενα απο το πρωτότυπο,μεταφέροντας έτσι και στα δικά τους έργα τα πρότυπα,τις αξίες και τις αρετές που προβάλλουν τα κλασσικά συγγράμματα:ως μια ανεπανάληπτη πανανθρώπινη πνευματική κληρονομιά.
Francesco Filelfo ή Philephus 1398- 1481
Σπουδαίος ουμανιστής, ονομαστός σε όλη την Ιταλία για την πολυμάθειά του. Σπούδασε λατινικά στην Πάδουα, έγινε καθηγητής και δίδαξε στη Βενετία που τον έστειλε για να υπηρετήσει στο βενετσιάνικο προξενείο της Κωνσταντινουπόλεως. Σπούδασε ελληνικά δίπλα στον Μανουήλ Χρυσολωρά και παντρεύεται την κόρη του Θεοδώρα. Σ’ αυτήν, καθώς έλεγε, χρωστούσε τα πολύ καλά ελληνικά του. Επιστρέφοντας στην Ιταλία, διδάσκει στη Βενετία, στην Μπολόνια και κυρίως στη Φλωρεντία. Διέσωσε πολλά ελληνικά χειρόγραφα. Μετέφρασε στα λατινικά κείμενα του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Δημοσθένη, του Πολύβιου, του Αισχίνη, του Αριστοτέλη και επτά τραγωδίες του Ευριπίδη. Εκτός από το μεταφραστικό του έργο, έγραψε χιλιάδες λατινικούς στίχους, καθώς και έμμετρα ελληνικά επιγράμματα.
Angelo Poliziano
(1454-1494)
Μαθητής του Ιωάννη Αργυρόπουλου και του Ανδρόνικου Καλλίστου, δυο Ελλήνων φυγάδων στην Ιταλία. Έγινε κάτοχος της ελληνικής γλώσσας, όσο και οι σοφότεροι από τους Έλληνες που δίδασκαν στην Ιταλία. Ταυτόχρονα ήταν σπουδαίος λόγιος, μελετητής των αρχαίων Ελλήνων και των Λατίνων και ποιητικό πνεύμα. Τριάντα χρονών έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και δίδασκε Όμηρο και Βιργίλιο. Παράλληλα, ήταν παιδαγωγός των παιδιών των Μεδίκων.
Ο Πολιτσιάνο σχολίασε και ερμήνευσε πολλούς Λατίνους συγγραφείς και έκανε αξιόλογες κριτικές εκδόσεις. Χαρακτηριστικό των ευρύτατων κριτικών του ασχολιών είναι το ότι μελέτησε ιδιαίτερα τους «Πανδέκτες» του Ιουστινιανού. Νεαρότερος έγραψε και ελληνικούς στίχους, αλλά τα μεγαλύτερα ποιήματά του τα έγραψε στα Λατινικά και τα δημοσίευσε με το γενικότερο τίτλο “Sylvae” . Ο Πολιτσιάνο είναι ο ίσως ο μόνος του μετά τη ρωμαϊκή εποχή έγραψε λατινικούς στίχους με τόση άνεση, όπως θα τους έγραφε κάποιος άλλος, μόνο στη μητρική του γλώσσα,. Οι λατινικοί αυτοί στίχοι είναι γραμμένοι σε ένα ύφος τόσο αβίαστο και ρέον, τόσο ζωηρό σε φαντασία, που οι ουμανιστές τον αναγνώρισαν ως δάσκαλό τους, παρά τη νεαρή ηλικία του και χαίρονταν ιδιαίτερα, γιατί η ευγενική γλώσσα που αυτοί προσπαθούσαν να αναβιώσουν, είχε αρχίσει να ζει στα ποιητικά του δημιουργήματα.
Η αυθόρμητη δημιουργία του Πολιτσιάνι συνδέθηκε, όπως ήταν φυσικό, με την ζωντανή ιταλική γλώσσα. Παίρνοντας αφορμή από την ερωτική χαρά του ωραίου φίλου του Giuliano (Τζουλιάνο), αδελφού του Λορέντσο, με τη Σιμονέττα Καττάνεο έγραψε το ποίημα «Ωραία Σιμονέττα» στο οποίο υμνεί την αριστοκρατική ομορφιά της αγαπημένης του φίλου του με τόση ευγλωττία και μελωδική λεπτότητα, που η ιταλική ποίηση απέκτησε από τότε μια νέα αβρότητα στο λεκτικό και στο συναίσθημα.
Ο Πολιτσιάνο προσπαθώντας να συλλάβει την ενότητα εκείνη του δράματος, της ποιήσεως, της μουσικής και του τραγουδιού, την οποία είχαν πετύχει οι Έλληνες με το διονυσιακό θέατρο, πήρε τον μύθο του Ορφέα και τον έκανε μέσα σε δυο μέρες, όπως ο ίδιος βεβαιώνει με όρκο, Ιταλικό ποίημα στη μορφή του θεατρικού έργου. Σ’ αυτό το μικρό λυρικό δράμα που φέρει τον τίτλο “La favola di Orfeo” και αποτελείται από 434 στίχους, προβάλλουν ο Πλούτων , ο απαρηγόρητος Ορφέας, η άτυχη Ευρυδίκη, η Περσεφόνη και άλλα μυθικά πρόσωπα. Η μουσική, που συνόδευε τους στίχους, δεν έχει διασωθεί. Ο «μύθος του Ορφέα» του Πολιτσιάνο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα προδρομικά έργα της Ιταλικής ποίησης.
Giovanni Pico Mirandolla 1463- 1494
Η πιο γοητευτική φυσιογνωμία των Φλωρεντιανών ουμανιστών, ο κόμης Τζιοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα ανήκει στον στενό κύκλο της Πλατωνικής Ακαδημίας του Λορέντζο της Φλωρεντίας. Γεννήθηκε στην πόλη, που έγινε διάσημη από το όνομά του, τη Μιράντολα, όπου ηγεμόνευε η οικογένειά του. Σπούδασε στη Μπολόνια και στο Παρίσι και έγινε δεκτός με τιμές σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης . Τελικά ο Λορέντζο τον έπεισε να εγκατασταθεί στη Φλωρεντία, στην πόλη των μεγαλοφυών αστών, για να τους δείξει ότι και οι παλαιοί ευγενείς μπορούν να τους συναγωνιστούν στον νέο πνευματικό βίο.
Οι γνώσεις του Πίκο ντέλλα Μιράντολα ήταν καταπληκτικές , ιδιαίτερα στους τομείς που σπούδασε , στην ποίηση, την φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική και την μουσική, και η περίπτωση της μνήμης και του νου του έμεινε στην ιστορία παροιμιώδης. Ο Πολιτσιάνο τον χαρακτηρίζει ως υπόδειγμα τελειότητας , στον οποίο η φύση είχε συγκεντρώσει όλα τα δώρα της. Ο Πίκο ντέλα Μιράντολα δεν ήταν μόνον κάτοχος των αρχαίων γλωσσών (ελληνικής και λατινικής), αλλά γνώριζε και εβραϊκά, αραβικά, χαλδαϊκά και πολλές φορές, συνολικά εικοσιδύο γλώσσες. Από αυτές τις γλώσσες άντλησε τη σοφία του και πίστευε ότι έπρεπε να συμβιβαστούν οι γνώσεις όλων των λαών και να ενοποιηθεί η ανθρώπινη σοφία. Την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου από τον Θεό την ανάγει όχι μόνον στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και στον Τίμαιο του Πλάτωνα. Τις σκέψεις αυτές τις διατυπώνει στην περίφημη «Δημηγορία περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου» που την έγραψε σε ηλικία είκοσι τεσσάρων χρονών σε ύφος πνευματικά ρωμαλέο.
Poggio Bracciolini 1380- 1459
Φίλος των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων και επιφανής μαθητής του Μανουήλ Χρυσολωρά. Θεωρείται μεγάλος πρωτοπόρος του ιταλικού ουμανισμού με τη γλαφυρή και γονιμότατη συγγραφική παραγωγή καθώς και με τις επιτυχείς μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων έργων στα λατινικά. Έξοχη είναι κυρίως η συλλεκτική εργασία του, η οποία συνεχίζει τη μεγάλη εκστρατεία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου για την ανεύρεση, τη διάσωση, τη συγκέντρωση και την αντιγραφή χιερογράφων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Με την ιδιότητα του γραμματέα της Αγίας Έδρας είχε τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα σε πολλά μοναστήρια της Ευρώπης όπου υπήρχαν πολύτιμα χειρόγραφα. Τα πλούσια αποτελέσματα των ερευνών του έχουν σχέση προπαντός με τα λατινικά χειρόγραφα. Στο ελβετικό μοναστήρι του Αγίου Γάλλου (Santus Gallus) βρήκε τις περίφημες Institutiones του αρχαίου παιδαγωγού Κουϊντιλιανού. Επίσης, ανακάλυψε κείμενα του Λουκρητίου, του Βιτρουβίου, του Πλαύτου, του Τερτυλιανού, του Αμμιανού Μαρκελλίνου και πολλούς από τους μεγαλύτερους λόγους του Κικέρωνα.
Λεονάρντο Μπρούνι
Σπουδάζει οικονομικά αλλά τα εγκαταλείπει γρήγορα γιατί γοητεύτηκε από την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του έξοχου Έλληνα δασκάλου του Μανουήλ Χρυσολωρά. Επιδίδεται συνεπώς στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας και της γραμματείας. Υπηρετεί ως γραμματέας τεσσάρων παπών και αργότερα της φλωρεντιανής Σινιορίας. Σπουδαίο πολιτικό μυαλό και κυρίως ο σημαντικότερος ιταλός σοφός των πρώτων πενήντα χρόνων του 15ου αιώνα. Συλλέκτης , μελετητής και μεταφραστής αρχαίων κειμένων . Δημιουργικός συγγραφέας ιδιαίτερα στον τομέα της ιστοριογραφίας.
Το μεταφραστικό του έργο καταπληκτικό, αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. .Οι μεταφράσεις του από τα ελληνικά στα λατινικά, με την ωραιότητά τους αποκαλύπτουν τη λαμπρότητα του πλατωνικού ύφους στην Ιταλία . Ξεκίνησε το μεταφραστικό του έργο με το περίφημο δοκίμιο του Μεγάλου Βασιλείου «πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφέλοιντο λόγων». Στη συνέχεια μεταφράζει τους αρχαίους έλληνες ρήτορες, Δημοσθένη και Αισχίνη. Μετά αφιερώνεται στον Πλάτωνα και μεταφράζει τον Φαίδωνα, τον Κρίτωνα, τον Γοργία, την Απολογία, τον Φαίδρο, καθώς και τις Επιστολές του Πλάτωνα. Ακολουθεί ο Αριστοτέλης. Μεταφράζει τα «Ηθικά» και τα «Πολιτικά» και προκαλεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ασχολείται ακόμα με τους αρχαίους ιστορικούς και μεταφράζει τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα, τον Πολύβιο καθώς ακόμα και τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο.
Το σπουδαιότερο ιστορικό σύγγραμμά του, γραμμένο στα λατινικά είναι η «Ιστορία της Φλωρεντίας» . Με το έργο αυτό η φλωρεντιανή σινιορία απαλλάσσει αυτόν και τα παιδιά του από κάθε φορολογία και γίνεται «ο πρώτος ιστορικός με το μοντέρνο νόημα του όρου» καθώς ανοίγει το δρόμο για τον Μακιαβέλι και τον Γκουϊτσαρντίνι, που γράφουν στη ζωντανή ιταλική γλώσσα. Όταν πέθανε, οι αρχηγοί των συντεχνιών και τα μέλη της Σινιορίας τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη, μιμούμενοι τους αρχαίους.
Είπαμε πως με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Στόχος είναι να κατακτηθεί η γνώση ότι η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.
Δώσαμε βάση στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών τάξεων, που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου και του εκσυγχρονισμού της οικονομίας των αστικών κέντρων σε ό,τι αφορά τους φόρους, τις τράπεζες, τα τελωνεία, τα δημόσια δάνεια. Με την Αναγέννηση μπήκαν οι βάσεις της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής αντίληψης, δηλαδή της νοοτροπίας του πρώτου, ακόμη διστακτικού, αστού που διαμόρφωσε ένα σύνολο από άγραφους κανόνες, από ευκαιρίες, από υπολογισμούς "της τέχνης του να πλουτίζεις και συγχρόνως να ζεις", όπως γράφει ο γάλλος ιστορικός Φερνάντ Μπροντέλ (Fernand Braudel).
Εμπεδώσαμε τη γνώση πως ο όρος Ουμανισμός προέκυψε από την έκφραση "ουμανιστικές σπουδές" (“studia humanitatis”) που χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη των κλασικών έργων της ελληνικής και λατινικής γραμματείας και πως επιστρατεύθηκε για να περιγράψει ένα τύπο "μόρφωσης ανθρωπιστικής και σφαιρικής", καθώς και ένα λογοτεχνικό-φιλοσοφικό τύπο αντιμετώπισης της ανθρώπινης καλλιέργειας(με χαρακτηριστικούς του εκπροσώπους τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μικελάντζελο Μπουοναρότι): ακολούθησε δημιουργική συζήτηση πάνω στις σύγχρονες νοηματοδοτήσεις του όρου "ανθρωπιστικός προσανατολισμός των ανθρώπινων σπουδών και δραστηριοτήτων", σε αντιδιαστολή προς τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής.
ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Καλαμαρίδη Κλειώ
Μαρίνου Μαριάντζελα
Μιγκράνοβ Γιάννης
COMEDIA DELL ‘ARTE
Η κομέντια ντελ άρτε είναι η ονομασία της λαϊκής ιταλικής αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας η οποία ήταν δημοφιλής μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα . "Commedia dell’arte" σημαίνει η κωμωδία της τέχνης, όχι με την έννοια της καλλιτεχνίας αλλά η κωμωδία που δημιουργείται από "τεχνίτες" –επαγγελματίες ηθοποιούς. Επρόκειτο για ένα σύνολο λαϊκών θεατρίνων που, δημιουργώντας μόνοι τους το κοστούμι, τη μάσκα, τις ιδιαιτερότητες της φωνής τους και τη στάση του σώματός τους, έπλαθαν τους χαρακτήρες της. Στηριζόταν κατά βάση στον ηθοποιό και στον αυτοσχεδιασμό του παρά στο συγγραφέα. Οι περισσότεροι ηθοποιοί έπρεπε άλλωστε να διαθέτουν ιδιαίτερη ευλυγισία και ικανότητα στο χορό. Επίσης ήταν ένα από τα πρώτα θεατρικά είδη που συμπεριέλαβε στο θίασο γυναίκες ηθοποιούς.
Δε μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια τη χρονολογική εμφάνιση της κομέντια ντελ άρτε. Υπολογίζεται πως άνθισε το 1550 περίπου κι άρχισε να παρακμάζει στα τέλη του 17ου αιώνα. Πού έχει όμως τις ρίζες της κι από πού ακριβώς επηρεάστηκαν οι ηθοποιοί εκείνης της εποχής για να φτιάξουν όλους αυτούς τους ρόλους παραμένει αδιευκρίνιστο, αφού έχουν διατυπωθεί σχετικά διάφορες απόψεις.
Οι θίασοι της αυτοσχέδιας κωμωδίας ήταν πλανόδιοι και αποτελούνταν από 5 μέχρι 25 ηθοποιούς. Χρησιμοποιούσαν ένα πατάρι για σκηνή, με ένα ζωγραφισμένο πανί κρεμασμένο στο πίσω μέρος της για σκηνικό, το οποίο έστηναν στις πλατείες ή στις αυλές των αρχοντικών.
Στην αρχή οι διάλογοί τους ήταν μια απλή στιχομυθία ανάμεσα σε δύο υποκριτές. Αργότερα παρουσιάστηκαν άρτιες παραστάσεις με πλοκή και μεγαλύτερο αριθμό ηθοποιών, βασισμένες πάνω σε ένα υποτυπώδες σενάριο (θεματικό σκελετό) ώστε να μένουν οι ηθοποιοί μέσα σε κάποια όρια- αλλά πάντοτε αυτοσχεδιαστικές.
Συγκεκριμένα, ο κάθε ηθοποιός διήγαγε μια μακρόχρονη μαθητεία επάνω στη σκηνή σε συμπληρωματικούς ρόλους (κομπάρσος, χορευτής) προτού καταλήξει στο ρόλο εκείνο που θα ενσάρκωνε για το υπόλοιπο της ζωής του. Γιατί ο κάθε ηθοποιός εξειδικευόταν στην ενσάρκωση ενός συγκεκριμένου ρόλου, γεγονός που δημιουργούσε ένα είδος ταύτισης του ηθοποιού με το ρόλο, με αποτέλεσμα να διατηρούν συχνά οι ηθοποιοί την αμφίεση του ρόλου τους στην καθημερινή τους ζωή και αρκετές φορές να απαρνιούνται και το ίδιο τους το όνομα. Μόνο οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους νεαρούς εραστές ,σε μια πιο προχωρημένη ηλικία, όταν έχαναν το παρουσιαστικό του εραστή, μεταπηδούσαν από τους νεανικούς τους τύπους σε άλλους. Υπήρχαν και καταγεγραμμένοι διάλογοι που μπορούσαν να χρησιμοποιούνται διαφορετικά προσαρμοσμένοι στις απαιτήσεις κάθε παράστασης.
Οι ηθοποιοί της κομέντια ντελ άρτε είχαν και κάποια τυποποιημένα, γρήγορα αστεία με καυστικό υπονοούμενο: Τα consetti που ήταν λεκτικά αστειάκια και τα lazzi που ήταν οπτικά κόλπα τα οποία επίσης χρησιμοποιούσαν παραλλαγμένα ανάλογα με την περίσταση. Ακόμα έφτιαχναν τα burle, μεγαλύτερες ιστορίες με πιο ολοκληρωμένο αστείο. Με τα consetti, τα lazzi και τα burle οι ηθοποιοί ξέφευγαν απ’το βασικό σενάριο, όφειλαν όμως να επανέλθουν στο θέμα έτσι ώστε να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί κανονικά το έργο. Αυτό γινόταν με μεγάλη ευκολία αφού οι ηθοποιοί της κομέντια ντελ άρτε ήταν άριστοι επαγγελματίες, με υψηλό επίπεδο υποκριτικής ικανότητας και τεχνικής. Σ’αυτό βοηθούσε και το γεγονός πως έπαιζαν ασταμάτητα τον ίδιο ρόλο. Σπάνια κάποιος άλλαζε το χαρακτήρα που ενσάρκωνε στην πορεία της καριέρας του.
Είχαν συμήθως θεματολογία ερωτικών περιπετειών εμπλουτισμένη με επίκαιρη σάτιρα που συνήθως αφορούσε υπαρκτά πρόσωπα. Οι τοπικές διάλεκτοι με παραφθαρμένη προφορά ήταν ένα ακόμα γερό χαρτί στα χέρια των καλλιτεχνών της κωμωδίας αυτής –όπως και οι λεκτικοί διαξιφισμοί ανάμεσα σε γνώριμα, αντίθετα ζευγάρια όπως –πονηρού και χαζού –αφέντη και δούλου –κλέφτη κι αστυνόμου.
Οι ρόλοι ήταν στερεότυποι (tipi-fisi, καθορισμένοι τύποι) και συνήθως τους χωρίζουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Τους zanni (τα ζιζάνια-τους πονηρούς υπηρέτες), τους caratterissi (τους καραττερίστες) και τους accesi (που ήταν οι ερωτευμένοι). Κλασικοί χαρακτήρες της κομέντια ντελ άρτε είναι:
• ο Αρλεκίνος, με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του
• η Κολομπίνα
• ο Πανταλόνε
• ο Πιερρότος
• ο Πουλτσινέλο
• ο Καπιτάνο
• ο Ντοτόρε
• ο Μπριγκέλα
Υπηρέτες
Αρχικά ονομάζονταν Zanni. Ο ένας ήταν σοφός και πανούργος ενώ ο άλλος ανόητος και κακοφτιαγμένος. Πάντοτε έτοιμοι να δώσουν λύση, εκούσια ή ακούσια, στα προβλήματα που προέκυπταν, οι υπηρέτες ήταν συνήθως οι πρωταγωνιστές, οι υπεύθυνοι για την εξέλιξη της πλοκής.
Αρλεκίνος:
Πολύχρωμο κοστούμι, ακροβασίες και έντονη σκηνική δράση, χορευτική δεξιοσύνη ακόμα και στο βάδισμα, διακωμώδηση και έξυπνος σχολιασμός στη ροή της πλοκής. Κατεξοχήν πρωταγωνιστής της αυτοσχέδιας φάρσας, πονηρός, κυνικός, αναιδής, χωρατατζής. Λαίμαργος, ψεύτης και κλέφτης πουγγιών ή της "τιμής" των γυναικών.
Πιερότο (Pedrolino):
Υπηρέτης κι αυτός αλλά πιο νόστιμος, αθώος, τίμιος, και αγαθός. Κάνει καταπληκτικές ακροβασίες για να τον θαυμάζει η Κολομπίνα (υπηρέτρια). Ο παλιάτσος, που δε φοράει μάσκα, όπως πολλοί από τους άλλους τύπους, αλλά βάφεται άσπρος στο πρόσωπο, ντύνεται στα λευκά και φορά ένα στενό άσπρο σκουφί που του σφίγγει το κεφάλι. Από γκροτέσκα φιγούρα εξελίχθηκε σε ρομαντική μορφή.
Μπριγκέλa :
Με κάμποσες από τις ιδιότητες του Αρλεκίνου αλλά πιο χωριάτης και ψεύτης, και λιγότερο έξυπνος. Φλύαρος και κλέφτης. Άλλοτε φοβιτσιάρης ή και πιο ευγενικός
Πουλτσινέλα
Φλύαρος, χωρατατζής, ζωηρός, καπεταν φασαρίας. Λιγότερο έξυπνος και περισσότερο βάρβαρος. Καμπούρα εμπρός και πίσω. Με τα χρόνια φουσκώνουν η καμπούρα και η κοιλιά.
Οι Ερωτευμένοι (Accesi):
Σε όλους τους θιάσους υπήρχαν ένα ή δύο ζευγάρια νέων και όμορφων εραστών. Χρησιμοποιούσαν ένα λεπτεπίλεπτο τρόπο ομιλίας, σχεδόν ποιητικό.
Ηλικιωμένοι:
Συνήθως υπήρχαν τρεις ηλικιωμένοι , ο καθηγητής, ο καπετάνιος και ο γιατρός, που χαρακτηρίζονταν από την κωμική και υπερβολική συστροφή κάποιων ιδιοτροπιών (φιλαργυρία, σοφιστεία και φιληδονία) καθώς και από την ομιλία σε διάλεκτο ανάλογα με την καταγωγή.
Γιατρός (Dottore) :
Σχολαστικός και πολυδιαβασμένος. Φίλος του Πανταλόνε, συχνά πατέρας ερωτευμένου νέου. Του συμβαίνει συχνά να ερωτοχτυπιέται κι ο ίδιος και να καταλήγει κερατάς την παραμονή των γάμων του.
Καπετάνιος (Capitano) :
Κορδωμένος, γελοίος παλλικαράς. Φαφλατάς, κατά βάθος ηλίθιος και φοβιτσιάρης. Καμπουρωτή μύτη, τεράστιο μουστάκι. Συνήθως Ισπανός.
Γυναίκες:
Η Commedia dell Arte ουσιαστικά ανέβασε για πρώτη φορά τη γυναίκα στη σκηνή σε ρόλους ζωηρής και προκλητικής υπηρέτριας, με πιο πιό γνωστή την Κολομπίνα, προξενήτρας, φλύαρης μητέρας, ενοχλητικής ζητιάνας ή κουτσομπόλας γειτόνισσας.
Άλλοι ρόλοι που μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι σε ένα ρεπερτόριο που ο κάθε θίασος προσάρμοζε στις ανάγκες του ήταν του συμβολαιογράφου, του ξενοδόχου και του αχθοφόρου.
Η Commedia dell’arte άλλωστε καθιέρωσε την αναπαραστατική κίνηση σαν διεθνή γλώσσα έκφρασης πάνω στην οποία βασίστηκαν κορυφαίοι μεταγενέστεροι ηθοποιοί - όπως ο Chaplin - για να δημιουργήσουν τους δικούς τους διάσημους ρόλους. Ο πιο γνωστός δραματουργός του εικοστού αιώνα που χρησιμοποίησε την κομέντια ντελ άρτε στις συνθέσεις του είναι ο Ντάριο Φο
Η επιρροή της κομέντια ντελ αρτε στο παγκόσμιο Θέατρο είναι ανυπολόγιστη. Κι όταν ακόμα επήλθε η παρακμή του είδους και οι χαρακτήρες άλλαξαν μέχρι το βαθμό της παραμόρφωσης και πάλι μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς τα παλιά τους πρότυπα. Οι χαρακτήρες της διαφυλάχθηκαν μέσα στο Γαλλικό Κλασικό Θέατρο (Μολιέρος), το Αγγλικό Θέατρο της Ελισαβετιανής Εποχής (Σαίξπηρ), αλλά και μέσα από την προσπάθεια του Ιταλού Γκολντόνι να ξαναζωντανέψει την Commedia dell'Arte περί τον 17ο αιώνα.
Παντού όπου υπάρχει θέατρο υπάρχουν ίχνη της Commedia dell'Arte, ακόμη και στον Τσάρλυ Τσάπλιν ή το Χοντρό και το Λιγνό. Αλλά και εκτός θεάτρου το κίνημα της Commedia dell Arte άσκησε την επιρροή του με αποτέλεσμα σπουδαίους πίνακες ζωγραφικής, κοστούμια, γλυπτά και φωτογραφίες.
Σκαραμούς
Σπαβέντο
Η βενετσιάνικη μάσκα, εμφανίστηκε κατά το Μεσαίωνα, όταν οι άνθρωποι φοβούνταν να δείξουν τα πραγματικά τους συναισθήματα και να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Προκειμένου να περιοριστεί η αμείλικτη ηθική παρακμή της Βενετίας, οι τοπικές αρχές σε αρκετές περιπτώσεις όρισαν κανόνες για το Καρναβάλι και ρυθμίσεις για τη χρήση της μάσκας και τις μεταμφιέσεις.
Υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία που να εξηγούν το κίνητρο υιοθέτησης της μάσκας στη Βενετία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κάλυψη του προσώπου σε δημόσιους χώρους, ήταν η ιδιαίτερη βενετσιάνικη απάντηση σε μία από τις πιο άκαμπτες ιεραρχίες τάξεων στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Σύμφωνα με αρχειακό υλικό, οι βενετσιάνικες μάσκες φοριούνταν στην πόλη της Βενετίας, από τον Μεσαίωνα, τον 12ο και 13ο αιώνα. Τις φορούσαν διάφορα πρόσωπα για να κρυφτούν από οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα: τυχερά παιχνίδια, χορούς, παράνομες σχέσεις ή ακόμα και πολιτικά σκάνδαλα.
Το 1268 είναι η χρονιά κατά την οποία υπάρχει η αρχαιότερη καταγραφή ενός νόμου που περιορίζει την κατάχρηση της μάσκας. Στο εν λόγω έγγραφο απαγορευόταν στους άνδρες με μάσκες -που ονομάζονταν Mattaccini- να παίζουν το παιχνίδι κατά το οποίο έριχναν στις γυναίκες αυγά με ροδόνερο, από ψηλά κτήρια. Από τις αρχές του 1300, πολλοί νόμοι και διατάγματα άρχισαν να εκδίδονται για τον περιορισμό και τον έλεγχο της υπερβολικής χρήσης μάσκας από τους ελευθεριάζοντες Βενετσιάνους.
Φωτογραφία: http://www.facebook.com/carnevaleveneziaofficialpage
Ένας άλλος νόμος του 1339, απαγόρευε στους Βενετούς να φορούν χυδαίες φορεσιές και να επισκέπτονται μοναστήρια με καλόγριες, μεταμφιεσμένοι. Ο νόμος απαγόρευε επίσης στα άτομα να ζωγραφίζουν τα πρόσωπά τους ή να φορούν γενειάδες ή περούκες.
Κοντά στο τέλος της Δημοκρατίας, η χρήση μάσκας στην καθημερινή ζωή, δέχτηκε αυστηρούς περιορισμούς. Μέχρι το 18ο αιώνα, περιορίστηκε μόνο σε περίπου τρεις μήνες από τις 26 Δεκεμβρίου, καθώς συχνά χρησιμοποιούνταν για να κρύψει την ταυτότητα αυτού που τη φορούσε και παράνομες δραστηριότητές του. Ήταν ένα σύμβολο της ελευθερίας και της καταπάτησης όλων των κοινωνικών κανόνων που επιβάλλονταν από την Ενετική Δημοκρατία.
Η κατασκευή χειροποίητων βενετσιάνικων μασκών, ήταν μια ιδιαίτερα διαδεδομένη δραστηριότητα και υπήρχαν χιλιάδες τέτοια καταστήματα. Η ζήτηση για μάσκες και η χρήση τους ήταν τόσο μεγάλη, που οι απλές μαύρες μάσκες άρχισαν να μετατρέπονται σε πιο περίτεχνες κατασκευές και να εξαπλώνονται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το 1776, ένας νέος νόμος, αυτή τη φορά για την προστασία της ξεχασμένης «τιμής της οικογένειας», απαγόρευε στις γυναίκες να πηγαίνουν στο θέατρο χωρίς μάσκα «Bauta» που κάλυπτε το πρόσωπό τους.
Με την έναρξη της αυστριακής κατοχής, μετά την πτώση της Δημοκρατίας, η Βενετία έχασε τον αυθεντικό χαρακτήρα του καρναβαλιού της, καθώς οι ενετές κυρίες, άφησαν στην άκρη τις μάσκες, προσαρμοζόμενες στο γεγονός ότι η αυστριακή κυβέρνηση δεν επέτρεπε την χρήση τους, με εξαίρεση τους ιδιωτικούς χορούς.
Η ιταλική κυβέρνηση ήταν πιο «ανοικτή» πλέον, αλλά αυτή τη φορά οι Βενετοί ήταν άτολμοι. Η Βενετία δεν ήταν πλέον η πόλη του καρναβαλιού, αλλά μια αυτοκρατορική επαρχία χωρίς προσωπική ελευθερία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυστριακής κυβέρνησης, επιτρεπόταν να χρησιμοποιούνται οι μάσκες κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.
Μόνο δύο αιώνες αργότερα, το Καρναβάλι επέστρεψε για να παραμείνει, αλλά με ένα νέο ρόλο, δηλαδή ως καλλιτεχνική και δημιουργική έκφραση, που κάθε χρόνο πρωταγωνιστεί στην εκπληκτική πλατεία San Marco.
Οι πιο γνωστές βενετσιάνικες μάσκες
Οι βενετσιάνικες μάσκες κατασκευάζονται από δέρμα, papier mache, πορσελάνη ή με μια πρωτότυπη τεχνική από γυαλί. Αρχικά ήταν μάλλον απλές στο σχέδιο και τη διακόσμηση, ενώ σήμερα είναι ζωγραφισμένες στο χέρι και διακοσμούνται με φυσικά φτερά, πολύτιμα μέταλλα και λίθους.
Μερικές από τις πιο γνωστές μάσκες είναι οι εξής:
Bauta: μια μάσκα που καλύπτει όλο το πρόσωπο. Ήταν από παλιά ένα παραδοσιακό κομμάτι τέχνης, με έντονο πηγούνι, χωρίς στόμα και πολλά επίχρυσα μέρη. Η μάσκα έχει τετράγωνο σαγόνι με κλίση προς τα πάνω για να επιτρέπει στο χρήστη να μιλά, να τρώει και να πίνει εύκολα χωρίς να χρειάζεται να την βγάζει, διαφυλάσσοντας έτσι την ανωνυμία του. Η Bauta συχνά συνοδεύεται από μια κόκκινη κάπα.
Colombina: είναι μισή μάσκα (καλύπτει μόνο τα μάτια), συχνά με περίτεχνη διακόσμηση από χρυσό, ασήμι κρύσταλλα και φτερά. Κρατιέται στο πρόσωπο με ένα μπαστούνι ή δεμένη με κορδέλα, όπως και οι περισσότερες άλλες βενετσιάνικες μάσκες.
Medico della Peste (γιατρός της πανούκλας): Η μάσκα αυτή έχει ένα μακρύ ράμφος και είναι μία από τις πιο παράξενες και αναγνωρίσιμες βενετσιάνικες μάσκες. Ο εντυπωσιακός σχεδιασμός της έχει μακάβρια ιστορία: προέρχεται από τον 17ο αιώνα, όταν ο γάλλος γιατρός Charles de Lorme, την υιοθέτησε μαζί με άλλες υγειονομικές προφυλάξεις, ενώ θεράπευε θύματα της πανούκλας. Η μάσκα είναι λευκή και αποτελείται από ένα κοίλο ράμφος ενώ γύρω από τα μάτια διακοσμείται με κρυστάλλους.
Moretta: πρόκειται για μια οβάλ μάσκα με μεγάλες τρύπες για τα μάτια, που φοριούνταν από τις γυναίκες των πατρικίων. Η μάσκα διαθέτει επίσης πέπλο που κρέμεται στο λαιμό.
Larva ή Volto: Είναι μια μάσκα που καλύπτει όλο το πρόσωπο. Παλιότερα ήταν συνήθως λευκή και με έναν… τρισδιάστατο σχεδιασμό που την έκανε πιο άνετη σε σχέση με άλλες μάσκες. Συνοδεύεται από ένα τριγωνικό καπέλο και μανδύα έτσι ώστε να αυξάνεται η αύρα του μυστηρίου.
Βέβαια υπάρχουν πολλές ακόμη μάσκες όπως οι: Arlecchino, Brighella, Burrattino, Pantalone, Pierrot, Pulcinella, Gatto κ.ά..
Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟ
Με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Στόχος μας είναι να κατακτηθεί η γνώση ότι η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.
Σκοπός αυτής της ανάρτησης είναι η γνωριμία σας με κορυφαία έργα τέχνης που φιλοξενούνται στη Φλωρεντία, τη Λούκα, τη Σιένα, την Πίζα και το Σαν Τζιμινιάνο.
Θα δώσουμε βάση στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών τάξεων, που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου και του εκσυγχρονισμού της οικονομίας των αστικών κέντρων σε ό,τι αφορά τους φόρους, τις τράπεζες, τα τελωνεία, τα δημόσια δάνεια. Με την Αναγέννηση μπήκαν οι βάσεις της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής αντίληψης, δηλαδή της νοοτροπίας του πρώτου, ακόμη διστακτικού, αστού που διαμόρφωσε ένα σύνολο από άγραφους κανόνες, από ευκαιρίες, από υπολογισμούς "της τέχνης του να πλουτίζεις και συγχρόνως να ζεις", όπως γράφει ο γάλλος ιστορικός Φερνάντ Μπροντέλ (Fernand Braudel).
Ο όρος Ουμανισμός προέκυψε από την έκφραση "ουμανιστικές σπουδές" (“studia humanitatis”) που χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη των κλασικών έργων της ελληνικής και λατινικής γραμματείας και πως επιστρατεύθηκε για να περιγράψει ένα τύπο "μόρφωσης ανθρωπιστικής και σφαιρικής", καθώς και ένα λογοτεχνικό-φιλοσοφικό τύπο αντιμετώπισης της ανθρώπινης καλλιέργειας(με χαρακτηριστικούς του εκπροσώπους τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μικελάντζελο Μπουοναρότι): σε σύγχρονη νοηματοδότηση, ο όρος σημαίνει τον "ανθρωπιστικό προσανατολισμός των ανθρώπινων σπουδών και δραστηριοτήτων", σε αντιδιαστολή προς τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής.
Από τα μέσα του δέκατου αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαμορφώνεται η νεόκοπη αστική τάξη, οι ασχολίες της οποίας είναι το εμπόριο και άλλες μεταπρατικές δραστηριότητες, η ναυτιλία, η θέσπιση τοκογλυφικών μεθόδων (δανειστικοί οργανισμοί που υπήρξαν ο πρόδρομος των νεώτερων τραπεζών), η καλλιέργεια επιστημών όπως η Νομική, η Ανατομία και η Ιατρική και η κατασκευή χρηστικών αντικειμένων (βιοτεχνία), όπως όπλων, ενδυμάτων και οικοσκευής.
Ωστόσο, η πλειοψηφία των ιστορικών συμφωνεί ότι οι ιδέες που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση πηγάζουν από τη Φλωρεντία του ύστερου 13ου αιώνα, ιδιαίτερα από το συγγραφικό έργο των Ντάντε Αλιγκιέρι (1265–1321) και Πετράρχη (1304–1374), καθώς και από τα έργα ζωγραφικής του Τζιόττο ντι Μποντόνε(1267–1337).
Ορισμένοι μελετητές οριοθετούν χρονικά την Αναγέννηση με μεγάλη ακρίβεια: μια θεωρία τοποθετεί την αρχή στο έτος 1401, οπότε και οι ιδιοφυείς ανταγωνιστές Λορέντζο Γκιμπέρτι (1378–1455) και Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) συναγωνίστηκαν για την ανάληψη της κατασκευής των χάλκινων θυρών του Βαπτιστηρίου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας (Cattedrale di Santa Maria del Fiore).
Ο Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) συγγραφέας του έργου με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550).
Μέχρι τον 15ο αιώνα, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες της Ιταλίας είχαν αντιληφθεί το κύμα των αλλαγών που λάμβανε χώρα και χρησιμοποιούσαν όρους όπως «modi antichi» («παλαιοί τρόποι») και «alle romana et alla antica» («με τον τρόπο των Ρωμαίων και τον τρόπο των αρχαίων») για να περιγράψουν τις αντίστοιχες τεχνοτροπίες. Κατά τη δεκαετία του 1330, ο Πετράρχης αναφερόταν στην προχριστιανική περίοδο με τον όρο «antiqua» («αρχαία») και στη χριστιανική περίοδο με τον όρο «nova» («νέα»).
Από την (ιταλική) οπτική γωνία του Πετράρχη, αυτή η νέα εποχή, η οποία συμπεριελάμβανε τις μέρες του, ήταν εποχή εθνικής έκλειψης. Ο Λεονάρντο Μπρούνι (περ. 1370–1444) ήταν ο πρώτος που χώρισε την «Ιστορία των Φλωρεντινών» (1442) σε τρεις περιόδους. Οι δύο πρώτες ταυτίζονται με αυτές του Πετράρχη, ωστόσο προσέθεσε και μία τρίτη καθώς πίστευε πως η Ιταλία δεν βρισκόταν πλέον σε παρακμή. Ο Φλάβιο Μπιόντο (1392–1463) χρησιμοποίησε παρόμοιο πλαίσιο στο έργο του «Historiarum ab inclinatione Romanorum imperii decades» («Δεκαετίες ιστορίας από την Παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας») (1439–1453).
Οι ουμανιστές ιστορικοί υποστηρίζουν πως το έργο των συγχρόνων τους λογίων αποκαθιστά άμεσες συνδέσεις με την κλασσική περίοδο, παρακάμπτοντας με τον τρόπο αυτό τη Μεσαιωνική Εποχή, στην οποία αποδίδουν για πρώτη φορά το όνομα αυτό. Ο όρος εμφανίζεται αρχικά στα λατινικά το 1469 ως «media tempestas» («μεσαίοι καιροί»).[46] Ο όρος «la rinascita» («η αναγέννηση») έκανε την εμφάνισή του, ωστόσο, με την ευρεία του έννοια στο έργο του Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550).
Ο Βασάρι χωρίζει την εποχή σε τρεις φάσεις: κατά την πρώτη έδρασαν οι Τσιμαμπούε (περ. 1240–1302), Τζιόττο (1267-1337) και Αρνόλφο ντι Κάμπιο (περ. 1240–1300/1310). Κατά τη δεύτερη οι Μαζάτσο (1401–1428), Μπρουνελέσκι (1377–1446) και Ντονατέλλο (περ. 1386–1466). Η τρίτη επικεντρώνεται γύρω από τον ντα Βίντσι (1452-1519) και κορυφώνεται με το Μικελάντζελο (1475–1564). Σύμφωνα με τον Βασάρι, δεν ήταν απλά η εξάπλωση των γνώσεων γύρω από την κλασσική αρχαιότητα που οδήγησε στο πολιτιστικό αυτό ρεύμα, αλλά επίσης η αυξανόμενη επιθυμία των ανθρώπων να μελετήσουν και να μιμηθούν τους τρόπους της φύσης.
Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο γενικότερος ανταγωνισμός μεταξύ καλλιτεχνών και πολυμαθών όπως οι Μπρουνελέσκι, Γκιμπέρτι, Ντονατέλλο και Μαζάτσο για την ανάληψη έργων πυροδότησε τη δημιουργικότητα που επέφερε την Αναγέννηση. Ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αντιγνωμίας το γιατί το ρεύμα αυτό ξεκίνησε στην Ιταλία, και γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή. Επομένως, πολλές θεωρίες επιστρατεύτηκαν για να εξηγήσουν την προέλευσή του.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, τα χρήματα και η τέχνη συμβάδιζαν. Οι καλλιτέχνες εξαρτώνταν ολοκληρωτικά από προστάτες των τεχνών, ενώ οι τελευταίοι χρειάζονταν χρήματα για να συντηρούν ιδιοφυείς ανθρώπους. Πλούτος εισήλθε στην Ιταλία κατά το 14ο, 15ο και 16ο αιώνα με την επέκταση των εμπορικών δρόμων προς την Ασία και την Ευρώπη. Η εξόρυξη ασημιού στο Τιρόλο αύξησε τη ρευστότητα σε χρήμα. Πολυτελή αντικείμενα από τον Ανατολικό Κόσμο, τα οποία ήρθαν στην πατρίδα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, αύξησαν την ευμάρεια της Γένοβας και της Βενετίας.
Η Αναγέννηση ως πολιτιστικό κίνημα άσκησε έντονη επίδραση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά την πρώιμη Σύγχρονη Εποχή. Με εφαλτήριο την Ιταλία, και έχοντας εξαπλωθεί στο σύνολο της ηπείρου μέχρι το 16ο αιώνα, άφησε το σημάδι της στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την πολιτική, την επιστήμη, τη θρησκεία, και σε άλλες πτυχές της πνευματικής αναζήτησης.
Οι λόγιοι της εποχής επιστράτευσαν την ουμανιστική μέθοδο μελέτης, επιδιώκοντας παράλληλα τον ρεαλισμό και το συναίσθημα στην τέχνη. Αναζήτησαν στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών, καθώς και στα εδάφη της καταρρέουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα λογοτεχνικά, ιστορικά και ρητορικά κείμενα της αρχαιότητας, συνήθως γραμμένα στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά, πολλά από τα οποία είχαν πέσει στην αφάνεια.
Ακριβώς αυτή η εστίαση στα λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα διαφοροποιεί τους λόγιους της Αναγέννησης από τους προγενέστερους του 12ου αιώνα, οι οποίοι έδωσαν περισσότερη προσοχή στα ελληνικά και αραβικά κείμενα που πραγματεύονταν τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά.
Οι ουμανιστές της Αναγέννησης δεν απέρριπταν το Χριστιανισμό, αντιθέτως, ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής αφιερώθηκαν σε αυτόν, ενώ η Εκκλησία χρηματοδότησε πολλά από αυτά. Εντούτοις, έλαβε χώρα μια λεπτή αλλαγή στον τρόπο που οι μορφωμένοι άνθρωποι προσέγγιζαν το θέμα της θρησκείας, κάτι που αντικατοπτρίστηκε σε πολλές εκφάνσεις της πνευματικής ζωής.
Η κουλτούρα της Αναγέννησης αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τις οικονομικά ανώτερες τάξεις (popolo grasso)
Οι ανώτερες τάξεις είχαν τον χρόνο και μπορούσαν να διαβάσουν τους κλασικούς. Το ίδιο ίσχυε για τις γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Οι ιδέες της Αναγέννησης ελάχιστα «περνούσαν» στις κατώτερες τάξεις (popolo minuto). Όσο για τους αγρότες, ήταν τελείως αγράμματοι και φτωχοί.
Οι τάξεις δεν εργαζομένων και οι μικρέμποροι επίσης δεν είχαν επαφή με την κουλτούρα της Αναγέννησης. Ήσαν απασχολημένοι με τις φροντίδες της καθημερινότητας.
Ωστόσο, έπρεπε να έρθει ο 19ος αιώνας για να γίνει δημοφιλής ο γαλλικός όρος «Renaissance» («Αναγέννηση») κατά την περιγραφή του πολιτιστικού κινήματος που ξκίνησε στα τέλη του 13ου αιώνα. Η Αναγέννηση ορίστηκε για πρώτη φορά από το Γάλλο ιστορικό Ζυλ Μισελέ (1798–1874), στο έργο του «Histoire de France» («Ιστορία της Γαλλίας», 1855). Για το Μισελέ, η Αναγέννηση υπήρξε περισσότερο βήμα στην εξέλιξη της επιστήμης κι όχι τόσο σε εκείνη της τέχνης και του πολιτισμού. Την οριοθέτησε από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Επιπλέον, τόνισε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά που αποκαλούσε «παράξενα και τερατώδη» χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα και στις δημοκρατικές αξίες που εκείνος, δηλωμένος δημοκρατικός, επέλεξε να δει στην περίοδο αυτή. Όντας Γάλλος εθνικιστής, ο Μισελέ υποστήριξε ότι η Αναγέννηση υπήρξε γαλλικό ρεύμα.
Ο Ελβετός ιστορικός Γιακόμπ Μπούρκχαρντ (1818 – 1897) στο έργο του «Die Kultur der Renaissance in Italien» («Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία») (1860), αντιθέτως, οριοθέτησε την Αναγέννηση ως την περίοδο ανάμεσα στον Τζιόττο και τον Μικελάντζελο στη Ιταλία, δηλαδή, από το 14ο έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Είδε στην Αναγέννηση την ανάδυση του σύγχρονου πνεύματος της ατομικότητας, που είχε καταπνιγεί στο Μεσαίωνα. Το βιβλίο του διαβάστηκε ευρέως και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της σύγχρονης ερμηνείας της Ιταλικής Αναγέννησης.
Πιο πρόσφατα, οι ιστορικοί τείνουν πολύ λιγότερο να προσδιορίζουν την Αναγέννηση ως ιστορική εποχή, η ακόμη κι ως πολιτιστικό κίνημα με κάποια συνοχή. Ο Ράντολφ Σταρν, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ, υποστηρίζει:
«Αντί για μία περίοδο με ακριβώς καθορισμένη αρχή και τέλος και συνεχές περιεχόμενο στο μεταξύ, η Αναγέννηση μπορεί να (και μερικές φορές έχει πράγματι) θεωρηθεί ως ένα κίνημα πρακτικών και ιδεών στο οποίο ανταποκρίθηκαν ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες ομάδες και αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Θα ήταν με αυτή την έννοια ένα δίκτυο από ποικίλες, συχνά συγκλίνουσες, μερικές φορές αντικρουόμενες κουλτούρες, όχι μια ενιαία και χρονικά οριοθετημένη».
Υπάρχουν διχογνωμίες σε σχέση με το κατά πόσον η Αναγέννηση βελτίωσε τον πολιτισμό του Μεσαίωνα. Τόσο ο Μισελέ όσο και ο Μπούκχαρντ περιέγραψαν με θέρμη τα βήματα προόδου που συντελέστηκαν κατά την Αναγέννηση προς τη σύγχρονη εποχή. Ο Μπούρκχαρντ παρομοίωσε την αλλαγή με ένα πέπλο το οποίο αφαιρέθηκε από τα μάτια των ανθρώπων, επιτρέποντάς τους να δουν καθαρά.
«Κατά τον Μεσαίωνα αμφότερες οι πλευρές της ανθρώπινης αντίληψης - εκείνη που στράφηκε προς τα μέσα κι εκείνη που στράφηκε προς τα έξω - παρέμεναν σε όνειρο ή μισοκοιμισμένες κάτω από ένα κοινό πέπλο. Το πέπλο είχε υφανθεί με την πίστη, την αυταπάτη και την παιδιάστικη προκατάληψη, δια μέσου των οποίων ο κόσμος και η ιστορία φαίνονταν επενδυμένα με περίεργα χρώματα». (Γιακόμπ Μπούρκχαρντ, «Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία»)
"Δεν νιώθω υποχρεωμένος να πιστέψω πως ο ίδιος Θεός που μας προίκισε με αισθήσεις, λογική και πνεύμα, μας προόριζε να απαρνηθούμε τη χρήση τους και με κάποιους άλλους τρόπους να μας δώσει τις γνώσεις που μπορούμε να αποκτήσουμε μέσω αυτών"
Galileo Galilei
Ο Γκαλιλέο Γκαλιλέι γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας και από νωρίς έδειξε σημεία μιας αξιοσημείωτης ιδιοφυΐας. Ο πατέρας του ήταν ξεπεσμένος απόγονος ευγενούς Φλωρεντινής οικογένειας και μοχθούσε για να βοηθήσει το γιο του να αποκαταστήσει τη δόξα της οικογένειας. Επιβάλλοντας μεγάλες στερήσεις στον εαυτό του και τα άλλα παιδιά του, ο πατέρας του μπόρεσε να στείλει τον Γαλιλαίο στο σχολείο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου ο Γαλιλαίος γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Όταν κάποτε του δόθηκαν τα χρήματα άφησε το σχολείο και γύρισε στη Φλωρεντία, όπου εκείνη την εποχή ζούσε εκεί η οικογένειά του. Ένας πλούσιος οικογενειακός φίλος, ο μαρκήσιος Γκουϊνταμπάλντο, φρόντισε να βρει ο Γαλιλαίος δουλειά κάνοντας διαλέξεις περί Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και αργότερα, ως επίσημος μαθηματικός στον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης.
Ο Γαλιλαίος άρχισε να ευημερεί, αλλά δεν του έμενε καιρός να σπουδάζει Ιατρική. Η φήμη του Γαλιλαίου άρχισε να απλώνεται. Οι ευγενείς, ακόμη και βασιλείς των διαφόρων χωρών της Ευρώπης παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του και σύντομα έφτασε να ομιλεί σε ακροατήριο που το αποτελούσαν πάνω από 2.000 διακεκριμένες προσωπικότητες της Ευρώπης. Ο Γαλιλαίος ήταν τώρα ελεύθερος να αξιοποιήσει τα χαρίσματά του. Ο κόσμος τον εκτιμούσε και τον σεβόταν, αν και υπήρχαν και μερικοί που τον φοβόταν και τον μισούσαν. Κανένα πεδίο γνώσεως δεν ήταν για τον Γαλιλαίο απρόσφορο για έρευνα, κανείς νόμος ή ανόητη προκατάληψη δεν είχαν τόση δύναμη ώστε να τον εμποδίσουν από την εργασία του. Αντιμετώπισε έναν κόσμο που έμενε προσηλωμένος στην άγνοια και απέδειξε ότι το θάρρος είναι μια αρετή χρήσιμη όχι μόνο στα πεδία των μαχών.
Ο Γαλιλαίος συνέβαλε σημαντικά στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Ανάμεσα σε άλλα, βελτίωσε το τηλεσκόπιο και το χρησιμοποίησε πρώτος συστηματικά για αστρονομικές παρατηρήσεις, ανακάλυψε τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, ανακάλυψε τις ηλιακές κηλίδες και κατέγραψε πρώτος τις κινήσεις τους, εφηύρε τους νόμους του εκκρεμούς που χρησιμοποιήθηκαν στα ρολόγια, διατύπωσε το νόμο της πτώσεως των σωμάτων (που αποδεικνύει ότι η βαρύτητα επιδρά στην ταχύτητα των σωμάτων όταν υψώνονται ή πέφτουν), εφηύρε ένα θερμόμετρο και ένα υπολογιστικό διαβήτη, και υποστήριξε τις θεωρίες του Κοπέρνικου για το Ηλιακό σύστημα. Αναφέρεται ως ο «πατέρας της σύγχρονης Αστρονομίας» και ο πρώτος φυσικός με τη σύγχρονη σημασία του όρου, καθώς ήταν ο πρώτος που αντικατέστησε την υποθετική-επαγωγική μέθοδο με την πειραματική και εισηγήθηκε τη μαθηματικοποίηση της φυσικής. Η σταδιοδρομία του συνέπεσε με αυτή του Γιοχάνες Κέπλερ. Η θεωρία του ηλιακού συστήματος υποστήριξε ότι η Γη και οι άλλοι πλανήτες, στρέφονται γύρω από τον Ήλιο. Η κοινή αντίληψη της εποχής ήταν ότι ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα γύριζαν γύρω από τη Γη, η οποία έμενε ακίνητη. Επειδή τόλμησε να αντιταχθεί στην παραδεδεγμένη διδασκαλία, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, και τον θεώρησαν αιρετικό. Η σύγκρουσή του με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναφέρεται πολλές φορές ως παράδειγμα σύγκρουσης της εξουσίας με την ελευθερία της σκέψης και ειδικά με την επιστήμη στην Δυτική κοινωνία, αν και στην πραγματικότητα, μετά την κατασκευή του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο το 1609 και τις παρατηρήσεις του, ο διωγμός, πρωτογενώς, εξυφάνθηκε στο χώρο των αριστοτελικών επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, που αμφέβαλαν για την εγκυρότητα των αστρονομικών του ανακαλύψεων και αγωνίστηκαν να συγκεντρώσουν υποψίες για το άτομο του στα μάτια των εκκλησιαστικών αρχών. Την ποινή φυλάκισης του Γαλιλαίου μετέτρεψε σε κατ' οίκον περιορισμό ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ενώ τρεις από τους δέκα καρδινάλιους δικαστές αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του.
Αν και τον ανάγκασαν να αποκηρύξει δημόσια τις πεποιθήσεις του, μυστικά εξακολουθούσε να πιστεύει στην ηλιοκεντρική θεωρία του και ποτέ δεν άλλαξε γνώμη. Από την ιστορία του Γαλιλαίου έμεινε παροιμιώδης η φράση: "Και όμως κινείται". Κατά την παράδοση, ο Γαλιλαίος τελειώνοντας την απαγγελία της "απαρνήσεως" των πεποιθήσεών του, που έκανε γονατιστός μπροστά στην Ιερά Εξέταση και καθώς σηκωνόταν, χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και πρόσθεσε: "Και όμως κινείται" (εννοώντας τη Γη). Στην πραγματικότητα, τη φράση αυτή ή δεν την είπε ποτέ ή κι αν την είπε δεν την άκουσαν οι δικαστές του. Γιατί τότε δεν θα ξέφευγε την καταδίκη του σε θάνατο "επί της πυράς". Πάντως η φράση αυτή απέμεινε σαν σύμβολο της δύναμης της επιστήμης έναντι σε κάθε προσπάθεια να σκεπαστεί το φως της αληθινής γνώσης. Ο τάφος του μεγάλου επιστήμονα βρίσκεται στον Καθεδρικό Ναό του Σάντα Κρότσε (του Τιμίου Σταυρού) της Φλωρεντίας. Ανά τους αιώνες, χιλιάδες κόσμου έχουν επισκεφτεί το μέρος εκείνο για να τιμήσουν τη μνήμη του μεγάλου ανδρός που είχε το θάρρος να κηρύξει εκείνο που πίστευε σ' έναν κόσμο που του ήταν εχθρικός. Τη χρονιά του θανάτου του Γαλιλαίου γεννήθηκε ο Ισαάκ Νεύτων, που βασιζόμενος μεταξύ άλλων στη δουλειά του Γαλιλαίου και του Κέπλερ ολοκλήρωσε την επιστημονική επανάσταση στον τομέα της φυσικής και έθεσε τα θεμέλια της κλασικής φυσικής. Ο Πάπας αποκατέστησε τη μνήμη του Γαλιλαίου στις 31 Οκτωβρίου 1992, 300 χρόνια μετά από τον διωγμό του. Κύρια κατηγορία για την καταδίκη του Γαλιλαίου το 1633 ήταν η αθέτηση του Διατάγματος του Καταλόγου Απαγορευμένων (Index Librorum Prohibitorum) που δημοσιεύτηκε στις 6 Μαρτίου του 1616.
Σύμφωνα με τον Index, δόθηκε εντολή στον Γαλιλαίο να μην υποστηρίξει, ούτε να υπερασπιστεί, ούτε να διδάξει με οποιονδήποτε τρόπο την άποψη της ακινησίας του Ήλιου και της κίνησης της Γης. Έχοντας τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, υποσχεθεί να υπακούσει, αφέθηκε ελεύθερος και απέφυγε τον κίνδυνο να λογοκριθεί ή να απαγορευτεί κάποιο από τα βιβλία του. Μέχρι τότε, είχε δώσει μεγάλο αγώνα (κυρίως γραφειοκρατικό), έχοντας βέβαια υποστηρικτές και τη στήριξη πνευματικών ανθρώπων της εποχής, ώστε να πείσει για την εγκυρότητα του Kοπερνίκιου δόγματος (του ότι ο Ήλιος στέκει ακίνητος, έχοντας την Γη να περιστρέφεται γύρω του εκτελώντας διπλή κίνηση). Το αμέλημα λοιπόν που έφερε στο προσκήνιο το Διάταγμα του 1616 ήταν η δημοσίευση του Διαλόγου περί των δύο Μεγίστων Συστημάτων του Κόσμου το 1632, το οποίο σύμφωνα με τους αρμόδιους του Ιεροδικείου παραβαίνει ρητά την παραπάνω εντολή (Διάταγμα του 1616). Ο Γαλιλαίος κλήθηκε στο Ιεροδικείο στη Ρώμη το 1633, φυλακίστηκε τυπικά, και αφού αρνήθηκε πως μέσα από τον Διάλογο κηρύσσει το δόγμα του Κοπέρνικου ως αστρονομική αλήθεια, κάτι το οποίο δεν γίνεται δεκτό από τους δικαστές, τελικά αποκηρύσσει τις ιδέες του όσον αφορά την κίνηση της Γης. Αυτουργός της απόφασης των δικαστών φαίνεται να είναι ο τότε πάπας Ουρβανός Η', ο οποίος ενοχλήθηκε που, κατά τη γνώμη του, ο Διάλογος δεν αναδείκνυε τη θεία παντοδυναμία έναντι της επιστημονικής-φυσικής αλήθειας, όπως ο ίδιος είχε συμφωνήσει με τον Γαλιλαίο. Την 1η Δεκεμβρίου το Ιεροδικείο έδωσε την άδεια στον Γαλιλαίο να επιστρέψει στη Φλωρεντία, όπου έμενε πριν την κλήση του Ιεροδικείου, και να εγκατασταθεί στο Αρτσέτρι, όπου πέθανε τη νύχτα μεταξύ 8ης και 9ης Ιανουαρίου 1642 όσο διαρκούσε η σωφρονιστική ποινή του.ΕΙΝΑΙ 22 Ιουνίου του 1633. Ένας αδύναμος, ηλικιωμένος άντρας στέκεται γονατιστός ενώπιον της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης. Είναι επιστήμονας, από τους γνωστότερους των ημερών του. Οι επιστημονικές του πεποιθήσεις βασίζονται σε πολυετή μελέτη και έρευνα. Ωστόσο, αν θέλει να σώσει τη ζωή του, πρέπει να αποκηρύξει πράγματα τα οποία γνωρίζει ότι είναι αληθινά.
Η υπόθεση του Γαλιλαίου, όπως την ονομάζουν πολλοί, ήγειρε αμφιβολίες, ερωτήματα και αντιλογίες, ο απόηχος των οποίων εξακολουθεί να ακούγεται μέχρι σήμερα, περίπου 370 χρόνια αργότερα. Πρόκειται για μια υπόθεση που έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της θρησκείας και της επιστήμης. Γιατί τόση αναστάτωση; Γιατί στη σύγχρονη εποχή μας έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο η υπόθεση του Γαλιλαίου; Αποτελεί πράγματι σύμβολο ενός «ρήγματος ανάμεσα στην επιστήμη και στη θρησκεία», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό κάποιου συγγραφέα; Η μακροχρόνια αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ιεραρχία μετέτρεψε τη σταδιοδρομία αυτού του λαμπρού επιστήμονα σε μια δραματική ιστορία—την υπόθεση του Γαλιλαίου. Πώς άρχισε αυτή, και γιατί;
Από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Γαλιλαίος είχε υιοθετήσει τη θεωρία του Κοπέρνικου, σύμφωνα με την οποία η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και όχι αντιστρόφως. Αυτή η θεωρία αποκαλείται επίσης ηλιοκεντρικό σύστημα. Όταν ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιό του το 1610 για να ανακαλύψει ουράνια σώματα τα οποία δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ πριν, πείστηκε ότι είχε βρει αποδείξεις που επαλήθευαν τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Γκράντε Ντιτσιονάριο Εντσικλοπέντικο UTET (Grande Dizionario Enciclopedico UTET), ο Γαλιλαίος ήθελε να πετύχει κάτι περισσότερο από το να κάνει απλώς τέτοιες ανακαλύψεις. Ήθελε να πείσει «τις πλέον σημαίνουσες προσωπικότητες των ημερών του (άρχοντες και καρδινάλιους)» ότι η θεωρία του Κοπέρνικου ήταν αληθινή. Έτρεφε την ελπίδα ότι, με τη βοήθεια επιφανών φίλων, θα κατάφερνε να υπερνικήσει τις αντιρρήσεις της εκκλησίας και ίσως να κερδίσει την υποστήριξή της.
Το 1611 ο Γαλιλαίος ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου συνάντησε υψηλόβαθμους κληρικούς. Χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιό του για να τους δείξει τις αστρονομικές του ανακαλύψεις. Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι όπως έλπιζε. Το 1616, ο Γαλιλαίος τέθηκε επίσημα υπό επιτήρηση.Οι θεολόγοι της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης χαρακτήρισαν τη θεωρία περί ηλιοκεντρικού συστήματος «ανόητη και γελοία από φιλοσοφική άποψη καθώς και επισήμως αιρετική, εφόσον σε πολλά σημεία συγκρούεται ρητά με τις δηλώσεις των Άγιων Γραφών σύμφωνα με την κατά γράμμα σημασία τους, την κοινή τους ερμηνεία και την κατανόηση των Άγιων Πατέρων και των διδασκάλων της θεολογίας». Ο Γαλιλαίος συναντήθηκε με τον καρδινάλιο Ρομπέρτο Μπελαρμίνε, ο οποίος θεωρούνταν ο μεγαλύτερος Καθολικός θεολόγος της εποχής του και χαρακτηριζόταν ως «η σφύρα των αιρετικών». Ο Μπελαρμίνε νουθέτησε επίσημα τον Γαλιλαίο να σταματήσει να προωθεί τις ιδέες του όσον αφορά το ηλιοκεντρικό σύστημα.
Ο Γαλιλαίος προσπάθησε να ενεργήσει με σύνεση, αλλά δεν έπαψε να υποστηρίζει τη θέση του Κοπέρνικου. Έπειτα από 17 χρόνια, το 1633, ο Γαλιλαίος εμφανίστηκε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης. Ο καρδινάλιος Μπελαρμίνε είχε πεθάνει, αλλά τώρα ο βασικός πολέμιος του Γαλιλαίου ήταν ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ο οποίος παλιότερα ήταν ευνοϊκά διακείμενος. Οι συγγραφείς έχουν αποκαλέσει αυτή τη δίκη μια από τις πιο γνωστές και άδικες του παρελθόντος, κατατάσσοντάς την μάλιστα στην ίδια κατηγορία με τη δίκη του Σωκράτη και του Ιησού.
Τι οδήγησε στη δίκη; Ο Γαλιλαίος έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Διάλογος Σχετικός με τα Δύο Κύρια Συστήματα του Κόσμου. Στην ουσία, αυτό υποστήριζε το ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο συγγραφέας κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου το 1632, αλλά ο Γαλιλαίος, άρρωστος και σχεδόν 70 ετών, καθυστέρησε. Ταξίδεψε στη Ρώμη την επόμενη χρονιά, αφού απειλήθηκε ότι θα μεταφερθεί σιδηροδέσμιος και διά της βίας. Με διαταγή του πάπα, ανακρίθηκε και μάλιστα απειλήθηκε με βασανιστήρια.Οι απόψεις σχετικά με το αν αυτός ο άρρωστος, ηλικιωμένος άνθρωπος βασανίστηκε πράγματι ή όχι διίστανται. Όπως αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση, ο Γαλιλαίος υποβλήθηκε σε «εξονυχιστική εξέταση». Σύμφωνα με τον Ίταλο Μιρόι, ιστορικό του ιταλικού δικαίου, αυτή η φράση ήταν ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για να υποδηλώσει βασανιστήρια. Αρκετοί μελετητές συμφωνούν με αυτή την ερμηνεία.Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε σε μια ψυχρή αίθουσα ενώπιον των μελών της Ιεράς Εξέτασης στις 22 Ιουνίου 1633. Κρίθηκε ένοχος για το ότι «υποστήριζε και πίστευε το εσφαλμένο δόγμα, σε αντίθεση με τις Άγιες και Θείες Γραφές, ότι ο Ήλιος . . . δεν κινείται από ανατολάς προς δυσμάς, καθώς και ότι η Γη κινείται και δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος».Ο Γαλιλαίος δεν ήθελε να πεθάνει μαρτυρικά, και έτσι υποχρεώθηκε να ανακαλέσει. Όταν απαγγέλθηκε η καταδίκη του, ο ηλικιωμένος επιστήμονας, γονατιστός και με περιβολή μετανοημένου, δήλωσε επίσημα: «Αποκηρύσσω, αναθεματίζω και απεχθάνομαι τις ανωτέρω πλάνες και αιρέσεις [τη θεωρία του Κοπέρνικου] και γενικώς κάθε άλλη πλάνη ή αίρεση αντίθετη προς την Άγια Εκκλησία».Σύμφωνα με μια δημοφιλή παράδοση—ανεπιβεβαίωτη από αδιάσειστα στοιχεία—μετά την αποκήρυξη, ο Γαλιλαίος χτύπησε το πόδι του κάτω και είπε διαμαρτυρόμενος: «Και όμως κινείται!» Οι σχολιαστές ισχυρίζονται ότι η ταπείνωση που ένιωθε εξαιτίας της απάρνησης των ανακαλύψεών του βασάνιζε τον επιστήμονα μέχρι το θάνατό του. Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβιο κατ’ οίκον περιορισμό. Καθώς έχανε βαθμιαία το φως του, ζούσε σχεδόν απομονωμένος.
Πολλοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παράδειγμα του Γαλιλαίου αποδεικνύει πως η επιστήμη και η θρησκεία είναι εντελώς ασυμβίβαστες. Στην πραγματικότητα, στο πέρασμα των αιώνων η υπόθεση του Γαλιλαίου έχει αποξενώσει τους ανθρώπους από τη θρησκεία. Έχει πείσει πολλούς ότι η θρησκεία αποτελεί εκ των πραγμάτων απειλή για την επιστημονική πρόοδο. Αληθεύει όμως αυτό;Ο Πάπας Ουρβανός Η΄ και οι θεολόγοι της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης όντως καταδίκασαν τη θεωρία του Κοπέρνικου, ισχυριζόμενοι ότι συγκρουόταν με τη Γραφή. Οι πολέμιοι του Γαλιλαίου αναφέρθηκαν στη φράση του Ιησού του Ναυή: «Ήλιε, μείνε ακίνητος», η οποία, κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να εννοηθεί κατά γράμμα. (Ιησούς του Ναυή 10:12) Αλλά αντιφάσκει πράγματι η Γραφή με τη θεωρία του Κοπέρνικου; Όχι, καθόλου.Η αντίφαση βρίσκεται ανάμεσα στην επιστήμη και σε μια προφανώς λανθασμένη ερμηνεία της Γραφής. Έτσι έβλεπε το ζήτημα ο Γαλιλαίος, ο οποίος έγραψε σε κάποιον μαθητή του: «Μολονότι οι Γραφές δεν μπορούν να σφάλλουν, οι ερμηνευτές και οι σχολιαστές τους μπορούν, με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς, πολύ σοβαρός και πολύ συχνός, είναι όταν πάντα θέλουν να εμμένουν σε μια καθαρά κατά γράμμα ερμηνεία». Κάθε σοβαρός σπουδαστής της Γραφής είναι υποχρεωμένος να συμφωνήσει.Ο Γαλιλαίος προχώρησε ακόμη περισσότερο. Υποστήριξε ότι τα δύο βιβλία, η Αγία Γραφή και το βιβλίο της φύσης, γράφτηκαν από τον ίδιο Συγγραφέα και ήταν αδύνατον να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι δεν μπορούσε κάποιος «να ισχυριστεί με βεβαιότητα πως όλοι οι ερμηνευτές μιλούν υπό θεϊκή έμπνευση». Αυτή η έμμεση κριτική γύρω από τις επίσημες ερμηνείες της εκκλησίας θεωρήθηκε πιθανότατα προσβλητική, γεγονός που ώθησε τη Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση να καταδικάσει τον επιστήμονα. Εξάλλου, πώς τολμούσε ένας απλός λαϊκός να αμφισβητήσει προνόμια που ανήκαν αποκλειστικά στην εκκλησία;Αναφερόμενοι στην υπόθεση του Γαλιλαίου, αρκετοί μελετητές έχουν εγείρει αμφιβολίες σχετικά με το αλάθητο της εκκλησίας και του πάπα. Ο Καθολικός θεολόγος Χανς Κουνγκ γράφει ότι «οι αναρίθμητες και αναμφισβήτητες» πλάνες των «αξιωματούχων που είχαν την ευθύνη των εκκλησιαστικών διδασκαλιών», περιλαμβανομένης και «της καταδίκης του Γαλιλαίου», έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση το δόγμα του αλάθητου.
Τον Νοέμβριο του 1979, έναν χρόνο μετά την εκλογή του, ο Ιωάννης Παύλος Β΄ έλπιζε σε μια επανεξέταση της θέσης του Γαλιλαίου, ο οποίος, όπως παραδέχτηκε ο πάπας, «υπέφερε πολλά . . . στα χέρια ανθρώπων και οργάνων της Εκκλησίας». Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1992, μια επιτροπή διορισμένη από τον ίδιο πάπα αναγνώρισε: «Ορισμένοι θεολόγοι, σύγχρονοι του Γαλιλαίου, . . . δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το βαθύ, όχι κατά γράμμα νόημα των Γραφών όταν αυτές περιγράφουν τη φυσική δομή του δημιουργημένου σύμπαντος».Εντούτοις, είναι γεγονός ότι η ηλιοκεντρική θεωρία δεν επικρίθηκε μόνο από θεολόγους. Ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ο οποίος έπαιξε εξέχοντα ρόλο στην υπόθεση, ζήτησε αυστηρά από τον Γαλιλαίο να πάψει να υπονομεύει τη μακραίωνη εκκλησιαστική διδασκαλία ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος. Αυτή η διδασκαλία δεν προερχόταν από τη Γραφή, αλλά από τον φιλόσοφο Αριστοτέλη.Έπειτα από την ενδελεχή επανεξέταση της υπόθεσης από τη σύγχρονη επιτροπή, ο πάπας χαρακτήρισε την καταδίκη του Γαλιλαίου «βεβιασμένη και ατυχή απόφαση». Μήπως με αυτόν τον τρόπο αποκαθίστατο ο επιστήμονας; «Το να μιλάμε, όπως κάνουν μερικοί, για αποκατάσταση του Γαλιλαίου είναι γελοίο», λέει ένας συγγραφέας, «εφόσον η ιστορία δεν καταδικάζει τον Γαλιλαίο, αλλά το εκκλησιαστικό δικαστήριο». Ο ιστορικός Λουίτζι Φίρπο είπε: «Δεν αποτελεί έργο των διωκτών να αποκαθιστούν τα θύματά τους».Η Αγία Γραφή είναι «λυχνάρι που λάμπει σε σκοτεινό τόπο». (2 Πέτρου 1:19) Ο Γαλιλαίος την υπερασπίστηκε από παρερμηνεία. Αλλά η εκκλησία, υποστηρίζοντας μια ανθρώπινη παράδοση σε βάρος της Γραφής, έκανε το αντίθετο. Η δήλωση σχετικά με τον ήλιο που μένει ακίνητος στον ουρανό δεν παρατίθεται υπό τύπον επιστημονικής ανάλυσης αλλά ως απλή επισήμανση σχετικά με το πώς φαίνονταν τα πράγματα από τη σκοπιά του ανθρώπινου παρατηρητή. Και οι αστρονόμοι επίσης μιλούν συχνά για την ανατολή και τη δύση του ήλιου, των πλανητών και των άστρων. Δεν εννοούν ότι αυτά τα ουράνια σώματα περιστρέφονται κατά γράμμα γύρω από τη γη, αλλά ότι φαίνονται σαν να κινούνται στους ουρανούς μας.
Ο Γαλιλαίος, με τηλεσκόπιο δικής του κατασκευής, παρατήρησε πρώτος τους κρατήρες, τα όρη και τις πεδιάδες στην επιφάνεια της Σελήνης. Ανακάλυψε ότι η Σελήνη στρέφει πάντα προς τη Γη το ίδιο ημισφαίριο της. Παρατήρησε τις ηλιακές κηλίδες, τον δακτύλιο του Κρόνου, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να εξηγήσει ακριβώς την παρατήρησή του αυτή, αποκάλυψε την αστρική φύση του Γαλαξία μας και απέδειξε την ισχύ της ηλιοκεντρικής θεωρίας, παρατηρώντας τις φάσεις της Αφροδίτης και ανακαλύπτοντας 4 από τους δορυφόρους του Δία, την Ιώ, την Ευρώπη, το Γανυμήδη και την Καλλιστώ τους οποίους ονόμασε Άστρα των Μεδίκων, προς τιμή του προστάτη του, Κόζιμο Β' των Μεδίκων. Οι παρατηρήσεις του αυτές αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την πεποίθηση, που υποστηριζόταν μέχρι τότε από το εκκλησιαστικό και επιστημονικό κατεστημένο, πως το Σύμπαν είναι τέλεια πλασμένο και πως η Γη είναι στο κέντρο του Σύμπαντος και αποτελεί μοναδικότητα: οι κρατήρες της Σελήνης και οι κηλίδες του Ήλιου, καθώς και το γεγονός ότι τέσσερα σώματα περιστρέφονταν γύρω από έναν άλλο πλανήτη, το Δία, αποτέλεσαν αποδείξεις για το αντίθετο.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΓΚΩΝΙΤΗΣ
Ο Κυριακός Αγκωνίτης (Ciriaco di Ancona), ή Κυριάκος Πιτσικόλι (Ciriaco de Pizzicolli, 1391 - 1452), όπως είναι το πραγματικό του όνομα, υπήρξε ο σημαντικότερος αρχαιοδίφης της εποχής της Ανναγέννησης ενώ θεωρείται ο πρόδρομος τόσο του περιηγητισμού, όσο και της σύγχρονης επιστήμης της αρχαιολογίας.
Ιταλός έμπορος και ουμανιστής, με καταγωγή από την Αγκώνα, πραγματοποίησε ένα πλήθος ταξιδιών για εμπορικούς σκοπούς στην νότια Ιταλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, η προσοχή του προσελκύστηκε από το πλήθος αρχαιοτήτων που συνάντησε στις περιοχές αυτές. Άρχισε να ταξιδεύει για αμιγώς ερευνητικούς σκοπούς, με στόχο την λεπτομερή και σχολαστική καταγραφή των αρχαίων μνημείων, την πραγματοποίηση σχεδίων, την συλλογή αρχαίων έργων τέχνης (μεταλλίων, αγαλματιδίων ή χειρογράφων) και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών.
Στις έρευνές του συναντούμε πρώιμα δείγματα επιστημονικής μεθοδολογίας, με την πραγματοποίηση τοπογραφικών παρατηρήσεων, τον σχεδιασμό κατόψεων και την σύγκριση πηγών και χειρογράφων. Δείγματα της μεθοδολογίας αυτής συναντούμε πολύ αργότερα, τον 19ο πλέον αιώνα, στο έργο περιηγητών κι αρχαιολόγων που θα συγκροτήσουν σταδιακά την επιστήμη της αρχαιολογίας, ενώ στη συλλογή των χειρογράφων με τις παρατηρήσεις του και τις καταγραφές του στα μνημεία της αρχαιότητας, που αποτελεί ένα εξάτομο έργο με τον τίτλο Commentaria, θα βασιστούν πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές. Δυστυχώς τα Commentaria καταστράφηκαν σε πυρκαγιά το 1514, με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν πολλές πολύτιμες πληροφορίες που αφορούσαν στις ελληνικές αρχαιότητες, οι οποίες την εποχή του Κυριακού, τον 14ο - 15ο αιώνα, σώζονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα, οπότε πραγματοποιήθηκε και η συστηματική πλέον αρχαιολογική τους έρευνα. Αποσπάσματα του έργου του συναντά κανείς σε χειρόγραφα που βρίσκονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, κυρίως στη Γερμανία και την Ιταλία.
Ξενάγηση του Μουσικού Σχολείου Αλίμου στις Γκαλερί Ουφίτσι, στη Φλωρεντία
Πετράρχης
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα (Πετράρχης, 1304 -1374) διατήρησε στο έργο του Canzoniere (Άσματα) τις αξίες των ανθρωπιστικών σπουδών (“studia humanitatis”), με μοναδική συγγραφική κομψότητα, γνώση της Λατινικής και αγάπη για την Αρχαιότητα: πρόκειται για μια συλλογή από 336 ποιήματα (σονέτα, σεστίνες, μπαλάντες και ωδές), που περιλαμβάνουν τις “Rime in vita” (Στίχοι για τη ζωή) και τις “Rime in morte di Laura” (Στίχοι στον θάνατο της Λάουρα). Η Λάουρα υπήρξε το πρότυπο γυναίκας που του ενέπνευσε τον πλατωνικό έρωτα και τη συλλογή “Rime Sparse” στην Αβινιόν της Γαλλίας μετά το τέλος της θητείας του ως ιερωμένου.
Τα δώδεκα δίωρα μαθήματα power point του Νίκου Ξένιου περιλάμβαναν τα ακόλουθα ζητήματα:
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ: Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
ΚΟΥΑΤΡΟΤΣΕΝΤΟ (15ος ΑΙΩΝΑΣ)
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, το 1453, πολλοί μορφωμένοι Έλληνες, κυρίως λόγιοι, κατέφυγαν στην Ιταλία. Αυτοί έφεραν μαζί τους τον σπουδαίο πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, που είχε συνεχιστεί στη Ρώμη και στο Βυζάντιο. Η ανθηρή οικονομία της δυτικής Ευρώπης, μετά το Μεσαίωνα, ευνόησε την αναζήτηση νέων επιστημονικών εξηγήσεων για τα μυστήρια του κόσμου και του σύμπαντος. Ιταλοί γλύπτες, ζωγράφοι και αρχιτέκτονες, σφράγισαν με τα έργα τους τη νέα εποχή. Η τέχνη του Μεσαίωνα, διαποτισμένη με το πνεύμα και τις αξίες του Χριστιανισμού, απέφευγε να αποδώσει ρεαλιστικά το ανθρώπινο σώμα και περιοριζόταν στην αυστηρή απόδοση των μορφών. Σε αντίθεση με την τεχνοτροπία αυτή, οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες τολμούν να αποδώσουν με λεπτομέρειες το γυμνό σώμα. Στα έργα τους οι ανθρώπινες φιγούρες αποκτούν πλαστικές και αρμονικές αναλογίες.
Κατά την Αναγέννηση(Rinascimento)εγκωμίασαν τον Τζίοττο ως τον ζωγράφο που οδήγησε σε μια αληθινή αναβίωση της τέχνης και με αυτό εννοούσαν πως το έργο του ήταν εξίσου καλό με των ξακουστών καλλιτεχνών που επαινούσαν στα βιβλία τους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Η περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στην κλασική εποχή και τη νέα εποχή που προσδοκούσαν, ήταν ένα θλιβερό διάλειμμα, το μεσοδιάστημα.Από ιστορικής πλευράς η Αναγέννηση εμφανίζεται ως περίοδος βαθειάς κρίσεως των δύο βασικών θεσμών του Μεσαίωνα, του παπισμού και της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις και η παρεμβολή σε αυτόν, του αστικού στοιχείου και των εθνικών μοναρχιών, κλόνισαν τον ένα έπειτα από τον άλλο τους στυλοβάτες της παλαιάς τάξεως πραγμάτων, ενώ πρόβαλλε όλο και πιο έντονα η ανάγκη νέων πολιτικών θεσμών. Η άνοδος της εμπορικής, τραπεζικής και βιομηχανικής αστικής τάξεως τροποποίησε βαθύτατα τη διάρθρωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας μεταδίδοντάς της το ρεαλιστικό πνεύμα που χαρακτήριζε την καινούρια αυτή τάξη και δημιουργώντας τη νέα μορφή του λαϊκού πνευματικού ανθρώπου, επιστήμονα και καλλιτέχνη.
Η μεγάλη αυτή ανανέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει κύριο γνώρισμά της, την αναζήτηση στο παρελθόν, των προτύπων επάνω στα οποία θα στηριζόταν για την αναγέννηση του ιδεώδους εκείνου κόσμου, που ο Μεσαίωνας είχε καταστρέψει ή παραμορφώσει.Ο ουμανισμός κατέκτησε τα πανεπιστήμια, που έγιναν μαζί με τις ηγεμονικές και βασιλικές αυλές τα μεγάλα κέντρα τις ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, όπως η Βιέννη στην Αυστρία, το Παρίσι στη Γαλλία, η Κολωνία στη Γερμανία. Στην ιβηρική χερσόνησο, όπου είχε μετατοπιστεί το κέντρο των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης με τις νέες μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, πρώτος ο Πορτογάλος Φρανσίσκο ντε Σα ντε Μιράντα εισήγαγε στην Πορτογαλία τις καλλιτεχνικές μορφές και τις αισθητικές αρχές της Αναγέννησης, τις οποίες οδήγησε στην τελειότητα ο Λουίς ντε Καμόενς και στην Ισπανία οι Μποσκάν και Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα.
Για να κατανοηθεί ο αγγλικός αναγεννησιακός πολιτισμός, όπου ο αντίκτυπος της ιταλικής Αναγέννησης έγινε αισθητός με μεγάλη βραδύτητα, πρέπει να ληφθεί υπ'όψιν η κίνηση για τη θρησκευτική αναγέννηση και η ανταρσία εναντίον του μεσαιωνικού καθολικισμού.Οι παλαιότερες εκδηλώσεις της Αναγέννησης στην τέχνη εμφανίζονται στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, όταν ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο χειραφετούνται από τη γραμμικότητα και τον μυστικισμό της γοτθικής εποχής και χρησιμοποιούν την προοπτική μέθοδο του Μπρουνελλέσκι για να προβάλλουν τις μορφές τους σε έναν τρισδιάστατο πλαστικό χώρο, θεμελιώνοντας έτσι την τέχνη πάνω σε νέες αρχές και βασικά στην έκφραση της πραγματικότητας και την προσέγγιση στην φύση. Με τους καλλιτέχνες αυτούς συντελείται η ανακάλυψη του κόσμου και του ανθρώπου.
Αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώνεται, στις αρχές του 15ου αιώνα, μια μεταστροφή προς τον νατουραλισμό, εντονότερη στις βόρειες χώρες, όπου η λεγόμενη «Αναγέννηση του Βορρά», παρουσιάζει το 1432, το πολύπτυχο των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν Βαν Άυκ «Ο μυστικός αμνός», έργο που διακρίνεται για την επιμελή και ακριβή παρατήρηση και εκτέλεση του τοπίου, των εσωτερικών και των ανθρώπινων τύπων. Ο λεπτομερειακός νατουραλισμός, είναι φαινόμενο διαφορετικό από το ιταλικό. Στην Ιταλία επικρατεί η νέα αντίληψη της εσωτερικής ενότητας του χώρου, και διατυπώνεται με τη μαθηματική αναπαραστατική μέθοδο της προοπτικής και με την πλαστική και ανατομικά ορθή απόδοση του ανθρώπινου σώματος.
Στη διαμόρφωση των νέων αρχών συμβάλλει η επανεύρεση και επανεκτίμηση του κλασικού κόσμου από την ουμανιστική κίνηση, στοιχείο θεμελιακό του τέλους του 15ου και ολόκληρου του 16ου αιώνα. Ο Μπρουνελλέσκι, ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο είναι οι τρεις πρωτεργάτες της αναγεννησιακής τέχνης. Στα έργα του αρχιτέκτονα Μπρουνελλέσκι εμφανίζεται για πρώτη φορά μια νέα αντίληψη του χώρου, θεμελιωμένη στην προοπτική, όπου κάθε επίπεδο και κάθε όγκος υποτάσσεται σε μια καθορισμένη γεωμετρική τάξη και στις οργανικές αναλογίες των τμημάτων του κτιρίου. Ο αρχιτέκτονας δεν είναι πια ένας απλός εκτελεστής, αλλά ο δημιουργός του αρχιτεκτονικού συνόλου. Παράλληλα ο ζωγράφος Μαζάτσιο προσχωρεί στις νέες αντιλήψεις, υποτάσσει τις μορφές του στον χώρο και τις πλουτίζει με σωματική ρώμη και ηθική επίγνωση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας, άγνωστα χαρακτηριστικά στον γοτθικό κόσμο. Ο Ντονατέλλο θεωρεί ότι η τεχνική δεν είναι μέσον που μεταβιβάζεται και γίνεται αποδεκτό συμβατικά, αλλά μια συνεχείς δημιουργία και έρευνα με σκοπό να αποκαλύψει τις αξίες του χώρου με τις οποίες οικοδομείται και εκφράζεται η υλική υπόσταση. Το 1435 ο Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι δημοσίευσε το Περί ζωγραφικής έργο του, αφιερωμένο στον Μπρουνελλέσκι, όπου μαζί με την αξιολόγηση των νέων αντιλήψεων, παρουσίαζε και τους κανόνες της νέας τέχνης. Σύμφωνα με αυτούς, η αρχιτεκτονική έπρεπε να στηρίζεται στην προοπτική, αλλά και να ανατρέχει στην αρχαιότητα και η ζωγραφική να χρησιμοποιεί τις ρυθμολογικές υπαγορεύσεις αποβλέποντας στο «κάλλος», δηλαδή στην συμφωνία και αρμονία των μερών. Το 1452, στο έργο του Περί οικοδομικής, επανερχόταν στις χαράξεις του Βιτρούβιου που δίδασκαν την ευρυθμία και τη συμμετρία των μερών.
Ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του Γκιμπέρτι. Με το καλλιτεχνικό και θεωρητικό του έργο προσπαθεί να συνδέσει την τέχνη του 14ου αιώνα με τη νέα τέχνη. Ενώ στα γλυπτά του η παρουσία γοτθικών στοιχείων είναι συχνή, στα Σχόλιά του, τονίζεται η υπεροχή της κλασικής τέχνης, η ιστορική σχέση με τον 14ο αιώνα και ταυτόχρονα η σημασία της οπτικής για την τέχνη. Στρέφει την προσοχή του στη μαθηματική και γεωμετρική μορφή του σχεδίου και τη θεωρεί βασικό στοιχείο για τη νέα καλλιτεχνική όραση.
Στον 15ο αιώνα, λεγόμενο και ως Quattrocento, δηλαδή τα «Τετρακόσια», όλοι σχεδόν οι Ιταλοί ζωγράφοι συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ανανέωση προβάλλοντας από τους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους όσους συμφωνούσαν περισσότερο με την προσωπικότητά τους. Δηλαδή, την προοπτική, την πλαστικότητα, την επαναφορά των θεμάτων από τη μυθολογία,- όπως την παρουσιάζει στα έργα του ο Φλωρεντινός ζωγράφος Σάντρο Μποττιτσέλλι, που εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο χωρίς να προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αρχαιότητας και άλλοτε εμπνέεται από το μυθικό κόσμο, όπου εμφανίζεται σαν φορέας ηθικών μηνυμάτων με περιεχόμενο συμβολικό και θρησκευτικό - ή από τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι σημαντικότεροι οπαδοί των αρχών του Μπρουνελλέσκι και του Μαζάτσιο την εποχή αυτή ήταν, ο Πάολο Ουτσέλλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντομένικο Βενετσιάνο, με τον οποίο συνδέεται η τέχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα.
Επίσης ο ζωγράφος Φρα Αντζέλικο, έμεινε πιστός στις ιδέες της γοτθικής τέχνης και παράλληλα εφάρμοσε στα έργα του τις νέες μεθόδους του Μαζάτσιο, για να εκφράσει κυρίως τα παραδοσιακά θέματα τις θρησκευτικής τέχνης. Ενώ ζωγράφοι σαν τον Φρα Αντζέλικο μπορούσαν να χρησιμοποιούν το καινούριο χωρίς να αλλάξουν το πνεύμα του παλιού, άλλοι λιγότερο ευσεβείς και λιγότερο φιλόδοξοι καλλιτέχνες, εφάρμοζαν τις νέες μεθόδους με ελαφριά καρδιά, χωρίς να νοιάζονται πολύ για τη δυσκολία που παρουσίαζαν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο ζωγράφος Μπενότσο Γκότσολι, μαθητής του Φρα Αντζέλικο.
Οι πραγματείες του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα «Η προοπτική στη ζωγραφική» και «Πέντε συστήματα ευρυθμίας», επηρέασαν το έργο των Λαουράνα και ύστερα από μερικά χρόνια την αρχιτεκτονική του Μπραμάντε, καθώς και ζωγράφους όπως τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, τον Τζοβάννι Μπελλίνι, τον Περουτζίνο. Ο Αντρέα Μαντένια ανέπτυξε κατά τρόπο εντελώς προσωπικό τις αναγεννησιακές ιδέες. Στους πίνακές του, η ηρωική πλευρά του ουμανισμού, που είχε εμφανιστεί παλαιότερα με τα έργα του Ντονατέλλο και του Αντρέα ντελ Καστάνιο, διαμορφώνεται σε μυθικό όραμα του ρωμαϊκού κόσμου. Στη Φερράρα οι ζωγράφοι Κόσσα, Έρκολε ντε Ρομπέρτι και Κοσμέ Τούρα, δημιουργούν ένα ιδιότυπο ύφος, συνδυασμό των υποδειγμάτων του Μαντένια και του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, με τη γοτθική, συμβολική αστρολογική κυρίως παράδοση και τη φλαμανδική ζωγραφική.
Η δεύτερη φάση της Αναγέννησης αναπτύσσεται στις αρχές του 16ου αιώνα (Cinquecento) με σημαντικότερο κέντρο τη Ρώμη και καθορίζεται από δύο ρεύματα αναζητήσεων, το ένα επιδιώκει να φτάσει σε ένα σαφές και ορθολογιστικό όραμα της φύσεως και το άλλο στην πραγμάτωση του ιδανικού «κάλλους». Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπραμάντε, ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος αποτελούν σταθμούς μέσα στην εξέλιξη αυτή. Ο Βαζάρι στο έργο του «Βίοι των καλλιτεχνών», είχε ήδη διαγνώσει ότι οι αρχές του 16ου αιώνα ήταν η χρυσή εποχή της Αναγέννησης και ότι η τεχνοτροπία του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου αντιπροσώπευε το κορύφωμα της ανόδου. Η εξέλιξη των αναζητήσεών τους ήταν το πρώτο βήμα για τον μανιερισμό, που σήμερα αναγνωρίζεται ότι ενώ έχει αναγεννησιακές τις ρίζες, είναι και εντελώς αυτόνομος από την Αναγέννηση, κυρίως για την έντονη κριτική του διάθεση απέναντι στην κλασική τέχνη. Στην αρχιτεκτονική, τον Μπραμάντε και τον Ραφαήλ διαδέχονται ο Αντόνιο ντα Σανγκάλλο, ο Περούτσι, ο Βινιόλα και ο Σέρλιο. Στη ζωγραφική, από τους πολυάριθμους οπαδούς του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ξεχωρίζει για την μεγάλη σημασία των πειραματισμών του ο Κορρέτζιο.
Ο Τζορτζιόνε στα έργα του υποτάσσει τα πάντα, όχι στην προοπτική, αλλά στο χρώμα, που θεωρεί ότι καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του κοσμικού χώρου. Σε αυτήν την αρχή στηρίζεται όλη η πορεία της βενετσιάνικης ζωγραφικής και διακρίνεται τόσο στο έργο του Τισιανού, όπου κάτω από τη ρωμαλέα και αισθησιακή επιφάνεια διατηρούνται οι μεγαλειώδεις κλασικές αναλογίες της ανθρώπινης μορφής κατά την παράδοση του μνημειώδους ύφους του Μιχαήλ Άγγελου, όσο και στις προσπάθειες του Τιντορέττο να συμφιλιώσει το σχέδιο του Μιχαήλ Άγγελου με το χρώμα του Τισιανού και τέλος ως την απόλυτη ελευθερία της φαντασίας του Βερονέζε. Αλλά ενώ ο Βερονέζε όπως και ο Τιντορέττο και ο Γιάκοπο Μπασσάνο συμμετέχουν στην κρίση του μανιερισμού, η αρχιτεκτονική στη Βενετία προχωρεί, δίχως παρεκκλίσεις, από την κλασικιστική παράδοση με τον Σανσοβίνο, στη συνέχιση των αρχών του Μπραμάντε με τον Σανμικέλι, για να καταλήξει στην φειδιακή ηρεμία του Παλλάντιο. Δεν ήταν μόνο στα μεγάλα κέντρα, όπως η Βενετία, που οι καλλιτέχνες ανακάλυψαν νέες δυνατότητες και νέες μεθόδους. Ο ζωγράφος που αργότερα θεωρήθηκε ο πιο προοδευτικός και ο πιο τολμηρός καινοτόμος όλης της περιόδου ζούσε απομονωμένος στην Πάρμα, μια μικρή πόλη στην βόρεια Ιταλία, ήταν ο Κορρέτζιο. Ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την ανακάλυψη, ότι το χρώμα και το φως μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξισορροπούν τις φόρμες και να οδηγήσουν το βλέμμα του θεατή προς ορισμένες κατευθύνσεις.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η γοτθική παράδοση είχε ισχυρότερες ρίζες και όπου είχε διαδοθεί ο νατουραλισμός του 15ου αιώνα, η ιταλική Αναγέννηση συνάντησε αρχικά πολλές αντιδράσεις. Οι καλλιτέχνες των χωρών του Βορρά δεν είχαν ίσως πολύ διαφορετικούς στόχους από τους συναδέλφους τους στην Ιταλία. Στην αρχιτεκτονική εξακολουθούσαν να επεξεργάζονται τον γοτθικό ρυθμό του 14ου αιώνα. Η ανάπτυξη της ζωγραφικής και της γλυπτικής στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα έμεινε πιστή στην γοτθική παράδοση. Οι μαθηματικοί κανόνες της προοπτικής, τα μυστικά της επιστημονικής ανατομίας και η μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων δεν είχαν ταράξει την πνευματική ηρεμία των καλλιτεχνών του Βορρά. Για αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθούσαν να ανήκουν στο Μεσαίωνα, ενώ οι συνάδελφοί τους από την άλλη μεριά των Άλπεων είχαν ήδη προχωρήσει στη νεότερη εποχή. Ο Γιαν βαν Άυκ τους είχε διδάξει πώς να καταστήσουν την εικόνα καθρέπτη της φύσης, προσθέτοντας τη μια λεπτομέρεια πάνω στην άλλη, έως ότου καλυφθεί όλος ο χώρος με τη συνδρομή της προσεκτικής παρατήρησης.
Γιαν βαν Άικ, Το ζεύγος Αρνολφίνι
Στέφαν Λόχνερ
Ροτζιερ βαν ντερ Βάιντεν
Ζωγράφοι του Βορρά που επηρεάστηκαν από τον Γιαν βαν Άυκ ήταν οι Στέφαν Λόχνερ και Ρογήρος βαν ντερ Βάυντεν.Τον 16ο αιώνα ένας καλλιτέχνης που ένιωθε την επιθυμία να κατανοήσει σε βάθος τις νέες αρχές της τέχνης και να αποφασίσει μόνος του αν του ήταν χρήσιμες, ήταν ο γερμανός καλλιτέχνης Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ενώ απέδειξε πως ήταν κληρονόμος στην απεικόνιση των φανταστικών μορφών και των οραμάτων των καλλιτεχνών της γοτθικής παράδοσης, δεν έμενε ωστόσο ικανοποιημένος με το επίτευγμά του.
Οι σπουδές και τα σχέδιά του φανερώνουν πως τον ενδιέφερε να μελετήσει την ομορφιά της φύσης και να την αντιγράψει με υπομονή και πιστότητα, όπως όλοι οι καλλιτέχνες μετά τον Γιαν βαν Άυκ, που δίδαξε στους ζωγράφους του Βορρά πως ο κύριος στόχος της τέχνης τους θα έπρεπε να είναι η αναπαράσταση της φύσης. Οι καλλιτέχνες που προσπάθησαν να αφομοιώσουν την νέα γνώση, όπως είχε κάνει ο Ντύρερ στη Γερμανία, διχάστηκαν συχνά ανάμεσα στην πίστη τους για τις παλιές μεθόδους και στην αγάπη τους για το νέο. Ένας από τους ζωγράφους αυτούς ήταν και ο Μαμπούζε, ο οποίος ζωγράφιζε τις μορφές σύμφωνα με την παράδοση του Βαν Άυκ. Σύντομα όμως οι ρυθμολογικές και επιστημονικές κατακτήσεις της επικράτησαν παντού, ιδιαίτερα στη μορφή του μανιερισμού.
Η Ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί μια φυσική συνέχεια της Ελληνιστικής. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή συνεχίζεται πάνω στο ίδιο πνεύμα, πολλές φορές με απευθείας αντιγραφές ελληνιστικών έργων. Στην Πομπηία έχουν σωθεί πολλές τοιχογραφίες σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τις επαύλεις και παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία θεμάτων. Οι τοιχογραφίες μοιάζουν με εικόνες θεατρικών σκηνών και έχουν φιλοτεχνηθεί με την ψευδαισθητική τεχνική (trompe I'oeil), προκειμένου να δημιουργήσουν στους τοίχους προοπτικούς, διακοσμητικούς χώρους. Ο καλλιτέχνης, προκειμένου να «εξαφανίσει» τον τοίχο, προσπαθεί να δημιουργήσει την οπτική απάτη ενός κήπου. Η απεικόνιση είναι λεπτομερής, με ιδιαίτερη έμφαση στο προοπτικό βάθος.
Οι δύο βασικές μορφές τέχνης το Μεσαίωνα είναι η ρωμανική και η γοτθική. H ονομασία ρομανική αναφέρεται στην τέχνη της Δυτικής Ευρώπης τον 11ο και το 12ο αιώνα η οποία βασίζεται σε μια ελεύθερη μεταφορά των αρχών της ρωμαϊκής τέχνης.
Ανακεφαλαιώνοντας τις γνώσεις που κατακτήθηκαν από τα παιδιά, καταλήξαμε στα εξής:
Στην Αναγέννηση η τέχνη αποδεσμεύτηκε από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο «Ανθρωπισμός» (Ουμανισμός).
Στη διάρκεια της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το Ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεώρησαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η επιδιωκόμενη αίσθηση μιας "οικουμενικής τάξης πραγμαάτων".
Επίσης, ένας παιδαγωγικός στόχος που ειδικότερα αφορά τους μαθητές ενός Μουσικού Σχολείου ήταν να γίνει κατανοητό πως , στην Αναγέννηση, ο μέσος καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Πως η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν σε «ελευθέριες τέχνες», δραστηριότητες δηλαδή για «ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές», όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, και πως καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή, ενώ παράλληλα μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία, το "καλλιτεχνικώς ζην" αλλά και με τη συμβολή των πορισμάτων των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν πια στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των βραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια.
Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη διδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το «σημείο φυγής» στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία.
H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιορισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.
H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμάτων με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) «εφηύρε» την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.
H ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΑΛΜΠΕΡΤΙ (σχέδιο )
Ο Μιχαήλ Άγγελος ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι (Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6 Μαρτίου 1475 - 18 Φεβρουαρίου 1564(, γνωστός περισσότερο ως Μιχαήλ Άγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα (ιταλικά: Giacomo della Porta, περίπου 1532 – 1602) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης, ο οποίος εργάστηκε για πολλά σημαντικά κτίρια στην πόλη της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένης και της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ως αποτέλεσμα, κέρδισε τον τίτλο του Αρχιτέκτονα του Ρωμαϊκού Λαού. Κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, ολοκλήρωσε μια πληθώρα έργων για πολλούς Πάπες και μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας.
Jiacomo della Porta
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα γεννήθηκε στην Πορλέτσα της Λομβαρδίας. Στο έργο του επηρεάστηκε από το Μιχαήλ Άγγελο, με τον οποίο συνεργάστηκε, καθώς και από τον Τζάκομο Μπαρότσι ντα Βινιόλα, τον δάσκαλό του στην αρχιτεκτονική. Μετά το 1563 εκτέλεσε έργα του Μιχαήλ Αγγέλου για την ανοικοδόμηση ανοιχτών χώρων της Ρώμης. Στον Καπιτωλίνο, επενέβη στην πρόσοψη και τα σκαλιά του Παλάτσο Σανατόριο, αλλά και στην Κορντονάτα Καπιτολίνα. Μετά το θάνατο του Βινιόλα το 1573, συνέχισε την κατασκευή της Εκκλησίας του Ιησού, ενώ το 1584 έκανε μετατροπές στην πρόσοψη βάσει δικών του σχεδίων. Κατέστησε την πρόσοψη του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι ένα διακοσμητικό έργο ανεξάρτητο από το κυρίως σώμα της κατασκευής, μια μέθοδος που βρήκε πολλούς μιμητές αργότερα. Από κοινού με τον Κάρλο Μαντέρνο έχτισε το ναό του Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι σύμφωνα με σχέδια του Σανσοβίνο.
Από το 1573 αποτέλεσε τον επικεφαλής της ανοικοδόμησης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, και αργότερα, σε συνεργασία με τον Ντομένικο Φοντάνα, ολοκλήρωσε το θόλο το 1588-1590.
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα κατασκεύασε πολλές από τις κρήνες της πόλης που χρονολογούνται το 16ο αιώνα. Ανάμεσά τους συναντούμε τα συντριβάνια στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, καθώς και τις Φοντάνα ντι Νετούνο και Φοντάνα ντελ Μόρο στην Πιάτσα Ναβόνα. Απεβίωσε στη Ρώμη το 1602.
Rafaello
O Ραφαήλ ή Ραφαέλο Σάντσιο (ιταλ. Raffaello Sanzio, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520) ήταν Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της ύστερης Αναγέννησης. Υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη και η αξία υπήρξαν ανάλογες με εκείνες του Μιχαήλ Άγγελου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Γεννήθηκε στο Ουρμπίνο και μαθήτευσε αρχικά στο πλευρό του πατέρα του, Τζιοβάνι Σάντι, και αργότερα εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Περουτζίνο. Παράλληλα, ήρθε νωρίς σε επαφή με κύκλους μορφωμένων ουμανιστών.
Τα πρώιμα έργα του χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα και φιλοτεχνήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Περούτζια, πριν εγκατασταθεί στη Φλωρεντία και αργότερα στη Ρώμη. Εκεί ολοκλήρωσε ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα του, μεταξύ των οποίων οι τοιχογραφίες στο Βατικανό. Αυτά τα έργα ακολούθησαν τη λεγόμενη Σχολή των Αθηνών, ως έκφραση κλασικής τέχνης. Ως αρχιτέκτων προσανατολίστηκε στις επιλογές του Μπραμάντε, μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση των έργων στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Πέθανε απρόσμενα σε ηλικία 37 ετών στη Ρώμη. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ευρώπης, του οποίο το έργο θαυμάζεται για την καθαρότητα της φόρμας του και τη δεξιοτεχνία του.
Ο Ραφαήλ προσλήφθηκε για να διακοσμήσει με νωπογραφίες τέσσερα δωμάτια στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού. Σήμερα, αυτά τα δωμάτια ονομάζονται "τα δωμάτια Ραφαήλ" ή "Stanze di Rafaello" στην Ιταλική.
TEXNIKH SFUMMATO
Ραφαέλλο Σάντι ή Σάντσιο του Ουρμπίνο, Η Σχολή των Αθηνών
Ευχαριστούμε την καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης κα Δώρα Καραγκούνη για τη διδασκαλία της στο έργο του Ραφαέλλο.
Ηλιόδωρος
Η πόλη φλεγόμενη
Η Σχολή των Αθηνών (Βατικανό)
Οι Κύριες και οι Θεολογικές Αρετές
Άγιος Πέτρος
Η ομάδα του Παρνασσού
Υπενθυμίζουμε πως ο Ραφαέλλο γεννήθηκε το 1483 στο δουκάτο Ουρμπίνο, το οποίο αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό πνευματικό κέντρο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Ο πατέρας του, Τζοβάνι Σάντι, ήταν διακεκριμένος ζωγράφος που συχνά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αυλή του δούκα και έχαιρε επίσης ιδιαίτερης εκτίμησης ως ποιητής και χρονικογράφος. Πέθανε όταν ο Ραφαήλ ήταν μόλις έντεκα ετών και ενώ, τρία χρόνια νωρίτερα, είχε πεθάνει η μητέρα του, Μάγια ντι Μπατίστα Κιάρλα. Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του γιου του στη ζωγραφική, ο οποίος σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι μαθήτευσε αργότερα στο πλευρό του Περουτζίνο, στην Περούτζια. Ο τελευταίος αποτελούσε έναν από τους πλέον διακεκριμένους και επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του Ραφαήλ ενώ βρισκόταν στην κορυφή της δόξας του. Η άφιξή του στην Περούτζια και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Περουτζίνο δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο τοποθετείται περίπου το 1495.
Peruggino, Μαντόνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Φρα Αντζέλικο Λίππι, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, η Μαντόνα της Σετζόλα
Peruggino, Λορέντζος
Peruggino, Pieta
Η πρώτη επίσημη καταγραφή της δραστηριότητάς του χρονολογείται στις 10 Δεκεμβρίου του 1500, σύμφωνα με έγγραφο που πιστοποιεί πως ανέλαβε να φιλοτεχνήσει ένα ιερό, με προθεσμία έως το Σεπτέμβριο του 1502. Ανέλαβε τις πρώτες παραγγελίες έργων του για εκκλησίες στην Τσιττά ντι Καστέλλο και στην Περούτζια, πόλεις που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το Ουρμπίνο, ενώ φιλοτέχνησε επίσης τα σχέδια για μία σειρά νωπογραφιών για τη Biblioteca Piccolomini της Σιένα, έργο που ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Μπερναρντίνο Πιντουρίκιο. Η πιθανώς παλαιότερη και άθικτη μέχρι σήμερα εικόνα που φιλοτέχνησε για την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου στην Τσιττά ντι Καστέλλο, μία σύνθεση με θέμα τη σταύρωση του Χριστού (π.1502-3, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με έργα του Περουτζίνο, γεγονός που μαρτυρά την επίδραση του τελευταίου στην τεχνοτροπία του Ραφαήλ.
H "νομαδική" ζωή του Ραφαέλλο σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ιταλίας επισκιάσθηκε από την παραμονή του στη Φλωρεντία, ίσως από το 1504. Ο "ζωγράφος του Ουρμπίνο", αποδεσμευόμενος σταδιακά από την επιρροή του δάσκαλού του Περουτζίνο, τώρα επηρεάζεται από τον Φρα Μπαρτολομέο και, κυρίως, από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, που εκείνη την περίοδο είχε επιστρέψει στην πόλη. Στις συνθέσεις του Ραφαέλλο εμφανίζονται σιγά σιγά γυμνοί πολεμιστές, πορτραίτα γυναικών σε τρία τέταρτα, η θεματική της Αγίας Οικογένειας, κοκ. Στην "Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας" ο Ραφαέλλο υιοθετεί το contrapposto, ενώ η τεχνική χρωματισμού του γίνεται με sfummato, ώστε να αποδοθεί η διαφάνεια της ανθρώπινης σάρκας. Για πρώτη φορά εμφανίζονται, στα έργα του, οι "ματιές" που διασταυρώνονται ανάμεσα στις ομάδες που πλαισιώνουν τις πολυπρόσωπες συνθέσεις τους.
Αγία Αικατερίνη
Aντίγραφο της χαμένης "Λήδας με τον Κύκνο" του Μικελάντζελο, που υποτίθεται πως επηρέασε το contrapposto του Ραφαέλλο
Το κοντραππόστο στο άγαλμα "Δαβίδ" του Μικελάντζελο
O Leonardo da Vinci ήταν πάνω από τριάντα χρόνια γεροντότερος από τον Ραφαέλλο, αλλά ο Μιχαήλ Άγγελος, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Ρώμη, ήταν μόλις οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του. Ο Μιχαήλ Άγγελος απεχθανόταν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, και σταδιακά έφτασε να απεχθάνεται και τον Ραφαέλλο, αποδίδοντάς του συνωμοσίες εις βάρος του. Η "Εναπόθεσις του σώματος του Ιησού" αντλεί τη θεματική της από κλασικές ρωμαϊκές σαρκοφάγους και είναι δείγμα ενός πρώιμου κλασικισμού.
Ραφαέλλο, Προσωπογραφία του Μπίνο Αλτόβιτι
Ραφαέλλο, Η διάσωση του Μωϋσή
Rafaello, Πορτραίτο Κυρίας που κρατά μονόκερω
Ραφαέλλο, Οι τρεις Χάριτες
Συγκρίνετε με τις μεταγενέστερες "Τρεις Χάριτες" του Ρούμπενς
MICHELANGELO BUONAROTTI
Το έργο του Μιχαήλ Άγγελου δίδαξε η Δώρα Καραγκούνη, προβάλλοντας έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, καθώς και διαφάνειες από την Capella Sixtina.
ΜΙχαήλ Άγγελος, Pieta (Αποκαθήλωσις)
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων.
Μιχαήλ Άγγελος, Δελφική Σίβυλλα (προσέξτε την κόρη και συγκρίνετέ την με την απόδοση της Θεοτόκου στην Pieta, καθώς και με το πρόσωπο του Δαβίδ. Σημειώστε τον αμφίρροπο χαρακτήρα με τον οποίον αποδίδονται τα γνωρίσματα του φύλου)
Μιχαήλ Άγγελος, Δαβίδ (κεφάλι)
ΜΙχαήλ Άγγελος, ανδρικό γυμνό (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για Madonna
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για ανδρικό γυμνό
ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ
Πανοραμική άποψη της οροφής
H KΥΜΑΙΑ ΣΙΒΥΛΛΑ
Στο κλασικό μακροσκελές ποίημα του T. S. Eliot Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, (μετάφραση του Waste Land από τον Σεφέρη) υπάρχει η εξής παραπομπή στα αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά:
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τί θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω.
(μετάφραση: "Γιατί είδα με τα ίδια μου τα μάτια τη Σίβυλλα να κρέμεται σε μια φιάλη, και όταν τα νεαρά αγόρια την ερώτησαν "Σίβυλλα, τι θέλεις;", εκείνη απάντησε:"Να πεθάνω θέλω!")
Η προσωνυμία της ηλικιωμένης αυτής εκ των τεσσάρων γυναικείων Σιβυλλών του Μιχαήλ Άγγελου προέρχεται από την Κύμη Ευβοίας και την αρχαία αποικία της Cuma της Ιταλίας (σήμερα Κύμη ή παραδοσιακά Κούμη, πασίγνωστη η αρχαία προφήτης Κυμαία Σίβυλλα, Cumaea Sibylla.
Στην ιστορία του πολιτισμού λίγες πόλεις είχαν το προνόμιο και την τιμή να διατελέσουν εκπολιτιστικές μητροπόλεις. Μια από αυτές υπήρξε η αρχαία Κύμη.Το 754π.Χ. η ευβοική Κύμη ίδρυσε μαζί με τους Χαλκιδείς την ιταλική Κύμη (Cuma).
Η ιταλική Κύμη υπήρξε η αρχαιότερη ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας και οι κάτοικοί της είναι οι πρώτοι Έλληνες με τους οποίους ήρθαν σε επαφή οι τραχείς Λατίνοι και οι μυστηριώδεις Ετρούσκοι ή Τυρρηνοί. Στην ελληνική αποστολή που αποίκισε την περιοχή αυτή μετείχαν και κάποιοι Γραίοι, κάτοικοι της βοιωτικής Γραίας, γειτονικά της Τανάγρας, από τους οποίους σχημάτισαν οι Λατίνοι το εθνικό όνομα Graeci (Γραικοί) που χαρακτήρισε στη συνέχεια όλους τους Έλληνες.
Εκεί και τότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του αρχαιοελληνικού με το ρωμαικό πολιτισμό. Οι Έλληνες άποικοι μετέδωσαν στους ντόπιους το χαλκιδικό αλφάβητο από το οποίο γεννήθηκε το το λατινικό. Για το λόγο αυτό το λατινικό αλφάβητο διασώζει, όπως και όλες οι σύγχρονές μας λατινογενείς γλώσσες, 8 γράμματα όμοια με τα ευβοικά (C,D,F,L,P,R,S,X).
Εκτός από το αλφάβητο οι Έλληνες δίδαξαν στους ντόπιους τη χαλκουργία και τους μετέφεραν ελληνικούς μύθους, παραδόσεις, λατρευτικές συνήθειες. Με λίγα λόγια μετακένωσαν στο «agresti Latio» τον ελληνικό πολιτισμό και το μπόλιασαν με τους δυναμογόνους χυμούς του.
Ο μεγάλος Ρωμαίος επικός ποιητής Βιργίλιος απαθανατίζει στο 3ο βιβλίο της Αινειάδας του την Cumaeam urbem (Κυμαία πόλη) και στο 6ο την θεόπνευστη μάντιδα, Cumaeam Sibyllam (Κυμαία Σίβυλλα) που συμβουλεύει τον Αινεία πως θα κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Με μοναδική ευκολία οι Λατίνοι αφομοιώνουν τις ελληνικές επιδράσεις και ενσωματώνουν στο χτίσιμο της παράδοσής τους τόπους και πρόσωπα ελληνικά. Σύμφωνα με το θρύλο ο Απόλλωνας χάρισε στην Κυμαία Σίβυλλα, τη Διηφόβη, μακραίωνα ζωή όχι όμως και άφθαρτη νεότητα.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων.
Πρωταγωνιστικός υπήρξε κατά συνέπεια ο ρόλος της Εύβοιας στη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος και του πολιτισμού της. Από την πρώτη αυτή ελληνική πόλη στην Ιταλία (Cuma, επίθετο cumaeus – a- um) πήρε και η Σίβυλλα την προσωνυμία Cumaea.
Μιχαήλ Άγγελος, Αδάμ (από τη δημιουργία του Αδάμ, Καπέλα Σιξτίνα)
Ανδρικό γυμνό (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ: Μιχαήλ Άγγελος
Η Δημιουργία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Σίβυλλα (Καπέλα Σιξτίνα)
Δευτέρα Παρουσία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Προφήτης Ιερεμίας (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, εκπεσών άνθρωπος (λεπτομέρεια από τη Δευτέρα Παρουσία, Καπέλα Σιξτίνα, πιθανόν με αυτοπροσωπογραφία)
ΜΙχαήλ Άγγελος , Δευτέρα Παρουσία ( Η Υστάτη Κρίσις, Καπέλα Σιξτίνα, συνολική θέα της σύνθεσης)
Μιχαήλ Άγγελος, Ο πειρασμός των πρωτοπλάστων (Καπέλα Σιξτίνα)
Μαζάτσιο, η εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
ΑΥΤΗ Η ΑΜΦΙΣΗΜΗ IMAGO, ΑΥΤΗ Η...ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ FIGURA
"(...)omnis(ergo)figura tanto evidentius veritatem demonstrat quanto apertius -per dissimilem similitudinem- figuram se esse et non veritatem probat"
"Κάθε αναπαράσταση (άρα) της πραγματικότητας τόσο εμφανέστερα καταδεικνύει την πραγματικότητα (που αναπαριστά), όσο πιο διάτρανα -λόγω της επιφανειακής ομοιότητος αλλά ουσιαστικής ανομοιότητός της με την πραγματικότητα-αποδεικνύει το γεγονός ότι είναι αναπαράσταση και όχι η ίδια η πραγματικότητα!"
Θωμάς ο Ακινάτης,13ος αιώνας μ.Χ.
Αν και η γνώση των ανθρώπινων διαστάσεων και αναλογιών ήταν δεδομένη για πολλούς από τους καλλιτέχνες του 15ου αιώνα, ο Λεονάρντο ήταν ο μοναδικός που επιχείρησε τόσο λεπτομερείς μελέτες. Είναι ακόμα γνωστό από αρκετά σχέδια του πως μελετούσε τις διαστάσεις του ανθρώπινου κρανίου και τις "κοιλότητες" του εγκεφάλου. Σε ένα από τα σχέδια του, αποτυπώνει την αντίληψη που κυριαρχούσε κατά το Μεσαίωνα ,σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος αποτελείται από τρία τμήματα, το ένα πίσω από το άλλο, με το πρώτο να προσλαμβάνει τα ερεθίσματα, το δεύτερο να τα επεξεργάζεται και το τρίτο να τα αποθηκεύει. Επιπλέον διασώζεται σχέδιο του ντα Βίντσι που αναπαριστά τη συνουσία ενός άνδρα με μια γυναίκα, το οποίο εντάσσεται πιθανότατα σε γενικότερες μελέτες του γύρω από τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπου. Ο Λεονάρντο διατύπωσε διάφορες απόψεις σχετικά με την επίδραση και τη λειτουργία ουσιών που συνδέονται με διαφορετικά μέρη του σώματος. Πίστευε χαρακτηριστικά πως τα δάκρυα προέρχονταν από την καρδιά, το κέντρο όλων των συναισθημάτων. Η σημασία αυτών των θέσεων --έστω και λανθασμένων -- έγκειται στο γεγονός πως οι ερμηνείες για τα ανθρώπινα συναισθήματα συνδέονταν με συγκεκριμένα όργανα του σώματος. Το περίφημο έργο του Μυστικού Δείπνου, σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη δημιουργία της Μόνα Λίζα απογείωσαν τη φήμη του ντα Βίντσι.
ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΣΕΝΤΟ (δέκατος έκτος αιώνας).....................................
ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ...............................................
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Στο έργο του διακρίνονται και επιδράσεις από τον Βερόκιο και από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του. Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την Ιατρική και την Κλασική Φιλολογία, ανέπτυσσε θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει νέες αρχές και αξίες για την καλλιτεχνική δημιουργία. Χαρακτηριστικά αριστουργήματα που προέκυψαν από αυτήν τη μελέτη είναι τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Με οδηγό την ανθρωπιστική του παιδεία και με γνώμονα την πρόοδο των φυσικών επιστημών ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;">
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου