Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ, του Νίκου Φουφόπουλου

Η βυζαντινή υμνογραφία είναι η τέχνη της βυζαντινής ποίησης η οποία εστιάζει στην έκφραση θρησκευτικού συναισθήματος του ποιητή και στις λειτουργικές ανάγκες της εκκλησίας.
Τα βυζαντινά ασματικά χειρόγραφα χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, ενώ τα βιβλία Εκφωνητικής σημειογραφίας (ένα απλοϊκό γραφικό σύστημα με σκοπό να δείξει τον τρόπο ανάγνωσης των Γραφών) ξεκινούν έναν αιώνα νωρίτερα και εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση έως το 12ο ή 13ο αιώνα. Η γνώση μας για την παλαιότερη περίοδο προέρχεται από τα "Τυπικά" (διατάξεις εκκλησιαστικών μυστηρίων και τελετών), τα έργα των εκκλησιαστικών Πατέρων και τις μεσαιωνικές διηγήσεις. Διεσπαρμένα δείγματα κειμένων ύμνων από τους πρώτους αιώνες του ελληνικού χριστιανισμού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά υιοθετούν τα μετρικά σχήματα της κλασσικής ελληνικής ποίησης, αλλά η αλλαγή της προφοράς είχε καταστήσει εκείνα τα μέτρα κατά μεγάλο μέρος χωρίς έννοια και, εκτός από τη λήψη ως πρότυπου των κλασσικών φορμών, οι βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων είναι πεζή ποίηση, στίχοι δίχως ρίμα και τονικό πρότυπο. Ο κοινός όρος για έναν σύντομο ύμνο μιας στροφής, ή μιας σειράς στροφών, είναι 'τροπάριο (αυτό μπορεί να φέρει την περαιτέρω συνεκδοχή ενός ύμνου που παρεμβάλλεται μεταξύ στίχων του ψαλτηρίου). Ένα γνωστό παράδειγμα, του οποίου η ύπαρξη βεβαιώνεται από τον 4ο αιώνα, είναι ο εσπερινός ύμνος, "Φως Ιλαρόν...", ή ακόμη ο, αποδιδόμενος στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ (527 - 565), ύμνος "Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού...", που ακούγεται σήμερα στην εισαγωγή της Θείας Λειτουργίας. Ίσως η γνωστότερη συλλογή τροπαρίων με καλλιτεχνική πατρότητα είναι αυτή του μοναχού Αυξεντίου (πρώτο μισό του 5ου αιώνα), που ιστορείται στη βιογραφία του, αλλά δε διατηρήθηκε σε καμία μεταγενέστερη τυπική λατρευτική διάταξη.
Η βυζαντινή υμνογραφία αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο από τον 6ο έως τον 10ο αιώνα μ. Χ. και αποτελείται από δύο κατηγορίες: το Κοντάκιο και τον Κανόνα.
Το Κοντάκιο, είναι μια υμνογραφική σύνθεση που αποτελείται από το προοίμιο και τους οίκους, τα οποία έχουν ως πρότυπό τους προοίμιο. Αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης το οποίο ιστορικά άκμασε στον 6ο και τον 7ο αιώνα με τον Άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, ο οποίος έγραψε περίπου χίλιες συνθέσεις, από τις οποίες έχουν διασωθεί περίπου το ένα δέκατο.
Για τη Βυζαντινή μουσική είναι, έπειτα από μακρόχρονη εξελικτική πορεία, το πρώτο μεγάλο και ολοκληρωμένο είδος της. Το νέο αυτό είδος πλούτισε την Ποίηση με έργα μεγάλα και ένδοξα και από τον 8ο αιώνα αντικαταστάθηκε από τον Κανόνα. Από τα μακροσκελή Κοντάκια επέζησε το προοίμιο, δηλαδή το κοντάκιο.
Τι ονομάζουμε Κανόνα:
Ο Κανών είναι ένα λαμπρό ποιητικό είδος της Βυζαντινής Μουσικής που κυριάρχησε στην υμνογραφία της Εκκλησίας από τον 9ο αιώνα και αντικατέστησε το Κοντάκιο. Ψάλλεται κυρίως στην ακολουθία του Όρθρου. Μεγάλοι δημιουργοί Κανόνων που ονομάζονται και κανονογράφοι, είναι ο Ανδρέας Κρήτης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο Μελωδός.
Ανδρέας Αρχιεπίσκοπος Κρήτης
Ιωάννης Δαμασκηνός
Κοσμάς ο Μελωδός, επίσκοπος Μαϊουμά Παλαιστίνης
Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους στις ακολουθίες ψαλλόταν οι εννέα ωδές της Βίβλου. Αργότερα, μετά από κάθε ωδή δημιουργήθηκε μία στροφή που συνδεόταν με αυτήν, ο ειρμός. Έπειτα προστέθηκαν στροφές σε κάθε ειρμό, που ψαλλόταν με τον τρόπο τού ειρμού, τα τροπάρια. Τέλος οι ωδές της Βίβλου παραλείφθηκαν και έμειναν μόνο οι ειρμοί με τα τροπάριά τους. Αυτό το σύνολο αποτέλεσε τον Κανόνα. Οι Κανόνες άρχισαν να διαμορφώνονται από τον 6ο αιώνα, σύμφωνα με τα ελάχιστα δείγματα που έχουν περισωθεί. Μόνο στις αρχές τού 8ου αιώνα έχουμε τέλεια και ολοκληρωμένα δείγματα τού είδους, από τους τρεις μεγάλους υμνογράφους τού 8ου αιώνα: • τον Ανδρέα αρχιεπίσκοπο Κρήτης • τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό • τον Κοσμά επίσκοπο Μαϊουμά Παλαιστίνης Καθένας από αυτούς έχει θεωρηθεί ως ευρετής του είδους από διάφορους ερευνητές, όμως τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Η λέξη Κανόνας φέρει τις παρακάτω έννοιες: 1. χάρακας (το γεωμετρικό όργανο) 2. πρότυπο (κάποιος ή κάτι στο οποίο θέλουμε να μοιάσουμε) 3. κατάλογος, επίσημο ή έγκυρο βιβλίο, νόμιμο 4. τιμωρία, επιτίμιο για τους παραβάτες των Εντολών τού Θεού και των Νόμων της Εκκλησίας (π.χ. Κανονικό Δίκαιο) 5. το νέο υμνογραφικό είδος που διαδέχθηκε το Κοντάκιο.
Αυτή η έννοια της λέξης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον επίσκοπο Νίκαιας Θεοφάνη τον Γραπτό (απεβ. 843 μ. Χ). Ίσως διότι με βάση (κανόνα) τους ειρμούς, φτιάχνονται τα τροπάρια ή λόγω της αρχαίας ακολουθίας Κανών, της οποίας αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο.
Ο χρονικογράφος Ιωάννης Ζωναράς αναφέρει ότι ο Κανόνας λέγεται έτσι, επειδή οι ειρμοί βασίζονται στις βιβλικές ωδές: "όθεν Κανών λέγεται ως τεταγμένον τού μέτρου εν ταύταις δη ταις (εννέα) ωδές)".
Ο Κανόνας είναι ένα σύστημα σύντομων τροπαρίων, που διατάσσονται σε εννέα ομάδες, τις ωδές. Το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής λέγεται ειρμός και είναι το ποιητικό και μουσικό πρότυπο (κανόνας) για τα υπόλοιπα τροπάρια της ωδής, που ακολουθούν τον τρόπο (μέλος) του.
Ο λόγιος Θεοδόσιος ο Γραμματικός (8ος-9ος αι.) μας έδωσε τον τρόπο σύνθεσης τού Kανόνα: "εάν τις θέλη ποιήσαι Κανόνα, πρώτον δει μελίσαι τον ειρμόν, είτα επαγαγείν τα τροπάρια ισοσυλλαβούντα και ομοτονούντα τω ειρμώ και τον σκοπόν αποσώζοντα". Συμπεραίνουμε ότι οι πρώτοι ποιητές ήταν και μελωδοί, δηλαδή έγραφαν και το μέλος.
Η σύνδεση των τροπαρίων τού Κανόνα είναι εξωτερική: με την ακροστιχίδα, όταν υπάρχει, και με το εφύμνιο, που χρησιμοποιείται σπάνια. Έτσι υπάρχει μεγάλη ελευθερία. Σε σχέση με τη μονοτονία τού παλαιού Κοντακίου, ο Κανόνας παρουσιάζει μεγάλη ποιητική και μουσική ποικιλία. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιβλήθηκε και αντικατέστησε γρήγορα το Κοντάκιο.
Η μελοποίηση των ειρμών των περισσότερων Κανόνων καταγράφεται σε ιδιαίτερο βιβλίο, το Ειρμολόγιον, με πιο πρόσφατο αυτό τού Σωφρόνιου Ευστρατιάδη (1932).
Το θέμα των τροπαρίων καθορίζεται από το θέμα της εορτής, ενώ το θέμα των ειρμών είναι αυτό της ωδής της Βίβλου: • α ́ ωδή: η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τον Μωυσή • β ́ ωδή: ο Μωυσής παραδίδει τις πλάκες τού Νόμου??????? (ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ, ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Κ. ΚΑΛΛΙΑ, ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ: Η β' ωδή του Κανόνα δεν αφορά την παράδοση του Νόμου, αλλά τον θάνατο του Μωυσή λίγο πριν από την είσοδο στη Γη της Επαγγελίας, ως "τιμωρία" του από τον Θεό, επειδή και ο ίδιος ολογοπίστησε). • γ ́ ωδή: η στείρα Άννα η προφήτιδα συλλαμβάνει τον Σαμουήλ, τον μετέπειτα κριτή • δ ́ ωδή: η προσευχή τού Αββακούμ • ε ́ ωδή: η προσευχή τού προφήτη Ησαΐα μετά το όραμά του • ς ́ ωδή: η προσευχή τού προφήτη Ιωνά εντός τού κήτους • ζ ́ ωδή: ο ύμνος των Τριών παίδων όταν όδευαν προς την Κάμινο • η ́ ωδή: ο ύμνος των Τριών παίδων εντός της Καμίνου • θ ́ ωδή: η προσευχή της Θεοτόκου κατά την συνάντησή της με την Ελισάβετ και η προσευχή τού Ζαχαρία (γονείς τού Ιωάννη τού Προδρόμου).
Οι ποιητές προσπαθούν συχνά να συνδέσουν τα δύο θέματα και το επιτυγχάνουν με ευφυή τρόπο παρόλο που τα πλαίσια είναι προκαθορισμένα. πχ ο Κοσμάς ο Μελωδός στον Κανόνα τού Μ. Σαββάτου αναφέρει, ότι οι παίδες (οι απόγονοι) αυτών που σώθηκαν (με τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας) έκρυψαν στη γη (θανάτωσαν) αυτόν (τον Χριστό) που έκρυψε τον διώκτη τους τύραννο (τον φαραώ) υπό το κύμα της θάλασσας: Κύματι θαλάσσης, Τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, υπό γην έκρυψαν των σεσωσμένων οι παίδες· αλλ' ημείς ως αι νεάνιδες τω Κυρίω άσωμεν· ενδόξως γαρ δεδόξασται. Ο Ανδρέας Κρήτης χρησιμοποιεί την β ́ ωδή, σύντομα όμως επικράτησε να μην χρησιμοποιείται, ίσως για το πένθιμο τού περιεχομένου της: ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο Μελωδός δεν την χρησιμοποιούν. (ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΚΥΡΙΟΥ Κ. ΚΑΛΛΙΑ, ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ: ΤΗ β'ωδή τη συναντούμε μόνο σε κανόνες καθημερινών κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, ενώ πλήρης εννεώδιος κανών είναι ο λεγόμενος Μέγας Κανών, που ψάλλεται δύο εβδομάδες πριν από τη Μ. Εβδομάδα)
Ακροστιχίδες: Το σταθερό αυτό γνώρισμα των Κοντακίων, συναντάται μερικές φορές στους Κανόνες: • ο Ανδρέας Κρήτης δεν τις χρησιμοποιεί • ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τις χρησιμοποιεί σπάνια • ο Κοσμάς ο Μελωδός πάντα Οι μεταγενέστεροι τις συνηθίζουν. Η πεζή ακροστιχίδα των Κοντακίων είναι στους Κανόνες έμμετρη, προσωδιακή. Αποτελεί ένα ιαμβικό τρίμετρο, που συχνά επεκτείνεται με το όνομα τού υμνογράφου ή δακτυλικό εξάμετρο ή δύο στίχους ή λογοπαίγνιο.
Ακόμη ένα σταθερό γνώρισμα των Κοντακίων είναι το εφύμνιο, το οποίο σχεδόν αγνοείται από τον Ανδρέα Κρήτης και τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στους μεταγενέστερους υμνογράφους εκτιμάται πως χρησιμοποιείται περισσότερο συμπτωματικά παρότι σκόπιμα. Είναι ένα στοιχείο εντελώς δευτερεύον.
Η έκταση τού Κανόνα στον Ανδρέα Κρήτης είναι αρκετά μεγάλη: ο Μέγας Κανών έχει 250 τροπάρια και είναι ο μεγαλύτερος Κανόνας που υπάρχει. Αυτό που τού δίνει ελευθερία σύνθεσης είναι η ακροστιχίδα.
Γενικά, οι Κανόνες έχουν 3-5 τροπάρια σε κάθε ωδή και είναι μικρότεροι των Κοντακίων. Ο λόγος που το τελευταίο τροπάριο κάθε ωδής ονομάζεται Θεοτόκιον, είναι επειδή συνήθως αναφέρεται στη Θεοτόκο. Στους Κανόνες των Παθών, αναφέρεται στη Σταύρωση και τη Θεοτόκο και το τροπάριο λέγεται Σταυροθεοτοκίον. Πολλές φορές τα πρώτα γράμματα των Θεοτοκίων σχηματίζουν το όνομα τού υμνογράφου.
Ως προς το περιεχόμενό τους οι κανόνες διακρίνονται στα εξής είδη: • Δεσποτικοί (Αναφέρονται από τη Γέννηση ως την Ανάληψη τού Χριστού και είναι οι αρχαιότεροι Κανόνες) • Θεομητορικοί • Αγιολογικοί " Παρακλητικοί
Ενώ ως προς τη μορφή τους οι κανόνες κατηγοριοποιούνται σε: • ασματικούς: Γράφονται σε γλώσσα κοινή -όχι όμως δημώδη- και σε ρυθμοτονικά μέτρα. • ιαμβικούς: Γράφονται σε γλώσσα αρχαία ποιητική και σε μέτρο ιαμβικό τρίμετρο (προσωδιακό). Στη λειτουργική χρήση της Εκκλησίας έχουμε τρεις ιαμβικούς, των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Πεντηκοστής, όλοι έργα τού Ιωάννη τού Δαμασκηνού.
Διαφορές Κανόνος και Κοντακίου : Εκτός από εξωτερικές (μορφολογικές), υπάρχουν διαφορές και στη γλώσσα, το ύφος, το μέλος, κα. Το Κοντάκιο είναι σε γλώσσα απλή, σχεδόν δημώδης. Όμως ο Κανόνας έχει γλώσσα λόγια (λό-γι- α): από την κοινή εκκλησιαστική ως την αρχαΐζουσα ποιητική, όπως συμβαίνει στους ιαμβικούς Κανόνες, με την απρόσιτη γλώσσα τους.
Ο Ανδρέας Κρήτης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Γερμανός Α ́ χρησιμοποιούν λόγια γλώσσα χωρίς πολλές ακρότητες και αρχαϊσμούς, ενώ ο Κοσμάς ο Μελωδός είναι συντηρητικός, αρχαιόπληκτος.
Το ύφος τού Κοντακίου είναι διηγηματικό, συναξαριακό. Όμως με τον Κανόνα περνά στην υμνογραφία το δόγμα, η καθαρή θεολογία. Αυτό δεν πειθαρχεί πάντα στην ποίηση, καθώς το δόγμα έχει περιθώρια παραβάσεων. Πολλές φορές εκείνο που διατηρεί την ποίηση είναι το μέλος. Ωστόσο δεν είναι όλο το περιεχόμενο των Κανόνων δογματικό. (οι αληθινοί ποιητές βρίσκουν τρόπους προσδίδουν στοιχεία λυρισμού, κατά τη γνώμη μου).
Στους δοξολογικούς και στους παρακλητικούς Κανόνες οι υμνογράφοι, αγγίζοντας την αιώνια ανάγκη τού ανθρώπου να λυτρωθεί, εκφράζονται με καθαρή ποίηση.
Το Κοντάκιο είναι συχνά διαλογικό, που τού προσδίδει δραματική ένταση, αλλά με τον Κανόνα η υμνογραφία επανέρχεται στις βιβλικές πηγές της, στο συγκινησιακό κλίμα της αρχαϊκής ανατολικής ποίησης. Η πιο σημαντική διαφορά των δύο ειδών είναι στο μέλος, δηλαδή στη μελωδική γραμμή. Το Κοντάκιο έχει μεγάλη έκταση και επιτρέπει έναν Ήχο για το προοίμιο και έναν για τους οίκους, που ψάλλονται σύμφωνα με τον πρώτο, ομοιόμορφα (δηλαδή είναι μονότονο). Αντίθετα, ο Κανόνας επιτρέπει στον ίδιο Ήχο μουσικές παραλλαγές, τόσες όσες οι ωδές. Στη μουσική αυτή ποικιλία που δημιουργεί ευχάριστο κλίμα και δεν κουράζει, οφείλει ο Κανόνας την επικράτησή του και τη μόνιμη χρήση του στη λατρεία.
Φουφόπουλος Νικόλαος Β1 Λυκείου (16/12/2020)
Συνιστώμενη βιβλιογραφία για τη βυζαντινή γραμματεία Α. ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ J. O. Rosenqvist, Η βυζαντινή λογοτεχνία. Από τον 6ο αιώνα ως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Αθήνα (Κανάκη) 2008. Elisabeth Jeffreys – J. F. Haldon – R. Cormack, The Oxford Handbook of Byzantine Studies, New York – Oxford 2008 Liz James, Εγχειρίδιο βυζαντινών σπουδών. 27 Μελέτες [ελλ. μετ. Κατερίνα Δημοπούλου, επιμ. Α. Μαυρουδής – Α. Ρεγκάκος], Αθήνα (Παπαδήμας) 2014 H.-G. Beck, Ἡ βυζαντινὴ χιλιετία [ελλ. μετ. Δ. Κούρτοβικ], Ἀθήνα (ΜΙΕΤ) 1990 C. Mango, Βυζάντιο. Ἡ αυτοκρατορία τῆς Νέας ῾Ρώμης [ελλ. μετ. Δ. Τσουγκαράκης], Ἀθήνα (ΜΙΕΤ) 1988 C. Mango, Ιστορία του Βυζαντίου (The Oxford History of Byzantium), Αθήνα (Νεφέλη) 2006 G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Ι-ΙΙΙ [ελλ. μετ. Ι. Παναγόπουλος, επιμ. Ε. Χρυσός], Αθήνα 72002 Β. ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ K. Krumbacher, Ἱστορία τῆς βυζαντηνῆς λογοτεχνίας [ελλ. μετ. Γ. Σωτηριάδης], τ. Α´-Γ´, Ἀθήνα 21974 Η.-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich [Handbuch der Altertumswissenschaft 12/2/1], München 21977 H.-G. Beck, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς δημώδους λογοτεχνίας [ελλ. μετ. Νίκη Eideneier], Ἀθήνα (ΜΙΕΤ) 1988 H. Hunger, Bυζαντινὴ Λογοτεχνία. ῾H λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Bυζαντινῶν [ελλ. μετ. Λ. Γ. Mπενάκης, Γ. X. Mακρῆς κ.ά.], τ. A´-Γ´, ᾽Aθήνα (ΜΙΕΤ) 1991-1994 A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature, I (650–850)-II (850-1000), Αθήνα (ΕΙΕ) 1999-2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...