Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ'ΛΥΚΕΙΟΥ: Μιχάλη Κατσαρού, "Η διαθήκη μου"

Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει "Δόξα Σοι ο Θεός". Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών στον κοντό άνθρωπο του γραφείου στην εταιρεία "Εισαγωγαί-Εξαγωγαί" στην κρατική εκπαίδευση στον φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε σ'αυτόν που χαιρετάει από την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις
........................... Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ'αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια, στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ'όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.
Γ. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα που θέτει το ποίημα (κείμενο 2); Να γράψετε τις σκέψεις σας σε ένα ερμηνευτικό σχόλιο 100-200 λέξεων, αξιοποιώντας δύο τουλάχιστον κειμενικούς δείκτες του ποιήματος (γλωσσικές επιλογές, αφηγηματικούς τρόπους, αφηγηματικές τεχνικές, δομή, πλοκή, χαρακτήρες κ.ά.). Με δεδομένο ότι το ποίημα γράφτηκε το 1950, νομίζετε ότι διατηρεί την επικαιρότητά του στην εποχή μας;
Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και καθορίστηκε από τους κοινωνικούς της αγώνες. Είναι ένας αιρετικός ποιητής, που με το έργο του αντιστάθηκε σε κάθε πνευματικό ή ηθικό περιορισμό, προβάλλοντας το ιδεώδες της πολιτικής ελευθερίας απέναντι στις υποκριτικές συμβάσεις του κυρίαρχου συστήματος. Στο "Κατά Σαδδουκαίων" εξαπολύει μια κριτική ανάλογη των ποιημάτων του ρώσου ποιητή Μαγιακόβσκι. Οι Σαδδουκαίου (οι αντίπαλοι των εβραίων Φαρισαίων), είναι προσκολημμένοι στον τύπο και το γράμμα του νόμου, είναι οι εκπρόσωποι μιας "κουρασμένης" ελληνικής αριστεράς. Το ποίημα "Η διαθήκη μου" είναι ένα ποίημα «πολιτικής ηθικής», ένα κείμενο αρχών, ένα είδος διακήρυξης του Κατσαρού. Ο τίτλος του αποτελεί μια «δέσμευση» ανάμεσα στον εντολέα/ποιητή και τον αποδέκτη/αναγνώστη του. Με το ποίημα αυτό ο Μ. Κατσαρός απευθύνεται άμεσα στους αναγνώστες με την προστακτική «Αντισταθείτε», που επαναλαμβάνεται στην αρχή κάθε στροφής, δίνοντας έμφαση στη στάση ζωής που προβάλλει η προτροπή αυτή. Μας καλεί να αντισταθούμε σε πρόσωπα, καταστάσεις, θεσμούς, κατευθύνσεις, που διαμορφώνουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και σκέψης, ένα σύστημα που απλώνεται γύρω μας, μέσα μας και καθορίζει όλη την ύπαρξή μας. Δίνει, επομένως, ο ποιητής τις διαστάσεις της «αντίστασης» και προς το τέλος του ποιήματος δίνει την εξήγηση. Μέσα από τον κριτικό έλεγχο και την άρνηση του ανθρώπου να υποκύψει και να προσαρμοστεί στο σύστημα αυτό, που τον μαζοποιεί, τον ποδηγετεί, τον απομακρύνει από τον αληθινό εαυτό του και τον εξουθενώνει, ανοίγει ο δρόμος για την πολυπόθητη υπαρξιακή ελευθερία και την πραγματική ευτυχία. Βέβαια, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, απαιτείται διανοητική και συναισθηματική ωριμότητα, καθώς και παρρησία, γιατί η αντίσταση αφορά όλες τις πτυχές του βίου που αποτελεί για εμάς αυτονόητη πραγματικότητα. Η ποιητική φωνή με τη χρήση απλής, καθημερινής γλώσσας και εικόνων ξεκινά από την έμφυτη ροπή μας προς την ασφάλεια και το «βόλεμα», που μας εγκλωβίζει σε μια μίζερη ζωή και καθημερινότητα, σε ένα σπίτι-φυλακή («στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών»), σε μια αδιάφορη εργασία («στον κοντό ... εισαγωγαί-εξαγωγαί»), η οποία εξυπηρετεί συνήθως το κέρδος ισχυρότερων. Το κράτος και οι κάθε είδους λειτουργοί των πολλαπλών εξουσιών του («στην κρατική εκπαίδευση/ στον φόρο ... στον πρόεδρο του Εφετείου...»), όπως και η Εκκλησία («έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν»), αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος και αντλούν το όφελος της προσαρμογής μας σε αυτό. Ακόμα και η τέχνη κατευθύνεται και υπηρετεί τον ίδιο στόχο, αναπαράγει τις αξίες και τις αρχές του επιβαλλόμενου τρόπου σκέψης και ζωής. Ακόμα όμως και στις κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας μας προτρέπει να αφυπνισθούμε, να μην προσαρμοζόμαστε παθητικά σε συναναστροφές αδιάφορες ή υποκριτικές. Αμφιβάλλει ακόμα και για τον εαυτό του («ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ») και τον κάνει στόχο της δικής μας αμφιβολίας και κριτικής, αφού ως καλλιτέχνης επιχειρεί να απευθυνθεί στη συνείδησή μας και να την επηρεάσει. Το ποίημα αποτελεί αρχή και παρότρυνση για αντίσταση σε κάθε μορφή καιροσκοπικής ιδεολογίας, ευκολίας, βολέματος, συντηρητισμού.
Εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος, στην προσπάθειά του να κατακτήσει την ελευθερία του, καλείται να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και να αντισταθεί σε παράγοντες που προσπαθούν να του περιορίσουν την ελευθερία. Έχω επομένως την άποψη πως o άνθρωπος, για να μπορέσει να αντισταθεί και να ξεπεράσει τις δυσχέρειες και τους κινδύνους αυτούς, οφείλει να είναι εφοδιασμένος με σωστή παιδεία και μόρφωση, που θα τον βοηθήσουν να μην άγεται και φέρεται ως άβουλο ον. Ο σύγχρονος άνθρωπος, για να κερδίσει και να διασφαλίσει την ελευθερία του, χρειάζεται να αγωνιστεί για την παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς η δημοκρατία διασφαλίζει τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την αξιοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προς την κατεύθυνση αυτή οφείλει να κινηθεί και ο καλλιτέχνης, o οποίος μέσω της τέχνης του πρέπει να λέει την αλήθεια με παρρησία και τόλμη, να υπηρετεί την αλήθεια και τις ανάγκες του ανθρώπου, όπως στην περίπτωση του Kατσαρού, και όχι να σχετίζεται με την προπαγάνδα.
Παράλληλα σας δίνω το ποίημα "Η πόρτα" του Mίροσλαβ Χόλουμπ, στο οποίο μια άλλη «φωνή» προτρέπει σε κάποιου είδους διαφυγή από την αδράνεια. Ο διάλογος μεταξύ των κειμένων εμπλουτίζεται, καθώς το τελευταίο κείμενο εγγράφει μια «απάντηση» στα προηγούμενα ερωτήματα. «Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα/ τουλάχιστον θα γίνει κάποιο ρεύμα»: πρόκειται για μια απάντηση που δεν προδιαγράφει ένα αποτέλεσμα, αλλά αφήνει το ενδεχόμενο μιας θετικής εξέλιξης.
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Ίσως έξω να βρεις ένα δέντρο ή ένα κλαδί, έναν κήπο ή μια πόλη μαγική. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Ίσως να δεις ένα πρόσωπο ή ένα βλέμμα ή την εικόνα μιας εικόνας. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Αν έχει ομίχλη θα φύγει. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Ακόμα και αν υπάρχει μόνο το σκοτάδι ακόμα κι αν υπάρχει μόνο η υπόκωφη βοή του ανέμου ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα απολύτως, προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Τουλάχιστον θα υπάρξει ένα ρεύμα (μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς)
O Μίροσλαβ Χόλουμπ (Miroslav Holub, 1923-1998) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της νεότερης τσεχικής ποίησης.Η κλασική του παιδεία συνδυάζεται με τη γνώση των φυσικών επιστημών, της ιατρικής,της φιλοσοφίας, της ιστορίας της επιστήμης και το λαμπρό ποιητικό του ταλέντο. Στο πρόσωπο του Χόλουμπ συναντούμε τη ξεχασμένη αρχαιοελληνική αντίληψη για τη διεπιστημονικότητα και τη συνύπαρξη της τέχνης και της επιστήμης. Ο διακεκριμένος γιατρός Χόλουμπ συναντά τον ποιητή Χόλουμπ, και ο ποιητής τον φιλόσοφο Χόλουμπ: το ιατρικό λεξιλόγιο εμπλέκεται με τον ποιητικό λόγο, η λογική με το συναίσθημα, το σκεπτικισμό και την ειρωνεία,η συστηματικότητα, η έρευνα και η επιστημονική πειθαρχία με την άρνηση να ακολουθήσει στεγανά και να υποταχθεί στους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς του καθεστώτος· όπως και ο Χέρμπερτ αρνήθηκε να υπηρετήσει με την ποίησή του τις πολιτικές σκοπιμότητες, έτσι και ο Χόλουμπ είχε το δικό του ποιητικό όνειρο. Μια άλλη πτυχή της ποίησης του Χόλουμπ είναι ο πολιτικός της χαρακτήρας. Βίωσε από πρώτο χέρι, αρχικά, τον αυταρχισμό του ναζισμού και εν συνεχεία την ανελευθερία της σταλινικής εκδοχής του σοσιαλισμού. Λόγω της άρνησής του να εγγραφεί μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και του οχληρού για το καθεστώς έργου του, έζησε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας: του αφαιρέθηκε για χρόνια η δυνατότητα να ταξιδέψει στο εξωτερικό, απολύθηκε από τη θέση του στην Ακαδημία, ενώ για περισσότερο από μια δεκαετία (από το 1971 έως το 1982) δεν του επιτρεπόταν να εκδώσει κείμενά του. Εξαιτίας αυτών, συχνά η ποίησή του λειτουργεί ως φορέας πολιτικών μηνυμάτων, συνήθως με τρόπο υπαινικτικό, καταφεύγοντας σε μοτίβα δανεισμένα από τη μυθολογία και την Ιστορία, προκειμένου να συνομιλήσει κριτικά με την εποχή της. Ποιο είναι το κεντρικό θέμα του ποιήματος; Το θέμα που θέτει το ποίημα «Η πόρτα» έγκειται στην τάση των ανθρώπων να αυτοπεριορίζονται στο οικείο και γνώριμο -είτε αυτό τους ικανοποιεί είτε όχι-, διστάζοντας να αναζητήσουν το νέο και διαφορετικό. Είναι σαν να κυριαρχεί ο φόβος στη ζωή των ανθρώπων πως η οποιαδήποτε αλλαγή στη γνώριμη «ρουτίνα», θα τους επιφέρει ανυπόφορη αναστάτωση ή θα επιδεινώσει την κατάστασή τους. Φοβούνται το νέο, παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν αν αυτό θα έχει θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή τους, κι επιλέγουν να παραμένουν στάσιμοι σε μια κατάσταση, έστω κι αν αυτή δεν είναι ιδανική. Η στασιμότητα αυτή χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου, εφόσον, για παράδειγμα, συχνά διαπιστώνουμε πως ένας άνθρωπος μένει εγκλωβισμένος σε μια εργασία που δεν τον ικανοποιεί μόνο και μόνο γιατί φοβάται να πάρει κάποιο ρίσκο ή παραμένει περιχαρακωμένος σε μια ιδεολογία, έστω κι αν αυτή είναι πια παρωχημένη και δεν βρίσκεται σε ανταπόκριση με τα νέα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας. Προσαρμόζονται οι άνθρωποι σε μια κατάσταση και παραμένουν εγκλωβισμένοι σε αυτή, απεμπολώντας το δικαίωμά τους στην αλλαγή και τη βελτίωση είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί αισθάνονται πως δεν έχουν το απαιτούμενο κουράγιο να αλλάξουν ό,τι μοιάζει να έχει εδραιωθεί. Πού εντοπίζετε ειρωνεία στο ποίημα; Η πιο σαφής έκφραση της ειρωνείας του ποιητικού υποκειμένου απέναντι σε αυτόν που διστάζει να ανοίξει την πόρτα εντοπίζεται στο κλείσιμο του ποιήματος, όταν σχολιάζει πως έστω κι αν δεν υπάρχει τίποτε εκεί έξω «Τουλάχιστον θα γίνει κάποιο ρεύμα». Η φράση αυτή, μέσω της οποίας δηλώνεται το ελάχιστο πιθανό όφελος από το άνοιγμα της πόρτας, λειτουργεί παράλληλα ως εμπαιγμός στους δισταγμούς και τις φοβίες του ατόμου. Είναι σαν να του επισημαίνει πως δεν έχει απολύτως τίποτε να φοβάται, αφού ίσα ίσα αν ανοίξει την πόρτα θα κερδίσει τουλάχιστον τη δροσιά που θα φέρει το ρεύμα αέρα που θα σχηματιστεί. Αντιληπτή, επίσης, γίνεται η ειρωνεία του ποιητικού υποκειμένου σε κάποιες από τις πιθανότητες που παρουσιάζει στο συνομιλητή του. Είναι πιθανό, του επισημαίνει, όταν ανοίξει την πόρτα να μη δει απολύτως τίποτα ή να επιτρέψει σε κάποιο αδιάκριτο μάτι να δει μέσα στο σπίτι του. Γιατί θα πρέπει να τον ανησυχεί αυτό; Παρομοίως, μπορεί ανοίγοντας την πόρτα να δει έξω «κάποια μορφή», κάποια άγνωστη μορφή, που η παρουσία του ίσως τον ξαφνιάσει. Αν είναι αυτό που φοβάται, τότε, ναι, είναι πιθανό να αντικρίσει ακριβώς αυτό. Κάνετε κάποια σκέψη για την τετραπλή επανάληψη της προτροπής «πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα» στην αρχή της κάθε στροφής; Το μόνο πραγματικό όφελος του ανοίγματος της πόρτας, η οποία θα ανταποδώσει ισότιμα στην κ ί ν η σ η προς τα έξω, την κ ί ν η σ η προς τα μέσα (το ρεύμα). Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το όφελος μιας απάντησης, μιας επικοινωνίας, ενός πλησιάσματος, ουσιαστικά μιας δ υ ν α τ ό τ η τ α ς για μια συνάντηση, ανεξαρτήτως της συνέχειας ή του αποτελέσματος. Αυτό δηλώνει το “τουλάχιστον”, δεν ενδιαφέρει η συνέχεια, ενδιαφέρει η κ ί ν η σ η ως σύμβολο α κ ύ ρ ω σ η ς μιας προηγούμενης κατάστασης, μιας στάσης, άποψης, επιλογής ζωής. Εδώ ακυρώνεται η εγκλωβιστική, αυτιστική διάθεση και η φοβική και απειλητική βίωση μιας εξωτερικής πραγματικότητας. Υπάρχει ένα ά ν ο ι γ μ α ε σ ω τ ε ρ ι κ ό και κάτι που κ ι ν ε ί τ α ι και έρχεται να το συναντήσει από τον έξω, έως τώρα, αποκλεισμένο κόσμο.Το ρεύμα δεν είναι η σιγουριά της επιτυχημένης επαφής ή συνύπαρξης με το αλλότριο, είναι η α π α ρ χ ή μιας π ι θ α ν ό τ η τ α ς. Παρατηρήστε στη β ́ και γ ́ στροφή την κλιμάκωση αυτών που μπορεί να δει κανείς αν ανοίξει μια πόρτα (από το ειδικό στο γενικότερο και μετά στο φανταστικό). Η παρακίνηση για ν’ ανοίξει την πόρτα μοιάζει να βασίζεται, ως ένα βαθμό, στο άκουσμα κάποιου ήχου. Έτσι, σ’ ένα πρώτο κυριολεκτικό επίπεδο, ανοίγοντάς την ενδέχεται να δει πως είναι απλώς το σκυλί που ψαχουλεύει. Ενδέχεται, ωστόσο, να δει κάποια μορφή -πιθανά ανθρώπινη- ή ένα μάτι, περνώντας κατ’ αυτό τον τρόπο από κάτι το συγκεκριμένο (το σκυλί που ψαχουλεύει) σε κάτι πιο αόριστο, όπως είναι μια απροσδιόριστη μορφή ή ένα μάτι, που επιχειρεί με τη σειρά του να δει πίσω απ’ την κλειστή πόρτα. Ακόμη γενικότερα, ανοίγοντας την πόρτα ενδέχεται να δει «την εικόνα μιας εικόνας», μέρος, δηλαδή, μιας ευρύτερης εικόνας ή την αναπαράστασή της, αποκομίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια ιδέα έστω για το τι βρίσκεται πέρα από τα στενά όρια του σπιτιού του. Αν έξω έχει καταχνιά (ομίχλη), θα καθαρίσει σταδιακά η ατμόσφαιρα και θα μπορέσει να δει καθαρότερα. Αν πάλι το μόνο που κάνει θόρυβο είναι η σκοτεινιά ή ο κούφιος αέρας, αν δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω, τουλάχιστον θα έχει κάνει την κίνηση να αναζητήσει τι βρίσκεται πέρα από την κλειστή του πόρτα. Υπ’ αυτή την έννοια το τι ακριβώς θα δει ανοίγοντας την πόρτα δεν έχει σημασία, αφού εκείνο που κυρίως μετρά είναι το να μην παραμένει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Η άρνηση να δει αν υπάρχει κάτι νέο ή διαφορετικό έξω από τα περιχαρακωμένα όρια της ύπαρξής του συνιστά έναν επιζήμιο εγκλωβισμό που του στερεί την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη διαρκώς εξελισσόμενη ζωή. Ο Χόλουμπ προχώρησε σταδιακά σ’ αυτή την εισροή της κίνησης, χωρίς όμως να εξουδετερώσει το σκεπτικιστικό υπόβαθρο του υπολοίπου ποιήματος με την έκρηξη μιας κούφιας και απατηλής αισιοδοξίας ή την ψευδαισιακή κατασκευή μιας υπεραισιοδοξίας. Είναι αρκετά δυνατός για να αντέξει την αλήθεια της σχετικότητας και για να μην φτάσει σε ψυχολογικά αμυντικές διατυπώσεις, επιλέγοντας ακραίες θέσεις (υπεραισιοδοξία – απαισιοδοξία).Ο Χόλουμπ σε όλο το κείμενο παίζει με την ίδια την ηχώ του, τη δεύτερη σκέψη που συνοδεύει την προστακτική και παραλείπεται στο κείμενο. Είναι σα να ακούει μιαν απάντηση: “Δεν πάω” και ευθύς τείνει να σταθεί στο ενδιάμεσο της απόλυτης προσταγής και της απόλυτης άρνησης. Υπάρχει ένα “αλλά” διαμεσολαβητικό, το οποίο στο ποιητικό κείμενο δίνεται με τα “Μπορεί”/ “Αν είναι…θα”/ “Κι αν…πήγαινε”. Προχωρά βάσει σχεδίου για να συναντήσει το τελικό “ρεύμα”, την κίνηση προς τα έσω. Στο υπόλοιπο ποίημα τα σημαίνοντα ή οι εικόνες είναι δηλωτικά της ακροβασίας και του αναποφάσιστου, της φοβίας και της έλλειψης σιγουριάς του ποιητή. Είναι εκεί και απλώς στηρίζουν το δρόμο του Χόλουμπ προς την έξοδό του: Στην πρώτη στροφή το ρήμα “στέκει” δηλωτικό της α κ ι ν η σ ί α ς και το “έξω εκεί” δηλωτικό της απόστασης διαπλέκεται ειρωνικά με το “δέντρο”, το “δάσος”, τον “κήπο” και πολύ περισσότερο το “μια πόλη μαγική”. Ο κόσμος της φύσης και του παραμυθιού είναι εκεί αλλά μακρινά και ακίνητα/νεκρά. Είναι ένας κόσμος μάρμαρο ή ένας “γυάλινος κόσμος”, με μιαν επίφαση ζωής και ομορφιάς, παραμυθένιος, ψεύτικος και αδιάφορος απέναντι στο ανθρώπινο γίγνεσθαι. Το ποίημα είναι λιτό, χωρίς επίθετα, περίτεχνο ύφος κ.λπ. Aυτά τα γνωρίσματα αναδεικνύουν το κέρδος που θα προκύψει από το άνοιγμα της πόρτας; Η επιλογή του λιτού ύφους και της απλότητας στη διατύπωση λειτουργεί θετικά για το ποίημα, εφόσον αναδεικνύει πιο αποτελεσματικά τη σημασία του κεντρικού του μηνύματος. Η αναγκαιότητα της προσωπικής δράσης και της προσπάθειας του ατόμου να αποδεσμευτεί απ’ όσα το περιορίζουν ή το εγκλωβίζουν αποτελεί μια καίρια σκέψη που αποδίδεται κατ’ αυτό τον τρόπο με σαφήνεια. Ακόμη, άλλωστε, και με τις πιο απλές λέξεις μπορούν δημιουργηθούν αξιόλογα ποιήματα, αρκεί το περιεχόμενο τους να κινητοποιεί τη σκέψη του αναγνώστη. Ο ποιητής έχει την επίγνωση πως αυτό που επιχειρεί να περάσει στους αναγνώστες του είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, γι’ αυτό και δεν αισθάνεται την ανάγκη να το παρουσιάσει με περίτεχνο τρόπο που θα δυσκόλευε χωρίς λόγο την πρόσληψή του και ίσως αποσπούσε την προσοχή των αναγνωστών από την ουσία του κειμένου. Το μέγιστο που μπορεί να κερδίσει κάποιος ανοίγοντας την πόρτα είναι η συνειδητοποίηση πως εκεί έξω βρίσκεται κάτι το εκπληκτικά όμορφο, όπως ένα δάσος, ή κάτι το εξαιρετικά σπουδαίο, όπως μια πόλη μαγική. Μπορεί, άρα, να αποκτήσει τη δυνατότητα να ζήσει σπουδαίες εμπειρίες στη γεμάτη μαγεία πόλη που βρίσκεται γύρω του, πλουτίζοντας τη ζωή του με ευδαιμονικά βιώματα και νέες γνώσεις. Μπορεί, κατ’ επέκταση, να βρει όσα προσδοκούσε, ώστε η ζωή του να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα κι ο ίδιος να αισθανθεί πλήρης και ευτυχής. Από την άλλη, ωστόσο, το μόνο που μπορεί να κερδίσει με το άνοιγμα της πόρτας είναι να σχηματιστεί κάποιο ρεύμα που θα του προσφέρει δροσιά μέσα στο σπίτι. Η πιθανότητα κάποιας εκπληκτικής και ουσιώδους εμπειρίας συνυπάρχει με το ενδεχόμενο ενός μηδαμινού κέρδους, φανερώνοντας πως η δραστηριοποίηση του ατόμου κι η προθυμία του να τολμήσει μπορεί -χωρίς βεβαιότητες- είτε να το οδηγήσει σε κάτι σημαντικό είτε σε κάτι ελάχιστο. Ποια είναι η διαφορετική «φωνή» που βγαίνει από την Πόρτα; Ποιος μπορεί να μιλά εδώ; Τίνος είναι η φωνή; Στη δεύτερη στροφή ο Χόλουμπ συνεχίζει με μεγαλύτερη πικρία και καυστικότητα. Με μία σπονδυλωτή κίνηση της επιθυμίας ανάμεσα σε δράση και παραίτηση· ανάμεσα στη σιγουριά της ακινησίας και στο επισφαλές αποτέλεσμα της κίνησης. Μεταιχμιακά, η φράση του ακροβατεί ανάμεσα σε ένα “είναι” αναποφάσιστο και σε ένα “γίγνεσθαι” επιθυμητό. Η προσταγή παιχνιδίζει διαρκώς με την ίδια την αναίρεσή της, εμπλεκόμενη σε μία κυκλική και επαναλαμβανόμενη διακίνηση της επιθυμίας, η οποία δε βρίσκει διέξοδο παρά μόνο στην “έξοδο” του ποιήματος: τουλάχιστον θα γίνει κάποιο ρεύμα Η επανάληψη της προτροπής «πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα» υποδηλώνει πως σε αυτή εντοπίζεται ένα κεντρικό μήνυμα του ποιήματος. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να παρακινήσει σε δράση τον αποδέκτη των λόγων του, θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψει κάτι απ’ όσα βρίσκονται πέρα από τον ασφαλή, μα και συνάμα περιορισμένο χώρο στον οποίο κινείται. Το άνοιγμα της πόρτας λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο ως ένα πρώτο βήμα για τη βίωση νέων εμπειριών και για τη συνειδητοποίηση πως πέρα από τα στενά όρια των ήδη οικείων και γνωστών ενδέχεται να διαδραματίζονται καίρια νέα γεγονότα. Έξω από την κλειστή πόρτα υπάρχει ένας ζωντανός κι ενδιαφέρον κόσμος που διαρκώς εξελίσσεται και αλλάζει. Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις επαναλαμβανόμενες προτροπές του ποιήματος είναι πως ακόμη και το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αγνοεί τι πραγματικά βρίσκεται έξω από την πόρτα, σαν να βιώνει την ίδια κατάσταση εγκλεισμού. Παρακινεί κάποιον άλλον να ανοίξει την πόρτα, σαν να απουσιάζει από εκείνον η διάθεση ή η απαιτούμενη ενέργεια να πραγματοποιήσει αυτή τη φαινομενικά απλή κίνηση. Θα σχολίαζε, βέβαια, κανείς πως το όλο ζητούμενο είναι να αποκτήσει ο αποδέκτης των λόγων του την αναγκαία «περιέργεια», ώστε να κινητοποιηθεί και να πάψει να ζει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Εντούτοις, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο το ποιητικό υποκείμενο να απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό και να επιχειρεί να απελευθερωθεί ο ίδιος από τη φοβία ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για το τι συμβαίνει γύρω του.
Στους καταληκτικούς στίχους διατυπώνεται η άποψη ότι αν ανοίξει την πόρτα «Τουλάχιστον θα γίνει κάποιο ρεύμα». Το ποιητικό υποκείμενο δεν μπαίνει στη διαδικασία να παρουσιάσει ως δεδομένο ότι αν κινητοποιηθεί κι αν προσπαθήσει το άτομο θα κερδίσει κάτι το σπουδαίο. Υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο η προσπάθειά του να αποφέρει μηδαμινά οφέλη, όπως το να δροσιστεί λίγο το σπίτι από το ρεύμα που θα σχηματιστεί. Θεωρεί, ωστόσο, ότι σε κάθε περίπτωση -είτε πετύχει κάτι σημαντικό είτε όχι- είναι αναγκαίο το να καταβληθεί η προσπάθεια από τη μεριά του ατόμου, ώστε να έχει «τουλάχιστον» την επίγνωση πως έκανε κάτι και πως δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Θα ήταν σαφώς προτιμότερο κάθε φορά που το άτομο προσπαθεί, να επιβραβεύεται με κάποιο σημαντικό όφελος, ωστόσο η ζωή δεν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η αποτυχία μιας προσπάθειας ή η απουσία ουσιαστικών επιτευγμάτων συνιστούν πιθανά δεδομένα. Διαπίστωση, εντούτοις, που δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει το άτομο, εφόσον εκείνο που καθιστά σίγουρα αναπόφευκτη την αποτυχία ή τη μη βελτίωση μιας κατάστασης είναι η απουσία προσπάθειας. Υπ’ αυτή την έννοια το «τουλάχιστον», το όποιο δηλαδή αποτέλεσμα, έστω κι αν αυτό είναι μηδαμινό, αποτελεί προτιμότερη επιλογή από την αδράνεια και τη στασιμότητα.
Bob Dylan - Who Killed Davey Moore
Ποιoς σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, πoιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;.................................................................... « Όχι εγώ», λέει ο διαιτητής «Θα μπορούσα στον όγδοο γύρο Τον αγώνα να είχα σταματήσει Αλλά το πλήθος θα είχε άγρια γιουχαΐσει Θα’ λεγαν θέλουν τα λεφτά τους πίσω Κρίμα που χάθηκε έτσι τέτοιο παλικάρι Αλλά κι εμένα με πιέζανε πολύ Μη με ψέγετε, κάντε μου τη χάρη Δεν είμ’ εγώ ο φταίχτης Που έφυγε απ’ τη ζωή Τέτοιος μεγάλος παίχτης»............................................................... Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;................................................... « Όχι εμείς», λέει το πλήθος το αγριεμένο Που ούρλιαζε στην αρένα συναγμένο «Δεν ήρθαμε να τον δούμε Στο θάνατο να πετάει Μπουνιές να δούμε ήρθαμε Και λίγο ιδρώτα να κυλάει Δεν είναι δα κακό αυτό Έναν αγώνα να δούμε, θέλαμε, καυτό Εμάς μην ψέγετε, όχι, φτάνει Δεν θέλαμ’ εμείς Ο Ντέιβι Μουρ να φύγει, να πεθάνει»............................................................ Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;............................................................. Κι ο μάνατζέρ του λέει, « Όχι εγώ» Καπνίζοντας ένα πούρο μεγάλο και χοντρό «Δύσκολο να το πεις, ναι, δύσκολο κανείς να ξέρει Πάντα τον είχα για γερό και πάντα για ξεφτέρι Πολύ άσχημο για τη γυναίκα του και τα παιδιά του Που γράφτηκε πια στου Χάρου το τεφτέρι Μα δεν φταίω εγώ που πέθανε Δεν είμ’ εγώ εκείνος που τον ξέκανε»......................................................... Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;............................................................ « Όχι Εγώ», λέει ο στοιχηματζής Κρατώντας ακόμα το απόκομμα στο χέρι «Δεν τον σώριασα εγώ Κι αν ποτέ τον άγγιξα Ο διάολος να με πάρει Όχι, δεν με βαραίνει εμένα το κακό Κι άλλωστε το χρήμα μου εγώ Σ’ αυτόν το είχα ποντάρει Όχι, δεν φταίω εγώ που πέθανε Δεν είμ’ εγώ εκείνος που τον ξέκανε»............................................................ Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;........................................................... « Όχι εγώ», λέει ο αθλητικογράφος Σκυμμένος στην παλιά του γραφομηχανή «Ούτε το μποξ είναι αυτό που φταίει Κινδύνους όσους και το ποδόσφαιρο έχει Η πυγμαχία ήρθε και θα μείνει στην Αμερική Καθένας αυτό το ξέρει και το λέει Δεν φταίω εγώ λοιπόν, τελεία και παύλα Μην ακούτε άλλα λόγια φαύλα»............................................................... Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;.................................................................. « Όχι εγώ», λέει αυτός που με τη γροθιά Έστειλε στου Τίποτα το σύννεφο τον Ντέιβι Μουρ Εκείνος που’ χε έρθει απ’ της Κούβας τη μεριά Όπου η πυγμαχία είν’ απαγορευμένη πια «Ναι, τον χτύπησα, είν’ αλήθεια Μ’ αυτό με πληρώνουνε να κάνω Δεν ήθελα να τον ξεκάνω Μη μιλάτε για σκοτωμό, μη λέτε ήταν φονικό Ήτανε κακιά στιγμή Ήταν του Θεού βουλή»................................................................................. Ποιος σκότωσε τον Ντέιβι Μουρ, ποιος Γιατί και ποιος ήταν ο λόγος, ποιος;..................................................
Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not I, " says the referee, "Don't point your finger at me. I could've stopped it in the eighth An' maybe kept him from his fate, But the crowd would've booed, I'm sure, At not gettin' their money's worth. It's too bad he had to go, But there was a pressure on me too, you know. It wasn't me that made him fall. No, you can't blame me at all." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not us, " says the angry crowd, Whose screams filled the arena loud. "It's too bad he died that night But we just like to see a fight. We didn't mean for him t' meet his death, We just meant to see some sweat, There ain't nothing wrong in that. It wasn't us that made him fall. No, you can't blame us at all." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not me, " says his manager, Puffing on a big cigar. "It's hard to say, it's hard to tell, I always thought that he was well. It's too bad for his wife an' kids he's dead, But if he was sick, he should've said. It wasn't me that made him fall. No, you can't blame me at all." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not me, " says the gambling man, With his ticket stub still in his hand. "It wasn't me that knocked him down, My hands never touched him none. I didn't commit no ugly sin, Anyway, I put money on him to win. It wasn't me that made him fall. No, you can't blame me at all." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not me, " says the boxing writer, Pounding print on his old typewriter, Sayin', "Boxing ain't to blame, There's just as much danger in a football game." Sayin', "Fist fighting is here to stay, It's just the old American way. It wasn't me that made him fall. No, you can't blame me at all." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for? "Not me, " says the man whose fists Laid him low in a cloud of mist, Who came here from Cuba's door Where boxing ain't allowed no more. "I hit him, yes, it's true, But that's what I am paid to do. Don't say 'murder, ' don't say 'kill.' It was destiny, it was God's will." Who killed Davey Moore, Why an' what's the reason for?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...