Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ: ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ

Tα όρια κάθε περιόδου είναι συμβατικά και συνήθως βρίσκονται σε άμεση σχέση με τα σημαντικά εκείνα γεγονότα που άλλαξαν τη ροή της ιστορίας. Ως τέτοιο λογίζεται και το έτος 324, όταν ο Mέγας Kωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην Kωνσταντινούπολη. Έτσι το 324 αποτελεί την απαρχή της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας. Ο όρος "βυζαντινός" προήλθε από την επιλογή του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μετατρέψει την αρχαία ελληνική αποικία Βυζαντίς σε πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας και να τη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη, δηλαδή πόλη του Κωνσταντίνου. O όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 16ο αιώνα και καθιερώθηκε στην επιστημονική ορολογία το 17ο χαρακτηρίζοντας έτσι την ιστορία των 11 περίπου αιώνων. Oι μορφές του Kωνσταντίνου (306-337) και του Iουστινιανού A' (527-565) κυριάρχησαν στην περίοδο 324-610. Oι αυτοκράτορες αφομοιώνοντας τη ρωμαϊκή παράδοση επεδίωξαν να θέσουν τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις και τη διαμόρφωση του βυζαντινού κράτους. H διασφάλιση των συνόρων του κράτους αλλά και η προσπάθεια για την αποκατάσταση των εδαφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χαρακτήρισαν τους πρώτους αιώνες. Παράλληλα, η οριστική διαμόρφωση και επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος καθώς και οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις με μια σειρά αιρέσεων που αναπτύχθηκαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας σφράγισαν την πρώιμη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας.
Ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, είναι ο Ιουστινιανός Α’. Τα όνομά του έχει συνδεθεί, κυρίως, με την εδαφική επέκταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με τα μεγαλοπρεπή έργα, με τις νομοθετικές και φορολογικές ρυθμίσεις, ενώ πολλά έχουν γραφτεί για τη σύζυγό του Θεοδώρα και το αμαρτωλό παρελθόν της. Εκείνο που δεν είναι γνωστό, είναι ότι ο Προκόπιος, ο οποίος ενώ στα έργα του «Ιστορίες» και «Περί Κτισμάτων» αποθέωνε τον Ιουστινιανό, στο έργο «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία», αποκαλύπτει απίστευτα πράγματα γι’ αυτόν, τη Θεοδώρα και τον στρατηγό του Βελισάριο.
Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας υιοθετημένος από τον θείο του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτωρ, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός. Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.
Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη "Στάση του Νίκα", η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.

Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.
/AVvXsEjILnGi8k7JR5FJN15uJUvJ23VQLSvC_CktptCLoddAEEgIDmoPkI9oD4sz528W2DBKR_ojvxZPycBMWdUhWHdNn0WrUIFGh6sn4DSU8dEhqOjpL5tgJllV6ueuZnkwCbbXe6mSDp8ynWbQ6SaekomXu9qWsqhhMM8sH3dI-SUKidtEdYZsoP36WpCy/s800/img3_7.jpg" style="display: block; padding: 1em 0; text-align: center; ">
Ο Ιουστινιανός, λίγο πριν δώσει εντολή στους στρατηγούς να χτυπήσουν τους στασιαστές, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το θρόνο και να φύγει. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα όμως τον έπεισε ν’ αλλάξει την απόφασή του λέγοντάς του: «Όποιος γεννήθηκε, αναπόφευκτα θα πεθάνει. Στο βασιλιά όμως είναι αδικαιολόγητη η φυγή. Εγώ δε θα μπορούσα να ζω χωρίς την πορφύρα3, ούτε επιθυμώ να ζήσω την ημέρα που δε θα με αποκαλούν βασίλισσα. Εάν λοιπόν εσύ, βασιλιά, θέλεις να σωθείς, μπορείς: Και χρήματα πολλά έχουμε, και θάλασσα και πλοία. Σκέψου όμως μήπως, στο μέλλον, μετανιώσεις που σώθηκες φεύγοντας, αντί να μείνεις εδώ και να πεθάνεις. Διότι σε μένα αρέσει κάποιος λόγος παλαιός, που λέει ότι είναι καλό να πεθαίνει κανείς βασιλιάς.» (Προκόπιος, Yπέρ των πολέμων)
Στις 18 Ιανουαρίου 532 περίπου 30.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και τα πτώματα τους κάλυψαν τον στίβο των αρματοδρομιών και τα καθίσματα του σταδίου, ενώ η άμμος μούσκεψε από το αίμα. Η αποτρόπαια σφαγή μέσα στον Ιππόδρομο είχε σαν αποτέλεσμα την προσωρινή εξόντωση των Πράσινων και των Βένετων, ενώ ανέβασε το κύρος του Ιουστινιανού στα μάτια της νομοταγούς πλειοψηφίας. Μετά τον τερματισμό των εσωτερικών ταραχών ο Ιουστινιανός αποφάσισε να αρχίσει την υλοποίηση των σχεδίων του. Την επέκταση της αυτοκρατορίας στα παλιά της όρια. Δεν ήταν όμως αυτό καθόλου εύκολο. Έπρεπε να ανακαταληφθεί η βόρεια Αφρική από τους Βάνδαλους, να εκδιωχθούν οι Οστρογότθοι από την Ιταλία και οι Βησιγότθοι από την Ισπανία και να εξουδετερωθούν οι Φράγκοι και οι Σάξονες στη Γαλατία και τη Βρετανία. Ο βυζαντινός στρατός της εποχής αριθμούσε περίπου 200.000 άνδρες, οι οποίοι ήταν όλοι μισθοφόροι, καθώς η υποχρεωτική και καθολική θητεία για τους Βυζαντινούς είχε καταργηθεί έναν αιώνα πριν. Οι καλύτεροι από τους μισθοφόρους ήταν οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Ίσαυροι και οι Αρμένιοι.
Το δεύτερο έτος της βασιλείας του (529 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός έκλεισε τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, που λειτουργούσε από την εποχή του Πλάτωνα (εννέα αιώνες πριν), επειδή θεωρούσε ότι ήταν ο τελευταίος χώρος συντήρησης της αρχαίας θρησκείας. Οι δάσκαλοι της Σχολής υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να ζήσουν αλλού χωρίς το δικαίωμα να διδάσκουν.

Εμπνευστής του νομοθετικού έργου ήταν ο στενός συνεργάτης του Ιουστινιανού, Τριβωνιανός, ο οποίος και ανέλαβε τη σύνθεση αυτού του τολμηρού εγχειρήματος. Τον Απρίλιο του 529 ολοκληρώθηκε αυτή η προσπάθεια, η οποία κατέληξε στον Κώδικα του Ιουστινιανού ή Codex Iustinianus. Χωριζόταν σε δέκα βιβλία και αποτέλεσε πλέον τον αυθεντικό Κώδικα Νόμων της Αυτοκρατορίας.
Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια συστηματοποίηση του υλικού παλαιότερων κωδίκων και νόμων, προσπαθώντας να αφαιρέσει τις αντιφάσεις που είχαν, χωρίς όμως τελικά να τις εξαλείψει πλήρως. Μετά από τρία χρόνια ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε και ονομάστηκε Digestum ή Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας.
Το 534 έγινε νέα έκδοση, που της αποδόθηκε η ονομασία Νεαραί (Novellae) και αποτέλεσε συμπλήρωμα της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη λόγω των νομικών μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού. Οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά) γράφτηκαν στα Ελληνικά.
Η σπουδαιότητα του έργου, πέραν της μεγάλης απλούστευσης των νόμων του ρωμαϊκού δικαίου, έγκειται στο ότι ουσιαστικά αποτέλεσε μια εναρμόνιση των θεσμών Πολιτείας και Εκκλησίας. Μέσα στο έργο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή της πολιτικής θεολογίας της Εκκλησίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε την καταστατική βάση της πολιτικής θεωρίας του Βυζαντίου, όπως αυτές κυρίως αποδόθηκαν στα διατάγματα της ΣΤ΄ Νεαράς. Στα κείμενα καθίσταται εμφανές πως η ορθή και προσήκουσα άσκηση της πολιτικής εξουσίας προϋποθέτει τον κοινό σεβασμό του θείου νόμου. Επίσης στις ίδιες διατάξεις εμφανίζονται πλήθος νόμων που εφαρμόζονταν στη ζωή της Εκκλησίας να εντάσσονται στους νόμους του κράτους, με ιδιαίτερη βάση στους κανόνες των Οικουμενικών συνόδων, οι οποίοι θα εφαρμόζονταν ως «τάξιν νόμων». Η καταστατική αυτή βάση σύγκλισης των δύο θεσμών, απέρρεε από την ένταξη του Χριστιανισμού στις θεμελιακές δομές της νέας ρωμαϊκής κοσμοθεώρησης και ο Ιουστινιάνειος Κώδικας θα παρέμενε το κέντρο αυτής της σύγκλισης, σε όλη την βυζαντινή εποχή. Σε πολιτειακό επίπεδο ο κώδικας αναδεικνύει τη θέση του αυτοκράτορα ως απόλυτου μονάρχη με απεριόριστη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.

Στις 27 Δεκεμβρίου 537, δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, εγκαινιάστηκε ο νέος ναός της Αγίας Σοφίας. Ο μεγαλοπρεπής ναός χτίστηκε μόλις μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες (οι ιστορίες της ανέγερσης στο μεταγενέστερο κείμενο "Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας" είναι μυθοπλασίες, όπως και η δήθεν αναφώνηση του Ιουστινιανού: "Νενίκηκά σε Σολομών!"). Σήμερα, ο κάθε υποψιασμένος επισκέπτης της Αγίας Σοφίας διαπιστώνει ευθύς ότι ο ναός παραπέμπει στην παράδοση της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, σε βασιλικές και ναούς με τρούλο, όπως το Πάνθεον. Ωστόσο, εδώ η κλίμακα του έργου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο: αποτελεί το μεγαλύτερο κτήριο στον ρωμαϊκό κόσμο και θα παραμείνει μέχρι το 16ο αιώνα, οπότε χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Αυτό που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης είναι, βέβαια, το ταλαιπωρημένο κέλυφος ενός ναού, κακοποιημένου από τις δοκιμασίες της ιστορίας, που όμως πάντα στέκεται όρθιος. Απλώς ας σημειωθεί ότι ο τρούλος κατέρρευσε αμέσως μετά, το 558, αλλά και μερικώς πολλές φορές στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, επισκευάστηκε από τους αυτοκράτορες.
Συνεπώς, σε ένα βαθμό η φαντασία είναι απαραίτητη για να συλλάβει κάποιος την αρχική λειτουργία του ναού και την εντύπωση που προκαλούσε. Κατ’ αρχάς το εσωτερικό του ναού ήταν πολύ πιο φωτεινό, καθώς η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων και άλλων κτηρίων, καθώς και η αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων μετά την κατάρρευση του πρώτου τρούλου περιόρισαν τη φωτεινότητα του μνημείου. Δεν υπήρχαν ψηφιδωτές παραστάσεις, αλλά φως, πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα: το άνω διάζωμα του ναού –και όχι μόνο ο θόλος– θα ήταν επιχρυσωμένο ή σε χρώμα κίτρινο. Το πρωί, το φως από τα ανατολικά, αντικατοπτρίζοντας μάλιστα την ξεχωριστή λάμψη των κυμάτων του Βοσπόρου, κατέβαινε από το πάνω μέρος του ναού προς τα κάτω δημιουργώντας μια ουράνια εικόνα: το φως περνούσε μέσα από τα παράθυρα στη βάση του τρούλου δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο τρούλος ήταν ένα φωτεινό στεφάνι που δεν στηρίζεται πουθενά, αλλά κρέμεται από τους ουρανούς. Το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα εκτυφλωτικό.
Έτσι, εξάλλου, περιγράφεται ο ναός από τον Προκόπιο, και σε αυτόν στηριζόμαστε σήμερα όταν κάνομε λόγο για αυτή την αρχιτεκτονική ανυπέρβλητη ψευδαίσθηση: ο τρούλος έμοιαζε να κρέμεται σε χρυσή αλυσίδα από τον ουρανό. Η «χρυσή αλυσίδα» (σειρᾷ τῇ χρυσῇ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ) που χρησιμοποιεί στην περιγραφή του ο Προκόπιος είναι μια πλατωνική αλληγορία (με βάση τον Όμηρο) για τα διάφορα επίπεδα του μεταφυσικού και υλικού κόσμου, η κατάβαση από το Θείον, το Ένα, κάτω στον υλικό μας κόσμο. Πρόκειται για απόσπασμα της Ιλιάδας (8.19, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες), όπου ο Δίας αμφισβητεί αν μπορούν όλοι οι άλλοι θεοί να τον εκθρονίσουν, ακόμη κι αν πιαστούν όλοι μαζί από μια χρυσή αλυσίδα κρεμασμένη στον ουρανό και από εκεί τραβώντας επιχειρήσουν να τον ρίξουν κάτω. Όμως, αν κάποιος ανατρέξει στις υπάρχουσες εκδόσεις και μεταφράσεις του κειμένου του Προκοπίου, δεν θα βρει πουθενά αυτή τη χρυσή αλυσίδα (χρυσή σειρά). Ο εκδότης (J. Haury), παραβλέποντας τη χειρόγραφη παράδοση και μη αντιλαμβανόμενος το πλατωνικό δάνειο στο τόσο σημαντικό αυτό σημείο για τον τρούλο που αιωρείται, αντί για σειρά εξέδωσε σφαίρα. Πάντως, εκτός από τον Προκόπιο, και ένας άλλος Πλατωνιστής και εθνικός, ο Ιωάννης Λυδός, καλεί την Αγία Σοφία «τὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Τέμενος», μια έκφραση που αλλού χρησιμοποιεί για τον θεό Ήλιο, τον θεό του φωτός. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ευθύνη του έργου είχε ένας εθνικός και ότι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας ήταν μάλλον επίσης εθνικοί από την Πλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Ο Ανθέμιος, πιο συγκεκριμένα, ήταν ειδικός στη θεωρία της οπτικής. Στα χαμηλά οι επιφάνειες των τοίχων του κυρίως ναού και των στοών, αλλά και το πάτωμα καλύπτονταν με πολύχρωμα μάρμαρα και ορθομαρμαρώσεις. Σε αντίθεση με τον ουράνιο θόλο, τα μάρμαρα αντιπροσώπευαν τον υλικό κόσμο, το κάτω «διάζωμα» του ναού. Στην ποιητική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, ο Παύλος Σιλεντιάριος τα βλέπει σαν μαρμάρινα λιβάδια (μαρμαρέους λειμῶνας) και επισημαίνει τα ανθηρά μοτίβα που σχηματίζονται και τα πολλά τους χρώματα. Όσον αφορά τις άλλες αισθήσεις, ο ανοικτός εσωτερικός χώρος παρήγε μια μακρά αντήχηση, που σημαίνει ότι τα λόγια των ακολουθιών δεν θα πρέπει να ακούγονταν ευκρινώς αλλά ως μια συνεχής και ανά επικαλυπτόμενα κύματα ηχώ, ένας «υγρός» ήχος όμως λέγεται. Έτσι, ένας χώρος που αρχιτεκτονικά συμβολίζει ουρανό και γη, που ο λόγος αντηχεί ως θείο πνεύμα μέσα από τα λόγια της λειτουργίας και δονεί τους πιστούς, που μια εκθαμβωτική λάμψη κυριαρχεί από πάνω με το παιγνίδι του φωτός στις απαστράπτουσες επιφάνειες του μαρμάρου, όλα αυτά θα μπορούσε να υποβάλλουν στους πιστούς την αίσθηση ότι παρευρίσκονται στη μοναδική στιγμή της Δημιουργίας, όταν το πνεύμα και το πρώτο φως του κόσμου ἐπεφέρετο άνω τῶν ὑδάτων (Γεν. 1.1-11: όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν ακριβώς σε αυτό το απόσπασμα της Γένεσης).
Στη μέση της σύναξης θα στεκόταν ο αυτοκράτορας, γιατί αυτή ήταν η δική του εκκλησία, που χτίστηκε για να προβάλει τη δόξα του. Η Αγία Σοφία ήταν πάνω απ’ όλα μια αυτοκρατορική εκκλησία, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ιουστινιανού, στην οποία τα μονογράμματα πάνω στα κιονόκρανα το διατρανώνουν εμφατικά στους αιώνες. Πρόκειται για ένα μνημείο ενός αυτοκράτορα και μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα μνημείο, όμως, που κατάφερε να διεμβολίσει το χρόνο. Τα μάρμαρα των κιόνων και των ορθομαρμαρώσεων επιλέχθηκαν συνειδητά από όλες τις γωνιές της Μεσογείου, από τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα. Ο Παύλος Σιλεντιάριος φροντίζει να μας παραθέσει την προέλευσή τους. Έτσι, στο εσωτερικό του ναού, με βάση την προέλευση των μαρμάρων, ήταν παρούσα όλη η αυτοκρατορία, δηλαδή ένας συμβολικός χάρτης της ιουστινιάνειας επικράτειας, της ιουστινιάνειας οικουμένης, με όλα τα εδάφη που ήλεγχε και από τα οποία όλα τα αγαθά, όπως τα μάρμαρα, έφταναν στην Πόλη. Μια πόλη που αν δεν την είχαν ήδη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη θα της είχε δώσει χωρίς ενδοιασμό το δικό του όνομα. Γιατί αυτός την ανέστησε, αυτός ο οποίος μέσα στο ναό του επευφημείτο ενώπιον του λαού κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όπως αναφέρεται, για παράδειγμα, στα κοντάκια (ποιητικά κηρύγματα) του Ρωμανού Μελωδού, ενός υμνογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας που έζησε την ίδια εποχή. Ένα από τα κοντάκιά του (54) υμνεί τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα για την ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας, μετά τις πυρκαγιές στη Στάση του Νίκα: ἐν χρόνῳ γὰρ ὀλίγῳ ἀνέστησαν ἅπασαν τὴν πόλιν. Ο Ρωμανός συγκρίνει τη σφαγή του πληθυσμού με την οργή που δείχνει ο Θεός σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν από δίκαιες φοβέρες, αλλά δεν κρύβει τον πόνο που προκάλεσαν τα ξίφη του αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός συγκρίνει την Αγία Σοφία, που ορθώθηκε μέσα από τις στάχτες της, με το Ναό του Σολομώντα, μόνο που εκείνος μένει πάντα ερείπιο. Αυτή η αποστροφή του λόγου θα μπορούσε να είναι μια ακόμη έμμεση νύξη εναντίον του ναού της Ανικίας Ιουλιανής, του Αγίου Πολύευκτου, που είχε διαφημιστεί ως ένας νέος Ναός του Σολομώντα. Τον Ιουστινιανό τον κυνηγούσαν πάντα τα φαντάσματα των αριστοκρατικών του αντιπάλων.

Σύμφωνα με τον Προκόπιο, γύρω στο 552 γίνεται η προσέγγιση του Ιουστινιανού από Ινδούς μοναχούς, οι οποίοι του προτείνουν να μεταφέρουν στην αυτοκρατορία γόνους του μυστηριώδη σκώληκα που τρώγοντας φύλλα συκομουριάς παράγει μετάξι, τον μεταξοσκώληκα. Όπως όμως αποδεικνύει η πρόσφατη έρευνα η ιστορία αυτή είχε ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα και απλώς στα 550 η μεγάλη αυτή μετατόπιση της πρωτογενούς παραγωγής προς τη Μεσόγειο είχε ήδη αποδώσει καρπούς. Σημείο έσχατης χλιδής και κοινωνικής καταξίωσης στην αυτοκρατορική κοινωνία ήταν τα μεταξωτά ενδύματα, και αυτά με την πορφυρή βαφή που παρασκευάζονταν στις πόλεις της Φοινίκης προορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά για το παλάτι. Το ακατέργαστο μετάξι ήταν κινέζικης προέλευσης και η εισαγωγή του γινόταν μέσω Περσών εμπόρων που το έφερναν ως τα σύνορα.
Αποτελούσε τον μεγαλύτερο παράγοντα του εμπορικού ελλείμματος της αυτοκρατορίας και μάλιστα τα κέρδη πήγαιναν στον Πέρση εχθρό. Στα πρώτα, λοιπόν, χρόνια της βασιλείας του (περ. 530) ο Ιουστινιανός ζήτησε από τους Αιθίοπες συμμάχους του να στρέψουν την πορεία του εμπορεύματος μέσω της Ερυθράς θάλασσας, αλλά μάταια. Ινδοί όμως μοναχοί γνωρίζοντας τα σχέδια του αυτοκράτορα προσφέρθηκαν (μέσα στις δεκαετίες 530-540) να του φέρουν τον μεταξοσκώληκα από τη Σήρινδα (ταυτιζόμενη με τη δυτική Κίνα) ώστε να δημιουργηθεί εντόπια ρωμαϊκή παραγωγή. Είναι μυθική αλλά ευρέως γνωστή η ρομαντική ιστορία του Θεοφάνη του Βυζαντίου (τέλη 6ου αιώνα) ότι έφεραν αυγά μεταξοσκώληκα κρυφά από την Κίνα σε κούφιες ράβδους, στοιχείο που ο Προκόπιος αγνοεί αναφέροντας απλώς μεταφορά γόνων. Η υποδομή και συνθήκες του εγχειρήματος ήταν πιο απαιτητικές, και θα πρέπει να πέρασαν αρκετά χρόνια προς τα τέλη της δεκαετίας του 540 πριν αυξηθεί ικανώς ο πληθυσμός τους και φυτευτούν και μεγαλώσουν πολλές μουριές, με τα φύλλα των οποίων ο μεταξοσκώληκας τρέφεται.

Έτσι, η μεταξοκαλλιέργεια έγινε αυτοκρατορικό μονοπώλιο και σταμάτησε την εισαγωγή της πρώτης ύλης. Οι ρωμαϊκές βιοτεχνίες στη Φοινίκη, που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την εισαγωγή και διαμόρφωναν με βάση αυτήν τις τιμές των μεταξωτών υφασμάτων, δεν μπορούσαν πλέον να ανταγωνιστούν την εντόπια μεταξοκαλλιέργεια και αναγκάστηκαν να συνδιαλλάσσονται με άνισους όρους με τον Πέτρο Βαρσύμη, επίτροπο της όλης επιχείρησης, πιστό της Θεοδώρας και κερδοσκόπο, σύμφωνα πάντα με τον Προκόπιο. Ο Πέτρος Βαρσύμης, πρώην αργυραμοιβός από τη Συρία, είχε τοποθετηθεί το 542/3 ως κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) και είχε υπό τον έλεγχό του για είκοσι χρόνια, με κάποια διαλείμματα, τη διοίκηση και τα οικονομικά της αυτοκρατορίας. Όποια και να ήταν η τύχη των τοπικών μεταξουργών και εμπόρων, που έπρεπε να ρίξουν τις τιμές τους και να γίνουν συνέταιροι του δημοσίου, η ίδρυση της μεταξοκαλλιέργειας ήταν μαζί με την Αγία Σοφία και την έκδοση των νόμων ένα από τα επιτεύγματα του Ιουστινιανού με διαρκή αποτελέσματα και οφέλη για το Βυζάντιο. Η Ρωμανία με περιφερειακά κέντρα στη Θήβα, για παράδειγμα, έγινε για αιώνες κύριος παραγωγός και προμηθευτής μεταξιού για τον χριστιανικό κόσμο και κρατούσε σφιχτά τα μυστικά παραγωγής του.




Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Η βασιλεία του θεωρείται ότι σημάδεψε το ζενίθ της αυτοκρατορικής κυριαρχίας επί της Εκκλησίας[5]. Η εξουσία του επεκτεινόταν και πάνω στην ιεροσύνη. Διαχώριζε μεν imperium και sacerdotium, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να υποκύπτει στον πειρασμό να νομοθετεί πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.
Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Το 535 της επέτρεψε να διορίσει Πατριάρχη τον Άνθιμο, ο οποίος αμέσως συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κατήγγειλε το γεγονός στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον Ιουστινιανό να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει. Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων. Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς. Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.

Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες που έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με μια αποτελεσματική κίνηση ήταν η οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου για αποθήκευση και περαιτέρω μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.
Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνίους, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσύνιοι, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων. Κατά την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α' είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από των Αναστάσιο Α' και Ιουστίνο Α'. Σύμφωνα με τους κανόνες του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες και να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά οι φορολογία. Μεγαλύτερη διοικητική εξουσία δόθηκε τόσο στους ηγέτες των νομών και των επαρχιών, ενώ η εξουσία που είχε ληφθεί μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, ένας αριθμός των οποίων καταργήθηκε. Η γενική τάση ήταν προς την απλοποίηση της διοικητικής υποδομής. Σύμφωνα με τον Brown(1971), η αυξημένη επαγγελματοποίηση της είσπραξης των φόρων έκανε πολλά για να καταστρέψει τις παραδοσιακές δομές της επαρχιακής ζωής, δεδομένου ότι αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την επανάκτηση (reconquista) του Ιουστινιανού Α' το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους το 530, αλλά μετά της κατάκτησης του, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους στο 550 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός είχε ανακατασκευάσει την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.Παρ' όλα αυτά τα μέτρα, η αυτοκρατορία υπέστη αρκετές σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν τα Ακραία καιρικά φαινόμενα των ετών 535-536 τα οποία ασθένησαν την αγροτική παράγωγη σε όλην την αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ανθρώπων, μετά χτύπησε η πανούκλα, (γνωστή και ως πανώλη του Ιουστινιανού) η οποία διήρκεσε από το 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% της Κωνσταντινούπολης λέγεται ότι αποδεκατίστηκε, κατά συνέπεια δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των "βάρβαρων" στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Το παρατεταμένο πόλεμο στην Ιταλία και τους πολέμους με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, και ο Ιουστινιανός είχε επικριθεί από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.
Σύμφωνα με πληροφορίες Βυζαντινών συγγραφέων, εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά των Βυζαντινο-Περσικών πόλεμων, ο Ιουστινιανός το 544 έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό το χρησιμοποιούσε η εκκλησία και η ευγενείς και ήταν πανάκριβο. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού και φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. Και το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλην την Ευρώπη για περίπου τρεις αιώνες.

Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες. Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία.
Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου, όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.
ΝΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΗΓΗΣ:
"Το τρίτο έτος από τον θάνατο του Ιουστίνου, επί της βασιλείας του νικηφόρου Τιβερίου, ο καταραμένος λαός των Σκλαβήνων διέδραμε όλη την Ελλάδα, τη χώρα των Θεσσαλονικέων και ολόκληρη τη Θράκη: κυρίευσαν πολλές πόλεις και κάστρα, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την ύπαιθρο, απήγαγαν αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι της χώρας, όπου κλείνουν, χωρίς φόβο, τέσσερα χρόνια διαμονής Και έγιναν πλούσιοι αρπάζοντας χρυσάφι, ασήμι, αγέλες αλόγων και πολλά όπλα. Έμαθαν ακόμη να πολεμούν καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ προηγουμένως ήταν πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν τολμούσαν να βγουν από τα δάση και τους πυκνοδασωμένους τόπους τους και (σχεδόν ) αγνοούσαν τα όπλα, αφού χρησιμοποιούσαν μόνο λογχάδια (κοντές λόγχες)".
Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΙI, ΣΤ', 25, έκδ. E.W. Brooks, Λουβαίν 1952, 248-249.
Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού συνέβησαν πολύ σπουδαία γεγονότα στη Βαλκανική χερσόνησο, τα οποία δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολύ καλά λόγω του ελλιπούς πληροφοριακού υλικού.Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού οι Σλάβοι, συχνά επιτίθεντο κατά των επαρχιών της Βαλκανικής χερσονήσου, εισχωρώντας στον νότο και απειλώντας ακόμα και τη Θεσσαλονίκη. Οι εισβολές αυτές συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού. Υπήρχαν τότε στις επαρχίες του Βυζαντίου αρκετοί Σλάβοι, οι οποίοι σιγά - σιγά κατέλαβαν τη χερσόνησο, υποβοηθούμενοι από τους Αβάρους, λαό τουρκικής προέλευσης, που ζούσε την εποχή αυτή στην Παννονία. Οι Σλάβοι και οι Άβαροι απείλησαν την πρωτεύουσα, τις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και το Αιγαίο και εισχώρησαν στην Ελλάδα, μέχρι την Πελοπόννησο. Η φήμη των εισβολών αυτών έφτασε στην Αίγυπτο όπου ο Ιωάννης, επίσκοπος Νικίου, έγραφε, τον 7ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά: «Αναφέρεται ότι οι βασιλείς της εποχής αυτής, με τη βοήθεια των βαρβάρων, των ξένων εθνών και των Ιλλυριών, λεηλάτησαν τις πόλεις των Χριστιανών αιχμαλωτίζοντας τους πληθυσμούς τους και ότι δε σώθηκε καμιά πόλη, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, της οποίας τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά και που έμεινε με τη βοήθεια του Θεού ελεύθερη». Ένας Γερμανός επιστήμονας (Φαλμεράγιερ) του 19ου αιώνα, ανέπτυξε τη θεωρία ότι στα τέλη του 6ου αιώνα οι Έλληνες καταστράφηκαν τελείως από τους Σλάβους.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, η επίμονη κίνηση των Σλάβων και Αβάρων, που ο στρατός του Βυζαντίου δεν μπορούσε να αναχαιτίσει, δημιούργησε μια βαθιά εθνογραφική αλλαγή στη χερσόνησο, η οποία κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση από Σλάβους αποίκους. Οι συγγραφείς της περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές γενικά και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβάρους, επειδή έπλητταν την αυτοκρατορία από κοινού.
ΛΟΜΒΑΡΔΟΙ: μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, η Ιταλία υποστηριζόταν ανεπαρκώς κατά των επιθέσεων των εχθρών, πράγμα που εξηγεί τη γρήγορη και εύκολη κατάκτησή της από μια νέα γερμανική φυλή, τους Λογγοβάρδους (Lombardi ), οι οποίοι παρουσιάστηκαν λίγα μόνο χρόνια, αφού ο Ιουστινιανός κατέστρεψε το βασίλειο των Οστρογότθων. Στα μέσα του 6ου αιώνα οι Lombardi, ενωμένοι με τους Αβάρους, κατέστρεψαν το βασίλειο της βάρβαρης φυλής των Γέπιδων, που ήταν στον μέσο Δούναβη. Αργότερα, φοβούμενοι τους συμμάχους τους, κινήθηκαν από την Παννονία προς την Ιταλία, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους (Konung). Αποτελούνταν από διάφορες φυλές, ανάμεσά τους και Σάξονες.
Ο στρατηγός του Ιουστινιανού και διοικητής της Ιταλίας Ναρσής, είναι εκείνος που προσκάλεσε τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία. Το 568 οι Λογγοβάρδοι μπήκαν στη βόρεια Ιταλία. Άγριοι και βάρβαροι, όπως ήταν, λεηλάτησαν όλες τις περιοχές απ' όπου πέρασαν και σύντομα κατέλαβαν τη Βόρεια Ιταλία, η οποία έκτοτε διατήρησε την ονομασία της Λομβαρδίας. Ο διοικητής της Ιταλίας, μη έχοντας τα μέσα να αντισταθεί, έμεινε κλεισμένος στη Ραβέννα, την οποία προσπέρασαν οι βάρβαροι καθώς προχωρούσαν προς τα νότια.
Οι μεγάλες ορδές των Λομβαρδών απλώθηκαν σχεδόν σ’ όλη την ιταλική χερσόνησο, υποδουλώνοντας με μεγάλη ευκολία όλες τις απροστάτευτες πόλεις. Έφτασαν στη Ν. Ιταλία και γρήγορα κατέλαβαν το Βενεβέντο. Αν και δεν κατέλαβαν τη Ρώμη, κύκλωσαν ωστόσο την επαρχία της Ρώμης από τρία μέρη: από τον βορρά, την ανατολή και το νότο. Απέκοψαν κάθε επαφή της με τη Ραβέννα έτσι ώστε η Ρώμη να μην μπορεί να περιμένει βοήθεια, επειδή ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σταλεί βοήθεια από τους απομακρυσμένους ηγέτες της Κωνσταντινούπολης.
Οι Λομβαρδοί γρήγορα ίδρυσαν στην Ιταλία ένα μεγάλο γερμανόφωνο βασίλειο. Ο Τιβέριος και ακόμα πιο έντονα ο Μαυρίκιος προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια συμμαχία με τον Φράγκο βασιλιά Childebert II (Xιλδεβέρτο τον Δεύτερο, 570-595), ελπίζοντας να τον πείσουν να χτυπήσει τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε. Απεστάλησαν πολλές πρεσβείες και από τις δύο πλευρές και ο φράγκος βασιλιάς έστειλε πολλές φορές στρατό στην Ιταλία, όχι για να βοηθήσει τον Μαυρίκιο, αλλά μάλλον για ν' αποκτήσει και πάλι, για τον εαυτό του, τις παλιές κτήσεις των Φράγκων.
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 150 χρόνια προτού οι βασιλείς των Φράγκων κατορθώσουν να καταστρέψουν, ύστερα από έκκληση του Πάπα όμως και όχι του αυτοκράτορα, την κυριαρχία των Λογγοβάρδων στην Ιταλία. Η Ρώμη, εγκαταλελειμμένη στην τύχη της, αφού απέκρουσε περισσότερες από μια πολιορκίες των Λογγοβάρδων, βρήκε τον υπερασπιστή της στο πρόσωπο του Πάπα, ο οποίος ήταν αναγκασμένος όχι μόνο να φροντίζει για την πνευματική ζωή του ποιμνίου του, αλλά και να οργανώνει την άμυνα της πόλης εναντίον των Λογγοβάρδων. Την εποχή αυτή, στα τέλη του 6ου αιώνα, η Ρωμαϊκή εκκλησία παρουσίασε έναν από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της, τον Πάπα Γρηγόριο Α', ο οποίος διετέλεσε αρχικά παπικός "αποκρισάρης" ή "νούντσιος" στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περίπου 6 χρόνια δίχως να κατορθώσει να μάθει ούτε τα βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Παρά τη δυσκολία του αυτή όμως, ήξερε πολύ καλά τη ζωή και την τακτική της Κωνσταντινούπολης.
Οι επιτυχίες των Λομβαρδών στην Ιταλία δείχνουν καθαρά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού, στη Δύση, όπου η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διατηρεί αρκετές δυνάμεις για να συγκρατεί το βασίλειο των Οστρογότθων που κατέκτησε. Θεμελίωσαν επίσης τη βαθμιαία απομάκρυνση της Ιταλίας από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και προετοίμασαν το έδαφος για την επικράτηση του Παπικού Κράτους των επόμενων αιώνων.
ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ (γαλλικά: Normands, λατινικά: Nortmanni) ονομάζονταν οι πληθυσμοί το όνομα των οποίων εμφανίστηκε το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, αρχικά στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Νορμανδία. Οι πληθυσμοί αυτοί προερχόταν από Βίκινγκς κατακτητές της περιοχής, με στοιχεία του τοπικού Μεροβιγγειανού πολιτισμού, Φράγκων με γερμανικές καταβολές και Ρωμαίων της Γαλατίας.
Οι Νορμανδοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και στην ιστορία της Μεσογείου: Από το Δουκάτο της Νορμανδίας στην πατρίδα τους, στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, αλλά και σε άλλες περιοχές του Βυζαντίου (Ήπειρος, Μακεδονία), στην κατάκτηση της Αγγλίας, στις ηγεμονίες των Σταυροφορικών κρατών της Ανατολής, της Ουτρεμέρ, αλλά και στην Κύπρο. Σήμερα διασώζεται το νορμανδικό τμήμα του κάστρου των Ιωαννίνων.
Στην εικόνα, λεπτομέρεια από την περίφημη Ταπετσαρία του Μπαγιέ, που αναπαριστά την κατάκτηση της Βρετανίας από τον νορμανδό Γουλιέλμο τον Κατακτητή (1066 μ Χ)
Στην φωτό που ακολουθεί, το κάστρο της Λεμεσού, στην Κύπρο, που παραχωρήθηκε στον Γκι ντε Λουζινιάν από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, στη διάρκεια των Σταυροφοριών.
Το νορμανδικό κάστρο του Αντράνο, στην Ιταλία
Νορμανδικό οχυρό στην Ουαλία
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ: Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΦΟΜΟΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ
Η ένταξη ξένων στρατιωτών στον αυτοκρατορικό στρατό της πρώιμης βυζαντινής περιόδου αποτέλεσε μια εσωτερική επιλογή του Βυζαντινού κράτους κατά τους 4ο – 6ο αι. Η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας ευνόησε τη μαζική πρόσληψη «βαρβάρων» πολεμιστών στους βυζαντινούς σχηματισμούς μάχης κατά την περίοδο 324-565, προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική της δύναμη. Η συγκεκριμένη διαδικασία υποδηλώνεται γενικότερα στη σύγχρονη έρευνα ως «εκβαρβαρισμός» (αγγλ. Barbarization, γερμ. Barbarisierung) ή ειδικότερα «γερμανοποίηση» (αγγλ. Germanization, γερμ. Germanisierung), δηλαδή ένταξη γερμανικών φύλων του Ρήνου και του Δούναβη στις ένοπλες δυνάμεις της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για την επίτευξη της στρατιωτικής σύμπραξης και την εύκολη στρατολόγηση, η βυζαντινή ηγεσία συνδεόταν μέσω επίσημων συνθηκών με λαούς και κράτη πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, με μικρότερες ομάδες προσφύγων που επιζητούσαν να μετοικήσουν στη αυτοκρατορία και, σπανιότερα, ακόμη και με επιδρομείς.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ, ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ: Οι γραπτές πηγές είναι δυστυχώς ασαφείς σχετικά με τους όρους των συμφωνιών στρατολόγησης ξένων φυλών στον βυζαντινό στρατό: Ο λατινικός όρος foedus ή ο ελληνικός σπονδαί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσουν γενικά την επίσημη συμφωνία του Ρωμαϊκού και έπειτα του Βυζαντινού κράτους με οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος, είτε επρόκειτο για συνθήκη μεταξύ μερών που ήλθαν σε συμφωνία επί ίσοις όροις (= ισοβαρής συνθήκη, λατ. foedera aequa) είτε επρόκειτο για συνθήκη που προήλθε μετά από τη στρατιωτική επικράτηση της αυτοκρατορίας και υποταγή (λατ. deditio) των εχθρών της (= ετεροβαρής συνθήκη, λατ. foedera iniqua).
Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο οι κύριες πηγές στρατολόγησης βαρβάρων ήταν τρεις: 1. Οι ξένοι εισέρχονταν για υπηρεσία στον αυτοκρατορικό στρατό κυρίως ως εθελοντές με σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης τους ή για να ξεφύγουν από τις κακουχίες, την ανασφάλεια, την εξαθλίωση ή ακόμα τις διώξεις στον τόπο καταγωγής τους. 2.Το Βυζαντινό κράτος αντλούσε ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση των στρατιωτικών μονάδων του από τις ξένες πληθυσμιακές ομάδες που εγκαταστάθηκαν εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας, όπως συνέβαινε με τις κοινότητες των laeti και gentiles, των dediticii ή των αιχμαλώτων πολέμου. 3. Η εδαφική επέκταση του Βυζαντίου στη Δύση, μέσω των κατακτητικών ή ανακτητικών πολέμων (reconquista) του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), συνετέλεσε στην ενίσχυση των βυζαντινών στρατευμάτων και με επίστρατους από τους προσφάτως υποταχθέντες ξένους πληθυσμούς. Οι ξένοι από τις παραπάνω τρεις διαφορετικές πηγές στρατολόγησης κατατάσσονταν μεμονωμένα ή μαζικά για μόνιμη θητεία στους σχηματισμούς μάχης του βυζαντινού στρατού υπό τις διαταγές αυτοκρατορικού αξιωματούχου και ήταν ενταγμένοι πλήρως στην πολεμική μηχανή του Βυζαντίου. Βάρβαροι με καθεστώς υπηρεσίας μακράς διάρκειας μαρτυρούνται στις βυζαντινές μονάδες του στρατού κρούσης (λατ. comitatenses) και των συνοριακών στρατευμάτων (λατ. limitanei) των 4ου και 5ου αι. ή στους λεγόμενους αριθμούς, τους καταλόγους και τα νέα έφιππα φοιδερατικά σώματα του 6ου αι., καθώς επίσης και στην ανακτορική φρουρά των λεγόμενων Παλατινών σχολών (λατ. scolae palatinae). Επιπρόσθετα, ξένοι υπηρέτησαν στις προσωπικές ένοπλες ακολουθίες (bucellarii3) των αυτοκρατορικών αξιωματούχων ή των πλούσιων γαιοκτημόνων, όπως οι Ούννοι και οι Γότθοι στα τέλη του 4ου και τον 5ο αι., ή οι Αρμένιοι και οι Πέρσες τον 6ο αι.
Από τις σημαντικότερες πληθυσμιακές ομάδες της Ανατολής που παρείχαν σταθερά στρατιώτες στο βυζαντινό στρατό ήταν οι λαοί του Καυκάσου. Οι Αρμένιοι ιδιαίτερα κατείχαν εξέχουσα θέση μεταξύ των ξένων στρατιωτών καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 4ο αι. επαρχιώτες που προέρχονταν από τους συμπαγείς αρμενικούς πληθυσμούς του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Μεσοποταμίας «κατέκλυσαν» τις συνοριακές μονάδες, ελαφρού πεζικού και ιππικού, που διοικούσε ο αυτοκρατορικός στρατιωτικός διοικητής dux Armeniae· αποτέλεσμα της ενσωμάτωσής τους ήταν η μετέπειτα «θωράκιση» της Μικράς Ασίας από τις επιδρομές των φύλων του Καυκάσου αλλά και των Περσών. Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄ το αρμενικό στοιχείο αυξήθηκε κατακόρυφα και γενικότερα στον βυζαντινό στρατό· μάλιστα, τα τμήματα που επανδρώνονταν αποκλειστικά από Αρμενίους διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα του βόρειου τομέα του ανατολικού συνόρου του κράτους αλλά και στους επεκτατικούς πολέμους του Βυζαντίου στη Δύση (κυρίως στην Ιταλία και τη βορειοδυτική Αφρική). Κατά την ίδια περίοδο μαρτυρούνται και στρατιώτες από τους πιο ολιγάριθμους λαούς του Καυκάσου, όπως οι Ίβηρες ή Τζάνοι, Λαζοί και Αβασγοί, ιδιαίτερα μετά την ενσωμάτωση των ηγεμονιών τους στον εδαφικό κορμό του Βυζαντίου κατά τη μακρά περίοδο διακυβέρνησης του Ιουστινιανού.
Σημαντικό ήταν όμως και το πλήθος των σωμάτων του αυτοκρατορικού στρατού που επανδρώθηκαν από λαούς του Δούναβη και της ρωσικής στέπας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Από τους λαούς αυτούς διακρίνονταν κυρίως οι γερμανικής καταγωγής Γότθοι στον κάτω Δούναβη, ιδιαίτερα από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι. και εξής, οι Έρουλοι και οι Γεπίδες στον άνω Δούναβη κατά τον 6ο αι. καθώς επίσης και τα ουννικά / τουρανικά φύλα της ρωσικής στέπας και του κάτω Δούναβη κατά τους 5ο και 6ο αι. Τα τελευταία μάλιστα άσκησαν, μαζί με τους Πέρσες, σημαντική επίδραση στον βυζαντινό στρατό: οι συγκρούσεις με τους νομάδες της στέπας βαθμιαία συνετέλεσαν στην αύξηση της σημασίας του ιππικού, ιδιαίτερα των τμημάτων ιπποτοξοτών, αλλά και στη γενικότερη εξέλιξη της επιχειρησιακής τακτικής και του εξοπλισμού των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Αξιωματούχοι με καταγωγή από τους εκτός συνόρων λαούς σταδιοδρόμησαν στο βυζαντινό στρατό, απέκτησαν σημαντική πολιτική επιρροή στο αυτοκρατορικό επιτελείο και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Κορυφαίες περιπτώσεις βαρβάρων αξιωματούχων είναι εκείνες του ικανού Βανδάλου magister militum Στηλίχωνα επί Θεοδοσίου Α΄ (379-395) και του διαδόχου του Ονωρίου στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι.
Επίσης, σημαντικές είναι οι περιπτώσεις του Αλανού Άσπαρα επί Θεοδοσίου Β', Μαρκιανού και Λέοντoς Α΄ τον 5ο αι. και του διακεκριμένου Αρμένιου στρατηγού ευνούχου Ναρσή επί Ιουστινιανού Α΄ τον 6ο αι.
Ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (πιο συγκεκριμένα από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι. και εξής) ήταν η δημιουργία των βαρβαρικών φοιδερατικών σωμάτων. Ξένοι λαοί εγκαταστάθηκαν εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας κατόπιν ειδικής συμφωνίας (foedus) των ηγεμόνων τους με τον αυτοκράτορα. Βασικές υποχρεώσεις τους υπήρξαν η παροχή στρατιωτικών σωμάτων για τη συνοριακή άμυνα αλλά και η συμμετοχή τους στις εκστρατείες του βυζαντινού στρατού σε μέτωπα απομακρυσμένα από τον εκάστοτε τόπο εγκατάστασης τους. Οι ξένοι φοιδεράτοι ελάμβαναν καλλιεργήσιμες γαίες στις συνοριακές περιοχές, δώρα, εξοπλισμό, ανεφοδιασμό (λατ. annona foederatica) και χρήματα. Οι παροχές καθορίζονταν δια της συμφωνίας που σύναπταν οι φοιδεράτοι με την αυτοκρατορία. Οι ίδιοι διατηρούσαν τον οπλισμό και τις τακτικές μάχης τους, διέθεταν σχετική πολιτική αυτονομία εντός της αυτοκρατορίας, ενώ παραμένει ασαφές εάν το κράτος τους παραχωρούσε πολιτικά δικαιώματα και το λεγόμενο connubium, δηλαδή το δικαίωμα σύναψης νόμιμου γάμου. Παράλληλα, οι φοιδεράτοι ηγέτες – πολέμαρχοι έπαιρναν τα διάσημα της εξουσίας τους από τον αυτοκράτορα και τις περισσότερες φορές διορίζονταν σε υψηλές θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας ή ελάμβαναν τιμητικούς τίτλους της αυτοκρατορικής αυλής7. Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές ότι οι φοιδεράτοι αποτέλεσαν νέα κατηγορία μόνιμων μονάδων, πλήρως ενταγμένων στο βυζαντινό στρατό.
Σημαντικότερη περίπτωση φοιδεράτων ήταν εκείνη των Γότθων μετά τη βυζαντινο-γοτθική συνθήκη ειρήνης του 382 (επί Θεοδοσίου Α΄). Οι Γότθοι φοιδεράτοι (Βησιγότθοι του Αλάριχου, Γότθοι του Γαϊνά, Γότθοι της Θράκης του Θεοδώριχου Στραβού και Οστρογότθοι του Θεοδώριχου Αμαλού) διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο (συνήθως αρνητικό) στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα τόσο του ανατολικού όσο και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας κατά τους 4ο και 5ο αι.
Στον χώρο της Ανατολής φοιδερατικό καθεστώς απέκτησαν διάφορα αραβικά φύλα, όπως οι Τανουκίδες τον 4ο αι., οι Σαλιχίδες, οι ομάδες του Ασπέβετου και του Αμόρκεσου τον 5ο αι., και οι Γασσανίδες και Κινδίτες τον 6ο αι.· επίσης, οι άνδρες που υπηρετούσαν στις αρμενικές περιφέρειες Βελαβιτηνή, Σοφηνή, Αντζιτηνή, Ιγκιληνή και Σοφανηνή στη βόρεια Μεσοποταμία στα τέλη του 4ου αι. καθώς επίσης και οι Λαζοί ηγεμόνες στον Καύκασο κατά τον 5ο αι. Κατά τον 6ο αι. τα φοιδερατικά σώματα εξελίχθηκαν, σύμφωνα με μαρτυρία του Προκοπίου, σε μικτά επίλεκτα τμήματα βαρβάρων και Βυζαντινών υπηκόων, αν και το ξένο στοιχείο (ιδιαίτερα οι Γότθοι και οι Έρουλοι) συνέχισε να κυριαρχεί· τη διοίκηση τους ανέλαβε μάλλον ο κόμης των φοιδεράτων (λατ. comes foederatorum).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...