Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΡΑΚΧΟΥΣ ΕΩΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, ωστόσο αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική αταβιστική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους. Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα. Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο. Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιάλειπτα σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους. Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.
Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.
Οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους. Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής. Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
Για πολλούς αιώνες οι σχέσεις χριστιανών-Ευρωπαίων και μουσουλμάνων-Αράβων επικεντρώνονταν στον μεταξύ τους πόλεμο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Μεσογείου. Το κύμα των αραβικών κατακτήσεων εξαντλήθηκε εκεί όπου τελείωναν οι δρόμοι του μεγάλου εμπορίου και η χριστιανική αντεπίθεση ξεκίνησε με τη Reconquista στην Ιβηρική Δύση και τις Σταυροφορίες στην Ανατολή. Σκληρός και αμφίρροπος αγώνας που κρίθηκε μόλις στον 19ο αιώνα, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έδωσε στη χριστιανική Ευρώπη ακαταμάχητα οικονομικά, δημογραφικά και στρατιωτικά επιχειρήματα. Για λίγες δεκαετίες ο αραβικός κόσμος κατακτήθηκε και αποικιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους, χωρίς ποτέ να υποταχθεί σε αυτούς. Από τον Μαχντί, τον Μουχτάρ Ομάρ ώς τον Νάσερ, πάντα υπήρχε κάποιος να τα βάλει με τους «Δυτικούς». Στο μεταξύ, ο κόσμος άλλαζε και προοδευτικά τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης χάνονταν. Στα δικά μας χρόνια τα δημογραφικά δεδομένα, τα στρατιωτικά συνακόλουθα, γύρισαν προς την πλευρά των Αράβων.
Η υπόθαλψη και η πρόκληση της «αραβικής άνοιξης» ήρθε σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία. Η κεντρική ιδέα έμοιαζε εξαιρετική –έτσι συνήθως γίνεται στο ξεκίνημα φιλόδοξων πολιτικών σχεδίων. Η Ευρώπη –ενιαία πλέον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου–, με την απαραίτητη βοήθεια των ΗΠΑ, θα κατέστρεφε τα αραβικά καθεστώτα που κρατούσαν αποστάσεις από τη «Δύση». Θα επαναλάμβανε με τον τρόπο αυτό τη μεγάλη της επιτυχία του 1990 –την ανατροπή των Λαϊκών Δημοκρατιών– και την προσαρμογή των χωρών αυτών στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής διαμέσου των «πορτοκαλί επαναστάσεων». Με την εκτατική διεύρυνση του ευρωπαϊκού και αμερικανικού καπιταλισμού, θα ξορκιζόταν για λίγο καιρό ακόμα η κρίση. Η δημογραφία –όπως και πολλά άλλα– πρόδωσε τους σχεδιασμούς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε εκατό χρόνια νωρίτερα, ετούτη τη φορά οι «Δυτικοί» δεν είχαν ούτε το δημογραφικό ούτε το στρατιωτικό βάρος για να κατακτήσουν τα κράτη αυτά. Το πληθυσμιακό άθροισμα Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρίας, Λιβύης φτάνει τα 100 εκατομμύρια! Με την Αίγυπτο και την αραβική χερσόνησο πλησιάζει τα 300! Περιορίστηκαν λοιπόν στην καταστροφή των κρατών αυτών και ειδικότερα των μεσοαστικών στρωμάτων που αποτελούσαν στηρίγματα των εκεί καθεστώτων και των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών. Η εμφανής αδυναμία κατάκτησης αποστέρησε τη Δύση από τη δυνατότητα δημιουργίας σύμμαχων προς την υπόθεσή της δυνάμεων. Τα κράτη, λοιπόν, απλά διαλύθηκαν – ούτε υποτάχθηκαν ούτε προσαρμόστηκαν. Ετούτοι οι πόλεμοι «αντιποίνων», σχεδιασμένοι και εκτελεσμένοι από μαθητευόμενους (ή απλά απελπισμένους) μάγους, οδηγούν σε ένα βαρύ σε συνέπειες ιστορικό ορόσημο. Η σχέση της Ευρώπης με το αραβικό-μουσουλμανικό της περίβλημα, κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Η βίαιη διατάραξη ενός συστήματος που ισορροπούσε δύσκολα για 1.500 χρόνια μάλλον δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες. Το «προσφυγικό» είναι απλά ο προάγγελος των εξελίξεων. Τα αδιέξοδα διασπούν το κυρίαρχο στον κόσμο μας σύστημα δυνάμεων, τον «δυτικό» κόσμο. Το κενό που δημιουργούν τα αδιέξοδα σπεύδουν να το καλύψουν νέες φιλόδοξες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ανατρέποντας ισορροπίες και εντείνοντας ανταγωνισμούς. Η ρευστότητα γίνεται στοιχείο της πολιτικής, ενώ ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σημαδιακά. Και μέσα σε όλα αυτά, η κυβέρνηση της «δεύτερη φορά Αριστεράς» από κοινού με τους εμπειρογνώμονες του ιμπεριαλισμού μάς υπόσχονται ευτυχία σε τέσσερα χρόνια, εάν πρώτα απογυμνώσουμε πλήρως τη χώρα μας από κάθε εφόδιο που θα της επέτρεπε να επιζήσει στον κόσμο που γύρω της διαμορφώνεται...
Στη νέα του θητεία ο Γάιος Γράκχος εφήρμοσε δύο ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις: έναν νόμο ο οποίος ρύθμιζε διοικητικά τις νέες αποικίες και έναν άλλον με τον οποίο πρότεινε να αναγνωριστούν ως ρωμαίοι πολίτες όλα τα λατινικά φύλα της ιταλικής χερσονήσου. Ο δεύτερος νόμος δεν βρήκε καθόλου σύμφωνους τους ρωμαίους πληβείους, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τα δικά τους προνόμια. Ετσι, όταν τον Δεκέμβριο του 122 π.X. έληξε η θητεία του, ο Γάιος απέτυχε να εκλεγεί για τρίτη φορά δήμαρχος. H Σύγκλητος αποφάσισε να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Αφορμή ήταν η αποικία της Καρχηδόνας, την οποία ο Γάιος ήθελε να βοηθήσει να ορθοποδήσει μετά την καταστροφή που είχε υποστεί κατά τον Γ' Καρχηδονιακό πόλεμο. Οι συγκλητικοί φανάτισαν το πλήθος εναντίον αυτού του σχεδίου λέγοντας ότι οι θεοί ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ιδέα. Στις αρχές του 121 π.X. ο Γάιος οργάνωσε διαδήλωση υπέρ της αποικίας και ένας οπαδός του σκότωσε κάποιον της φρουράς του φιλοσυγκλητικού δημάρχου Λεύκιου Οπίμιου επειδή είχε ξεστομίσει βρισιές εναντίον των πληβείων. Ο Γάιος κλήθηκε στη Σύγκλητο να λογοδοτήσει για το συμβάν αλλά αυτός προτίμησε να καταλάβει με τους οπαδούς του τον Αβεντίνο λόφο, παραδοσιακό άσυλο των πληβείων. Μολονότι οι πληβείοι πρότειναν να προσπαθήσουν να λύσουν τη διαφορά ειρηνικά, ο Οπίμιος επιτέθηκε εναντίον του Αβεντίνου. Ο Γάιος τραυματίστηκε στο πόδι και ικέτευσε έναν δούλο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Το κεφάλι του Γάιου ρίχθηκε στον Τίβερη και τις επόμενες ημέρες σφαγιάστηκαν γύρω στις 3.000 οπαδοί του. Με τον θάνατο και του δεύτερου Γράκχου και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν τελείωσαν και οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. H αγροτική μεταρρύθμιση έληξε και τυπικά το 119 π.X. με τη διάλυση της τριμελούς επιτροπής. H Σύγκλητος είχε νικήσει τους πληβείους και ξανάγινε παντοδύναμη.
ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Για τετρακόσια χρόνια (από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.), η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ ως τον Καύκασο και από τη Βρετανία ως την Αίγυπτο, συνδέεται άμεσα με την ακμή της Ρώμης, που γίνεται σιγά σιγά ισχυρή αυτοκρατορία. Η Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία ενοποίησε τη λεκάνη της Μεσογείου και τη συνέδεσε με τη βόρεια Ευρώπη. Μέσα σε αυτή την αυτοκρατορία οι άνθρωποι μιλούσαν ή καταλάβαιναν δύο κυρίως γλώσσες: τη λατινική, κυρίως στο δυτικό τμήμα, και την ελληνική, κυρίως στο ανατολικό. Ο ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου, που και αυτός ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επηρέασε τους Ρωμαίους αλλά και επηρεάστηκε από αυτούς. Στους Ρωμαίους χρωστάμε ένα κρατικό μοντέλο με ιεραρχημένη διοικητική δομή, αλλά και νομικές έννοιες και κανόνες δικαίου, αρκετοί από τους οποίους ισχύουν και σήμερα. Το πολίτευμα της Ρώμης ήταν στην αρχή βασιλεία. Ο βασιλιάς είχε όλες τις εξουσίες (πολιτικές, θρησκευτικές, δικαστικές και στρατιωτικές). Οι Ρωμαίοι πολίτες την εποχή αυτήν χωρίζονταν σε δύο τάξεις: τους πατρικίους και τους πληβείους. Οι πατρίκιοι ήταν οι αριστοκράτες, ενώ οι πληβείοι, που ήταν και οι περισσότεροι, ήταν η κατώτερη τάξη. Οι πληβείοι δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους πατρικίους. Για παράδειγμα, ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. απαγορευόταν να γίνονται γάμοι ανάμεσα σε μέλη των δύο τάξεων. Σύμφωνα με το μύθο, οι Ρωμαίοι έδιωξαν τον Ετρούσκο βασιλιά Ταρκύνιο το 509 π.Χ. Η βασιλεία καταργήθηκε και το πολίτευμα ονομάστηκε res publica, δηλαδή «κοινό πράγμα», «υπόθεση των πολιτών», όρος που μεταφέρθηκε στα ελληνικά με τη λέξη «δημοκρατία». Η ρωμαϊκή δημοκρατία όμως ήταν διαφορετική από τη δημοκρατία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις-κράτη του ελληνικού κόσμου: στην πόλη-κράτος της Ρώμης υπήρχαν πολλές συνελεύσεις πολιτών, με διαφορετικά καθήκοντα. Οι συνελεύσεις αυτές, όπου τον πρώτο λόγο είχαν στην αρχή κυρίως οι πατρίκιοι, ψήφιζαν τους νόμους και εξέλεγαν τους άρχοντες.
Οι αδελφοί Γράκχοι, ρωμαίοι πολιτικοί, ήταν γιοι του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου (περίπου 220-150 π.X.), ο οποίος είχε χρηματίσει πραίτωρ και ύπατος, και της Κορνηλίας, κόρης του Σκιπίωνος του Αφρικανού του πρεσβύτερου, νικητή του Αννίβα. Οταν πέθανε ο σύζυγός της, η Κορνηλία ήταν ακόμη νέα αλλά δεν θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Απέρριψε ακόμη και την πρόταση του Πτολεμαίου Δ' της Αιγύπτου και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της - είχε και μία κόρη - τα οποία είχαν επιζήσει από τα δώδεκα που είχε φέρει στον κόσμο. Εχει καταστεί παροιμιώδης η απάντηση που έδωσε η Κορνηλία σε κάποια πλούσια πατρικία η οποία καμάρωνε για τα κοσμήματά της. «Τα δικά μου κοσμήματα» της είπε «είναι τα παιδιά μου». Οι δύο γιοι της, ο Τιβέριος και ο Γάιος, έχοντας μεγαλώσει σε αριστοκρατικό αλλά φιλελεύθερο περιβάλλον και έχοντας λάβει μόρφωση από τους καλύτερους δασκάλους, ασχολήθηκαν από πολύ ενωρίς με τα κοινά. Με τη διαφορά ότι οι αδελφοί Γράκχοι δεν υπερασπίστηκαν την τάξη των πατρικίων, στην οποία ανήκαν, αλλά την τάξη των φτωχών, των πληβείων.
Μετά από έναν αιώνα νικηφόρων πολέμων - με τελευταίον τον Γ' Καρχηδονιακό - η ισχύς και ο πλούτος της Ρώμης αυξήθηκαν, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί και η οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Αντίθετα, η αύξηση του ager publicus, της δημόσιας κτηματικής περιουσίας, διηύρυνε την ψαλίδα ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες και στους μικροκαλλιεργητές. Οι συγκλητικοί, η αφρόκρεμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης που κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, μοιράζονταν μεταξύ τους τις μεγάλες εκτάσεις του Δημοσίου με τη δικαιολογία ότι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν δούλους για τις καλλιέργειες προϊόντων που τροφοδοτούσαν τις αγορές. Επιπλέον οι μικροκτηματίες, που επί έναν αιώνα είχαν επανδρώσει τον ρωμαϊκό στρατό, φεύγοντας για τον πόλεμο άφηναν τα χωράφια τους στο έλεος του πλούσιου γείτονα ο οποίος στην αρχή δάνειζε την ακέφαλη οικογένεια και μετά έπαιρνε το κτήμα αφού τα χρέη δεν μπορούσαν να εξοφληθούν. Ετσι, όσοι στρατιώτες γύριζαν στην πατρίδα δεν έβρισκαν ούτε κτήμα ούτε καν σπίτι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν ολόκληρες στρατιές ακτημόνων πλέον αγροτών που πολιορκούσαν τη Ρώμη. Οταν λοιπόν ο μεγαλύτερος γιος της Κορνηλίας, ο Τιβέριος, εξελέγη το 134 π.X. δήμαρχος (tribunus plebis), δηλαδή εκπρόσωπος των πληβείων, πρώτος στόχος του ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Τιβέριος θέλησε να βελτιώσει τους υπάρχοντες αγροτικούς νόμους - οι οποίοι είχαν και αυτοί περιπέσει σε αχρησία. H πρότασή του ήταν να μην μπορούν οι κάτοχοι μεγάλων κτημάτων (latifundia) να πάρουν από τη δημόσια αγροτική περιουσία περισσότερα από 1.000 jugera (jugerum, ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης επιφανείας ίση προς 2.524 τ.μ.), το δε υπόλοιπο της δημόσιας κτηματικής περιουσίας να μοιραζόταν ανά 30 jugera σε φτωχές οικογένειες αγροτών με το δικαίωμα να τα κληροδοτούν στους απογόνους τους, όχι όμως και να τα πουλάνε. Με τον τρόπο αυτόν ο Τιβέριος απέκλειε τη δυνατότητα να εκβιάζονται οι μικροκτηματίες και να πουλάνε την περιουσία τους στους μεγαλοκτηματίες. Για την επίβλεψη της εφαρμογής του νόμου ο Τιβέριος πρότεινε τη σύσταση τριμελούς επιτροπής με μονοετή θητεία η οποία θα εκλεγόταν από λαϊκή συνέλευση. Οπως ήταν αναμενόμενο, η Σύγκλητος αντέδρασε αρνητικά στην αγροτική μεταρρύθμιση του Τιβέριου και έπεισε έναν άλλον δήμαρχο, τον Οκτάβιο, να κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας κατά την ψήφιση του νόμου. Τότε ο Τιβέριος βρήκε τρόπο ώστε ο Οκτάβιος να εκπέσει του αξιώματός του, οπότε αυτός μπόρεσε να περάσει τον νόμο του (Lex Sempronia Ι). Παρά τη νίκη του ο Τιβέριος κατηγορήθηκε για αυθαιρεσία επειδή, μολονότι υπήρχε η νομική διαδικασία, κανένας δήμαρχος ως τότε δεν είχε την τύχη του Οκτάβιου. Το μένος των πατρικίων εναντίον του ξέσπασε όταν, με συμμάχους τον αδελφό του Γάιο και τον πεθερό του Αππιο Κλαύδιο, ο Τιβέριος ζήτησε να παραχωρηθεί στους φτωχούς αγρότες το κληροδότημα που είχε αφήσει στον λαό της Ρώμης ο Ατταλος Γ' ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα εργαλεία για να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί. H αντίδραση στην πρόταση του Τιβέριου ήταν τόσο βίαιη που έφθασε ως τη δολοφονία του. H Σύγκλητος κατηγόρησε τον Τιβέριο ότι ήθελε να επιβάλει τυραννίδα και κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής συνέλευσης όπου θα μιλούσε (ο Τιβέριος) οι ενοχλημένοι από τις φιλολαϊκές προτάσεις του συγκλητικοί έστειλαν εναντίον του ένα δήθεν εξαγριωμένο πλήθος πολιτών. Ο Τιβέριος δολοφονήθηκε μαζί με άλλους τριακόσιους οπαδούς του και τα πτώματά τους ρίχθηκαν στον Τίβερη. Μετά τη δολοφονία του Τιβέριου το 133 π.X. ο Γάιος Σεμπρώνιος, λαμπρός ρήτορας και με εξαίρετη μόρφωση και αυτός, παρά τα 21 του χρόνια μπήκε στον πολιτικό στίβο για να συνεχίσει το έργο του αδελφού του. Ως μέλος της τριμελούς επιτροπής για την εφαρμογή του νόμου του Τιβέριου ο Γάιος στάλθηκε ως επιθεωρητής στη Σαρδηνία. Ο στόχος του όμως ήταν να εκλεγεί δήμαρχος. Τον Δεκέμβριο του 124 π.X. ο Γάιος Γράκχος εξελέγη δήμαρχος και αμέσως έδωσε δείγματα των πολιτικών του ικανοτήτων. Οι σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις του Γάιου Γράκχου ήταν τρεις: Ο Αγροτικός Νόμος (Lex Sempronia ΙΙ), με τον οποίο βελτίωσε τον νόμο του αδελφού του εντάσσοντας σε αυτόν και δημόσια έργα, κυρίως δρόμους. Ο Νόμος των Σιτηρών (Lex Frumentaria), με τον οποίο οι πληβείοι μπορούσαν να προμηθεύονται σιτάρι από τις δημόσιες αποθήκες στο μισό της τιμής του εμπορίου. Ο Δικαστικός Νόμος (Lex Judiciaria), με τον οποίο ο Γάιος αφαίρεσε από τους συγκλητικούς τη δικαστική εξουσία και την έδωσε στους Ιππείς (Equites), τμήμα της τάξης των πατρικίων που δεν ασκούσε την πολιτική από προσωπική επιλογή, άρα παρείχε κάποια εγγύηση αμεροληψίας. Με αυτούς τους νόμους η ισχύς του Γάιου Γράκχου αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Σύγκλητος έμοιαζε εντελώς αποδυναμωμένη. Ο Γάιος ήταν ο εκλεκτός του λαού και γι' αυτό κανένας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος και τον επόμενο χρόνο.


Όστια, το επίνειο της Ρώμης
Το θέατρο της αρχαίας Όστια
Pizza, μια αγαπημένη συνήθεια που είναι ιταλικό αντιδάνειο
Η Ρώμη υπό το πρίσμα του μεγάλου σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι
Πιερ Πάολο Παζολίνι, "Μάμα Ρόμα"
Πιερ Πάολο Παζολίνι, οι "παζολινικές" συνοικίες στον κινηματογράφο
Η Ρώμη, εξιδανικευμένη, στην ταινία La Grande Bellezza (Μεγάλη Ομορφιά)
Βέσπα (η "σφήκα") , ένα στοιχείο της ιταλικής καθημερινότητας
Η μόδα, που από τη δεκαετία του '50 χαρακτηρίζει τον ιταλικό τρόπο ζωής
Η εκπληκτική Άννα Μανιάνι στο "Μάμα Ρόμα" του Παζολίνι
Η Ρώμη στην εκδοχή του Φεντερίκο Φελλίνι
"Ρώμη" του Φελλίνι
Όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός περιόδευσε σε εκείνη την καταπράσινη χώρα αντιλήφθηκε ένα πράγμα: Ήταν αδύνατο να κατακτήσεις μια χώρα σαν τη Σκωτία, τόσο μακρινή και με άγνωστα υψίπεδα. Έτσι, αποφάσισε να οχυρώσει την περιοχή, διασφαλίζοντας τουλάχιστον τη ρωμαϊκή κυριαρχία μέχρι και τη βόρεια Βρετανία. Ωστόσο, το μηχανικό του χρησιμοποίησε πέτρα για να χτίσει ένα εντυπωσιακό τείχος και όχι ξύλο, όπως συνήθιζε ο ρωμαϊκός στρατός. Ο λόγος ήταν διότι εκείνα τα μέρη δεν διέθεταν δέντρα για άφθονη ξυλεία. Αυτό ήταν απολύτως φυσιολογικό για μια τέτοια χώρα. Τα θανάσιμα προβλήματα για την ύπαρξη του ρωμαϊκού κράτους θα συνδέονταν άρρηκτα με την έλλειψη ξυλείας στην καρδιά της Ρώμης, στη Μεσόγειο. Ίσως καμία αυτοκρατορία στον κόσμο δεν επεκτάθηκε τόσο συστηματικά και σταθερά όσο η Ρώμη στην αρχαιότητα. Οι θεσμοί της λειτουργούσαν τόσο αποτελεσματικά που μπορούσαν να νικήσουν τους πλέον ευφυείς και επικίνδυνους αντιπάλους, όπως ο Καρχηδόνιος Αννίβας, ή ο Έλληνας βασιλιάς Πύρρος. Όταν λοιπόν σταμάτησαν οι θεσμοί να λειτουργούν και φάνηκαν οι τραγικές αδυναμίες του αυτοκρατορικού μοντέλου έναντι του προηγουμένου ρεπουμπλικανικού, η Ρώμη θα μετατρεπόταν σε ένα φάντασμα της ιστορίας. Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να οχυρώνουν τις παραμεθόριους περιοχές με ξύλινα οχυρά. Ωστόσο στην Βρετανία έχτισαν το πέτρινο τείχος του Ανδριανού. Τα δέντρα σπανίζουν. Αναρίθμητοι ιστορικοί και φιλόσοφοι ερμήνευσαν την πτώση της Ρώμης με όρους πολιτικούς, συγκυριακούς ή στρατιωτικούς. Ογκόλιθοι της δυτικής σκέψης μάλιστα, όπως ο Βολταίρος και ο Γκίμπον, ταύτισαν -αυθαίρετα- το Βυζάντιο με μια αιώνια παρακμιακή συνέχεια της Ρώμης. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, εμφανίστηκαν και άλλες ενδιαφέρουσες θεωρίες που δείχνουν ότι ο ιστορικός είναι ανήμπορος να εξηγήσει ή να «μαγειρέψει» τις αιτίες της πτώσης. Με μεγάλη σιγουριά ο διακεκριμένος Αμερικανός ιστορικός Fredric L. Cheyette υποστήριξε ότι τα εργαλεία των ιστορικών δεν αρκούν, θα απαιτηθεί η επικοινωνία και η συνεργασία κλιματολόγων, παλυνολόγων (που εξετάζουν τη χλωρίδα παλαιοτέρων περιόδων, μελετώντας παλυνόμορφα, όπως συνήθως γύρη), αρχαιολόγων και πάει λέγοντας. Αυτό ακριβώς κατέδειξε ο Donald Hughes από Πανεπιστήμιο του Ντένβερ το 2011, θέλοντας να υποστηρίξει πόσο πολύ συνδέεται η ρωμαϊκή παρακμή με τον αφανισμό των δέντρων λόγω των ανθρώπινης δραστηριότητας και όχι απρόβλεπτης κλιματικής αλλαγής! Την εποχή που ξεκίνησαν οι Ρωμαίοι τις κατακτήσεις τους, η Ιταλία καλυπτόταν από πολλά και πλούσια -σε είδη δέντρων- δάση. Όταν όμως εξελίχθηκε σε μια αχανή αυτοκρατορία που έφτασε να αριθμεί έως και 57 εκατομμύρια κατοίκους χρειαζόταν τρομερές ποσότητες ξυλείας. Τα δέντρα ήταν η κινητήριος δύναμη της δυτικής οικονομίας που προσφέρονταν για το χτίσιμο των σπιτιών, για καύσιμη ύλη, για την κατασκευή χιλιάδων οχυρών σε όλη την αχανή επικράτεια, την κατασκευή τεράστιου στόλου που όργωνε όλη τη Μεσόγειο, την κατασκευή τεράστιων δημόσιων κτηρίων όπως θέατρα κτλ.
Η αποψίλωση που συντελέστηκε δεν επέτρεπε στα δάση να αναπληρώνουν τις απώλειές τους. Φανταστείτε τι αποψίλωση έλαβε χώρα για αιώνες σε όλη τη Μεσόγειο για να καλύψει τις αυτοκρατορικές ανάγκες. Αυτή η συστηματική εκδάσωση τεράστιων εκτάσεων δημιουργούσε έναν μοιραίο αλγόριθμο που θα γονάτιζε τις κοινωνίες τις αυτοκρατορίας. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού απαιτούσε μεγαλύτερες εκτάσεις για αποψίλωση ώστε να καλλιεργηθούν και να θρέψουν τον κόσμο. Η συνεχής καλλιέργεια δεν επέτρεπε στο έδαφος να «ξεκουραστεί» ενώ η έλλειψη δέντρων στερούσε από το έδαφος εκείνα τα συστατικά που θα καθιστούσαν τα παραγόμενα προϊόντα πιο θρεπτικά για τον πληθυσμό. Η διατροφή του αρχαίου κόσμου βασιζόταν και στην κτηνοτροφία, συνεπώς μεγάλοι πληθυσμοί απαιτούσαν πολλά ζώα και νέα βοσκοτόπια. Η καλύτερη λύση ήταν τα δάση, τα οποία έδωσαν τη θέση τους σε απέραντες εκτάσεις στη διάθεση των βοσκών. Στη συνέχεια θα εξαφανίζονταν αρκετά ζωϊκά είδη, όπως ήταν οι ρινόκεροι. Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι επιστήμονες Seymour και Girardet είχαν υποστηρίξει ότι «η αποψίλωση των δασών, η απώλεια του επιφανειακού εδαφικού στρώματος και η εξάπλωση των βάλτων» οδήγησε στη μείωση της γεωργικής παραγωγής στη μητρόπολη και ώθησε στην αναζήτηση αποικιακών εδαφών, με πρώτη τη Σικελία και έπειτα τη Νότια Αφρική να χρησιμεύσουν ως πηγές της βασικής τροφής, του σιταριού. Για παράδειγμα το σημερινό Μαρόκο, οι Ρωμαίοι κυριολεκτικά το έγδυσαν. Ο ποιητής Μάρκος Ανναίος Λουκανός που είχε αντιληφθεί που πήγαινε το πράμα έγραφε: «η Μαυριτανία (σημερινό Μαρόκο) ήταν πολύ εύφορη περιοχή και δεν είχε ποτέ ενοχληθεί στο παρελθόν για την αναζήτηση μετάλλων. Η ξυλεία ήταν ο πλούτος των ανθρώπων. Η αξία της δεν ήταν μετρήσημη σε χρήματα. Ήταν η ευεργετική φυλλώδης σκιά των εσπεριδοειδών που απολάμβαναν [οι ντόπιοι] και έτσι ζούσαν ευτυχισμένοι. Ώσπου μπήκαν τα μέχρι τότε άγνωστα τσεκούρια μας στο δάσος: αναζητούσαμε [ξυλεία] τραπέζια για τα γεύματά μέχρι και στο τέλος της γης».
Όμως τα πολλά χρόνια εντατικής γεωργικής εκμετάλλευσης σε αυτές τις κατοικημένες περιοχές οδήγησαν όχι μόνο στη μείωση της γονιμότητας του εδάφους αλλά και στη διάβρωση. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. η διάβρωση του εδάφους επιταχύνθηκε έως και είκοσι φορές, δημιουργώντας αναρίθμητους βάλτους, από τους οποίους επεκτάθηκαν θανατηφόρες ασθένειες με σημαντικότερη την ελονοσία. Πλέον δεν θα υπήρχαν οι ρίζες των εκατομμυρίων δένδρων να συγκρατήσουν τα νερά, οπότε αυτά συνέρρεαν σε κατοικημένες περιοχές. Η αποψίλωση ήταν ίσως η σημαντικότερη αιτία της ελονοσίας. Όπως αποκαλύπτει και πρόσφατη έρευνα σε δόντια από οστά της εποχής, η ελονοσία έκανε πραγματικά θραύση στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Είναι γεγονός ότι ενώ ο πληθυσμός της Ρώμης αριθμούσε κάποτε 1.000.000, κατάντησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα να έχει μόλις 20.000 με 30.000 κατοίκους. Σαν ειρωνεία της τύχης, τον 5ο αι. μ.Χ. όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος επιτέθηκε στη Ρώμη, αρρώστησε -το πιθανότερο- από ελονοσία λίγο μετά την θριαμβευτική είσοδό του στην πόλη και πέθανε. Λίγο αργότερα, ο δε Αττίλας δεν πλησίασε την πόλη για να μην έχει την ίδια τύχη με τον Αλάριχο. Τι πιθανότητες αντίστασης είχε μια πόλη με τους νέους της να μην μπορούν να κρατηθούν στα πόδια τους από τις ασθένειες.
Ξέχωρα λοιπόν από τις εξωτερικές στρατιωτικές απειλές η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να συντηρηθεί. «Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που επιχείρησαν να οργανώσουν την εμπορική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα. Ο μόνος τρόπος για να την κάνουν να αποδώσει ήταν να αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις. Όμως σαφώς στο τέλος αναγνώρισαν τα όρια στην ανάπτυξη. Άφησαν πίσω τους μια εξαντλημένη γης καθώς και μια ιστορία ανθρώπινης τραγωδίας» συμπέραναν οι Seymour και Girardet. Για παράδειγμα η άλλοτε πανέμορφη πόλη Λέπτις Μάγκνα, της οποίας τα ερείπια μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα στη Λιβύη, προσέφερε τεράστια ποσά στα δημόσια τομέα από την παραγωγή ελαιολάδου. Στην πορεία δεν θα έβγαζε ούτε σταγόνα λάδι καθώς δεν θα υπήρχαν δέντρα. Η Ρώμη για πρώτη φορά πήρε πρωτοβουλίες μέσω ρυθμίσεων να προστατεύσει τις λεκάνες απορροής νερού και τα δάση αλλά δεν μπόρεσε να ανατρέψει την κατάσταση. Σε καιρούς όμως που η αυτοκρατορία απειλούνταν από Αττίλες, ψυχικά άρρωστους αυτοκράτορες και αναρίθμητα βάρβαρα φύλα το περιβάλλον ήταν τριτεύουσας σημασίας. Και ερχόμαστε στο σήμερα, όπου οι δυτικοί είναι τόσο εκπαιδευμένοι, βυθισμένοι στην πληροφορία, στη γνώση και στην κατανάλωση που κάνουμε αυτό που είχε προβλέψει ο Κικέρωνας «Με τα χέρια μας προσπαθούμε να δημιουργήσουμε έναν δεύτερο κόσμο μέσα στον κόσμο της φύσης». Θα πληρώσουμε όμως το τίμημα καθώς δεν θα υπάρχουν λουλούδια, ζώα και μετά ούτε παιδιά οπότε πρέπει να φοβόμαστε, παραφράζοντας τα λόγια του Καζαντζάκη.
Ο αστικός ιστός και η περιφέρειά του: "Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη" (Roma, citta aperta) του μεγάλου σκηνοθέτη Ροσελίνι
ΡΟΥΜΠΡΙΚΑ: Πώς οι χήνες του Καπιτωλίου έσωσαν τη Ρώμη από τους Γαλάτες
Πάντα νόμιζα πως η ιστορία με τις χήνες του Καπιτωλίου, που ξεσήκωσαν τον κόσμο όταν οι Γαλάτες προσπάθησαν να επιτεθούν στη Ρώμη, ήταν μια ιστορία σαν αυτές που διηγούνταν οι αρχαίοι για να εξηγήσουν διάφορα συμβάντα. Όμως, η φήμη που συνοδεύει τις χήνες του Καπιτωλίου δεν είναι ούτε αβάσιμη ούτε οφείλεται σε μύθο ή σε σύμπτωση. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το ότι οι χήνες της Γουινέας, αυτά τα όμορφα και σπάνια στην Ευρώπη νεροπούλια, θεωρούνται οι καλύτεροι φύλακες, ανώτεροι ακόμα κι από τους σκύλους. Η εκπληκτική τους ακοή και οι δυνατές κραυγές τους τις καθιστούν αναντικατάστατες σε κτήματα και σπίτια με αυλή. Αντιλαμβάνονται ακόμα και νυχτερινούς επισκέπτες, λες και δεν κοιμούνται ούτε με το πιο βαθύ σκοτάδι. Στη Ρώμη έχουν να το λένε για τις χήνες του Καπιτωλίου, οι οποίες όταν οι Γαλάτες επιτέθηκαν εναντίον της αιφνιδιαστικά μια νύχτα, το 400 περίπου π.Χ., κι ενώ οι φρουροί της πόλης είχαν αφεθεί στην αγκαλιά του ύπνου και θα χάνονταν όλοι στα σίγουρα, δεν υπολόγισαν όμως τις χήνες του ναού της Ήρας που με τις τσιριχτές κραυγές τους ξύπνησαν τους στρατιώτες που κατόρθωσαν έτσι να αποκρούσουν τους εχθρούς. Έκτοτε οι χήνες αναφέρονται σαν σωτήρες της πόλης κι η φράση απέμεινε να συμβολίζει οτιδήποτε κι οποιονδήποτε προειδοποιεί για τυχόν επερχόμενες συμφορές. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ καθώς μεν εκείνες οι χήνες τιμήθηκαν από τους Ρωμαίους και τις θεωρούσαν ιερές, αλλά όταν χρόνια αργότερα οι απόγονοι των χηνών εκείνων δεν έκαναν τίποτα παρά μόνο καυχιόντουσαν και επαίρονταν για το ένδοξο παρελθόν τους και επειδή έγιναν άπληστες και νωθρές μια μέρα οι Ρωμαίοι τις έσφαξαν και τις έφαγαν.
\
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
AΛΛΕΣ ΦΥΛΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ:



«Γαλάτες», ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της περιοχής μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου. Η χώρα αυτή ήταν διηρημένη, πριν την Ρωμαϊκή εποχή, σε τρία μέρη, ανάλογα με τους κατοίκους της: Στο Νοτιοδυτικό μέρος κατοικούσαν οι «Ακουιτανοί», στο Βόρειο οι «Βέλγες» και στο Ανατολικό οι «Κέλτες ή Κελτοί».


1. Οι Ακουιτανοί στο Νοτιοδυτικό μέρος, διέφεραν από τους άλλους Γαλάτες όχι μόνο στην γλώσσα, αλλά και στον τρόπο ζωής (Στράβων Δ 1, 1 - 2, 1).


Κατά τον Πτολεμαίο (Β - 7) οι Ακουιτανοί ήταν πολλές φυλές ήτοι: Πίκτονες, Σάντονες, Βιτούρνιγες, Τάρβελοι, Καδούρκοι, Ουασάτιοι, Γάβαλοι, Δάτιοι, Αρουέρνοι, Αύσκιοι, Ρουτανοί και οι Κουμουενοί. Κατά τον Διόδωρο, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή και προϊστορικοί Έλληνες (Βοιωτοί κ.ά) και ότι την σημερινή πόλη «Αλησία» (Alise Bourgone) την έκτισε ο Ηρακλής (Διόδ.Ε΄23,2). Η Ακουιτανία, η οποία στα Λατινικά σημαίνει «χώρα των Υδάτων», κατακτήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 56 π.Χ.


2. Οι Βέλγες, κατοικούσαν μεταξύ της Λουγδουνησίας, του Σηκουάνα ποταμού Νοτιοδυτικά της Μεγάλης Γερμανίας και του Ρήνου ποταμού Βορειοδυτικά της Ναρβωνησίας («Βελγική Κελτογαλατία»). Το Ανατολικό τμήμα της χώρας, προς τον Ρήνο ποταμό, ονομαζόταν Γερμανία, άνω και κάτω. Οι Βέλγες, ήσαν διηρημένοι σε δεκαπέντε φυλές (Ατριβάτιοι, Βελουακοί, Αμβιανοί, Τούγγροι, Σουβάνεκτοι, Ουερομάνδυες, Τριβηροί, Νέμητες, Λόγγωνες, Ελουήτιοι, Σηκουανοί, Ουέσονες, Ρημοί, Μενάπιοι, Ραυρικοί). Από όλους τους άλλους λαούς της Γαλατίας, αυτοί ήσαν οι ανδρειότεροι και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε μόνοι τους είχαν αποκρούσει την επιδρομή των Κίμβρων και των Τευτόνων. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά και φορούσαν χονδρούς μανδύες, βράκες και χιτώνες οι οποίοι έφθαναν έως τους γλουτούς. Επίσης είχαν χονδρές μάλλινες κάπες που τις έλεγαν «λαίνες». Τα όπλα τους ήταν μεγάλα μαχαίρια λόγχες, τόξα, σφενδόνες, ασπίδες. Τα σπίτια τους ήταν καλύβες κατασκευασμένες από ξύλα και πλεγμένα κλαδιά δένδρων. Η τροφή τους ήταν το κρέας, κυρίως το χοιρινό και το γάλα. Οι Βέλγες ήταν απλοί άνθρωποι αλλά ταυτόχρονα βάρβαροι και αλαζονικοί. Στους θεούς τους πρόσφεραν ανθρωποθυσίες στις οποίες παρίσταντο πάντα οι «Δρυϊδες» και λάμβαναν χρησμούς από τον τρόπο που σφάδαζε το θύμα, όταν το κτυπούσαν στα νώτα του με το μαχαίρι. Σε άλλες περιπτώσεις, κατασκεύαζαν κάποιο άγαλμα από ξύλα και χόρτα και αφού έθεταν μέσα ζώα και ανθρώπους τα κατέκαιαν.


3. Οι Κέλτες ή Κελτοί, κατά τον Στράβωνα (Δ, 1, 13, 14), κατοικούσαν Ανατολικά των Ακουιτανών και του Κεμμένου όρους (από την Μασσαλία έως τις Άλπεις). Από αυτούς αργότερα οι Έλληνες της Μασσαλίας, ονόμασαν το σύνολο των Γαλατών Κελτούς. Κατά τον Πλούταρχο (Καμ. 15), οι Γαλάτες ανήκαν στο γένος των Κελτών. Αυτοί λόγω υπερπληθυσμού, εγκατέλειψαν την χώρα τους και έφθασαν στην Ιβηρία, την Ιταλία και τα έσχατα μέρη της Ευρώπης. Ο Πολύβιος (Β. 17), αναφέρει ότι παλαιότερα οι Κελτοί οι οποίοι είχαν σχέσεις με τους Τυρρηνούς της Β. Ιταλίας τους φθόνησαν εξ’ αιτίας της εύφορης χώρας τους και εισέβαλαν στις πεδιάδες του Πάδου. Οι Κελτοί ήταν άνθρωποι απλοί, αγράμματοι και εκτός από την κτηνοτροφία και την γεωργία αγνοούσαν παντελώς κάθε επιστήμη και τέχνη. Κατοικούσαν σε ατείχιστες πόλεις (οικισμούς) αγνοούσαν την επίπλωση και κοιμούνταν στο έδαφος. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", αναφέρει: «…Οι λεγόμεναι Κελτοί ή Γαλάται, είναι αρχαιότατοι γνωστοί κάτοικοι των δυτικωτέρων της Ευρώπης χωρών, ήτοι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ενώ δε, καθό αποτελούντες κλάδον της Ινδογερμανικής φυλής, επήλθον ποτέ εις τας εσχατιάς του ημετέρου της γής μέρους, έπειτα, από της 6ης π.Χ εκατονταετηρίδος επώκησαν είς την Ισπανίαν, την Ουγγαρίαν, από της οποίας, κατά την 4ην π.Χ εκατονταετηρίδα, επεφάνησαν και είς τα βορειότερα της ημετέρας χερσονήσου…».


Οι Κέλτες ή Κελτοί κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, που μελέτησαν τα διάφορα τοπωνύμια της Δυτικής Ευρώπης και την γλώσσα τους, είναι προφανώς προϊστορικός λαός. Αρχικά ήταν εγκαταστημένοι στη Νότια Γερμανία, μεταξύ των πηγών των ποταμών Ρήνου και Δουνάβεως. Την περίοδο 2000 -1700 π.Χ άρχισαν να εξαπλώνονται σε ολόκληρη την σημερινή Γαλλία και τις Βρετανικές Νήσους και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι κάποιος λαός εισβολέων της περιόδου αυτής έθαπτε τους νεκρούς σε τύμβους. Η εξάπλωση αυτή συνεχίσθηκε και για τα επόμενα χίλια και πλέον έτη. Οι Πρωτοκέλτες ήλθαν σε σχέσεις με τους Βαλτοσλάβους και άλλους λαούς της Βαλτικής, ορισμένοι εκ των οποίων ήσαν ανθρωποφάγοι (Ανδροφάγοι).


Αυτό το «συνονθύλευμα» των φυλών, με κοινό όνομα «Γαλάτες» και με αρχηγό τους τον Βρέννο Β΄, τον 3ον αιώνα π.Χ αφού λεηλάτησαν την Ιλλυρία και την Σερβία, όπου ίδρυσαν εκεί και ένα μικρό Βασίλειο, εισέβαλαν στη Μακεδονία. Εκεί τους αντιμετώπισε ο Στρατηγός των Μακεδόνων Σωσθένης και δεν τους άφησε να εγκατασταθούν. Ο Βρέννος όμως, έχοντας ως στόχο το Μαντείο των Δελφών, όπου υπήρχαν πολλά χρήματα σε νομίσματα και αφιερώματα από άργυρο και χρυσό, στις κοινές συνεδριάσεις των διαφόρων φυλών προσπαθούσε μετά φορτικότητας να τους πείσει, πράγμα το οποίο πέτυχε το 279 π.Χ, να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδος. Ο πεζικός στρατός που συγκεντρώθηκε έφθανε τις 152.000, ο δε ιππικός στρατός μαζί με τους βοηθούς ιππείς ήταν περίπου 61.200, ήτοι συνολικός στρατός 213.200 περίπου. Στην εκστρατεία αυτή οι «Γαλάτες» συνάντησαν την οργανωμένη αντίσταση των Ελλήνων, που με κοινό αρχηγό τους τον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο του Μοιροκλέους και περίπου 26.000 πεζικό στρατό και ικανό αριθμό πλοίων, είχαν λάβει θέση στο στενό των Θερμοπυλών. Η πρώτη ενέργεια των Ελλήνων ήταν η καταστροφή των γεφυρών του Σπερχειού ποταμού, ώστε να δυσκολευτεί το πέρασμα των Γαλατών. Όμως οι Γαλάτες, περνώντας νύχτα τον ποταμό Σπερχειό από ένα σημείο λιμνώδες (ρηχό και όχι ορμητικό) κολυμπώντας και χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους για σχεδίες, βρέθηκαν το πρωί στην απέναντι όχθη του Σπερχειού κοντά στην αρχαία πόλη Ηράκλεια. Στη συνέχεια, αφού λεηλάτησαν την Ηράκλεια και αφού διέταξαν τους ντόπιους κατοίκους να ξαναχτίσουν τις γέφυρες, επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις που είχαν πάρει θέσεις στο στενό των Θερμοπυλών. Στη σύγκρουση, που έγινε μέσα στο έλος που υπήρχε εκεί, οι Έλληνες αν και πολύ λιγότεροι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και ανάγκασαν τους Γαλάτες να υποχωρήσουν. Ο Βρέννος προκειμένου να παρακάμψει τις Ελληνικές δυνάμεις, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Αιτωλούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ώστε ο πόλεμος να είναι ευκολότερος, σκέφθηκε να δημιουργήσει κυκλωτικό μέτωπο. Διέταξε τον Ορεστόριον και τον Κόμβουτιν, με ένα τμήμα με 40.000 πεζούς και 800 ιππείς, που ήδη είχαν περάσει το Σπερχειό ποταμό και είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη Ηράκλεια, να γυρίσουν πίσω και να χρησιμοποιήσουν τον αρχαίο δρόμο που συνέδεε τις Ράχες Τυμφρηστού με τα όρη Οξυά και Βαρδούσια, ώστε να βρεθούν πίσω στους Δελφούς. Στο μέτωπο των Θερμοπυλών παρέμεινε ο Ακιχώριος με 100.000 στρατό, ο ίδιος ο Βρέννος με 40.000 στρατό, επεχείρησε να διαβεί την Ανοπαία ατραπό (από την οποία σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πριν 200 περίπου έτη ο «Εφιάλτης» οδήγησε τους Πέρσες) και να κατευθυνθεί εν συνεχεία στους Δελφούς, με σκοπό να λεηλατήσει το πλούσιο Μαντείο. Απέτυχαν όμως οι «Γαλάτες» του σκοπού τους, διότι οι Ελληνικές δυνάμεις τους περίμεναν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, όπου μετά από σκληρές μάχες τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν. Οι Έλληνες στις μάχες αυτές είχαν και θεϊκή βοήθεια, διότι εκτός από την μεγάλη κακοκαιρία που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες, ξέσπασε και καταστρεπτικός σεισμός που δεν άφησε τίποτε όρθιο. Οι Γαλάτες κατατρομαγμένοι οπισθοχώρησαν και δεν υπέστησαν απλώς μία ήττα, αλλά υπέστησαν μία συντριβή και οριστική διάλυση. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ 23), περίπου έξι χιλιάδες φονεύθηκαν στη μάχη που έγινε στον Παρνασσό κοντά στους Δελφούς και πάνω από δέκα χιλιάδες χάθηκαν από τις κακουχίες και την πείνα.


Την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα μας την διέσωσε με πολλή σαφήνεια μέσα σε λίγες σελίδες ο Παυσανίας (110 μ.Χ - 180 μ.Χ), ο οποίος συγκέντρωσε όλα εκείνα τα στοιχεία για την πορεία τους και έγραψε το μοναδικό και αθάνατο βιβλίο "Ελλάδος Περιήγησις" (ΦΩΚΙΚΑ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...