Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ- Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης. Ο κόσμος που προήλθε από την εικοσιπενταετή αναστάτωση την οποία προκάλεσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1789-1815) ήταν διαφορετικός από τον προγενέστερο. Παρόλο που οι νικητές «παλινόρθωσαν» το παλαιό καθεστώς -οι εστεμμένοι ανέκτησαν τους θρόνους τους και οι ευγενείς τις θέσεις τους- είχαν σημειωθεί πολλές αλλαγές στα χρόνια των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης εκρηκτικές πολιτικές εξελίξεις είχαν ήδη εκδηλωθεί ή επρόκειτο να εκδηλωθούν. Οι δυνάμεις της συντήρησης συγκρούονταν με αυτές της προόδου, τις οποίες εξέφραζαν ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ριζοσπαστισμός.
Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από τις χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Κεντρικά πολιτικά αιτήματα ήταν η δημιουργία συντάγματος, η θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, η αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Οι ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Στο κλίμα των μεγάλων ανατροπών και των συνακόλουθων δεινών, αλλά και των μεγάλων προσδοκιών, αναπτύχθηκαν ρωμαλέα εθνικά και φιλελεύθερα κινήματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου γενικά, όπου έφθασαν τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης. Η διάκριση μεταξύ των δύο κινημάτων δεν είναι πάντοτε εύκολη, αφού τόσο τα εθνικά όσο και τα φιλελεύθερα κινήματα είχαν ως βάση κοινά στοιχεία. Εθνικά κινήματα θεωρούμε τις κινήσεις μεταξύ ανθρώπινων κοινοτήτων με κοινή γλώσσα ή/και θρήσκευμα, με διακριτές παραδόσεις και ιστορία, με αντίληψη κοινής ταυτότητας μεταξύ των μελών τους, οι οποίες κοινότητες επιδίωκαν την ανεξαρτησία τους από την εξουσία άλλης διακριτής κοινότητας.
Φιλελεύθερα κινήματα την ίδια εποχή θεωρούμε τις κινήσεις που προωθούσαν συνταγματικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς για την εξασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών συγγενών κινημάτων γίνεται καλύτερα κατανοητή υπό το φως δύο διακριτών εννοιών, της έννοιας του έθνους και της έννοιας του λαού. Τα εθνικά κινήματα αποσκοπούσαν στην προβολή και την επικράτηση ενός έθνους, μιας πολιτιστικής κοινότητας δηλαδή. Τα φιλελεύθερα κινήματα, μολονότι προωθούσαν και αυτά σε πολλές περιπτώσεις την υπόθεση ενός έθνους, κυρίως επιδίωκαν την κατοχύρωση των δικαιωμάτων ενός λαού: του λαού με την έννοια της πολιτικής κοινότητας, η οποία αποκτά πραγματική υπόσταση και έχει συγκεκριμένο ρόλο στο πλαίσιο ενός καταστατικού χάρτη, του Συντάγματος.
Ένα από τα πρώτα κινήματα υπήρξε η Αμερικανική Επανάσταση του 1776, η οποία είχε στοιχεία των εθνικών και φιλελεύθερων κινημάτων που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη και αλλού τον 19ο αιώνα. Κατά τον 19ο αιώνα εκδηλώθηκαν εθνικά κινήματα κατά των Ισπανών στη Λατινική Αμερική. Την ανεξαρτησία των χωρών της Λατινικής Αμερικής κατοχύρωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μονρόε, ο οποίος το 1823 διακήρυξε επίσημα ότι η αμερικανική ήπειρος δεν επρόκειτο ποτέ στο μέλλον να αφεθεί στη διάκριση των αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης. Ήταν το περίφημο Δόγμα Μονρόε.
Στη Βρετανία, την ίδια εποχή, ο εθνικισμός πήρε τη μορφή προβολής και υποστήριξης των παραδοσιακών θεσμών της χώρας, του κοινοβουλευτισμού και των ατομικών ελευθεριών. Στην Ισπανία εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε πνεύμα αντίστασης κατά των γαλλικών στρατευμάτων.
Στην Ευρώπη, από το 1792, όταν οι Γάλλοι προσπάθησαν να εξαγάγουν την Επανάσταση, αλλά κυρίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα, εκδηλώθηκαν διάφορες κατά τόπους αντιδράσεις εναντίον της γαλλικής κατοχής. Στην Ιταλία, αντιθέτως, η παρουσία των Γάλλων δεν προκάλεσε μεγάλη αντίδραση- η δημιουργία νέων κρατικών ενοτήτων στην κατατεμαχισμένη από τον Ναπολέοντα Ιταλία, σε συνδυασμό με τη μεγάλη απήχηση των επαναστατικών ιδεών, ευνόησε την ανάπτυξη μιας ευρύτερης ιταλικής εθνικής ταυτότητας και της επιθυμίας να δημιουργηθεί ενιαία πατρίδα.
Η επανάσταση άρχισε τον Ιούλιο του 1820 στον ιταλικό νότο, στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών, με την υποστήριξη των Καρμπονάρων (Carbonari), ριζοσπαστών που προωθούσαν ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αβασίλευτο πολίτευμα. Τον Μάρτιο του 1821 εκδηλώθηκε επανάσταση και στο Πεδεμόντιο, με την υποστήριξη και πάλι των Καρμπονάρων, αλλά τον Απρίλιο του ίδιου έτους στρατεύματα της Αυστρίας την κατέστειλαν.
Στην Πολωνία το εθνικό κίνημα αναπτύχθηκε κυρίως ως θετική ανταπόκριση στις αρχές που ευαγγελίζονταν οι Γάλλοι, για τον λόγο ότι οι αντίπαλοι του Ναπολέοντα, δηλαδή οι Αυστριακοί, οι Πρώσοι και οι Ρώσοι, ήταν κυρίαρχοι των Πολωνών.
Πολύ σημαντικό υπήρξε το εθνικό κίνημα των Γερμανών. Αναπτύχθηκε στην κατακερματισμένη ναπολεόντεια Γερμανία και τα βασικά χαρακτηριστικά που απέκτησε μέσα στο κλίμα των μεγάλων συγκρούσεων και ανατροπών της εποχής αυτής επηρέασαν γενικότερα την ανάπτυξη του εθνικισμού. Οι Γερμανοί αντέδρασαν όχι μόνο κατά της γαλλικής παρουσίας, αλλά και κατά των επαναστατικών ιδεών και του Διαφωτισμού. Ήταν η εποχή του κινήματος που ονομάστηκε ρομαντισμός και που αμφισβήτησε τον ορθολογισμό.
Ο ρομαντισμός επηρέασε καθοριστικά το εθνικό κίνημα των Γερμανών, οι οποίοι έως τότε ήταν οι κατ' εξοχήν κοσμοπολίτες της Ευρώπης. Οι Γερμανοί της εποχής αυτής άντλησαν τα απαραίτητα στοιχεία από το έργο του Χέρντερ "Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας και της ανθρωπότητας" (1784), στο οποίο ο μεγάλος στοχαστής υποστήριξε ότι κάθε αυθεντικός πολιτισμός πηγάζει από τον απλό λαό (Volk), όχι από τις ανώτερες και κοσμοπολίτικες τάξεις, και ότι κάθε λαός, δηλαδή μια κοινότητα ανθρώπων που έχει τη δική της γλώσσα, τα δικά της έθιμα, το δικό της Πνεύμα (Volksgeist), έχει τον δικό του πολιτισμό, αυτός δε ο πολιτισμός έχει εθνικό χαρακτήρα.
Τα όρια του φιλελευθερισμού δοκιμάστηκαν σοβαρά. Η πρώτη σοβαρή πρόκληση κατά της νομιμότητας της παλινόρθωσης εκδηλώθηκε το 1820 στην Ισπανία, η οποία εισήλθε σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της ιστορίας της. Βασιλική αντεπανάσταση το 1822 οδήγησε τη χώρα σε ακυβερνησία, με συνέπεια την επέμβαση γαλλικών στρατευμάτων για την προστασία της μοναρχίας με την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων που συνεδρίαζαν στη Βερόνα. Τον Αύγουστο του 1820 εκδηλώθηκε επανάσταση και στην Πορτογαλία. Σοβαρές αδυναμίες παρουσίασαν τα φιλελεύθερα κινήματα στις χώρες της ιταλικής χερσονήσου. Πολλοί φιλελεύθεροι Ιταλοί υποστήριζαν πως προείχε η ενοποίηση των ιταλικών χωρών σε ενιαίο εθνικό κράτος, άλλοι πάλι έκριναν πως προείχαν η εισαγωγή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και η οικονομική ανάπτυξη, παρά η ενοποίηση υπό το σκήπτρο ενός μονάρχη.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πρώτοι οι Έλληνες, ιδίως μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797, άκουσαν και δέχτηκαν τα ανατρεπτικά μηνύματα των Γάλλων και ανέπτυξαν ισχυρό εθνικό κίνημα, που οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στις βορειοανατολικές παρυφές της Ευρώπης, στη Ρωσία, η ισχυρή απολυταρχική παράδοση της χώρας αποδείχτηκε καθοριστικός παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις. Τον Δεκέμβριο του 1825, όταν πέθανε ο τσάρος Αλέξανδρος Α', συνωμότες αξιωματικοί εξεγέρθηκαν για να ανατρέψουν το απολυταρχικό καθεστώς. Ο νέος μονάρχης, ο Νικόλαος Α', αντέδρασε δυναμικά στην επανάσταση των Δεκεμβριστών, όπως ονομάστηκε η εξέγερση των αξιωματικών του στρατού, και την κατέστειλε.
Eugene Delacroix, 1798-1863: «Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό», 1830, Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Η αλληγορία της Ελευθερίας καθοδηγεί τον λαό κραδαίνοντας την τρίχρωμη σημαία της Γαλλικής Επανάστασης. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από την Ιουλιανή Επανάσταση του Παρισιού (1830), που απέβλεπε στην αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος μετά την πτώση των Βουρβόνων. Η επανάσταση έθεσε τέλος στην απόλυτη μοναρχία του Καρόλου Ι' και εγκαθίδρυσε την Ιουλιανή Μοναρχία του Λουδοβίκου-Φιλίππου, που αποτελούσε μια μορφή συμβιβασμού ανάμεσα στην επανάσταση και την παλινόρθωση, πιο κοντά στις επιδιώξεις των φιλελεύθερων αστών.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ: ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Ο εθνικισμός «κατασκευάζει» το έθνος και όχι το αντίθετο, αλλά τα εθνοτικά σύμβολα προϋπάρχουν (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μία περιοχή) και δεν «εφευρίσκονται» από το μηδέν, στο κενό. Υπό αυτή την έννοια πιο εύκολα πείθει ο ελληνικός, ο γαλλικός, ο σερβικός, ο ιρλανδικός, ο αρμενικός, ο κουρδικός, ο εβραϊκός ή ο τουρκικός εθνικός μύθος και εθνικισμός από ό,τι η προσπάθεια δημιουργίας μίας παγκυπριακής εθνικής συνείδησης ή μίας νοτιοσλαβικής (γιουγκοσλαβικής), βρετανικής, πανσλαβικής ή οθωμανικής εθνικής συνείδησης. Με άλλα λόγια, αν δεν προϋπάρχουν εθνοτικές ρίζες, δεν ριζώνει ένα εθνικό δέντρο ή, αν προς στιγμή φανεί ότι επικρατεί ως ταυτότητα, είναι εύθραυστη, εφήμερη και περιορισμένη μόνο σε μία ομάδα ελίτ και όχι στον ευρύτερο λαό.
Ο κόσμος που προήλθε από την εικοσιπενταετή αναστάτωση την οποία προκάλεσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1789-1815) ήταν διαφορετικός από τον προγενέστερο. Παρόλο που οι νικητές «παλινόρθωσαν» το παλαιό καθεστώς -οι εστεμμένοι ανέκτησαν τους θρόνους τους και οι ευγενείς τις θέσεις τους- είχαν σημειωθεί πολλές αλλαγές στα χρόνια των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης εκρηκτικές πολιτικές εξελίξεις είχαν ήδη εκδηλωθεί ή επρόκειτο να εκδηλωθούν. Οι δυνάμεις της συντήρησης συγκρούονταν με αυτές της προόδου, τις οποίες εξέφραζαν ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ριζοσπαστισμός. Στο κλίμα των μεγάλων ανατροπών και των συνακόλουθων δεινών, αλλά και των μεγάλων προσδοκιών, αναπτύχθηκαν ρωμαλέα εθνικά και φιλελεύθερα κινήματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου γενικά, όπου έφτασαν τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης. Η διάκριση μεταξύ των δύο κινημάτων δεν είναι πάντοτε εύκολη, αφού τόσο τα εθνικά όσο και τα φιλελεύθερα κινήματα είχαν ως βάση κοινά στοιχεία. Εθνικά κινήματα θεωρούμε τις κινήσεις μεταξύ ανθρώπινων κοινοτήτων με κοινή γλώσσα ή/και θρήσκευμα, με διακριτές παραδόσεις και ιστορία, με αντίληψη κοινής ταυτότητας μεταξύ των μελών τους, οι οποίες κοινότητες επιδίωκαν την ανεξαρτησία τους από την εξουσία άλλης διακριτής κοινότητας. Φιλελεύθερα κινήματα την ίδια εποχή θεωρούμε τις κινήσεις που προωθούσαν συνταγματικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς για την εξασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών συγγενών κινημάτων γίνεται καλύτερα κατανοητή υπό το φως δύο διακριτών εννοιών, της έννοιας του έθνους και της έννοιας του λαού. Τα εθνικά κινήματα αποσκοπούσαν στην προβολή και την επικράτηση ενός έθνους, μιας πολιτιστικής κοινότητας δηλαδή. Τα φιλελεύθερα κινήματα, μολονότι προωθούσαν και αυτά σε πολλές περιπτώσεις την υπόθεση ενός έθνους, κατά βάση επιδίωκαν την κατοχύρωση των δικαιωμάτων ενός λαού, του λαού με την έννοια της πολιτικής κοινότητας, η οποία αποκτά πραγματική υπόσταση και έχει συγκεκριμένο ρόλο στο πλαίσιο ενός καταστατικού χάρτη, του Συντάγματος.
Ένα από τα πρώτα κινήματα υπήρξε η Αμερικανική Επανάσταση του 1776, η οποία είχε στοιχεία των εθνικών και φιλελεύθερων κινημάτων που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη και αλλού τον 19ο αιώνα. Κατά τον 19ο αιώνα εκδηλώθηκαν εθνικά κινήματα κατά των Ισπανών στη Λατινική Αμερική. Την ανεξαρτησία των χωρών της Λατινικής Αμερικής κατοχύρωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μονρόε, ο οποίος το 1823 διακήρυξε επίσημα ότι η αμερικανική ήπειρος δεν επρόκειτο ποτέ στο μέλλον να αφεθεί στη διάκριση των αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης. Ήταν το περίφημο Δόγμα Μονρόε.
Στην Ευρώπη, από το 1792, όταν οι Γάλλοι προσπάθησαν να εξαγάγουν την Επανάσταση, αλλά κυρίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα, εκδηλώθηκαν διάφορες κατά τόπους αντιδράσεις εναντίον της γαλλικής κατοχής. Στη Βρετανία, την ίδια εποχή, ο εθνικισμός πήρε τη μορφή προβολής και υποστήριξης των παραδοσιακών θεσμών της χώρας, του κοινοβουλευτισμού και των ατομικών ελευθεριών. Στην Ισπανία εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε πνεύμα αντίστασης κατά των γαλλικών στρατευμάτων.
Στην Ιταλία, αντιθέτως, η παρουσία των Γάλλων δεν προκάλεσε μεγάλη αντίδραση- η δημιουργία νέων κρατικών ενοτήτων στην κατατεμαχισμένη από τον Ναπολέοντα Ιταλία, σε συνδυασμό με τη μεγάλη απήχηση των επαναστατικών ιδεών, ευνόησε την ανάπτυξη μιας ευρύτερης ιταλικής εθνικής ταυτότητας και της επιθυμίας να δημιουργηθεί ενιαία πατρίδα.
Στην Πολωνία το εθνικό κίνημα αναπτύχθηκε κυρίως ως θετική ανταπόκριση στις αρχές που ευαγγελίζονταν οι Γάλλοι, για τον λόγο ότι οι αντίπαλοι του Ναπολέοντα, δηλαδή οι Αυστριακοί, οι Πρώσοι και οι Ρώσοι, ήταν κυρίαρχοι των Πολωνών.
Πολύ σημαντικό υπήρξε το εθνικό κίνημα των Γερμανών. Αναπτύχθηκε στην κατακερματισμένη ναπολεόντεια Γερμανία και τα βασικά χαρακτηριστικά που απέκτησε μέσα στο κλίμα των μεγάλων συγκρούσεων και ανατροπών της εποχής αυτής επηρέασαν γενικότερα την ανάπτυξη του εθνικισμού. Οι Γερμανοί αντέδρασαν όχι μόνο κατά της γαλλικής παρουσίας, αλλά και κατά των επαναστατικών ιδεών και του Διαφωτισμού. Ήταν η εποχή του κινήματος που ονομάστηκε ρομαντισμός και που αμφισβήτησε τον ορθολογισμό. Ο ρομαντισμός επηρέασε καθοριστικά το εθνικό κίνημα των Γερμανών, οι οποίοι έως τότε ήταν οι κατ' εξοχήν κοσμοπολίτες της Ευρώπης.
Οι Γερμανοί της εποχής αυτής άντλησαν τα απαραίτητα στοιχεία από το έργο του Χέρντερ Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας και της ανθρωπότητας (1784), στο οποίο ο μεγάλος στοχαστής υποστήριξε ότι κάθε αυθεντικός πολιτισμός πηγάζει από τον απλό λαό (Volk), όχι από τις ανώτερες και κοσμοπολίτικες τάξεις, και ότι κάθε λαός, δηλαδή μια κοινότητα ανθρώπων που έχει τη δική της γλώσσα, τα δικά της έθιμα, το δικό της πνεύμα (Volksgeist), έχει τον δικό του πολιτισμό, αυτός δε ο πολιτισμός έχει εθνικό χαρακτήρα.
Τα όρια του φιλελευθερισμού δοκιμάστηκαν στις επαναστάσεις που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η πρώτη σοβαρή πρόκληση κατά της νομιμότητας της παλινόρθωσης εκδηλώθηκε το 1820 στην Ισπανία, η οποία εισήλθε σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της ιστορίας της.
Βασιλική αντεπανάσταση το 1822 οδήγησε τη χώρα σε ακυβερνησία, με συνέπεια την επέμβαση γαλλικών στρατευμάτων για την προστασία της μοναρχίας με την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων που συνεδρίαζαν στη Βερόνα. Τον Αύγουστο του 1820 εκδηλώθηκε επανάσταση και στην Πορτογαλία. Σοβαρές αδυναμίες παρουσίασαν τα φιλελεύθερα κινήματα στις χώρες της ιταλικής χερσονήσου. Πολλοί φιλελεύθεροι Ιταλοί υποστήριζαν πως προείχε η ενοποίηση των ιταλικών χωρών σε ενιαίο εθνικό κράτος, άλλοι πάλι έκριναν πως προείχαν η εισαγωγή φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και η οικονομική ανάπτυξη, παρά η ενοποίηση υπό το σκήπτρο ενός μονάρχη.
Η επανάσταση άρχισε τον Ιούλιο του 1820 στον ιταλικό νότο, στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών, με την υποστήριξη των Καρμπονάρων (Carbonari), ριζοσπαστών που προωθούσαν ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αβασίλευτο πολίτευμα. Τον Μάρτιο του 1821 εκδηλώθηκε επανάσταση και στο Πεδεμόντιο, με την υποστήριξη και πάλι των Καρμπονάρων, αλλά τον Απρίλιο του ίδιου έτους στρατεύματα της Αυστρίας την κατέστειλαν.
Στη γηραιά ήπειρο η αντιπαράθεση του φιλελευθερισμού και του ριζοσπαστισμού με την Ιερή Συμμαχία έληξε προς το παρόν με την ήττα των πρώτων. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πρώτοι οι Έλληνες, ιδίως μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797, άκουσαν και δέχτηκαν τα ανατρεπτικά μηνύματα των Γάλλων και ανέπτυξαν ισχυρό εθνικό κίνημα, που οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στις βορειοανατολικές παρυφές της Ευρώπης, στη Ρωσία, η ισχυρή απολυταρχική παράδοση της χώρας αποδείχτηκε καθοριστικός παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις. Τον Δεκέμβριο του 1825, όταν πέθανε ο τσάρος Αλέξανδρος Α', συνωμότες αξιωματικοί εξεγέρθηκαν για να ανατρέψουν το απολυταρχικό καθεστώς. Ο νέος μονάρχης, ο Νικόλαος Α', αντέδρασε δυναμικά στην επανάσταση των Δεκεμβριστών, όπως ονομάστηκε η εξέγερση των αξιωματικών του στρατού, και την κατέστειλε.
Σφοδρότερο κύμα επαναστάσεων συγκλόνισε την Ευρώπη το 1930 με απαρχή την επανάσταση στην Γαλλία εναντίων του Καρόλου Ι΄, η επανάσταση στο Βέλγιο και στην Πολωνία. Το 1848 το φαινόμενο κορυφώθηκε με την επανάσταση στην Γαλλία, Αυστρία, Πρωσία, Ουγγαρία και χαρακτηρίστηκε ως "η άνοιξη των λαών".
Ο πολιτικός αντίκτυπος αυτών των επαναστάσεων άλλαξε ριζικά το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης. Η μεγαλοαστική τάξη επικράτησε αφού, αύξησε την συμμετοχή της στην διαχείριση των πολιτικών πεπραγμένων και κατά συνέπεια στην εξουσία. Στο εξής οι βασικοί αντίπαλοι στο πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν ήταν πλέον οι ευγενείς και οι αστοί αλλά οι αστοί και οι εργάτες.
Xάρτης της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα 1900m όπου μπορείτε να διακρίνετε τα οθωμανικά "βιλαέτια".
Το βιλαέτι (τουρκικά: Vilayet, αραβικά: ولاية, βιλάγια), ήταν μεγάλη διοικητική περιφέρεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ορισμένες από τις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες του βυζαντινού κράτους, γνωστές ως «θέματα», στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα αποκαλούνταν πασαλίκια (pasalig). Κάθε βιλαέτι είχε διοικητή τον βαλή και υποδιαιρούνταν στα σαντζάκια (παρόμοια με τις γεωγραφικές περιοχές), τα οποία με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν στους καζάδες (οι σημερινοί νομοί). Ο βαλής της περιοχής όριζε τους δημάρχους, δημοτικούς συμβούλους, κτλ. Η θητεία των συμβούλων ήταν αρχικά διετής και κατόπιν έγινε τετραετής. Στον χάρτη το βιλαέτι Θεσσαλονίκης.
Στην έδρα του κάθε βιλαετίου συνέρχονταν κάθε χρόνο το λεγόμενο «Συμβούλιο του Βιλαετίου», που ήταν εξαμελές. Πρόεδρος του συμβουλίου ήταν ο βαλής, αντιπρόεδρος υπάλληλος του βιλαετίου και μέλη τέσσερις εκλεγμένοι εκπρόσωποι των σατζακίων. Αν στα σατζάκια του βιλαετίου οι πληθυσμοί ήταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι τότε ορίζονταν κατ' ανώτερο, δύο Χριστιανοί εκπρόσωποι και δύο Μουσουλμάνοι. Η διάρκεια της συνόδου του συμβουλίου αυτού ήταν 40 ημέρες κατά τον υφιστάμενο νόμο.
Το Μακεδονικό Ζήτημα χρονολογείται ήδη από τα τέλη του 19ου αι. Αφορά κατ’ αρχήν τον εκπαιδευτικό κι εκκλησιαστικό ανταγωνισμό μεταξύ της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας για τον έλεγχο των μακεδονικών εδαφών και πληθυσμών της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνεχίστηκε στις αρχές του 20ου αι. με την αποστολή άτακτων στρατιωτικών σωμάτων από κάθε χώρα και οι λογαριασμοί ξεκαθαρίστηκαν ουσιαστικά με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους.
Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος (60%) της Μακεδονίας είχε περιέλθει στην Ελλάδα (ο όρος που χρησιμοποιήθηκε τότε ήταν: "Μακεδονία του Αιγαίου")
Ένα μικρότερο μέρος της Μακεδονίας (30%)ανήκε στη Σερβία (ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους Σέρβους ήταν: "Μακεδονία του Βαρδάρη").
Τέλος, το μικρότερο κομμάτι της Μακεδονίας (10%) ανήκε στη Βουλγαρία (ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους Βουλγάρους ήταν: "Μακεδονία του Πιρίν").
Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε βεβαίως ένας λαός που να αυτοαποκαλείται «Μακεδόνες», προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι έχει διακριτή εθνική συνείδηση. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση, κατά την περίοδο 1919-1943. Τότε ήταν που Σέρβοι και Βούλγαροι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους δεύτερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο).
Για να αντιμετωπίσει ο Τίτο τον εδαφικό ανταγωνισμό, το 1944 ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΛΔΜ) ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους όχι μόνο στα σύνορα αυτού του κρατιδίου, αλλά και στις γύρω βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα). Για την πολιτική του Τίτο αυτό που προείχε ήταν η αποσύνδεση του κατά βάσιν βουλγαρόφωνου πληθυσμού από την επιρροή της Βουλγαρίας.
Το 1991 η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και ένα νέο κρατίδιο, η «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ανακήρυξε την ανεξαρτησία του.
Aποτέλεσμα των διπλωματικών συνομιλιών ήταν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση πριν από πέντε χρόνια, η Συμφωνία των Πρεσπών, βάσει της οποίας δόθηκε στα Σκόπια η ονομασία "Βόρεια Μακεδονία".
Ένα άλλο εθνικό κράτος που προέκυψε από τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι η Σερβία. Οι ξένοι κυρίαρχοι της Σερβίας, οι Οθωμανοί Τούρκοι, ήταν βέβαια οι βασικοί εθνικοί αντίπαλοι των Σέρβων. Αντίπαλοι εθνικοί όμως ήταν και οι Αυστριακοί, αφού στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων συμπεριλαμβάνονταν και όλοι οι Νοτιοσλάβοι, τους οποίους οι Σέρβοι θεωρούσαν ομοεθνείς τους, και τους οποίους επιδίωκαν να απελευθερώσουν.
Από το πρώτο επαναστατικό σκίρτημα των Σέρβων (το 1804) έως τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, με την οποία οι Σέρβοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, οι εθνικές επιδιώξεις και διεκδικήσεις τους στρέφονταν κυρίως κατά των Οθωμανών Τούρκων. Στη συνέχεια, και έως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σέρβοι ήταν κυρίως στραμμένοι εναντίον της Αυστρίας, με στόχο την απελευθέρωση των Νοτιοσλάβων υπηκόων της αυστριακής δυναστείας των Αψβούργων. Αυτές οι εθνικές επιδιώξεις της Σερβίας οδήγησαν στη ρήξη της με την Αυστρία και στην έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914.
Μετά τη Σερβική νίκη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εν συνεχεία συνένωση με το Μαυροβούνιο, την απελευθέρωση της Βοσνίας και της Βοϊβοντίνας από τους Αψβούργους με το Βασίλειο της Σερβίας, η χώρα συνίδρυσε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αργότερα Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, απελευθερώνοντάς τους Σλοβένους και τους Κροάτες από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Η χώρα βρέθηκε σε διάφορα πολιτικά σχήματα μέχρι τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους της δεκαετίας του 1990. Ετσι η Σερβία σχημάτισε μια ένωση με το Μαυροβούνιο το 1992, που διαλύθηκε το 2006, όταν η Σερβία έγινε και πάλι ανεξάρτητη χώρα.
Το 2008, το κοινοβούλιο του Κοσσυφοπεδίου, νότιας επαρχίας της Σερβίας με Αλβανική εθνοτική πλειοψηφία, διακήρυξε την ανεξαρτησία, με ανάμεικτες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα.
Αρκετές Βουλγαρικές εξεγέρσεις ξέσπασαν και τους πέντε σχεδόν αιώνες της Οθωμανικής κατάκτησης, με σημαντικότερες τις υποστηριζόμενες από τους Αψβούργους εξεγέρσεις του Τάρνοβο το 1598 και το 1686, την Εξέγερση του Τσίπροφτσι το 1688 και την Ανταρσία του Κάρπος το 1689. To 18o αιώνα ο Διαφωτισμός στη Δυτική Ευρώπη επέδρασε για το ξεκίνημα ενός κινήματος γνωστού ως Εθνική αφύπνιση της Βουλγαρίας. Αποκατέστησε την εθνική συνείδηση και έγινε αποφασιστικός παράγοντας για τον απελευθερωτικό αγώνα, που οδήγησε στην Εξέγερση του Απριλίου το 1876.
30.000 Βούλγαροι σκοτώθηκαν, καθώς οι Οθωμανικές αρχές κατέπνιγαν την εξέγερση. Οι σφαγές παρακίνησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναλάβουν δράση. Συγκάλεσαν τη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (1876) αλλά οι αποφάσεις τους δεν έγιναν δεκτές από τους Οθωμανούς. Αυτό επέτρεψε στη Ρωσική Αυτοκρατορία να αναζητήσει μια λύση δια της βίας, χωρίς να διακινδυνεύσει τη στρατιωτική σύγκρουση με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως είχε συμβεί στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Το 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και νίκησε τις δυνάμεις της με τη βοήθεια Βουλγάρων εθελοντών.
Οι Βούλγαροι ανέπτυξαν το εθνικό τους κίνημα με σχετική καθυστέρηση. Με την υποστήριξη των Πανσλαβιστών της Ρωσίας οι Βούλγαροι εξασφάλισαν την αναγνώριση από τον Οθωμανό σουλτάνο, το 1870, χωριστής εθνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, της Εξαρχίας, ήλθαν δε σε ρήξη τόσο με το Πατριαρχείο όσο και με τους Έλληνες, επειδή διεκδικούσαν ως βουλγαρικές τις μητροπόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, τις ιστορικές ελληνικές χώρες, στις οποίες κατοικούσαν Έλληνες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Αλβανοί και Εβραίοι και οι οποίες ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου.
Το 1878, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, την οποία επέβαλαν οι Ρώσοι στους Τούρκους, οι Βούλγαροι εξασφάλισαν προς στιγμήν τη «Μεγάλη Βουλγαρία» που οραματίζονταν και που περιλάμβανε, εκτός της σημερινής Βουλγαρίας, ολόκληρη σχεδόν την ελληνική Μακεδονία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, καθώς και τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη. Τη «Μεγάλη Βουλγαρία» περιόρισαν δραστικά στο Συνέδριο του Βερολίνου, το ίδιο έτος, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, οι οποίες ανησύχησαν από τη δημιουργία ενός τόσο ισχυρού ερείσματος της Ρωσίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» ανησυχούσε στο εξής σοβαρά, εκτός φυσικά από τους Οθωμανούς Τούρκους, τους Έλληνες, τους Σέρβους και τους Ρουμάνους, επειδή οι Βούλγαροι διεκδικούσαν εδάφη τα οποία οι γείτονές τους διεκδικούσαν ήδη ως πατρογονική κληρονομιά. Ακολούθησε οξύς ανταγωνισμός των Βουλγάρων με τους Σέρβους για τις μεταξύ των δύο χωρών τουρκικές επαρχίες και με τους Έλληνες για το μέλλον των τουρκικών επαρχιών που αποτελούσαν τη Μακεδονία. Ο ανταγωνισμός των Βουλγάρων με τους Έλληνες εκδηλώθηκε με την προσπάθεια των Βουλγάρων να ελέγξουν, με φιλικά προσκείμενους προς αυτούς ιερείς και δασκάλους, τις εκκλησίες και τα σχολεία στις πόλεις και στα χωριά της Μακεδονίας. Τις εκατέρωθεν προσπάθειες για τον έλεγχο των εκκλησιών και των σχολείων κλήθηκαν να στηρίξουν ένοπλες ανταρτικές ομάδες γηγενών, που εξοπλίζονταν άλλες από τους Έλληνες και άλλες από τους Βουλγάρους, καθώς και ανταρτικές ομάδες από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Ο «Μακεδονικός Αγώνας» ήταν ένας σκληρός πόλεμος ανταρτών Ελλήνων και Βουλγάρων, οι οποίοι πολεμούσαν αλλήλους, καθώς και εναντίον των Τούρκων, όταν δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις. Ο σκληρός αγώνας στη Μακεδονία δοκίμασε επί πέντε σχεδόν χρόνια (1904-1908) την αντοχή των γηγενών, που έπρεπε να επιλέξουν στρατόπεδο. Πολλοί Έλληνες έπεσαν θύματα των Βουλγάρων και πολλοί Βούλγαροι θύματα των Ελλήνων. Νέοι από όλη την Ελλάδα έσπευσαν να πολεμήσουν για τη Μακεδονία: η Κρήτη, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος και η Θεσσαλία, ακόμη και η Κύπρος, έστειλαν νέους, για να στηρίξουν τη μεγάλη υπόθεση του έθνους.
Ο Παύλος Μελάς, ο νέος αξιωματικός από την Αθήνα, και ο καπετάν Κώτας, από το χωριό Ρούλια (σημ. Κώτας) της Φλώρινας, που έδωσαν τη ζωή τους στη Μακεδονία, υπήρξαν δύο από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ήρωες του ελληνικού αγώνα στη μαρτυρική χώρα. Οι Βούλγαροι είχαν ανάλογους ήρωες, τον Γκότσε Ντέλτσεφ και τον Γιάννε Σαντάνσκυ από τη Μακεδονία και άλλους από τη Βουλγαρία. Την αναμέτρηση μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων στη Μακεδονία διέκοψαν για λίγο το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχέθηκε ισονομία και ισοπολιτεία σε όλους τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος το 1912, στον οποίο οι Έλληνες και οι Βούλγαροι βρέθηκαν σύμμαχοι εναντίον των Τούρκων.
Οι Μολδαβοί και οι Βλάχοι των αντίστοιχων δύο Παρίστριων Ηγεμονιών (έτσι ονομάζονται οι παραδουνάβειες ηγεμονίες), οι εν συνεχεία Ρουμάνοι ανέπτυξαν επίσης εθνικό κίνημα κατά των κυρίαρχων Οθωμανών Τούρκων, κατ' επέκτασιν δε και κατά των Ελλήνων ή των εξελληνισμένων ηγεμόνων που ασκούσαν εξουσία εξ ονόματος των Τούρκων. Το μεγαλύτερο μέρος της Μολδαβικής επικράτειας ήταν μέρος της Ηγεμονίας της Μολδαβίας από τον 14ο αιώνα μέχρι το 1812, όταν παραχωρήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (στην οποία η Μολδαβία ήταν υποτελές κράτος) και έγινε γνωστή ως Βεσσαραβία.
Το 1856, η νότια Βεσσαραβία επιστράφηκε στη Μολδαβία, η οποία τρία χρόνια αργότερα ενώθηκε με τη Βλαχία για να σχηματίσει τη Ρουμανία, αλλά η Ρωσική κυριαρχία αποκαταστάθηκε σε ολόκληρη την περιοχή το 1878. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, η Βεσσαραβία έγινε για λίγο αυτόνομη και στη συνέχεια εξελίχθηκε στην Λαϊκή Δημοκρατία της Μολδαβίας μέχρι την ενσωμάτωση στη Ρουμανία το 1918 μετά από ψηφοφορία της Συνέλευσης. Η απόφαση αμφισβητήθηκε από τη Σοβιετική Ρωσία η οποία το 1924 επέτρεψε την εγκαθίδρυση της Μολδαβικής Αυτόνομης Δημοκρατίας (ΜΑΣΣΔ) εντός της Oυκρανίας.
Στις 27 Αυγούστου 1991, στο πλαίσιο της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, η Μολδαβική ΣΣΔ κήρυξε ανεξαρτησία και πήρε το όνομα Μολδαβία. Το σημερινό Σύνταγμα της Μολδαβίας εγκρίθηκε το 1994. Η λωρίδα της μολδαβικής επικράτειας στην ανατολική όχθη του ποταμού Δνείστερου βρίσκεται υπό τον ντε φάκτο έλεγχο της αποσχισθείσας κυβέρνησης της Υπερδνειστερίας από το 1990.
Κατά την περίοδο της Αυστριακής κυριαρχίας στην Τρανσυλβανία και της Οθωμανικής στη Βλαχία και Μολδαβία οι περισσότεροι Ρουμάνοι απέκτησαν ορισμένα δικαιώματα σε μια περιοχή όπου αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Όταν η δράση της Φιλικής Εταιρείας εξαπλώθηκε στις ηγεμονίες, πολλοί Ρουμάνοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων έγιναν μέλη της, όπως ο ρουμανικής καταγωγής μητροπολίτης Βενιαμίν Κοστάκι, ο βογιάρος (γαιοκτήμονας) Ιορδάνης Ροζνοβάνου, ο Γρηγόρης Μπρανκοβεάνου, ο Μπάρμπαν Βακαρέσκου, ο Γραδιστεάνου, ο Φιλιπέσκου κ.ά.
Επιφανές μέλος της Φιλικής ήταν ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαντιμιρέσκου, ο οποίος ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία των Ρουμάνων και στην ορκωμοσία του οποίου παραβρέθηκαν οι δύο στρατιωτικοί αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης.
Ο Τέοντορ Βλαντιμιρέσκου υποσχέθηκε να ξεσηκώσει τον ρουμανικό λαό, αλλά όταν ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο ποταμό κηρύσσοντας την επανάσταση, αθέτησε τις υποσχέσεις του. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το γεγονός της επικήρυξής του από τη ρωσική κυβέρνηση και την Ιερή Συμμαχία (κάτι που είχε συμβεί με όλους σχεδόν τους άλλους αρχηγούς της επανάστασης), άλλαξε την πολιτική του θέση και άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί από τη Φιλική Εταιρεία και να εκτελεστεί στο Τουργκόβιστε μετά από φρικτά βασανιστήρια (8-9 Ιουνίου 1821). Οι Ρουμάνοι όμως τον θεωρούν αρχηγό και εθνικό ήρωα.
Η εξέγερση του Τούντορ Βλαντιμιρέσκου είχε ως αποτέλεσμα η Βλαχία να παραμείνει υπό στρατιωτική κατοχή. Αν και η κατάσταση σταθεροποιήθηκε τον Αύγουστο, τα οθωμανικά στρατεύματα παρέμειναν εκεί μέχρι το 1826. Ωστόσο, καθώς δεν μπορούσαν πλέον να εμπιστεύονται τη διοίκηση των Φαναριωτών ενόψει της διείσδυσης του ελληνικού εθνικισμού (ο ίδιος ο Υψηλάντης προερχόταν από Φαναριώτικη οικογένεια, οι Οθωμανοί επέστρεψαν τα δύο πριγκιπάτα στη διοίκηση των ντόπιων (το 1822): του Γρηγόριου Δ΄ Γκίκα στη Βλαχία και του Ιωάννη Στούρτζα στη Μολδαβία. Οι αλλαγές αυτές επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και τη ρωσική κατοχή (στο τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου).
Αν και ο αγώνας των Ελλήνων για ελευθερία το 1821 ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία, ο απλός ρουμανικός λαός δεν ακολούθησε και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος του συντάχθηκε με τους Τούρκους, ίσως γιατί η κυβέρνησή του από τους Φαναριώτες τού είχε αφήσει πικρή γεύση. Κάποιοι Ρουμάνοι ποιητές της εποχής εκείνης, συνεπαρμένοι από το ρομαντικό κλίμα της εθνικής αφύπνισης, συγκινήθηκαν από το ολοκαύτωμα των Ελλήνων στο Δραγατσάνι και αφιέρωσαν σελίδες τους στον ηρωικό αγώνα και το θάνατό τους. Το 1847 ο ποιητής Αλεξαντρέσκου έγραφε το «Πένθιμο τραγούδι του Δραγατσανίου».
Οι Τούρκοι πάντως είχαν συμφωνήσει να ορίζουν οσποδάρους Ρουμάνους στην καταγωγή, αλλά δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις βλέψεις Ρώσων και Αυστριακών στη χώρα. Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829), οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Βλαχία και τη Μολδαβία, αλλά μετά αποχώρησαν. Οι οσποδάροι έγιναν ισόβιοι άρχοντες και στο διορισμό τους είχαν πλέον ουσιαστική και βαρύνουσα γνώμη και οι Ρώσοι. Η χώρα ήταν ακόμα χωρισμένη σε δύο ηγεμονίες, βρισκόταν στο οθωμανικό έδαφος, αλλά υπό ρωσική προστασία. Την περίοδο αυτή οι βογιάροι απέκτησαν σημαντικό μερίδιο στη νομή της εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα η εθνική συνείδηση των Ρουμάνων που είχε αφυπνιστεί ζητούσε την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, από τους Ρώσους και από τους Τούρκους. Το 1848 σημειώθηκαν ταραχές όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η σημαία που υιοθετήθηκε για τη Βλαχία από τους επαναστάτες ήταν μια μπλε-κίτρινη-κόκκινη οριζόντια τρίχρωμη, ενώ οι Ρουμάνοι φοιτητές στο Παρίσι χαιρέτισαν τη νέα κυβέρνηση με την ίδια σημαία ως «σύμβολο της ένωσης Μολδαβίας και Βλαχίας». Η ίδια σημαία, με την τριχρωμία τοποθετημένη κάθετα θα υιοθετείτο αργότερα επίσημα ως σημαία της Ρουμανίας.
Οι ταραχές κατεστάλησαν με συνδυασμένη στρατιωτική δράση Ρώσων και Τούρκων, αλλά ο ρόλος των Ρώσων τερματίστηκε με τον Κριμαϊκό πόλεμο (1856), όταν τα στρατεύματά τους στη χώρα αντικαταστάθηκαν από αυστριακό στρατό. Στο Συνέδριο των Παρισίων (1856) η Βλαχία και η Μολδαβία (στην οποία προσαρτήθηκε η περιοχή της Βεσσαραβίας) αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομα πριγκιπάτα, υπό την υψηλή κηδεμονία της Τουρκίας.
Τα εθνικά συμβούλια των ηγεμονιών είχαν όμως διαφορετική άποψη και αποφάσισαν να προχωρήσουν στην ένωση των ηγεμονιών. Έτσι, το 1859 εκλέχτηκε ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας ο Αλέξανδρος Ιωάννης Κούζας, υπό το όνομα Ιωάννης Α', και τα δύο πριγκιπάτα αποτέλεσαν προσωπική ένωση, τυπικά υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ το 1862 τα δύο πριγκιπάτα ενώθηκαν σε ένα κράτος με το όνομα Ρουμανία. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) και η συνακόλουθη Συνθήκη των Παρισίων (1856) εξασφάλισαν στους Ρουμάνους, με την υποστήριξη της Γαλλίας κυρίως, την ανάδειξή τους στο διεθνές προσκήνιο και την ένωση των δύο Ηγεμονιών σε ενιαίο κράτος, το 1861, με την ονομασία Ρουμανία, το οποίο απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1878.
Τελευταίοι από τους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ανέπτυξαν εθνικό κίνημα οι Αλβανοί, οι οποίοι αναζήτησαν τις καταβολές τους στους αρχαίους Ιλλυριούς. Οι Αλβανοί εξισλαμίστηκαν κατά μάζες, ιδίως τον 17ο αιώνα, και στο εξής δρούσαν ως ο ισχυρός βραχίονας των Οθωμανών κυριάρχων στη δυτική Νοτιοανατολική Ευρώπη. Τα πρώτα εθνικά τους σκιρτήματα ήταν προϊόν των Αλβανών λογίων οι οποίοι σπούδαζαν στα πανεπιστήμια της Ιταλίας, χώρας που υπήρξε για τους Αλβανούς η μήτρα του εθνικού κινήματος και η αυτόκλητη αλλά αναπόφευκτη προστάτιδα του εθνικού κράτους των Αλβανών, το οποίο προέκυψε το 1913 από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Και οι Οθωμανοί Τούρκοι ανέπτυξαν εθνικό κίνημα, με μεγάλη καθυστέρηση και με στόχο να προληφθεί ο περαιτέρω ακρωτηριασμός της αυτοκρατορίας. Το τουρκικό εθνικό κίνημα εκδηλώθηκε ως αντίδραση στις επεμβάσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και στην πρόσφατη προσπάθεια των λαών της περιοχής να τερματίσουν την τουρκική κυριαρχία στην Ευρώπη, καθώς και ως ρήξη με το καθεστώς του σουλτάνου, που είχε αποδειχτεί ανίκανο να αντιδράσει αποτελεσματικά εναντίον των εχθρών της αυτοκρατορίας. Το Νεοτουρκικό Κίνημα του 1908, που υποσχέθηκε στους λαούς της αυτοκρατορίας ισονομία, ισοπολιτεία και ευρύτατο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, είχε ως στόχο τον εκτουρκισμό της αυτοκρατορίας. Ο στόχος αυτός εκδηλώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και πήρε τη μορφή της εθνοκάθαρσης* της αυτοκρατορίας με την εκδίωξη των χριστιανών της χώρας.
Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η: προσπαθήστε να συγκρατήσετε τα παρακάτω:
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία που θεωρεί ότι η εθνική οντότητα πρέπει να συμπίπτει με την κρατική οντότητα.\ Επιδιώκει τη συλλογική πολιτική έκφραση, ανάπτυξη και επιβίωση ενός έθνους, την ένωση των μελών ενός έθνους υπό μία πολιτική στέγη (με ανεξαρτησία, ένωση, ίδρυση αυτονομίας ή ομόσπονδου κράτους) και σε ορισμένες περιπτώσεις τον αλυτρωτισμό (irredentism), δηλαδή την επέκταση με εθνοτικά ή εθνικά κριτήρια σε άλλα κράτη.372 Ορισμένα ανεξάρτητα έθνη (εθνικά κράτη ή έθνη-κράτη) καταλήγουν και στον επιθετικό σοβινιστικό εθνικισμό (π.χ. ο γερμανικός ναζισμός, ο ιταλικός φασισμός, ο ιαπωνικός επιθετικός εθνικισμός το 1931-1945), κατακτώντας άλλες χώρες.
Το έθνος ορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια (γλώσσα, πολιτισμός, ήθη και έθιμα, θρησκεία, εδαφική περιοχή, κ.λπ.) και κυρίως με υποκειμενικά κριτήρια (τη συλλογική ταυτότητα, τη συνείδηση ή βούληση ότι ανήκουμε σε ένα σύνολο). Κατά βάση, το έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν πιστέψει ότι έχουν κοινή καταγωγή και κοινή ιστορία. Ο εθνικισμός συνέπεσε ιστορικά και συμπορεύτηκε με το αίτημα για λαϊκή κυριαρχία. Εκεί ίσως βρίσκεται και το μυστικό της επιτυχίας του εθνικισμού, στο ότι κατόρθωσε –παρά το τόσο αίμα που χύθηκε εν ονόματί του– να εδραιωθεί ως η μεγαλύτερη σε εύρος συλλογική ταυτότητα που είναι σε θέση να αποκτήσει κρατική οντότητα.
Τα πρώτα σπέρματα της έννοιας του έθνους βρίσκονται στον Giambattista Vico (1768-1744) και στον Montesquieu. Επίσης η έννοια ενυπάρχει ως ένα σημείο και στους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου, και κατά κύριο λόγο στον Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), καθώς και στον David Hume (1711-1776) αλλά και στον Kant με την έμφασή του στην αυτονομία των ανθρώπων και των λαών. Η εναρκτήρια ημερομηνία του εθνικισμού ως ιδεολογίας και λόγου (discourse) τοποθετείται στην Ευρώπη από τους σύγχρονους ιστορικούς στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι πιο συνήθεις ημερομηνίες για την απαρχή του είναι οι ακόλουθες: το 1775 με τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, το 1776 με την Αμερικανική Ανακήρυξη Ανεξαρτησίας, το 1789 και το 1792, με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης και με την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γαλλικής Επανάστασης.
Η διάκριση πατριωτισμού-εθνικισμού είναι σαφής σε δύο περιπτώσεις: (α) Όταν υπάρχει αφοσίωση-ταύτιση με ένα κράτος που η κοινωνία του είναι πολυεθνοτική, και αυτή η ταύτιση έρχεται σε αντίθεση ή υπερβαίνει τον εθνικισμό των επιμέρους εθνοτικών ομάδων, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας, του Βελγίου, της Ισπανίας, της Βρετανίας, του Καναδά, της Τανζανίας ή της Iνδίας. (β) Όταν μπορεί να διακρίνει κανείς μεταξύ κρατικού εθνικισμού και πανεθνικισμού, όπως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (η μικρή Ελλάδα του 1830-1850, σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα της Μεγάλης Iδέας που επικρατούσε από τη δεκαετία του 1850 ως το 1922.
Η «αρχή των εθνοτήτων» (19ος αιώνας) ή «αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης» (όπως ονομάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα) είναι η κανονιστική (normative) πλευρά του εθνικισμού και των εθνών. Υπαγορεύει ότι κάθε έθνος πρέπει να αντιστοιχεί προς ένα κράτος, να είναι «εθνικό κράτος», δηλαδή «έθνος-κράτος» με τη στενή έννοια του όρου.
Οι πλέον γνωστές εκδηλώσεις της αρχής των εθνοτήτων, που απασχόλησαν τη διεθνή (ευρωπαϊκή εννοείται) κοινωνία πριν το 1848 είναι η ανεξαρτησία των λατινοαμερικανικών αποικιών από την Ισπανία, η Ελληνική Επανάσταση (ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η δημιουργία του Βελγίου. Ωστόσο, από αυτές μόνο η ελληνική περίπτωση ήταν εθνική, εν ονόματι ενός έθνους, του ελληνικού.
Tο έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, και η αντίστοιχη ιδεολογία του εθνικισμού είναι προϊόν των δύο τελευταίων αιώνων της ανθρώπινης ιστορίας. Προηγουμένως, η όποια εθνοτική/πολιτισμική συλλογική (και σε καμία περίπτωση εθνική) ταυτότητα ή ταύτιση ήταν ανύπαρκτη ή χωρίς πολιτική σημασία, και πάντως επικρατούσαν άλλες πολύ πιο καθοριστικές συλλογικές ταυτίσεις, όπως της εντοπιότητας (πόλη, χωριό, επαρχία χώρας), της θρησκείας ή του θρησκευτικού δόγματος (σουνίτης ή σιίτης μουσουλμάνος, καθολικός, προτεστάντης ή ορθόδοξος χριστιανός, ινδουιστής ή βουδιστής κ.λπ.) ή της νομιμοφροσύνης στον ηγεμόνα, της ταύτισης με μία κοινωνική τάξη, της ταύτισης με ένα κράτος-πόλη, δουκάτο, πριγκιπάτο, μπεϊλίκι, εμιράτο κ.λπ.
Tα έθνη και ο εθνικισμός είναι ανθρώπινες κατασκευές και μύθοι που δημιουργήθηκαν από τα τέλη του 18ου και συνεχίζουν να δημιουργούνται μέχρι σήμερα, με τους ιδεολόγους εκάστου έθνους να επινοούν την παράδοση και την εθνική ιστορία εκάστου καινούριου έθνους, από το τι είναι Άγγλος, Γάλλος, Γερμανός ή Έλληνας χθες, μέχρι το τι είναι Ερυθραίος, Μολδαβός ή Βόσνιος σήμερα.
Ο εθνικισμός «κατασκευάζει» το έθνος και όχι το αντίθετο, αλλά τα εθνοτικά σύμβολα προϋπάρχουν (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μία περιοχή) και δεν «εφευρίσκονται» από το μηδέν, στο κενό. Υπό αυτή την έννοια πιο εύκολα πείθει ο ελληνικός, ο γαλλικός, ο σερβικός, ο ιρλανδικός, ο αρμενικός, ο κουρδικός, ο εβραϊκός ή ο τουρκικός εθνικός μύθος και εθνικισμός από ό,τι η προσπάθεια δημιουργίας μίας παγκυπριακής εθνικής συνείδησης ή μίας νοτιοσλαβικής (γιουγκοσλαβικής), βρετανικής, πανσλαβικής ή οθωμανικής εθνικής συνείδησης. Με άλλα λόγια, αν δεν προϋπάρχουν εθνοτικές ρίζες, δεν ριζώνει ένα εθνικό δέντρο ή, αν προς στιγμή φανεί ότι επικρατεί ως ταυτότητα, είναι εύθραυστη, εφήμερη και περιορισμένη μόνο σε μία ομάδα ελίτ και όχι στον ευρύτερο λαό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...