Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η έννοια της αντικειμενικότητας είναι προβληματική στο πλαίσιο της επιστήμης, κυρίως όταν αναφερόμαστε στις κοινωνικές επιστήμες, όπου η ερμηνεία του ερευνητή έχει σαφώς μεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης και ούτως ή άλλως αποτελεί ζητούμενο. Η ιστορική έρευνα χωρίς την ερμηνεία είναι κολοβή. Εκεί που πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι στο εάν το ιστορικό σύγγραμμα που διαβάζουμε είναι επιστημονικό ή όχι. Ο επαγγελματίας ιστορικός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την επιστημονική μεθοδολογία και δεοντολογία και να λογοδοτήσει στην επιστημονική κοινότητα για το έργο του. Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, μειώνει δραστικά αυθαίρετες ερμηνείες, τυχόν επιλεκτική χρήση των πηγών και γενικότερα μια στρατευμένη στάση απέναντι στην Ιστορία. Αντίθετα, τα ιστορικά συγγράμματα πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων που βίωσαν τα υπό εξέταση γεγονότα, αν και εξαιρετικά χρήσιμα για τον ιστορικό, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζονται από επιλεκτικότητα, την ανάδειξη δηλαδή στοιχείων που υποστηρίζουν τη δράση τους και την αποσιώπηση άλλων που δημιουργούν ρήγματα στο αφήγημά τους.
Την ιστορία μπορεί να την γράφουν οι ισχυροί και οι νικητές. Μπορεί όμως και να την γράφουν οι αδύναμοι και οι ηττημένοι.
Η Ιστορία, όσο και αν μας φαίνεται περίεργο, είναι και παροντική επιστήμη. Και αυτό γιατί στο εκάστοτε σήμερα διαμορφώνει ο ιστορικός τα ερωτήματα με τα οποία “επισκέπτεται” το παρελθόν. Είναι η εκάστοτε κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που οδηγεί τον ιστορικό να διαμορφώσει συγκεκριμένα ερωτήματα και να ερμηνεύσει με συγκεκριμένο τρόπο το παρελθόν.
Σε ένα διαγώνισμα του Α' τετραμήνου του 2017 ζητούσα από τους μαθητές να κρίνουν (να ελέγξουν, δηλαδή) την αντικειμενικότητα ενός αποσπάσματος του ιστορικού Θεοφάνη που αναφερόταν στην εικονομαχική πολιτική του Λέοντα Γ'του Ισαύρου. Καθώς διόρθωνα, είδα πολλές και διαφορετικές απαντήσεις, με κάποιες εκ των οποίων διαφωνούσα. Ωστόσο, στη βαθμολόγηση των γραπτών έλαβα υπ'όψιν μου μόνο τη σωστή χρήση επιχειρηματολογίας και την ορθή χρήση των Ελληνικών, αγνοώντας σκόπιμα την τοποθέτηση (την προσωπική άποψη) του κάθε μαθητή.
Ας δούμε μαζί τα ιστορικά γεγονότα: το 717 ο Λέων ο Γ΄ ανεβαίνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του έμελλε να σφραγιστεί από δύο σημαντικά γεγονότα. Από τη μία πλευρά στο εξωτερικό συνέβηκε η συντριβή των Αράβων. Έτσι, εκείνοι για αρκετά χρόνια σταμάτησαν να αποτελούν σημαντική απειλή για το Βυζάντιο. Παράλληλα στο εσωτερικό, η έριδα της εικονομαχίας ταλανίζει τους Βυζαντινούς.
«Εικονομαχία» είναι το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν το Θεό η τους αγίους. Στον αντίποδα της υπήρχε η εικονολατρία. Η διαμάχη αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους από το 727 ή 730 έως το 787 και από το 815 έως το 843. Η πρώτη φάση ξεκίνησε, όταν ο Λέων Γ΄ επέβαλε την κατάργηση των εικόνων και έληξε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δικαίωσε θεολογικά τους εικονόφιλους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε, όταν κατά τους χρόνους του Λέοντα Ε΄ αναζωπυρώθηκε το κίνημα της εικονομαχίας μέχρι το 843 που η αυτοκράτειρα Θεοδώρα το καταδίκασε τελειωτικά και συγχρόνως αναστήλωσε τις εικόνες στις Εκκλησίες. Αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός ήταν ότι η εικονομαχία δίχασε τον λαό σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους, με οδυνηρές συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας.
Η εικονομαχία ως ιστορικό γεγονός είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αλλά και να φωτιστούν όλες οι πτυχές της λόγω της μη διάσωσης των εικονομαχικών κειμένων και διαταγμάτων. Αντίθετα έχουν διασωθεί έργα με εικονολατρικές αντιλήψεις, τα οποία μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εικονομαχία και τα επιχειρήματα των εικονοφίλων.
Οι δύο βασικές ιστορικές πηγές της εποχής της Εικονομαχίας είναι τα έργα του Θεοφάνους του Χρονογράφου και του πατριάρχη Νικηφόρου. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης, κυρίως, για τη θεολογία των εικόνων τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Θεόδωρου Στουδίτη αλλά και τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787). Απλά ερμηνευομένη, η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων. Στα χρόνια αυτά υπήρχε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν την στράτευση η τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων η χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή και όχι την κύρια αιτία του θεολογικού και λατρευτικού ζητήματος που συντάραξε για σχεδόν δύο αιώνες -8ο και 9ο- τα θεμέλια της αυτοκρατορίας.
Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, κυρίως από το 19ο έως σήμερα, προσπάθησαν να εξηγήσουν τα βαθύτερα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών, τον ωριγενισμό και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. H εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή.
Ο Λέων Γ΄ είχε επηρεαστεί από την πολιτική του χαλίφη Γιαζίντ του Δεύτερου (720-724) σχετικά με την απαγόρευση ανάρτησης εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του της επικράτειάς του. Επιχείρησε, λοιπόν, να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο και στο Βυζάντιο από το 726. Ως δικαιολογία για το συγκεκριμένο εγχείρημα χρησιμοποίησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμωρούσε τους Βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, όταν κατόπιν διαταγής του, βασιλικοί άνθρωποι προσπάθησαν να αφαιρέσουν την εικόνα του Χριστού από της μεγάλης Χαλκής Πύλης των ανακτόρων. Η εικόνα αντικαταστάθηκε με τον τρισόλβιο τύπο του σταυρού. Η αντίδραση υπήρξε μεγάλη.
Συνέπεια των εικονοκλαστικών γεγονότων ήταν ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός να εκστρατεύσει κατά της Βασιλεύουσας, χωρίς η εκστρατεία του να έχει αίσιο τέλος. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας εκθρονίζει τον πατριάρχη Γερμανού, μην πετυχαίνοντας να κερδίσει τη συμπαράστασή του. Το 730 νέος πατριάρχης ορίστηκε ο πατριαρχικός σύγκελλος Αναστάσιος. Η αντίδραση των εικονοφίλων άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο πάπας Γρηγόριος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τον καλούσε να αφήσει την εικονομαχική πολιτική. Ο ίδιος ο πάπας την καταδίκασε σε σύνοδο το 732. Ως απάντηση στη στάση του πάπα, ο Λέων αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα πολιτικά μέτρα, όπως η φυλάκιση των παπικών απεσταλμένων κ.α.Το 741 ο Λέων πέθανε, έχοντας σώσει εξωτερικά την αυτοκρατορία από τους Άραβες, εξανθρωπίσει τους νόμους αλλά και διχάσει στο εσωτερικό με τη στάση του απέναντι στις εικόνες. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ο Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 743.
Μετά την επικράτηση στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ε΄, έγιναν προσπάθειες για τη σύγκληση μίας συνόδου που θα υποστήριζε τις εικονομαχικές θέσεις του αυτοκράτορα. Έτσι το 754 συνήλθε στη Ιέρεια η Σύνοδος, όπου καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε η λατρεία των εικόνων με βάση τη χριστολογική διδασκαλία για το αχώριστο και αδιαίρετο των δύο φύσεων του Χριστού. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον των μοναχών. Οι περισσότεροι έφευγαν από τα μοναστήρια τους καταφεύγοντας στην Ιταλία. Το 775 ο Κωνσταντίνος πέθανε και στον θρόνο ανεβαίνει ο Λέων Δ΄, ο οποίος συνέχισε ηπιότερα την πολιτική του πατέρα του.
Σε αυτό το σημείο θέλω να επισημάνω ένα πράγμα: όταν μιλούμε για "αντικειμενικότητα" στην Ιστορία εννοούμε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Εννοούμε πως η αντικειμενικότητα, αν και δύσκολο να επιτευχθεί, συνιστά στόχο προς κατάκτησιν για τον ιστορικό. Το ότι τα πάντα στη συγγραφή Ιστορίας είναι υποκειμενικά ως ένα βαθμό, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ένας ιστορικός επιτρέπεται να συγγράφει απολύτως παραδομένος στις προσωπικές του απόψεις, πολιτικές , θρησκευτικές ή άλλες, αγνοώντας τις απόψεις των αντίπαλων παρατάξεων. Ένας ιστορικός οφείλει να παραθέτει όλες τις απόψεις, ακόμη και αν διαφωνεί με κάποιες από αυτές. Και αυτός ο ιστορικός που παραθέτει όλες τις απόψεις για ένα ιστορικό γεγονός συγγράφει την ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ Ιστορία, και όχι ο άλλος, ο προκατειλημμένος, ο εμπαθής, ο ιδιοτελής, ο στενόμυαλος. Επίσης, για κάποια γεγονότα όπως είναι, πχ, η έκρηξη ενός ηφαιστείου δεν "χωρούν" μεταφυσικές ερμηνείες, γιατί είναι καθαρά αντιεπιστημονικές. Όπως, λοιπόν, ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος αξιοποίησε, χρησιμοποίησε, "μεταμφίεσε" την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας σε "θεϊκό σημάδι" τάχατες για να δικαιολογήσει την εικονομαχική πολιτική που εξαπέλυσε, αντίστοιχα και ο ιστορικός Θεοφάνης ερμήνευσε την εν λόγω έκρηξη ως "σημάδι" για το ακριβώς αντίθετο. Κοντολογίς, και οι δύο (ΚΑΙ ο εικονομάχος αυτοκράτωρ ΚΑΙ ο εικονολάτρης ιστορικός) μπορούμε να πούμε ότι παραποίησαν, αλλοίωσαν την πραγματικότητα ενός φυσικού φαινομένου, μετατρέποντάς το σε μεταφυσικό "σημάδι".
Ένα, λοιπόν, από τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται είναι η αναζήτηση της αντικειμενικότητας. Κατά πόσον είναι αντικειμενική η προσέγγισή μας; Μπορεί ένας άνθρωπος να μελετήσει ουδέτερα το παρελθόν; Κάθε άνθρωπος φέρει μια αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο, μια εικόνα για το παρελθόν που συναρτάται από τα διαβάσματά του, την πολιτική του θέση, τα θρησκευτικά του πιστεύω κλπ. Άρα η ματιά μας απέναντι στα γεγονότα δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική. Αντιμετωπίζουμε την υποκειμενικότητα της οπτικής μας αναγνωρίζοντάς την και, παράλληλα, ακολουθώντας την επιστημονική και επαγγελματική δεοντολογία, χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία που απαιτείται.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους μας ότι στην Ιστορία δεν υπάρχει «καλός» ή «κακός», «σωστός» ή «λανθασμένος» τρόπος προσέγγισης. Ο ιστορικός κατανοεί με βάση τις δικές του αξίες, με βάση την αντίληψη που έχει για τη ζωή. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτά. Άρα, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να κατανοήσει κάτι στο παρελθόν, έχει ήδη συνειδητοποιήσει πόσο διαφορετικός είναι από αυτό που μελετά. Ξέροντας τη διαφορετικότητά του, ξέροντας και τις ιστορικές συνθήκες της εποχής που μελετά, επιχειρεί να κατανοήσει τα όσα έχουν συμβεί, σε μια ανοιχτή διαδικασία, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο μέλλον, είτε με βάση νέα στοιχεία, είτε με βάση νέες οπτικές του ερευνητή. Ο ιστορικός δεν χωρίζει τον κόσμο σε καλούς και κακούς. Επιχειρεί να κατανοήσει, γνωρίζοντας τις δικές του ηθικές αξίες, τις ηθικές αξίες της εποχής που μελετά, και παράλληλα σεβόμενος τη δεοντολογία του επαγγέλματος που εξασκεί. Δεν πρέπει να αφήνει να τον επηρεάζουν οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπά του.
Ο στόχος της Ιστορίας δεν είναι ούτε να αποδείξει το «σωστό», ούτε να οδηγήσει από το απόλυτο σκοτάδι στην απόλυτη διαφάνεια. Σε παλαιότερες προσεγγίσεις, ως ιστορικό γεγονός εννοούσαμε αυτό που συνέβη στο παρελθόν και ποτέ δεν επαναλήφθηκε. Π.χ. η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα. Σταδιακά αυτός ο ορισμός άρχισε να αμφισβητείται στο μέτρο στο οποίο οι ιστορικοί άρχισαν να απασχολούνται με γεγονότα που μέσα στο χρόνο επαναλαμβάνονταν, αλλά και με «μη γεγονότα», συνήθειες, έθιμα, ήθη, τρόπους ζωής, ό,τι υπερέβαινε την αντίληψη που ήθελε την ιστορική έρευνα να ασχολείται μόνο με την εξωτερική πολιτική ή τους πολέμους. Η ιστορία ασχολήθηκε και ασχολείται πλέον με μυριάδες μικρές καθημερινές πράξεις,συμπεριφορές και ιδέες των ανθρώπων: τη διατροφή, τα ρούχα, τη σεξουαλικότητα, τους τρόπους ξεκούρασης. Σε αυτό το πλαίσιο η έννοια του γεγονότος διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει γνώση για το παρελθόν. Ο ιστορικός χαρακτήρας δεν ενυπάρχει στα γεγονότα, αλλά συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο εμείς τα αντιλαμβανόμαστε. Ας πάρουμε για παράδειγμα την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας κατά την περίοδο της Εικονομαχίας:
Η πληροφορία, η οποιαδήποτε πληροφορία, αξιοποιείται από τον ιστορικό. Εκείνος επιλέγει από ένα σώμα πολυάριθμων πληροφοριών που εγκλείονται λ.χ. σε ένα τεκμήριο ποιο θα αξιοποιήσει. Η πληροφορία για να είναι ιστορική πρέπει να μπορεί να ενταχθεί σε ένα ιστορικό πεδίο, να νοηματοδοτηθεί μέσω της ένταξής της σε ένα πλαίσιο, να συναρτηθεί με άλλες πληροφορίες. Η ιστορική πληροφορίαείναι συνάρτηση του ιστορικού πεδίου. Ούτε το ιστορικό πεδίο υπάρχει από μόνο του, αντιθέτως συνδέεται με το δικό μας ενδιαφέρον. Το ιστορικό πεδίο δεν είναι δεδομένο, αλλά ορίζεται από τους ιστορικούς. Η έκταση και η ποικιλία του ιστορικού πεδίου επεκτείνεται όπου και η ανθρώπινη δραστηριότητα και περιλαμβάνει ό,τι συνδέεται με την ανθρώπινη παρουσία. Περιλαμβάνει ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα, στο βαθμό στον οποίον επηρεάζουν την ανθρώπινη παρουσία. Π.χ. η ιστορία των σεισμών αφορά τη γεωλογία, αλλά στον βαθμό στον οποίον οι σεισμοί επηρέασαν τις κοινωνίες, ενδιαφέρει και την ιστορία. Η ιστορία των ποντικών, στο βαθμό που αφορά τη βιολογική τους εξέλιξη είναι υπόθεση της βιολογίας. Σε ό,τι αφορά όμως τη σχέση τους με τους ανθρώπους και τη διάδοση της πανώλης, αφορά την ιστορία.
Ας μην ξεχνούμε το εξής: η ιστορία είναι μέσον πολιτικής προπαγάνδας, και μάλιστα πανίσχυρο!
Πρέπει να προσέχουμε πολύ κατά τη διδασκαλία της Ιστορίας, ώστε να μην την 'πατήσουμε" και υποπέσουμε στις ίδιες πλάνες και στις ίδιες παγίδες με αυτές στις οποίες υπέπεσε, άθελά της, η γενιά των γονέων μας. Επίσης, πρέπει να είμαστε επιεικείς απέναντι στις προηγούμενες γενεές, γιατί τα λάθη στα οποία ολίσθησαν οφείλονται σε παράγοντες που οι διανοητές του παρελθόντος δεν εγνώριζαν. Σήμερα είμαστε πολύ περισσότερο πληροφορημένοι, ώστε να είμαστε σε θέση να τα αποφύγουμε.
Γιατί, όπως είπε και ο αυταρχικός Ναπολέων Βοναπάρτης, η Ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε ένα παραμύθι το οποίο όλοι μας θα κάνουμε το λάθος να πιστέψουμε...
Όταν μιλάμε για Ιστορία, αναφερόμαστε στη γνώση που έχουμε για το παρελθόν. Για να μην ολισθήσουμε, λοιπόν, στην μπανανόφλουδα του "παραμυθιού" και για να μην επιβεβαιώσουμε την αυταρχικότατη άποψη του Ναπολέοντα, πρέπει να ξέρουμε πως η ιστορική γνώση εξαρτάται αφενός από την ποσότητα, την ποιότητα και το είδος των πηγών καθώς και των μεθόδων και των τεχνικών ανάλυσης που διαθέτουμε, αφετέρου από την επιλογή και την ερμηνεία των όσων έχουν συμβεί, την οποία κάνουμε με βάση την εποχή, το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, την πολιτική στάση, τη νοοτροπία κ.ά. Η ιστορία δεν είναι μόνο υπόθεση των ιστορικών. Η λογοτεχνία, τα εικαστικά, η προφορική μνήμη, οι επιγραφές, τα μνημεία, οι επέτειοι, τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες, τα ντοκιμαντέρ, όλα αυτά συνομιλούν με το παρελθόν, συγκροτούν μορφές αναπαράστασής του. Αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλη δόση υποκειμενισμού παρεισφρέει κατά την αξιοποίηση τέτοιων πηγών.
Ο Χέρμπερτ Μπατερφιλντ είπε κάποτε, εύστοχα, πως το κακό δεν βρίσκεται στη διατύπωση μιας προσωπικής άποψης από τον ιστορικό. Το κακό αρχίζει από το σημείο εκείνο όπου η προσωπική άποψη είναι τόσο ισχυρή, ώστε εθελοτυφλεί στα αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα!
Η ιστορία αποτελεί μια πειθαρχημένη διανοητική δραστηριότητα η οποία οφείλει να ελέγχει την αξιοπιστία των πηγών της, τον συσχετισμό των δεδομένων με τα συμπεράσματα, είναι ανοιχτή σε διάλογο και δεν επιβάλλεται αξιωματικά, τέλος συνεχώς αναστοχάζεται πάνω στη μέθοδο και τη θεωρία της. Σε ό,τι αφορά την Ιστορία ως επιστήμη, θα αντιλαμβανόμαστε ως "αντικειμενικό" αυτό που γενικά ισχύει ως αντικειμενικό στην ειδική επιστημονική κοινότητα των ιστορικών. Ακόμη και αυτήν την εκδοχή του "αντικειμενικού", όμως, θα την δεχτούμε με τις όποιες επιφυλάξεις γεννά ο ατελής χαρακτήρας του επαγωγικού συλλογισμού. Οι γενικεύσεις είναι εσφαλμένες στις περισσότερες περιπτώσεις, γι'αυτό εξάγουμε συμπεράσματα στην Ιστορία με ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ!
ΖΗΤΗΜΑ: Με βάση τα κείμενα υπεράσπισης των εικόνων που έχει το βιβλίο σου της Ιστορίας (εικονολάτρες) και τα κείμενα καταδίκης των εικόνων (εικονομάχοι), να πεις την άποψή σου σχετικά με την Εικονομαχία.
Φραγμό στην εικονομαχική πολιτική έδωσε ο θάνατος του Λέοντα το 780. Την εξουσία ανέλαβε η εικονόφιλη χήρα του Ειρήνη, επίτροπος και συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄ (από πρακτικά της Μονής Βατοπεδίου)
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΞΕΡΑΤΕ: Σε μια θύελλα συγκρούσεων της παλιάς τάξης πραγμάτων με τις νέες ιδέες βρέθηκε η Ειρήνη η Αθηναία. Οσο ζούσε ο πεθερός της, ο δυναμικός Κωνσταντίνος Ε΄, έκρυβε τις πεποιθήσεις της. Οταν πέθανε το 775 και έμεινε στον θρόνο ο σύζυγός της, ο μάλλον άβουλος και ανίκανος Λέων Δ΄, έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά της για την αναστήλωση των εικόνων και την επαναφορά των παπάδων και καλογέρων στην εξουσία. Ωσπου μια μέρα, περιέργως και αιφνιδίως πέθανε ο σύζυγός της Λέων Δ΄. Με κομψό τρόπο μερικοί ιστορικοί σημειώνουν ότι βοήθησε και η ίδια για να πεθάνει. Στην πραγματικότητα τον δολοφόνησε. Αργότερα, όταν νόμισε ότι εμπόδιο στα σχέδιά της ήταν ο γιος της και αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Στ΄ ή αμφισβητούσε την εξουσία της, τον ετύφλωσε σε ηλικία 25 ετών και αργότερα τον δολοφόνησε. Προκάλεσε θύελλα στο κράτος και το τέλος τής δυναστείας των Ισαύρων. Το 787 συγκάλεσε στη Νίκαια πειθήνια οικουμενική σύνοδο, η οποία αναστήλωσε τις εικόνες.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολλοί βρίσκουν κοινά σημεία και συγγένειες ανάμεσα σε αυτή την πρώτη θρησκευτική μεταρρύθμιση τον 8ο βυζαντινό αιώνα και στην κατά αρκετούς αιώνες μεταγενέστερη μεταρρύθμιση του Λούθηρου στη Δύση. Αποκαλούν τον Λέοντα Γ΄ «εστεμμένο Λούθηρο». Πώς καταλαβαίνετε αυτήν τη σύγκριση;
Θα μπορούσαμε, όμως, να αναγνωρίσουμε ένα τουλάχιστον κοινό σημείο μεταξύ των δύο μεταρρυθμίσεων. Την ανάγκη για ουσιαστική θρησκευτική πίστη και την αναζήτηση του Χριστιανισμού, όχι στη λατρευτική τυπολογία, αλλά στην ουσία του Μυστηρίου και της Διδασκαλίας. Ο,τι ήταν για τον Λούθηρο η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα γερμανικά, ώστε να την καταλαβαίνει ο λαός, ήταν ίσως για τον Λέοντα Γ΄ η ανάρτηση των εικόνων σε υψηλότερο σημείο και η κατάργηση της λατρείας τους.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι υπέρ της μεταρρύθμισης τάχθηκε η ανώτερη τάξη, κυρίως της Κωνσταντινούπολης και των ασιατικών περιοχών. Καθώς και μεγάλο μέρος του ανώτερου κλήρου. Αντιθέτως, ο λαός, οι κατώτερες τάξεις, όλες οι γυναίκες, σύζυγοι, κόρες και αδελφές φανατικών εικονομάχων, και οι δυτικές επαρχίες της Ελλάδας, εκεί όπου εκτυφλωτικά έλαμψε η ειδωλολατρεία και ο αρχαίος πολιτισμός, έμειναν πιστοί στη λατρεία των εικόνων και στη λατρευτική τυπολογία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Διακρίνετε κάποιον ταξικό χαρακτήρα στην εικονομαχία;
Οριστικό τέλος στην Εικονομαχία έθεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (815-867) από την Έβισσα της Παφλαγονίας, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεόφιλου (έζησε το 813-842 και στέφθηκε αυτοκράτορας το 829).Επί των ημερών του Θεόφιλου οι εικονομαχικές αντιλήψεις αναζωπυρώθηκαν. Ο ίδιος απαγόρευσε την προσκύνηση των εικόνων και αποκήρυξε τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η Θεοδώρα όμως ήταν κρυφή εικονολάτρισσα, όπως ήταν και οι γονείς της. Όταν όμως το χειμώνα του 842 ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά και πέθανε, η Θεοδώρα (που ανέλαβε χρέη επιτρόπου του ανήλικου γιου της) έπεισε τους άλλους τρεις συνεπιτρόπους να τερματίσουν την Εικονομαχία, λέγοντάς τους ότι στις τελευταίες του στιγμές ο αυτοκράτορας μετανόησε και ασπάστηκε τις εικόνες. Συγκάλεσε νέα Σύνοδο, που αναγνώρισε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες΄/
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι συμπέρασμα βγάζεις για τις γυναίκες αυτοκράτειρες του Βυζαντίου, αν κρίνεις από τα παραπάνω ιστορικά παραδείγματα; Βλέπεις στην Τέχνη της περιόδου αυτής κάποια στοιχεία Ηθικής;
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο έλεγχος της γνησιότητας και ευρύτερα της αξιοπιστίας της πηγής. Οι πηγές έχουν ανάγκη κριτικής καθώς ενέχουν κινδύνους είτε ηθελημένα, είτε αθέλητα. Ηθελημένα, δηλαδήκάποιες πηγές δεν είναι πάντα αυθεντικές, κάποιες φορές είναι πλαστές. Λ.χ. το Μεσαίωνα κυκλοφορούσε ένα κείμενο, από την παπική εξουσία, το οποίο εμφάνιζε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να κληροδοτεί στον Πάπα την κοσμική εξουσία του στον ιταλικό χώρο. Η «Δωρεά του Κωνσταντίνου», όπως ονομαζόταν το έγγραφο αποδείχθηκε πλαστό χάρη σε έναν εξέχοντα λόγιο της Αναγέννησης τον Λορέντσο Βάλα. Ο Βάλα απόδειξε την πλαστότητα του εγγράφου, δείχνοντας με βάση την αναλυτική φιλολογική εξέταση των όρων που εμπεριείχε, ότι ήταν μεταγενέστεροι της εποχής του Κωνσταντίνου. Παρ'όλα αυτά ακόμη και η πλαστότητα ενός εγγράφου είναι ένα σημαντικό στοιχείο που ο ιστορικός πρέπει να αξιοποιήσει. Γιατί κάποιος κατέφυγε σε αυτή τη λύση; Με ποιους τρόπους επιχείρησε να το κάνει όσο πιο πιστευτό γίνεται; Σε ποιο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο εγγράφεται; Ελέγχουμε τις πηγές για τη γνησιότητά τους και την αξιοπιστία τους.
Ας κάνουμε το παρακάτω κουίζ:
Έχοντας κανείς ακόμα και την ελάχιστη αντίληψη της ιστορικής μεθοδολογίας, γνωρίζει πολύ καλά ότι ο όρος «αντικειμενική ιστορία» ή «αντικειμενική αλήθεια» δεν υφίσταται. Δεν υφίσταται, διότι ο κάθε άνθρωπος-ιστορικός έχει ένα μοναδικό τρόπο και κώδικα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Η προσωπική του αντίληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα βιώματα, τα διαβάσματα, τα ακούσματα και τις εμπειρίες του.
Στην ιστορική έρευνα μετράει τόσο το επιχείρημα ενός ιστορικού, όσο και το ΑΝΤΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ενός άλλου. Ως επιστήμη η Ιστορία συναντά το μεγαλύτερο ποσοστό διαφωνίας από κάθε άλλην επιστήμη. Διαφορετική θεώρηση της πραγματικότητας, που καθορίζεται από πολλούς παράγοντες: διαφορά εμπειριών, διαφορά πεποιθήσεων, διαφορά ενδιαφερόντων, συγκρούσεις ατομικές, ιδεολογικές ή ταξικές, πανίσχυρη, επικρατούσα ηθική και θρησκευτικές αξίες μπορούν να επηρεάσουν τη γνώμη του ιστορικού. Και, παρά την προσδοκία ότι ο ιστορικός διαμορφώνει μιαν "ανεπηρέαστη", αντικειμενική άποψη, συχνά παρατηρούμε δύο διαφορετικές απόψεις ιστορικών πάνω σε ένα και το αυτό θέμα, και μάλιστα παρά το γεγονός ότι και οι δύο έχουν πρόσβαση στα ίδια δεδομένα (αρχαιολογικά, αρχειακά, κλπ.) Ένα κλασικό παράδειγμα αντικρουόμενων γνωμών πάνω σε ένα σημαντικό ιστορικό ζήτημα είναι αυτό που αφορά την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο:
Στερεοτυπικές απόψεις κάποιων ιστορικών συχνά βασίστηκαν στην ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ των ιστορικών δεδομένων. Έτσι, κάποιοι ιστορικοί τέθηκαν υπό αμφισβήτησιν, ενώ κάποιοι κατηγορήθηκαν για ανεπίτρεπτη και αντιεπιστημονική στάση απέναντι στην ίδια τους την επιστήμη. Αυτό εν μέρει οφείλεται στον συντηρητισμό που σταδιακά άρχισε, και πάλι, να κυριαρχεί στον θεωρητικό στίβο στη Δύση κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ο Ναζισμός ήταν μια αντιπροσωπευτική (τυπική) μορφή εφαρμογής του κοινωνικού δαρβινισμού στην προσέγγιση της Ιστορίας. Η "επιβίωση του ισχυρότερου" ήταν η θεωρητική του σημαία. Αυτή η τεχνοκρατική άποψη , δηλαδή, που υποστηρίζει ότι "ο ισχυρότερος επιβιώνει, ενώ ο ασθενέστερος αφανίζεται", τάχατες λόγω ενός "φυσικού" νόμου.
Το προτεινόμενο από τον ναζισμό μοντέλο ιδεώδους οικογένειας (διάφορα χαζοχαρούμενα, καλοχτενισμένα αγοράκια που αθλούνται διαρκώς και ακατάπαυστα, διάφορα ηλίθια κοριτσάκια που φωτογραφίζονται χαμογελαστά με τον "ηγέτη" και προετοιμάζονται εντατικά για τον ρόλο της "καλής Γερμανίδας", της "καλής μητέρας", της "καλής εργάτριας" και όλα αυτά τα προσχεδιασμένα), βασιζόταν σε μιαν έντονα ρατσιστική άποψη: ότι στην "ιδεώδη κοινωνία" του εθνοσοσιαλισμού θα επικρατούσε εκείνη (η Αρεία) φυλή που δήθεν "εκ φύσεως" υπερτερεί των άλλων φυλών. Αρτιμελής, υγιής, αποστειρωμένη και ανάλγητη, η νέα αυτή φυλή θα ερχόταν να υποτάξει τις άλλες, να επικρατήσει δια της βίας, και με το "έτσι θέλω" να "εξυγιάνει" τα κακώς κείμενα της ιστορίας.
Σε αυτό το φρικιαστικό μοντέλο ανωτερότητας της αρείας φυλής, το σχολείο εκλήθη να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο: μια ολόκληρη γενεά παιδιών γαλουχήθηκε στην προπολεμική Γερμανία με ιδεώδη στρεβλωμένα, παραποιημένα, σκόπιμες παρερμηνείες και αντιεπιστημονικές αξίες που τους "τις έκαναν ένεση" με πλύση εγκεφάλου, πείθοντάς τους ότι θα εργάζονταν για κάποιον "ευγενή σκοπό": στα πλαίσια της επίτευξης αυτού του απαίσιου οράματος, η Επιστήμη και η Τέχνη, η Λογοτεχνία και η Φιλοσοφία θα έπρεπε να υποστούν ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ! Κάθε "νοσηρή" (για τα ναζιστικά δεδομένα ) σκέψη, άποψη, ζωγραφιά, ταινία, βιβλίο ή θεωρία θα έπρεπε να καεί στην πυρά της λογοκρισίας!
Έτσι, τεράστιες πυρές άναψαν στη Γερμανία, πυρές όπου ρίχτηκαν όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ιδιαίτερα αν είχαν εβραϊκή καταγωγή. Στις πυρές αυτές ρίχτηκαν και όλα τα βιβλία λογοτεχνίας ή ποίησης που χαρακτηρίστηκαν "ηττοπαθή", "παρακμιακά", ακατάλληλα για την οικοδόμηση του ναζιστικού τερατουργήματος.
Όλες οι φυλές που δεν εντάσσονταν στο ναζιστικό "όνειρο" της φυλετικής "καθαρότητας" συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και κάηκαν. Σε αυτές τις "φυλές" εντάσσονταν οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και οι Σλάβοι. Επίσης, στο ναζιστικό "όνειρο" δεν είχαν θέση οι ψυχοπαθείς, οι ανάπηροι, οι μαρξιστές διανοούμενοι και οι ομοφυλόφιλοι.
Η υπεραπλουστευτική παρερμηνεία της έννοιας της ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ κατείχε, βεβαίως, κεντρική θέση στον ναζιστικό σχεδιασμό. Ρηχή ψυχολογική και ιατρική μελέτη των φαινομένων της απόκλισης οδήγησαν στην εξολόθρευση, τον αφανισμό των "αποκλινουσών" περιπτώσεων: ομοφυλόφιλοι και ψυχοπαθείς έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης, γιατί δεν ταίριαζαν με την αποστειρωμένη, υποτίθεται "υγιή" εκδοχή κοινωνίας που ονειρεύονταν οι εθνικοσοσιαλιστές. Μια αντίστοιχη παραφιλολογία αναπτύχθηκε σχετικά με το τι είναι "φυσιολογικό" και τι "μη φυσιολογικό". Αυτού του τύπου την επιχειρηματολογία, που από το λεξιλόγιό της έχει αποβάλει την ανοχή και την κατανόηση, την ανθρωπιά και τη συνύπαρξη με το διαφορετικό, την υιοθετούν και οι σημερινοί φασίστες. Είτε είναι νοσταλγοί του ναζισμού, είτε απλώς είναι φασίστες χωρίς να το συνειδητοποιούν. Το χειρότερο, όμως, είναι αυτοί οι άνθρωποι να είναι ιστορικοί και να συγγράφουν επιστημονικά συγγράμματα, εκβιάζοντας μιαν "αλήθεια" αντί να την οικοδομούν. Ο κακός ιστορικός τάσσεται με μιαν ιδεολογία και την υπηρετεί δουλικά. Αντίθετα, ο έμπειρος ιστορικός θέτει εαυτόν υπεράνω κάθε ιδεολογικού θέσφατου. Αμφιβάλλει διαρκώς όπως κάνει ο σωστός φιλόσοφος. Και στις πρακτικές του εντάσσει την οργάνωση των στοιχείων: συγκαταλέγει, να συγκρίνει, να λαμβάνει υπ'όψιν του όλες τις εκπεφρασθείσες απόψεις, όλες τις καταγεγραμμένες ερμηνείες: μέσα από τη σύγκριση θα αποκαλυφθούν τα πλαστά επιχειρήματα, οι άσκοπες γενικεύσεις, τα σφάλματα της απαγωγικής σκέψης, τα αψυχολόγητα συμπεράσματα και οι κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων. Η επιχειρηματολογία του σωστού επιστήμονα γίνεται πάντα “ad hominem” και στόχος της είναι να αποβάλει όλα τα ψευδοεπιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί “ad ignorantiam” και να άρει όλες τις ψευδείς αναλογίες ανάμεσα στα ιστορικά φαινόμενα. ¨Ετσι, θεμελιώνει στις συνειδήσεις των ανθρώπων τη βαρύτητα της ιστορικής μνήμης.
Η ιστορική μνήμη περιλαμβάνει όσα θυμούνται οι άνθρωποι ως μέλη μιας κοινότητας ανεξάρτητα από το εάν τα έχουν ζήσει ή όχι. Δεν πρόκειται απαραίτητα για βιωμένη μνήμη, οι άνθρωποι μεταφέρουν και παράλληλα εκπαιδεύονται στη συλλογική μνήμη της κοινότητας. Σ' αυτήν τη διαδικασία καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι τόποι μνήμης, όπως τα μνημεία, τα μουσεία, τα αρχεία κ.ά.Σύμφωνα με τον γάλλο ιστορικό Πιέρ Νορά, "τόπος μνήμης" είναι οτιδήποτε (μνημείο, μουσείο ακόμη και αρχείο) που έχει αποκτήσει για την κοινότητα συμβολικό χαρακτήρα. Η λειτουργία του συνίσταται στο να διαμορφώσει τη μνήμη με τρόπο που να ανταποκρίνεται σε μια επιλεκτική και αναλλοίωτη (σταθερή) εκδοχή του παρελθόντος. Οι ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου, του Ιωάννη Καποδίστρια, του Αδαμάντιου Κοραή, του Γρηγορίου του Ε ́ αποτελούν έναν τόπο μνήμης που αναδεικνύει μια συγκεκριμένη εικόνα για τους πρωταγωνιστές και την Επανάσταση του 1821 μπροστά στα εκατομμύρια περαστικούς που έχουν περάσει από μπροστά τους.
Η μνήμη μπορεί πιο εύκολα να γίνει αντικείμενο χειραγώγησης, επηρεάζεται πολύ περισσότερο από το συναίσθημα από ό,τι η ιστορία. Κάποτε οι μνήμες της κοινωνίας έρχονται σε αντιπαράθεση με την επιστημονική ιστορία, καθώς οι πρώτες μπορεί πιο εύκολα να εξυπηρετούν στοχεύσεις των ηγετικών στρωμάτων, που επιδιώκουν να ελέγξουν τη συλλογική μνήμη μέσα από τελετές, επετείους κλπ. Από την άλλη πλευρά η μνήμη μπορεί να διαφυλάξει τις μαρτυρίες καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων ή περιθωριοποιημένων μειονοτήτων, οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση στην επίσημη ιστοριογραφία. Τα τελευταία χρόνια οι μνήμες, μέσω της προφορικής ιστορίας, αποτέλεσαν το κύριο όχημα για την ένταξη, στην ιστορική αφήγηση, ομάδων που ως τότε είχαν μείνει στο περιθώριο.
Θεμελιώδης διαφορά μεταξύ φυσικών και ιστορικών φαινομένων: Στη φύση υπάρχουν αιωνίως επαναλαμβανόμενα φαινόμενα, ενώ στην ιστορία, αντίθετα, υπάρχουν μοναδικές και ανεπανάληπτες ανθρώπινες πράξεις. Δεν υπάρχει μια σταθερή ανθρώπινη φύση. Ο κόσμος μεταβάλλεται διαρκώς, η ιστορία αποτελεί τον μοναδικό οδηγό στην κατανόηση των ανθρώπινων φαινομένων. Η ιστορία μπορεί να εξυψωθεί στο επίπεδο των φυσικών επιστημών, εφόσον τα γεγονότα καταγραφούν οριστικά, με βάση τις γραπτές πηγές, ώστε να ξεπεραστεί η ιδεολογική περιχαράκωση και ο υποκειμενισμός των ιστορικών. Κατάλληλη μέθοδος είναι η ορθή κατανόηση των πρωτογενών πηγών, στις οποίες περιλαμβάνονται τα απομνημονεύματα, τα ημερολόγια, οι επιστολές, οι αναφορές πρέσβεων και οι αυθεντικές διηγήσεις του αυτόπτη μάρτυρα. Για την εξακρίβωση της γνησιότητας αυτών των κειμένων είναι απαραίτητη η χρήση τεχνικών εσωτερικής και εξωτερικής κριτικής, κυρίως η ερμηνευτική-φιλολογική. Το να ερμηνεύεις , πχ, θεολογικά το φαινόμενο του Μαύρου Θανάτου (της πανούκλας) στον Μεσαίωνα είναι εσφαλμένη προσέγγιση της ιστορίας.
Η πηγή αποτυπώνει αυτό που ο συντάκτης της (ανα)γνωρίζει ως αληθινό. Δεν είναι σίγουρο, όμως, ούτε πως ξέρει την αλήθεια, ούτε πως ξέρει ολόκληρη την αλήθεια. Μπορεί να ξέρει μόνο μια πτυχή της. Είναι αναγκαία η «διασταύρωση» των πληροφοριών που περιέχει η πηγή με άλλες αντίστοιχες πηγές, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε, από ποια σκοπιά μιλάει, τι γνωρίζει για το γεγονός, πώς εμπλέκεται με αυτό.Μια πηγή είναι σημαντική όχι μόνο για το τι λέε,ι αλλά και για το τι αποκρύπτει. Πολλές φορές αυτό που αποκρύπτεται μας κάνει να καταλάβουμε περισσότερα από αυτά που γράφονται. Από την άλλη πλευρά, μέσα στις πηγές βρίσκουμε πολλές φορές πληροφορίες που διατυπώνονται χωρίς τη συνειδητή πρόθεσή του συντάκτη τους.
Oρίζουμε, λοιπόν, ως ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ (objectivity) την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσήλωση στο αντικείμενο της ιστορικής έρευνας. Αυτό σημαίνει πως, όταν ερευνούμε ένα φυσικό φαινόμενο, πχ την έκρηξη ενός ηφαιστείου, αποφεύγουμε τις κατά προσέγγισιν ερμηνείες, αποφεύγουμε να ακούμε ό,τι διαδίδεται σχετικά, είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς την ακρίβεια των "ψιθύρων" και των "περιρρεουσών απόψεων" σχετικά με αυτό. Πρέπει να ξέρουμε πως η "αντικειμενικότητα" στην προσέγγιση ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου δεν είναι παρά πέρασμα ΠΑΝΩ από πολλές υποκειμενικές απόψεις γι'αυτό το γεγονός ή φαινόμενο (υπέρβαση των υποκειμενικών απόψεων), επίσης ότι είναι πέρασμα ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ άλλων υποκειμενικών γνωμών και πεποιθήσεων, της κοινής γνώμης, των προκατειλημμένων απόψεων του καθενός που έχουμε ακούσει και επεξεργασθεί κατά καιρούς (διάβαση των υποκειμενικών απόψεων) και ότι, τέλος, αντικειμενικότητα είναι μια πρόσληψη του "πραγματικού" μέσα από τον διαθλαστικό, παραμορφωτικό φακό της ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΜΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ για το τι είναι "πραγματικό" και τι όχι. Με άλλα λόγια, μπορούμε να αντιληφθούμε την "αντικειμενικότητα" ως μια μορφή δι-υποκειμενικότητας , ή ως πέρασμα, διάβαση της κρίσης μας για ένα ζήτημα από υποκείμενο σε υποκείμενο.
MIA "ΦΑΡΣΑ" ΜΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αρχή του νέου έτους θεωρούνταν, όπως και κατά τη χρυσή εποχή της Βαβυλώνας, ο Μάρτιος. Συγκεκριμένα, το ρωμαϊκό ημερολόγιο, που είχε σαν βάση τον σεληνιακό κύκλο, ξεκινούσε από τον Μάρτιο και τελείωνε στον Δεκέμβριο.
Μάλιστα, τα ονόματα των σύγχρονων μηνών Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος και Δεκέμβριος φανερώνουν, μέχρι σήμερα, τη θέση τους σε εκείνο το ημερολόγιο. Αυτό γιατί, στα λατινικά, septem σημαίνει επτά, octo σημαίνει οχτώ, novem σημαίνει εννιά και decem σημαίνει δέκα. Αργότερα, προστέθηκαν δύο ακόμα μήνες στο ημερολόγιο των Ρωμαίων, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος και το 153 π.Χ., η ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε το ρωμαϊκό πολιτικό έτος να αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, όταν και ορκίζονταν οι ετήσιοι ύπατοι και οι πραίτορες.
Ιουλιανό ημερολόγιο Το ατελές ρωμαϊκό ημερολόγιο που χρησιμοποιείτο την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα, οδήγησε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ να αναθέσει στον αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Το νέο ημερολόγιο έγινε πιο ακριβές με την προσθήκη στο έτος 90 ημερών. Έτσι η πρώτη Μαρτίου του 44 π.Χ. έγινε… πρώτη Ιανουαρίου για να γίνει εφικτή η ενσωμάτωση των επιπλέον 90 ημερών. Παρόλα αυτά, δεν ήταν παρά μόνο μέχρι το 46 π.Χ., όταν ο Ιούλιος Καίσαρας δημιούργησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως Πρωτοχρονιά. Μάλιστα, ο Καίσαρας, για να καταφέρει να συγχρονίσει το νέο ημερολόγιο με τον ήλιο αντί με τη σελήνη, αναγκάστηκε να παρατείνει τη διάρκεια του προηγούμενου έτους στις 445 ημέρες.
Ο Ιανουάριος πιστεύεται ότι είχε πάρει το όνομά του είτε από τη θεά Ήρα (Juno, για τους Ρωμαίους) είτε από τον Ιανό, τον ρωμαϊκό θεό των ενάρξεων και των μεταβάσεων επειδή ο Καίσαρας θεώρησε ότι η πρώτη μέρα του μήνα αφιερωμένου σε αυτόν ήταν η ιδανική για να σηματοδοτεί την έναρξη του νέου έτους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ιανός απεικονίζονταν με δύο πρόσωπα: το ένα κοιτούσε εμπρός (μέλλον) και το άλλο πίσω (παρελθόν). Οι Ρωμαίοι δεν σταμάτησαν να γιορτάζουν την έλευση της νέας χρονιάς, ούτε μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, αν και η Εκκλησία καταδίκασε τις εορταστικές εκδηλώσεις ως παγανιστικές. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν γιόρταζαν με τον πιο σεμνό τρόπο την Πρωτοχρονιά. Επιδίδονταν σε όργια και μεθύσι, ξορκίζοντας, έτσι, το χάος το οποίο ήλπιζαν να μην τους ακολουθήσει στο νέο έτος.
Το νέο ημερολόγιο ανταποκρινόταν πολύ περισσότερο από το παλιό στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλύπτονταν από μία επιπλέον ημέρα που προστίθετο κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει δίσεκτο.
Το ημερολόγιο του Ιούλιου Καίσαρα παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ πι ακριβές, δεν ήταν σε καμία περίπτωση τέλειο. Είχε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων ανά έτος, που μακροπρόθεσμα δεν μπορούσε να μην φανεί. Έτσι τον 16ο αιώνα το ημερολόγιο είχε χάσει έντεκα ολόκληρες μέρες και υπήρχε πλέον ο κίνδυνος να φθάσουμε κάποια στιγμή τα Χριστούγενα να είναι… φθινόπωρο και το Πάσχα… χειμώνα. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι παγανιστικές γιορτές καταργήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με τις νέες χριστιανικές που καθιερώθηκαν και η Πρωτοχρονιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η Εκκλησία παρέμενε αντίθετη με τους έντονους εορτασμούς για την έλευση του νέου χρόνου για πολλούς αιώνες, μετατρέποντας την Πρωτοχρονιά σε ημέρα προσευχής και νηστείας.
Μάλιστα, μέχρι τον Μεσαίωνα, είχε μεταφέρει και πάλι την Πρωτοχρονιά, ορίζοντάς την ως την 25η Μαρτίου, την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το γεγονός αυτό είχε αρκετά τραγελαφικά αποτελέσματα, αφού η ημερολογιακή αρχή της χρονιάς κατέληξε να διαφέρει ακόμη και ανάμεσα στις ίδιες εθνοτικές ομάδες. Κλασικό παράδειγμα του παραπάνω παραλογισμού υπήρξε η ιταλική χερσόνησος, όπου η χρονιά άρχιζε αλλού την 1η Ιανουαρίου, αλλού την 25η Μαρτίου και αλλού την 1η Μαρτίου. Αν το σκεφτούμε λίγο, θα δούμε ότι ένας ταξιδιώτης στην Ιταλία του Μεσαίωνα, κατά μία έννοια, μπορούσε να ταξιδέψει πίσω ή μπροστά στον χρόνο!
Γρηγοριανό ημερολόγιο Με βάση το σύστημα μέτρησης του Ιουλιανού Ημερολογίου, το ηλιακό έτος αποτελούνταν από 365 μέρες και ένα τέταρτο της ημέρας. Κάθε τέσσερα χρόνια, μία εμβόλιμη μέρα προστίθετο στον χρόνο, ώστε να διατηρείται η αντιστοίχηση του ημερολογίου με τις εποχές. Ωστόσο, αν και αρκετά ακριβές, το Ιουλιανό Ημερολόγιο δεν ήταν τέλειο. Στην πραγματικότητα, ένα ηλιακό έτος διαρκεί 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα, δηλαδή 365,2422 μέρες. Η απόκλιση από τις 365,25 μέρες του ημερολογίου του Ιουλίου Καίσαρα δεν φαντάζει μεγάλη, αλλά, ακόμα και έτσι, είχε ως αποτέλεσμα το Ιουλιανό Ημερολόγιο να μένει πίσω από τις εποχές, κατά μία μέρα κάθε αιώνα. Έτσι, ο Γρηγόριος πήρε την απόφαση να καθιερώσει ένα νέο ημερολογιακό σύστημα, το γνωστό και ισχύον μέχρι σήμερα στον δυτικό κόσμο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, με στόχο τη μεγαλύτερη ακρίβεια. Η τελευταία ημέρα του Ιουλιανού Ημερολογίου ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582 και η πρώτη του Γρηγοριανού ήταν η αμέσως επόμενη, αλλά όχι ως 5η αλλά ως 15η Οκτωβρίου 1582. Παράλληλα με την καθιέρωση του νέου ημερολογίου, ο Πάπας κάλεσε τους Χριστιανούς, να θεωρούν ως πρώτη μέρα κάθε χρονιάς την 1η Ιανουαρίου. Το νέο ημερολόγιο υιοθετήθηκε άμεσα από τους Καθολικούς και στη συνέχεια και από τους Προτεστάντες. Σιγά και σταθερά, η 1η Ιανουαρίου αναγνωρίστηκε και γιορτάζεται από ολόκληρο τον κόσμο ως η Πρωτοχρονιά. Aνακεφαλαίωση: ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος αποφάσισε να αλλάξει το σύστημα. Με απόφαση του στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97. Όπως κάθε αλλαγή συναντά αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη το υιοθέτησαν μέσα στα επόμενα χρόνια. Αγγλία και ΗΠΑ μόλις τον 18ο αιώνα, ενώ η Ελλάδα ακολουθώντας όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισε με το Ιουλιανό έως τον 20ο αιώνα.
Η Ελληνική Πολιτεία αποφάσισε τελικά να εφαρμόσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1923. Με το πέρασμα του χρόνου είχαν χαθεί πλέον 13 ολόκληρες ημέρες, με αποτέλεσμα για να γίνει ο εναρμονισμός στο νέο ημερολόγιο, μετά την 16 Φεβρουαρίου να ξημερώσει 1η Μαρτίου. Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χρονολογικά ευρωπαϊκή χώρα από τις μη καθολικές που το υιοθέτησε, περνώντας στη νέα εποχή με καθυστέρηση κάποιον αιώνων. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι σαφώς πιο ακριβές από το Ιουλιανό, καθώς βελτιώνει την προσέγγιση του παλιού ημερολογίου για τη διάρκεια του έτους. Έτσι, το μέσο έτος διαρκεί 365,2425 μέσες ηλιακές ημέρες, που προκαλεί σφάλμα περίπου μίας ημέρα κάθε 3.300 έτη, σε αντίθεση με το Ιουλιανό που έμενε πίσω μία ημέρα κάθε 128 έτη. Ωστόσο, υπάρχουν μέχρι και σήμερα πολιτισμοί και θρησκευτικές ομάδες που γιορτάζουν άλλες Πρωτοχρονιές. Πιο γνωστό σε εμάς είναι το παράδειγμα των Παλαιοημερολογιτών Χριστιανών, που ακολουθούν ακόμα το Ιουλιανό Ημερολόγιο, με αποτέλεσμα να φτάνουν στη δική τους 1η Ιανουαρίου, όταν το δικό μας ημερολόγιο δείχνει, ήδη, τις 14 Ιανουαρίου. Άλλα παραδείγματα είναι η Κινέζικη και η Βιετναμέζικη Πρωτοχρονιά, που γιορτάζονται τη μέρα της δεύτερης Νέας Σελήνης, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Πρόκειται για κινητή γιορτή, η οποία μπορεί να πέσει οποιαδήποτε μέρα, από τις 21 Ιανουαρίου έως τις 21 Φεβρουαρίου, με βάση το δικό μας ημερολόγιο. Παρομοίως, γιορτάζεται και η Μογγολική Πρωτοχρονιά. Η Θιβετιανή Πρωτοχρονιά, επίσης, δεν συμβαδίζει με τη δική μας. Ονομάζεται Λόσαρ, γιορτάζεται για δεκαπέντε μέρες (τις τρεις πρώτες πιο έντονα) και είναι κινητή, με βάση το θιβετιανό σεληνιακό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο φέτος είναι το έτος 2144. Η Πρωτοχρονιά του 2145 (το δικό μας 2018) θα είναι στις 16 Φεβρουαρίου του δικού μας ημερολογίου. Ξεχωριστή Πρωτοχρονιά έχουν και οι Εβραίοι (Ρος Χασάνα), η οποία γιορτάζεται τις δύο πρώτες μέρες του Τισρέι, του πρώτου μήνα του πολιτικού έτους και έβδομου μήνα του εκκλησιαστικού έτους με βάση το εβραϊκό ημερολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...