Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Τον 2ο π.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (περίπου 200 π.Χ. - περίπου 118 π.Χ.), που έζησε τα έτη 168-150 π.Χ. στη Ρώμη ως όμηρος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν και η Αχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους και ο Πολύβιος. Το έργο του «Ιστορίαι» καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη του Α΄ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, και στην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τον Τίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή του τον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την «πραγματική ιστορία», η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού και τη χρήση αρχείων για την τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με τα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης και τον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Έτσι, συσχέτισε την άνοδο μίας δύναμης με το πολίτευμα. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα και τη Σπάρτη. Τους 1ους π.Χ. και μ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνεχίζουν το έργο του Πολύβιου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα) έγραψε τη «Βιβλιοθήκη ιστορική», μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία ως το 60/59 π.Χ. Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε και τα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών 480-302) Ο Διόδωρος προτάσσει ένα γενικότερο προοίμιο στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για μία συγκροτημένη θεωρία της ιστορίας. Κάθε επιμέρους βιβλίο εισάγεται με ένα μικρό πρόλογο με γενικές απόψεις. Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας για τη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων και των επωνύμων αρχόντων, και τα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία). Επειδή θεωρεί την ιστορική γεωγραφία απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων, κάνει συχνά γεωγραφικές παρεκβάσεις.
Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης ως το έτος 9 π.Χ. στο έργο του «Ab urbe condita libri» (Βιβλία από ιδρύσεως της πόλης). Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα με τη ρωμαϊκή ιστορία. Για αυτά τα τμήματα της ιστορίας του χρησιμοποιεί ως πηγή το έργο του Πολύβιου.
Τον 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (περίπου 50 - περίπου 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του «Βίους» ιστορικών προσώπων.
Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι ο Φλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και μια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη. Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- προ 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η «Συριακή», που αναφέρεται στο βασίλειο των Σελευκιδών ως το 63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε για το βασίλειο αυτό.
Ο τρίτος αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων και επικρατεί μία σχετική σταθερότητα, η οποία διαταράσσεται από 200 π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Ρωμαίων στην ελληνική Ανατολή που ολοκληρώνονται το 30 π.Χ. με την ένταξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου σχεδόν προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στο ιππικό και το πεζικό του στρατού του. Ο Περδίκας πρότεινε να περιμένουν να γεννηθεί το αγέννητο παιδί του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης και να χριστεί βασιλιάς, αν γεννιόταν αγόρι· ωστόσο, η φάλαγγα με ηγέτη τον Μελέαγρο έφερε στο προσκήνιο τον καθυστερημένο νόθο γιό του Φιλίππου Β', τον Αρριδαίο, και μόνο χάρη στον Ευμένη έφτασαν σε συμβιβασμό διορίζοντας και τους δυο συμβασιλείς. Αργότερα αναγνωρίσθηκαν ως Φίλιππος Γ' και Αλέξανδρος Δ', αλλά από την αρχή και οι δυο τους ήταν πιόνια στην πάλη για την εξουσία. Ο Περδίκκας συγκάλεσε συμβούλιο για να μοιράσει αξιώματα και βρέθηκε στην κορυφή, μολονότι ο Αρριανός σημειώνει ότι "όλοι τον υποψιαζόταν και αυτός όλους".
Ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο και πολύ σύντομα εξωράισε την θέση του εκεί, καταφέρνοντας με πανουργία να μεταφέρει στην επαρχία αυτή το σκήνωμα με το ταριχευμένο λείψανο του Αλεξάνδρου.
Στον Αντίγονο δόθηκε ολόκληρη η δυτική Μικρά Ασία (που περιλάμβανε τη Μεγάλη Φρυγία, την Λυκία και την Παμφυλία).
Ο Λυσίμαχος πήρε τη Θράκη.
Ο Λεοννάτος πήρε την Ελλησποντιακή Φρυγία.
Ο Ευμένης πήρε εντολή να διώξει από την Καππαδοκία και την Παφλαγονία τον Αριαράθη, ένα τοπικό δυνάστη. Από τους άνδρες αυτούς, εκείνοι που αποδείχτηκαν ανθεκτικότεροι και διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο κατά τις επόμενες δεκαετίες ήταν ο Πτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Ευμένης, και ο Λυσίμαχος.
Ο 2ος και ο 1ος π.Χ. αιώνας είναι η εποχή της κατάκτησης της Ανατολικής Μεσογείου από τους Ρωμαίους. Στην ακόλουθη παρουσίαση τα ελληνιστικά βασίλεια παρουσιάζονται κατά τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων, το καθένα κατά την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους. Πρώτο βασίλειο που καταλύθηκε ήταν το μακεδονικό βασίλειο ή βασίλειο των Αντιγονιδών. Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο μακεδονικό βασίλειο κατά το Β’ μακεδονικό πόλεμο (200-197). Ο λόγος της επιλογής αυτής της χρονικής περίστασης για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι τότε οι Ρωμαίοι αποφάσισαν την επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, λόγω του ότι το 202 π.Χ. μετά τη μάχη στη Ζάμα, που σηματοδότησε τη λήξη του Β’ καρχηδονιακού πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν το στρατό που απασχολούνταν έως τότε εκεί. Η αφορμή δόθηκε το 203-202 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Ε’, βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ’, βασιλιάς του βασιλείου των Σελευκιδών, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία για την κατάλυση και τη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στο θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος ΣΤ’. Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων. Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει με τον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του 202 π.Χ. προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το 201 π.Χ. το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στο βασίλειο της Περγάμου και έφτασε μέχρι την Καρία. Το φθινόπωρο του 201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου και του Άταλλου του Α’ στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πριν οι Ρωμαίοι λάβουν επίσημα απόφαση, διεμήνυσαν δύο φορές στο Φίλιππο ότι δεν έπρεπε να επιτίθεται στο πτολεμαϊκό κράτος και να αφήσει τις Πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, την περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος, κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο (241-202 π.Χ.) Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων που του μετέφερε επιτροπή της Συγκλήτου. Στα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί στρατός στην Ιλλυρία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Φλαμινίνος ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου. Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλαί, η οποία και έκρινε την έκβαση του πολέμου. Τη σημασία του Β’ μακεδονικού πολέμου και της μάχης αυτής διαπιστώνουμε κυρίως αν λάβουμε υπόψη τους όρους της συνθήκης που ανακοίνωσε ο Φλαμινίνος στο Φίλιππο και που το 196 π.Χ. εστάλη για επικύρωση στη Ρώμη.
Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη σημασία της έκβασης του μακεδονικού πολέμου και την επέκταση της ρωμαϊκής πολιτικής, αφού για πρώτη φορά έχουμε ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα, έχουμε την έναρξη της ηγεμονικής πολιτικής της Ρώμης [Ο όρος ηγεμονία υποδηλώνει ότι δεν έχουμε κατάκτηση, αλλά ρυθμιστική παρέμβαση]. Οι όροι της ειρήνης ήταν οι εξής: 1. ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στην Ασία και στην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια του 196 π.Χ. 2. υποχρεούνταν να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη 3. υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Ρώμη όλο το στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία και το βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη. 4. έπρεπε να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα και να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους. Επίσης ο μικρότερος γιος του, ο στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. ο Φλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Ο ίδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Ο Φλαμινίνος παρέμεινε στην Ελλάδα ως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης με τα οποία κόσμησε το θρίαμβό του. Ο Β’ μακεδονικός πόλεμος, λοιπόν, αποτελεί σημαντική τομή, καθώς είναι η πρώτη φορά που οι Ρωμαίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στα ελληνικά πράγματα. Ο Φίλιππος Ε’ ήταν ο πιο διάσημος από τους Αντιγονίδες και είχε ως πρότυπο του το Φίλιππο Β’. Ήταν ο μόνος από τους Αντιγονίδες που επεκτάθηκε ανατολικά του Νέστου, το 202 π.Χ. και το 187 π.Χ. Αν και ηττήθηκε από τη Ρώμη, δεν ησύχασε και δεσμευόταν από ανασυγκρότησε το κράτος του και το 187 π.Χ. κατέλαβε τις ελληνικές πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος. Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει και ο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς το βορρά πέθανε και τον διαδέχτηκε στο θρόνο του ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου (179-168).
Με την άνοδό του στο θρόνο, ο Περσέας ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Ευμένης, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι που δεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα ελληνιστικά κράτη, βασίλεια και πόλεις. Ένα περιστατικό, ωστόσο, του 172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος. Καθώς ο Ευμένης επέστρεφε από ένα ταξείδι του στη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου και σημειώθηκε μία απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Σώζεται ένα μέρος της επιγραφής που αναφέρεται με αρνητικό για τον Περσέα περιεχόμενο στο περιστατικό. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ήταν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος του και οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του. Το 170 και 169 έλαβαν χώρα ελάσσονος σημασίας επιχειρήσεις στην Ιλλυρία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. στην Πύδνα της Μακεδονίας και έληξε με νίκη του ρωμαϊκού στρατού, που είχε ως αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Λόγω της διάλυσης του στρατού του, ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στην Αμφίπολη και στη Σαμοθράκη, όπου και παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Ο ίδιος και τα παιδιά του κόσμησαν το θρίαμβο του νικητή και ο Περσέας πέθανε στη Ρώμη το 165 π.Χ. Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των μακεδονικών πόλεων στην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις.
Η Μακεδονία ήταν ένα παλαιό βασίλειο με εθνικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα νεοσύστατα των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το βασίλειο των Ατταλιδών ή της Περγάμου ήταν ένα μικρό βασίλειο, που δημιουργήθηκε ως τμήμα του εδάφους του βασιλείου των Σελευκιδών και για πρώτη φορά απόκτησε σχετικά μεγάλη έκταση … στη Μαγνησία παρά τω Σιπύλω. Η Μακεδονία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία διοικούμενη από έναν Ρωμαίο διοικητή με το αξίωμα του ανθύπατου (proconsul) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής, κατά την αυτοκρατορική περίοδο, δηλαδή, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το σύστημα αυτοδιοίκησης των πόλεων και το αντιπροσωπευτικό διοικητικό σύστημα, που αποδίδεται με τον όρο κοινό, που ήταν ομοσπονδιακά κράτη. Η επαρχιακή αυτοδιοίκηση στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο κύριος θεσμός που τους έδινε υπόσταση ήταν το λεγόμενο συνέδριο. Στη Μακεδονία, ενώ η έδρα της πολιτικής διοίκησης ήταν η Θεσσαλονίκη, έδρα του κοινού των Μακεδόνων και της επαρχιακής αυτοδιοίκησης ήταν η Βέροια. Σημασία έχει το ότι διατήρησαν θεσμούς που ενέταξαν στο σύστημα της αυτοκρατορίας. Το 148 π.Χ. οι μερίδες αντικαταστάθηκαν από την επαρχία. Στη Νότια Ελλάδα η μεταβολή συνέβη το 146 π.Χ. Εκείνο που προκάλεσε τη ρωμαϊκή παρέμβαση ήταν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ αχαϊκής συμπολιτείας και Σπάρτης. Η ένταση προέκυπτε απ’ το ότι ενώ η η αχαϊκή συμπολιτεία έτεινε να εντάξει στις δομές της την Σπάρτη, η Σπάρτη έκλινε προς την ανεξαρτησία, κάτι που συχνά προκαλούσε προβλήματα, για την επίλυση των οποίων απευθυνόταν στη Ρώμη. Την άνοιξη του 146 π.Χ. η αχαϊκή συμπολιτεία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, που ήταν σύμμαχος της Ρώμης, και γι’ αυτό η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της Ρώμης. Μετά την ήττα του στρατού της αχαϊκής συμπολιτείας σε μάχη που έγινε στη Λευκόπετρα της Κορίνθου, ο ρωμαϊκός στρατός με αρχηγό το Μόμμιο κατέστρεψε και λεηλάτησε την Κόρινθο. Η κατάσταση που προέκυψε διευθετήθηκε από μία δεκαμελή επιτροπή της συγκλήτου, κατά την απόφαση της οποίας όσα κράτη τήρησαν φιλική ή ουδέτερη στάση απέναντι στη Ρώμη (η Σπάρτη, η Αθήνα και τα κοινά των Θεσσαλών, των Ακαρνάνων, των Αινιάνων, των Αιτωλών, και των Μαγνήτων), ενώ όσοι συντάχθηκαν με την αχαϊκή συμπολιτεία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του ανθυπάτου της Μακεδονίας με αυτοδιοίκηση. Επομένως, όλη η Πελοπόννησος, πλην της Σπάρτης, οι δύο Λοκρίδες, η Βοιωτία, η Φωκίδα, η Χαλκίδα και τα Μέγαρα προσαρτήθηκαν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήδη η ρωμαϊκή κυριαρχία περιλάμβανε μέρος της νοτίου Ελλάδας όχι υπό χωριστή επαρχία.
Προχωρώντας με χρονική σειρά, το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που προσάρτησε η Ρώμη στην επικράτειά της ήταν αυτό της Περγάμου ή των Ατταλιδών. Ο Άτταλος Γ (139/8-133 π.Χ.) πεθαίνοντας το 133 π.Χ. κληροδότησε με διαθήκη το κράτος του στο ρωμαϊκό δήμο, εκτός από την πόλη της Περγάμου και την χώρα της πόλης. Το 133 π.Χ. έφτασε στη Μικρά Ασία επιτροπή της Συγκλήτου για την εφαρμογή της διαθήκης, αλλά το επόμενο έτος ξέσπασε αναταραχή. Μετά το θάνατο του Αττάλου, ο νόθος γιος του Ευμένη του Β’, Αριστόνικος, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς με το όνομα Ευμένης Γ’ και προσπάθησε να καταλάβει το βασίλειο της Περγάμου. Ο Αριστόνικος έδωσε στο υπό ίδρυση βασίλειο το όνομα ‘Ηλιόπολις’, που παραπέμπει σε ουτοπίες. Η εξέγερση του Αριστόνικου δεν υποστηρίχθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά από τους εγχώριους κατοίκους της Μικράς Ασίας και απελεύθερους. Οι οπαδοί του συμπεριφέρονταν σαν συμμορίες ληστών και δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν το ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος κατέφθασε το 130 π.Χ. στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί με το θησαυρό των Ατταλιδών. Η εξέγερση του Αριστόνικου καθυστέρησε την εφαρμογή της διαθήκης. Το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Asia.
Το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που καταλύθηκε από τους Ρωμαίους ήταν αυτό των Σελευκιδών. Η σύγκρουση ξεκίνησε επί βασιλείας του Αντίοχου Γ’ εναντίον του οποίου στράφηκαν οι Ρωμαίοι μετά την ήττα του Φιλίππου Ε’. οι αφορμές ήταν οι εξής: α) την άνοιξη του 197 π.Χ., ο Αντίοχος εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και τις έθεσε υπό την κυριαρχία του. Την άνοιξη του 196 π.Χ. αποβιβάστηκε στη Θρακική χερσόνησο και με κέντρο στα ευρωπαϊκά εδάφη τη Λυσιμάχεια διεξήγαγε επιχειρήσεις ως το 194 π.Χ. επεξέτεινε την κυριαρχία του στο βόρειο Αιγαίο ως τη Μαρώνεια. β) το τέλος του 195 π.Χ. ο Αννίβας ζήτησε καταφύγιο στην αυλή του, όπου και έγινε δεκτός ως σύμβουλος γ) επειδή οι Αιτωλοί είχαν δυσαρεστηθεί από τις ρυθμίσεις που επικράτησαν μετά το 197 π.Χ. αποφάσισαν να πολεμήσουν εναντίον της Ρώμης και κάλεσαν τον Αντίοχο στην Ελλάδα και τον εξέλεξαν στρατηγό αυτοκράτορα.
Το 192 π.Χ. ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 191 π.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε στην Απολλωνία και εντός του έτους αυτού ο Αντίοχος ηττήθηκε στις Θερμοπύλες και αποχώρησε στη Μικρά Ασία. Μετά τις Θερμοπύλες, οι Αιτωλοί έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να συνθηκολογήσουν. Το 191 π.Χ. συμφωνήθηκε προσωρινή ειρήνη και το 189 π.Χ. συνήφθη ειρήνη. Το 190 π.Χ. ανέλαβε ως ύπατος τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Αντιόχου ο Κορνήλιος Σκιπίων, που συνόδευε ο αδελφός του Παύλος Σκιπίων. Περνώντας την Ελλάδα, τη θρακική χερσόνησο και τον Ελλήσποντο, έφθασε στη Μικρά Ασία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις αρχές του 189 π.Χ. στη Μαγνησία κοντά στο όρος Σίπυλο, όπου αν και ο Αντίοχος παρέταξε 72 και οι Ρωμαίοι 30 χιλιάδες στρατού, νίκησαν οι Ρωμαίοι λόγω των εύστοχων συμβουλών του Ευμένη. Ο Σκιπίωνας υπαγόρευσε στον Αντίοχο τους όρους της ειρήνης, οι οποίο επικυρώθηκαν από τη Σύγκλητο το 189 π.Χ. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, η οροσειρά του Ταύρου αποτελούσε το δυτικό όριο του βασιλείου των Σελευκιδών, που αποσύρθηκε από τη Μικρά Ασία, και απαγορεύθηκε να στρατολογεί από περιοχές δυτικά της οροσειράς. Τον υποχρέωσε ακόμη να περιορίσει τον αριθμό των ελεφάντων που κατείχε και να παραδώσει το στόλο, εκτός από δέκα πλοία, 20 ομήρους και πολεμική αποζημίωση ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ταλάντων. Οι μεγάλες απώλειες ως συνέπεια της ήττας και πέθανε το 187 π.Χ.
Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Σέλευκος Δ’ , που δολοφονήθηκε και τον αντικατέστησε ο νεότερος αδελφός του, Αντίοχος Δ’, ο επονομαζόμενος Επιφανής (175-164/3 π.Χ.). Ενώ το βασίλειο δεν υπέστη εδαφικές απώλειες, ένα χαρακτηριστικό της βασιλείας του ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Ιουδαία. Ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα τους ελληνιστές, τους Ιουδαίους, δηλαδή, που είχαν ελληνική παιδεία, και τους ορθόδοξους Εβραίους. Το 175-170 επικράτησαν ταραχές στην Ιερουσαλήμ διότι στο Ναό … οι ελληνιστές, με τον Ιάσωνα, ο οποίος ίδρυσε Γυμνάσιο, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για τους ορθόδοξους Ιουδαίους και οδήγησαν σε ταραχές τα έτη 169-167 π.Χ. που έληξαν με προσωρινή ήττα των ορθοδόξων Ιουδαίων. Την αρχή του 169 π.Χ., καθώς εκστράτευε εναντίον της Αιγύπτου, πέρασε από το Ναό και αφαίρεσε τον θησαυρό ως αντιστάθμισμα φόρων τριών ετών που δεν είχαν καταβληθεί. Το 168 π.Χ. άρχισε εξέγερση των ορθοδόξων Ιουδαίων, ο Αντίοχος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και εγκατέστησε φρουρά
Ο Ναός μεταβλήθηκε σε ναό του Ολυμπίου Διός. Μία άλλη προκλητική ενέργεια ήταν η απαγόρευση του Ιουδαϊκού νόμου το Δεκέμβρη; Του 167 π.Χ. επιβάλλοντας τα ελληνικά ήθη. Η αφαίρεση από τους Ιουδαίους του εξ έθους δικαιώματός τους να ζουν κατά το μωσαϊκό νόμο συνιστούσε μία ήττα των ορθόδοξων Ιουδαίων. Το 166 π.Χ. ξέσπασε και άλλη εξέγερση στην Ιουδαία, όπου εκστράτευσε ο Αντίοχος το 164 π.Χ. και ηττήθηκε. Αναγκάστηκε να ανακαλέσει το διάταγμα του 167 π.Χ., να επαναφέρει τη λατρεία του Γιαχβέ στο Ναό και να παράσχει αμνηστία. Πέθανε το 164/3 π.Χ. Μετά το θάνατό του ξεκίνησε η παρακμή του βασιλείου των Σελευκιδών, λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και της εδαφικής συρρίκνωσης, ως αποτέλεσμα των αποσχιστικών τάσεων που εκδηλώθηκαν και κυρίως της επέκτασης του παρθικού βασιλείου. Κατάληξη της κατάστασης που ξεκίνησε με γεγονότα μετά το θάνατο του Αντιόχου Δ’, ήταν η εξής: περί το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου αιώνα ολόκληρη η Μεσοποταμία, η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, ανήκε στους Πάρθους περιορίζοντας το βασίλειο των Σελευκιδών στην ανατολική Κιλικία και στη βόρεια Συρία. Το 82 π.Χ. ο βασιλιάς της Αρμενίας(?), Τιγράνης, κατέλαβε το βασίλειο. Τελευταίος Σελευκίδης βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος ΙΓ’ (69-64). Επί αυτού του βασιλιά καταλύθηκε το βασίλειο των Σελευκιδών. Ο Πομπήιος, μετά τη νίκη του το 66 π.Χ. επί του Μιθριδάτη ΣΤ’ και του υποτελή του Τιγράνη, κατευθύνθηκε προς τη Συρία και το θέρος του 64 π.Χ., όταν έφτασε το θέρος του 64 π.Χ. ο Αντίοχος ΙΓ’ ζήτησε να τον αναγνωρίσουν. Ο Πομπήιος αρνήθηκε και το 64/3 π.Χ. μετέτρεψε το βασίλειό του σε ρωμαϊκή επαρχία, με το όνομα Syria, θέτοντας τέλος στην ύπαρξη του βασιλείου των Σελευκιδών.
Το βασίλειο των Πτολεμαίων γνώρισε το 2ο και τον 1ο π.Χ. αιώνα μία προϊούσα παρακμή, συμπτώματα της οποίας ήταν οι συνεχείς δυναστικές έριδες, η συνεχής πτώση της οικονομίας και η ενδυνάμωση του εγχώριου πληθυσμού, λόγω της ελάττωσης της ισχύος του βασιλείου. Συχνά η Ρώμη επενέβαινε στα εσωτερικά του, διότι πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια κατέφθαναν στη Ρώμη. Η ιστορία του βασιλείου χωρίζεται σε δύο ενότητες: την περίοδο διάσπασης του βασιλείου και την περίοδο της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’. Το 163 π.Χ. για πρώτη φορά το βασίλειο των Πτολεμαίων διανεμήθηκε. Ο Πτολεμαίος ο ΙΣΤ’ έλαβε το Αιγαίο και την Κύπρο και ο Πτολεμαίος Φίσκων την Κυρηναϊκή. Ένα άλλο σύμπτωμα της ασθενούς κατάστασης του βασιλείου ήταν η κληροδότησή του στους Ρωμαίους κατά τη διαθήκη του Πτολεμαίου Φίσκωνος το 155 π.Χ. Σε επιγραφή που έχει βρεθεί στο ναό του Απόλλωνα στην Κυρήνη αναφέρεται ότι σε περίπτωση θανάτου του η Κυρηναϊκή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του ρωμαϊκού δήμου. Η σύγκλητος δεν εφάρμοσε τη διαθήκη. Το 96 π.Χ. ο Πτολεμαίος Απίων στην Κυρηναϊκή άφησε το βασίλειο στο ρωμαϊκό δήμο και η Σύγκλητος το 74 π.Χ. αποφάσισε να στείλει ένα Ρωμαίο διοικητή και να οργανώσει ως επαρχία την περιοχή. Ο Πτολεμαίος I' με διαθήκη του άφηνε την Αίγυπτο στο ρωμαϊκό δήμο. Αυτά είναι συμπτώματα και χαρακτηριστικά της κατάσταση που επικρατούσε. Κατά τη διάρκεια, όμως, της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’, σημειώνεται μία αναβίωση της ισχύος του βασιλείου. Η Κλεοπάτρα Ζ’ (51-30 π.Χ.) ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της Πτολεμαίου ΙB’, ο οποίος με διαθήκη άφηνε το βασίλειό του στην κόρη του και το γιο του, Πτολεμαίο ΙΓ’ με τον όρο ότι θα παντρευτούν. Αντίγραφο της διαθήκης στάλθηκε στη Ρώμη, με την παράκληση να επιβλεφθεί η χρονική εφαρμογή της διαθήκης. Η Κλεοπάτρα, που ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 17 ετών, (ο αδερφός της Πτολεμαίος ήταν τότε ένδεκα ετών) κυβέρνησε ουσιαστικά μόνη της, αφού οι σύζυγοί της άλλαζαν (Πτολεμαίος ΙΓ’ [51-47], Πτολεμαίος ΙΔ’ [47-44], γιος της Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίων [44-30]). Τυπικά είχε τον τίτλο της συμβασιλείας, ουσιαστικά, όμως, κυβερνούσε μόνη της. Το γεγονός ότι η εξουσία της είχε πραγματικό αντίκρισμα φαίνεται απ’ το ότι εικονίζεται μόνη της σε νομίσματα και καθιέρωσε τη λατρεία της ως ‘νέας Ίσιδος’, διαχωρίζοντάς την από τη λατρεία του βασιλιά. Ήταν ευφυής, μορφωμένη και ασκούσε υψηλή πολιτική μέσω των διαπροσωπικών της σχέσεων.
Πληροφορίες γι’ αυτήν έχουμε από πτολεμαϊκούς παπύρους και νομίσματα και από ρωμαϊκές πηγές. Από τις ελληνικές πηγές, τη συναντάμε στο βίο του Πλουτάρχου ‘Αντώνιος’. Η σύνδεση της Κλεοπάτρας με τα ρωμαϊκά πράγματα έγινε μέσω της σύνδεσής της με τον Ιούλιο Καίσαρα. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιο πόλεμοι διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη στα Φάρσαλα, ο ηττηθείς Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου δολοφονήθηκε.
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, ούτε ο Πτολεμαίος ΙΓ’ ούτε η Κλεοπάτρα Ζ’ βρισκόταν εκεί και τους κάλεσε εκεί ώστε να τους συμφιλιώσει. Το 48 π.Χ. ανακοίνωσε ότι θα συμβάλλει όπως όριζε η διαθήκη. Όταν το 47 π.Χ. υποκινήθηκε μία εξέγερση του πτολεμαϊκού στρατού για τον Πτολεμαίο ΙΓ’ και έγινε μάχη στην Αλεξάνδρεια, τότε, επειδή στο λιμάνι υπήρχαν πενήντα ρωμαϊκά πλοία, ο Ιούλιος Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν για να μη χρησιμοποιηθούν από τους εξεγερμένους, η φωτιά μεταδόθηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η οποία και καταστράφηκε. Όταν καταπνίγηκε η εξέγερση και ο Πτολεμαίος ΙΓ’, βασίλισσα ήταν η Κλεοπάτρα με τον αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΔ’. Ο Καίσαρας άφησε εκεί τέσσερις λεγεώνες φεύγοντας. Η Κλεοπάτρα βρισκόταν στη Ρώμη στις Ειδούς του Μαρτίου 44 π.Χ. μαζί με τον τρίτο γιο της Καισαρίωνα. Η γνωριμία της με τον Μάρκο Αντώνιο αργότερα σε σχέση με τα γεγονότα μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Μετά τη μάχη στους Φιλίππους, το 42 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος έδειξε ενδιαφέρον για τη διοίκηση της ανατολής & Αιγύπτου και έμεινε εκεί. Όπως ο Πλούταρχος περιγράφει, αποδέχτηκε τον ελληνικό τρόπο ζωής στην Ταρσό της Κιλικίας … και το χειμώνα του 41-40 βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια.
Αν εξαιρέσουμε τα έτη 40-38, ο Αντώνιος πέρασε όλη την υπόλοιπη περίοδο από το 42 ως το 31 π.Χ. στην ελληνική ανατολή μαζί με την Κλεοπάτρα. Οι πολιτικές βλέψεις του Αντωνίου ήταν άλλες από την επίσημη πολιτική της Ρώμης. Το 34 π.Χ. σε μία εκδήλωση στο κατάμεστο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα παρουσιάστηκαν καθισμένοι σε χρυσούς θρόνους με τα παιδιά τους στα πόδια τους. Τότε ο Μάρκος Αντώνιος διένειμε τα εδάφη της Ανατολής στην Κλεοπάτρα, που ονομάστηκε ‘βασίλισσα των βασιλέων’, και στα παιδιά της. Ειδικότερα, ο Καισαρίων, γιος του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας, ονομάστηκε βασιλέας των βασιλέων, στον Αλέξανδρο Ήλιο αποδόθηκε η Αρμενία και τα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, στην Κλεοπάτρα Σελήνη η Λιβύη και η κυρηναϊκή και στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη. Η πράξη αυτή με έντονο πολιτικό συμβολισμό, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να ιδρύσει μία αυτοκρατορία με κέντρο την Αλεξάνδρεια, κάτι που τον έφερνε αυτομάτως σε ρήξη με τη Ρώμη και τον Οκταβιανό.
Η Σύγκλητος αφαίρεσε όλους του δημόσιους τίτλους από τον Αντώνιο, ώστε ο Οκταβιανός να έχει αντιμέτωπο ένα απλό ιδιώτη, και ο πόλεμος επίσημα διεξαγόταν εναντίον της Κλεοπάτρας. Η τελική μάχη δόθηκε στο Άκτιο, στη νότια είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Στη βόρεια πλευρά βρισκόταν ο Οκταβιανός με ένα στόλο ελαφρών και γρήγορων πλοίων και στη νότια ο στόλος της Κλεοπάτρας εντός του Αμβρακικού και ο στρατός του Αντωνίου. Τα πλοία του Οκταβιανού επιτηρούσαν τη θαλάσσια είσοδο του κόλπου, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε τρόφιμα και αυτομολήσεις. Τότε αποφασίστηκε η έξοδος από τον κόλπο στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. Η Κλεοπάτρα με 60 πλοία που διασώθηκαν κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και με ένα πλοίο την ακολούθησε ο Μάρκος Αντώνιος.
Ο Οκταβιανός πέρασε το χειμώνα του 31/30 π.Χ. στην Αθήνα και επέστρεψε στην Ιταλία. Την άνοιξη του 30 π.Χ. πραγματοποίησε ένα ταξείδι στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα ζήτησε να διαπραγματευτεί μαζί του. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε, διότι ήθελε και θησαυρό και Αίγυπτο. Την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. ο Αντώνιος αυτοκτόνησε. Η Κλεοπάτρα βρέθηκε νεκρή στον τάφο της, αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το θάνατό της, από τις οποίες μία κάνει λόγο για θάνατο από δηλητήριο φιδιού. Το 30 π.Χ. σημειώθηκε το τέλος του πτολεμαϊκού βασιλείου. Το 29 π.Χ. ο Οκταβιανός πραγματοποίησε θρίαμβο, ο Πτολεμαίος Καισαρίων εκτελέστηκε, τα υπόλοιπα παιδιά συνόδευσαν το θρίαμβο του Οκταβιανού και, πέρα από την Κλεοπάτρα Σελήνη Β’, που δόθηκε ως σύζυγος στο βασιλιά της Μαυριτανίας Ιούδα, δε γνωρίζουμε τι απέγινε Ο Αλέξανδρος Ήλιος και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος.
Τα Φαγιούμ αποτελούν το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως την εποχή μας. Για πρώτη φορά αναφέρονται από τον ιταλό περιηγητή Πιέτρο ντελα Βάλλε το 1615. Ήταν προορισμένα για ταφική χρήση και πήραν το όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, στην οποία ανακαλύφθηκαν αρχικά, 85 χλμ νότια του Καΐρου.Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξήχθησαν από αγγλικές και γαλλικές αποστολές στις αρχές του 19ου αιώνα έφεραν στην επιφάνεια πολλά φαγιούμ, χωρίς ωστόσο να κεντριστεί το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης.
Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο Ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν και ανέσκαψαν μομμιοποιημένα σώματα με φαγιούμ στη θέση της κεφαλής. Τα συγκεκριμένα έργα αγόρασε ο Θίοντορ Γκραφ (1840–1903), αυστριακός επιχειρηματίας και τα παρουσίασε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και τη Νέα Υόρκη.Ένα μεγάλο μέρος του συνολικού corpus τους, ωστόσο, ήλθε στην επιφάνεια χάρις στον άγγλο αρχαιολόγο Sir William Flinders Petrie, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1900 αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ όπου ήταν κρυμμένα, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, γνωστή από τον Ηρόδοτο ως Κροκοδείλων πόλις, κέντρο λατρείας του θεού Σομπέκ.Άριστα διατηρημένα εξαιτίας του ξηρού κλίματος της αιγυπτιακής ερήμου, είχαν ζωγραφισθεί είτε με την εγκαυστική τεχνική ή με την τεχνική της τέμπερας. Οι τεχνικές αυτές προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση, που συνεχίστηκε στις πρωτοχριστιανικές εγκαυστικές εικόνες της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.Η εγκαυστική τεχνική χαρακτηρίζεται από το λιωμένο κερί που με τη βοήθεια του «καυτηρίου», του πινέλου ή του «κέστρου» απλωνόταν πάνω στο ξύλο ή το πανί που έπρεπε να ζωγραφιστεί για να προκύψει ένα πορτραίτο σαν κι εμάς. Το κερί απλωνόταν ομοιόμορφα στη ζωγραφική επιφάνεια και πάνω του ο καλλιτέχνης εκτελούσε την παράσταση που επιθυμούσε. Σε αρκετές περιπτώσεις και ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του νεκρού χρησιμοποιούνταν φύλλα χρυσού, με τα οποία αποδίδονταν διακοσμητικοί στέφανοι και κοσμήματα.
Στις 13 Ιανουαρίου 27 π.Χ. εγκαινιάζεται μία νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους και η ρωμαϊκή κυριαρχία λαμβάνει νέα μορφή. Πρόκειται για το principatus, στα ελληνικά ηγεμονία ή αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου. Το 27 π.Χ. δίδεται στον Οκταβιανό ο τίτλος Αύγουστος (=ανορθωτής). Το νέο πολίτευμα είναι ένας συνδυασμός αρμοδιοτήτων παλαιών θεσμών σε ένα μόνο πρόσωπο. Το καθεστώς του principatum μετατράπηκε σε καθεστώς dominatum.
Το πρώτο κοινό των αχαϊκών πόλεων διαμορφώθηκε αρχικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ως μια συνομοσπονδία πόλεων-κρατών και αποτελούνταν από δώδεκα πόλεις. Τελούσαν περιοδικές πανηγύρεις και θυσίες στον ιερό του Διός Ομαγυρίου (ή Ομαρίου ή Αμαρίου), στο Αίγιο, όπου έλυναν τις έριδες και ρύθμιζαν τα κοινά συμφέροντά τους. Η ομοσπονδία υπήρξε μέχρι τον 3ο π.Χ. αδύναμη και μέχρι τότε σχεδόν αμέτοχος των κοινών ελληνικών πραγμάτων. Μετά την μάχη της Χαιρώνειας, οι περισσότερες πόλεις της άρχισαν να υποκύπτουν σε μακεδονικές φρουρές, ενώ με το τέλος του Λαμιακού πολέμου καταλύθηκε. Οι πρώτες πόλεις Από το έτος 280 π.Χ. άρχισε σταδιακά να δημιουργείται νέα ομοσπονδία αχαϊκών πόλεων κατά μίμηση της γειτονικής Αιτωλικής Συμπολιτείας. Πρώτες συνήλθαν η Δύμη και οι Πάτραι, ενώ ακολούθησαν απομακρύνοντας τις μακεδονικές φρουρές η Τριταία και οι Φαραί και διαδοχικά το Αίγιο, η Βούρα, η Κερύνεια, η Πελλήνη, η Αιγείρα και το Λεόντιο. Χάρτης της αρχαίας Αχαΐας Αίγιον Δύμη Πάτραι Τριταία Φαραί Βούρα Κερύνεια Πελλήνη Αιγείρα Λεόντιο Η ομοσπονδία εκτελούσε ετήσια σύνοδο στο Αίγιο όπου καθορίζονταν τα κοινά ζητήματα. Καταρχήν η εκτελεστική εξουσία είχε ανατεθεί σε δύο στρατηγούς και έναν γραμματέα, αλλά από το 253 π.Χ. κατέληξε σε έναν στρατηγό, σε ένα δεύτερο πολιτειακό άρχοντα, τον ίππαρχο καθώς και ένα ναύαρχο. Ο στρατηγός πλαισιωνόταν από ένα συμβούλιο δέκα ανδρών, των «δημιουργών», που αντιπροσώπευαν τις δέκα αρχικές ομόσπονδες πόλεις. Οι δημιουργοί αποκαλούνταν και «συνάρχοντες» ή «πρόβουλοι». Για κάποιους ιστορικούς το διοικητικό σύστημα της Συμπολιτείας ήταν ένα από τα πρώιμα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν δια αντιπροσώπων των πόλεων στην κεντρική συνέλευση. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος διαφωνεί με αυτό γιατί μαρτυρούνται οχλοκρατικές συνεδριάσεις με μεγάλα πλήθη συνέδρων. Επίσης, σημειώνει ένα σημαντικό μειονέκτημα του πολιτικού συστήματος της Αχαϊκή Συμπολιτεία, ότι δηλαδή το συμβούλιο των δέκα δημιουργών προέρχονταν σχεδόν πάντα για λόγους παράδοσης και πρωτοκαθεδρίας από πολίτες των δέκα πρώτων αχαϊκών πόλεων που πρωτοσχημάτισαν το Κοινό. Με συνέπεια μεγάλες πόλεις που εισήλθαν στην συμπολιτεία να μην εκπροσωπούνται στους δημιουργούς. Επίσης, φαίνεται ιδιαίτερα προς την τελική φάση η πόλη της Μεγαλόπολης να έπαιζε το σημαντικότερο ρόλο στην Συμπολιτεία.
Η Αχαϊκή Συμπολιτεία γνώρισε την πρώτη μεγάλη της επέκταση, από τον Άρατο τον Σικυώνιο που εξεδίωξε τον τύραννο της πόλης του Νικοκλέα και την ενέταξε στην συμπολιτεία. Ο Άρατος εκμεταλλευόμενος την εξασθένιση των Μακεδόνων την επέκτεινε πέρα από την αχαϊκή ενδοχώρα ώστε να περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις βόρειες πολιτείες της Πελοποννήσου. Αρχικά το 243 π.Χ. κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ στην συνέχεια προστέθηκαν τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, η Επίδαυρος, οι Κλεωνές και η αρκαδική Μεγαλόπολη (235 π.Χ.), όταν ο Άρατος έπεισε τον τύραννο Λυδιάδα να προσχωρήσει σε αυτήν. Στην συνέχεια εκμεταλλευόμενος ο Άρατος περί το 230 π.Χ. τις συγκρούσεις Μακεδόνων και Αιτωλών και την αποχώρηση των Μακεδόνων από την Πελοπόννησο, εξαναγκάζει τους τυράννους των ακόλουθων πόλεων να τις εντάξουν στην συμπολιτεία: ο Ξένων της Ερμιόνης, ο Κλειώνυμος του Φλιούντος, και ο Αριστόμαχος του Άργους (229 π.Χ.). Με τη σειρά τους προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία η Αίγινα και το μεγαλύτερο μέρος των αρκαδικών πόλεων. Την ίδια περίοδο η Σπάρτη είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την άθλια κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει μετά την ήττα της από τους Μακεδόνες το 331 π.Χ., χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη του Γ’. Σε λίγα χρόνια είχαν συσταθεί εκ νέου τα παραδοσιακά σπαρτιατικά έθιμα, ανακατανέμεται η γη, απαγορεύονται οι πολυτέλειες, και μεταρρυθμίζεται ο στρατός. Η Σπάρτη σημείωσε αρκετές νίκες εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, κατάστρεψε την νέα έδρα της στην Μεγαλόπολη, και για άλλη μια φορά, κυριάρχησε στην Πελοπόννησο, καθώς αρκετά από τα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Συγκεκριμένα κατελήφθησαν από τον Κλεομένη, ο οποίος εισέβαλε και στην Αχαΐα (μάχη της Δύμης), οι Καφυές, η Πελλήνη, το Άργος και πολλές αρκαδικές κώμες. Προσχώρησαν εκουσίως στη Σπάρτη, ο Φλιούς, οι Κλεωνές, η Επίδαυρος, η Ερμιόνη, η Τροιζήνα, ενώ οι Αχαιοί βλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και αυτής της Κορίνθου ήταν φιλικά διακείμενο προς τη Σπάρτη, ανακήρυξαν τον Άρατο στρατηγό αυτοκράτορα. Ο Άρατος αναγκάστηκε να καλέσει σε βοήθεια τον Μακεδόνα βασιλιά, Αντίγονο Γ' Δώσωνα, υποσχόμενος την εκ νέου παραχώρηση της Ακροκορίνθου και την πληρωμή των εξόδων της εκστρατείας.
Ο Αντίγονος κατέβηκε με 21,400 άνδρες στον Ισθμό δια μέσου της Εύβοιας, αποφεύγοντας τις Θερμοπύλες, που τις κατείχαν οι Αιτωλοί. Αρχικά ηττήθηκε από τον Κλεομένη στο Λέχαιο, αλλά λόγω της αποστασίας των Αργείων που υποκινήθηκαν από τον Αριστοτέλη φίλο του Αράτου, ο σπαρτιατικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει για να μην εγκλωβιστεί σε διπλό μέτωπο. Ο Αντίγονος, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, εξεδίωξε την σπαρτιατική φρουρά από την Μεγαλόπολη, και κατευθύνθηκε στο Αίγιο. Στην συνέλευση που έλαβε χώρα εκεί ανακηρύχθηκε ηγεμόνας όλων των συμμάχων από τους Αχαιούς (223 π.Χ.). Τότε εισέβαλε μαζί με τους Αχαιούς στην Αρκαδία, κατέλαβε τον Ορχομενό και την Τεγέα, ενώ εξανδραπόδισε τους κατοίκους της Μαντινείας λόγω της αποστασίας της από την συμπολιτεία και την επανίδρυσε εκ νέου, με το όνομα Αντιγόνεια, δωρίζοντάς την στους Αργείους.
Εντωμεταξύ ο Κλεομένης με την βοήθεια του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη οργάνωσε το στρατό του, επανακατέλαβε και κατέσκαψε την Μεγαλόπολη την οποία εγκατέλειψαν οι κάτοικοί της για να αποφύγουν την τύχη των Μαντινέων, ενώ εισέβαλε και στην Αργολίδα. Ο Αντίγονος το 222 π.Χ. συγκέντρωσε μεγάλο στράτευμα 30,000 από Μακεδόνες, Ιλλυριούς, Ακαρνάνες, Ηπειρώτες και Αχαιούς, συμμάχους και μισθοφόρους. Η τελική σύγκρουση έλαβε χώρα στη μάχη της Σελλασίας με την οριστική ήττα του Κλεομένη. Ο Αντίγονος αποκατέστησε τον μακεδονικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής.
Από το 220 π.Χ. έως το 217 π.Χ., η Αχαϊκή Συμπολιτεία ενεπλάκη σε πόλεμο με την την Αιτωλική Συμπολιτεία, ο οποίος ονομάζεται Δεύτερος Συμμαχικός Πόλεμος. Ο νεαρός βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε’ ενίσχυσε τους Αχαιούς και καταδίκασε την επιθετικότητα των Αιτωλών σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο. Αφορμή για την σύγκρουση στάθηκαν οι ληστείες που πραγματοποιούσαν οι Αιτωλοί εναντίον των Μεσσηνίων, οι οποίοι κάλεσαν σε βοήθεια τους συμμάχους τους Αχαιούς. Ο Φίλιππος Ε' τελικά κατατρόπωσε τους Αιτωλούς εισβάλλοντας στην περιοχή τους και δίνοντας τέλος σε αυτήν τη σύγκρουση.
Μετά το θάνατο του Αράτου (213 π.Χ.), σημαντικότερος ηγέτης της συμπολιτείας αναδείχτηκε ο Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που είχε ήδη αναγνωρισθεί στη μάχη της Σελλασίας ως ίππαρχος. Το 208 π.Χ. αναγορεύτηκε στρατηγός. Καταρχάς νίκησε και φόνευσε ο ίδιος το 207 π.Χ. περί την Μαντίνεια, τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα που λεηλατούσε τις πόλεις της συμπολιτείας ως σύμμαχος των Αιτωλών. Αυτόν διαδέχθηκε ο Νάβις, που αποδείχθηκε χειρότερος εχθρός: σε συμμαχία με τους πειρατές της Κρήτης, οχύρωσε την Σπάρτη και την κατέστησε ορμητήριο ληστρικών επιδρομών για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Το 197 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατατροπώνουν τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε', ενώ το Τίτος Φλαμινίνος το 196 π.Χ. κατήλθε στην Κόρινθο όταν τελούνταν τα Ίσθμια και ανακήρυξε ότι παραμένουν ελεύθεροι, αφρούρητοι, αφορολόγητοι, και διοικούμενοι κατά τους πατρίους τους νόμους οι Κορίνθιοι, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Ευβοείς, οι Αχαιοί της Φθιώτιδος, οι Μάγνητες, οι Θεσσαλοί και οι Περραιβοί. Οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν περιλήφθηκαν στην διακήρυξη γιατί δεν υπόκεινταν στην μακεδονική δυναστεία. Το 191 π.Χ. ο Νάβις επιχείρησε να καταλάβει παράλιες λακωνικές πόλεις, αλλά ηττήθηκε από το Φιλοποίμενα και θέλοντας να ζητήσει τη συνδρομή των Αιτωλών έχασε τη ζωή του, γιατί οι τελευταίοι επιδίωξαν να γίνουν κύριοι της Σπάρτης. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Αιτωλούς και να συνταχθούν οικειοθελώς στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ταυτόχρονα, οι Ρωμαίοι παρέδωσαν στην συμπολιτεία τους Μεσσήνιους και τους Ηλείους, γιατί διατέλεσαν σύμμαχοι των Αιτωλών και του Αντιόχου. Έτσι το 190 π.Χ. η Αχαϊκή Συμπολιτεία περιλάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αλλά σύντομα με την εμπλοκή των Ρωμαίων, παρουσιάστηκαν διαλυτικές τάσεις. Αρχικά Μεσσήνιοι και Σπαρτιάτες, αποτάθηκαν στη Ρώμη για να χωριστούν από τη συμπολιτεία. Οι Αχαιοί το 183 π.Χ. απέστειλαν άμεσα τον Φιλοποίμενα για να επαναφέρει τη Μεσσήνη στην συμπολιτεία. Αυτός απέκρουσε τους αποστάτες, αλλά αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε. Ο επόμενος στρατηγός Λυκόρτας ο Μεγαλοπολίτης, πατέρας του ιστορικού Πολύβιου, νίκησε τους Μεσσήνιους, τιμώρησε τους αιτίους του φόνου και τους επανέφερε στη συμπολιτεία.
Κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (171 - 168 π.Χ.), οι Ρωμαίοι παρέλαβαν ομήρους από την Αχαϊκή Συμπολιτεία όπως και από άλλες ελληνικές περιοχές (Αιτωλία, Ακαρνανία και Βοιωτία), κατά βάση τους άριστους των πόλεων με την ψευδή κατηγορία ότι ήταν οπαδοί του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, στην ουσία για να διασφαλίσουν την καλή συμπεριφορά απέναντι στη Ρώμη. Από την Αχαϊκή Συμπολιτεία με την υπόδειξη του στρατηγού Καλλικράτη του Λεοντιέος, 1000 εκλεκτοί πολίτες κρατήθηκαν στη Ρώμη με την κατηγορία της συνεργασίας με τον Περσέα, ανάμεσα τους ο ιστορικός Πολύβιος και οι επίσης Μεγαλοπολίτες μετέπειτα στρατηγοί Κριτόλαος και Δίαιος. Μόλις μετά από 17 έτη, το 151 π.Χ. επέστρεψαν οι 300 περίπου εν ζωή τότε Αχαιοί όμηροι στην πατρίδα τους. Το 150 π.Χ. στρατηγός αναδείχθηκε ο Δίαιος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τον προηγούμενο στρατηγό Μεναλκίδα με 3 τάλαντα, για να τον σώσει από την κατηγορία ότι θέλησε να αποσπάσει την Σπάρτη από την συμπολιτεία. Η υπόθεση υποβάλλεται στη ρωμαϊκή βουλή, αλλά ο στρατηγός Δαμόκριτος, ένας από τους 300, επιτίθεται αστραπιαία κατά της Σπάρτης και την επαναφέρει στη συμμαχία. Ταυτόχρονα, μεσολαβεί και η εξέγερση του Ανδρίσκου στη Μακεδονία (150-148 π.Χ.) με συνέπεια ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Μέτελλο να βρίσκονται στην Ελλάδα. Το 147 π.Χ. διαδέχεται τον Δαμόκριτο ο Δίαιος και σε σύνοδο της συμπολιτείας στην Κόρινθο προσέρχεται ο πρέσβης Αυρήλιος Ορέστης που αξιώνει για λογαριασμό της Ρώμης, ότι είναι δίκαιο όχι μόνο η Σπάρτη, αλλά και η Κόρινθος, το Άργος, η Ηράκλεια προς Οίτη και ο αρκαδικός Ορχομενός να αποσπαστούν από τη συμπολιτεία. Οι πρέσβεις περιυβρίστηκαν για αυτήν τους την απαίτηση από τους εξοργισμένους συνέδρους, ενώ άκαρπη απήλθε και μία επόμενη πρεσβεία από τη Ρώμη. Ταυτόχρονα, ο νέος στρατηγός Κριτόλαος, επίσης ένας των 300 ομήρων, παρασκευάστηκε εντός του 146 π.Χ. και κήρυξε πόλεμο κατά της Σπάρτης, με συμμάχους τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδαίους. Πολιορκώντας την Ηράκλεια, που είχε αμέσως αποστατήσει μετά την διακήρυξη του Ορέστη. Ο Μέτελλος που κατήλθε χωρίς να περιμένει ενιχύσεις συνέτριψε τον απροετοίμαστο στρατό του Κριτόλαου στη μάχη της Σκάρφειας, ενώ ακολούθησε και η ήττα από στην Λευκόπετρα της Κορίνθου του επόμενου στρατηγού Δίαιου από τον Λεύκιο Μόμμιο, η καταστροφή της Κορίνθου που έμεινε έρημη για εκατό περίπου χρόνια και η διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Μετά την καταστροφή της Κορίνθου, ο Μόμμιος διέταξε την καταστροφή των τειχών των πόλεων που συμμετείχαν στον πόλεμο, τον αφοπλισμό των κατοίκων, τη διάλυση των συνεδρίων των Αχαιών, των Φωκέων και των Βοιωτών, την κατάλυση των δημοκρατικών πολιτευμάτων εισάγωντας την τιμοκρατία, απαγόρευσε την έγκτησιν και καταδίκασε τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς να πληρώσουν στην Ηράκλεια 100 τάλαντα και τους Αχαιούς στην Σπάρτη 200, επιβάλλοντας ταυτόχρονα στις πόλεις που μετείχαν στον πόλεμο και ετήσιο φόρο στη Ρώμη. Ο φόρος αυτός φαίνεται να καταργήθηκε με παρέμβαση του Πολυβίου. Η περιοχή της συμπολιτείας εξακολουθούσε να έχει μία τυπική αυτονομία υπό την επικυριαρχία της Ρώμης για κάποιο διάστημα, ενώ μετατράπηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας επί Αυγούστου. Το αρχικό όνομα κοινόν των Αχαιών (Αχαϊκής Συμπολιτείας), συνεχίζει να υπάρχει και σε επιγραφές μεταγενέστερες της διάλυσης της συμπολιτείας. Περίπου το 120 π.Χ. Αχαιοί πόλεων της Πελοποννήσου, αφιερώνουν τιμητική επιγραφή[1] στον Δία της Ολυμπίας, μετά από την εκστρατεία τους υπό υπό τον Γναίο Δομέτιο (Gnaeus Domitius) κατά των Γαλατών, στην πέρα των Άλπεων Γαλατία. Ενώ σε άλλη επιγραφή[2] από την Αθήνα, το 221-222 μ.Χ. το κοινόν των Αχαιών, όταν στρατηγός ήταν ο Εγνάτιος Βράχυλλος, αποφάσισε να αποστείλει μια πρεσβεία στον αυτοκράτορα Καρακάλλα.
Η Αιτωλική Συμπολιτεία αποτέλεσε ένα ομοσπονδιακό κράτος της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της Αιτωλίας στην κεντρική Ελλάδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η Ισοπολιτεία και η ταυτόχρονη Αυτονομία των μελών της. Η δημιουργία της ομοσπονδίας πιστεύεται πως έλαβε χώρα περί το 367 π.Χ. και εδραιώθηκε ως αντίπαλος πόλος κυρίως απέναντι στη Μακεδονία, καθώς επίσης την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τις λοιπές πόλεις - κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το 290 π.Χ. προσάρτησε τους Δελφούς και συνέχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. ήλεγχε το σύνολο, σχεδόν, της κεντρικής Ελλάδας εκτός της Αττικής. Στο απόγειο της ακμής της, περιελάμβανε εδαφικά το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Στερεάς Ελλάδας από την Αμφιλοχία έως τη Βοιωτία, έχοντας επεκταθεί στην Ακαρνανία, τη Λοκρίδα, τη Μαλίδα, τους Δόλοπες, τη Φωκίδα και σε μέρος της Θεσσαλίας. Αργότερα με τη Συμπολιτεία ενώθηκαν και άλλες απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα οι πόλεις της Αρκαδίας: Τεγέα, Μαντίνεια, Ορχομενός, Ψωφίδα και Φιγαλεία αλλά και η Κυδωνία στο νησί της Κρήτης.
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στη Φιγαλεία
Μετά την οριστική ήττα του Αντίοχου, το 189 π.Χ., η Αιτωλική Συμπολιτεία υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με τη Ρώμη, αποτελώντας πλέον μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Η Συμπολιτεία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους, εφόσον πλέον απαιτείτο η πλήρης συγκατάθεση της Συγκλήτου για οποιαδήποτε άσκηση εξωτερικής πολιτικής, η καταβολή φόρων και η απελευθέρωση των ομήρων. Αν και συνέχισε να υφίσταται κατ’ όνομα ποτέ ξανά δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη στρατιωτικοπολιτική δύναμη.
Η Καρχηδόνα χτίστηκε σε ένα ακρωτήριο περιτριγυρισμένο από βορά και νότο από θάλασσα. Η τοποθεσία της πόλης την κατέστησε κυρίαρχο εμπορικό σταθμό στην Μεσόγειο. Όσα πλοία ταξίδευαν υποχρεούνταν να περάσουν μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας, όπου η Καρχηδόνα ήταν χτισμένη, αποκομίζοντάς της, έτσι, μεγάλη δύναμη και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Δύο μεγάλα, τεχνητά λιμάνια κατασκευάστηκαν εντός της πόλης, το ένα για την φιλοξενία του πολυάριθμου ναυτικού στόλου των 220 πλοίων που διέθετε η πόλη και το άλλο για εμπορική χρήση. Ένας περιτειχισμένος πύργος επέβλεπε και τα δύο λιμάνια.
Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη, μήκους 37 χιλιομέτρων, μεγαλύτερα των τειχών πόλεων ανάλογου μεγέθους. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών βρισκόταν από την πλευρά της στεριάς, κάτι που αν και μπορεί, αρχικώς, να φανεί παράξενο, είναι απολύτως λογικό, καθώς η κυριαρχία της Καρχηδόνας στην θάλασσα καθιστούσε ιδιαιτέρως απίθανη οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης από εκείνη την κατεύθυνση. Τα 4 με 4,8 χιλιόμετρα μήκους του τείχους που εκτεινόταν κατά μήκος του ισθμού και προς τα δυτικά ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα, κάτι που εξηγεί, ουσιαστικά, τον λόγο για τον οποίο παρέμειναν απαραβίαστα. Η πόλη είχε μια μεγάλη νεκρόπολη ή χώρο ταφής των νεκρών, περιοχή θρησκευτικών μνημείων και ναών, υπαίθριες αγορές, βουλευτήριο, πύργους, καθώς και έναν θέατρο, ενώ ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ισοδύναμες περιοχές κατοικίας, παρόμοιας έκτασης. Στο κέντρο της πόλης έστεκε το υπερυψωμένο φρούριο, γνωστό και ως Μπιρσά. Η Καρχηδόνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μονάχα η Αλεξάνδρεια ήταν μεγαλύτερη), ενώ παρέμεινε τέτοια μέχρι και λίγο πριν την προ της βιομηχανικής επανάστασης περίοδο.
Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές πηγές, Φοίνικες άποικοι προερχόμενοι από τον σημερινό Λίβανο, υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Διδώς (Ελίσσας), ίδρυσαν την Καρχηδόνα. Η Βασίλισσα Ελίσσα (γνωστή, επίσης, και ως "Αλισσάρ") ήταν εξόριστη πριγκίπισσα της παλιάς φοινικικής πόλης της Τύρου. Στο απόγειο της δύναμής της, η μητρόπολη την οποία ίδρυσε, η Καρχηδόνα, έφτασε να αποκαλείται ως η "λαμπερή πόλη," έχοντας υπό τον έλεγχό της άλλες 300 πόλεις περιμετρικά της Δυτικής Μεσογείου και ηγούμενη του φοινικικού κόσμου.
Στο ρωμαϊκό έπος του Βιργιλίου, την Αινειάδα, η Βασίλισσα Διδώ, η ελληνική ονομασία της Βασίλισσας Ελίσσα, παρουσιάζεται αρχικά ως μια ισχυρή προσωπικότητα που αποπνέει σεβασμό. Σε διάστημα μόλις επτά ετών, μετά την αποχώρησή τους από την Τύρο, οι Καρχηδόνιοι είχαν οικοδομήσει εκ νέου ένα ισχυρό βασίλειο υπό την διοίκησή της. Οι υπήκοοί της την λάτρευαν και τις επιφύλασσαν ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια για το έργο της. Ο ευγενικός της χαρακτήρας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από τον Βιργίλιο, όταν αυτή θα προσφέρει άσυλο στον Αινεία και τους άνδρες του, οι οποίοι είχαν μόλις γλιτώσει από την άλωση της Τροίας. Ένα πνεύμα υπό την μορφή του αγγελιοφόρου των θεών, Μερκούριου, σταλμένο από τον Γιούπιτερ, υπενθυμίζει στον Αινεία ότι η αποστολή του δεν είναι να καταλύσει στην Καρχηδόνα με τον νέο του έρωτα, Διδώ, αλλά να ταξιδέψει στην Ιταλία για να ιδρύσει την Ρώμη.
Ο Βιργίλιος ολοκληρώνει την διήγηση του μύθου για την Διδώ με την ιστορία ότι, όταν ο Αινείας εξηγεί στην Διδώ τους λόγους της αποχώρησής του, εκείνη, απογοητευμένη, διέταξε να υψωθεί μια πυρά στο σημείο όπου θα έπεφτε πάνω στο ξίφος του Αινεία. Καθώς κοιτόταν ετοιμοθάνατη, καταράστηκε ο λαός του Αινεία να βρίσκεται πάντα σε πόλεμο με τον δικό της: "γεννηθείτε από τα κόκαλά μου, πνεύματα της εκδίκησης" (4.625, trans. Fitzgerald) λέει, σε μια πιθανή προοικονομία για τον Αννίβα. Οι λεπτομέρειες, ωστόσο, της αφήγησης του Βιργιλίου, δεν αποτελούν κομμάτι του αρχικού μύθου και αποτελούν περισσότερο δείγμα των ρωμαϊκών αισθημάτων απέναντι στην πόλη που μόλις είχαν καταστρέψει, παράδειγμα των οποίων είναι και η διάσημη φράση του Κάτωνα του Πρεσβύτερου, Carthago delenda est, η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί.
Ο Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου (318 π.Χ. - 272 π.Χ.) ήταν Έλληνας[1][2] βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο, καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'.[3] Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας. Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτοντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος.
Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον στρατό του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά.
Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε. Ο ιστορικός Πλούταρχος, στο Βίο του για τον Πύρρο , αναφέρεται στην έμφυτη ροπή του ανθρώπου προς το φθόνο, την απληστία και την αδικία. Όπως ακριβώς και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, έτσι κι ο Πύρρος είχε στην κατοχή του μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Μετά το θάνατο της Δηιδάμειας οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν υπήρξαν ιδιαίτερα φιλικές και η φιλοδοξία τους οδήγησε τελικά σε σύγκρουση.
Ο Δημήτριος αρχικά υποχρέωσε σε ήττα τους Αιτωλούς και αφού άφησε τον Πάνταυχο, τον ικανότερο από τους στρατηγούς του, να τους προσέχει με μεγάλο τμήμα στρατού, εξεστράτευσε κατά του Πύρρου. Οι δύο άνδρες εξαιτίας κάποιου κακού υπολογισμού δεν συναντήθηκαν στο δρόμο και ο Δημήτριος εισέβαλε στην Ήπειρο λεηλατώντας και καταστρέφοντας, ενώ ο Πύρρος συγκρούστηκε νότια με τον Πάνταυχο. Οι δύο αρχηγοί μονομάχησαν και ο Πύρρος κατέβαλε και τραυμάτισε τον Πάνταυχο. Η νίκη του έδωσε τέτοιο θάρρος στους άνδρες του, που κατανίκησαν τους Μακεδόνες και αιχμαλώτισαν 5.000 άνδρες. Με το κατόρθωμά του αυτό, ο Πύρρος όχι μόνο δεν μισήθηκε από τους Μακεδόνες αλλά κέρδισε και τον θαυμασμό τους, καθώς έβλεπαν σε αυτόν τις αρετές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[34] Μετά τη νίκη αυτή, οι Ηπειρώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «Αετός». Λίγο αργότερα, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε ασθενήσει σοβαρά, ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία με στόχο κυρίως να προβεί σε λεηλασίες κι όχι να εμπλακεί σε μάχη. Ωστόσο παραλίγο να την κατακτήσει ολόκληρη καθώς έφτασε μέχρι την Έδεσσα χωρίς να συναντήσει καμία απολύτως αντίσταση. Μάλιστα πολλοί άνδρες ενώνονταν με το στρατό του προκειμένου να τον υπηρετήσουν. Τελικά, όταν πλέον οι Μακεδόνες είχαν οργανώσει την αντίστασή τους, ο Πύρρος άρχισε να οπισθοχωρεί. Αυτό του κόστισε όμως τη ζωή αρκετών ανδρών.
Οι συνασπισμένοι βασιλείς επιτέθηκαν στον Δημήτριο . Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά νερά με μεγάλο στόλο προκειμένου να υποκινήσει τις ελληνικές πόλεις σε επανάσταση, ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε στην Άνω Μακεδονία. Τότε ο Πύρρος προήλασε με κατεύθυνση τη Βέροια προβλέποντας σωστά ότι ο Δημήτριος θα είχε σπεύσει να αντιμετωπίσει το Λυσίμαχο αφήνοντας την περιοχή αυτή ανυπεράσπιστη.[41] Αφού κατέλαβε την πόλη, άρχισε να προσαρτά στην επικράτειά του ολοένα και περισσότερες περιοχές με τους στρατηγούς του. Ο Δημήτριος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αποφάσισε τελικά πως οι στρατιώτες του θα προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν τον Πύρρο, που ήταν ξένος, παρά το Λυσίμαχο, που ήταν διακεκριμένος Μακεδόνας στρατηγός. Όταν όμως έφτασε κοντά στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών, μεγάλο μέρος του στρατού του, παρασυρμένο από τις φήμες για τις αρετές του Πύρρου, πέρασε με ενθουσιασμό στο πλευρό του εχθρού. Έτσι ο Δημήτριος έχασε το θρόνο του κι αναγκάστηκε να καταφύγει μεταμφιεσμένος στην Κασσάνδρεια. Εκεί αντιμετώπισε νέα συμφορά, καθώς η σύζυγός του Φίλα, συγκλονισμένη από την κατάσταση, αυτοκτόνησε.
Σύντομα κατέφθασε στη Μακεδονία ο Λυσίμαχος, ο οποίος διεκδίκησε για τον εαυτό του το μισό βασίλειο. Αν και δεν υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο Πύρρος και Λυσίμαχος πράγματι προχώρησαν σε κάποιο είδος συμφωνίας, ωστόσο γρήγορα φάνηκε πως τα συμφέροντά και η φιλοδοξία τους δεν θα επέτρεπαν την αρμονική συμβίωση. Παράλληλα ο Δημήτριος μετέβη στη Νότια Ελλάδα καταφέρνοντας για πολλοστή φορά στην πολυτάραχη ζωή του να ορθοποδήσει, προετοιμάζοντας εκστρατεία στην Ασία. Ο Πύρρος τότε μετέβη στην Αθήνα, όπου και προσέφερε θυσίες στην Ακρόπολη. Έκανε μεν ειρήνη με το Δημήτριο, όταν όμως εκείνος αναχώρησε για την εκστρατεία του, ο Πύρρος ακολούθησε τη συμβουλή του Λυσίμαχου να υποκινήσει τις πόλεις υπό την επιρροή του Δημητρίου στη Θεσσαλία σε επανάσταση. Όταν τελικά ο Δημήτριος ηττήθηκε οριστικά στην Ασία, ο Λυσίμαχος ήταν ελεύθερος πλέον να διεκδικήσει τη Μακεδονία στο σύνολό της. Αρχικά απέκοψε το στρατόπεδο του Πύρρου από προμήθειες φέρνοντας τους άνδρες του σε δύσκολη κατάσταση. Κατόπιν άρχισε με γράμματα να επιτιμά τους επιφανείς Μακεδόνες που είχαν συμμαχήσει με τον Πύρρο, τονίζοντας το γεγονός πως ο Πύρρος ήταν όχι απλά ξένος, αλλά καταγόταν κι από ένα έθνος που παραδοσιακά ζούσε στη σκιά της Μακεδονίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Πύρρος τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί οριστικά στην Ήπειρο. Η αφήγηση του Πλουτάρχου αφήνει να εννοηθεί πως η συμβασιλεία των δύο ανδρών στη Μακεδονία κράτησε για περίπου τρία χρόνια (288 - 285 π.Χ.) Από την πλευρά του ο Ευσέβιος αναφέρει ρητά πως η βασιλεία του Πύρρου στη Μακεδονία είχε διάρκεια επτά μηνών κατά το δεύτερο χρόνο της 123ης Ολυμπιάδας (287 π.Χ.). Ο Παυσανίας, επιπλέον, υποστηρίζει πως ο Λυσίμαχος πραγματοποίησε κάποια στιγμή - που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια - μια εισβολή στην Ήπειρο, εκμεταλλευόμενος την απουσία του βασιλιά της. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης λεηλάτησε τη χώρα, φτάνοντας μέχρι τους βασιλικούς τάφους.
Εκείνη την επόοχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία. Η ελληνική αυτή πόλη δεν είχε τα μέσα να συνεχίσει τις εχθροπραξίες αλλά ούτε και μπορούσε να τις σταματήσει λόγω της επιμονής των δημαγωγών. Κάλεσαν λοιπόν οι Ταραντίνοι τον Πύρρο να έρθει στην Ιταλία να τους βοηθήσει, αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές του ικανότητες, όχι απλά εκ μέρους του Τάραντα, αλλά και ολόκληρης της Κάτω Ιταλίας, συγκεντρώνοντας στρατιώτες από τη Λευκανία, τη Μεσσαπία, το Σάμνιο και τον Τάραντα, κάπου 20.000 ιππείς και 350.000 πεζούς στο σύνολο. Αυτό όχι μόνο κέντρισε το ενδιαφέρον του Πύρρου αλλά και την προθυμία των Ηπειρωτών να λάβουν μέρος στην εκστρατεία. Την ίδια περίοδο (281 π.Χ.), στρατιώτες από τον Τάραντα τον βοήθησαν στην ανάκτηση της Κέρκυρας. Στη μάχη αυτή αναφέρεται πως διακρίθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος, ο οποίος αν και σε πολύ νεαρή ηλικία κατέλαβε την πόλη με μόλις 60 άνδρες.= Ήταν το 280 π.Χ. όταν αρχικά ο Πύρρος έστειλε στον Τάραντα 3.000 άνδρες με επικεφαλής τον Κινέα, έναν ικανό και σοφό ρήτορα από τη Θεσσαλία, μαθητή του Δημοσθένη, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε διπλωματικές αποστολές. Ανέθεσε την διακυβέρνηση της Ηπείρου στον γιο του Πτολεμαίο, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών και πήρε μαζί του τους δύο μικρότερους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Έλενο.[56] Επιπροσθέτως, ο Πύρρος ήρθε σε επαφή με τον τότε κύριο της Μακεδονίας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, για να τον ενισχύσει με Μακεδόνες στρατιώτες. Πράγματι ο Πτολεμαίος του έστειλε 5.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και 50 ελέφαντες, με την προϋπόθεση να τους αφήσει να επιστρέψουν έπειτα από δύο χρόνια. Έχοντας κάνει αυτούς τους διακανονισμούς, επιβίβασε σε πολυάριθμα πλοία 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονήτες και αναχώρησε. Όταν όμως ο στόλος έφτασε στα μέσα του Ιονίου πελάγους, σκόρπισε εξαιτίας ξαφνικής κακοκαιρίας. Όταν πλέον κατάφεραν να συγκεντρωθούν οι αρχικές του δυνάμεις στον Τάραντα, βλέποντας την απροθυμία των ντόπιων να πολεμήσουν πλάι του, τους στρατολόγησε διά της βίας, απαγορεύοντας στην πόλη τους εορτασμούς, τη χρήση των δημόσιων λουτρών και γενικά κάθε μορφή απολαύσεων, μια και βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Αυτό δυσαρέστησε αρκετούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη. Τότε κατέφθασαν νέα ότι ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος, Ρωμαίος με το αξίωμα του υπάτου για τη χρονιά εκείνη, κινούνταν εναντίον του, λεηλατώντας παράλληλα τη Λευκανία. Προτού εμπλακεί σε μάχη, ο Πύρρος αποφάσισε να στείλει στους Ρωμαίους μήνυμα, με το οποίο τους προέτρεψε να τον αποδεχτούν ως διαμεσολαβητή στη διαφωνία τους με τους Σαμνίτες, Ταραντίνους και Λευκανούς. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη φιλία του και την παροχή βοήθειας σε περιόδους πολέμου, διαφορετικά μετά το πέρασμα δέκα ημερών θα ξεκινούσαν εχθροπραξίες. Στην απάντησή τους οι Ρωμαίοι εξέφρασαν την περιφρόνησή τους προς την αλαζονεία του, δηλώνοντας ότι δεν φοβούνταν την προοπτική της μάχης μαζί του. Ο Διονύσιος υποστηρίζει πως περίπου 15.000 Ρωμαίοι και 13.000 σύμμαχοι του Πύρρου βρήκαν το θάνατο, ωστόσο ο Ιερώνυμος αναφέρει κάπου 7.000 και λιγότερους από 4.000 άνδρες αντίστοιχα. Όπως και να έχει ο Πύρρος έχασε εκείνη τη μέρα καλούς στρατιώτες και ακριβούς φίλους και κατά μία εκδοχή τραυματίστηκε κι ο ίδιος. Μολαταύτα είχε την τύχη όχι μόνο να καταλάβει το στρατόπεδο που εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι αλλά και την ικανοποίηση να νικήσει το ρωμαϊκό στρατό μοναχά με τους άνδρες του και μερικούς Ταραντίνους.Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες και οι Λοκροί, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης αυτής, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες. Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την ήττα τους με αποφασιστικότητα. Δεν καθήρεσαν τον Λαιβίνο αν και ελέχθη στην Ρώμη ότι δεν νίκησαν οι Ηπειρώτες τους Ρωμαίους αλλά ο Πύρρος τον Λαιβίνο με την στρατηγικότητά του. Συγκέντρωσαν με ταχύτητα νέες λεγεώνες έχοντας την πρόθεση να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο Πύρρος, κρίνοντας πως η κατάληψη της Ρώμης ήταν ανέφικτη με τις δυνάμεις που είχε, έστειλε το ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις. Η πρεσβεία μετέφερε δώρα και δελεαστικές προτάσεις στους Ρωμαίους: ο βασιλιάς υποσχόταν να επιστρέψει χωρίς λύτρα τους αιχμαλώτους και να βοηθήσει τη Ρώμη να υποτάξει την Ιταλία με αντάλλαγμα συμμαχία και ασυλία για τους Ταραντίνους. Ο λαός και η Σύγκλητος αρνήθηκαν όλα τα δώρα, ωστόσο επιθυμούσαν τη σύναψη ειρήνης, καθώς προέβλεπαν νέα ήττα τώρα που οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας είχαν συνασπιστεί με τους Ηπειρώτες.
Οι Ρωμαίοι έχασαν, στη σύγκρουσή τους με τον Πύρρο στο Άσκλο, 6.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ενώ από την πλευρά του Πύρρου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του βασιλιά στα «Υπομνήματά» του, χάθηκαν 3500 άνδρες.Από την πλευρά του ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που παρέχει λεπτομερή περιγραφή της σύγκρουσης αυτής, δεν αναφέρει δύο μάχες στο Άσκλον, αλλά μοναχά μία ημέρα εχθροπραξιών. Σημειώνει επίσης ότι οι δυνάμεις του Πύρρου, έχοντας χάσει τις αποσκευές τους, τα ζώα, τις σκηνές και τους σκλάβους, στρατοπέδευσαν τη νύχτα στην ύπαιθρο, χωρίς αρκετό φαγητό και ιατρική φροντίδα, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν πολλοί από τους τραυματίες. Όσο για εκείνους που διακρίθηκαν, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τους Μακεδόνες από την πλευρά του Πύρρου, που απέκρουσαν την Πρώτη Λεγεώνα και τους λατίνους συμμάχους, και από την πλευρά των Ρωμαίων τους άνδρες της Δεύτερης Λεγεώνας που αντιμετώπισαν τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και Χάονες. Η μάχη αυτή μας έδωσε την έκφραση «Πύρρειος νίκη» που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος. Ο Πύρρος είχε πλέον χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και όλους σχεδόν τους φίλους και στρατηγούς του. Επιπροσθέτως δεν είχε κάποιον άλλον να καλέσει από την πατρίδα, ενώ οι σύμμαχοί του στην Ιταλία άρχισαν να δείχνουν απροθυμία για μάχη, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που αναγεννιούνταν από τη στάχτη τους και ρίχνονταν στη μάχη με νέα αποφασιστικότητα. Ο Πλούταρχος μεταφέρει πως όταν ο βασιλιάς λάμβανε συγχαρητήρια για τη νίκη του απαντούσε: «Εάν νικήσουμε σε άλλη μια μάχη τους Ρωμαίους, θα καταστραφούμε εντελώς» (ἂν ἔτι μίαν μάχην Ῥωμαίους νικήσωμεν, ἀπολούμεθα παντελῶς.).
Τέτοια ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν στον Πύρρο δύο απροσδόκητα μηνύματα. Οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας Ακράγαντας, Συρακούσες και Λεοντίνοι τον προσκάλεσαν στα εδάφη τους προκειμένου να τους απαλλάξει από την απειλή της Καρχηδόνας, της έτερης μεγάλης δύναμης στη Δυτική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα κατέφθασαν νέα από την Ελλάδα, ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Πτολεμαίος Κεραυνός είχε χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας εισβολής Γαλατών (279 π.Χ.) και πως το πεδίο για την κατάληψη της Μακεδονίας ήταν ελεύθερο. Ο Πύρρος βρήκε δελεαστικότερη την πρώτη πρόταση. Προτού αναχωρήσει, έστειλε τον Κινέα στο νησί να προλειάνει το έδαφος και εγκατέστησε φρουρά στον Τάραντα - προς μεγάλη δυσαρέσκεια των κατοίκων - να προσέχει τα πράγματα κατά την απουσία του.
Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα, λεηλατώντας παράλληλα τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες του στον Πύρρο εν μέρει εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με τον παλαιό ηγεμόνα τους, τον Αγαθοκλή. Αφού απέπλευσε από τον Τάραντα, έφτασε δέκα ημέρες μετά στους Λοκρούς,[84] όπου και εγκατέστησε το γιο του, Αλέξανδρο. Αφού έλαβε ενισχύσεις σε άνδρες κι από το Ταυρομένιο (σημ. Taormina), έπλευσε στην Κατάνη, όπου και αποβίβασε τους άνδρες του. Καθώς προήλαυνε προς τις Συρακούσες, ο στόλος του τον ακολουθούσε σε πολεμική ετοιμότητα. Φτάνοντας στην πόλη, αποκαλύφθηκε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη. Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης. Εκεί συμφιλίωσε το Θοίνωνα και το Σωσίστρατο, δύο επιφανείς Έλληνες που έριζαν για κυριαρχία στο νησί, κερδίζοντας επιπλέον συμμάχους, στρατιώτες, εξοπλισμό αλλά και δημοφιλία ανάμεσα στον απλό λαό. Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που παραδίδονταν στα χέρια του και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ο Πύρρος τους δέχτηκε όλους με ευγένεια, κάνοντας φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον. Σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο, χάρις στις επιτυχίες του στο μεγάλο νησί, έλαβε τον τίτλο του «Βασιλέως της Σικελίας» (278 π.Χ.). Όταν κατέφθασαν νέα από την Ιταλία για τις επικίνδυνες κινήσεις της Ρώμης, ο Πύρρος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα: ήταν εξίσου επικίνδυνο να μην αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους με το να αποσύρει στρατεύματα από τη Σικελία. Τελικά αποφάσισε να παραμείνει στο νησί απομακρύνοντας οριστικά την απειλή των Καρχηδονίων και μετά να μεταβεί στην Ιταλία, αφού θα είχε ελευθερώσει τα χέρια του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν τελικά αποχώρησε από τη Σικελία, στους συμμάχους του φάνηκε αυτό ως παραδοχή ήττας. Έτσι επαναστάτησαν εναντίον του, κάνοντας τους κόπους του να πάνε χαμένοι.
Η επίθεση αποκρούστηκε στο Μπενεβέντουμ και ο Πύρρος έχασε τους μισούς από τους ελέφαντές του. Την επόμενη ημέρα οι Ρωμαίοι πήραν την πρωτοβουλία των ενεργειών. Η αρχική τους επίθεση, χάρις στην ευστροφία του Πύρρου και τη σθεναρή αντίσταση των Ηπειρωτών, απέτυχε. Ωστόσο ένα δεύτερο κύμα φόβισε τους ελέφαντες - πιθανώς με φλεγόμενα βέλη - κάνοντάς τους να στραφούν ενάντια στους Ηπειρώτες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης άτακτα και ο Πύρρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί από τη μάχη. Η ήττα αυτή, που έλαβε χώρα το 275 π.Χ., σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων και πόρων για να συνεχιστεί η εκστρατεία, οδήγησε το βασιλιά της Ηπείρου στη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει την Ιταλία και να επιστρέψει στην πατρίδα, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών αγώνων.= Η επιστροφή του στην Ήπειρο με 8.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, σήμαινε πως έπρεπε να βρει χρήματα για την μισθοδοσία τους και για να τους κρατήσει για μελλοντικές εκστρατείες. Έπρεπε να καταφύγει εκ νέου σε πόλεμο, οπότε τον επόμενο χρόνο, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στο στρατό του, εισέβαλε στη Μακεδονία, την οποία κυβερνούσε ο Αντίγονος Β' Γονατάς. Η εκστρατεία του πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο, πράγμα που ξύπνησε μέσα του το πάθος για κατακτήσεις, κάνοντάς τον να προχωρήσει παραπέρα από τους αρχικούς του σκοπούς. Έχοντας καταλάβει πολλές πόλεις και συμμαχώντας με δύο χιλιάδες πρώην άντρες του Αντίγονου, οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.Αποφάσισε λοιπόν να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο. Επιτέθηκε στο στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση στον αντίπαλο. Οι πολυάριθμοι Γαλάτες της οπισθοφυλακής του Αντίγονου, αν και αντιστάθηκαν γενναία, έπεσαν οι περισσότεροι, οι δε οδηγοί των ελεφάντων παραδόθηκαν. Έχοντας λάβει τέτοιαν ενίσχυση, ο Πύρρος βάδισε προς την φάλαγγα των Μακεδόνων, που έχοντας χάσει το ηθικό της, ήταν απρόθυμη για μάχη. Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά τους διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να συνταχθούν μαζί του. Στον Αντίγονο δεν έμεινε παρά η επιλογή να διαφύγει με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ στον Αντίγονο έμεναν διάφορες παραθαλάσσιες πόλεις. Ο δεύτερος χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη και συγκέντρωσε ένα στρατό μισθοφόρων Γαλατών σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση. Ωστόσο ηττήθηκε σε δεύτερη μάχη, αυτή τη φορά από τον γιο του Πύρρου, τον Πτολεμαίο και έκτοτε περιφερόταν από τόπο σε τόπο.=Μετά τις επιτυχίες του αυτές ο Πύρρος, καταλαμβάνοντας τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εγκατέστησε φρουρά Γαλατών. Οι τελευταίοι, άπληστοι και ξένοι στον τόπο, έσκαψαν τους βασιλικούς τάφους, σκορπίζοντας τα λείψανα καθώς έψαχναν για χρυσό. Ο Πύρρος αδιαφόρησε ή φοβήθηκε να τους τιμωρήσει και κατηγορήθηκε γι’ αυτό από τους Μακεδόνες. Κάνοντας πάλι διάφορα σχέδια, αποκαλούσε αναίσχυντο τον Αντίγονο επειδή φορούσε ακόμη την πορφύρα.
Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους και ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις, ότι δήθεν ήρθε να ελευθερώσει τις πόλεις από τον Αντίγονο. Όταν εισήλθε στην επικράτεια της Σπάρτης άρχισε να λεηλατεί τη χώρα.-= Καθώς ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρεύς Α' και οι στρατιώτες του απουσίαζαν στην Κρήτη εκείνες τις ημέρες, και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, ο Πύρρος θεώρησε ότι η πόλη θα έπεφτε εύκολα. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού σκάβοντας ένα μεγάλο χαντάκι, εφόσον η πόλη δεν είχε τείχη. Αξιοσημείωτο είναι ότι επρόκειτο κυρίως για ηλικιωμένους και γυναίκες, που ενώ είχαν την ευκαιρία, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη στην τύχη της. Στη μάχη συμμετείχε ο ίδιος ο Πύρρος, ο οποίος απεγνωσμένα προσπάθησε να βοηθήσει τους άνδρες του να περάσουν το χαντάκι και τις γραμμές των Σπαρτιατών. Ωστόσο ο Ακρότατος, νεαρός γιος του Αρέως, οδήγησε μια ομάδα Σπαρτιατών πίσω από τις γραμμές των επιτιθέμενων. Η ξαφνική αυτή επίθεση από τα νώτα τους, έφερε σε σύγχυση τους στρατιώτες του Πύρρου, που συνωστίζονταν κοντά στο χαντάκι και είχαν βαρειές απώλειες. Όταν ο Ακρότατος επέστρεψε στην πόλη, οι συμπατριώτες του τού επεφύλαξαν μεγάλες τιμές.
Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ας ανακεφαλαιώσουμε το ιστορικό παράδειγμα των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μιλάμε για τον 4ο, τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.
Η αττική διάλεκτος, στη 'διευρυμένη' διεθνική της μορφή έγινε η επίσημη γλώσσα αλλά και η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις που ίδρυσαν στα κατακτημένα εδάφη ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του του και που οι κάτοικοί τους συνήθως προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι, αυτή η τροποποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου - που ονομαζόταν από τους γραμματικούς η κοινή διάλεκτος - έγινε η μητρική γλώσσα για τις καινούργιες ελληνικές κοινότητες στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, τη Μεσοποταμία και τον ιρανικό κόσμο και εκτόπισε βαθμιαία τις παλιές διαλέκτους της κυρίως Ελλάδας· αλλά το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Η κοινή διάλεκτος έγινε επίσης, με ορισμένες υποδεέστερες εξαιρέσεις, η γλώσσα της πεζογραφίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν μια γλωσσική μορφή που δεν είχε πια τις ρίζες της στον προφορικό λόγο μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Στην πολύμορφη, πολυεθνική, απέραντη έκταση που εκτεινόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα ως το σημερινό Αφγανιστάν στον βορρά και την Ινδία στον νότο, κατά την εποχή της ακμής των ελληνιστικών κρατών, μικρών και μεγάλων, αλλά και μετά την κατάλυσή τους, όταν περιήλθαν τα περισσότερα στους Ρωμαίους, μπορούμε να διακρίνουμε περιοχές δύο κατηγοριών, αν τεθεί ως κριτήριο η γλώσσα. Από τη μια, είναι η ηπειρωτική Ελλάδα (Μακεδονία και νότια Ελλάδα), τα νησιά του Αιγαίου και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όπου μοναδικό γλωσσικό όργανο των κατοίκων ήταν η ελληνική γλώσσα, που όπως και τον 5ο αιώνα παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία διαλέκτων. Από την άλλη, είναι οι περιοχές όπου η διαδικασία εξελληνισμού των αυτόχθονων κατοίκων που συνέχισαν να μιλούν τη δική τους γλώσσα διήρκεσε όλη την ελληνιστική περίοδο.
Σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα που προέρχονται από τις περιοχές των δύο αυτών κατηγοριών και έχουν ως σήμερα εκδοθεί, η ελληνιστική κοινή, που εξελίχθηκε από την αττική διάλεκτο με επιδράσεις από άλλες ελληνικές διαλέκτους και άλλες γλώσσες της Ανατολής, συνάντησε αντίσταση στις αλλόγλωσσες περιοχές της δεύτερης κατηγορίας. Αλλά και στις ελληνόγλωσσες περιοχές της πρώτης κατηγορίας η ελληνιστική κοινή δεν καθιερώθηκε παντού με τον ίδιο ρυθμό. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου η αντίσταση κατά της ελληνιστικής κοινής οφειλόταν είτε σε προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης μετά την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας είτε σε προσπάθεια επίδειξης πολιτικής δύναμης. Στις περιοχές της δεύτερης κατηγορίας -δηλαδή στην ανατολική Μεσόγειο και την Ανατολία- υπήρξαν, από τη μια, μέρη όπου η σταδιακή επικράτηση της ελληνιστικής κοινής ήταν τελικά ολοκληρωτική με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η γλώσσα του αυτόχθονος πληθυσμού· και από την άλλη, μέρη όπου η διγλωσσία χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του ντόπιου πληθυσμού. H ολοκληρωτική επικράτηση της ελληνιστικής κοινής παρατηρείται σε παραλιακές περιοχές της Ασίας με πολλές ελληνιστικές πόλεις, παλιές και νέες, οι οποίες δέχτηκαν μεγάλο κύμα ελλήνων μεταναστών από τη Μακεδονία και τη λοιπή Ελλάδα και εξελίχτηκαν σε σημαντικά πολιτισμικά και εμπορικά κέντρα αυτής της περιόδου.
Έτσι, η σημιτική ντόπια γλώσσα φαίνεται ότι είχε εξαφανιστεί από τις φοινικικές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας.
Το ίδιο φαίνεται πως είχε γίνει με την καρική, τη λυδική και άλλες ιθαγενείς γλώσσες της δυτικής Μικράς Ασίας στις ελληνιστικές πόλεις της περιοχής. Αντίθετα, σε περιοχές όπου ο πληθυσμός των ελεύθερων μισθωτών αγροτών στο μεγαλύτερο ποσοστό του δεν ήταν οργανωμένος σε πόλεις, η ντόπια γλώσσα εξακολούθησε να είναι το μοναδικό όργανο επικοινωνίας για τους αυτόχθονες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, που εξακολούθησαν να ζουν με τον πατροπαράδοτο τρόπο σε χωριά στην ύπαιθρο· διγλωσσία χαρακτήριζε τα μέλη της ντόπιας ανώτερης τάξης, που εκτός από τη γλώσσα του τόπου τους γρήγορα μάθαιναν να χειρίζονται την ελληνιστική κοινή, το γλωσσικό όργανο με το οποίο ήταν δυνατή η επικοινωνία με τους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων και η διεκπεραίωση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στην Αίγυπτο οι ανάγκες λειτουργίας της γραφειοκρατικής διοίκησης, που φρόντιζε για τα συμφέροντα της μακεδονικής δυναστείας των Πτολεμαίων, προβάλλουν ως καθοριστικός παράγοντας για την επικράτηση της ελληνιστικής κοινής και τον εξελληνισμό άλλων εθνοτήτων. Στο σελευκιδικό όμως βασίλειο φαίνεται ότι έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο η τεράστια έκταση και η ανομοιογένεια των λαών του κράτους. Ήταν οι κύριοι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ίδρυση πόλεων ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές, που σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες ήταν έρημες στην εποχή των Aχαιμενιδών. […] Oι νέες πόλεις που θεωρούνταν απαραίτητο στοιχείο για τον έλεγχο των περιζήτητων ή/και προβληματικών περιοχών προσείλκυσαν πολύ κόσμο από διάφορα μέρη και διάφορες τάξεις· όχι μόνο γιατί πρόσφεραν ευκαιρίες για εμπορικές επιτυχίες και εκμετάλλευση ανεκμετάλλευτων ως τότε παραγωγικών πόρων, αλλά και γιατί εξασφάλιζαν πολυπόθητη γη στους μετανάστες, στους οποίους την παραχωρούσαν οι μονάρχες. Ανάμεσα στον ετερόκλητο αυτό πληθυσμό μεταναστών, όσοι κατάγονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα ξεχώριζαν από τους άλλους μετανάστες για δύο λόγους: αφενός ήταν γνώστες της πολεμικής τακτικής της μακεδονικής φάλαγγας, που εξακολούθησαν να εφαρμόζουν οι ελληνιστικοί μονάρχες, και αφετέρου μιλούσαν ελληνικά, που ήταν η γλώσσα της βασιλικής αυλής, της διοίκησης, των δικαστηρίων και του εμπορίου.
Tα προσόντα τους αυτά τους αναδείκνυαν σε κυρίαρχη οικονομικοκοινωνική και πολιτική τάξη, η οποία σε σύγκριση με τον πολυπληθέστερο ντόπιο πληθυσμό ήταν μόνο μια μειονότητα, η ελληνομακεδονική. Κατά συνέπεια, λόγοι διατήρησης των οικονομικοκοινωνικών και πολιτικών προνομίων που τους εξασφάλιζαν τα παραπάνω προσόντα, τους έπειθαν να ξεχνούν τις πολλές διαφορές που είχαν λόγω προέλευσης και κοινωνικής τάξης και να επιδιώκουν την επίδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη ελληνικής συνοικίας στις πόλεις, από την προσαρμογή των θεσμών διοίκησης της ελληνικής πόλης-κράτους στις νέες συνθήκες και από την οργάνωση ειδικών χώρων, όπως το θέατρο, το γυμνάσιο, η βιβλιοθήκη, ως ιδιαίτερων κέντρων της πολιτιστικής τους ζωής. Πολλές ελληνιστικές πόλεις απέκτησαν βιβλιοθήκη, η Αντιόχεια, η Πέργαμος, η Αλεξάνδρεια.
Πρέπει να έχουμε στον νου μας τις περιοχές της Αρκαδίας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, ώστε να "καταχωρήσουμε" τις ιστορικές πληροφορίες που τις αφορούν.
Και πάλι ο γεωγραφικός χάρτης (και μάλιστα ο χάρτης της σύγχρονης οδοποιίας) είναι απαραίτητος.
197 Π.Χ. Οι Ελληνες δέν κατάφεραν να κάνουν υπέρβαση από τη φρατριαστική μικροπολιτική και έφτασαν σε σημείο να συμμαχούν με τους Ρωμαίους για την εξουδετέρωση των ομοεθνών τους. Ήταν πλέον φανερό ότι δεν είχαν πια στρατηγούς της κλάσης του Φιλίππου Β’ ή του Μ. Αλεξάνδρου. Με την εξουδετέρωση της Καρχηδόνας οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να επεκταθούν. Η Ρώμη εμφανίζονταν σαν μία δημοκρατία που θα βοηθούσε τους Έλληνες στον αγώνα τους κατά των αυταρχικών δεσποτών της Μακεδονίας και των Ελληνιστικών αυτοκρατοριών. Η συμβολή των Ελλήνων συμμάχων της Ρώμης στη επικράτησή της συνήθως αποσιωπάται. Ο Φίλιππος Ε’ είχε ορθά προβλέψει ότι οι Ρωμαίοι με τη βοήθεια των Αιτωλών θα προσπαθούσαν να εισβάλουν από Δυσμάς με άξονα προέλασης την κοιλάδα του Αψου. Εδώ έχουμε μια τραγική επανάληψη των Θερμοπυλών. Ο Ρωμαϊκός συνασπισμός άρχισε να έχει δυσκολίες καθώς το έδαφος ευνοούσε του αμυνόμενους στην κοιλάδα του Αψου. Το αντιμακεδονικό κόμμα της Ηπείρου όμως, έστειλε οδηγό στον Φλαμινίνο που τον βοήθησε να περικυκλώσει και να εξουδετερώσει τους υπερασπιστές των στενών. Το αρχαϊκό πνεύμα της ομόνοιας προ του βαρβάρου είχε πεθάνει.
Οι Ρωμαίοι με το Αιτωλικό ιππικό εισέβαλαν στη Θεσσαλία και ο Φίλιππος αποπειράθηκε να τους σταματήσει στην τοποθεσία «Κυνός Κεφαλαί» . Και πάλι οι φάλαγγα υπερίσχυσε κατά μέτωπο της λεγεώνας. Μόλις όμως οι Αιτωλοί πλευροκόπησαν τος Μακεδόνες, η φάλαγγα συνετρίβει Ο Λίβιος πιστεύει ότι φάλαγγα στην κατά μέτωπο σύγκρουση δεν κινδύνευε από τη λεγεώνα και αναφέρει το παράδειγμα του Ατρακα όπου οι φαλαγγίτες απέκρουσαν τους λεγωνάριους παρά το αριθμητκο τους μειονέκτημα αφου είχαν τα πλευρά τους εξασφαλισμένα.
Ο Λίβιος όμως υπογραμμίζει την ελλιπή απόδοση των ελαφρών Ελληνικών τμημάτων και την ανεπαρκή οχύρωση των Ελληνικών στρατοπέδων. Η ελλιπής ασφάλεια των στρατοπέδων ήταν και ο λόγος επικράτησης των Ρωμαίων στις Θερμοπύλες το 191 π.Χ. Η νυχτερινή Ρωμαϊκή επίθεση αιφνιδίασε τους Αιτωλούς που φρουρούσαν την Αννοπαία Ατραπό. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι η φρούρηση ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα η φρουρά να σφαγεί και το στενό να παραβιαστεί. Παρόμοια περίπτωση πλημμελούς φρούρησης που οδηγεί σε παραβίαση στενού έχουμε στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα το 168 π.Χ. όταν οι Ρωμαίοι διαλύουν το στράτευμα του Μίλου.
Ο Περσέας παρουσιάζεται απο τον Πλούταρχο με μελανά χρώματα στο βίο το Αιμίλιου Παύλου. Η αλήθεια μάλλον είναι πως τον κατέτρεχαν φοβίες σχετικά με τη γνησιότητα της διαδοχής και για να γίνει αρεστός στην Ελλάδα εγκαταλείπει την παραδοσιακή φιλο-ολιγαρχική πολιτική του πατέρα του και υποστηρίζει τα λαϊκά ή «λαϊκίστικα» κατά πολλούς αιτήματα. Ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος τον θεωρούν ίσως όχι άδικα δημαγωγό και όχι βασιλιά. Οι πληροφορίες για τη δράση του Περσέα στην Πύδνα είναι αντιφατικές. Όλες όμως συγκλίνουν στο ότι ο Μακεδονικός στρατός ήταν ανεπαρκώς διοικούμενος. Οι λεγεωνάριοι κινδύνεψαν αρχικά από τις σάρισες αλλά ο Αιμίλιος Παύλος μάλλον είχε διδαχτεί καλά από τον Μ. Αλέξανδρο. Συγκράτησε την φάλαγγα στο κέντρο και αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την διασπάσει άσκησε πίεση στα πλευρά ειδικά στο σημείο όπου βρίσκονταν παρατεταγμένοι οι ελέφαντες των Αιτωλών συμμάχων του. Οι ελέφαντες νίκησαν το ιππικό του Περσέα και αποκάλυψαν το πλευρό της φάλαγγας. Κάποιος εκατόνταρχος Σάλλιος οδήγησε τους άντρες του στο κενό και υπερφαλάγγισε του Μακεδόνες. Ο δρόμος για την κατάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας ήταν πλέον ανοικτός. Καμία προσπάθεια δημιουργίας αντιρωμαϊκού μετώπου δεν έγινε. Οι ταγοί των Ελλήνων «περί άλλων ετύρβαζαν» και ενδιαφέρονταν μονάχα να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι στυγνά του πολίτες όπως φαίνεται από τις περιγραφές του Πολύβιου. Η Ελλάδα του 146 π.Χ. κατέρρευσε μέσα σε ένα χάος αλλοπρόσαλλων αποφάσεων και καιροσκοπίας. Οι στρατηγοί της Αχαϊκής Συμπολιτείας λόγω έλλειψης ανδρών επιστράτευσαν δούλους. Είναι μάλλον απίθανο να διεθεταν οργανωμένη φάλαγγα και αν διέθεταν, οι άνδρες ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι. Οι τελευταίοι Ελληνικοί στρατοί ήταν πλέον ένοπλοι όχλοι που είχαν σκοπό τη λεηλασία και όχι την αντιμετώπιση των Ρωμαίων.Δεν λοιπόν είναι μυστήριο η ολοκληρωτική συντριβή των στρατηγών Κριτόλαου και Δίαιου από τις λεγεώνες. Η επικράτηση της Ρώμης όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οφείλεται περισσότερο στην ικανότητα των διοικητών της και στη σταθερότητα του πολιτικού της συστήματος και όχι στη ανωτερότητα της λεγεώνας έναντι της φάλαγγας. Οι Ρωμαίοι διοικητές διδάχτηκαν από τα λάθη τους και προσάρμοσαν τις τακτικές τους ώστε να εξουδετερώσουν τα πλεονεκτήματα των Ελληνικών στρατών. Ο Ρωμαϊκός στρατός διοικούνταν από αξιωματικούς και όχι από δημαγωγούς. Αντίθετα οι Ελληνες δέν κατάφεραν να κάνουν υπέρβαση από τη φρατριαστική μικροπολιτική και έφτασαν σε σημείο να συμμαχούν με τους Ρωμαίους για την εξουδετέρωση των ομοεθνών τους.
Την εποχή όπου στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου διεξαγόταν ο Β’ Καρχηδονικός Πόλεμος (218-201 π.Χ.), στο ανατολικό η Ελλάδα ζούσε τη φθορά του Συμμαχικού Πολέμου (220-217 π.Χ.) ανάμεσα στην Αχαϊκή και στην Αιτωλική Συμπολιτεία και αντιμετώπιζε τις επεκτατικές βλέψεις του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σε παρακμή. Οι Αθηναίοι είχαν εξελιχθεί σε κόλακες των ισχυρών, οι Αιτωλοί σε ληστές και τους Σπαρτιάτες κυβερνούσαν ηγέτες ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Ο μόνος που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν ο Φίλιππος, ο οποίος ωστόσο δεν υπολόγισε σωστά τη ρωμαϊκή απειλή και αντί να συνάψει χρήσιμες συμμαχίες είδε τους Ρωμαίους ανταγωνιστικά: πρώτα εκστράτευσε εναντίον τους στην Ιλλυρία (Α’ Μακεδονικός Πόλεμος, 214 π.Χ.), μετά συμμάχησε με τον Αννίβα, έστω κι αν τελικά δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια στον καρχηδόνιο στρατηλάτη στον αγώνα του εναντίον των Ρωμαίων. Παράλληλα ο Φίλιππος προσπάθησε να επεκτείνει τις κτήσεις του επιτιθέμενος στην Αίγυπτο, στην Πέργαμο, στη Ρόδο και σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Οσο για την Αθήνα, αυτή την καταλεηλάτησε. Με την επιθετικότητά του ο Φίλιππος δημιούργησε πολλούς εχθρούς οι οποίοι, στην επιθυμία τους να τον εξοντώσουν, έδωσαν την αφορμή στη Ρώμη να επιτεθεί όχι μόνο εναντίον της Μακεδονίας αλλά και εναντίον της Ελλάδας.
Οι Ρωμαίοι μετά την ολοκληρωτική συντριβή της Καρχηδόνας γέμισαν αυτοπεποίθηση. Η Σύγκλητος, η οποία διαχειριζόταν τις υποθέσεις του κράτους με τις ξένες χώρες, επιθυμούσε να διευρύνει τα όρια της Ρώμης έστω κι αν κανείς ακόμη δεν οραματιζόταν τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας σαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκείνο που σίγουρα επιζητούσε η Ρώμη σε αυτή τη φάση ήταν να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολή. Με αυτόν τον σκοπό έκανε σύμμαχό της την Αίγυπτο, το ασθενέστερο από τα τρία βασίλεια των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτως ώστε να μην την αφήσει βορά των άλλων δύο ισχυρών, δηλαδή της Συρίας και της Μακεδονίας. Ο πιο επικίνδυνος ανταγωνιστής της Ρώμης ήταν σίγουρα η Μακεδονία επειδή ήταν στρατιωτικά ισχυρή και βρισκόταν σχετικά κοντά. Επομένως, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να επιτεθεί στη Μακεδονία, η Ρώμη δεν την άφησε να πάει χαμένη. Στα τέλη του 201 π.Χ. η Αθήνα, η Ρόδος και η Πέργαμος έστειλαν αντιπροσωπεία στη ρωμαϊκή Σύγκλητο να παραπονεθούν για την επιθετικότητα των Μακεδόνων και να ζητήσουν προστασία. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι με το διάβημά τους οι ελληνικές αυτές πόλεις καλούσαν τη Ρώμη να επέμβει στα εσωτερικά του ελληνικού χώρου. Ετσι το 200 π.Χ. η Ρώμη, χωρίς να έχει ξεχάσει και τη συμμαχία του Φιλίππου με τον Αννίβα, του κήρυξε τον πόλεμο (Β’ Μακεδονικός Πόλεμος). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και στους Ρωμαίους με τους συμμάχους τους κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια χωρίς ο Φίλιππος να καμφθεί τελειωτικά. Η μάχη που σήμανε και το τέλος του Β´ Μακεδονικού Πολέμου δόθηκε το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας, κοντά στα Φάρσαλα, όπου οι λεγεωνάριοι του ύπατου Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου κατατρόπωσαν την επί 200 χρόνια αήττητη μακεδονική φάλαγγα. Στην τοποθεσία δέσποζαν δύο απόκρημνοι βράχοι που το σχήμα τους θύμιζε κεφάλι σκύλου (κυνός), εξ ου και η ονομασία της. Ο Φίλιππος δεν είχε συμμάχους παρά μόνο τους πιστούς Ακαρνάνες. Ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ’, ο οποίος είχε υποσχεθεί βοήθεια, τελικά δεν την έστειλε διότι στο μεταξύ οι Ρωμαίοι τον είχαν πάρει και αυτόν με το μέρος τους. Ετσι ένα πρωί του Ιουνίου του 197 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις Κυνός Κεφαλές. Ο Φίλιππος διέταξε την εμπροσθοφυλακή του να καταλάβει τις κορυφές των δύο λόφων. Την ίδια διαταγή είχαν και οι ανιχνευτές του στρατού του Φλαμινίνου. Αλλά καθώς η ομίχλη ήταν πυκνή οι δύο αντίπαλες ομάδες συγκρούστηκαν χωρίς να το καταλάβουν. Στη φάση αυτή νικητές ήταν οι Μακεδόνες. Καθώς όμως η μέρα προχωρούσε και η ομίχλη αραίωνε, ο Φλαμινίνος έστειλε εναντίον των Μακεδόνων 500 ιππείς και 2.000 πεζούς Αιτωλούς με αρχηγούς τον Αρχέδαμο και τον Ευπόλεμο. Τότε ο Φίλιππος αναγκάστηκε και αυτός να ρίξει και άλλους στρατιώτες στη μάχη και προς στιγμήν φάνηκε ότι οι Μακεδόνες πάλι νικούσαν αλλά τούτη τη φορά επρόκειτο για στρατηγικό τέχνασμα των Ρωμαίων. Ο Φλαμινίνος είχε δώσει διαταγή στους άνδρες του να υποχωρήσουν ούτως ώστε να παρασύρουν τη δυσκίνητη φάλαγγα των Μακεδόνων εκεί όπου το έδαφος ήταν ανώμαλο, οπότε δεν θα μπορούσε να παραμείνει το τείχος των φαλαγγιτών και των πελταστών αρραγές. Από το αριστερό πλευρό των Μακεδόνων οι Ρωμαίοι βρήκαν δίοδο και πέρασαν στο πίσω μέρος με αποτέλεσμα να τους περικυκλώσουν. Ο στρατός των 25.000 ανδρών του Φιλίππου κόπηκε στα δύο. Ταυτόχρονα ο Φλαμινίνος έριξε στη μάχη και ελέφαντες. Οι στρατιώτες του Φιλίππου τρόμαξαν και πανικόβλητοι σήκωσαν τις σάρισες (δόρατα) ψηλά δείχνοντας έτσι ότι παραδίνονται. Οι Ρωμαίοι όμως είτε δεν γνώριζαν είτε αγνόησαν το σήμα και αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Η ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές ήταν βαριά. Εχασε 8.000 άνδρες, ενώ ο Φλαμινίνος μόνο 700. Οι Ρωμαίοι επίσης αιχμαλώτισαν 5.000 Μακεδόνες. Οι όροι της ειρήνης που υποχρεώθηκε να δεχθεί ο Φίλιππος ήταν πολύ βαρείς: να αποχωρήσει από όλες τις κτήσεις του στη Μικρά Ασία, στη Θράκη και στη Νότια Ελλάδα, να μη συνάπτει συμμαχίες ούτε να κηρύττει πολέμους χωρίς τη συγκατάθεση της Ρώμης, να καταβάλει αποζημίωση στους νικητές 1.000 τάλαντα και να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους και τους αυτόμολους καθώς και όλον του στον στόλο εκτός από έξι πλοία. Επίσης ο Φίλιππος αναγκάστηκε να παραδώσει ως όμηρο στους Ρωμαίους τον νεότερο από τους δύο γιους του, τον Δημήτριο.
Αν όμως ο Φίλιππος μισούσε τους Ρωμαίους, οι Ρωμαίοι δεν έτρεφαν ούτε αυτοί τα καλύτερα αισθήματα για τον μακεδόνα βασιλιά ούτε για τον διάδοχό του, τον Περσέα. Σύμφωνα μάλιστα με τη διαβρωτική εξωτερική πολιτική της η Ρώμη προετοίμαζε για διάδοχο της Μακεδονίας τον Δημήτριο, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε πιστό φίλο της. Τα σχέδια αυτά της Ρώμης τα έμαθε ο Περσεύς και εξάπτοντας ακόμη περισσότερο το μίσος του πατέρα του εναντίον των Ρωμαίων τον έπεισε ότι ο Δημήτριος ήταν επικίνδυνος. Τότε ο Φίλιππος έβαλε να δηλητηριάσουν τον δεύτερο γιο του. Ετσι ο δρόμος του Περσέως για την ανάρρηση στον θρόνο της Μακεδονίας ήταν πλέον χωρίς εμπόδιο. Ο Φίλιππος πέθανε το 179 π.Χ. Ο Περσεύς μαζί με τον θρόνο κληρονόμησε και το μίσος του πατέρα του για τους Ρωμαίους. Μόλις λοιπόν πήρε την εξουσία στα χέρια του άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον της Ρώμης. Ηταν ωστόσο αρκετά πονηρός. Ωσπου να προετοιμαστεί για τον πόλεμο, όχι μόνο δεν έδειξε την έχθρα του προς τη Ρώμη, αλλά πέτυχε και την αναγνώρισή του ως νόμιμου διαδόχου του θρόνου της Μακεδονίας. Εξι χρόνια κράτησαν οι προετοιμασίες του Περσέως εναντίον των Ρωμαίων όχι μόνο σε στρατιωτικό, μα κυρίως σε διπλωματικό επίπεδο. Προσπάθησε δηλαδή να ξαναπάρει υπό την επιρροή του όλους εκείνους που είχε δυσαρεστήσει ο πατέρας του καθώς και όσους ήταν τώρα δυσαρεστημένοι με την πολιτική της Ρώμης στην Ελλάδα. Ωστόσο οι φήμες για τις ενέργειες του βασιλιά της Μακεδονίας έφθαναν κατά καιρούς στη Ρώμη και όταν ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ έκανε την εμφάνισή του μπροστά στους ρωμαίους συγκλητικούς και κατηγόρησε ευθέως τον Περσέα, η Ρώμη πήρε την απόφαση να εκστρατεύσει εναντίον της Μακεδονίας. Το φθινόπωρο του 172 π.Χ. ρωμαϊκά στρατεύματα πέρασαν από την Ιταλία στην Ελλάδα. Ο Περσεύς αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον τους συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για σύναψη μιας συνθήκης που του είχαν προτείνει οι Ρωμαίοι ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια. Στο μεταξύ οι ρωμαϊκές λεγεώνες προχωρούσαν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα. Αλλά και όταν επιτέλους ο Περσεύς κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αντί να βαδίσει εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων που αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία και προχωρούσαν μέσα από τα δύσβατα στενά της ορεινής Ηπείρου, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στο Κίτιον, κοντά στην Πέλλα. Ετσι τα ρωμαϊκά στρατεύματα με αρχηγό τον ύπατο Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο πέρασαν ανενόχλητα μέσα από την Ηπειρο και έφθασαν στη Θεσσαλία ως τη Λάρισα, όπου ενώθηκαν με τον στρατό που έστειλε για βοήθεια ο Ευμένης της Περγάμου. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων έγινε στο Συκούριο και μολονότι ο ρωμαϊκός στρατός ήταν αριθμητικά σχεδόν ίσος με τον στρατό του Περσέως, οι στρατηγικές ικανότητες του Κράσσου φαίνεται ότι ήταν ανύπαρκτες και οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και μεγάλα τμήματα του στρατού τους διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους. Πλούσιος αλλά φιλάργυρος Ούτε αυτή την ευκαιρία μπόρεσε όμως να εκμεταλλευθεί ο Περσεύς. Ενώ λογικά θα έπρεπε να καταδιώξει και να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό και παράλληλα να εξεγείρει τις ελληνικές πόλεις-κράτη στα νώτα των Ρωμαίων, δεν το έκανε. Δεν το έκανε διότι θα χρειαζόταν να ξοδέψει αρκετά χρήματα και ενώ ήταν πάμπλουτος ήταν επίσης και υπερβολικά φιλάργυρος. Τσιγκουνεύτηκε να πληρώσει και άλλους στρατιώτες. Η διορατικότητά του ήταν τόσο ανύπαρκτη ώστε δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον των Ρωμαίων που προκάλεσαν οι αγριότητες του ναυάρχου Γάιου Λουκρητίου στη Θίσβη, στην Αλίαρτο και στην Κορώνεια και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων τους. Ωστόσο, παρά την κοντόφθαλμη πολιτική του, ο Περσεύς, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες αποτυχίες, στο πεδίο της μάχης ουσιαστικά παρέμενε αήττητος. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος μελετώντας την κατάσταση αντικατέστησε τον Λικίνιο Κράσσο με τον ύπατο Αύλο Οστίλιο Μαγκίνο και τον ναύαρχο Γάιο Λουκρήτιο με τον Λεύκιο Ορτήσιο. Αλλά και αυτοί δεν φάνηκαν πολύ καλύτεροι των προηγουμένων. Ετσι ο Οστίλιος Μαγκίνος αντικαταστάθηκε, την άνοιξη του 169 π.Χ., από τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο, ο οποίος κατόρθωσε μεν να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να εγκαταλείψουν τα στενά των Τεμπών αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα διότι συνάντησε σθεναρή αντίσταση στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, στα νότια του Δίου. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια και η Μακεδονία αντιστεκόταν σθεναρά. Τότε η Σύγκλητος αποφάσισε να στείλει έναν από τους πιο άξιους στρατηγούς της Ρώμης, τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος ξεκίνησε για την Ελλάδα την άνοιξη του 168 π.Χ. Ο Αιμίλιος Παύλος δεν ήταν πια νέος. Πλησίαζε τα 60 αλλά ήταν στρατηγός με μεγάλη πείρα. Ο στρατός που είχε στη διάθεσή του αριθμούσε 52.000 πεζούς και 4.500 ιππείς, ενώ ο μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Ο Αιμίλιος Παύλος βρήκε το μακεδονικό στρατόπεδο εκεί όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός του, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου προς τη θάλασσα, πίσω από τον ποταμό Ενιπέα, και άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον του. Γρήγορα όμως ο ρωμαίος στρατηγός κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι. Συγκρότησε λοιπόν ένα απόσπασμα 8.000 ανδρών το οποίο κατόρθωσε να διασχίσει το ποτάμι από κάποιο πέρασμα και να βρεθεί στα νώτα των Μακεδόνων. Στο μεταξύ, για να μην αντιληφθούν οι Μακεδόνες τον στρατηγικό του ελιγμό, ο Αιμίλιος Παύλος συνέχιζε τις κατά μέτωπον επιθέσεις του. Οταν ο Περσεύς αντιλήφθηκε ότι οι Ρωμαίοι πάνε να τον περικυκλώσουν αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Πύδνα, στα βόρεια της σημερινής Κατερίνης. Ο ρωμαϊκός στρατός ακολούθησε τον Περσέα, ο οποίος είχε παρατάξει τον στρατό του στην πεδιάδα μπροστά από την πόλη της Πύδνας. Ο Περσεύς, μολονότι ήξερε ότι η τοποθεσία δεν ήταν ιδανική, αναγκάστηκε να ετοιμαστεί για τη μάχη. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου του 168 π.Χ. έγινε έκλειψη σελήνης. Οι Μακεδόνες, βλέποντας ξαφνικά το φεγγάρι να χάνεται από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, πανικοβλήθηκαν μπροστά σ’ αυτόν τον «κακό οιωνό». Το ίδιο συνέβη και στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, μόνο που εκεί υπήρχε ο αστρονόμος Σουλπίκιος Γάλλος, ύπαρχος του Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν πρόκειται για οιωνό αλλά για φυσικό φαινόμενο. Ετσι οι Ρωμαίοι κοιμήθηκαν ήσυχοι ενώ οι Μακεδόνες παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους καταστρέψουν.
Ξημερώνοντας η 22α Ιουνίου 168 π.Χ., οι προφυλακές και των δύο αντιπάλων συναντήθηκαν τυχαία εκεί όπου πότιζαν τα άλογα. Η σύγκρουση ήταν ξαφνική και ο μεν στρατός των Μακεδόνων ήταν έτοιμος να συνδράμει την εμπροσθοφυλακή του, οι Ρωμαίοι όμως ήταν εντελώς ανέτοιμοι. Αλλά ο στρατηγός τους, χωρίς ασπίδα και κράνος, έτρεχε από τη μια άκρη του στρατοπέδου του στην άλλη εμψυχώνοντας τους άνδρες του και διατάσσοντάς τους να ανασυνταχθούν και να παραταχθούν. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν με φοβερή ορμή. Η πεδιάδα άστραψε από τη λάμψη των όπλων τους φέρνοντας προς στιγμήν ταραχή ακόμη και τον πολύπειρο Αιμίλιο Παύλο. Η εμπροσθοφυλακή αλλά και οι λεγεώνες των Ρωμαίων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η μακεδονική φάλαγγα, βλέποντας τους Ρωμαίους να υποχωρούν, άρχισε να τους καταδιώκει και παρασύρθηκε εκεί όπου είχε στήσει την παγίδα του ο Αιμίλιος Παύλος, δηλαδή στο ανώμαλο έδαφος. Η μακεδονική φάλαγγα ήταν αποτελεσματική και αήττητη όσο μπορούσε να σχηματίζει με τις μεγάλες ασπίδες και τις περίφημες σάρισές της ένα απόρθητο τείχος. Σε ανώμαλο έδαφος, σε λόφους λόγου χάρη, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ο ένας δίπλα στον άλλον με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά. Από τα κενά αυτά μπήκαν οι Ρωμαίοι και, περισσότερο ευκίνητοι χάρη στον ελαφρό οπλισμό τους, αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι δηλαδή εφάρμοσαν την ίδια τακτική όπως κατά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Ο μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία. Η μάχη έληξε μέσα σε μία μόνο ώρα. Η καταστροφή των Μακεδόνων ήταν ολοκληρωτική. Είκοσι χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλες 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Γ’ Μακεδονικός Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις ημέρες αφότου ο Αιμίλιος Παύλος είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Βλέποντας ο Περσεύς την έκβαση της μάχης, κατόρθωσε να το σκάσει και να πάει να κρυφτεί στη Σαμοθράκη κουβαλώντας μαζί του και τον θησαυρό του, 6.000 τάλαντα. Δεν είχε όμως φίλους να τον προστατέψουν και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί μαζί με την οικογένειά του στον ρωμαίο στρατηγό. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο δουλική ώστε ο Αιμίλιος Παύλος, βλέποντάς τον τόσο ταπεινωμένο, του είπε: «Γιατί λοιπόν υποβαθμίζεις τη νίκη μου και μειώνεις το κατόρθωμά μου παρουσιάζοντας τον εαυτό σου να μην είναι γενναίος ούτε άξιος αντίπαλος των Ρωμαίων; Η γενναιότητα αυτών που ατυχούν κερδίζει μεγάλο σεβασμό ακόμη και από τους εχθρούς τους, ενώ για τους Ρωμαίους η δειλία, ακόμη και στην καλοτυχία, είναι πέρα για πέρα ατιμωτική» (Πλούταρχος).
Από το πλήθος των θησαυρών που μάζεψε ο Αιμίλιος Παύλος από την κατεστραμμένη Μακεδονία δεν κράτησε τίποτε απολύτως για τον εαυτό του, τα απέδωσε όλα στη Ρώμη. Ούτε άφησε τους στρατιώτες του να λαφυραγωγήσουν. Από την πλούσια βιβλιοθήκη των μακεδόνων βασιλέων, την οποία μετέφερε ολόκληρη στη Ρώμη, επέτρεψε απλώς στους γιους του, οι οποίοι αγαπούσαν τα γράμματα, να διαλέξουν μερικά βιβλία. Προτού ο Αιμίλιος Παύλος φύγει από την Ελλάδα διοργάνωσε στην Αμφίπολη μεγάλη γιορτή στην οποία προσκάλεσε τους έλληνες βασιλείς της Ασίας, τους αρχηγούς της Ελλάδας καθώς και όλους τους εξέχοντες πολίτες των ελληνικών πόλεων. Στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν έλαβαν μέρος οι διασημότεροι αθλητές από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι καλεσμένοι είχαν επίσης την ευκαιρία να θαυμάσουν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν στους μακεδόνες βασιλείς. Στο τέλος της γιορτής όλα τα όπλα των Μακεδόνων μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο σωρό και ο ίδιος ο Αιμίλιος Παύλος ακούμπησε τον δαυλό και τα παρέδωσε στην πυρά.
Το ρωμαϊκό θέατρο του Ηρώδη του Αττικού, το έτος 1869
H Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας δεν είναι μόνο ένα κτίσμα της εποχής, δίπλα έχει το ωρολόγιο του Κυρρήστου, το Φετιχέ Τζαμί και κάτω από τζαμί είναι μια μεσοβυζαντινή μάλλον βασιλική, πολύ σημαντική, που ήταν και το πρώτο τζαμί των Αθηνών. Αυτό συμβαίνει γιατί βρισκόμαστε και στο κέντρο της πόλης και στο κέντρο της μεσαιωνικής Αθήνας. Εδώ, σε αυτό το σημείο, αναπτύχθηκε από τα βυζαντινά χρόνια και από τον Μεσαίωνα το παζάρι της πόλης. Εδώ ήταν, μάλιστα, ο χώρος του σημαντικότερου παζαριού της πώλησης των σιτηρών».
Κάθε πλευρά έχει μια στοά με διαφορετικού ρυθμού κίονες. Εξωτερικά ιωνικού ρυθμού, εσωτερικά δωρικού με μάρμαρο από τον Υμηττό και λιγότερο από την Πεντέλη. Βεβαίως, η εικόνα δεν ήταν αυτή. Ο χώρος ήταν κατειλημμένος όλος και όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές τον δέκατο ένατο αιώνα, με μοναδικό ορατό σημείο την πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάς, κατεδαφίστηκαν οι κατοικίες και έγινε αποκοπή του δρόμου, μάλιστα κάποιοι κίονες βρέθηκαν σε υπόγειο σπιτιού. Το 1910 και το 1930 έγιναν συστηματικότερες ανασκαφές για να φτάσει ο χώρος στη μορφή που είναι σήμερα. Όλα τα μνημεία του κέντρου έχουν σήμερα αυτήν τη μορφή χάρη στις εργασίες της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, της συνένωσης που δεν πραγματοποιήθηκε όλη. Τη δεκαετία του '60 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα πολλών απαλλοτριώσεων στην Πλάκα για την ενοποίηση, που αλλού προχώρησε και αλλού σταμάτησε. Οι αναστηλωτικές εργασίες έγιναν από τον Ορλάνδο, διευθυντή της αναστήλωσης τότε, που ανέσκαψε τον χώρο.
Η Ρωμαϊκή Αγορά χτίστηκε ταχύτατα και αυτό φαίνεται τόσο στις κατασκευαστικές ατέλειες όσο και στο ότι χρησιμοποιήθηκαν μέλη από άλλα κτίρια: έχει έναν κίονα από πεντελικό μάρμαρο, ενώ οι άλλοι είναι από τον Υμηττό, έχει τέτοιες διαφοροποιήσεις στοιχείων. Έχουν χρησιμοποιηθεί μέλη από κτίρια που προφανώς έχουν καταστραφεί από τον Σύλλα, και επαναχρησιμοποιήθηκαν. Αφιερώθηκε στην αρχηγέτιδα Αθηνά. Στην κορυφή του αετώματος υπάρχει αποτύπωμα της βάσης έφιππου αδριάντα του εγγονού του Αυγούστου, ο οποίος πέθανε το 2 π.Χ. και αφιέρωσαν ένα άγαλμα προς τιμή του. Έχει βρεθεί παλαιά στις ανασκαφές μια βάση προ τιμήν της γυναίκας του Αυγούστου και εικάζουμε ότι σε κάποιο σημείο της αγοράς θα πρέπει να υπάρχει και ένα σημείο λατρείας του αυτοκράτορα, γιατί εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας και η οικογένειά του άρχισε να λατρεύεται σαν ισόθεος αρχικά και σαν θεός στη συνέχεια. Οι ελληνιστικοί ηγεμόνες λατρεύονται σαν θεοί με όλα τα συνακόλουθα και με περιπτώσεις ακόμα και εξαιρετικής αλαζονείας από τους θνητούς μονάρχες. Ίσως είναι από τα δωμάτια εκατέρωθεν του ανατολικού προπύλου.
Η ρωμαιοκρατία δεν έχει αρνητική ερμηνεία, δεν καταστράφηκε ο κλασικός πολιτισμός από τους Ρωμαίους. Και όλα τα έργα που έγιναν εκείνη την εποχή, έγιναν από Έλληνες, δεν υπάρχει κανένα αμιγώς ρωμαϊκό έργο. Αντιθέτως, σε όλα αυτά τα έργα υιοθετήθηκαν στοιχεία είτε του ελληνιστικού είτε και του κλασικού παρελθόντος. Υπάρχει μια ώσμωση των δύο, ένας καλώς νοούμενος συμφυρμός πραγμάτων που ήταν πολύ γόνιμος, και αρχιτεκτονικών ρυθμών και ύφους, δημιουργώντας εξαίσια δείγματα τέχνης και αρχιτεκτονικής, ακόμα και γλυπτών και άλλων μορφών καλλιτεχνικής δημιουργίας, μέχρι και στη λογοτεχνία, όπου ο Όμηρος υπήρξε μεγάλη πηγή έμπνευσης. Υπήρχαν πολύ δημιουργικές περίοδοι, υπήρχαν και πολύ κακές, αλλά αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντα στην ανθρώπινη ιστορία.
Το κτίριο της Αρχαίας Αγοράς, στον βασικό του σχεδιασμό, ήταν ένα κτίριο ορθογώνιο, περίκλειστο, και από τις τέσσερις πλευρές είχε εισόδους. Είχε δύο πρόπυλα, εισόδους δηλαδή, την πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάςν που είναι και η σημερινή είσοδος του χώρουν και την ανατολική, από την οποία έβγαιναν ή έμπαιναν. Υπήρχε και μία τρίτη είσοδος στη νότια πλευρά που είχε μια μικρή κλίμακα, προφανώς για να επικοινωνεί με την κατωφέρεια του βράχου. Εκεί υπήρχε η κρήνη με τρεχούμενο νερό, που κυλά κατά περιόδους και φτάνει εδώ μέσα από τον βράχο της Ακρόπολης, και άλλοι μικρότεροι χώροι, που πρέπει να ήταν σαν δωμάτια της διοίκησης.Η αγορά χτίστηκε σε αυτό το σημείο και γιατί βρισκόταν σε σημαίνουσες αρτηρίες της αρχαίας πόλης. Η Αθήνα είχε μια δύσκολη κυκλοφορία, με στενούς δρόμους, κακοφτιαγμένους, συνεπώς, όταν υπήρχαν μεγάλες αρτηρίες οδικές, όπως η αρχαία οδός Τριπόδων, σηματοδοτούσαν σημαντικά περάσματα ή κτίρια. Αποδώ περνούσε ένας σημαντικός δρόμος, μέσα από την αγορά, που προχωρούσε προς τα πάνω, αλλά κλείστηκε, ωστόσο μπορούσαν να περάσουν και να βγουν από την άλλη πλευρά, μάλιστα υπάρχει και η άποψη ότι μέσα από την αγορά μπορούσε να περάσει και άμαξα. Από το κεντρικό άνοιγμα της πύλης της αρχηγέτιδας Αθηνάς θα μπορούσε να περάσει άμαξα, καθώς είναι μεγαλύτερο.
Σήμερα στον χώρο βλέπουμε περίπου το μισό μνημείο, το υπόλοιπο βρίσκεται κάτω από τον πολεοδομικό ιστό. Δηλαδή τα κτίρια που βρίσκονται γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο προς τον βορρά είναι χτισμένα πάνω στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τα απέναντι σπίτια έχουν θεμελιωθεί επάνω στην αρχαία στοά. Το υπόλοιπο οικοδομικό τετράγωνο είχε δύο εκκλησίες, τη Γρηγορούσα και τον Προφήτη Ηλία, που καταστράφηκε, κατεδαφίστηκε. Ένα κομμάτι της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Το κτίριο της εμπορικής αγοράς έχει τέσσερις στοές σκεπασμένες. Η μία έχει διπλή κιονοστοιχία και η ανατολική έχει μικρούς χώρους που ερμηνεύονται ως καταστήματα. Όμως φαίνεται ότι καταστήματα δεν ήταν μόνο αυτά. Όταν μιλάμε για τη Ρωμαϊκή Αγορά, μιλάμε για ένα κτίριο 117 μ. επί 110 μ. και ένας τόσο μεγάλος χώρος δεν μπορεί να στέγαζε τόσο λίγα καταστήματα.
Όλο το κέντρο της αγοράς ήταν πλακοστρωμένο με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες. Βλέπουμε μια διχρωμία που μπορεί να είναι κατασκευαστική αλλά και ενδεικτική διαδρομών. Ωστόσο, αυτό που ξέρουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι επαναχρησιμοποιήθηκαν, για παράδειγμα, κείμενα του Μάρκου Αυρήλιου, γραμμένα σε μαρμάρινες πλάκες ως κομμάτια της επίστρωσης. Πρόκειται για επανάχρηση αρχαίων λίθων που οι Ρωμαίοι, όντες πρακτικοί άνθρωποι, τα χρησιμοποιούσαν ως υλικό. Για παράδειγμα, το τετρακιόνιο πρόπυλο, το μόνο ορατό σημείο της σημερινής Ρωμαϊκής Αγοράς, πολλοί περιηγητές είχαν βιαστεί να το ταυτίσουν με κάποιον ναό. Οι πρώτοι που έδωσαν τη σωστή ερμηνεία του χώρου, το έργο των οποίων χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα, ήταν οι Στιούαρτ και Ρέβετ (J. Stuart & N.Revett), αρχιτέκτονες Βρετανοί που κατέγραψαν και σχεδίασαν με εξαιρετικής ποιότητας σχέδια τα κατάλοιπα και ερμήνευσαν τον χώρο ως αρχαία αγορά. Βασίστηκαν στις επιγραφές που φέρουν το επιστύλιο και η επιγραφή στην παραστάδα της εισόδου του Αδριανού για τις υποχρεώσεις φορολογίας των εμπόρων του λαδιού.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αγορά χτίστηκε σύμφωνα με κάποιους άξονες, γι' αυτό υπάρχει και τόση απόκλιση μεταξύ των δύο προπύλων. Δεν είναι στην ίδια ευθεία, είναι λοξά, διαγώνια, δεν είναι όπως θα περίμενε κανείς σε έναν απόλυτα τακτοποιημένο σχεδιασμό. Ο άλλος λόγος ίσως είναι το ρολόι του Κυρρήστου που δεν είναι μέρος της Ρωμαϊκής Αγοράς, προϋπήρχε. Το ρολόι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έγινε το τελευταίο τέταρτο του δευτέρου π.Χ. αιώνα. Κάθε πόλη, και η Αθήνα, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της, έπρεπε να έχει πολλές και διαφορετικές αγορές. Υπήρχε αγορά για τα ψάρια, για τα κρέατα, για το κάρβουνο και διαφορετική αγορά για τους δούλους. Συνεπώς, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι οι αγορές ήταν πολλές, μάλιστα ο Στράβωνας αναφέρει την περιοχή ανατολικά της Αγοράς, την ονομάζει ερέτρεια αγορά και ο Παυσανίας την αναφέρει ως Κεραμεικό. Εικάζουμε, λοιπόν, ότι η περιοχή εδώ, ανατολικά της Αρχαίας Αγοράς, ήταν χώρος ελεύθερου εμπορίου. Ξέρουμε ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε μια ακμάζουσα συνοικία των ελληνιστικών χρόνων, σπίτια και καταστήματα απλώνονταν εδώ και προς τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, όμορα κτίρια, περίπου ίδιου σχεδιασμού και με δέκα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Το κτίριο της Ρωμαϊκής Αγοράς σχεδιάστηκε σε σημείο όπου προφανώς υπήρχαν προγενέστερες χρήσεις αγοράς και σε συνάφεια με την Αρχαία Αγορά. Η τελευταία πιστεύεται –λανθασμένα κατά τη γνώμη μου– ότι κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους έχασε τον εμπορικό και διοικητικό χαρακτήρα της και παρέμεινε μουσείο της πόλης. Αυτή είναι μια παλιά άποψη, γιατί δεν μπορεί ιστορικά κτίρια που είχαν ως σκοπό το εμπόριο ή την προστασία του κόσμου από τις καιρικές συνθήκες να παρέμειναν σε αχρηστία ως κενοί χώροι ή μουσειακά εκθέματα. Θαρρώ, υπήρχαν και εμπορικές δραστηριότητες στην Αρχαία Αγορά, και βεβαίως διοικητικές. Τμήμα αυτών των δραστηριοτήτων μεταφέρθηκε εδώ, στη Ρωμαϊκή Αγορά, που άρχισε να χτίζεται από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος έδωσε χρήματα για να κατασκευαστεί το κτίριο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα έδωσε επειδή ο αντίπαλός του, ο Πομπήιος, έδωσε χρήματα για κατασκευή ανάλογη στον Πειραιά. Δεν ξέρουμε σε τι βαθμό είχε προχωρήσει η κατασκευή από τον Καίσαρα. Ολοκληρώθηκε από τον παππού του Ηρώδη του Αττικού και εγκαινιάστηκε το 11 π.Χ. Κατασκευάστηκε από τον Ανδρόνικο, αλλά δεν ξέρουμε από ποιον χρηματοδοτήθηκε και τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε. Όμωςν κρίνοντας από τις θέσεις, βρίσκεται σε ένα ψηλό σημείο της πόλης συγκριτικά με την Αρχαία Αγορά, είναι ένας μετεωρολογικός σταθμός που έδειχνε την ώρα, τους ανέμους. Ήταν ένα πλανητάριο της εποχής, χτίστηκε για τις ανάγκες των ναυτιλλομένων και των εμπόρων, που ήθελαν να οργανώσουν το ταξίδι τους. Υπάρχει και η άλλη εκδοχή, ότι μπορεί να αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος, γιατί ακόμα αναζητούνται κτίρια και ένα από αυτά, που μπορεί να σχετίζεται, είναι το γυμνάσιο του Πτολεμαίου.
Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, και στην Αθήνα, είναι ότι οι πόλεις χτίστηκαν πάνω στα αρχαία κατάλοιπα. Κατά συνέπεια, βρίσκονται από τις σωστικές ανασκαφές, κυρίως στα θεμέλια βρίσκουμε λείψανα αυτών των κτισμάτων. Ωστόσο υπάρχουν άλλες ιστορικές περιοχές, όπως η Νικόπολη, πόλη που έχτισε ο Αύγουστος το 31 π.Χ. μετά τη νίκη στο Άκτιο και σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γένεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου τα πολύ σημαντικά κτίσματα σώζονται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, γιατί είναι μια πόλη που δεν κατοικήθηκε, δεν χτίστηκε στους νεότερους χρόνους.
Μετά το 67 μ.Χ. και την καταστροφή της Δήλου έχουμε την άφιξη εκατοντάδων ή χιλιάδων πολιτών, αυτά γνωρίζουμε από τα επιγραφικά κατάλοιπα, από τις επιτύμβιες στήλες ή από κιονίσκους και τους καταλόγους των εφήβων. Όλοι οι Αθηναίοι έφηβοι ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν διετή εκπαίδευση στα γυμνάσια της πόλης, κάτι που καθιερώθηκε στους κλασικούς και άνθησε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Συνεπώς, όλοι οι Αθηναίοι γράφονταν σε καταλόγους και με βάση το χρονολογικό σύστημα των αρχόντων χρονολογούμε την εποχή. Σε αυτούς τους καταλόγους υπάρχουν πολλά ονόματα Ρωμαίων. Βέβαια, υπάρχει και μια κατηγορία Αθηναίων που πολιτογραφούνται Ρωμαίοι, κυρίως τα μεταγενέστερα χρόνια. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι απολύτως ασφαλή, αλλά μας δίνουν ένα πλαίσιο που βεβαίως μπορεί να ανατραπεί από νεότερα στοιχεία έρευνας ευρημάτων ή ανασκαφών. Μετά την είσοδο στην Αθήνα αυτών που είχαν φύγει από τη Δήλο, κυρίως έμπορων, χρειάστηκαν νέοι χώροι και νέες αγορές. Η περιοχή όπου βρισκόμαστε καταχρηστικά ονομάζεται Ρωμαϊκή Αγορά, κανονικά θα έπρεπε να ονομαστεί «εμπορική αγορά», ωστόσο αυτή η ονομασία έμεινε σε χρήση για να αντιδιαστέλεται από την Αρχαία Αγορά. Εν αντιθέσει με τον χώρο της Αρχαίας Αγοράς, που επίσης δεν ήταν γνωστός μέχρι τον εικοστό αιώνα, οπότε έγιναν οι γιγάντιες απαλλοτριώσεις, η Ρωμαϊκή Αγορά ήταν πλήρως καλυμμένη από τον οικιστικό ιστό της πόλης, ήταν άγνωστης ταυτότητας και το μόνο ορατό σημείο της ήταν η πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάς και ορισμένα άλλα σημεία εντός της.
Οι Ρωμαίοι δεν έχτισαν καινούργιες πόλεις παρά τις λάμπρυναν με κτίρια και κυρίως εγκαταστάσεις προς όφελος των πολιτών, διάφορες νεότερες βοηθητικές κατασκευές, υδραγωγεία, λουτρά και κρήνες. Παράδειγμα, η Αθήνα. Η Ρωμαϊκή Αγορά έμεινε, όπως φαίνεται, σε λειτουργία και εμπορική χρήση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς έχουν βρεθεί ενεπίγραφα βάθρα, θραύσματα που αναφέρουν ότι αυτός και ο γιος του δώρισαν στην Αθήνα σίτο. Η πόλη της Αθήνας συνδέεται με το σιτάρι ήδη από την κλασική εποχή, αλλά κυρίως τον δεύτερο αιώνα οι Αθηναίοι τιμούσαν τους μονάρχες που εξασφάλιζαν το απαραίτητο σιτάρι για την πόλη και την επιβίωση των κατοίκων.
Η Αθήνα αρχίζει να επανέρχεται μετά την καταστροφή από τους Έρουλους το 267 μ.Χ και τη μετέπειτα παρακμή της κατά τον 16ο-17ο μ.Χ. Μέχρι τότε είναι μια σκοτεινή εποχή και από άποψη τεκμηρίων, αλλά υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον από τους ερευνητές σήμερα για τη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας, ώστε να καταλάβει και εκείνη τη θέση και την αξία της στο πολιτισμικό τοπίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...