Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (129)
- Αρχαία (47)
- Β΄ Λυκείου (185)
- Γ΄ Λυκείου (131)
- Γλώσσα (47)
- Ιστορία (289)
- Λογοτεχνία (66)
- Φιλοσοφία (29)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023
Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ας ανακεφαλαιώσουμε το ιστορικό παράδειγμα των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μιλάμε για τον 4ο, τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.
Η αττική διάλεκτος, στη 'διευρυμένη' διεθνική της μορφή έγινε η επίσημη γλώσσα αλλά και η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις που ίδρυσαν στα κατακτημένα εδάφη ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του του και που οι κάτοικοί τους συνήθως προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι, αυτή η τροποποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου - που ονομαζόταν από τους γραμματικούς η κοινή διάλεκτος - έγινε η μητρική γλώσσα για τις καινούργιες ελληνικές κοινότητες στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, τη Μεσοποταμία και τον ιρανικό κόσμο και εκτόπισε βαθμιαία τις παλιές διαλέκτους της κυρίως Ελλάδας· αλλά το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Η κοινή διάλεκτος έγινε επίσης, με ορισμένες υποδεέστερες εξαιρέσεις, η γλώσσα της πεζογραφίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν μια γλωσσική μορφή που δεν είχε πια τις ρίζες της στον προφορικό λόγο μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Στην πολύμορφη, πολυεθνική, απέραντη έκταση που εκτεινόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα ως το σημερινό Αφγανιστάν στον βορρά και την Ινδία στον νότο, κατά την εποχή της ακμής των ελληνιστικών κρατών, μικρών και μεγάλων, αλλά και μετά την κατάλυσή τους, όταν περιήλθαν τα περισσότερα στους Ρωμαίους, μπορούμε να διακρίνουμε περιοχές δύο κατηγοριών, αν τεθεί ως κριτήριο η γλώσσα. Από τη μια, είναι η ηπειρωτική Ελλάδα (Μακεδονία και νότια Ελλάδα), τα νησιά του Αιγαίου και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όπου μοναδικό γλωσσικό όργανο των κατοίκων ήταν η ελληνική γλώσσα, που όπως και τον 5ο αιώνα παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία διαλέκτων. Από την άλλη, είναι οι περιοχές όπου η διαδικασία εξελληνισμού των αυτόχθονων κατοίκων που συνέχισαν να μιλούν τη δική τους γλώσσα διήρκεσε όλη την ελληνιστική περίοδο.
Σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα που προέρχονται από τις περιοχές των δύο αυτών κατηγοριών και έχουν ως σήμερα εκδοθεί, η ελληνιστική κοινή, που εξελίχθηκε από την αττική διάλεκτο με επιδράσεις από άλλες ελληνικές διαλέκτους και άλλες γλώσσες της Ανατολής, συνάντησε αντίσταση στις αλλόγλωσσες περιοχές της δεύτερης κατηγορίας. Αλλά και στις ελληνόγλωσσες περιοχές της πρώτης κατηγορίας η ελληνιστική κοινή δεν καθιερώθηκε παντού με τον ίδιο ρυθμό. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου η αντίσταση κατά της ελληνιστικής κοινής οφειλόταν είτε σε προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης μετά την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας είτε σε προσπάθεια επίδειξης πολιτικής δύναμης. Στις περιοχές της δεύτερης κατηγορίας -δηλαδή στην ανατολική Μεσόγειο και την Ανατολία- υπήρξαν, από τη μια, μέρη όπου η σταδιακή επικράτηση της ελληνιστικής κοινής ήταν τελικά ολοκληρωτική με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η γλώσσα του αυτόχθονος πληθυσμού· και από την άλλη, μέρη όπου η διγλωσσία χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του ντόπιου πληθυσμού. H ολοκληρωτική επικράτηση της ελληνιστικής κοινής παρατηρείται σε παραλιακές περιοχές της Ασίας με πολλές ελληνιστικές πόλεις, παλιές και νέες, οι οποίες δέχτηκαν μεγάλο κύμα ελλήνων μεταναστών από τη Μακεδονία και τη λοιπή Ελλάδα και εξελίχτηκαν σε σημαντικά πολιτισμικά και εμπορικά κέντρα αυτής της περιόδου.
Έτσι, η σημιτική ντόπια γλώσσα φαίνεται ότι είχε εξαφανιστεί από τις φοινικικές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας.
Το ίδιο φαίνεται πως είχε γίνει με την καρική, τη λυδική και άλλες ιθαγενείς γλώσσες της δυτικής Μικράς Ασίας στις ελληνιστικές πόλεις της περιοχής. Αντίθετα, σε περιοχές όπου ο πληθυσμός των ελεύθερων μισθωτών αγροτών στο μεγαλύτερο ποσοστό του δεν ήταν οργανωμένος σε πόλεις, η ντόπια γλώσσα εξακολούθησε να είναι το μοναδικό όργανο επικοινωνίας για τους αυτόχθονες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, που εξακολούθησαν να ζουν με τον πατροπαράδοτο τρόπο σε χωριά στην ύπαιθρο· διγλωσσία χαρακτήριζε τα μέλη της ντόπιας ανώτερης τάξης, που εκτός από τη γλώσσα του τόπου τους γρήγορα μάθαιναν να χειρίζονται την ελληνιστική κοινή, το γλωσσικό όργανο με το οποίο ήταν δυνατή η επικοινωνία με τους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων και η διεκπεραίωση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στην Αίγυπτο οι ανάγκες λειτουργίας της γραφειοκρατικής διοίκησης, που φρόντιζε για τα συμφέροντα της μακεδονικής δυναστείας των Πτολεμαίων, προβάλλουν ως καθοριστικός παράγοντας για την επικράτηση της ελληνιστικής κοινής και τον εξελληνισμό άλλων εθνοτήτων. Στο σελευκιδικό όμως βασίλειο φαίνεται ότι έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο η τεράστια έκταση και η ανομοιογένεια των λαών του κράτους. Ήταν οι κύριοι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ίδρυση πόλεων ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές, που σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες ήταν έρημες στην εποχή των Aχαιμενιδών. […] Oι νέες πόλεις που θεωρούνταν απαραίτητο στοιχείο για τον έλεγχο των περιζήτητων ή/και προβληματικών περιοχών προσείλκυσαν πολύ κόσμο από διάφορα μέρη και διάφορες τάξεις· όχι μόνο γιατί πρόσφεραν ευκαιρίες για εμπορικές επιτυχίες και εκμετάλλευση ανεκμετάλλευτων ως τότε παραγωγικών πόρων, αλλά και γιατί εξασφάλιζαν πολυπόθητη γη στους μετανάστες, στους οποίους την παραχωρούσαν οι μονάρχες. Ανάμεσα στον ετερόκλητο αυτό πληθυσμό μεταναστών, όσοι κατάγονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα ξεχώριζαν από τους άλλους μετανάστες για δύο λόγους: αφενός ήταν γνώστες της πολεμικής τακτικής της μακεδονικής φάλαγγας, που εξακολούθησαν να εφαρμόζουν οι ελληνιστικοί μονάρχες, και αφετέρου μιλούσαν ελληνικά, που ήταν η γλώσσα της βασιλικής αυλής, της διοίκησης, των δικαστηρίων και του εμπορίου.
Tα προσόντα τους αυτά τους αναδείκνυαν σε κυρίαρχη οικονομικοκοινωνική και πολιτική τάξη, η οποία σε σύγκριση με τον πολυπληθέστερο ντόπιο πληθυσμό ήταν μόνο μια μειονότητα, η ελληνομακεδονική. Κατά συνέπεια, λόγοι διατήρησης των οικονομικοκοινωνικών και πολιτικών προνομίων που τους εξασφάλιζαν τα παραπάνω προσόντα, τους έπειθαν να ξεχνούν τις πολλές διαφορές που είχαν λόγω προέλευσης και κοινωνικής τάξης και να επιδιώκουν την επίδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη ελληνικής συνοικίας στις πόλεις, από την προσαρμογή των θεσμών διοίκησης της ελληνικής πόλης-κράτους στις νέες συνθήκες και από την οργάνωση ειδικών χώρων, όπως το θέατρο, το γυμνάσιο, η βιβλιοθήκη, ως ιδιαίτερων κέντρων της πολιτιστικής τους ζωής. Πολλές ελληνιστικές πόλεις απέκτησαν βιβλιοθήκη, η Αντιόχεια, η Πέργαμος, η Αλεξάνδρεια.
Πρέπει να έχουμε στον νου μας τις περιοχές της Αρκαδίας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, ώστε να "καταχωρήσουμε" τις ιστορικές πληροφορίες που τις αφορούν.
Και πάλι ο γεωγραφικός χάρτης (και μάλιστα ο χάρτης της σύγχρονης οδοποιίας) είναι απαραίτητος.
197 Π.Χ. Οι Ελληνες δέν κατάφεραν να κάνουν υπέρβαση από τη φρατριαστική μικροπολιτική και έφτασαν σε σημείο να συμμαχούν με τους Ρωμαίους για την εξουδετέρωση των ομοεθνών τους. Ήταν πλέον φανερό ότι δεν είχαν πια στρατηγούς της κλάσης του Φιλίππου Β’ ή του Μ. Αλεξάνδρου. Με την εξουδετέρωση της Καρχηδόνας οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να επεκταθούν. Η Ρώμη εμφανίζονταν σαν μία δημοκρατία που θα βοηθούσε τους Έλληνες στον αγώνα τους κατά των αυταρχικών δεσποτών της Μακεδονίας και των Ελληνιστικών αυτοκρατοριών. Η συμβολή των Ελλήνων συμμάχων της Ρώμης στη επικράτησή της συνήθως αποσιωπάται. Ο Φίλιππος Ε’ είχε ορθά προβλέψει ότι οι Ρωμαίοι με τη βοήθεια των Αιτωλών θα προσπαθούσαν να εισβάλουν από Δυσμάς με άξονα προέλασης την κοιλάδα του Αψου. Εδώ έχουμε μια τραγική επανάληψη των Θερμοπυλών. Ο Ρωμαϊκός συνασπισμός άρχισε να έχει δυσκολίες καθώς το έδαφος ευνοούσε του αμυνόμενους στην κοιλάδα του Αψου. Το αντιμακεδονικό κόμμα της Ηπείρου όμως, έστειλε οδηγό στον Φλαμινίνο που τον βοήθησε να περικυκλώσει και να εξουδετερώσει τους υπερασπιστές των στενών. Το αρχαϊκό πνεύμα της ομόνοιας προ του βαρβάρου είχε πεθάνει.
Οι Ρωμαίοι με το Αιτωλικό ιππικό εισέβαλαν στη Θεσσαλία και ο Φίλιππος αποπειράθηκε να τους σταματήσει στην τοποθεσία «Κυνός Κεφαλαί» . Και πάλι οι φάλαγγα υπερίσχυσε κατά μέτωπο της λεγεώνας. Μόλις όμως οι Αιτωλοί πλευροκόπησαν τος Μακεδόνες, η φάλαγγα συνετρίβει Ο Λίβιος πιστεύει ότι φάλαγγα στην κατά μέτωπο σύγκρουση δεν κινδύνευε από τη λεγεώνα και αναφέρει το παράδειγμα του Ατρακα όπου οι φαλαγγίτες απέκρουσαν τους λεγωνάριους παρά το αριθμητκο τους μειονέκτημα αφου είχαν τα πλευρά τους εξασφαλισμένα.
Ο Λίβιος όμως υπογραμμίζει την ελλιπή απόδοση των ελαφρών Ελληνικών τμημάτων και την ανεπαρκή οχύρωση των Ελληνικών στρατοπέδων. Η ελλιπής ασφάλεια των στρατοπέδων ήταν και ο λόγος επικράτησης των Ρωμαίων στις Θερμοπύλες το 191 π.Χ. Η νυχτερινή Ρωμαϊκή επίθεση αιφνιδίασε τους Αιτωλούς που φρουρούσαν την Αννοπαία Ατραπό. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι η φρούρηση ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα η φρουρά να σφαγεί και το στενό να παραβιαστεί. Παρόμοια περίπτωση πλημμελούς φρούρησης που οδηγεί σε παραβίαση στενού έχουμε στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα το 168 π.Χ. όταν οι Ρωμαίοι διαλύουν το στράτευμα του Μίλου.
Ο Περσέας παρουσιάζεται απο τον Πλούταρχο με μελανά χρώματα στο βίο το Αιμίλιου Παύλου. Η αλήθεια μάλλον είναι πως τον κατέτρεχαν φοβίες σχετικά με τη γνησιότητα της διαδοχής και για να γίνει αρεστός στην Ελλάδα εγκαταλείπει την παραδοσιακή φιλο-ολιγαρχική πολιτική του πατέρα του και υποστηρίζει τα λαϊκά ή «λαϊκίστικα» κατά πολλούς αιτήματα. Ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος τον θεωρούν ίσως όχι άδικα δημαγωγό και όχι βασιλιά. Οι πληροφορίες για τη δράση του Περσέα στην Πύδνα είναι αντιφατικές. Όλες όμως συγκλίνουν στο ότι ο Μακεδονικός στρατός ήταν ανεπαρκώς διοικούμενος. Οι λεγεωνάριοι κινδύνεψαν αρχικά από τις σάρισες αλλά ο Αιμίλιος Παύλος μάλλον είχε διδαχτεί καλά από τον Μ. Αλέξανδρο. Συγκράτησε την φάλαγγα στο κέντρο και αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την διασπάσει άσκησε πίεση στα πλευρά ειδικά στο σημείο όπου βρίσκονταν παρατεταγμένοι οι ελέφαντες των Αιτωλών συμμάχων του. Οι ελέφαντες νίκησαν το ιππικό του Περσέα και αποκάλυψαν το πλευρό της φάλαγγας. Κάποιος εκατόνταρχος Σάλλιος οδήγησε τους άντρες του στο κενό και υπερφαλάγγισε του Μακεδόνες. Ο δρόμος για την κατάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας ήταν πλέον ανοικτός. Καμία προσπάθεια δημιουργίας αντιρωμαϊκού μετώπου δεν έγινε. Οι ταγοί των Ελλήνων «περί άλλων ετύρβαζαν» και ενδιαφέρονταν μονάχα να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι στυγνά του πολίτες όπως φαίνεται από τις περιγραφές του Πολύβιου. Η Ελλάδα του 146 π.Χ. κατέρρευσε μέσα σε ένα χάος αλλοπρόσαλλων αποφάσεων και καιροσκοπίας. Οι στρατηγοί της Αχαϊκής Συμπολιτείας λόγω έλλειψης ανδρών επιστράτευσαν δούλους. Είναι μάλλον απίθανο να διεθεταν οργανωμένη φάλαγγα και αν διέθεταν, οι άνδρες ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι. Οι τελευταίοι Ελληνικοί στρατοί ήταν πλέον ένοπλοι όχλοι που είχαν σκοπό τη λεηλασία και όχι την αντιμετώπιση των Ρωμαίων.Δεν λοιπόν είναι μυστήριο η ολοκληρωτική συντριβή των στρατηγών Κριτόλαου και Δίαιου από τις λεγεώνες. Η επικράτηση της Ρώμης όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οφείλεται περισσότερο στην ικανότητα των διοικητών της και στη σταθερότητα του πολιτικού της συστήματος και όχι στη ανωτερότητα της λεγεώνας έναντι της φάλαγγας. Οι Ρωμαίοι διοικητές διδάχτηκαν από τα λάθη τους και προσάρμοσαν τις τακτικές τους ώστε να εξουδετερώσουν τα πλεονεκτήματα των Ελληνικών στρατών. Ο Ρωμαϊκός στρατός διοικούνταν από αξιωματικούς και όχι από δημαγωγούς. Αντίθετα οι Ελληνες δέν κατάφεραν να κάνουν υπέρβαση από τη φρατριαστική μικροπολιτική και έφτασαν σε σημείο να συμμαχούν με τους Ρωμαίους για την εξουδετέρωση των ομοεθνών τους.
Την εποχή όπου στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου διεξαγόταν ο Β’ Καρχηδονικός Πόλεμος (218-201 π.Χ.), στο ανατολικό η Ελλάδα ζούσε τη φθορά του Συμμαχικού Πολέμου (220-217 π.Χ.) ανάμεσα στην Αχαϊκή και στην Αιτωλική Συμπολιτεία και αντιμετώπιζε τις επεκτατικές βλέψεις του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σε παρακμή. Οι Αθηναίοι είχαν εξελιχθεί σε κόλακες των ισχυρών, οι Αιτωλοί σε ληστές και τους Σπαρτιάτες κυβερνούσαν ηγέτες ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Ο μόνος που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν ο Φίλιππος, ο οποίος ωστόσο δεν υπολόγισε σωστά τη ρωμαϊκή απειλή και αντί να συνάψει χρήσιμες συμμαχίες είδε τους Ρωμαίους ανταγωνιστικά: πρώτα εκστράτευσε εναντίον τους στην Ιλλυρία (Α’ Μακεδονικός Πόλεμος, 214 π.Χ.), μετά συμμάχησε με τον Αννίβα, έστω κι αν τελικά δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια στον καρχηδόνιο στρατηλάτη στον αγώνα του εναντίον των Ρωμαίων. Παράλληλα ο Φίλιππος προσπάθησε να επεκτείνει τις κτήσεις του επιτιθέμενος στην Αίγυπτο, στην Πέργαμο, στη Ρόδο και σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Οσο για την Αθήνα, αυτή την καταλεηλάτησε. Με την επιθετικότητά του ο Φίλιππος δημιούργησε πολλούς εχθρούς οι οποίοι, στην επιθυμία τους να τον εξοντώσουν, έδωσαν την αφορμή στη Ρώμη να επιτεθεί όχι μόνο εναντίον της Μακεδονίας αλλά και εναντίον της Ελλάδας.
Οι Ρωμαίοι μετά την ολοκληρωτική συντριβή της Καρχηδόνας γέμισαν αυτοπεποίθηση. Η Σύγκλητος, η οποία διαχειριζόταν τις υποθέσεις του κράτους με τις ξένες χώρες, επιθυμούσε να διευρύνει τα όρια της Ρώμης έστω κι αν κανείς ακόμη δεν οραματιζόταν τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας σαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκείνο που σίγουρα επιζητούσε η Ρώμη σε αυτή τη φάση ήταν να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολή. Με αυτόν τον σκοπό έκανε σύμμαχό της την Αίγυπτο, το ασθενέστερο από τα τρία βασίλεια των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτως ώστε να μην την αφήσει βορά των άλλων δύο ισχυρών, δηλαδή της Συρίας και της Μακεδονίας. Ο πιο επικίνδυνος ανταγωνιστής της Ρώμης ήταν σίγουρα η Μακεδονία επειδή ήταν στρατιωτικά ισχυρή και βρισκόταν σχετικά κοντά. Επομένως, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να επιτεθεί στη Μακεδονία, η Ρώμη δεν την άφησε να πάει χαμένη. Στα τέλη του 201 π.Χ. η Αθήνα, η Ρόδος και η Πέργαμος έστειλαν αντιπροσωπεία στη ρωμαϊκή Σύγκλητο να παραπονεθούν για την επιθετικότητα των Μακεδόνων και να ζητήσουν προστασία. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι με το διάβημά τους οι ελληνικές αυτές πόλεις καλούσαν τη Ρώμη να επέμβει στα εσωτερικά του ελληνικού χώρου. Ετσι το 200 π.Χ. η Ρώμη, χωρίς να έχει ξεχάσει και τη συμμαχία του Φιλίππου με τον Αννίβα, του κήρυξε τον πόλεμο (Β’ Μακεδονικός Πόλεμος). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και στους Ρωμαίους με τους συμμάχους τους κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια χωρίς ο Φίλιππος να καμφθεί τελειωτικά. Η μάχη που σήμανε και το τέλος του Β´ Μακεδονικού Πολέμου δόθηκε το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας, κοντά στα Φάρσαλα, όπου οι λεγεωνάριοι του ύπατου Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου κατατρόπωσαν την επί 200 χρόνια αήττητη μακεδονική φάλαγγα. Στην τοποθεσία δέσποζαν δύο απόκρημνοι βράχοι που το σχήμα τους θύμιζε κεφάλι σκύλου (κυνός), εξ ου και η ονομασία της. Ο Φίλιππος δεν είχε συμμάχους παρά μόνο τους πιστούς Ακαρνάνες. Ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ’, ο οποίος είχε υποσχεθεί βοήθεια, τελικά δεν την έστειλε διότι στο μεταξύ οι Ρωμαίοι τον είχαν πάρει και αυτόν με το μέρος τους. Ετσι ένα πρωί του Ιουνίου του 197 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις Κυνός Κεφαλές. Ο Φίλιππος διέταξε την εμπροσθοφυλακή του να καταλάβει τις κορυφές των δύο λόφων. Την ίδια διαταγή είχαν και οι ανιχνευτές του στρατού του Φλαμινίνου. Αλλά καθώς η ομίχλη ήταν πυκνή οι δύο αντίπαλες ομάδες συγκρούστηκαν χωρίς να το καταλάβουν. Στη φάση αυτή νικητές ήταν οι Μακεδόνες. Καθώς όμως η μέρα προχωρούσε και η ομίχλη αραίωνε, ο Φλαμινίνος έστειλε εναντίον των Μακεδόνων 500 ιππείς και 2.000 πεζούς Αιτωλούς με αρχηγούς τον Αρχέδαμο και τον Ευπόλεμο. Τότε ο Φίλιππος αναγκάστηκε και αυτός να ρίξει και άλλους στρατιώτες στη μάχη και προς στιγμήν φάνηκε ότι οι Μακεδόνες πάλι νικούσαν αλλά τούτη τη φορά επρόκειτο για στρατηγικό τέχνασμα των Ρωμαίων. Ο Φλαμινίνος είχε δώσει διαταγή στους άνδρες του να υποχωρήσουν ούτως ώστε να παρασύρουν τη δυσκίνητη φάλαγγα των Μακεδόνων εκεί όπου το έδαφος ήταν ανώμαλο, οπότε δεν θα μπορούσε να παραμείνει το τείχος των φαλαγγιτών και των πελταστών αρραγές. Από το αριστερό πλευρό των Μακεδόνων οι Ρωμαίοι βρήκαν δίοδο και πέρασαν στο πίσω μέρος με αποτέλεσμα να τους περικυκλώσουν. Ο στρατός των 25.000 ανδρών του Φιλίππου κόπηκε στα δύο. Ταυτόχρονα ο Φλαμινίνος έριξε στη μάχη και ελέφαντες. Οι στρατιώτες του Φιλίππου τρόμαξαν και πανικόβλητοι σήκωσαν τις σάρισες (δόρατα) ψηλά δείχνοντας έτσι ότι παραδίνονται. Οι Ρωμαίοι όμως είτε δεν γνώριζαν είτε αγνόησαν το σήμα και αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Η ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές ήταν βαριά. Εχασε 8.000 άνδρες, ενώ ο Φλαμινίνος μόνο 700. Οι Ρωμαίοι επίσης αιχμαλώτισαν 5.000 Μακεδόνες. Οι όροι της ειρήνης που υποχρεώθηκε να δεχθεί ο Φίλιππος ήταν πολύ βαρείς: να αποχωρήσει από όλες τις κτήσεις του στη Μικρά Ασία, στη Θράκη και στη Νότια Ελλάδα, να μη συνάπτει συμμαχίες ούτε να κηρύττει πολέμους χωρίς τη συγκατάθεση της Ρώμης, να καταβάλει αποζημίωση στους νικητές 1.000 τάλαντα και να παραδώσει όλους τους αιχμαλώτους και τους αυτόμολους καθώς και όλον του στον στόλο εκτός από έξι πλοία. Επίσης ο Φίλιππος αναγκάστηκε να παραδώσει ως όμηρο στους Ρωμαίους τον νεότερο από τους δύο γιους του, τον Δημήτριο.
Αν όμως ο Φίλιππος μισούσε τους Ρωμαίους, οι Ρωμαίοι δεν έτρεφαν ούτε αυτοί τα καλύτερα αισθήματα για τον μακεδόνα βασιλιά ούτε για τον διάδοχό του, τον Περσέα. Σύμφωνα μάλιστα με τη διαβρωτική εξωτερική πολιτική της η Ρώμη προετοίμαζε για διάδοχο της Μακεδονίας τον Δημήτριο, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε πιστό φίλο της. Τα σχέδια αυτά της Ρώμης τα έμαθε ο Περσεύς και εξάπτοντας ακόμη περισσότερο το μίσος του πατέρα του εναντίον των Ρωμαίων τον έπεισε ότι ο Δημήτριος ήταν επικίνδυνος. Τότε ο Φίλιππος έβαλε να δηλητηριάσουν τον δεύτερο γιο του. Ετσι ο δρόμος του Περσέως για την ανάρρηση στον θρόνο της Μακεδονίας ήταν πλέον χωρίς εμπόδιο. Ο Φίλιππος πέθανε το 179 π.Χ. Ο Περσεύς μαζί με τον θρόνο κληρονόμησε και το μίσος του πατέρα του για τους Ρωμαίους. Μόλις λοιπόν πήρε την εξουσία στα χέρια του άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον της Ρώμης. Ηταν ωστόσο αρκετά πονηρός. Ωσπου να προετοιμαστεί για τον πόλεμο, όχι μόνο δεν έδειξε την έχθρα του προς τη Ρώμη, αλλά πέτυχε και την αναγνώρισή του ως νόμιμου διαδόχου του θρόνου της Μακεδονίας. Εξι χρόνια κράτησαν οι προετοιμασίες του Περσέως εναντίον των Ρωμαίων όχι μόνο σε στρατιωτικό, μα κυρίως σε διπλωματικό επίπεδο. Προσπάθησε δηλαδή να ξαναπάρει υπό την επιρροή του όλους εκείνους που είχε δυσαρεστήσει ο πατέρας του καθώς και όσους ήταν τώρα δυσαρεστημένοι με την πολιτική της Ρώμης στην Ελλάδα. Ωστόσο οι φήμες για τις ενέργειες του βασιλιά της Μακεδονίας έφθαναν κατά καιρούς στη Ρώμη και όταν ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ έκανε την εμφάνισή του μπροστά στους ρωμαίους συγκλητικούς και κατηγόρησε ευθέως τον Περσέα, η Ρώμη πήρε την απόφαση να εκστρατεύσει εναντίον της Μακεδονίας. Το φθινόπωρο του 172 π.Χ. ρωμαϊκά στρατεύματα πέρασαν από την Ιταλία στην Ελλάδα. Ο Περσεύς αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον τους συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για σύναψη μιας συνθήκης που του είχαν προτείνει οι Ρωμαίοι ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια. Στο μεταξύ οι ρωμαϊκές λεγεώνες προχωρούσαν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα. Αλλά και όταν επιτέλους ο Περσεύς κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αντί να βαδίσει εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων που αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία και προχωρούσαν μέσα από τα δύσβατα στενά της ορεινής Ηπείρου, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στο Κίτιον, κοντά στην Πέλλα. Ετσι τα ρωμαϊκά στρατεύματα με αρχηγό τον ύπατο Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο πέρασαν ανενόχλητα μέσα από την Ηπειρο και έφθασαν στη Θεσσαλία ως τη Λάρισα, όπου ενώθηκαν με τον στρατό που έστειλε για βοήθεια ο Ευμένης της Περγάμου. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων έγινε στο Συκούριο και μολονότι ο ρωμαϊκός στρατός ήταν αριθμητικά σχεδόν ίσος με τον στρατό του Περσέως, οι στρατηγικές ικανότητες του Κράσσου φαίνεται ότι ήταν ανύπαρκτες και οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και μεγάλα τμήματα του στρατού τους διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους. Πλούσιος αλλά φιλάργυρος Ούτε αυτή την ευκαιρία μπόρεσε όμως να εκμεταλλευθεί ο Περσεύς. Ενώ λογικά θα έπρεπε να καταδιώξει και να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό και παράλληλα να εξεγείρει τις ελληνικές πόλεις-κράτη στα νώτα των Ρωμαίων, δεν το έκανε. Δεν το έκανε διότι θα χρειαζόταν να ξοδέψει αρκετά χρήματα και ενώ ήταν πάμπλουτος ήταν επίσης και υπερβολικά φιλάργυρος. Τσιγκουνεύτηκε να πληρώσει και άλλους στρατιώτες. Η διορατικότητά του ήταν τόσο ανύπαρκτη ώστε δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον των Ρωμαίων που προκάλεσαν οι αγριότητες του ναυάρχου Γάιου Λουκρητίου στη Θίσβη, στην Αλίαρτο και στην Κορώνεια και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων τους. Ωστόσο, παρά την κοντόφθαλμη πολιτική του, ο Περσεύς, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες αποτυχίες, στο πεδίο της μάχης ουσιαστικά παρέμενε αήττητος. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος μελετώντας την κατάσταση αντικατέστησε τον Λικίνιο Κράσσο με τον ύπατο Αύλο Οστίλιο Μαγκίνο και τον ναύαρχο Γάιο Λουκρήτιο με τον Λεύκιο Ορτήσιο. Αλλά και αυτοί δεν φάνηκαν πολύ καλύτεροι των προηγουμένων. Ετσι ο Οστίλιος Μαγκίνος αντικαταστάθηκε, την άνοιξη του 169 π.Χ., από τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο, ο οποίος κατόρθωσε μεν να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να εγκαταλείψουν τα στενά των Τεμπών αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα διότι συνάντησε σθεναρή αντίσταση στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, στα νότια του Δίου. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια και η Μακεδονία αντιστεκόταν σθεναρά. Τότε η Σύγκλητος αποφάσισε να στείλει έναν από τους πιο άξιους στρατηγούς της Ρώμης, τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος ξεκίνησε για την Ελλάδα την άνοιξη του 168 π.Χ. Ο Αιμίλιος Παύλος δεν ήταν πια νέος. Πλησίαζε τα 60 αλλά ήταν στρατηγός με μεγάλη πείρα. Ο στρατός που είχε στη διάθεσή του αριθμούσε 52.000 πεζούς και 4.500 ιππείς, ενώ ο μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Ο Αιμίλιος Παύλος βρήκε το μακεδονικό στρατόπεδο εκεί όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός του, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου προς τη θάλασσα, πίσω από τον ποταμό Ενιπέα, και άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον του. Γρήγορα όμως ο ρωμαίος στρατηγός κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι. Συγκρότησε λοιπόν ένα απόσπασμα 8.000 ανδρών το οποίο κατόρθωσε να διασχίσει το ποτάμι από κάποιο πέρασμα και να βρεθεί στα νώτα των Μακεδόνων. Στο μεταξύ, για να μην αντιληφθούν οι Μακεδόνες τον στρατηγικό του ελιγμό, ο Αιμίλιος Παύλος συνέχιζε τις κατά μέτωπον επιθέσεις του. Οταν ο Περσεύς αντιλήφθηκε ότι οι Ρωμαίοι πάνε να τον περικυκλώσουν αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Πύδνα, στα βόρεια της σημερινής Κατερίνης. Ο ρωμαϊκός στρατός ακολούθησε τον Περσέα, ο οποίος είχε παρατάξει τον στρατό του στην πεδιάδα μπροστά από την πόλη της Πύδνας. Ο Περσεύς, μολονότι ήξερε ότι η τοποθεσία δεν ήταν ιδανική, αναγκάστηκε να ετοιμαστεί για τη μάχη. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου του 168 π.Χ. έγινε έκλειψη σελήνης. Οι Μακεδόνες, βλέποντας ξαφνικά το φεγγάρι να χάνεται από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, πανικοβλήθηκαν μπροστά σ’ αυτόν τον «κακό οιωνό». Το ίδιο συνέβη και στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, μόνο που εκεί υπήρχε ο αστρονόμος Σουλπίκιος Γάλλος, ύπαρχος του Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν πρόκειται για οιωνό αλλά για φυσικό φαινόμενο. Ετσι οι Ρωμαίοι κοιμήθηκαν ήσυχοι ενώ οι Μακεδόνες παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους καταστρέψουν.
Ξημερώνοντας η 22α Ιουνίου 168 π.Χ., οι προφυλακές και των δύο αντιπάλων συναντήθηκαν τυχαία εκεί όπου πότιζαν τα άλογα. Η σύγκρουση ήταν ξαφνική και ο μεν στρατός των Μακεδόνων ήταν έτοιμος να συνδράμει την εμπροσθοφυλακή του, οι Ρωμαίοι όμως ήταν εντελώς ανέτοιμοι. Αλλά ο στρατηγός τους, χωρίς ασπίδα και κράνος, έτρεχε από τη μια άκρη του στρατοπέδου του στην άλλη εμψυχώνοντας τους άνδρες του και διατάσσοντάς τους να ανασυνταχθούν και να παραταχθούν. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν με φοβερή ορμή. Η πεδιάδα άστραψε από τη λάμψη των όπλων τους φέρνοντας προς στιγμήν ταραχή ακόμη και τον πολύπειρο Αιμίλιο Παύλο. Η εμπροσθοφυλακή αλλά και οι λεγεώνες των Ρωμαίων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η μακεδονική φάλαγγα, βλέποντας τους Ρωμαίους να υποχωρούν, άρχισε να τους καταδιώκει και παρασύρθηκε εκεί όπου είχε στήσει την παγίδα του ο Αιμίλιος Παύλος, δηλαδή στο ανώμαλο έδαφος. Η μακεδονική φάλαγγα ήταν αποτελεσματική και αήττητη όσο μπορούσε να σχηματίζει με τις μεγάλες ασπίδες και τις περίφημες σάρισές της ένα απόρθητο τείχος. Σε ανώμαλο έδαφος, σε λόφους λόγου χάρη, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ο ένας δίπλα στον άλλον με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά. Από τα κενά αυτά μπήκαν οι Ρωμαίοι και, περισσότερο ευκίνητοι χάρη στον ελαφρό οπλισμό τους, αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι δηλαδή εφάρμοσαν την ίδια τακτική όπως κατά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Ο μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία. Η μάχη έληξε μέσα σε μία μόνο ώρα. Η καταστροφή των Μακεδόνων ήταν ολοκληρωτική. Είκοσι χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλες 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Γ’ Μακεδονικός Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις ημέρες αφότου ο Αιμίλιος Παύλος είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Βλέποντας ο Περσεύς την έκβαση της μάχης, κατόρθωσε να το σκάσει και να πάει να κρυφτεί στη Σαμοθράκη κουβαλώντας μαζί του και τον θησαυρό του, 6.000 τάλαντα. Δεν είχε όμως φίλους να τον προστατέψουν και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί μαζί με την οικογένειά του στον ρωμαίο στρατηγό. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο δουλική ώστε ο Αιμίλιος Παύλος, βλέποντάς τον τόσο ταπεινωμένο, του είπε: «Γιατί λοιπόν υποβαθμίζεις τη νίκη μου και μειώνεις το κατόρθωμά μου παρουσιάζοντας τον εαυτό σου να μην είναι γενναίος ούτε άξιος αντίπαλος των Ρωμαίων; Η γενναιότητα αυτών που ατυχούν κερδίζει μεγάλο σεβασμό ακόμη και από τους εχθρούς τους, ενώ για τους Ρωμαίους η δειλία, ακόμη και στην καλοτυχία, είναι πέρα για πέρα ατιμωτική» (Πλούταρχος).
Από το πλήθος των θησαυρών που μάζεψε ο Αιμίλιος Παύλος από την κατεστραμμένη Μακεδονία δεν κράτησε τίποτε απολύτως για τον εαυτό του, τα απέδωσε όλα στη Ρώμη. Ούτε άφησε τους στρατιώτες του να λαφυραγωγήσουν. Από την πλούσια βιβλιοθήκη των μακεδόνων βασιλέων, την οποία μετέφερε ολόκληρη στη Ρώμη, επέτρεψε απλώς στους γιους του, οι οποίοι αγαπούσαν τα γράμματα, να διαλέξουν μερικά βιβλία. Προτού ο Αιμίλιος Παύλος φύγει από την Ελλάδα διοργάνωσε στην Αμφίπολη μεγάλη γιορτή στην οποία προσκάλεσε τους έλληνες βασιλείς της Ασίας, τους αρχηγούς της Ελλάδας καθώς και όλους τους εξέχοντες πολίτες των ελληνικών πόλεων. Στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν έλαβαν μέρος οι διασημότεροι αθλητές από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι καλεσμένοι είχαν επίσης την ευκαιρία να θαυμάσουν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν στους μακεδόνες βασιλείς. Στο τέλος της γιορτής όλα τα όπλα των Μακεδόνων μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο σωρό και ο ίδιος ο Αιμίλιος Παύλος ακούμπησε τον δαυλό και τα παρέδωσε στην πυρά.
Το ρωμαϊκό θέατρο του Ηρώδη του Αττικού, το έτος 1869 H Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας δεν είναι μόνο ένα κτίσμα της εποχής, δίπλα έχει το ωρολόγιο του Κυρρήστου, το Φετιχέ Τζαμί και κάτω από τζαμί είναι μια μεσοβυζαντινή μάλλον βασιλική, πολύ σημαντική, που ήταν και το πρώτο τζαμί των Αθηνών. Αυτό συμβαίνει γιατί βρισκόμαστε και στο κέντρο της πόλης και στο κέντρο της μεσαιωνικής Αθήνας. Εδώ, σε αυτό το σημείο, αναπτύχθηκε από τα βυζαντινά χρόνια και από τον Μεσαίωνα το παζάρι της πόλης. Εδώ ήταν, μάλιστα, ο χώρος του σημαντικότερου παζαριού της πώλησης των σιτηρών». Κάθε πλευρά έχει μια στοά με διαφορετικού ρυθμού κίονες. Εξωτερικά ιωνικού ρυθμού, εσωτερικά δωρικού με μάρμαρο από τον Υμηττό και λιγότερο από την Πεντέλη. Βεβαίως, η εικόνα δεν ήταν αυτή. Ο χώρος ήταν κατειλημμένος όλος και όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές τον δέκατο ένατο αιώνα, με μοναδικό ορατό σημείο την πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάς, κατεδαφίστηκαν οι κατοικίες και έγινε αποκοπή του δρόμου, μάλιστα κάποιοι κίονες βρέθηκαν σε υπόγειο σπιτιού. Το 1910 και το 1930 έγιναν συστηματικότερες ανασκαφές για να φτάσει ο χώρος στη μορφή που είναι σήμερα. Όλα τα μνημεία του κέντρου έχουν σήμερα αυτήν τη μορφή χάρη στις εργασίες της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, της συνένωσης που δεν πραγματοποιήθηκε όλη. Τη δεκαετία του '60 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα πολλών απαλλοτριώσεων στην Πλάκα για την ενοποίηση, που αλλού προχώρησε και αλλού σταμάτησε. Οι αναστηλωτικές εργασίες έγιναν από τον Ορλάνδο, διευθυντή της αναστήλωσης τότε, που ανέσκαψε τον χώρο. Η Ρωμαϊκή Αγορά χτίστηκε ταχύτατα και αυτό φαίνεται τόσο στις κατασκευαστικές ατέλειες όσο και στο ότι χρησιμοποιήθηκαν μέλη από άλλα κτίρια: έχει έναν κίονα από πεντελικό μάρμαρο, ενώ οι άλλοι είναι από τον Υμηττό, έχει τέτοιες διαφοροποιήσεις στοιχείων. Έχουν χρησιμοποιηθεί μέλη από κτίρια που προφανώς έχουν καταστραφεί από τον Σύλλα, και επαναχρησιμοποιήθηκαν. Αφιερώθηκε στην αρχηγέτιδα Αθηνά. Στην κορυφή του αετώματος υπάρχει αποτύπωμα της βάσης έφιππου αδριάντα του εγγονού του Αυγούστου, ο οποίος πέθανε το 2 π.Χ. και αφιέρωσαν ένα άγαλμα προς τιμή του. Έχει βρεθεί παλαιά στις ανασκαφές μια βάση προ τιμήν της γυναίκας του Αυγούστου και εικάζουμε ότι σε κάποιο σημείο της αγοράς θα πρέπει να υπάρχει και ένα σημείο λατρείας του αυτοκράτορα, γιατί εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας και η οικογένειά του άρχισε να λατρεύεται σαν ισόθεος αρχικά και σαν θεός στη συνέχεια. Οι ελληνιστικοί ηγεμόνες λατρεύονται σαν θεοί με όλα τα συνακόλουθα και με περιπτώσεις ακόμα και εξαιρετικής αλαζονείας από τους θνητούς μονάρχες. Ίσως είναι από τα δωμάτια εκατέρωθεν του ανατολικού προπύλου. Η ρωμαιοκρατία δεν έχει αρνητική ερμηνεία, δεν καταστράφηκε ο κλασικός πολιτισμός από τους Ρωμαίους. Και όλα τα έργα που έγιναν εκείνη την εποχή, έγιναν από Έλληνες, δεν υπάρχει κανένα αμιγώς ρωμαϊκό έργο. Αντιθέτως, σε όλα αυτά τα έργα υιοθετήθηκαν στοιχεία είτε του ελληνιστικού είτε και του κλασικού παρελθόντος. Υπάρχει μια ώσμωση των δύο, ένας καλώς νοούμενος συμφυρμός πραγμάτων που ήταν πολύ γόνιμος, και αρχιτεκτονικών ρυθμών και ύφους, δημιουργώντας εξαίσια δείγματα τέχνης και αρχιτεκτονικής, ακόμα και γλυπτών και άλλων μορφών καλλιτεχνικής δημιουργίας, μέχρι και στη λογοτεχνία, όπου ο Όμηρος υπήρξε μεγάλη πηγή έμπνευσης. Υπήρχαν πολύ δημιουργικές περίοδοι, υπήρχαν και πολύ κακές, αλλά αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντα στην ανθρώπινη ιστορία. Το κτίριο της Αρχαίας Αγοράς, στον βασικό του σχεδιασμό, ήταν ένα κτίριο ορθογώνιο, περίκλειστο, και από τις τέσσερις πλευρές είχε εισόδους. Είχε δύο πρόπυλα, εισόδους δηλαδή, την πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάςν που είναι και η σημερινή είσοδος του χώρουν και την ανατολική, από την οποία έβγαιναν ή έμπαιναν. Υπήρχε και μία τρίτη είσοδος στη νότια πλευρά που είχε μια μικρή κλίμακα, προφανώς για να επικοινωνεί με την κατωφέρεια του βράχου. Εκεί υπήρχε η κρήνη με τρεχούμενο νερό, που κυλά κατά περιόδους και φτάνει εδώ μέσα από τον βράχο της Ακρόπολης, και άλλοι μικρότεροι χώροι, που πρέπει να ήταν σαν δωμάτια της διοίκησης.Η αγορά χτίστηκε σε αυτό το σημείο και γιατί βρισκόταν σε σημαίνουσες αρτηρίες της αρχαίας πόλης. Η Αθήνα είχε μια δύσκολη κυκλοφορία, με στενούς δρόμους, κακοφτιαγμένους, συνεπώς, όταν υπήρχαν μεγάλες αρτηρίες οδικές, όπως η αρχαία οδός Τριπόδων, σηματοδοτούσαν σημαντικά περάσματα ή κτίρια. Αποδώ περνούσε ένας σημαντικός δρόμος, μέσα από την αγορά, που προχωρούσε προς τα πάνω, αλλά κλείστηκε, ωστόσο μπορούσαν να περάσουν και να βγουν από την άλλη πλευρά, μάλιστα υπάρχει και η άποψη ότι μέσα από την αγορά μπορούσε να περάσει και άμαξα. Από το κεντρικό άνοιγμα της πύλης της αρχηγέτιδας Αθηνάς θα μπορούσε να περάσει άμαξα, καθώς είναι μεγαλύτερο. Σήμερα στον χώρο βλέπουμε περίπου το μισό μνημείο, το υπόλοιπο βρίσκεται κάτω από τον πολεοδομικό ιστό. Δηλαδή τα κτίρια που βρίσκονται γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο προς τον βορρά είναι χτισμένα πάνω στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τα απέναντι σπίτια έχουν θεμελιωθεί επάνω στην αρχαία στοά. Το υπόλοιπο οικοδομικό τετράγωνο είχε δύο εκκλησίες, τη Γρηγορούσα και τον Προφήτη Ηλία, που καταστράφηκε, κατεδαφίστηκε. Ένα κομμάτι της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Το κτίριο της εμπορικής αγοράς έχει τέσσερις στοές σκεπασμένες. Η μία έχει διπλή κιονοστοιχία και η ανατολική έχει μικρούς χώρους που ερμηνεύονται ως καταστήματα. Όμως φαίνεται ότι καταστήματα δεν ήταν μόνο αυτά. Όταν μιλάμε για τη Ρωμαϊκή Αγορά, μιλάμε για ένα κτίριο 117 μ. επί 110 μ. και ένας τόσο μεγάλος χώρος δεν μπορεί να στέγαζε τόσο λίγα καταστήματα. Όλο το κέντρο της αγοράς ήταν πλακοστρωμένο με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες. Βλέπουμε μια διχρωμία που μπορεί να είναι κατασκευαστική αλλά και ενδεικτική διαδρομών. Ωστόσο, αυτό που ξέρουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι επαναχρησιμοποιήθηκαν, για παράδειγμα, κείμενα του Μάρκου Αυρήλιου, γραμμένα σε μαρμάρινες πλάκες ως κομμάτια της επίστρωσης. Πρόκειται για επανάχρηση αρχαίων λίθων που οι Ρωμαίοι, όντες πρακτικοί άνθρωποι, τα χρησιμοποιούσαν ως υλικό. Για παράδειγμα, το τετρακιόνιο πρόπυλο, το μόνο ορατό σημείο της σημερινής Ρωμαϊκής Αγοράς, πολλοί περιηγητές είχαν βιαστεί να το ταυτίσουν με κάποιον ναό. Οι πρώτοι που έδωσαν τη σωστή ερμηνεία του χώρου, το έργο των οποίων χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα, ήταν οι Στιούαρτ και Ρέβετ (J. Stuart & N.Revett), αρχιτέκτονες Βρετανοί που κατέγραψαν και σχεδίασαν με εξαιρετικής ποιότητας σχέδια τα κατάλοιπα και ερμήνευσαν τον χώρο ως αρχαία αγορά. Βασίστηκαν στις επιγραφές που φέρουν το επιστύλιο και η επιγραφή στην παραστάδα της εισόδου του Αδριανού για τις υποχρεώσεις φορολογίας των εμπόρων του λαδιού. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αγορά χτίστηκε σύμφωνα με κάποιους άξονες, γι' αυτό υπάρχει και τόση απόκλιση μεταξύ των δύο προπύλων. Δεν είναι στην ίδια ευθεία, είναι λοξά, διαγώνια, δεν είναι όπως θα περίμενε κανείς σε έναν απόλυτα τακτοποιημένο σχεδιασμό. Ο άλλος λόγος ίσως είναι το ρολόι του Κυρρήστου που δεν είναι μέρος της Ρωμαϊκής Αγοράς, προϋπήρχε. Το ρολόι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έγινε το τελευταίο τέταρτο του δευτέρου π.Χ. αιώνα. Κάθε πόλη, και η Αθήνα, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της, έπρεπε να έχει πολλές και διαφορετικές αγορές. Υπήρχε αγορά για τα ψάρια, για τα κρέατα, για το κάρβουνο και διαφορετική αγορά για τους δούλους. Συνεπώς, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι οι αγορές ήταν πολλές, μάλιστα ο Στράβωνας αναφέρει την περιοχή ανατολικά της Αγοράς, την ονομάζει ερέτρεια αγορά και ο Παυσανίας την αναφέρει ως Κεραμεικό. Εικάζουμε, λοιπόν, ότι η περιοχή εδώ, ανατολικά της Αρχαίας Αγοράς, ήταν χώρος ελεύθερου εμπορίου. Ξέρουμε ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε μια ακμάζουσα συνοικία των ελληνιστικών χρόνων, σπίτια και καταστήματα απλώνονταν εδώ και προς τη βιβλιοθήκη του Αδριανού, όμορα κτίρια, περίπου ίδιου σχεδιασμού και με δέκα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Το κτίριο της Ρωμαϊκής Αγοράς σχεδιάστηκε σε σημείο όπου προφανώς υπήρχαν προγενέστερες χρήσεις αγοράς και σε συνάφεια με την Αρχαία Αγορά. Η τελευταία πιστεύεται –λανθασμένα κατά τη γνώμη μου– ότι κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους έχασε τον εμπορικό και διοικητικό χαρακτήρα της και παρέμεινε μουσείο της πόλης. Αυτή είναι μια παλιά άποψη, γιατί δεν μπορεί ιστορικά κτίρια που είχαν ως σκοπό το εμπόριο ή την προστασία του κόσμου από τις καιρικές συνθήκες να παρέμειναν σε αχρηστία ως κενοί χώροι ή μουσειακά εκθέματα. Θαρρώ, υπήρχαν και εμπορικές δραστηριότητες στην Αρχαία Αγορά, και βεβαίως διοικητικές. Τμήμα αυτών των δραστηριοτήτων μεταφέρθηκε εδώ, στη Ρωμαϊκή Αγορά, που άρχισε να χτίζεται από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος έδωσε χρήματα για να κατασκευαστεί το κτίριο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα έδωσε επειδή ο αντίπαλός του, ο Πομπήιος, έδωσε χρήματα για κατασκευή ανάλογη στον Πειραιά. Δεν ξέρουμε σε τι βαθμό είχε προχωρήσει η κατασκευή από τον Καίσαρα. Ολοκληρώθηκε από τον παππού του Ηρώδη του Αττικού και εγκαινιάστηκε το 11 π.Χ. Κατασκευάστηκε από τον Ανδρόνικο, αλλά δεν ξέρουμε από ποιον χρηματοδοτήθηκε και τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε. Όμωςν κρίνοντας από τις θέσεις, βρίσκεται σε ένα ψηλό σημείο της πόλης συγκριτικά με την Αρχαία Αγορά, είναι ένας μετεωρολογικός σταθμός που έδειχνε την ώρα, τους ανέμους. Ήταν ένα πλανητάριο της εποχής, χτίστηκε για τις ανάγκες των ναυτιλλομένων και των εμπόρων, που ήθελαν να οργανώσουν το ταξίδι τους. Υπάρχει και η άλλη εκδοχή, ότι μπορεί να αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος, γιατί ακόμα αναζητούνται κτίρια και ένα από αυτά, που μπορεί να σχετίζεται, είναι το γυμνάσιο του Πτολεμαίου. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, και στην Αθήνα, είναι ότι οι πόλεις χτίστηκαν πάνω στα αρχαία κατάλοιπα. Κατά συνέπεια, βρίσκονται από τις σωστικές ανασκαφές, κυρίως στα θεμέλια βρίσκουμε λείψανα αυτών των κτισμάτων. Ωστόσο υπάρχουν άλλες ιστορικές περιοχές, όπως η Νικόπολη, πόλη που έχτισε ο Αύγουστος το 31 π.Χ. μετά τη νίκη στο Άκτιο και σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γένεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου τα πολύ σημαντικά κτίσματα σώζονται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, γιατί είναι μια πόλη που δεν κατοικήθηκε, δεν χτίστηκε στους νεότερους χρόνους. Μετά το 67 μ.Χ. και την καταστροφή της Δήλου έχουμε την άφιξη εκατοντάδων ή χιλιάδων πολιτών, αυτά γνωρίζουμε από τα επιγραφικά κατάλοιπα, από τις επιτύμβιες στήλες ή από κιονίσκους και τους καταλόγους των εφήβων. Όλοι οι Αθηναίοι έφηβοι ήταν υποχρεωμένοι να λάβουν διετή εκπαίδευση στα γυμνάσια της πόλης, κάτι που καθιερώθηκε στους κλασικούς και άνθησε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Συνεπώς, όλοι οι Αθηναίοι γράφονταν σε καταλόγους και με βάση το χρονολογικό σύστημα των αρχόντων χρονολογούμε την εποχή. Σε αυτούς τους καταλόγους υπάρχουν πολλά ονόματα Ρωμαίων. Βέβαια, υπάρχει και μια κατηγορία Αθηναίων που πολιτογραφούνται Ρωμαίοι, κυρίως τα μεταγενέστερα χρόνια. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι απολύτως ασφαλή, αλλά μας δίνουν ένα πλαίσιο που βεβαίως μπορεί να ανατραπεί από νεότερα στοιχεία έρευνας ευρημάτων ή ανασκαφών. Μετά την είσοδο στην Αθήνα αυτών που είχαν φύγει από τη Δήλο, κυρίως έμπορων, χρειάστηκαν νέοι χώροι και νέες αγορές. Η περιοχή όπου βρισκόμαστε καταχρηστικά ονομάζεται Ρωμαϊκή Αγορά, κανονικά θα έπρεπε να ονομαστεί «εμπορική αγορά», ωστόσο αυτή η ονομασία έμεινε σε χρήση για να αντιδιαστέλεται από την Αρχαία Αγορά. Εν αντιθέσει με τον χώρο της Αρχαίας Αγοράς, που επίσης δεν ήταν γνωστός μέχρι τον εικοστό αιώνα, οπότε έγιναν οι γιγάντιες απαλλοτριώσεις, η Ρωμαϊκή Αγορά ήταν πλήρως καλυμμένη από τον οικιστικό ιστό της πόλης, ήταν άγνωστης ταυτότητας και το μόνο ορατό σημείο της ήταν η πύλη της αρχηγέτιδας Αθηνάς και ορισμένα άλλα σημεία εντός της. Οι Ρωμαίοι δεν έχτισαν καινούργιες πόλεις παρά τις λάμπρυναν με κτίρια και κυρίως εγκαταστάσεις προς όφελος των πολιτών, διάφορες νεότερες βοηθητικές κατασκευές, υδραγωγεία, λουτρά και κρήνες. Παράδειγμα, η Αθήνα. Η Ρωμαϊκή Αγορά έμεινε, όπως φαίνεται, σε λειτουργία και εμπορική χρήση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς έχουν βρεθεί ενεπίγραφα βάθρα, θραύσματα που αναφέρουν ότι αυτός και ο γιος του δώρισαν στην Αθήνα σίτο. Η πόλη της Αθήνας συνδέεται με το σιτάρι ήδη από την κλασική εποχή, αλλά κυρίως τον δεύτερο αιώνα οι Αθηναίοι τιμούσαν τους μονάρχες που εξασφάλιζαν το απαραίτητο σιτάρι για την πόλη και την επιβίωση των κατοίκων. Η Αθήνα αρχίζει να επανέρχεται μετά την καταστροφή από τους Έρουλους το 267 μ.Χ και τη μετέπειτα παρακμή της κατά τον 16ο-17ο μ.Χ. Μέχρι τότε είναι μια σκοτεινή εποχή και από άποψη τεκμηρίων, αλλά υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον από τους ερευνητές σήμερα για τη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας, ώστε να καταλάβει και εκείνη τη θέση και την αξία της στο πολιτισμικό τοπίο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΗΘΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ 1: Ζαν Πωλ Σαρτρ, "Ο εγκαταλελειμμένος άνθρωπος". Ο άνθρωπος είναι «εγκαταλελειμμένος», αφημένος στη δική του πρωτοβ...

-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου