Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

Τον μύθο των δίδυμων αδελφών, Ρωμύλου και Ρέμου, που διασώθηκαν από μία λύκαινα, τον αναπαρέστησε ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη, 1616). Σύμφωνα με τον θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία,που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτόν εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Έτσι η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους. Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς (Άρης). Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν τον θρόνο, διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του Ρέμο έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη.Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα ολιγάριθμος, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών *(βλ. τον πίνακα του κλασικιστή Γάλλου ζωγράφου Νταβίντ "Η αρπαγή των Σαβίνων").
Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων. Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.
Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών. Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium». Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη. Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τους πραίτορες (Praetor), τους αγορανόμους (Aedile) και τους κυαίστορες (Quaestor). Τα άτομά αυτά αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και για κοινούς ανθρώπους, που ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι». Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους.
Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε. Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά. Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ, η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης σαν υπολογίσιμη δύναμη. Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου. Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι Συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους. Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμειβόμενης εργασίας. Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς». Ο Κλαυδιανός Νόμος (Lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.
Συνεχώς η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες έλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, ένα ζεύγος τριβούνων που προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων. Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 – 88 π.Χ. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν ως αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας. Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από το Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ. Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου.
Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου. Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν τον Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.
Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα «Αύγουστος» και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων. Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του Νέρονα το 68. Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς, παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα, ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους. Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων. Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι «Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες» (96-180) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής. Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περίφημη «Ρωμαϊκή Ειρήνη». Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).
Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.[50] Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».[51][52] Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συναυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους. Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη. Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.Η Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή.[56] Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση των Ούνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλάριχος Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης.Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455 λεηλάτησαν τη Ρώμη.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο Γερμανός φύλαρχος Οδόακρος εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, το Ρωμύλο Αύγουστο, να εγκαταλείψει το θρόνο του. Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.
Η Ανατολική Αυτοκρατορία αντιμετώπισε με τη σειρά της παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν έπεσε τόσο σύντομα. Ο Ιουστινιανός κατάφερε να ξανακατακτήσει τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία, αλλά οι κτήσεις των βυζαντινών στη Δύση περιορίστηκαν στη Βόρεια Ιταλία και στη Σικελία μόλις λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ιουστινιανού.[62] Στην ανατολή, ιδίως μετά την εξάπλωση μιας επιδημίας πανώλης, οι Βυζαντινοί ήρθαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ανόδου του Ισλάμ, του οποίου οι πιστοί, αφού κατέκτησαν εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου, απείλησαν άμεσα την Κωνσταντινούπολη.[63][64] Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, κατάφεραν να περιορίσουν την επέκταση των μωαμεθανών τον 8ο αιώνα, και μάλιστα τον 9ο αιώνα διεκδίκησαν με αξιώσεις παλαιότερες κτήσεις τους.[12][65] Το 1000 μ.Χ. η Ανατολική Αυτοκρατορία βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Βασίλειος Β' κατάκτησε ξανά τη Βουλγαρία και την Αρμενία, ενώ ανθούσαν οι τέχνες και το εμπόριο.[66] Εντούτοις, η επέκταση αυτή έλαβε απότομο τέλος μετά τη Μάχη του Μάτζικερτ το 1071. Με τον τρόπο αυτό η αυτοκρατορία οδηγήθηκε γρήγορα σε παρακμή. Συνεχόμενοι αιώνες εσωτερικών ταραχών και τουρκικών εισβολών, ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό να απευθυνθεί στη Δύση για βοήθεια το 1095.[63] Οι Δυτικοί απάντησαν στο κάλεσμα στα πλαίσια των Σταυροφοριών, λεηλατώντας τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1204 κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας. Την κατάληψη της Πόλης ακολούθησε η διαίρεση των περιορισμένων εδαφών της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας σε μικρότερα κράτη.[67] Όταν η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις, η Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά ένα ελληνικό κράτος στα παράλια του Αιγαίου. Η Ανατολική Αυτοκρατορία έπεσε οριστικά όταν ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής κατέλαβε την Πόλη στις 29 Μαΐου 1453.[68]
Η αυτοκρατορική Ρώμη υπήρξε το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής του, με πληθυσμό που προσέγγιζε το ένα εκατομμύριο (περίπου το μέγεθος του Λονδίνου στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου). Οι ειδικοί ορίζουν το ανώτατο όριο της προσέγγισης αυτής στα 14 εκατομμύρια και το κατώτερο στους 450.000 ανθρώπους. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης αντηχούσαν τόσο πολύ εξαιτίας των διερχόμενων αρμάτων με τις σιδερένιες ρόδες, που ο Ιούλιος Καίσαρ κάποτε πρότεινε να απαγορευτεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως περίπου το 20% των πληθυσμών που ζούσαν κάτω από την ρωμαϊκή ηγεμονία κατοικούσε σε αμέτρητα αστικά κέντρα, με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αστικοποίησης από τη στιγμή που πρόκειται για την προ-βιομηχανική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κέντρα είχαν δική τους αγορά και ναούς, καθώς και τους ίδιους τύπους κτιρίων, σε μικρότερη κλίμακα, που συναντούσε κανείς στη Ρώμη.
Η ρωμαϊκή κοινωνία χαρακτηριζόταν από ιεραρχική οργάνωση, με τους σκλάβους (servi) στη βάση, τους απελεύθερους (liberti) λίγο παραπάνω και τους γεννημένους ελεύθερους πολίτες (cives) στην κορυφή. Οι ελεύθεροι πολίτες ταξινομούνταν με τη σειρά τους σε περαιτέρω κοινωνικές τάξεις. Η ευρύτερη και αρχαιότερη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους πατρικίους, οι οποίοι ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 Πατριάρχες που ίδρυσαν την πόλη, και στους πληβείους, οι οποίοι δεν ήταν. Αυτό το κριτήριο έγινε λιγότερο σημαντικό προς το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, καθώς ορισμένες οικογένειες πληβείων απέκτησαν πλούτη και ασχολήθηκαν με την πολιτική, ενώ κάποιες οικογένειες πατρικίων γνώρισαν δύσκολες μέρες. Οποιοσδήποτε, πατρίκιος ή πληβείος, που διέθετε κάποιον ύπατο για πρόγονο άνηκε στους ευγενείς (nobilis). Κάποιος άνδρας που ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που ανερχόταν στη θέση του ύπατου, όπως ο Μάριος και ο Κικέρων, ήταν γνωστός με την ονομασία «novus homo», δηλαδή «καινούριος άνθρωπος», μετατρέποντας τους απογόνους του σε ευγενείς. Η καταγωγή από παλαιά οικογένεια πατρικίων, ωστόσο, ακόμη και τότε ήταν σημάδι ιδιαίτερου κύρους, και πολλά θρησκευτικά αξιώματα ήταν προσβάσιμα μοναχά στους πατρικίους. Ένας ταξικός διαχωρισμός βασισμένος στη στρατιωτική θητεία απέκτησε με τον καιρό μεγαλύτερη σημασία. Ο καθορισμός των μελών των τάξεων αυτών γινόταν περιοδικά από τους Τιμητές (censors), σύμφωνα με την προσωπική περιουσία. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των Συγκλητικών, η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή και διοικούσε το στρατό. Ακολουθούσαν οι ιππείς (equites), τάξη την οποία συγκροτούσαν αρχικά αυτοί που μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, και οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί, ανάλογα με το είδος του στρατιωτικού εξοπλισμού που μπορούσε καθένας να αγοράσει, ακολουθούσαν. Στη βάση βρίσκονταν οι προλετάριοι (proletarii), δηλαδή οι πολίτες χωρίς καμία περιουσία. Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, δεν μπορούσαν καν να καταταγούν στο στρατό, και περιγράφονταν συχνά ως ελάχιστα ανώτεροι των σκλάβων στην κοινωνική κλίμακα.
Από την κοινωνική τάξη εξαρτήθηκε και το δικαίωμα ψήφου του καθενός. Οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές», με αυτές των πλουσίων να αριθμούν λιγότερα μέλη από αυτές των φτωχών, και τους προλεταρίους να συγκροτούν μια φυλή μόνοι τους. Η κατάθεση της ψήφου γινόταν ανά φυλή και σταματούσε μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, έτσι ώστε οι φτωχότερες τάξεις συχνά δεν κατάφερναν καν να ρίξουν την ψήφο τους. Οι κάτοικοι συμμαχικών ξένων πόλεων συχνά αποκτούσαν το Λατινικό Δικαίωμα (Latinitas), μια κατάσταση κάπου ανάμεσα σε αυτή των Ρωμαίων Πολιτών και σε αυτή των ξένων (peregrini). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάποια δικαιώματα βάσει του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν και το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Παρόλο που υπήρχαν πολλά «επίπεδα» του Λατινικού Δικαιώματος, η κύρια διαίρεση ήταν ανάμεσα σε αυτούς «cum suffragio» (με δικαίωμα ψήφου, μέλη μιας φυλής στις ψηφοφορίες, που μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Φυλετική Εκκλησία) και σε αυτούς «sine suffragio» (χωρίς δικαίωμα ψήφου, που δεν είχαν εκλογικά δικαιώματα). Μερικές ιταλικές πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων απέκτησαν για τους κατοίκους τους το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη μετά τον Κοινωνικό Πόλεμο του (91-88 π.Χ.), ενώ το ίδιο δικαίωμα απέκτησαν όλοι οι γεννημένοι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα το 212. Οι γυναίκες μοιράζονταν κάποια βασικά δικαιώματα της τάξης που άνηκαν οι άντρες τις οικογενείας τους, αλλά δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά.
Η patria potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη ζωή. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (manus) του paterfamilias του σπιτικού του συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο παραμερίστηκε, με τη γυναίκα να έχει το δικαίωμα να επιλέγει να θεωρεί πραγματική της οικογένεια αυτήν του πατέρα της. Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός. Σύνολα σπιτικών σχημάτιζαν μια οικογένεια (gens). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος ή υιοθεσίας, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες (Gentes Maiores), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή. Ο γάμος στην Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος σε ηλικία από τη νύφη. Αν και οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών.
Κατά την πρώτη περίοδο της δημοκρατικής εποχής δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία στη Ρώμη, έτσι τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, που ονομάζονταν «παιδαγωγοί» και που συνήθως ήταν ελληνικής καταγωγής. Πρωταρχικός σκοπός της μόρφωσης στην εν λόγω περίοδο ήταν η εκπαίδευση των νεαρών ανδρών στις αγροτικές εργασίες, τον πόλεμο, τις ρωμαϊκές παραδόσεις και τα δημόσια πράγματα.Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν πολλά για τη ζωή του πολίτη συνοδεύοντας τον πατέρα τους σε θρησκευτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου για τους νεαρούς ευγενείς. Οι γιοι των ευγενών γίνονταν μαθητές κάποιας διακεκριμένης πολιτικής φιγούρας σε ηλικία 16 ετών, ενώ συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες από την ηλικία των 17 (το σύστημα αυτό συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες και κατά την αυτοκρατορική περίοδο). Οι εκπαιδευτικές πρακτικές διαμορφώθηκαν εκ νέου μετά την κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων τον 3ο αιώνα π.Χ. και τη συνακόλουθη ελληνική επιρροή, αν και πρέπει να τονιστεί πως η εκπαίδευση των Ρωμαίων παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την ελληνική. Εφόσον οι γονείς τους διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά μέσα, τα αγόρια και κάποια κορίτσια αποστέλλονταν στην ηλικία των 7 ετών σε ιδιωτικό σχολείο εκτός σπιτιού που ονομαζόταν «ludus», όπου ένας δάσκαλος (ο οποίος καλούταν «litterator» ή «magister ludi» και ήταν συχνά ελληνικής καταγωγής) τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και μερικές φορές ελληνικά, μέχρι την ηλικία των 11. Μπαίνοντας στα 12 οι μαθητές εντάσσονταν στη «δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου ένας δάσκαλος (που αποκαλούταν πλέον «grammaticus») τους δίδασκε ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία. Στην ηλικία των 16 ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές ρητορικής, όπου ο δάσκαλος, σχεδόν πάντα Έλληνας, ονομαζόταν «ρήτωρ». Η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου προετοίμαζε τους νέους για νομική καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους. Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο καθημερινά, εκτός από τις θρησκευτικές αργίες και αυτές της αγοράς. Υπήρχε επίσης ο θεσμός των καλοκαιρινών διακοπών.
Αρχικά, τη Ρώμη κυβέρνησαν βασιλείς, τους οποίους εξέλεξαν με τη σειρά καθεμία από τις μεγαλύτερες φυλές της Ρώμης. Η φύση της εξουσίας του βασιλιά δεν μας είναι γνωστή. Πιθανώς να κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία, ή ίσως να αποτελούσε το κυριότερο εκτελεστικό όργανο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα η εξουσία του (Imperium) θα πρέπει να ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήταν επίσης επικεφαλής του ρωμαϊκού ιερατείου. Εκτός από το βασιλιά πολιτική δύναμη κατείχαν τρεις βουλές: η Σύγκλητος, που αποτελούσε το συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, η Comitia Curiata, που ενέκρινε και νομιμοποιούσε τους νόμους που πρότεινε ο βασιλιάς και η Comitia Calata, μια συνέλευση της κολλεγίας των ιερέων που συγκαλούταν για να παραστεί μάρτυρας σε συγκεκριμένα γεγονότα, να ακούσει τις επίσημες διακηρύξεις και να διακηρύξει το εορτολόγιο του επόμενου μήνα. Οι ταξικοί πόλεμοι της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση ενός ασυνήθιστου μείγματος δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Η σύγχρονη αγγλική λέξη «republic» (που σημαίνει «δημοκρατία» και συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε πολλές σύγχρονες γλώσσες) προέρχεται από τη λατινική φράση «res publica» που μεταφράζεται ως «πολιτικό πράγμα». Η παράδοση όριζε πως οι νόμοι μπορούσαν μόνο να περαστούν αν τους ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση (Comitia Tributa, που σημαίνει «Φυλετική Εκκλησία»). Ομοίως, οι υποψήφιοι για τα δημόσια αξιώματα έπρεπε να κάνουν εκλογικό αγώνα μπροστά στους πολίτες. Ωστόσο, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ήταν ένας ολιγαρχικός θεσμός. Στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Σύγκλητος απέκτησε μεγάλη εξουσία (auctoritas), αλλά δεν είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Παρέμενε συμβουλευτικό σώμα. Εντούτοις, καθώς οι συγκλητικοί ήταν άτομα με μεγάλη επιρροή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει κανείς κάτι χωρίς την υποστήριξή τους. Τα νέα μέλη του σώματος αυτού εκλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πατρικίους από τους τιμητές, οι οποίοι είχαν επίσης τη δύναμη να απομακρύνουν κάποιον από το αξίωμα αυτό αν έκριναν πως ήταν «ηθικά διεφθαρμένος», για παράδειγμα αν κρινόταν ένοχος δωροδοκίας ή, όπως συνέβη με τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο, αν αγκάλιαζε δημοσίως τη σύζυγο κάποιου άλλου. Αργότερα, μετά από τα νέα μέτρα που πέρασε ο δικτάτωρ Σύλλας, οι κυαίστορες εντάσσονταν αυτομάτως στη Σύγκλητο. Ωστόσο, τα μέτρα του αυτά δεν επιβίωσαν για πολύ.
Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (περ. 138–78 π.Χ.), δικτάτωρ της Ρώμης, ο οποίος προώθησε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να ενισχύσει την αριστοκρατία. Η Δημοκρατία δεν είχε κάποιο οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα, ενώ η συλλογή φόρων ανατίθετο σε ιδιώτες. Οι κυβερνητικές θέσεις όπως του κυαίστορα ή του αγορανόμου χρηματοδοτούνταν από την προσωπική περιουσία του εκάστοτε ατόμου. Προκειμένου να μην είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος υπερβολικά πολύ δύναμη, οι νέοι αξιωματούχοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και μοιράζονταν την εξουσία με κάποιο συνεργάτη. Για παράδειγμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, την ανώτερη εξουσία κατείχαν δύο ύπατοι. Σε περιόδους κρίσης μπορούσε να ανακηρυχθεί κάποιος προσωρινά δικτάτωρ. Κατά τη διάρκεια των ετών της δημοκρατίας το σύστημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλές φορές έτσι ώστε να συνάδει με την εκάστοτε πραγματικότητα. Τελικά, αποδείχτηκε ανεπαρκές για τη διακυβέρνηση της ολοένα και επεκτεινόμενης ρωμαϊκής επικράτειας, βοηθώντας στην εγκαθίδρυση της νέας μορφής διακυβέρνησης, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια υπήρχε η προσπάθεια να διατηρηθεί ζωντανή η εντύπωση πως η δημοκρατία ήταν ζωντανή. Ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν απλά ως «ο πρώτος των πολιτών» (princeps), ενώ η Σύγκλητος απέκτησε νομοθετικές αρμοδιότητες, καθώς και όλες τις άλλες δικαιοδοσίες των διάφορων εκκλησιών. Ωστόσο οι αυτοκράτορες άρχισαν να κυβερνούν όλο και περισσότερο ως απόλυτοι μονάρχες, με το ρόλο της Συγκλήτου να περιορίζεται σε αυτόν του συμβουλευτικού σώματος. Η Αυτοκρατορία δεν κληρονόμησε γραφειοκρατικό σύστημα από τη Δημοκρατία, καθώς μοναδική μόνιμη κρατική δομή ήταν η Σύγκλητος. Ο Αυτοκράτορας μπορούσε να επιλέγει τους βοηθούς και τους συμβούλους του, αλλά το κράτος δε διέθετε διάφορους σημαντικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την κατάρτιση ενιαίου κεντρικού προϋπολογισμού. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό αποτέλεσε αίτιο της παρακμής της Αυτοκρατορίας.
Οι ρίζες των νομικών αρχών και πρακτικών των αρχαίων Ρωμαίων μπορούν να ανιχνευθούν στο νόμο των Δώδεκα Πινάκων (449 π.Χ.). Η αναζήτηση αυτή φτάνει μέχρι το 530, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε τον περίφημο Ιουστινιάνειο Κώδικα. Ο ρωμαϊκός νόμος όπως διαφυλάχθηκε στον Κώδικα αυτό συνέχισε να υφίσταται και τη βυζαντινή εποχή, αποτελώντας τη βάση άλλων νομοθετικών συστημάτων στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Ο ρωμαϊκός νόμος συνέχισε να εφαρμόζεται, με μια ευρύτερη έννοια, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέχρι το πέρας του 17ου αιώνα. Οι κύριες κατηγορίες νόμων στην αρχαία Ρώμη, όπως διαφυλάσσονται στον Ιουστινιάνειο και στον Θεοδοσιανό Κώδικα ονομάζονται Ius Civile, Ius Gentium, και Ius Naturale. Ο Ius Civile (νόμος των πολιτών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν την τάξη των Ρωμαίων Πολιτών. Οι Αστικοί Πραίτορες (Praetores Urbani) ήταν τα άτομα που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν υποθέσεις τέτοιου τύπου. Ο Ius Gentium (νόμος των εθνών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν τους ξένους και τις σχέσεις τους με τους Ρωμαίους Πολίτες. Αρμόδιοι αξιωματούχοι για αυτές τις υποθέσεις ήταν οι Praetores Peregrini. Τέλος, ο Ius Naturale περιελάμβανε τους φυσικούς νόμους, το κομμάτι εκείνο των νόμων που θεωρούταν κοινό για όλους.
Η Αρχαία Ρώμη είχε υπό την κυριαρχία της τεράστιες εκτάσεις γης, με αμέτρητους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Για το λόγο αυτό, η οικονομία του κράτους στηρίχτηκε στον αγροτικό τομέα και στο εμπόριο. Η ελεύθερη διακίνηση αγροτικών προϊόντων άλλαξε το ιταλικό τοπίο, και μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., τεράστιες κτηματικές εκτάσεις που παρήγαγαν σταφύλια κι ελιές παραγκώνισαν τους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να χτυπήσουν την τιμή των εισαγόμενων σιτηρών. Η προσάρτηση της Αιγύπτου, της Σικελίας και της Τυνησίας στη Βόρειο Αφρική παρείχε στο ρωμαϊκό κράτος συνεχή εισροή σιτηρών. Αντίθετα, η ιταλική χερσόνησος έκανε εξαγωγές λαδιού και κρασιού. Η αμφισπορά ήταν συνήθης πρακτική, ωστόσο η παραγωγικότητα των αγρών ήταν χαμηλή, περίπου ένας τόνος ανά εκτάριο γης.Η βιοτεχνία και οι κατασκευές ήταν κλάδοι με πολύ μικρότερη έκταση. Η πιο ανεπτυγμένη σχετική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη πετρωμάτων, που παρείχε τα βασικά δομικά υλικά των κτισμάτων της εποχής. Όσον αφορά τη βιοτεχνία, τη συγκροτούσαν μικρά εργαστήρια τα οποία απασχολούσαν το πολύ μερικές δωδεκάδες εργάτες. Ωστόσο, κάποια εργοστάσια τούβλων, πιθανόν να απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες.Τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας επικρατούσα τάση ήταν η μικρή ιδιοκτησία και η αμοιβόμενη εργασία. Εντούτοις, οι κατακτητικοί πόλεμοι παρείχαν αφθονία σκλάβων σε χαμηλή τιμή είτε οι διάφορες εργασίες απαιτούσαν κάποια ειδίκευση είτε όχι. Υπολογίζεται πως οι σκλάβοι συγκροτούσαν το 20% του πληθυσμού της ρωμαϊκής κοινωνίας, καθώς και το 40% του πληθυσμού της Ρώμης. Μόνο κατά την αυτοκρατορική περίοδο οπότε και σταμάτησαν οι κατακτήσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των δούλων, η αμειβόμενη εργασία έγινε οικονομικότερη της συντήρησης σκλάβων.Παρόλο που οι συναλλαγές με ανταλλαγή προϊόντων ήταν συνήθης πρακτική, και χρησιμοποιούταν συχνά και κατά την συλλογή των φόρων, η Ρώμη είχε ένα καλά ανεπτυγμένο νομισματικό σύστημα.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα, φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα, κυκλοφορούσαν ευρέως σε όλη την αυτοκρατορία. Μάλιστα κάποια από αυτά έχουν βρεθεί ακόμη και στην Ινδία. Πριν τον 3ο αιώνα π.Χ. ο χαλκός ανταλλασσόταν βάσει του βάρους του κατά μήκος της κεντρικής Ιταλίας. Τα πρώτα χάλκινα νομίσματα (ασσάρια) είχαν τη συμβολική αξία μιας ρωμαϊκής μονάδας βάρους χαλκού, αλλά ζύγιζαν λιγότερο. Συνεπώς, η χρησιμότητα των ρωμαϊκών νομισμάτων ως μονάδα ανταλλαγής ήταν μεγαλύτερη της πραγματικής τους αξίας ως μέταλλο. Όταν ο Νέρων υποτίμησε το ασημένιο δηνάριο, η νόμιμη αξία του υπολογίζεται πως ήταν κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη από την πραγματική.Τα άλογα ήταν πανάκριβα, και τα άλλα υποζύγια υπερβολικά αργά, για μαζικό εμπόριο στις ρωμαϊκές οδούς, οι οποίες συνέδεαν περισσότερο στρατιωτικές εγκαταστάσεις παρά αγορές, και οι οποίες σπανίως ήταν κατάλληλες για τροχούς. Ως αποτέλεσμα, υπήρχε περιορισμένη μεταφορά αγαθών ανάμεσα στις διάφορες περιοχές πριν το 2ο αιώνα π.Χ. οπότε και άνθησε το θαλάσσιο εμπόριο. Την περίοδο αυτή, ένα εμπορικό σκάφος ήθελε λιγότερο από ένα μήνα για να πραγματοποιήσει το ταξίδι από το Κάδιξ στην Αλεξάνδρεια δια μέσου της Όστιας, δηλαδή να διαπλεύσει ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μήκος. Οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν 60 φορές φθηνότερες σε σχέση με αυτές στην ξηρά, έτσι ο όγκος των εμπορικών πλοίων ήταν μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα σκάφη.
Ο πρώιμος ρωμαϊκός στρατός (περ. 500 π.Χ.) επηρεάστηκε, όπως και εκείνοι των άλλων πόλεων-κρατών της εποχής, από τις ελληνικές πρακτικές. Επρόκειτο για ένα είδος πολιτοφυλακής που εφάρμοζε τις τακτικές των οπλιτών. Ήταν μικρός σε μέγεθος (ο πληθυσμός των ελεύθερων ανδρών σε ηλικία στράτευσης ήταν εκείνη την εποχή γύρω στους 9.000) και χωριζόταν σε πέντε τάξεις (εν παραλλήλω με τη Λοχίτιδα Εκκλησία, την πολιτική οργάνωση των πολιτών). Τρεις από αυτές παρείχαν τους οπλίτες και δύο το ελαφρύ πεζικό. Αρχικά ο ρωμαϊκός στρατός δεν εφάρμοζε περίπλοκες τακτικές και δρούσε κυρίως αμυντικά. Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση αυτή στρεφόμενοι σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα το οποίο περιελάμβανε μικρότερα σώματα των 120 ανδρών (ή καμιά φορά των 60), τα οποία ονομάζονταν «maniples» και μπορούσαν να κινούνται ευκολότερα στο πεδίο της μάχης. Τριάντα maniples στοιχισμένες σε τρεις γραμμές, μαζί με βοηθητικούς, συγκροτούσαν μια «λεγεώνα» (legio), η οποία συνολικά συγκροτούταν από 4.000 έως 5.000 άνδρες. Κατά την πρώτη δημοκρατική περίοδο η λεγεώνα χωριζόταν σε πέντε ομάδες, καθεμία από τις οποίες είχε συγκεκριμένη θέση και διαφορετικό εξοπλισμό: τρεις γραμμές βαριά οπλισμένου πεζικού (hastati, principes και triarii), μια δύναμη ελαφριού πεζικού (velites) και το ιππικό (equites). Η νέα οργάνωση έφερε και τον προσανατολισμό στην επίθεση, αλλά και μια επιθετικότερη στάση απέναντι στις γειτονικές πόλεις-κράτη. Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζικάριους με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφρούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 4.000 με 5.000 άνδρες. Οι λεγεώνες συχνές υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και λιποταξιών. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων οι λεγεώνες του Πομπήιου στην ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του Καίσαρα αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα.
Μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο τυπικός λεγεωνάριος ήταν μικροκαλλιεργητής με δική του γη, καταγόμενος από αγροτική περιοχή (adsiduus), ο οποίος συμμετείχε σε συγκεκριμένες (συχνά ετήσιες) εκστρατείες παρέχοντας ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Οι ιππείς παρείχαν τα άλογά τους. Μια εκτίμηση θέλει το μέσο αγρότη του 200 π.Χ. να συμμετέχει συνολικά σε έξι με επτά εκστρατείες, με την προϋπόθεση βέβαια να επιβίωνε. Οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι (όπου κι αν διέμεναν), αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων, δεν υπηρετούσαν, εκτός κι αν το απαιτούσε μεγάλη ανάγκη. Μετά το 200 π.Χ. η οικονομική κατάσταση των αγροτικών περιοχών χειροτέρευσε ενώ αυξανόταν η ανάγκη για άνδρες. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια κατοχής περιουσίας παραμερίστηκαν σταδιακά. Ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις που πέρασε ο Γάιος Μάριος το 107 π.Χ., οι πολίτες χωρίς ιδιοκτησία και ορισμένοι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων (proletarii) κατατάχθηκαν λαμβάνοντας εξοπλισμό, αν και οι περισσότεροι λεγεωνάριοι εξακολουθούσαν να προέρχονται από αγροτικές περιοχές. Η στράτευση έγινε συνεχής και μακράς διάρκειας, μέχρι και είκοσι έτη αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο Brunt θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να κρατούσε για έξι με επτά χρόνια. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι λεγεωνάριοι λάμβαναν μισθό (stipendium). Το ακριβές ποσό είναι αμφιλεγόμενο αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καίσαρ διπλασίασε την πληρωμή των ανδρών του στα 225 δηνάρια το χρόνο. Οι στρατιώτες μπορούσαν επίσης να ελπίζουν σε λάφυρα από τους αξιωματικούς τους έπειτα από επιτυχημένες εκστρατείες και, μετά την εποχή του Μάριου, σε εκτάσεις γης μετά την αποστράτευσή τους.[88] Το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό που συνόδευαν μια λεγεώνα (auxilia) συχνά στρατολογούνταν από τις περιοχές όπου υπηρετούσε η λεγεώνα. Ο Καίσαρ συγκρότησε μια λεγεώνα, την Πέμπτη Alaudae, από μη-πολίτες στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία για την εκστρατεία του στα γαλατικά εδάφη. Την εποχή του Αυγούστου, το ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη είχε εγκαταλειφθεί και οι λεγεώνες έγιναν πλήρως επαγγελματικές. Οι λεγεωνάριοι πληρώνονταν με 900 σηστέρσια το χρόνο και αμείβονταν κατά την αποστρατεία τους με 12.000 σηστέρσιους.
Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, ο Αύγουστος αναδιοργάνωσε τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδεσμεύοντας στρατιώτες και διαλύοντας λεγεώνες. Κράτησε 28 από αυτές, τις οποίες μοίρασε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Καθ’ όλη την περίοδο του Πριγκηπάτου, η τακτική οργάνωση του στρατού συνέχισε να εξελίσσεται. Τα auxilia παρέμειναν ανεξάρτητες κοόρτεις, ενώ οι λεγεωνάριοι συχνά δρούσαν ως ομάδες από κοόρτεις κι όχι ως λεγεώνες πλήρους μεγέθους. Ένα νέο ευπροσάρμοστο σώμα, οι cohortes equitatae, που συνδύαζαν ιππείς και πεζούς σε έναν κοινό σχηματισμό μπορούσαν να εγκατασταθούν σε φυλάκια και φρούρια, να μάχονται αυτόνομα ως ισορροπημένες μονάδες ή να συνδυάζονται με άλλα παρόμοια τμήματα στρατού ώστε να συγκροτούν ένα μεγάλο σώμα σε μέγεθος λεγεώνας. Αυτή η επένδυση στην ευελιξία εξασφάλισε τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Αυτοκράτορας Γαλλιηνός (253 – 268) ξεκίνησε μια νέα μεταρρύθμιση η οποία δημιούργησε την τελική μορφή της στρατιωτικής δομής της ύστερης Αυτοκρατορίας. Αποσύροντας κάποιους λεγεωνάριους από στις σταθερές βάσεις τους στα σύνορα, ο Γαλλιηνός δημιούργησε κινητές δυνάμεις (comitatenses) οι οποίες στρατοπέδευαν πίσω και σε κάποια απόσταση από τα σύνορα σε στρατηγικές θέσεις. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα σύνορα (limitanei) είχαν ως έδρα σταθερές θέσεις και εξακολουθούσαν να αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας. Βασική μονάδα των κινητών μονάδων ήταν το «σύνταγμα», legiones ή auxilia για το πεζικό και vexellationes για το ιππικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν πως τα σώματα αυτά είχαν θεωρητικά δύναμη 1.200 πεζικάριων και 600 ιππέων, παρόλο που πολλές μαρτυρίες καταδεικνύουν μικρότερους αριθμούς (800 και 400 αντίστοιχα). Πολλά συντάγματα πεζικού και ιππικού διεξήγαγαν επιχειρήσεις ανά ζεύγη υπό τη διοίκησε ενός comes. Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι κινητές μονάδες περιελάμβαναν και σώματα «βαρβάρων» που είχαν στρατολογηθεί από συμμαχικές φυλές που ήταν γνωστές ως φεντεράτοι (foederati). Μέχρι το 400 π.Χ. οι φεντεράτοι είχαν εξελιχθεί σε μόνιμα σώματα στρατού, που πλήρωνε και εξόπλιζε το κράτος, με αρχηγό έναν Ρωμαίο τριβούνο και χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνταν τα σώματα που τα απάρτιζαν Ρωμαίοι. Εκτός από τους φεντεράτους, η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε ομάδες βαρβάρων για να πολεμούν πλησίον των λεγεώνων ως «σύμμαχοι» χωρίς να εντάσσονται κανονικά στα σώματα στρατού. Υπό τη γενική διοίκηση κάποιου έμπειρου Ρωμαίου στρατηγού, τους άνδρες αυτούς διοικούσαν σε κατώτερα επίπεδα δικοί τους αξιωματικοί. Η διοικητική ιεραρχία του στρατού υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας. Την περίοδο της μοναρχίας, οι στρατιές οπλιτών οδηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς της Ρώμης. Την πρώιμη και μέση δημοκρατική περίοδο τις στρατιωτικές δυνάμεις διοικούσε ο ένας από τους δύο εκλεγμένους υπάτους της χρονιάς. Προς το τέλος της περιόδου αυτής, επιφανείς συγκλητικοί, στα πλαίσια της κανονικής σειράς με την οποία ανέρχονταν στην ιεραρχία (cursus honorum), έπρεπε να υπηρετήσουν αρχικά ως κυαίστορες (συχνά τοποθετούνταν ως απεσταλμένοι στους διοικητές των στρατευμάτων), και κατόπιν ως πραίτορες. Αφού ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πραίτορας ή ύπατος, ένας συγκλητικός μπορούσε να ονομαστεί από τη Σύγκλητο ανθύπατος (propraetor) ή αντιπραίτορας (proconsul) ανάλογα με το υψηλότερο αξίωμα που είχε αποκτήσει ως τότε, ώστε να υπηρετήσει ως κυβερνήτης επαρχίας. Τους αμέσως κατώτερους αξιωματικούς (μέχρι ένα επίπεδο πάνω από τους εκατόνταρχους) επέλεγαν οι διοικητές τους ανάμεσα στους προστατευόμενούς τους (clientelae) ή στα άτομα που τους πρότειναν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι. Την εποχή του Αυγούστου, του οποίου η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα ήταν να τοποθετήσει το στρατό κάτω από μόνιμη και ενιαία διοίκηση, ο Αυτοκράτορας ήταν ο νόμιμος διοικητής όλων των λεγεώνων, αλλά ασκούσε το αξίωμά του αυτό διαμέσου ενός λεγάτου (legatus) τον οποίο επέλεγε ανάμεσα στους συγκλητικούς. Στις επαρχίες όπου στρατοπέδευε μία και μοναδική λεγεώνα, ο λεγάτος θα ήταν τόσο στρατιωτικός διοικητής (legatus legionis) όσο και κυβερνήτης της επαρχίας. Αντίθετα, στις επαρχίες όπου στρατοπέδευαν περισσότερες από μία λεγεώνες, καθεμία διοικούσε ένας λεγάτος, επικεφαλής των οποίων ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας (ο οποίος τυπικά ήταν επίσης λεγάτος αλλά υψηλότερου βαθμού).[95] Προς τα τέλη της αυτοκρατορικής περιόδου (αρχίζοντας ίσως με το Διοκλητιανό), το μοντέλο του Αυγούστου εγκαταλείφθηκε. Οι διοικητές των επαρχιών έχασαν την όποια στρατιωτική εξουσία, και τη διοίκηση των στρατευμάτων συνόλων επαρχιών κατείχαν κάποιοι στρατηγοί (duces) τους οποίους διόριζε ο αυτοκράτορας. Οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον μέλη της ρωμαϊκής ελίτ αλλά άντρες που είχαν ανέλθει δια μέσου της ιεραρχίας έχοντας μεγάλη πείρα σε στρατιωτικά θέματα. Με αυξανόμενη συχνότητα, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν (μερικές φορές επιτυχώς) να σφετεριστούν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Η έλλειψη πόρων, το πολιτικό χάος που όλο και χειροτέρευε και οι εμφύλιοι πόλεμοι τελικά άφησαν τη Δυτική Αυτοκρατορία ευάλωτη στις επιθέσεις των γειτονικών βαρβαρικών φυλών.[96]
Οι γνώσεις μας για το ρωμαϊκό ναυτικό είναι συγκριτικά περιορισμένες. Πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., αξιωματικοί γνωστοί ως «duumviri navales» διοίκησαν ένα στόλο είκοσι πλοίων με στόχο την καταπολέμηση της πειρατείας. Κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο η Ρώμη έπρεπε να κατασκευάσει μεγάλους στόλους, και τα κατάφερε κυρίως χάρις στη συνεισφορά των συμμάχων της. Αυτή η εξάρτηση από τη βοήθεια των συμμάχων είχε διάρκεια μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου. Η πεντήρης ήταν το βασικό πολεμικό πλοίο και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων των Καρχηδονιακών Πολέμων και η Ρώμη συνέχισε την κατασκευή τους μέχρι την εποχή του Αυγούστου, οπότε και αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερα και πιο εύκολα στο χειρισμό πλοία. Σε σύγκριση με μια τριήρη, η πεντήρις επέτρεπε τη χρήση μείγματος έμπειρων και άπειρων ναυτικών. Τα πλοία διοικούσε ένας ναύαρχος, βαθμός ισότιμος με αυτόν του εκατόνταρχου, ο οποίος συνήθως δεν ήταν Ρωμαίος πολίτης. Ο Potter θεωρεί ότι η διοίκηση των πλοίων από μη-Ρωμαίους, οδήγησε σε μια νοοτροπία ότι ο στόλος είναι μη-ρωμαϊκός και ήταν το αίτιο που έπεφτε σε ατροφία σε περιόδους ειρήνης.[97] Οι διαθέσιμες σε εμάς πληροφορίες δείχνουν ότι την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (350) το ρωμαϊκό ναυτικό αποτελούταν από ένα σύνολο στόλων που περιελάμβαναν τόσο πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά για τη μεταφορά προμηθειών. Τα πολεμικά πλοία ήταν γαλέρες με πανιά και με τρεις έως πέντε σειρές κωπηλατών. Ναυτικές βάσεις ήταν τα λιμάνια όπως η Ραβέννα, η Αρλς, η Ακουίλεα, το Μισένουμ και η εκβολή του ποταμού Σωμ στη Δύση, καθώς επίσης η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος στην Ανατολή. Στολίσκοι μικρών ποταμίσιων σκαφών ήταν τμήμα των στρατευμάτων που φύλαγαν τα σύνορα κατά την περίοδο αυτή, με βάση οχυρωμένα ποταμίσια λιμάνια κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Το γεγονός ότι επιφανείς στρατηγοί διοικούσαν τόσο πεζικό όσο και ναυτικό καταδεικνύει ότι οι ναυτικές δυνάμεις θεωρούνταν βοηθητικά σώματα για το πεζικό κι όχι ανεξάρτητες μονάδες στρατού. Λεπτομέρειες για τη δομή της διοίκησης και το δυναμικό των στόλων δεν είναι γνωστές.[98]
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε ως πρότυπο τον ικανό στρατιώτη, ο οποίος μπορούσε να διοικήσει με σύνεση ένα μεγάλο σπιτικό, ενώ ο ρωμαϊκός νόμος δεν περιείχε διατάξεις σχετικές με την πνευματική ιδιοκτησία ή την προώθηση της καινοτομίας. Η έννοια των «επιστημόνων» και των «μηχανικών» δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά βασιζόταν στην επιδεξιότητα και οι διάφορες συντεχνίες φύλασσαν με ζήλο τα μυστικά του επαγγέλματός τους. Εντούτοις, ένας αριθμός καινοτομιών ζωτικής σημασίας εξαπλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ρωμαίους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση και κυριαρχία των Ρωμαίων σε όλη την Ευρώπη. Η ρωμαϊκή μηχανική και η μηχανική για στρατιωτικούς σκοπούς συνιστούν μεγάλο κομμάτι της τεχνικής υπεροχής και κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Συνέβαλαν στην κατασκευή πολυάριθμων δρόμων, γεφυρών, υδραγωγείων, λουτρών, θεάτρων και ιπποδρόμων. Πολλά μνημεία, όπως το Κολοσσαίο, το Πον-ντυ-Γκαρ και το Πάνθεον, παραμένουν μέχρι τις μέρες μας μαρτυρίες του ρωμαϊκού πολιτισμού. Τον 1ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ένα ισχυρό υλικό από pozzolana (λεπτή σκόνη πυριτίου-αλουμινίου) που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης και που επέτρεψε πολλά τολμηρά αρχιτεκτονικά σχέδια. Επίσης κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Βιτρούβιος έγραψε το έργο «De architectura», πιθανώς την πρώτη πραγματεία σχετικά με την αρχιτεκτονική στην ιστορία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η Ρώμη άρχισε να επιδίδεται και στην υαλοτεχνία ελάχιστα μετά την εφεύρεσή της στη Συρία περίπου το 50 π.Χ. Τα ψηφιδωτά κατέκλυσαν την αυτοκρατορία μετά τις εκστρατείες του Σύλλα στην Ελλάδα. Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ου και η φράση «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε ένα σύστημα ταχυμεταφορών που επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες. Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν πολυάριθμα υδραγωγεία για να παρέχουν νερό στις πόλεις, τις βιομηχανικές περιοχές και τις καλλιέργειες. Την πόλη της Ρώμης εξυπηρετούσαν 11 υδραγωγεία συνολικού μήκους 350 χιλιομέτρων. Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπόγεια με ορισμένα μόνο τμήματα χτισμένα πάνω από το έδαφος, στηριζόμενα σε αψίδες. Ορισμένες φορές, όταν έπρεπε να ξεπεραστούν βαθουλώματα που υπερέβαιναν τα 50 μέτρα, ανάστροφοι αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν για να αναγκάσουν το νερό να κινηθεί προς τα πάνω. Ένας άλλος τομέας στον οποίο οι Ρωμαίοι έκαναν μεγάλες προόδους ήταν αυτός της υγιεινής. Ξακουστά ήταν τα δημόσια λουτρά τους, που καλούνταν θέρμες, τα οποία χρησίμευαν τόσο στην προσωπική υγιεινή όσο και στην κοινωνικοποίηση. Πολλά ρωμαϊκά σπίτια είχαν τουαλέτες και εσωτερικά υδραυλικά, ενώ ένα περίπλοκο αποχετευτικό σύστημα, η Cloaca Maxima, χρησιμοποιούταν για να αποξηραίνει τα τοπικά έλη και να μεταφέρει τα απόβλητα ύδατα στον Τίβερη.
Ο Leon Battista Alberti στο πασίγνωστο και σημαντικό De re aedificatoria (1452), το οποίο παραδόξως και, εν αντιθέσει προς το σύγγραμμα του Βιτρούβιου, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στην ελληνική, υπογραμμίζει την ανάγκη ορθής ανταπόκρισης μεταξύ κατασκευαστικού συστήματος και μορφοπλαστικών στοιχείων στον καθορισμό της αρχιτεκτονικής, διαχωρίζοντας τη ρωμαϊκή τοιχοποιία από τον τρίλιθο (δοκός επί στύλων) ο οποίος χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα. Η κρίσιμη αυτή διαφορά όμως δεν είναι και η μοναδική. Αν οι αρχαίοι Ελληνες αντιμετώπισαν με κριτικό πνεύμα την προηγούμενη παράδοση, στοχεύοντας περισσότερο στην επινόηση μιας νέας, οι Ρωμαίοι κατέφυγαν συχνά στην «τεχνική» του παραθέματος, αντλώντας από την ελληνική αρχιτεκτονική τόσο συγκεκριμένα συνθετικά στοιχεία (ρυθμοί) όσο και κτίρια τα οποία ικανοποιούσαν παγιωμένες ανάγκες, συνέχιζαν να είναι κατάλληλα, δηλαδή ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Οπως υπενθυμίζει ο γνωστός αμερικανός κοινωνιολόγος και ιστορικός της πολεοδομίας Lewis Mumford (The City in History, 1961), «εξαιρουμένων των δημοσίων λουτρών και των αχανών αρένων (οι οποίες και στις μικρότερες πόλεις είχαν συχνά χωρητικότητα 20.000 θεατών), όλα τα άλλα κτίρια δεν ήταν νέα. Η Ρώμη περιορίστηκε να παγκοσμιοποιήσει στοιχεία τα οποία ήδη υπήρχαν...». Πρόκειται συνήθως για κτίρια που δεν έχουν ιδιαίτερες κατασκευαστικές απαιτήσεις, δίχως ενδιαφέρον λοιπόν, αφού, όπως γνωρίζουμε, οι Ρωμαίοι ήταν πρωτίστως «κατασκευαστές» και τους απασχολούσε υπεράνω όλων η τεχνική. Ετσι ερμηνεύεται και η μεγάλη προσοχή της ρωμαϊκής κατασκευαστικής τέχνης σε έργα υποδομής: Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το αρχαιότερο «μνημείο» της είναι η λεγομένη Cloaca Massima, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ το τεράστιο αποχετευτικό σύστημα το οποίο οικοδομείται στη Ρώμη τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ μαζί με το Κολοσσαίο (71-80 μ.Χ.) και το υδραγωγείο του Τραϊανού (109 μ.Χ.), και τα δύο στη Ρώμη, καθώς και η πασίγνωστη Pont du Gard (19-20 μ.Χ.) πλησίον της πόλης Uzes στην Προβηγκία δικαίως θεωρούνται αριστουργήματα του ρωμαϊκού σχεδιασμού.
Η ανάπτυξη της κατασκευαστικής τεχνικής και ο συνεπακόλουθος αρχιτεκτονικός νεωτερισμός, είναι εξίσου γνωστό, δεν οφείλονται τόσο σε κάποια αόριστη επιθυμία του νέου όσο σε νέες αναγκαιότητες και πολιτισμικές συνθήκες, οι οποίες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επηρεάζουν ακόμη και τις αρχιτεκτονικές μορφές. Με άλλα λόγια, η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική υιοθέτησε νέους στόχους κατασκευαστικού χαρακτήρα οι οποίοι οδήγησαν στον σχεδιασμό νέων κτιριολογικών τύπων και στη δημιουργία νέων μορφών, χρησιμοποιώντας παράλληλα τα ανυπέρβλητα επιτεύγματα (κτίρια ή/και διακοσμητικά στοιχεία) της ελληνικής. Ετσι, όπως υπενθυμίζει ο Ε.Ε. Viollet-le-Duc (Entretiens sur l' architecture, 1863-72) στη Ρώμη, λ.χ., κτίρια περιορισμένων διαστάσεων, δοξαστικά κτίρια όπως οι ναοί και άλλα τα οποία δεν απαιτούν μεγάλη κατασκευαστική προσπάθεια, κληρονομούνται από τους Ελληνες και χρησιμοποιούνται ως έχουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. «Ως την ύστατη εποχή της αρχαιότητας» γράφει ο αρχαιολόγος και ιστορικός John Β. Ward Perkins (Architettura Romana, 1974) «οι παραδοσιακοί ελληνικοί ρυθμοί παρέμειναν ουσιαστικώς υποχρεωτικοί για ορισμένα θέματα της ρωμαϊκής μνημειακής οικοδομικής. Και όταν, το 13 μ.Χ., άρχισαν οι εργασίες για την Ara Pacis το πρώτο μιας μακράς σειράς μνημείων διακοσμημένων με αρχιτεκτονικά ανάγλυφα πολιτικού-δοξαστικού χαρακτήρα, το περιεχόμενο και ο συμβολισμός καθώς και το μήνυμα που ήθελε να μεταδώσει το μνημείο μπορούσαν να είναι ρωμαϊκά· όμως οι καλλιτεχνικές μορφές που τα εξέφραζαν προήρχοντο απευθείας από την Ελλάδα και οι γλύπτες που θα τις δημιουργούσαν ήρθαν επί τούτου από την Αθήνα». Γιατί άραγε οι Ρωμαίοι δεν επινοούν κάποιον δικό τους, πρωτότυπο ρυθμό; Ο Adolf Loos έχει έτοιμη την απάντηση (Αρχιτεκτονική, 1910): «Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρωμαίοι δεν ήταν ικανοί να επινοήσουν έναν νέο ρυθμό κιόνων, έναν νέο διάκοσμο. Ηταν ήδη πολύ προχωρημένοι για να το κάνουν. Προσέλαβαν όλα αυτά από τους Ελληνες και τα προσάρμοσαν στους σκοπούς τους. (...) Οι Ελληνες σπατάλησαν την επινοητική τους δύναμη στους ρυθμούς των κιόνων, οι Ρωμαίοι εφάρμοσαν τη δική τους στον σχεδιασμό των κτιρίων. Και όποιος μπορεί να λύσει μεγάλα σχεδιαστικά προβλήματα δεν έχει στο μυαλό του νέα διακοσμητικά στοιχεία».
Η ακραία διατύπωση του Loos είναι ελάχιστα αντικειμενική, προφανώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και μάλλον οφείλεται αφενός μεν στην πολεμική του αυστριακού δασκάλου εναντίον των βιεννέζων διακοσμητών των αρχών του 20ού αιώνα, αφετέρου δε στο μεγάλο ενδιαφέρον του για ζητήματα που κατείχαν κεντρική θέση στον ρωμαϊκό σχεδιασμό και τα οποία απασχολούν και τον ίδιο, όπως η χωρική (τρισδιάστατη) διάρθρωση των κτιρίων, δηλαδή η ογκοπλαστική καθαρότητα η οποία επιτυγχάνεται ωστόσο μέσω ενός χωροδομικού, μορφολογικού πλούτου, δεν είναι λοιπόν αποτέλεσμα κάποιας, θα λέγαμε, αισθητικής αδιαφορίας. Αυτή η νέα αυθεντική χωροδομική-μορφοπλαστική αντίληψη εκφράζεται στην επιβλητική δημόσια ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, τόσο στη στρατιωτική όσο-και κυρίως- στην πολιτική. Τα κτίρια των Ρωμαίων έπρεπε να ανταποκριθούν σε νέα, εξίσου επιβλητικά οικοδομικά προγράμματα τα οποία έθεταν πρωτόγνωρα προβλήματα (στατικού, λ.χ., χαρακτήρα), που το ελληνικό κατασκευαστικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να επιλύσει. Ετσι η τεχνική του συστήματος της τοιχοποιίας γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη, ακριβώς ως απάντηση σε αυτή τη νέα αναγκαιότητα: τόξα, θόλοι, τρούλοι επιτρέπουν την ανέγερση υψηλών κτιρίων μεγάλων διαστάσεων, τη γεφύρωση τεραστίων (για εκείνη την εποχή) χώρων κοινοτικών δραστηριοτήτων, την υλοποίηση πολύπλοκων χωροδιαρθρωμένων συνθέσεων. Τα Λουτρά, φέρ' ειπείν, δικαίως θεωρούνται παραδειγματικά κτίρια της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Οπως σημειώνει εκ νέου ο Mumford, «η πλέον τυπική συνεισφορά της Ρώμης στην υγιεινή καθώς και στην αστική μορφή ήταν πιθανόν τα λουτρά, η ιστορία των οποίων είναι εν συνόψει η ίδια η ιστορία της πόλης». Τα Λουτρά αποτελούν οικοδομικό σύνολο το οποίο συγκροτείται από σειρά χώρων, αρχιτεκτονικά διακεκριμένων και τοποθετημένων βάσει σαφούς ιεραρχίας (ίσως λόγω της αυστηρής λειτουργικής οργάνωσης των λουτρών, η οποία οδηγεί στην κατά παράταξη χωροθέτηση των επί μέρους αιθουσών). Οι χώροι αυτοί είναι σαφώς συνδεδεμένοι μεταξύ τους και από δομικής στατικής άποψης αποτελούν ενιαίο πολυσύνθετο οργανισμό. Εδώ όμως, όπως και σε άλλα κτίρια της εποχής, υπάρχει ένα άλυτο πρόβλημα, μια κρίσιμη αντίφαση την οποία η αυστηρή κριτική ματιά του Viollet-le-Duc δεν αργεί να φέρει στην επιφάνεια: «Στους Ελληνες η κατασκευή και η τέχνη δεν είναι παρά ένα και το αυτό, η μορφή και η δομή είναι στενά συνδεδεμένες. (...) Στους Ρωμαίους υπάρχει η κατασκευή, και υπάρχει η μορφή [με] την οποία επενδύεται αυτή η κατασκευή, μορφή η οποία συχνά είναι ανεξάρτητη από την τελευταία».
Η μορφή στην οποία αναφέρεται ο Γάλλος αρχιτέκτονας είναι αυτό το οποίο ο Le Corbusier αποκαλεί modenature, δηλαδή ο διάκοσμος· διάκοσμος όμως διάφορος εκείνου που εξασφάλισε το γνωστό μεγαλείο επί παραδείγματι στον ελληνικό ναό και ο οποίος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το συγκεκριμένο κατασκευαστικό σύστημα (ίσως ορισμένοι να ενθυμούνται την εμβληματική σχέση μεταξύ τρίλιθου και τριγλύφων). Ενώ για τους προγόνους μας (τρόπος του λέγειν...) ο διάκοσμος είναι η καλλίγραμμη μορφοπλαστική απεικόνιση της δομής την οποία ενδυναμώνει και ερμηνεύει («η αρχιτεκτονική ως μεταφορά της κατασκευής»), για τους αρχιτέκτονες της αιώνιας πόλης κατασκευή και διάκοσμος είναι δύο διακριτές διάφορες οντότητες. Σε διαφορετικούς σκοπούς, είναι σαν να λένε οι Ρωμαίοι, ανταποκρίνονται, αντιστοιχούν διαφορετικά στοιχεία: Σκοπός της κατασκευής είναι η αντιμετώπιση στατικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση ανατίθεται στην τοιχοποιία· η αρχιτεκτονική μορφή, αντιθέτως, έχοντας ως στόχο την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα του οικοδομήματος, επαφίεται σε ένα στοιχείο το οποίο υπερτίθεται στην κατασκευή. Το στοιχείο αυτό είναι ο διάκοσμος, δηλαδή οι ρυθμοί τους οποίους κωδικοποίησαν οι Ελληνες. Πρόκειται, όπως είναι προφανές, για ένα στοιχείο από στατικής απόψεως «άχρηστο» (και ίσως από αυτή την υλική αχρηστία να προέρχεται η ιδέα περιττού, η οποία συνήθως ενυπάρχει στις έννοιες διάκοσμος, διακόσμηση από τον ιερέα Lodoli του 18ου αιώνα ως τους ακραιφνείς μοντερνιστές του 20ού), αλλά κατά τη γνώμη μας, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, απαραίτητο, αναγκαίο ακριβώς για την απεικόνιση του ειδικού χαρακτήρα των κτιρίων. Αυτό καθίσταται καταφανές στη ρωμαϊκή εμπειρία, με τον σαφή διαχωρισμό και την αντίστοιχη σχεδιαστική αντιμετώπιση ή συνθετικό χειρισμό μεταξύ δημοσίων πολιτικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών έργων, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αποθήκες, δεξαμενές. Αυτές οι οικοδομικές κατασκευές δεν χρήζουν διακόσμου, αφού το θεμέλιο χαρακτηριστικό τους επικεντρώνεται στο γεγονός ότι αποτελούν κατασκευαστικά εγχειρήματα συχνά μεγάλης εμβέλειας, των οποίων ο αυστηρός και άνευ διακοσμήσεων μορφολογικά λιτός χαρακτήρας αντιστοιχεί σαφώς στον λειτουργικό προορισμό τους. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο εμείς σήμερα τα θαυμάζουμε (οι καλλιεργημένοι, τουλάχιστον), αφού εκτιμούμε τη σιωπηλή ευγλωττία της μεγαλειώδους κατασκευής και την προσαρμοστικότητα στον σκοπό για τον οποίο οικοδομούνται. Σε αυτή την περίπτωση, όπως θα έλεγε ο J. Ν. L. Durand αναφερόμενος στη δύναμη του απέριττου και ίσως σε αυτό το οποίο θα αποκληθεί αργότερα «κατασκευαστική ειλικρίνεια», «ο πραγματικός διάκοσμος ενός τοίχου είναι η εμφάνεια της κατασκευής του». Μπορεί κάποιος να συμπεράνει εκ των ανωτέρω ότι οι Ρωμαίοι απεχθάνονταν τη διακόσμηση, όμως δεν είναι έτσι. Απλώς θεωρούσαν ότι ήταν ορθή η διάκριση μεταξύ δομής και διακόσμησης, προκρίνοντας κατά περίπτωση τη μία ή την άλλη. Αν τα μεγάλα έργα, θα λέγαμε σήμερα, δεν είχαν ανάγκη από ένα ιδιαίτερα διαμορφωμένο σύνθετο αρχιτεκτονικό πάρτι, άλλα κτίρια ή κατασκευές οφείλουν τον ίδιο τον χαρακτήρα τους στη χρήση διακοσμητικών στοιχείων. Πρόκειται για αρχιτεκτονικά τεχνήματα τα οποία έχουν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα αφού η συγκεκριμένη λειτουργική αποστολή τους είναι το αστικό ή πολιτικό μεγαλείο. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τους οφείλεται αποκλειστικώς στη διακόσμηση η οποία συγκροτείται μέσω της επάλληλης τοποθέτησης των διαφόρων ρυθμών. Μεταξύ αυτών των τεχνημάτων να υπενθυμίσουμε τις αψίδες του θριάμβου, τα νυμφαία, τα λεγόμενα settizoni (από το όνομα του αυτοκράτορα Settimio Severo) και ασφαλώς τις σταθερές σκηνές (frons-scenae) των ρωμαϊκών θεάτρων. Ιδιαίτερα αυτές οι τελευταίες ανακαλούν, ως πρόθεση τουλάχιστον, την ίδια την αρχιτεκτονική νοούμενη ως σταθερή σκηνή της καθημερινής ζωής και των ανθρωπίνων υποθέσεων. Με αυτή την έννοια, και συμφώνως προς τους Ρωμαίους, η ζωή στην πόλη πρέπει να απεικονιστεί με θεατρικό τρόπο μέσω του σημαντικότερου πράγματος που διαθέτει, δηλαδή την αρχιτεκτονική.
Αυτό ακριβώς το είδος κτισμάτων θα αποτελέσει και το κυριότερο αντικείμενο της κριτικής του Viollet-le-Duc, ο οποίος επισημαίνει, όπως είδαμε, μια θεμέλια αντίφαση: οι ρυθμοί στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζουν με μεγάλη ευφράδεια μια κατασκευαστική αρχή, η οποία όμως είναι εντελώς διάφορη από εκείνη η οποία στην πραγματικότητα επιλύει τα στατικά προβλήματα της οικοδομής. Μια αρχιτεκτονική της τοιχοποιίας απεικονίζεται μέσω μιας αντίπαλης κατασκευαστικής αρχής, εκείνης του τρίλιθου. Η κριτική του Le-Duc οφείλεται στην ορθολογική του αντίληψη και προφανώς δεν στρέφεται εναντίον της διακόσμησης tout court, αλλά επικεντρώνεται σε μια ασυνέπεια, δηλαδή στην ασχεσία μεταξύ κατασκευαστικών και διακοσμητικών στοιχείων. Ο ορθολογισμός υπαγορεύει την υιοθέτηση της διακόσμησης (μορφοπλαστική απεικόνιση περισσότερο παρά αυτόνομο «ξεκάρφωτο» στοιχείο) ως έκφρασης της κατασκευαστικής αρχής του κτιρίου. Το γεγονός ότι η διατύπωση του γάλλου αρχιτέκτονα «όποια αρχιτεκτονική δεν μπαίνει σε τάξη από τη δομή πρέπει να απορρίπτεται» (toute architecture, qui n'est pas ordonnée par la structure, doit être repoussee) ακούγεται σήμερα τουλάχιστον ακραία, δεν αναιρεί την κρισιμότητα της κριτικής του. Αντιθέτως το γνωστό μας Πάνθεον και σε αυτό μάλλον είμαστε όλοι σύμφωνοι ­ ερμηνεύει πλήρως αυτή την έννοια του «λογικού» κάλλους, συνδυάζοντας κατασκευαστική δεινότητα και απεικονιστική εκφραστικότητα. Αν ο μεγαλειώδης τρούλος αποτελεί όντως απάντηση τόσο κατασκευαστικού όσο και μορφοπλαστικού χαρακτήρα (ανάγοντάς τον σε σταθερό σημείο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής), «τα κόκκινα τόξα των υδραγωγείων» (Malaparte) αποτελούν υπόμνηση μιας σημαντικής αλήθειας: είναι γεγονός ότι ορισμένοι θεμέλιοι φθόγγοι του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου με το πέρασμα του χρόνου απώλεσαν τον αρχικό στατικό λόγο ύπαρξής τους, καθιστούμενοι ­ από κατασκευαστικής απόψεως ­ ακόμη και έωλοι· ωστόσο ακόμη και σήμερα διαθέτουν τεράστιο εκφραστικό μορφοπλαστικό εύρος, το οποίο τους επιτρέπει να κατατάσσονται μεταξύ των δυνατών στοιχείων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Και ίσως είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο συχνά επαναπροτάθηκαν, στο πλαίσιο πάντοτε της λόγιας διαχρονικής σχεδιαστικής αναζήτησης.
Όστια, το επίνειο της Ρώμης
Το θέατρο της αρχαίας Όστια
Pizza, μια αγαπημένη συνήθεια που είναι ιταλικό αντιδάνειο
Η Ρώμη υπό το πρίσμα του μεγάλου σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι
Πιερ Πάολο Παζολίνι, "Μάμα Ρόμα"
Πιερ Πάολο Παζολίνι, οι "παζολινικές" συνοικίες στον κινηματογράφο
Η Ρώμη, εξιδανικευμένη, στην ταινία La Grande Bellezza (Μεγάλη Ομορφιά)
Βέσπα (η "σφήκα") , ένα στοιχείο της ιταλικής καθημερινότητας
Η μόδα, που από τη δεκαετία του '50 χαρακτηρίζει τον ιταλικό τρόπο ζωής
Η εκπληκτική Άννα Μανιάνι στο "Μάμα Ρόμα" του Παζολίνι
Η Ρώμη στην εκδοχή του Φεντερίκο Φελλίνι
"Ρώμη" του Φελλίνι
Ο αστικός ιστός και η περιφέρειά του: "Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη" (Roma, citta aperta) του μεγάλου σκηνοθέτη Ροσελίνι
ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Νίκος Ξένιος
Για τετρακόσια χρόνια (από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.), η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ ως τον Καύκασο και από τη Βρετανία ως την Αίγυπτο, συνδέεται άμεσα με την ακμή της Ρώμης, που γίνεται σιγά σιγά ισχυρή αυτοκρατορία. Η Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία ενοποίησε τη λεκάνη της Μεσογείου και τη συνέδεσε με τη βόρεια Ευρώπη. Μέσα σε αυτή την αυτοκρατορία οι άνθρωποι μιλούσαν ή καταλάβαιναν δύο κυρίως γλώσσες: τη λατινική, κυρίως στο δυτικό τμήμα, και την ελληνική, κυρίως στο ανατολικό. Ο ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου, που και αυτός ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επηρέασε τους Ρωμαίους αλλά και επηρεάστηκε από αυτούς. Στους Ρωμαίους χρωστάμε ένα κρατικό μοντέλο με ιεραρχημένη διοικητική δομή, αλλά και νομικές έννοιες και κανόνες δικαίου, αρκετοί από τους οποίους ισχύουν και σήμερα. Το πολίτευμα της Ρώμης ήταν στην αρχή βασιλεία. Ο βασιλιάς είχε όλες τις εξουσίες (πολιτικές, θρησκευτικές, δικαστικές και στρατιωτικές). Οι Ρωμαίοι πολίτες την εποχή αυτήν χωρίζονταν σε δύο τάξεις: τους πατρικίους και τους πληβείους. Οι πατρίκιοι ήταν οι αριστοκράτες, ενώ οι πληβείοι, που ήταν και οι περισσότεροι, ήταν η κατώτερη τάξη. Οι πληβείοι δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους πατρικίους. Για παράδειγμα, ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. απαγορευόταν να γίνονται γάμοι ανάμεσα σε μέλη των δύο τάξεων. Σύμφωνα με το μύθο, οι Ρωμαίοι έδιωξαν τον Ετρούσκο βασιλιά Ταρκύνιο το 509 π.Χ. Η βασιλεία καταργήθηκε και το πολίτευμα ονομάστηκε res publica, δηλαδή «κοινό πράγμα», «υπόθεση των πολιτών», όρος που μεταφέρθηκε στα ελληνικά με τη λέξη «δημοκρατία». Η ρωμαϊκή δημοκρατία όμως ήταν διαφορετική από τη δημοκρατία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις-κράτη του ελληνικού κόσμου: στην πόλη-κράτος της Ρώμης υπήρχαν πολλές συνελεύσεις πολιτών, με διαφορετικά καθήκοντα. Οι συνελεύσεις αυτές, όπου τον πρώτο λόγο είχαν στην αρχή κυρίως οι πατρίκιοι, ψήφιζαν τους νόμους και εξέλεγαν τους άρχοντες.
Οι αδελφοί Γράκχοι, ρωμαίοι πολιτικοί, ήταν γιοι του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου (περίπου 220-150 π.X.), ο οποίος είχε χρηματίσει πραίτωρ και ύπατος, και της Κορνηλίας, κόρης του Σκιπίωνος του Αφρικανού του πρεσβύτερου, νικητή του Αννίβα. Οταν πέθανε ο σύζυγός της, η Κορνηλία ήταν ακόμη νέα αλλά δεν θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Απέρριψε ακόμη και την πρόταση του Πτολεμαίου Δ' της Αιγύπτου και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της - είχε και μία κόρη - τα οποία είχαν επιζήσει από τα δώδεκα που είχε φέρει στον κόσμο. Εχει καταστεί παροιμιώδης η απάντηση που έδωσε η Κορνηλία σε κάποια πλούσια πατρικία η οποία καμάρωνε για τα κοσμήματά της. «Τα δικά μου κοσμήματα» της είπε «είναι τα παιδιά μου». Οι δύο γιοι της, ο Τιβέριος και ο Γάιος, έχοντας μεγαλώσει σε αριστοκρατικό αλλά φιλελεύθερο περιβάλλον και έχοντας λάβει μόρφωση από τους καλύτερους δασκάλους, ασχολήθηκαν από πολύ ενωρίς με τα κοινά. Με τη διαφορά ότι οι αδελφοί Γράκχοι δεν υπερασπίστηκαν την τάξη των πατρικίων, στην οποία ανήκαν, αλλά την τάξη των φτωχών, των πληβείων.
Μετά από έναν αιώνα νικηφόρων πολέμων - με τελευταίον τον Γ' Καρχηδονιακό - η ισχύς και ο πλούτος της Ρώμης αυξήθηκαν, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί και η οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Αντίθετα, η αύξηση του ager publicus, της δημόσιας κτηματικής περιουσίας, διηύρυνε την ψαλίδα ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες και στους μικροκαλλιεργητές. Οι συγκλητικοί, η αφρόκρεμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης που κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, μοιράζονταν μεταξύ τους τις μεγάλες εκτάσεις του Δημοσίου με τη δικαιολογία ότι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν δούλους για τις καλλιέργειες προϊόντων που τροφοδοτούσαν τις αγορές. Επιπλέον οι μικροκτηματίες, που επί έναν αιώνα είχαν επανδρώσει τον ρωμαϊκό στρατό, φεύγοντας για τον πόλεμο άφηναν τα χωράφια τους στο έλεος του πλούσιου γείτονα ο οποίος στην αρχή δάνειζε την ακέφαλη οικογένεια και μετά έπαιρνε το κτήμα αφού τα χρέη δεν μπορούσαν να εξοφληθούν. Ετσι, όσοι στρατιώτες γύριζαν στην πατρίδα δεν έβρισκαν ούτε κτήμα ούτε καν σπίτι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν ολόκληρες στρατιές ακτημόνων πλέον αγροτών που πολιορκούσαν τη Ρώμη. Οταν λοιπόν ο μεγαλύτερος γιος της Κορνηλίας, ο Τιβέριος, εξελέγη το 134 π.X. δήμαρχος (tribunus plebis), δηλαδή εκπρόσωπος των πληβείων, πρώτος στόχος του ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Τιβέριος θέλησε να βελτιώσει τους υπάρχοντες αγροτικούς νόμους - οι οποίοι είχαν και αυτοί περιπέσει σε αχρησία. H πρότασή του ήταν να μην μπορούν οι κάτοχοι μεγάλων κτημάτων (latifundia) να πάρουν από τη δημόσια αγροτική περιουσία περισσότερα από 1.000 jugera (jugerum, ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης επιφανείας ίση προς 2.524 τ.μ.), το δε υπόλοιπο της δημόσιας κτηματικής περιουσίας να μοιραζόταν ανά 30 jugera σε φτωχές οικογένειες αγροτών με το δικαίωμα να τα κληροδοτούν στους απογόνους τους, όχι όμως και να τα πουλάνε. Με τον τρόπο αυτόν ο Τιβέριος απέκλειε τη δυνατότητα να εκβιάζονται οι μικροκτηματίες και να πουλάνε την περιουσία τους στους μεγαλοκτηματίες. Για την επίβλεψη της εφαρμογής του νόμου ο Τιβέριος πρότεινε τη σύσταση τριμελούς επιτροπής με μονοετή θητεία η οποία θα εκλεγόταν από λαϊκή συνέλευση. Οπως ήταν αναμενόμενο, η Σύγκλητος αντέδρασε αρνητικά στην αγροτική μεταρρύθμιση του Τιβέριου και έπεισε έναν άλλον δήμαρχο, τον Οκτάβιο, να κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας κατά την ψήφιση του νόμου. Τότε ο Τιβέριος βρήκε τρόπο ώστε ο Οκτάβιος να εκπέσει του αξιώματός του, οπότε αυτός μπόρεσε να περάσει τον νόμο του (Lex Sempronia Ι). Παρά τη νίκη του ο Τιβέριος κατηγορήθηκε για αυθαιρεσία επειδή, μολονότι υπήρχε η νομική διαδικασία, κανένας δήμαρχος ως τότε δεν είχε την τύχη του Οκτάβιου. Το μένος των πατρικίων εναντίον του ξέσπασε όταν, με συμμάχους τον αδελφό του Γάιο και τον πεθερό του Αππιο Κλαύδιο, ο Τιβέριος ζήτησε να παραχωρηθεί στους φτωχούς αγρότες το κληροδότημα που είχε αφήσει στον λαό της Ρώμης ο Ατταλος Γ' ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα εργαλεία για να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί. H αντίδραση στην πρόταση του Τιβέριου ήταν τόσο βίαιη που έφθασε ως τη δολοφονία του. H Σύγκλητος κατηγόρησε τον Τιβέριο ότι ήθελε να επιβάλει τυραννίδα και κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής συνέλευσης όπου θα μιλούσε (ο Τιβέριος) οι ενοχλημένοι από τις φιλολαϊκές προτάσεις του συγκλητικοί έστειλαν εναντίον του ένα δήθεν εξαγριωμένο πλήθος πολιτών. Ο Τιβέριος δολοφονήθηκε μαζί με άλλους τριακόσιους οπαδούς του και τα πτώματά τους ρίχθηκαν στον Τίβερη. Μετά τη δολοφονία του Τιβέριου το 133 π.X. ο Γάιος Σεμπρώνιος, λαμπρός ρήτορας και με εξαίρετη μόρφωση και αυτός, παρά τα 21 του χρόνια μπήκε στον πολιτικό στίβο για να συνεχίσει το έργο του αδελφού του. Ως μέλος της τριμελούς επιτροπής για την εφαρμογή του νόμου του Τιβέριου ο Γάιος στάλθηκε ως επιθεωρητής στη Σαρδηνία. Ο στόχος του όμως ήταν να εκλεγεί δήμαρχος. Τον Δεκέμβριο του 124 π.X. ο Γάιος Γράκχος εξελέγη δήμαρχος και αμέσως έδωσε δείγματα των πολιτικών του ικανοτήτων. Οι σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις του Γάιου Γράκχου ήταν τρεις: Ο Αγροτικός Νόμος (Lex Sempronia ΙΙ), με τον οποίο βελτίωσε τον νόμο του αδελφού του εντάσσοντας σε αυτόν και δημόσια έργα, κυρίως δρόμους. Ο Νόμος των Σιτηρών (Lex Frumentaria), με τον οποίο οι πληβείοι μπορούσαν να προμηθεύονται σιτάρι από τις δημόσιες αποθήκες στο μισό της τιμής του εμπορίου. Ο Δικαστικός Νόμος (Lex Judiciaria), με τον οποίο ο Γάιος αφαίρεσε από τους συγκλητικούς τη δικαστική εξουσία και την έδωσε στους Ιππείς (Equites), τμήμα της τάξης των πατρικίων που δεν ασκούσε την πολιτική από προσωπική επιλογή, άρα παρείχε κάποια εγγύηση αμεροληψίας. Με αυτούς τους νόμους η ισχύς του Γάιου Γράκχου αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Σύγκλητος έμοιαζε εντελώς αποδυναμωμένη. Ο Γάιος ήταν ο εκλεκτός του λαού και γι' αυτό κανένας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος και τον επόμενο χρόνο.
Στη νέα του θητεία ο Γάιος εφήρμοσε δύο ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις: έναν νόμο ο οποίος ρύθμιζε διοικητικά τις νέες αποικίες και έναν άλλον με τον οποίο πρότεινε να αναγνωριστούν ως ρωμαίοι πολίτες όλα τα λατινικά φύλα της ιταλικής χερσονήσου. Ο δεύτερος νόμος δεν βρήκε καθόλου σύμφωνους τους ρωμαίους πληβείους, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τα δικά τους προνόμια. Ετσι, όταν τον Δεκέμβριο του 122 π.X. έληξε η θητεία του, ο Γάιος απέτυχε να εκλεγεί για τρίτη φορά δήμαρχος. H Σύγκλητος αποφάσισε να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Αφορμή ήταν η αποικία της Καρχηδόνας, την οποία ο Γάιος ήθελε να βοηθήσει να ορθοποδήσει μετά την καταστροφή που είχε υποστεί κατά τον Γ' Καρχηδονιακό πόλεμο. Οι συγκλητικοί φανάτισαν το πλήθος εναντίον αυτού του σχεδίου λέγοντας ότι οι θεοί ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ιδέα. Στις αρχές του 121 π.X. ο Γάιος οργάνωσε διαδήλωση υπέρ της αποικίας και ένας οπαδός του σκότωσε κάποιον της φρουράς του φιλοσυγκλητικού δημάρχου Λεύκιου Οπίμιου επειδή είχε ξεστομίσει βρισιές εναντίον των πληβείων. Ο Γάιος κλήθηκε στη Σύγκλητο να λογοδοτήσει για το συμβάν αλλά αυτός προτίμησε να καταλάβει με τους οπαδούς του τον Αβεντίνο λόφο, παραδοσιακό άσυλο των πληβείων. Μολονότι οι πληβείοι πρότειναν να προσπαθήσουν να λύσουν τη διαφορά ειρηνικά, ο Οπίμιος επιτέθηκε εναντίον του Αβεντίνου. Ο Γάιος τραυματίστηκε στο πόδι και ικέτευσε έναν δούλο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Το κεφάλι του Γάιου ρίχθηκε στον Τίβερη και τις επόμενες ημέρες σφαγιάστηκαν γύρω στις 3.000 οπαδοί του. Με τον θάνατο και του δεύτερου Γράκχου και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν τελείωσαν και οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. H αγροτική μεταρρύθμιση έληξε και τυπικά το 119 π.X. με τη διάλυση της τριμελούς επιτροπής. H Σύγκλητος είχε νικήσει τους πληβείους και ξανάγινε παντοδύναμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...