Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

ΡΩΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (RES PUBLICA)

«Γαλάτες», ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της περιοχής μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου. Η χώρα αυτή ήταν διηρημένη, πριν την Ρωμαϊκή εποχή, σε τρία μέρη, ανάλογα με τους κατοίκους της: Στο Νοτιοδυτικό μέρος κατοικούσαν οι «Ακουιτανοί», στο Βόρειο οι «Βέλγες» και στο Ανατολικό οι «Κέλτες ή Κελτοί».
1. Οι Ακουιτανοί στο Νοτιοδυτικό μέρος, διέφεραν από τους άλλους Γαλάτες όχι μόνο στην γλώσσα, αλλά και στον τρόπο ζωής (Στράβων Δ 1, 1 - 2, 1).
Κατά τον Πτολεμαίο (Β - 7) οι Ακουιτανοί ήταν πολλές φυλές ήτοι: Πίκτονες, Σάντονες, Βιτούρνιγες, Τάρβελοι, Καδούρκοι, Ουασάτιοι, Γάβαλοι, Δάτιοι, Αρουέρνοι, Αύσκιοι, Ρουτανοί και οι Κουμουενοί. Κατά τον Διόδωρο, είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή και προϊστορικοί Έλληνες (Βοιωτοί κ.ά) και ότι την σημερινή πόλη «Αλησία» (Alise Bourgone) την έκτισε ο Ηρακλής (Διόδ.Ε΄23,2). Η Ακουιτανία, η οποία στα Λατινικά σημαίνει «χώρα των Υδάτων», κατακτήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 56 π.Χ.
3. Οι Κέλτες ή Κελτοί, κατά τον Στράβωνα (Δ, 1, 13, 14), κατοικούσαν Ανατολικά των Ακουιτανών και του Κεμμένου όρους (από την Μασσαλία έως τις Άλπεις). Από αυτούς αργότερα οι Έλληνες της Μασσαλίας, ονόμασαν το σύνολο των Γαλατών Κελτούς. Κατά τον Πλούταρχο (Καμ. 15), οι Γαλάτες ανήκαν στο γένος των Κελτών. Αυτοί λόγω υπερπληθυσμού, εγκατέλειψαν την χώρα τους και έφθασαν στην Ιβηρία, την Ιταλία και τα έσχατα μέρη της Ευρώπης. Ο Πολύβιος (Β. 17), αναφέρει ότι παλαιότερα οι Κελτοί οι οποίοι είχαν σχέσεις με τους Τυρρηνούς της Β. Ιταλίας τους φθόνησαν εξ’ αιτίας της εύφορης χώρας τους και εισέβαλαν στις πεδιάδες του Πάδου. Οι Κελτοί ήταν άνθρωποι απλοί, αγράμματοι και εκτός από την κτηνοτροφία και την γεωργία αγνοούσαν παντελώς κάθε επιστήμη και τέχνη. Κατοικούσαν σε ατείχιστες πόλεις (οικισμούς) αγνοούσαν την επίπλωση και κοιμούνταν στο έδαφος. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", αναφέρει: «…Οι λεγόμεναι Κελτοί ή Γαλάται, είναι αρχαιότατοι γνωστοί κάτοικοι των δυτικωτέρων της Ευρώπης χωρών, ήτοι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ενώ δε, καθό αποτελούντες κλάδον της Ινδογερμανικής φυλής, επήλθον ποτέ εις τας εσχατιάς του ημετέρου της γής μέρους, έπειτα, από της 6ης π.Χ εκατονταετηρίδος επώκησαν είς την Ισπανίαν, την Ουγγαρίαν, από της οποίας, κατά την 4ην π.Χ εκατονταετηρίδα, επεφάνησαν και είς τα βορειότερα της ημετέρας χερσονήσου…».
Οι Κέλτες ή Κελτοί κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, που μελέτησαν τα διάφορα τοπωνύμια της Δυτικής Ευρώπης και την γλώσσα τους, είναι προφανώς προϊστορικός λαός. Αρχικά ήταν εγκαταστημένοι στη Νότια Γερμανία, μεταξύ των πηγών των ποταμών Ρήνου και Δουνάβεως. Την περίοδο 2000 -1700 π.Χ άρχισαν να εξαπλώνονται σε ολόκληρη την σημερινή Γαλλία και τις Βρετανικές Νήσους και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι κάποιος λαός εισβολέων της περιόδου αυτής έθαπτε τους νεκρούς σε τύμβους. Η εξάπλωση αυτή συνεχίσθηκε και για τα επόμενα χίλια και πλέον έτη. Οι Πρωτοκέλτες ήλθαν σε σχέσεις με τους Βαλτοσλάβους και άλλους λαούς της Βαλτικής, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν ανθρωποφάγοι (καννίβαλοι).
Αυτό το «συνονθύλευμα» των φυλών, με κοινό όνομα «Γαλάτες» και με αρχηγό τους τον Βρέννο Β΄, τον 3ον αιώνα π.Χ αφού λεηλάτησαν την Ιλλυρία και την Σερβία, όπου ίδρυσαν εκεί και ένα μικρό Βασίλειο, εισέβαλαν στη Μακεδονία. Εκεί τους αντιμετώπισε ο Στρατηγός των Μακεδόνων Σωσθένης και δεν τους άφησε να εγκατασταθούν. Ο Βρέννος όμως, έχοντας ως στόχο το Μαντείο των Δελφών, όπου υπήρχαν πολλά χρήματα σε νομίσματα και αφιερώματα από άργυρο και χρυσό, στις κοινές συνεδριάσεις των διαφόρων φυλών προσπαθούσε μετά φορτικότητας να τους πείσει, πράγμα το οποίο πέτυχε το 279 π.Χ, να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδος. Ο πεζικός στρατός που συγκεντρώθηκε έφθανε τις 152.000, ο δε ιππικός στρατός μαζί με τους βοηθούς ιππείς ήταν περίπου 61.200, ήτοι συνολικός στρατός 213.200 περίπου. Στην εκστρατεία αυτή οι «Γαλάτες» συνάντησαν την οργανωμένη αντίσταση των Ελλήνων, που με κοινό αρχηγό τους τον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο του Μοιροκλέους και περίπου 26.000 πεζικό στρατό και ικανό αριθμό πλοίων, είχαν λάβει θέση στο στενό των Θερμοπυλών. Η πρώτη ενέργεια των Ελλήνων ήταν η καταστροφή των γεφυρών του Σπερχειού ποταμού, ώστε να δυσκολευτεί το πέρασμα των Γαλατών. Όμως οι Γαλάτες, περνώντας νύχτα τον ποταμό Σπερχειό από ένα σημείο λιμνώδες (ρηχό και όχι ορμητικό) κολυμπώντας και χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους για σχεδίες, βρέθηκαν το πρωί στην απέναντι όχθη του Σπερχειού κοντά στην αρχαία πόλη Ηράκλεια. Στη συνέχεια, αφού λεηλάτησαν την Ηράκλεια και αφού διέταξαν τους ντόπιους κατοίκους να ξαναχτίσουν τις γέφυρες, επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις που είχαν πάρει θέσεις στο στενό των Θερμοπυλών. Στη σύγκρουση, που έγινε μέσα στο έλος που υπήρχε εκεί, οι Έλληνες αν και πολύ λιγότεροι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και ανάγκασαν τους Γαλάτες να υποχωρήσουν. Ο Βρέννος προκειμένου να παρακάμψει τις Ελληνικές δυνάμεις, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Αιτωλούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ώστε ο πόλεμος να είναι ευκολότερος, σκέφθηκε να δημιουργήσει κυκλωτικό μέτωπο. Διέταξε τον Ορεστόριον και τον Κόμβουτιν, με ένα τμήμα με 40.000 πεζούς και 800 ιππείς, που ήδη είχαν περάσει το Σπερχειό ποταμό και είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη Ηράκλεια, να γυρίσουν πίσω και να χρησιμοποιήσουν τον αρχαίο δρόμο που συνέδεε τις Ράχες Τυμφρηστού με τα όρη Οξυά και Βαρδούσια, ώστε να βρεθούν πίσω στους Δελφούς. Στο μέτωπο των Θερμοπυλών παρέμεινε ο Ακιχώριος με 100.000 στρατό, ο ίδιος ο Βρέννος με 40.000 στρατό, επεχείρησε να διαβεί την Ανοπαία ατραπό (από την οποία σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πριν 200 περίπου έτη ο «Εφιάλτης» οδήγησε τους Πέρσες) και να κατευθυνθεί εν συνεχεία στους Δελφούς, με σκοπό να λεηλατήσει το πλούσιο Μαντείο. Απέτυχαν όμως οι «Γαλάτες» του σκοπού τους, διότι οι Ελληνικές δυνάμεις τους περίμεναν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, όπου μετά από σκληρές μάχες τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν. Οι Έλληνες στις μάχες αυτές είχαν και θεϊκή βοήθεια, διότι εκτός από την μεγάλη κακοκαιρία που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες, ξέσπασε και καταστρεπτικός σεισμός που δεν άφησε τίποτε όρθιο. Οι Γαλάτες κατατρομαγμένοι οπισθοχώρησαν και δεν υπέστησαν απλώς μία ήττα, αλλά υπέστησαν μία συντριβή και οριστική διάλυση. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ 23), περίπου έξι χιλιάδες φονεύθηκαν στη μάχη που έγινε στον Παρνασσό κοντά στους Δελφούς και πάνω από δέκα χιλιάδες χάθηκαν από τις κακουχίες και την πείνα. Την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα μας την διέσωσε με πολλή σαφήνεια μέσα σε λίγες σελίδες ο Παυσανίας (110 μ.Χ - 180 μ.Χ), ο οποίος συγκέντρωσε όλα εκείνα τα στοιχεία για την πορεία τους και έγραψε το μοναδικό και αθάνατο βιβλίο "Ελλάδος Περιήγησις" (ΦΩΚΙΚΑ).
Αυτός είναι ένας χάρτης της γαλατικής εξάπλωσης στην Ελλάδα
ΕΤΡΟΥΣΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΡΡΩΜΑΙΟΙ
Ο όρος Ετρούσκοι είναι όρος των αρχαίων λατινικών. Οι Έλληνες τους ονόμαζαν Τυρρηνούς ή Τυρσηνούς. Μια άλλη ονομασία τους ήταν Τούσκοι. Ήταν φύλο, που δημιούργησε σημαντικό πολιτισμό στην Ιταλική χερσόνησο από τον 10ο π.Χ. αιώνα, για το οποίο δεν ξέρουμε την ακριβή του προέλευση, ενώ διχογνωμία υπάρχει και στις αρχαίες πηγές. Έτσι λοιπόν, ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο Άτυς είχε δύο παιδιά, το Λυδό και τον Τυρσηνό, υποστηρίζοντας τη μικρασιατική τους προέλευση, ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ισχυρίζεται πως οι Ετρούσκοι ήταν αυτόχθονες. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θεωρίες κινείται και η σύγχρονη έρευνα και κυρίως υποστηρίζεται η αυτοχθονία.
Οι Ετρούσκοι υπήρξαν λαός της Ιταλίας, φορείς ενός εξαιρετικού πολιτισμού, ο οποίος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Ρώμη στην αρχαϊκή της φάση. Στην αρχή ήταν πολιτικοί επικυρίαρχοι της Ρώμης, αργότερα υπέκυψαν στη ρωμαϊκή δύναμη και αφομοιώθηκαν πολιτιστικά, γλωσσικά και εθνολογικά από αυτήν. Μεγάλες ετρουσκικές αριστοκρατικές οικογένειες ενσωματώθηκαν στη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ανάμεσά τους λ.χ. και η οικογένεια του Κικέρωνα, του σπουδαίου ρήτορα και πολιτικού της Res publica. Με τη σειρά τους οι Ετρούσκοι δέχτηκαν σε πρώιμη εποχή έντονη την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, μέσω των ελληνικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας: υιοθέτησαν το ελληνικό αλφάβητο, το ελληνικό πάνθεον και την ελληνική τέχνη, προσαρμόζοντάς τα στις ανάγκες τους. Πολλές φορές μάλιστα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μεταδόθηκαν στους Ρωμαίους όχι άμεσα, αλλά μέσω των Ετρούσκων.
Ένα χρόνιο πρόβλημα που απασχόλησε και απασχολεί τους ιστορικούς ήταν η καταγωγή του λαού αυτού. Στην αρχαιότητα, όπως και στις μέρες μας, υπήρχαν δύο διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις: άλλοι υποστήριζαν ότι οι Ετρούσκοι ήταν αυτόχθονες και άλλοι ότι ήρθαν στην Ιταλία από τη Μικρά Ασία. Στις μέρες μας η διαμάχη εξακολουθεί να υφίσταται, αν και η πλειοψηφία των μελετητών δέχεται ότι οι Ετρούσκοι έφτασαν στην ιταλική χερσόνησο από την Ανατολή. Την άποψη της αυτοχθονίας υποστηρίζουν σήμερα κυρίως Ιταλοί ειδικοί.
Η γλώσσα των Ετρούσκων παραμένει σε ένα βαθμό ακόμη μη πλήρως κατανοητή. Πάντως δεν φαίνεται να έχει γλωσσική συγγένεια με τις άλλες αρχαίες γλώσσες της Ιταλίας, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: είτε αποτελεί το γλωσσικό υπόλοιπο ενός αυτόχθονος πληθυσμού, ό,τι απέμεινε μετά την εισβολή των ιταλικών φύλων (ανάμεσά τους και οι Λατίνοι). Είτε ήρθε στην Ιταλία από κάπου αλλού, συγκεκριμένα από τη Μικρά Ασία και την περιοχή του Αιγαίου. Η δεύτερη εκδοχή ενισχύεται ιδιαίτερα από την ανακάλυψη στη Λήμνο μιας στήλης με επιγραφή (γύρω στα 600 π.Χ.), η οποία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα που παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την Ετρουσκική. Η πλέον εύλογη εξήγηση για την παρουσία ενός πληθυσμού στη Λήμνο κατά την αρχαϊκή εποχή, ο οποίος μιλούσε μια παραλλαγή της Ετρουσκικής, είναι ότι το νησί αποτέλεσε έναν ενδιάμεσο σταθμό κατά την πορεία των Ετρούσκων από τη Μικρά Ασία προς την Ιταλία: ένα μέρος των μετακινούμενων προφανώς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λήμνο. Το όνομα των Ετρούσκων στα λατινικά κείμενα παρουσιάζεται με δύο παραλλαγές: Tusci < Tursci και Etrusci (η χώρα τους Etruria < Etrusia). Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια ρίζα σε δυο παραλλαγές Turs- και Trus-. Το αντίστοιχο όνομα που τους έδιναν οι Έλληνες ήταν Τυρσ-ηνοί (στην αττική διάλεκτο Τυρρηνοί). Ο Ηρόδοτος (λ.χ. 1.94) και οι περισσότερες ελληνικές πηγές θεωρούσαν ότι οι Τυρσηνοί (τους οποίους συχνά συνέχεαν με τους Πελασγούς) κατάγονταν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και ότι ήταν συγγενείς των Λυδών (αν και η γλώσσα των Ετρούσκων δεν έχει ομοιότητες με την Λυδική).[i] Η ελληνική παρανόηση για τη συγγένεια Τυρσηνών και Λυδών πιθανότατα αποτελεί αποτέλεσμα της υπολειμματικής γνώσης του γεγονότος ότι κατά την Εποχή του Χαλκού οι δύο λαοί ήταν γείτονες και ότι οι δρόμοι τους χώρισαν μετά την ταραχή που οδήγησε στο τέλος των κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού και την άφιξη των Φρυγών στη Μικρά Ασία από την Ευρώπη γύρω στα 1200 π.Χ. Οι Φρύγες εκτόπισαν τους Λυδούς που μετανάστευσαν νοτιότερα και τους Τυρσηνούς που έφυγαν για τα νησιά του Αιγαίου και την Ιταλία. Ορισμένοι από τους Τυρσηνούς ίσως συμμετείχαν και στην καταδρομική επιχείρηση των λεγόμενων Λαών της Θάλασσας στην ανατολική Μεσόγειο, αφού καταγράφονται ως Τeresh σε αιγυπτιακά κείμενα της εποχής.
Στην ετρουσκική παράδοση σημαντικότατη προσωπικότητα θεωρούταν ο Tarchon, από τον οποίο πήρε το όνομά της η ετρουσκική πόλη Ταρκυνία. Οι μελετητές επισημαίνουν την ομοιότητα του ονόματος με αυτό του σημαντικότερου θεού της Μικρά Ασίας της Εποχής του Χαλκού, του Tarhunt, από τον οποίο πήρε το όνομά της η Tarhuntassa, η δεύτερη σημαντικότερη πόλη των Χετταίων μετά την πρωτεύουσα Χαττούσα. Ο Tarhunt ήταν θεός του κεραυνού, ενώ για τον Tarchon λεγόταν ότι μπορούσε να απομακρύνει τους κεραυνούς. Ήταν αδερφός του Τυρσηνού, αρχηγός των Ετρούσκων στο ταξίδι για την Ιταλία και βασιλιάς τους κατά τον Βεργίλιο.
Στοιχεία που υποδεικνύουν την προέλευση των Ετρούσκων από τη Μικρά Ασία είναι: -Στη Μ. Ασία υπάρχει το όνομα Srkastu (Λυδική), πβ. Ζευς Συργάστης στη Βιθυνία, Surgastos (Φρυγική). Sergestus είναι ο σύντροφος του Αινεία μετά την αναχώρησή του από την Τροία για την Ιταλία. Πβ. στην Ετρουσκική το όνομα Sekstalus < Serkstalus. -Το Ανδραμύττιον σύμφωνα με μια παράδοση ιδρύθηκε από τον Λυδό βασιλιά με το όνομα Έρμων. Το ίδιο όνομα έχει και ο βασιλιάς των Τυρσηνών-Πελασγών που παρέδωσε τη Λήμνο στον Μιλτιάδη. -Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι Τυρσηνοί άφησαν την περιοχή τους εξαιτίας της πείνας που ενέσκηψε. Τα αιγυπτιακά κείμενα κάνουν λόγο για αποστολές σίτου στους Χετταίους εξαιτίας μεγάλων ελλείψεων λίγο πριν την κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας. -Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Πλακίης και της Σκυλάκης, ανατολικά της Κυζίκου, μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Ετρούσκους. - O Ελλάνικος αναφέρει ότι αυτός που οδήγησε τους Ετρούσκους στην Ιταλία ήταν κάποιος Νάνας. Πβ. Λυδικό Nannas, Χεττ. Nannaya, Nani, Λυκική neni και ο Φρύγας βασιλιάς Νάννακος. -Ο διπλός πέλεκυς, σύμβολο των Λυδών βασιλέων, απαντά και ως σύμβολο των Ετρούσκων ηγεμόνων. -Η λατινική λέξη camillus, δανεισμένη από την Ετρουσκική, σημαίνει νεαρό αγόρι ευγενούς καταγωγής που βοηθά σε ιερές τελετές. Ο Βάρρων ετυμολογούσε τη λέξη από το Κάδμιλος / Κάσμιλος, ο οποίος ήταν ένας από τους Καβείρους, των οποίων η λατρεία είχε ως κέντρο τη Σαμοθράκη και συνδεόταν με τους Πελασγούς-Τυρσηνούς. -Το πρόσφυμα -mn- στα ετρουσκικά ονόματα (Mastarna, Perperna, Tulumne) απαντά και στη Μικρά Ασία (Lipurna, Ticurna, Tunumna). - Το όνομα της πόλης των Ετρούσκων Korythos αντιστοιχεί στο όνομα του γιου του Πάρη στην Τροία.
Για τον ετρουσκικό πολιτισμό δεχόμαστε πως δεν είναι απαραίτητο να υπήρξε μια μετανάστευση νέων πληθυσμών, οι οποίοι ανέπτυξαν αυτόν τον πολιτισμό. Κυρίως υποστηρίζεται η σημαντική επιρροή που ασκήθηκε σε γηγενείς πληθυσμούς από το γύρω περιβάλλον τους (π.χ. και από τους Έλληνες). Για την περίπτωση των Ετρούσκων χρησιμοποιείται ο όρος «εμπλουτισμένη αυτοχθονία», για να καταδείξει τη σύνθεση γηγενών και ξένων επιρροών. Με τους Ετρούσκους εμφανίζεται για πρώτη φορά μια συγκροτημένη δομή μεταξύ των ποταμών Τίβερι και Άρνο, στην περιοχή της σύγχρονης Τοσκάνης (γι’ αυτό και μια άλλη ονομασία τους είναι Τούσκοι). Βασική περιοχή εδραίωσης του πολιτισμού ήταν μεταξύ των ποταμών Τίβερι και Άρνου. Όμως, επεκτείνονται και προς δύο κατευθύνσεις: προς το βορρά (όπου επανιδρύουν τη Βονονία, τη Μάντουα και με τους οικισμούς τους καλύπτουν όλη την περιοχή νότια του Πάδου ως τον ποταμό Τίκινο) και στην Καμπανία (όπου και αποικίζουν με κέντρο την Καπύη, το κέντρο των Όσκων). Το Λάτιο έτσι βρισκόταν σε διπλή ετρουσκική πίεση. Όμως, δεν το αποίκισαν γιατί είχε αργιλώδη εδάφη ακατάλληλα για καλλιέργεια.
Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ετρουσκικού πολιτισμού ήταν: α) ως προς την ταφική αρχιτεκτονική που ερευνήθηκε, αποκαλύφθηκε πως στους τάφους απεικονίζονται πολλές παραστάσεις από τη ζωή («νεκρόδειπνα», συμπόσια). β) κυριαρχούν σε περιοχές με πολλά μεταλλεύματα και ταυτόχρονα σε μια περιοχή που μπορεί να κυριαρχήσει και στη θάλασσα (γι’ αυτό και αναπτύσσουν ναυτικές δραστηριότητες στο «Τυρρηνικό πέλαγος», δηλαδή στο πέλαγος των Τυρρηνών). γ) σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι πόλεις των Ετρούσκων εμφανίζονται και στο εσωτερικό, γεγονός που καταδεικνύει πως δεν είναι αποκλειστικά ένας θαλάσσιος λαός (π.χ. πόλεις στο εσωτερικό είναι το Κλούσιο, η αρχαία Περουσία, το Αρέτιουμ) δ) οι πόλεις που δημιουργούν οργανώνονται σε ομοσπονδίες πόλεων («Δωδεκάπολις» κατά το πρότυπο της ιωνικής δωδεκαπόλεως). Μάλιστα, το ιερό της θεάς Voltumna ήταν και κέντρο συνελεύσεων των 12 πόλεων της Ετρουρίας, σε μια οργάνωση ανάλογη της Αμφικτυονίας με επικεφαλής έναν ιερέα και έναν rex (και στην ιωνική Δωδεκάπολι υπήρχε και ο «βασιλεύς Ιώνων»).
Οι Ρωμαίοι ιστορικοί τείνουν να υποβαθμίζουν το χρέος του ρωμαϊκού πολιτισμού στον ετρουσκικό, ο οποίος όμως άφησε βαθιά τα ίχνη του στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη θρησκεία. Οι Ετρούσκοι ήταν δεξιοτέχνες μεταλλουργοί και σπουδαίοι θαλασσοπόροι και για ένα διάστημα υπήρξαν η μεγαλύτερη δύναμη της Μεσογείου. Οι ιστορικοί των άλλων αρχαίων πολιτισμών σημειώνουν, με έκπληξη και θαυμασμό, την ελευθερία που επικρατούσε στις μεταξύ τους σχέσεις. Ο πολιτισμός τους ήταν και πιο προηγμένος και πολύ διαφορετικός από τους άλλους που αναπτύχθηκαν στην ιταλική χερσόνησο. Υπάρχουν αρχαιολόγοι που βλέπουν μια συνέχεια ανάμεσα στον βιλανόβειο πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Ιταλία γύρω στο 900 π.Χ. και τον Ετρουσκικό που οι απαρχές του σημειώνονται στο 800 π.Χ. Ομως, το ερώτημα της προέλευσής τους παραμένει. Ενα ενδεικτικό στοιχείο είναι πάντα η γλώσσα. Η ετρουσκική που επιζεί σε χιλιάδες επιγραφές, δεν φαίνεται να είναι ινδοευρωπαϊκή, να ανήκει στη γλωσσική οικογένεια που κατέκλυσε την Ευρώπη πριν από περίπου οχτώμισι χιλιάδες χρόνια και απ' όπου προήλθε η Λατινική, η Αγγλική και πολλές άλλες. Ενα άλλο στοιχείο είναι η παρουσία επιγραφών γραμμένων σε μια συγγενική της ετρουσκικής, στη γλώσσα του ελληνικού νησιού της Λήμνου. Ποιος είναι ο γονιός και ποιο το τέκνο παραμένει ασαφές.
Ο Ηρόδοτος λέει σαφώς ότι οι Ετρούσκοι μετανάστευσαν από τη Λυδία της Μικράς Ασίας. Μετά 18χρονο λιμό, ο βασιλιάς της, έστειλε τον μισό πληθυσμό να αναζητήσει καλύτερη τύχη αλλού. Στη συνέχεια, άλλοι αρχαίοι ιστορικοί απάντησαν το ερώτημα, ο μεν Θουκυδίδης θεωρώντας ότι οι Ετρούσκοι έφυγαν από κάπου στην Εγγύς Ανατολή, ο δε Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας εκτιμώντας ότι ήταν αυτόχθονες της Ιταλίας. Η γενετική πρόσφερε, με τις δυνατότητες της ανάλυσης του DNA, νέα επιχειρήματα στους επιστήμονες αυτήν τη φορά. Μια ομάδα από τον Γκουίντο Μπαρμπουτζάνι του Πανεπιστημίου της Φεράρα ερεύνησε στοιχεία του DNA παρμένο από 30 χιλιάδες άτομα, θαμμένα σε ετρουσκικές νεκροπόλεις σε όλη την Ιταλία. Γρήγορα ξέσπασαν αντιδράσεις επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολη η συναλλαγή συμπερασμάτων από αρχαίο DNA. Ομως, νέες έρευνες, έστω και στο επισφαλές αυτό πεδίο, κομίζουν στοιχεία που υποστηρίζουν τη θεωρία του Ηρόδοτου, δείχνοντας ότι οι Ετρούσκοι πιθανότατα προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή. Οι γενετιστές εξέτασαν το DNA των κατοίκων του Μούρλο, μιας μικρής πρώην ετρουσκικής πόλης, που ο πληθυσμός της δεν θα πρέπει να έχει αλλάξει ουσιαστικά, από τον καιρό των Ετρούσκων. Βρήκαν, λοιπόν, κάτω από το μικροσκόπιο, ότι οι κάτοικοι του Μούρλο είναι συγγενικοί με τους Παλαιστινίους και τους Σύριους. Τα ευρήματα της ομάδας, υπό τους Τορόνι και Ακίλι, δημοσιεύθηκαν σε πρόσφατο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Ανθρώπινης Γενετικής. Η ομάδα ανακάλυψε ότι στοιχεία του DNA των κατοίκων ολόκληρης της Τοσκάνης, δεν ανευρίσκονται πουθενά αλλού στην Ευρώπη, αλλά είναι κοινά με λαών της Εγγύς Ανατολής.
Το ίδιο ακριβώς ανακάλυψαν και άλλοι γενετιστές ασχολούμενοι με την καταγωγή των Ετρούσκων που αυτήν τη φορά ερεύνησαν το DNA των ζώων της Τοσκάνης όπου ακόμη ανατρέφονται τέσσερις αρχαίες ράτσες, από τον καιρό των Ετρούσκων. Σε σύγκριση με τις άλλες φυλές της υπόλοιπης Ιταλίας, οι επιστήμονες βρήκαν ότι ενώ αυτές συνδέονται με τη Βόρεια Ευρώπη, οι τέσσερεις εκείνες, γενετικώς είναι όμοιες με ράτσες της Εγγύς Ανατολής. Είναι δηλ. φερμένες από εκεί.
ΓΟΤΘΟΙ:ένας ανατολικός γερμανικός λαός, εκ του οποίου δύο κλάδοι, οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην ανάδυση της μεσαιωνικής Ευρώπης. Οι Γότθοι κυριάρχησαν σε μια τεράστια έκταση, που στο μέγιστό της υπό το Γερμανικό βασιλιά Ερμάναρικ και τον υποβασιλιά του Ατάναρικ εκτεινόταν πιθανότατα από το Δούναβη ως το Ντον και από τη Μαύρη ως τη Βαλτική Θάλασσα. Στη photo το μαυσωλείο του Θεωδόριχου, στη Ραβέννα της Ιταλίας:
Κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Σκυθία, τη Δακία και την Παννονία. Τους 3ο και 4ο αι. επέδραμαν στις περιοχές του Βυζαντίου και αργότερα ασπάστηκαν τον Αρειανισμό.
Κατά τον 5ο και 6ο αι. οι Γότθοι χωρίστηκαν σε Βησιγότθους (δυτικοί Γότθοι) και Οστρογότθους (ανατολικοί Γότθοι). Ίδρυσαν ισχυρά κράτη, διάδοχα του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, στην Ιβηρική χερσόνησο και στην Ιταλία. Οι Γότθοι μιλούσαν τη Γοτθική γλώσσα, μια από τις εξαφανισμένες Ανατολικές γερμανικές γλώσσες, που μιλιόταν στην Κριμαία τον 18ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο της Βιβλιοθήκης της Βαυαρίας που ακολουθεί, εικονίζονται ο Θεοδώριχος και Οδόακρος (από το "Χρονικό της Νυρεμβέργης", 1493, που γράφηκε στα Λατινικά από τον Hartmann Schedel):
Πριν από την εισβολή των Ούνων, ο Γοτθικός πολιτισμός παρήγαγε κοσμήματα, αγγεία και διακοσμητικά αντικείμενα σε ύφος που επηρεάστηκε από Έλληνες και Ρωμαίους τεχνίτες. Ανέπτυξαν ένα πολύχρωμο στυλ χρυσοχοΐας, χρησιμοποιώντας σφυρηλατημένα στοιχεία ή συνθέσεις για την ένθεση πολύτιμων λίθων στα χρυσά αντικείμενά τους:
ΑΛΑΜΑΝΟΙ: ομάδα γερμανικών φυλών στον Άνω Ρήνο. Ο Δίων Κάσσιος τους αναφέρει για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Καρακάλλα το 213. Οι Αλαμανοί επεκτάθηκαν στη σημερινή Αλσατία και τη βόρεια Ελβετία.Το 496 κατακτήθηκαν από τον Φράγκο βασιλιά Κλόβι Α΄ και ενσωματώθηκαν στις κτήσεις του. Αναφερόμενοι ως ειδωλολάτρες σύμμαχοι των χριστιανών Φράγκων, οι Αλαμανοί σταδιακά εκχριστιανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα. Μέχρι τον 8ο αιώνα, η φραγκική κυριαρχία στην Αλεμανία ήταν ως επί το πλείστον τυπική, μόνον κατ' όνομα. Μετά από μία εξέγερση, ο Καρλομάγνος Α΄ εκτέλεσε τους Αλαμανούς ευγενείς και εγκατέστησε Φράγκους δούκες.
Οι Αλαμανοί αρχικά είχαν παρόμοιες θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες με τα υπόλοιπα γερμανικά φύλα. Με την κατάκτησή τους από τους χριστιανούς Φράγκους, αρχίζει και ο δικός τους εκχριστιανισμός (6ος–8ος αι.). Ο πρώτος που επιχείρησε να τους προσηλυτίσει στη νέα πίστη ήταν ο Ιρλανδός Άγιος Κολουμβανός (Columbanus) και ο μαθητής του Γάλλος (Gall). Σήμερα ο όρος αλαμαννικά (Alemannisch) είναι γλωσσολογικός όρος και αναφέρεται στην Αλαμαννική γλώσσα, διάλεκτο της γερμανικής. Ομιλείται από περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε έξι διαφορετικές χώρες, στην Ελβετία, στην Αυστρία (Φόραρλμπεργκ), στο Λίχτενσταϊν, στη Γαλλία (Αλσατία), στην Ιταλία και στη νότια Γερμανία (Βάδη-Βυρτεμβέργη).
ΟΥΝΝΟΙ:
Ο Αττίλας (2 Σεπτεμβρίου 406 - 30 Απριλίου 453) ήταν βασιλιάς των Ούνων από το 434 έως το θάνατό του, το 453. Ήταν ηγέτης της αυτοκρατορίας των Ούννων, μίας φυλετικής συνομοσπονδίας αποτελούμενης, μεταξύ άλλων, από Ούννους, Οστρογότθους και Αλανούς, στο έδαφος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ήταν ένας από τους φοβερότερους εχθρούς της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Διέσχισε τον Δούναβη δύο φορές και λεηλάτησε τα Βαλκάνια, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
Η νομαδική φυλή των Ούνων, ένας λαός έφιππων πολεμιστών μογγολικής καταγωγής που κατοικούσε από τις στέπες της κεντρικής Ασίας στα όρια της Ευρώπης, τον 4ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από την Ασία και, προχωρώντας προς τα δυτικά, κατάκλυσε την Ευρώπη κι ερήμωσε πολλές χώρες. Οι πρώτοι Ούνοι είχαν εγκατασταθεί στη Μογγολία τον 2ο π.Χ. αιώνα κι από κει έφτασαν στην περιοχή ανάμεσα στα δύο ποτάμια Ουράλη και Βόλγα. Στα 375 μ.Χ. μια ουννική φυλή προχώρησε στην περιοχή ανάμεσα στο Ντον και Βόλγα και, αφού υπέταξε τους Οστρογότθους και Βησιγότθους, εγκαταστάθηκε τον 4ο αιώνα στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, ωθώντας τους Βισηγότθους νότια προς το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο αρχηγός των Ούννων Ρουγίλιας οργάνωσε ένα ισχυρό κράτος και άρχισε τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι πιθανό οι Ούνοι να ξεκίνησαν τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις, παράγοντα που συνέβαλε στην κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σχημάτισαν μια ενιαία αυτοκρατορία υπό τον Αττίλα, που πέθανε το 453 και τον επόμενο χρόνο η αυτοκρατορία τους διαλύθηκε. Οι απόγονοι ή διάδοχοί τους με παρόμοια ονόματα έχουν καταγραφεί από γειτονικούς πληθυσμούς προς νότο, ανατολή και δύση, ότι είχαν καταλάβει τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας περίπου από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα. Παραλλαγές του ονόματος των Ούννων έχουν καταγραφεί στον Καύκασο μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα.
Αφού υπέταξαν τους Αλαμανούς, οι Ούνοι και οι Αλαμανοί βοηθητικοί τους άρχισαν να λεηλατούν τους πλούσιους οικισμούς των Γκρεουτούγκων, των ανατολικών Γότθων, δυτικά του ποταμού Ντον. Ο βασιλιάς των Γκρεουτούγκων, Ερμανάριχος, αντιστάθηκε για λίγο αλλά τελικά "βρήκε τη λύτρωση από τους φόβους του αφαιρώντας την ίδια του τη ζωή", σύμφωνα με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο. Η αναφορά του Μαρκελλίνου αναφέρεται είτε στην αυτοκτονία του Ερμανάριχου, είτε στην τελετουργική θανάτωσή του. Τον διαδέχθηκε ο μικρανηψιός του Βιρθίμιρης, που πλήρωσε τους Ούννους για να στραφούν και πολεμήσουν κατά των Αλανών, που είχαν εισβάλει στη χώρα των Γκρεουτούγκων, αλλά σκοτώθηκε σε μάχη. Μετά το θάνατο του Βιρθίμιρη οι περισσότεροι Γκρεουτούγκοι υποτάχθηκαν στους Ούννους. Εκείνοι που αποφάσισαν ν΄ αντισταθούν προχώρησαν στον ποταμό Δνείστερο - που ήταν το σύνορο ανάμεσα στις χώρες των Γκρεουτούγκων και των Θερβιγγίων, των δυτικών Γότθων - υπό την ηγεσία του Αλάθεου και του Σάφρακος (ονομαστική: Σάφραξ), γιατί ο γιος του Βιρθίμιρη, Βιδέριχος, ήταν παιδί ακόμα. Ο Αθανάριχος, ηγέτης των Θερβιγγίων, συνάντησε τους πρόσφυγες κατά μήκος του Δνείστερου επικεφαλής των στρατευμάτων του. Όμως ένας στρατός των Ούννων παρέκαμψε τους Γότθους και τους επιτέθηκε από πίσω, αναγκάζοντας τον Αθανάριχο να υποχωρήσει στα Καρπάθια. Ο Αθανάριχος ήθελε να οχυρώσει τα σύνορα, αλλά οι επιδρομές των Ούννων στις χώρες δυτικά του Δνείστερου συνεχίζονταν. Οι περισσότεροι Θερβίγγιοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν ν΄ αντισταθούν στους Ούννους και κατέφυγαν στον Κάτω Δούναβη για να βρουν άσυλο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Γκρεουτούγκοι, υπό την ηγεσία του Αλάθεου και του Σάφρακος, βάδισαν επίσης προς τον ποταμό. Τα περισσότερα ρωμαϊκά στρατεύματα είχαν μεταφερθεί από τη Βαλκανική Χερσόνησο στην Αρμενία για να πολεμήσουν κατά της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Ο αυτοκράτορας Ουάλης επέτρεψε στους Θερβίγγιους να διασχίσουν τον Κάτω Δούναβη και να εγκατασταθούν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το φθινόπωρο του 376 μ.Χ. Τους Θερβίγγιους ακολούθησαν οι Γκρεουτούγκοι, και επίσης οι Ταϊφάλοι (γερμανική ή σαρματική φυλή) "και άλλες φυλές που παλιότερα ζούσαν με τους Γότθους" στα βόρεια του Κάτω Δούναβη, σύμφωνα με το Ζώσιμο. Η έλλειψη όμως τροφίμων και η κακοδιοίκηση έκαναν τους Γότθους να επαναστατήσουν στις αρχές του 377 και ο πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ αυτών και των Ρωμαίων κράτησε πάνω από πέντε χρόνια. Οι Βαρβαρικές εισβολές του 5ου αιώνα προκλήθηκαν από τη διάλυση των γοτθικών βασιλείων από τους Ούννους την περίοδο 372-375 μ.Χ. Η πόλη της Ρώμης καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τους Βησιγότθους το 410 και από τους Βανδάλους το 455. Η υποστήριξη προς τους Γότθους οπλαρχηγούς μειώθηκε καθώς Γότθοι πρόσφυγες κατευθύνονταν στη Θράκη στην ασφάλεια των ρωμαϊκών φρουρών. Μετά από αυτές τις εισβολές οι Ούνοι άρχισαν να αναφέρονται ως Φοιδεράτοι και μισθοφόροι. Ήδη το 380 σε μια ομάδα Ούννων παραχωρήθηκε το καθεστώς των Φοιδεράτων και τους επετράπη να εγκατασταθούν στην Παννονία. Ούννους μισθοφόρους βλέπουμε επίσης σε αρκετές περιπτώσεις αγώνων για τη διαδοχή της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 4ου αιώνα. Είναι πάντως πιθανότερο αυτές να αποτελούσαν μεμονωμένες μισθοφορικές ομάδες, παρά ένα ουνικό βασίλειο.
Ο αρχηγός των Ούνων Ρουγίλας οργάνωσε ισχυρό κράτος και άρχισε τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον του βυζαντινού κράτους. Από το 434 οι αδελφοί Αττίλας και Μπλέντα (ελληνικά: Βλήδας) κυβερνούσαν μαζί τους Ούννους και ήταν εξ ίσου φιλόδοξοι με το θείο τους Ρουγίλα. Το 435 υποχρέωσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να υπογράψει τη Συνθήκη της Μάργου (σημερινό Ποζάρεβατς), προσφέροντας στους Ούννους εμπορικά δικαιώματα και καταβάλλοντάς τους ετήσιο φόρο. Οι Βυζαντινοί συμφώνησαν επίσης να παραδώσουν Ούννους πρόσφυγες (άτομα που μπορεί να είχαν απειλήσει την άνοδο των αδελφών στην εξουσία) για εκτέλεση. Με τα νότια σύνορά τους προστατευμένα από τους όρους της συνθήκης οι Ούννοι μπόρεσαν να στραφούν αποκλειστικά στην περαιτέρω υποταγή φυλών στα δυτικά. Οι Ούνοι παραβίασαν τη συνθήκη το 440, όταν οι Αττίλας και Μπλέντα επιτέθηκαν στην "Κάστρα Κωνστάντια", Ρωμαϊκό φρούριο και εμπορικό σταθμό στις όχθες του Δούναβη. Οι Βυζαντινοί διέκοψαν την πληρωμή του συμφωνημένου φόρου και παραβίασαν και άλλους όρους της Συνθήκης της Μάργου, έτσι οι Ούνοι βασιλιάδες έστρεψαν πάλι τη προσοχή τους προς την Ανατολή. Αναφορές ότι ο Επίσκοπος της Μάργου είχε περάσει σε εδάφη των Ούννων και βεβήλωσε βασιλικούς τάφους, τους εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και οι Ούνοι εξουδετέρωσαν έναν αδύναμο βυζαντινό στρατό και ισοπέδωσαν τη Μάργο (σημερινό Ποζάρεβατς), τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι) και το Βιμινάκιο. Αν και υπογράφτηκε ανακωχή το 441, δύο χρόνια αργότερα η Κωνσταντινούπολη δεν μπόρεσε να καταβάλει το φόρο και ο πόλεμος επαναλήφθηκε. Στην εκστρατεία που ακολούθησε οι στρατιές των Ούνων έφθασαν ανησυχητικά κοντά στην Κωνσταντινούπολη, λεηλατώντας στο δρόμο τους τη Σερδική, την Αρκαδιούπολη και τη Φιλιππούπολη. Αφού υπέστη συντριπτική ήττα στη Μάχη της Χερσονήσου, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ ενέδωσε στις απαιτήσεις των Ούννων και το φθινόπωρο του 443 υπέγραψε με τους δύο Ούννους βασιλιάδες τη Συνθήκη του Ανατόλιου. Οι Ούνοι επέστρεψαν στη χώρα τους με ένα τεράστιο καραβάνι γεμάτο λάφυρα.
Οι αρχαίες πηγές λένε ξεκάθαρα πως υπήρχε μια ουννική γλώσσα, αλλά δεν υπάρχει γενική συναίνεση σχετικά με την ακριβή προέλευση και τις συγγένειές της. Οι γραπτές πηγές Πρίσκος και Ιορδάνης διασώζουν λίγα μόνο ονόματα και τρεις λέξεις (μέδος, κάμος, στράβα) της γλώσσας των Ούννων, που έχουν μελετηθεί επί ενάμιση αιώνα.Οι Ούννοι διατηρούσαν κοπάδια βοοειδών, αλόγων και αιγοπροβάτων. Άλλες πηγές της διατροφής τους ήταν από το κυνήγι, καθώς και οι ρίζες αυτοφυών φυτών. Για ενδυμασία είχαν μυτερούς σκούφους, παντελόνια ή σκελέες από δέρμα αγριοκάτσικου και χιτώνες λινούς ή από δέρμα τρωκτικών.
ΦΡΑΓΚΟΙ:πρόκειται για ένα σύνολο γερμανικών φύλων, το όνομα του οποίου αναφέρεται για πρώτη φορά σε ρωμαϊκές πηγές του 3ου αιώνα, συνδεδεμένο με φυλές στο Ρήνο, στο χείλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
O βασιλιάς Κλόβις (Χλωδοβίκος) βαφτίζεται (496) από τον Άγιο Ρεμύ. Ο Χλωδοβίκος θεωρείται ιδρυτής της δυναστείας των Μεροβιγγείων και διετέλεσε βασιλέας των Φράγκων από το 481 μέχρι το 511. Από το όνομά του προήλθε αργότερα το όνομα Λουδοβίκος. Το κυριότερο επίτευγμα του Χλωδοβίκου είναι η μετάβαση στον καθολικισμό, κατόπιν επιρροής της συζύγου του Κλοτίλδης, η οποία ήταν Καθολική πριγκίπισσα της Βουργουνδίας.
Όταν διαλύεται το βασίλειο των Βησιγότθων, ο Χλωδοβίκος εγκαταλείπει το Βέλγιο, όπου οι προκάτοχοί του είχαν αγωνιστεί και ζήσει επί έναν αιώνα,για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, τη νέα πρωτεύουσά του. Τελικά έγινε ο μοναδικός βασιλέας των Φράγκων, σκοτώνοντας κατά πάσα πιθανότητα τον παλαιό βασιλέα Sigebert και τον γιό του Chiodéric (περί το 509) ενώ οι υπόλοιποι Φραγκικοί πληθυσμοί αναγνωρίζουν οικειοθελώς ή μη την ηγεμονία του. Η τελευταία μεγάλη πράξη της βασιλείας του ήταν η συνεδρίαση στην Ορλεάνη το 511, ενός γενικού συμβουλίου, το οποίο αναδιοργάνωσε την Εκκλησία της Γαλατίας και παρά το γεγονός ότι παρέστησαν μόνο οι μισοί επίσκοποι από το Φραγκικό κράτος, εντούτοις ήταν το πρώτο γενικό συμβούλιο της Γαλλίας που σηματοδότησε τη συμμαχία θρόνου και Εκκλησίας.
Όταν το 511 πέθανε ο Χλωδοβίκος, οι Φράγκοι ήσαν κυρίαρχοι της Γαλατίας, εκτός της Βουργουνδίας και η δυναστεία των Σάλιων ηγετών κυβέρνησε το «Έθνος των Φράγκων» επί δύο αιώνες. Το βασίλειό του μοιράσθηκαν οι τέσσερις γιοί του ο Thierry, ο Clodomir, ο Childebert και ο Clotaire.
Αργότερα, ο όρος συνδέθηκε με τις εκρωμαϊσμένες γερμανικές δυναστείες εντός της καταρρέουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες τελικά διοίκησαν ολόκληρη την περιοχή μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου και επέβαλαν την εξουσία τους σε πολλά άλλα μεταρωμαϊκά βασίλεια και γερμανικούς λαούς, αναγνωριζόμενες αργότερα από την Καθολική Εκκλησία ως διάδοχοι των παλαιών ηγεμόνων της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι Φράγκοι ήταν υψηλόσωμοι, είχαν ανοιχτό χρώμα δέρματος και ξανθά μαλλιά. Φορούσαν βράκες από λινό ύφασμα ή δέρμα ζώου και άφηναν συχνά ακάλυπτο το πάνω μέρος του σώματός τους. Διέθεταν πολύ πρωτόγονα μέσα για την καλλιέργεια της γης, θεωρούσαν πολύ φυσιολογικό το να προβαίνουν σε λεηλασίες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους.Οι Φράγκοι έδωσαν το όνομά τους στο κράτος της Γαλλίας, αν και η γλώσσα τους τελικά δεν επικράτησε. Επίσης έχουν δώσει το όνομά τους στην περιοχή της Φραγκονίας (Franken) στη Βαυαρία.
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΙΝΕΙ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (έως τον Ιουστινιανό, δηλαδή).
Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους.
Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα.
Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο.
Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιαλείπτως σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων.
Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
KEΛΤΕΣ-ΓΑΛΑΤΕΣ
Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Gallia Transalpina (εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στο βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά[2]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και κελτικές και γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς το 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι το Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.
Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγοι θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.
Στον 2ο αιώνα πρό Χριστού η μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a).
Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας.
Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγεντόριξ.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους. Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το Δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.
Ό,τι και αν φαινόταν πως έλεγε ο νόμος, μια δωροδοκία προς τον δικαστή ή μια εύστοχη επιλογή συνηγόρου μπορούσε να τον τροποποιήσει. Η κωδικοποίηση των νόμων είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη. Το 438 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' εξέδωσε τον Θεοδοσιανό Κώδικα, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστός, που περιλάμβανε όσα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν θεσπιστεί από το 312. Την οριστική όμως σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου την πραγματοποίησε ο ανατολικός αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565), ο οποίος το 528 ανέθεσε σε μια επιτροπή νομομαθών να εξετάσει τη νέα νομοθεσία, που αποτελούνταν από διατάγματα των τελευταίων αυτοκρατόρων, και να άρει τις αντινομίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Κώδικας. Το 530 μια νέα επιτροπή συνέταξε τον Πανδέκτη (Digesta ή Pandectae) συνδυάζοντας την παλαιά νομοθεσία (τα νομοθετήματα της Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας, διατάγματα της συγκλήτου και γνωμοδοτήσεις νομομαθών). Ο Πανδέκτης θα έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο απ' ό,τι ο Κώδικας, καθώς στηρίχτηκε σε διάφορες πηγές και ήταν μια πιο επιμελημένη σύνοψη νομικών αρχών. Οι πολύ συντομότερες Εισηγήσεις (Institutiones) ήταν εγχειρίδια για σπουδαστές, ενώ οι Νεαρές (νέα νομοθετήματα, Novellae) εκδίδονταν περιοδικά από τον Ιουστινιανό και άλλους αυτοκράτορες. Αυτή η λαμπρή σύνοψη του ρωμαϊκού δικαίου επονομάστηκε Κώδικας του αστικού δικαίου (Corpus juris civilis) ή, σύμφωνα με μια λιγότερο ακριβή απόδοση, Ιουστινιάνειος Κώδικας.


Οι Ρωμαίοι (και οι διάδοχοί τους, οι Βυζαντινοί Ρωμαίοι) είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής. Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
Οι Σλάβοι ήταν αρχικά ένας λαός με ενιαία γλώσσα που κατοικούσαν από την αρχαιότητα στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Βιστούλα, των ελών του Πριπέτ και του μέσου Δνείπερου. Τον λαό αυτό αποτελούσαν επιμέρους φυλές με στοιχειώδη οργάνωση και πρωτόγονους πολιτειακούς θεσμούς. Κύριες οικονομικές τους δραστηριότητες ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ είχαν και ορισμένες γνώσεις ξυλουργικής και χειροποίητης κεραμικής. Γνώριζαν επίσης μερικά βασικά στοιχεία για τη ναυσιπλοΐα καθώς μετακινούνταν σε περιοχές με ποτάμια και έλη. Η διάλυση του κράτους των Ούνων, μετά από τον θάνατο του Αττίλα (453), στους οποίους ήταν υποτελείς οι Σλάβοι, όπως και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού τους, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετακίνηση του “κορμού” των Σλάβων σε τρεις βασικές κατευθύνσεις. Μια ομάδα κινήθηκε δυτικά προς την Κεντρική Ευρώπη, μια δεύτερη νότια και νοτιοδυτικά προς τον Δούναβη και μια τρίτη ανατολικά και νοτιοανατολικά, προς τις ρωσικές στέπες και τη σημερινή Ουκρανία. Από τις τρεις αυτές ομάδες προέκυψαν πολύ αργότερα οι διάφοροι σλαβικοί λαοί με τις γλώσσες τους, όπως τις ξέρουμε σήμερα.
Οι δυο πρώτες εμφανίσεις Σλάβων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, υπάρχουν στο α΄ μέρος της Συλλογής των Θαυμάτων, το οποίο φέρεται να έχει γραφτεί από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη. Χρονολογούνται δε από την εποχή που οι Σλάβοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές των Αβάρων. Η πρώτη επιδρομή, έγινε στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και δεν δημιούργησε προβλήματα. Η δεύτερη ωστόσο, είναι πολύ σοβαρότερη καθώς επικεφαλής της ήταν ο ίδιος ο Άβαρος Χαγάνος, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε. Πάντως δεν υπάρχει καμία αναφορά για μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων στην περιοχή της Μακεδονίας. Πρόκειται για επιχείρηση ευρείας κλίμακας, που επιχείρησαν οι “Δρογουβίται, Σαγουδάτοι, Βελεγεζήται, Βαϊουνήται (οι οποίοι αναφέρονται εδώ για πρώτη και τελευταία φορά), Βερζήται και τα λοιπά έθνη”. Η απόφαση για την πολιορκία της Θεσσαλονίκης, πάρθηκε μετά τη σύγκληση μιας συνάθροισης (πρόκειται για τον πολιτειακό θεσμό της πρώιμης σλαβικής περιόδου, vetje). Η ένωση αυτή αποδείχθηκε εφήμερη, καθώς μετά την αποτυχία της πολιορκίας, το κάθε φύλο επανέκαμψε στο παλιό πολιτειακό του καθεστώς. Ως “έξαρχος” των επιτιθέμενων φυλών, επιλέχθηκε ο Χάτζων, ο οποίος μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά της Θεσσαλονίκης, έγινε έρμαιο στα χέρια των γυναικών της και βρήκε τον θάνατο “από λιθοβολισμό στα στενορύμια της πόλης”, γράφει ο Φ. Μαλιγκούδης. Έτσι, οι Σλάβοι (οι Σκλαβήνοι των βυζαντινών πηγών) υποτάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην αυτοκρατορική εξουσία. Κάποιες μεμονωμένες εξεγέρσεις τους ως και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, δεν φαίνεται να δημιούργησαν ιδιαίτερα προβλήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ (Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΙI, ΣΤ', 25, έκδ. E.W. Brooks, Λουβαίν 1952, 248-249) ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΗΝ: Το τρίτο έτος από τον θάνατο του Ιουστίνου, επί της βασιλείας του νικηφόρου Τιβερίου, ο καταραμένος λαός των Σκλαβήνων διέδραμε όλη την Ελλάδα, τη χώρα των Θεσσαλονικέων και ολόκληρη τη Θράκη: κυρίευσαν πολλές πόλεις και κάστρα, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την ύπαιθρο, απήγαγαν αιχμαλώτους και έγιναν κύριοι της χώρας, όπου κλείνουν, χωρίς φόβο, τέσσερα χρόνια διαμονής Και έγιναν πλούσιοι αρπάζοντας χρυσάφι, ασήμι, αγέλες αλόγων και πολλά όπλα. Έμαθαν ακόμη να πολεμούν καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ προηγουμένως ήταν πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν τολμούσαν να βγουν από τα δάση και τους πυκνοδασωμένους τόπους τους και (σχεδόν ) αγνοούσαν τα όπλα, αφού χρησιμοποιούσαν μόνο λογχάδια (κοντές λόγχες).
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ: στις αρχές του 6ου αιώνα, τα σλαβικά φύλα, μετακινούμενα από την αρχική τους κοιτίδα, η οποία τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στη σημερινή Ουκρανία, έφτασαν στον Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι άρχισαν επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από εκείνη την εποχή οι Σλάβοι (ο τελευταίος κλάδος της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μετακινήθηκε προς τη Δύση) αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η πορεία τους καταγράφεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονικογράφους. Στα επόμενα χρόνια, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα).
Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα (9ος αι.). το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Oι Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στις αρχές του 6ου αιώνα στα βόρεια του Δούναβη και πραγματοποιούσαν επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Καθώς δεν είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση, εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής των Αβάρων.
ΟΙ ΑΒΑΡΟΙ, νομαδικό φύλο ασιατικής καταγωγής, με στρατιωτική και πολιτική οργάνωση, οικοδόμησαν ένα τεράστιο κράτος, που εκτεινόταν από τη Βοημία (σημερινή Τσεχία) μέχρι τις εκβολές του Δούναβη. Οι Άβαροι, συμπαρασύροντας τους Σλάβους, πραγματοποιούσαν πολυάριθμες επιδρομές εναντίον των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Στον ελλαδικό χώρο άρχισαν μάλιστα στις αρχές του 7ου αι. να δημιουργούνται μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων, ενώ οι Άβαροι, μετά τις λεηλασίες, συνήθιζαν να επιστρέφουν στις βάσεις τους.
Η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πολιορκήθηκε από Σλάβους και Αβάρους μαζί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ: "Ο ελληνοπρεπής χώρος των λεγόμενων Βαλκανίων γνωρίζει από τον 4ο αιώνα το βυζαντινό μόρφωμα και αυτό παραλαμβάνουν οι νεήλυδες βαρβαρικοί πληθυσμοί που θα εγκατασταθούν προοδευτικά εκεί. Πρώτα ως σύμμαχοι (φοιδεράτοι) των Βυζαντινών και έπειτα ως ανεξάρτητοι και αντιμαχόμενοι την αυτοκρατορία. (...) Η ελληνογενής πολιτιστική εμπειρία, η εμπλουτισμένη με το ρωμαϊκό διοικητικό βίωμα που διατηρεί το Βυζάντιο στα εδάφη αυτά ως τη «βαρβαροποίησή» τους -χρησιμοποιώ τον όρο καταχρηστικά, για να δηλώσω τα χρόνια της Τουρκοκρατίας– αποτελεί την πρώτη πολιτιστική ομοιογένεια των πληθυσμών της χερσονήσου του Αίμου, που αφήνει βέβαια τα χνάρια της στις μετέπειτα εξελίξεις και ανακατατάξεις της περιοχής (...) Η στρατηγική θέση της Θεσσαλονίκης εξηγεί πολυπληθείς πτυχές της βυζαντινής ιστορίας της πόλης αυτής, όπως ήταν η αντίσταση που αποτελεσματικά αντέταξε στους από βορρά επιδρομείς Σλάβους που είχαν καταφέρει να εγκατασταθούν στην περιοχή, αποδιοργανώνοντας τη βυζαντινή διοίκηση και αγροτοποιώντας τα πρώην περίλαμπρα αστικά κέντρα, χωρίς να πετύχουν ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες πολιορκίες τους να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη.Η βυζαντινή κατά βαρβάρων αντίσταση στη χερσόνησο του Αίμου έχει για αφετηρία, αλλά και για κέντρο τη Θεσσαλονίκη".
ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ: "Η ευανδρής (πυκνοκατοικημένη) Θεσσαλονίκη είχε το ανθρώπινο δυναμικό, το υλικό υπόβαθρο, κυρίως ύστερα από τον εκχριστιανισμό και τον εκβυζαντινισμό των γύρω σλαβικών φύλων, είχε τη δυνατότητα να παίξει όλο και πιο δυναμικά και σίγουρα τον ρόλο μιας δεύτερης πρωτεύουσας. Η επιτυχία των σλαβικών επιδρομών κατά τον 7ο αιώνα [η Θεσσαλονίκη σώθηκε χάρη στις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου Δημητρίου, εξού και Μαρτυροφύλακτος] αποξενώνει κάπως το Βυζάντιο από τις δυτικές του κτήσεις και αποδυναμώνει για μια περίοδο τον ρόλο που η Μακεδονία, και ιδιαίτερα το ζωτικό της κέντρο, η Θεσσαλονίκη, είχε επωμισθεί στην αυτοκρατορική άμυνα. Αυτό, ώσπου η αναζωογόνηση των βυζαντινών δυνάμεων να προσδώσει στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να αναλάβει το βαθύτατο εκπολιτιστικό έργο του εκβυζαντινισμού των Σλάβων που είχαν εισδύσει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο εκβυζαντινισμός αυτός οφείλεται κυρίως στον Μιχαήλ Γ, αλλά για λόγους οικογενειακής ματαιοδοξίας ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του θέλει το έργο αυτό να είναι του πατέρα του, του Βασιλείου Α’ Μακεδόνα. Οπωσδήποτε το εκπολιτιστικό αυτό έργο επιτεύχθηκε με την ένταξη των Σκλαβήνων στη Θεματική βυζαντινή διοίκηση, με τον εξελληνισμό τους [την υιοθέτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας], και πάνω απ’ όλα με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των εκτός Βυζαντίου, χάρη στο αποστολικό έργο των Μακεδόνων ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους. Στην ειρήνη που επικρατεί μετά τον εκβυζαντινισμό των εντός της αυτοκρατορίας Σκλαβήνων και χάρη στην επέκταση της βυζαντινής επιρροής προς τους εκτός της αυτοκρατορίας σλαβικούς πληθυσμούς [αποτέλεσμα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων κατά τα 863/4 και του ευαγγελισμού των Μοράβων και των Ρώσων αυτής της εποχής, μολονότι οι Ρώσοι τοποθετούν για λόγους εθνικοπολιτικούς έναν αιώνα αργότερα τον εκχριστιανισμό τους], αλλά και χάρη στην εδραίωση της βυζαντινής εξουσίας στην Κάτω Ιταλία, η Μακεδονία και ιδιαίτερα η πρωτεύουσα πόλη της γίνονται από τα τέλη κιόλας του 9ου αιώνα κεντρικός πυρήνας του Βυζαντίου. Η Εγνατία οδός, που οι σλαβικές επιδρομές είχαν οδηγήσει σε μερική εγκατάλειψη, ξαναβρίσκει τον ρυθμό διεθνούς αρτηρίας. Η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται γρήγορα σε μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, διεθνής εμπορική αγορά, πραγματικό σταυροδρόμι οδικού δικτύου που ενώνει την Κωνσταντινούπολη με την Ιταλία, χάρη στην Εγνατία οδό, αλλά και του δρόμου που από τα παράλια του βόρειου Αιγαίου οδηγεί στις χώρες του Δούναβη και στην Κεντρική Ευρώπη. Ο διαβαλκανικός αυτός δρόμος από το Αιγαίο προς τον Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη είναι γνωστός από ένα σπανιότατο γεωγραφικό κείμενο που διέσωσε χάρη στην αρχαιομανία του ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν». Το κεφάλαιο 42 του De Administrando Imperio μας παραδίδει ακριβώς το οκταήμερο δρομολόγιο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου, αλλά και τους διά του Δούναβη σταθμούς του ταξιδιού, όχι μόνο προς τον βορρά και την Ευρώπη, αλλά προς τη Ρωσία και προς τις χώρες του Εύξεινου Πόντου [την Κριμαία] και τον Καυκάσου. Στον οριζόντιο δρόμο της Εγνατίας προστίθεται έτσι η κάθετη διαβαλκανική αρτηρία με προέκταση στις παρευξείνιες χώρες. Στη συνάντηση τους βρίσκεται η Θεσσαλονίκη· στο λιμάνι της συγκλίνουν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι που από την αιγαιακή Μικρά Ασία και τα λιμάνια της Ανατολής, βυζαντινής είτε αραβικής, οδηγούν στα Βαλκάνια και στην Ιταλία. Συναπάντημα των δρόμων που συνδέουν το Βυζάντιο με την Ιταλία και την κεντρική και δυτική Ευρώπη με τις σλαβικές χώρες, μη εξαιρουμένης της Ρωσίας, αλλά και με τον ανατολικό αραβικό κόσμο, η Θεσσαλονίκη γίνεται γρήγορα κέντρο που συναγωνίζεται σε κίνηση την ίδια την Κωνσταντινούπολη".
Οι σλαβικές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης, έγιναν από τις αρχές του 6ου αιώνα έως περίπου το 676-677, οπότε υπολογίζεται ότι οι Σερμησιάνοι με επικεφαλής τον Κούβερ, πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου κατά τον 7ο αιώνα, ήταν απασχολημένοι με τους πολέμους στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας (Πέρσες, Άραβες). Φαίνεται ότι η πρώτη οργανωμένη από την Κωνσταντινούπολη εκστρατεία εναντίον των Σλάβων, έγινε από τον Κωνσταντίνο Δ΄, γύρω στο 678. Λίγο πριν, οι Σλάβοι επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η εκστρατεία αυτή, έχει μεγάλη συμβολή στην καθυπόταξη των Σλάβων, όπως και εκείνη του Ιουστινιανού Β΄ του "ρινότμητου", που έγινε το 688.
Ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν γνωστός ως Ρινότμητος και περιθώρια αμφιβολίας για το παρατσούκλι δεν χωρούν. Ο σκληρός αυτοκράτορας ανέβηκε στον θρόνο σε τρυφερή ηλικία 17 ετών, ανατράπηκε το 695 σε άλλο ένα από τα περιβόητα βυζαντινά πραξικοπήματα και τη θέση του πήρε ο αξιωματικός Λεόντιος. Ο οποίος ήταν καρδιακός φίλος του πατέρα του, Κωνσταντίνου Δ, γι αυτό και του χάρισε τη ζωή. Του κόβει όμως τη μύτη για να μην μπορεί να διεκδικήσει ξανά το στέμμα και τον στέλνει στην εξορία. Ο πολυμήχανος Ιουστινιανός Β δεν είχε πει βέβαια την τελευταία του λέξη και συμμαχώντας με Χαζάρους και Βούλγαρους ανακατέλαβε τον θρόνο από τον Τιβέριο, που είχε προλάβει στο μεταξύ να ανατρέψει τον Λεόντιο. Ο Ιουστινιανός, που φορούσε τώρα χρυσή μύτη, έκοψε μύτες και αυτιά και σκότωσε όποιον τον είχε προδώσει, πέφτοντας τελικά κι αυτός θύμα του Φιλιππικού Βαρδάνη, που σκοτώνει τον Ρινότμητο και τον γιο του Τιβέριο και ξεκληρίζει τον οίκο του Ηρακλείου. Με το πέρασμα του βυζαντινού χρόνου, καθιερώθηκε προοδευτικά η συνήθεια να ανακηρύσσεται διάδοχος του θρόνου εκείνος ο γιος του αυτοκράτορα που είχε γεννηθεί πρώτος στην Πορφύρα, την παλατιανή αίθουσα οι τοίχοι της οποίας ήταν ντυμένοι με πορφυρό μεταξωτό ύφασμα. Το εθιμοτυπικό αυτό γεννούσε φυσικά πολλές αντιζηλίες ανάμεσα στον πορφυρογέννητο διάδοχο και τα άλλα αδέλφια του, τα οποία ήταν συχνά μεγαλύτερα, γεννημένα πριν ο πατέρας τους ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ή ακόμα και ετεροθαλή. Κι έτσι πάμπολλες φορές ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου τέλειωνε τη ζωή του στη φυλακή, αφού προηγουμένως είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια που περιλάμβαναν την τύφλωση, το κόψιμο της γλώσσας και της μύτης ή και άλλα σαφώς χειρότερα. Ο Μιχαήλ Ψελλός έγραφε εξάλλου πως η αυτοκρατορική ηγεμονία γινόταν «φόνοις και αίμασιν».
Οι πρώτες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της αρχαίας Ρώμης αποκαλύπτουν, έως ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.χ. την επίδραση της πιο εξελιγμένης ετρουσκικής τέχνης. Όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά μνημεία, πολιτικά και θρησκευτικά, παρουσιάζουν τυπικά ετρουσκικά χαρακτηριστικά τόσο στο δομικό τους σχέδιο, όσο και στην τεχνική της κατασκευής τους, αλλά και έργα όπως η «Προσωπογραφία του Βρούτου» και η «Λύκαινα του Καπιτωλίου» θεωρούνται κατασκευάσματα εργαστηρίων Ετρούσκων τεχνιτών, όπως η περίφημη χοροπλαστική σχολή των Βηίων, στην οποία ανήκε ο τεχνίτης Βούλκας, που διακόσμησε στα τέλη του 6ου π.χ. αιώνα, το Καπιτώλιο. Στην ετρουσκική επίσης επίδραση πρέπει ίσως να αποδοθεί η αρχή των λεγόμενων «θριαμβευτικών ζωγραφικών έργων», των οποίων έχουμε τα πρώτα δείγματα από τον 3ο π.χ. αιώνα και τα οποία αποτελούν τα αρχαιότερα γνωστά μέχρι στιγμής δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής. Από τον 3ο π.χ. αιώνα η Ρώμη κατά τη διάρκεια της επεκτάσεώς της στην ιταλική χερσόνησο, δημιούργησε τις πρώτες σχέσεις με τον πολιτισμό της Μεγάλης Ελλάδος, που θα αντικαταστήσει βαθμιαία την ετρουσκική επίδραση και θα ασκήσει βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ρωμαϊκής τέχνης. Εκατοντάδες έργα της ελληνικής τέχνης, γλυπτά και ζωγραφικά, αρπάχθηκαν από τις ελληνικές πόλεις της νοτίου Ιταλίας που έπεσαν στην κυριαρχία της Ρώμης. Για την ικανοποίηση των αισθητικών αναγκών και της μανίας επιδείξεως ενός κοινού, που αποδεχόταν όλο και περισσότερο τον ελληνικό πολιτισμό, δεν αρκούσαν πια τα πρωτότυπα έργα τέχνης που μεταφέρονταν στην πόλη. Έτσι απέκτησε μεγάλη αξία η τέχνη του αντιγραφέα, που αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε επίσημα. Στην παραγωγή των ανώνυμων αυτών αντιγραφέων βρίσκονται οι πρώτες εκδηλώσεις εκείνου που θα είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό όλης της ρωμαϊκής τέχνης. Ο εκλεκτισμός, η τάση δηλαδή της συγκεντρώσεως στο ίδιο έργο μορφικών στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, της ετρουσκικής, της ελληνικής και της ιταλικής. ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Για τετρακόσια χρόνια (από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.), η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ ως τον Καύκασο και από τη Βρετανία ως την Αίγυπτο, συνδέεται άμεσα με την ακμή της Ρώμης, που γίνεται σιγά σιγά ισχυρή αυτοκρατορία. Η Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία ενοποίησε τη λεκάνη της Μεσογείου και τη συνέδεσε με τη βόρεια Ευρώπη. Μέσα σε αυτή την αυτοκρατορία οι άνθρωποι μιλούσαν ή καταλάβαιναν δύο κυρίως γλώσσες: τη λατινική, κυρίως στο δυτικό τμήμα, και την ελληνική, κυρίως στο ανατολικό. Ο ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου, που και αυτός ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επηρέασε τους Ρωμαίους αλλά και επηρεάστηκε από αυτούς. Στους Ρωμαίους χρωστάμε ένα κρατικό μοντέλο με ιεραρχημένη διοικητική δομή, αλλά και νομικές έννοιες και κανόνες δικαίου, αρκετοί από τους οποίους ισχύουν και σήμερα. Το πολίτευμα της Ρώμης ήταν στην αρχή βασιλεία. Ο βασιλιάς είχε όλες τις εξουσίες (πολιτικές, θρησκευτικές, δικαστικές και στρατιωτικές). Οι Ρωμαίοι πολίτες την εποχή αυτήν χωρίζονταν σε δύο τάξεις: τους πατρικίους και τους πληβείους. Οι πατρίκιοι ήταν οι αριστοκράτες, ενώ οι πληβείοι, που ήταν και οι περισσότεροι, ήταν η κατώτερη τάξη. Οι πληβείοι δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους πατρικίους. Για παράδειγμα, ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. απαγορευόταν να γίνονται γάμοι ανάμεσα σε μέλη των δύο τάξεων. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Ρωμαίοι έδιωξαν τον Ετρούσκο βασιλιά Ταρκύνιο το 509 π.Χ. Η βασιλεία καταργήθηκε και το πολίτευμα ονομάστηκε res publica, δηλαδή «κοινό πράγμα», «υπόθεση των πολιτών», όρος που μεταφέρθηκε στα ελληνικά με τη λέξη «δημοκρατία». Η ρωμαϊκή δημοκρατία όμως ήταν διαφορετική από τη δημοκρατία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις-κράτη του ελληνικού κόσμου: στην πόλη-κράτος της Ρώμης υπήρχαν πολλές συνελεύσεις πολιτών, με διαφορετικά καθήκοντα. Οι συνελεύσεις αυτές, όπου τον πρώτο λόγο είχαν στην αρχή κυρίως οι πατρίκιοι, ψήφιζαν τους νόμους και εξέλεγαν τους άρχοντες.
Αρχικά, τη Ρώμη κυβέρνησαν βασιλείς, τους οποίους εξέλεξαν με τη σειρά καθεμία από τις μεγαλύτερες φυλές της Ρώμης. Η φύση της εξουσίας του βασιλιά δεν μας είναι γνωστή. Πιθανώς να κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία, ή ίσως να αποτελούσε το κυριότερο εκτελεστικό όργανο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα η εξουσία του (Imperium) θα πρέπει να ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήταν επίσης επικεφαλής του ρωμαϊκού ιερατείου. Εκτός από το βασιλιά πολιτική δύναμη κατείχαν τρεις βουλές: η Σύγκλητος, που αποτελούσε το συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, η Comitia Curiata, που ενέκρινε και νομιμοποιούσε τους νόμους που πρότεινε ο βασιλιάς και η Comitia Calata, μια συνέλευση της κολλεγίας των ιερέων που συγκαλούταν για να παραστεί μάρτυρας σε συγκεκριμένα γεγονότα, να ακούσει τις επίσημες διακηρύξεις και να διακηρύξει το εορτολόγιο του επόμενου μήνα. Οι ταξικοί πόλεμοι της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση ενός ασυνήθιστου μείγματος δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Η σύγχρονη αγγλική λέξη «republic» (που σημαίνει «δημοκρατία» και συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε πολλές σύγχρονες γλώσσες) προέρχεται από τη λατινική φράση «res publica» που μεταφράζεται ως «πολιτικό πράγμα». Η παράδοση όριζε πως οι νόμοι μπορούσαν μόνο να περαστούν αν τους ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση (Comitia Tributa, που σημαίνει «Φυλετική Εκκλησία»). Ομοίως, οι υποψήφιοι για τα δημόσια αξιώματα έπρεπε να κάνουν εκλογικό αγώνα μπροστά στους πολίτες. Ωστόσο, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ήταν ένας ολιγαρχικός θεσμός. Στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Σύγκλητος απέκτησε μεγάλη εξουσία (auctoritas), αλλά δεν είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Παρέμενε συμβουλευτικό σώμα. Εντούτοις, καθώς οι συγκλητικοί ήταν άτομα με μεγάλη επιρροή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει κανείς κάτι χωρίς την υποστήριξή τους. Τα νέα μέλη του σώματος αυτού εκλέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πατρικίους από τους τιμητές, οι οποίοι είχαν επίσης τη δύναμη να απομακρύνουν κάποιον από το αξίωμα αυτό αν έκριναν πως ήταν «ηθικά διεφθαρμένος», για παράδειγμα αν κρινόταν ένοχος δωροδοκίας ή, όπως συνέβη με τον Κάτονα τον Πρεσβύτερο, αν αγκάλιαζε δημοσίως τη σύζυγο κάποιου άλλου. Αργότερα, μετά από τα νέα μέτρα που πέρασε ο δικτάτωρ Σύλλας, οι κυαίστορες εντάσσονταν αυτομάτως στη Σύγκλητο. Ωστόσο, τα μέτρα του αυτά δεν επιβίωσαν για πολύ. Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (περ. 138–78 π.Χ.), δικτάτωρ της Ρώμης, ο οποίος προώθησε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να ενισχύσει την αριστοκρατία. Η Δημοκρατία δεν είχε κάποιο οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα, ενώ η συλλογή φόρων ανατίθετο σε ιδιώτες. Οι κυβερνητικές θέσεις όπως του κυαίστορα ή του αγορανόμου χρηματοδοτούνταν από την προσωπική περιουσία του εκάστοτε ατόμου. Προκειμένου να μην είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος υπερβολικά πολύ δύναμη, οι νέοι αξιωματούχοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και μοιράζονταν την εξουσία με κάποιο συνεργάτη. Για παράδειγμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, την ανώτερη εξουσία κατείχαν δύο ύπατοι. Σε περιόδους κρίσης μπορούσε να ανακηρυχθεί κάποιος προσωρινά δικτάτωρ. Κατά τη διάρκεια των ετών της δημοκρατίας το σύστημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλές φορές έτσι ώστε να συνάδει με την εκάστοτε πραγματικότητα. Τελικά, αποδείχτηκε ανεπαρκές για τη διακυβέρνηση της ολοένα και επεκτεινόμενης ρωμαϊκής επικράτειας, βοηθώντας στην εγκαθίδρυση της νέας μορφής διακυβέρνησης, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια υπήρχε η προσπάθεια να διατηρηθεί ζωντανή η εντύπωση πως η δημοκρατία ήταν ζωντανή. Ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν απλά ως «ο πρώτος των πολιτών» (princeps), ενώ η Σύγκλητος απέκτησε νομοθετικές αρμοδιότητες, καθώς και όλες τις άλλες δικαιοδοσίες των διάφορων εκκλησιών. Ωστόσο οι αυτοκράτορες άρχισαν να κυβερνούν όλο και περισσότερο ως απόλυτοι μονάρχες, με το ρόλο της Συγκλήτου να περιορίζεται σε αυτόν του συμβουλευτικού σώματος. Η Αυτοκρατορία δεν κληρονόμησε γραφειοκρατικό σύστημα από τη Δημοκρατία, καθώς μοναδική μόνιμη κρατική δομή ήταν η Σύγκλητος. Ο Αυτοκράτορας μπορούσε να επιλέγει τους βοηθούς και τους συμβούλους του, αλλά το κράτος δε διέθετε διάφορους σημαντικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την κατάρτιση ενιαίου κεντρικού προϋπολογισμού. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό αποτέλεσε αίτιο της παρακμής της Αυτοκρατορίας.
Οι αδελφοί Γράκχοι, ρωμαίοι πολιτικοί, ήταν γιοι του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου (περίπου 220-150 π.X.), ο οποίος είχε χρηματίσει πραίτωρ και ύπατος, και της Κορνηλίας, κόρης του Σκιπίωνος του Αφρικανού του πρεσβύτερου, νικητή του Αννίβα. Οταν πέθανε ο σύζυγός της, η Κορνηλία ήταν ακόμη νέα αλλά δεν θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Απέρριψε ακόμη και την πρόταση του Πτολεμαίου Δ' της Αιγύπτου και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της - είχε και μία κόρη - τα οποία είχαν επιζήσει από τα δώδεκα που είχε φέρει στον κόσμο. Εχει καταστεί παροιμιώδης η απάντηση που έδωσε η Κορνηλία σε κάποια πλούσια πατρικία η οποία καμάρωνε για τα κοσμήματά της. «Τα δικά μου κοσμήματα» της είπε «είναι τα παιδιά μου». Οι δύο γιοι της, ο Τιβέριος και ο Γάιος, έχοντας μεγαλώσει σε αριστοκρατικό αλλά φιλελεύθερο περιβάλλον και έχοντας λάβει μόρφωση από τους καλύτερους δασκάλους, ασχολήθηκαν από πολύ ενωρίς με τα κοινά. Με τη διαφορά ότι οι αδελφοί Γράκχοι δεν υπερασπίστηκαν την τάξη των πατρικίων, στην οποία ανήκαν, αλλά την τάξη των φτωχών, των πληβείων.
Μετά από έναν αιώνα νικηφόρων πολέμων - με τελευταίον τον Γ' Καρχηδονιακό - η ισχύς και ο πλούτος της Ρώμης αυξήθηκαν, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί και η οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Αντίθετα, η αύξηση του ager publicus, της δημόσιας κτηματικής περιουσίας, διηύρυνε την ψαλίδα ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες και στους μικροκαλλιεργητές. Οι συγκλητικοί, η αφρόκρεμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης που κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, μοιράζονταν μεταξύ τους τις μεγάλες εκτάσεις του Δημοσίου με τη δικαιολογία ότι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν δούλους για τις καλλιέργειες προϊόντων που τροφοδοτούσαν τις αγορές. Επιπλέον οι μικροκτηματίες, που επί έναν αιώνα είχαν επανδρώσει τον ρωμαϊκό στρατό, φεύγοντας για τον πόλεμο άφηναν τα χωράφια τους στο έλεος του πλούσιου γείτονα ο οποίος στην αρχή δάνειζε την ακέφαλη οικογένεια και μετά έπαιρνε το κτήμα αφού τα χρέη δεν μπορούσαν να εξοφληθούν. Ετσι, όσοι στρατιώτες γύριζαν στην πατρίδα δεν έβρισκαν ούτε κτήμα ούτε καν σπίτι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν ολόκληρες στρατιές ακτημόνων πλέον αγροτών που πολιορκούσαν τη Ρώμη. Οταν λοιπόν ο μεγαλύτερος γιος της Κορνηλίας, ο Τιβέριος, εξελέγη το 134 π.X. δήμαρχος (tribunus plebis), δηλαδή εκπρόσωπος των πληβείων, πρώτος στόχος του ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση. Ο Τιβέριος θέλησε να βελτιώσει τους υπάρχοντες αγροτικούς νόμους - οι οποίοι είχαν και αυτοί περιπέσει σε αχρησία. H πρότασή του ήταν να μην μπορούν οι κάτοχοι μεγάλων κτημάτων (latifundia) να πάρουν από τη δημόσια αγροτική περιουσία περισσότερα από 1.000 jugera (jugerum, ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης επιφανείας ίση προς 2.524 τ.μ.), το δε υπόλοιπο της δημόσιας κτηματικής περιουσίας να μοιραζόταν ανά 30 jugera σε φτωχές οικογένειες αγροτών με το δικαίωμα να τα κληροδοτούν στους απογόνους τους, όχι όμως και να τα πουλάνε. Με τον τρόπο αυτόν ο Τιβέριος απέκλειε τη δυνατότητα να εκβιάζονται οι μικροκτηματίες και να πουλάνε την περιουσία τους στους μεγαλοκτηματίες. Για την επίβλεψη της εφαρμογής του νόμου ο Τιβέριος πρότεινε τη σύσταση τριμελούς επιτροπής με μονοετή θητεία η οποία θα εκλεγόταν από λαϊκή συνέλευση. Οπως ήταν αναμενόμενο, η Σύγκλητος αντέδρασε αρνητικά στην αγροτική μεταρρύθμιση του Τιβέριου και έπεισε έναν άλλον δήμαρχο, τον Οκτάβιο, να κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας κατά την ψήφιση του νόμου. Τότε ο Τιβέριος βρήκε τρόπο ώστε ο Οκτάβιος να εκπέσει του αξιώματός του, οπότε αυτός μπόρεσε να περάσει τον νόμο του (Lex Sempronia Ι). Παρά τη νίκη του ο Τιβέριος κατηγορήθηκε για αυθαιρεσία επειδή, μολονότι υπήρχε η νομική διαδικασία, κανένας δήμαρχος ως τότε δεν είχε την τύχη του Οκτάβιου. Το μένος των πατρικίων εναντίον του ξέσπασε όταν, με συμμάχους τον αδελφό του Γάιο και τον πεθερό του Αππιο Κλαύδιο, ο Τιβέριος ζήτησε να παραχωρηθεί στους φτωχούς αγρότες το κληροδότημα που είχε αφήσει στον λαό της Ρώμης ο Ατταλος Γ' ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα εργαλεία για να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί. H αντίδραση στην πρόταση του Τιβέριου ήταν τόσο βίαιη που έφθασε ως τη δολοφονία του. H Σύγκλητος κατηγόρησε τον Τιβέριο ότι ήθελε να επιβάλει τυραννίδα και κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής συνέλευσης όπου θα μιλούσε (ο Τιβέριος) οι ενοχλημένοι από τις φιλολαϊκές προτάσεις του συγκλητικοί έστειλαν εναντίον του ένα δήθεν εξαγριωμένο πλήθος πολιτών. Ο Τιβέριος δολοφονήθηκε μαζί με άλλους τριακόσιους οπαδούς του και τα πτώματά τους ρίχθηκαν στον Τίβερη. Μετά τη δολοφονία του Τιβέριου το 133 π.X. ο Γάιος Σεμπρώνιος, λαμπρός ρήτορας και με εξαίρετη μόρφωση και αυτός, παρά τα 21 του χρόνια μπήκε στον πολιτικό στίβο για να συνεχίσει το έργο του αδελφού του. Ως μέλος της τριμελούς επιτροπής για την εφαρμογή του νόμου του Τιβέριου ο Γάιος στάλθηκε ως επιθεωρητής στη Σαρδηνία. Ο στόχος του όμως ήταν να εκλεγεί δήμαρχος. Τον Δεκέμβριο του 124 π.X. ο Γάιος Γράκχος εξελέγη δήμαρχος και αμέσως έδωσε δείγματα των πολιτικών του ικανοτήτων. Οι σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις του Γάιου Γράκχου ήταν τρεις: Ο Αγροτικός Νόμος (Lex Sempronia ΙΙ), με τον οποίο βελτίωσε τον νόμο του αδελφού του εντάσσοντας σε αυτόν και δημόσια έργα, κυρίως δρόμους. Ο Νόμος των Σιτηρών (Lex Frumentaria), με τον οποίο οι πληβείοι μπορούσαν να προμηθεύονται σιτάρι από τις δημόσιες αποθήκες στο μισό της τιμής του εμπορίου. Ο Δικαστικός Νόμος (Lex Judiciaria), με τον οποίο ο Γάιος αφαίρεσε από τους συγκλητικούς τη δικαστική εξουσία και την έδωσε στους Ιππείς (Equites), τμήμα της τάξης των πατρικίων που δεν ασκούσε την πολιτική από προσωπική επιλογή, άρα παρείχε κάποια εγγύηση αμεροληψίας. Με αυτούς τους νόμους η ισχύς του Γάιου Γράκχου αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Σύγκλητος έμοιαζε εντελώς αποδυναμωμένη. Ο Γάιος ήταν ο εκλεκτός του λαού και γι' αυτό κανένας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος και τον επόμενο χρόνο.
Στη νέα του θητεία ο Γάιος εφήρμοσε δύο ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις: έναν νόμο ο οποίος ρύθμιζε διοικητικά τις νέες αποικίες και έναν άλλον με τον οποίο πρότεινε να αναγνωριστούν ως ρωμαίοι πολίτες όλα τα λατινικά φύλα της ιταλικής χερσονήσου. Ο δεύτερος νόμος δεν βρήκε καθόλου σύμφωνους τους ρωμαίους πληβείους, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τα δικά τους προνόμια. Ετσι, όταν τον Δεκέμβριο του 122 π.X. έληξε η θητεία του, ο Γάιος απέτυχε να εκλεγεί για τρίτη φορά δήμαρχος. H Σύγκλητος αποφάσισε να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Αφορμή ήταν η αποικία της Καρχηδόνας, την οποία ο Γάιος ήθελε να βοηθήσει να ορθοποδήσει μετά την καταστροφή που είχε υποστεί κατά τον Γ' Καρχηδονιακό πόλεμο. Οι συγκλητικοί φανάτισαν το πλήθος εναντίον αυτού του σχεδίου λέγοντας ότι οι θεοί ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ιδέα. Στις αρχές του 121 π.X. ο Γάιος οργάνωσε διαδήλωση υπέρ της αποικίας και ένας οπαδός του σκότωσε κάποιον της φρουράς του φιλοσυγκλητικού δημάρχου Λεύκιου Οπίμιου επειδή είχε ξεστομίσει βρισιές εναντίον των πληβείων. Ο Γάιος κλήθηκε στη Σύγκλητο να λογοδοτήσει για το συμβάν αλλά αυτός προτίμησε να καταλάβει με τους οπαδούς του τον Αβεντίνο λόφο, παραδοσιακό άσυλο των πληβείων. Μολονότι οι πληβείοι πρότειναν να προσπαθήσουν να λύσουν τη διαφορά ειρηνικά, ο Οπίμιος επιτέθηκε εναντίον του Αβεντίνου. Ο Γάιος τραυματίστηκε στο πόδι και ικέτευσε έναν δούλο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Το κεφάλι του Γάιου ρίχθηκε στον Τίβερη και τις επόμενες ημέρες σφαγιάστηκαν γύρω στις 3.000 οπαδοί του. Με τον θάνατο και του δεύτερου Γράκχου και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν τελείωσαν και οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. H αγροτική μεταρρύθμιση έληξε και τυπικά το 119 π.X. με τη διάλυση της τριμελούς επιτροπής. H Σύγκλητος είχε νικήσει τους πληβείους και ξανάγινε παντοδύναμη.
Ο 1ος π.χ. αιώνας, κυρίως με την ώθηση που έδωσε η δικτατορία του Σύλλα, σημειώνει την πρώτη φάση της ρωμαϊκής τέχνης. Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει εξαιρετική άνθηση, αποσπάται οριστικά από την ετρουσκική παράδοση και συνθέτοντας στοιχεία, μορφές και κριτήρια ρυθμού ελληνιστικής εμπνεύσεως, αρχίζει μια διαδικασία αυτόνομης αναπτύξεως, που θα παρουσιάσει τα σημαντικότερα έργα της κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο αυτή μεγάλη διάδοση και σημασία απέκτησε στη Ρώμη η τοιχογραφία, που αναπαρήγαγε τα εικονογραφικά σχέδια των μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών, επαναλαμβάνοντας συχνά, με σημαντικές τεχνικές τελειοποιήσεις αλλά χωρίς πρωτοτυπία, τα θέματα εμπνεύσεως που επικρατούσαν στη μυθολογία. Αλλά ο μεγάλος νεοτερισμός του 1ου αιώνα, ήταν στη γλυπτική, η προσωπογραφία με βεριστική διάθεση, που με την λεπτολόγο αναπαράσταση των λεπτομερειών, έφτασε σε εκφράσεις εντυπωσιακής ψυχολογικής αλήθειας. Πλάι σε αυτή εξακολούθησε να υπάρχει μια προσωπογραφία στενά συνδεδεμένη με την ελληνιστική πνευματοκρατία, που εκφραζόταν με πιο γαλήνιες και αφηρημένες μορφές. Μια σημαντική μαρτυρία της ρωμαϊκής προσωπογραφίας προσφέρεται και από τα νομίσματα, όπου ο ύπατος που τα έκοβε τοποθετούσε τη μορφή ενός προγόνου του, γιατί η ρωμαϊκή νομοθεσία απαγόρευε την αναπαράσταση της μορφής εκείνου που έκοβε το νόμισμα. Επί Αυγούστου η ρωμαϊκή τέχνη έφτασε σε άγνωστη ως τότε λαμπρότητα και λεπτότητα, αν και πάντα διατηρούσε ένα χαρακτήρα ακαμψίας και ψυχρής αυστηρότητας που συμβιβαζόταν με την ψυχολογία του αυτοκράτορα και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος της Ρώμης. Τυπικό δείγμα των καλλιτεχνικών προτιμήσεων της εποχής του Αυγούστου είναι η Ara Pacis, όπου συνυπάρχουν, χωρίς να φτάνουν σε αρμονικό συνδυασμό τοπικά στοιχεία και ελληνιστικές επιδράσεις. Η γλυπτική παρουσιάζει την πλήρη πια αφομοίωση των κανόνων των ελληνικών ρυθμών της τέχνης, κυρίως στην σειρά των προσωπογραφιών του Αυγούστου, όπου ακαδημαϊκά σχέδια με κλασικίζουσα έμπνευση συνδυάζονται με οξύτατη βεριστική ευαισθησία. Η ζωγραφική της εποχής του Αυγούστου εξακολουθούσε να εξελίσσεται υπό την επιβολή του ελληνιστικού πολιτισμού, με την εξαφάνιση των πρώτων ζωγράφων, όπως ο Λούδιος ή ο ανώνυμος διακοσμητής της έπαυλης Λίβια στην Πρίμα Πόρτα. Η ελληνιστική επίδραση είναι εξάλλου ολοφάνερη στη διακόσμηση της κατοικίας της Φαρνεζίνας και στις ζωγραφιές της έπαυλης των Μυστηρίων στην Πομπηία. Απέναντι σε αυτές τις πιο αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις, η παρουσία κυρίως στις επαρχίες, λαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων, συχνά με πιο πρακτικούς σκοπούς, παρήγαν επιτάφια γλυπτά ή ζωγραφικές, επιγραφές καταστημάτων κ.α. Το λαϊκό αυτό ρεύμα, που την εποχή του Αυγούστου είναι ενδιαφέρον κυρίως ως πιστή μαρτυρία του ντυσίματος, θα κυριαρχήσει μετά την κρίση του 3ου μ.χ. αιώνα ως έκφραση της ανόδου στην εξουσία μιας νέας κοινωνικής τάξεως. Κατά την περίοδο που εκτείνεται από τον Αύγουστο ως τους Φλαβίους, στη Ρώμη επικράτησε, κυρίως στην αρχιτεκτονική, η αγάπη προς τα επιβλητικά οικοδομήματα με σκηνογραφικές τάσεις, που διακρίνεται ήδη στο θέατρο του Μαρκέλλου που αποπερατώθηκε το 11 π.χ. Κατά την περίοδο αυτή κτίστηκαν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αναθηματικά μνημεία της Ρώμης, αψίδες και ιστορημένες στήλες, καθώς και αμφιθέατρα όπως εκείνο της Βερόνας και του Φλαβίου (Κολοσσαίο) στη Ρώμη. Νέες τεχνικές επέτρεπαν τώρα την κατασκευή περισσότερο περίπλοκων αρχιτεκτονικών κτισμάτων, όπως ο ημισφαιρικός τρούλος (Πάνθεον) και η σταυροειδής στοά (Κολοσσαίο). Η γλυπτική άρχισε να χειραφετείται από την ελληνική επίδραση και να αποκτά σχεδόν πλήρη αυτονομία στα ανάγλυφα της Αψίδας του Τίτου και σε εκείνα που βρέθηκαν κάτω από το μέγαρο της Καγκελαρίας, όπου τα πρόσωπα συνδυάζονται με νέα προοπτική διάσταση που δίνουν την εντύπωση του χώρου. Στην εποχή αυτή ανάγονται τα σημαντικότερα δείγματα όλης της ρωμαϊκής ζωγραφικής, οι τοιχογραφίες του λεγόμενου Δ? ρυθμού που διασώθηκαν στις οικίες της Πομπηίας. Επί Τραϊανού, η ρωμαϊκή τέχνη απέκτησε ένα χαρακτήρα σοβαρού και αυστηρού κλασικισμού. Αυτό φαίνεται τόσο στις αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις της Αγοράς όσο και στα ανάγλυφα της Τραϊανής Στήλης, στα τελευταία από τα οποία η ρωμαϊκή γλυπτική αποκτά καλλιτεχνική συνείδηση άγνωστη ως τότε. Στα 200 μέτρα όπου αναπτύσσεται η εξιστόρηση, ο άγνωστος καλλιτέχνης κατόρθωσε να αναπαραστήσει τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εκστρατείας εναντίον των Δάκων με εξαιρετική εκφραστική δύναμη και ψυχολογική διείσδυση, απόλυτα σύμφωνη με την ανανεωμένη πνευματικότητα της εποχής. Με τον Αδριανό, επιβάλλεται πάλι στη Ρώμη η ελληνιστική τεχνοτροπία, διαποτισμένη πια με έντονη μελαγχολία, εκλεπτυσμένη και τέλεια αλλά εξαντλημένη. Από τα μνημεία που αξίζει να αναφερθούν είναι η Αδριανή έπαυλη κοντά στο Τίβολι, ο ναός της Αφροδίτης στη Ρώμη, κοντά στη Ρωμαϊκή Αγορά και το Πάνθεον που ανοικοδομήθηκε οριστικά έπειτα από πυρκαγιές και αναστηλώσεις. Η γλυπτική που ασκήθηκε ειδικά στην αναπαράσταση του Αντίνοου, μαρτυρεί την επιστροφή στους φειδιακούς τρόπους. Ρωμαλεότερος κλασικισμός διακρίνεται στην καλλιτεχνική παραγωγή, κυρίως στην γλυπτική, της εποχής των Αντωνίνων. Δεν είχε περάσει ούτε ένας αιώνας από τότε που είχε στηθεί η Τραϊανή Στήλη, ενώ η Αντωνινιανή Στήλη που στάθηκε προς τιμή του Μάρκου Αυρηλίου, δείχνει πόσο είχε αλλάξει η καλλιτεχνική αντίληψη. Τα θέματα είναι τα ίδια, αλλά το ανάγλυφο είναι περισσότερο πλαστικό και σταθερό και η οργανική απάθεια των μορφών διαλύεται σε εκφραστικές παραμορφώσεις. Την εποχή του Κόμοδου η ρωμαϊκή τέχνη σημειώνει ένα σημαντικό σταθμό της επίπονης εξελίξεώς της φτάνοντας στην πλήρη κυριαρχία των εκφραστικών μέσων της. Στα ανάγλυφα που ενσωματώθηκαν στην Αψίδα του Κωνσταντίνου και αποθανατίζουν επεισόδια της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, η νέα αντίληψη του χώρου που είχε εκδηλωθεί την εποχή των Φλαβίων, επιβλήθηκε απόλυτα ενισχυμένη από έντονα ζωγραφική αντίληψη, με την οποία τα πρόσωπα φαίνονται να ξεπηδούν έξω από τον φόντο. Η εποχή του Σεπτιμίου δίνει καθαρή την εικόνα των συνδυασμών των ρυθμών που είχαν γίνει στον ρωμαϊκό κόσμο, αντιπαραβάλλοντας το δυτικό ρεαλιστικό όραμα, που υπάρχει στα ανάγλυφα των δύο αψίδων που στήθηκαν στη Ρώμη, η μία στην Αγορά και η άλλη των Argentarii στο Βελάμπρο, με τον κλασικίζοντα ιδεαλισμό των ανάγλυφων που βρέθηκαν στη Λέπτις Μάγκνα. Την περίοδο αυτή οικοδομήθηκαν στις αφρικανικές επαρχίες πολλά κτίρια, από τα οποία ξεχωρίζει η βασιλική της Λέπτις Μάγκνα, που προαγγέλλει τη χριστιανική βασιλική. Από τον σχεδόν μπαρόκ εξπρεσιονισμό της εποχής των Σεβήρων έχουμε μαρτυρίες σε ανάγλυφα και σαρκοφάγους που ποικίλλουν από τις συμβολικές αναπαραστάσεις των ερωτικών παιχνιδιών ως τις ρεαλιστικές των αρματοδρομιών στον ιππόδρομο. Κατά τα πενήντα χρόνια που μεσολαβούν από τους Σεβήρους ως τον Διοκλητιανό, η ρωμαϊκή τέχνη υπέστη ταραχώδη εξέλιξη, επηρεασμένη από την ταραγμένη πολιτική ζωή και από τις αντιτιθέμενες προτιμήσεις των αυτοκρατόρων, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στην εξουσία και φιλοδοξούσαν να θέσουν τους κανόνες των κατευθύνσεων της τέχνης. Έτσι, ενώ με τον Μαξιμίνο τον Θράκα, τον Φίλιππο τον Άραβα και τον Τραϊανό Δέκιο η ρωμαϊκή προσωπογραφία δοκίμασε ως τις ακραίες συνέπειες την εξπρεσιονιστική διάθεση, παραμορφώνοντας τα πρόσωπα ώστε να τους δίνει εντύπωση βαρβαρικής αγριότητας. Με τον Γαλιλαίο στρέφεται προς μια νεφελώδη πλαστικότητα εμπνευσμένη από τον ρυθμό της εποχής του Αδριανού, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου μ.χ. αιώνα έχουμε μια απλοποίηση των μορφών με αυστηρό και απλό ρεαλισμό, όπως παρουσιάζεται στα νομίσματα του Αυρηλιανού. Μεγάλη σημασία απέκτησαν κατά την περίοδο αυτή οι ιστορημένες σαρκοφάγοι, που γρήγορα κατέληξαν να αντικαταστήσουν τα ιστορικά ανάγλυφα. Παράλληλα με την ειδωλολατρική τέχνη άρχισαν να παρουσιάζονται οι πρώτες εκδηλώσεις της χριστιανικής τέχνης. Ο Διοκλητιανός ανέπτυξε εξαιρετική πολεοδομική δραστηριότητα, που συγκεκριμενοποιήθηκε με το κτίσιμο πολλών θερμών, που έφεραν το όνομά του και αποτελούσαν το μεγαλοπρεπέστερο λουτρικό συγκρότημα της Ρώμης και του κλειστού ανακτόρου του Σπαλάτο, που το σκέφτηκε σαν μόνιμο στρατόπεδο περιβαλλόμενο από τείχος που περιέκλειε ένα ναό, ένα περιστύλιο, ένα μαυσωλείο και κατοικίες. Δείγματα της γλυπτικής της περιόδου αυτής είναι τα τέσσερα συμπλέγματα σε πορφυρίτη, δύο από τα οποία βρίσκονται στη Βενετία και άλλα δύο στη Βατικανή Βιβλιοθήκη και που το καθένα τους παριστάνει ένα ζευγάρι αυτοκρατόρων. Στα γλυπτά αυτά εξαφανίζεται κάθε ίχνος υποταγής στην ελληνιστική πλαστική παράδοση για να δώσει τη θέση της σε απόλυτη ελευθερία εκφράσεως που εκφράζει πιστά τις προτιμήσεις της εποχής. Από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Ρώμης είναι η βασιλική του Μαξεντίου, λαμπρό κτίριο με τρεις σηκούς και πλευρικές κόγχες, που καλύπτεται από μια σταυροειδή αψίδα. Ο Κωνσταντίνος για να δοξάσει τη νίκη του στο Πόντε Μίλβιο, έστησε μια θρησκευτική αψίδα με τρία κέρατα, πλούσια διακοσμημένη με ανάγλυφα των προηγούμενων εποχών ή που κατασκευάστηκαν επίτηδες. Συμβολικές αναπαραστάσεις και αφηγηματικές λεπτομέρειες, μαζί με τις μετωπικές απεικονίσεις, με τη συμμετρία και τις ιεραρχικές αναλογίες, είναι τα εκφραστικά μέσα που χαρακτηρίζουν τα ανάγλυφα αυτά. Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα το κέντρο της τέχνης μετατοπίστηκε από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρίσκονται οι βάσεις του οβελίσκου του Θεοδοσίου, η στήλη του Μαρκιανού και όπου καταστράφηκε το 18ο αιώνα η στήλη του Αρκαδίου. Αρκετά σημαντική μαρτυρία της περιόδου αυτής της ρωμαϊκής τέχνης μένει το ψηφιδωτό, ενώ η ζωγραφική μετά το τέλος της Πομπηίας, διατηρήθηκε σε μερικούς τάφους της Όστιας και κατά αντανάκλαση, στις χριστιανικές εικονογραφήσεις των κατακομβών. Βιβλιογραφία: E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 1ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ Τον μύθο των δίδυμων αδελφών, Ρωμύλου και Ρέμου, που διασώθηκαν από μία λύκαινα, τον αναπαρέστησε ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη (1616). Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από το Ρωμύλο και το Ρέμο, δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία,που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη.Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.
Νταβίντ, Η αρπαγή των Σαβίνων
Οι επτά λόφοι της Ρώμης Υπενθυμίζουμε πως η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων. Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων. Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκύνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών. Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium». Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη. Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τους πραίτορες (Praetor), τους αγορανόμους (Aedile) και τους κυαίστορες (Quaestor). Τα άτομά αυτά αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και για κοινούς ανθρώπους, που ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι». Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους. Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε. Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά. Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ, η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης σαν υπολογίσιμη δύναμη. Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου. Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι Συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους. Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμειβόμενης εργασίας. Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς». Ο Κλαυδιανός Νόμος (Lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Συνεχώς η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες έλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, ένα ζεύγος δημάρχων (τριβούνων) που προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων. Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 – 88 π.Χ. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν ως αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας. Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από το Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ. Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου. Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν τον Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.
Περίπου το 500 π.Χ., η λατινική γλώσσα ομιλήθηκε μόνο στην πόλη της Ρώμης και τη γύρω ύπαιθρο. Σήμερα, 700 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλες τις ηπείρους του κόσμου μιλούν μια γλώσσα που προέρχεται από τα λατινικά. Πώς αυτή η ομάδα γλώσσα επέκτεινε σε τέτοιο μεγάλο μέρος του κόσμου; Η απάντηση βρίσκεται στις στρατιωτικές κατακτήσεις της αρχαίας πόλης της Ρώμης. Γύρω στο 500 π.Χ., το ρωμαϊκό κράτος αυτήν την περίοδο αρχίζει να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, και συγκροτεί μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούονται με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισβάλλει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να γυρίσει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα. Μετά από λίγα χρόνια ξεσπά ο Α' Καρχηδονιακός πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, κάνουν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κερδίζουν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική, και στρέφουν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Πάδου. (Βλ. τον χάρτη 3 - 220 π.Χ.) Οι Καρχηδόνιοι στρέφονται στην Ισπανία και σύντομα καταλαμβάνουν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Έβρο. Όλα έδειχναν ότι οι δύο δυνάμεις είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Εκείνη την εποχή αναλαμβάνει τη διοίκηση των καρχηδονιακών δυνάμεων ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυία. Περνά τις Άλπεις (218 π.Χ.), μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρανσιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) καταφέρνει να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν οι ίδιοι τον πόλεμο στην Αφρική.Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα. Η Καρχηδόνα έδωσε την Ισπανία της Ρώμης, υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική, και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση. (Βλ. τον χάρτη 4 - 200 π.Χ.) Μόλις τελείωσε ο Β' Καρχηδονιακός πόλεμος, οι Ρωμαίοι εμπλέκονται σε πόλεμο στην ελληνική ανατολή.Το 197 π.Χ. νίκησαν το Φίλιππο Ε', βασιλιά της Μακεδονίας στις Κυνός Κεφαλαί. Μετά από τέσσερις νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 148 π.Χ. συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία πέρα από την Αδριατική. Το 146 π.Χ. νικούν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην μάχη της Λευκόπετρας και κάθε αντίσταση στον ελληνικό νότο εξουδετερώνεται, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε. Το 189 π.Χ. νικούν το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ' στην Μικρά Ασία. Το 133 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος ο Γ' κληροδοτεί το βασίλειό του στη Ρώμη. Μέχρι το 63 π.Χ., η Ρώμη είχε κατακτήσει το Βασίλειο των Σελευκιδών στην Εγγύς Ανατολή , και τέλος τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου το 30 π.Χ. ). Μετά την ήττα της τελευταίας πτολεμαίου μονάρχη στην Αίγυπτο, της, Κλεοπάτρα VII, η Ρώμη έλεγξε σχεδόν ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα «Αύγουστος» και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων. Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του Νέρονα το 68. Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς, παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους. Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων. Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι «Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες» (96-180) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής. Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περίφημη «Ρωμαϊκή Ειρήνη». Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια). Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.[50] Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».[51][52] Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους. Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη. Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.Η Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή.[56] Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση των Ούνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλάριχος Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης.Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455 λεηλάτησαν τη Ρώμη. Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο Γερμανός φύλαρχος Οδόακρος εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, το Ρωμύλο Αύγουστο, να εγκαταλείψει το θρόνο του. Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.
Η Ανατολική Αυτοκρατορία, αντιμετώπισε με τη σειρά της παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν υπέπεσε τόσο σύντομα. Ο Ιουστινιανός κατάφερε να ξανακατακτήσει τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία, αλλά οι κτήσεις των βυζαντινών στη Δύση περιορίστηκαν στη Βόρεια Ιταλία και στη Σικελία μόλις λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού. Στην ανατολή, ιδίως μετά την εξάπλωση μιας επιδημίας πανώλης, οι Βυζαντινοί ήρθαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ανόδου του Ισλάμ, του οποίου οι πιστοί, αφού κατέκτησαν εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου, απείλησαν άμεσα την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, κατάφεραν να περιορίσουν την επέκταση των μωαμεθανών τον 8ο αιώνα, και μάλιστα τον 9ο αιώνα διεκδίκησαν με αξιώσεις παλαιότερες κτήσεις τους. Το 1000 μ.Χ. η Ανατολική Αυτοκρατορία βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Βασίλειος Β' κατάκτησε ξανά τη Βουλγαρία και την Αρμενία, ενώ ανθούσαν οι τέχνες και το εμπόριο. Εντούτοις, η επέκταση αυτή έλαβε απότομο τέλος μετά τη Μάχη του Μάτζικερτ το 1071. Με τον τρόπο αυτό η αυτοκρατορία οδηγήθηκε γρήγορα σε παρακμή. Συνεχόμενοι αιώνες εσωτερικών ταραχών και τουρκικών εισβολών, ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό να απευθυνθεί στη Δύση για βοήθεια το 1095. Οι Δυτικοί απάντησαν στο κάλεσμα στα πλαίσια των Σταυροφοριών, λεηλατώντας τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1204 κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας. Την κατάληψη της Πόλης ακολούθησε η διαίρεση των περιορισμένων εδαφών της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας σε μικρότερα κράτη. Όταν η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις, η Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά ένα ελληνικό κράτος στα παράλια του Αιγαίου. Η Ανατολική Αυτοκρατορία έπεσε οριστικά όταν ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής κατέλαβε την Πόλη στις 29 Μαΐου 1453.
Η Ρωμαϊκή Κοινωνία Η αυτοκρατορική Ρώμη ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής του, με πληθυσμό που προσέγγιζε το ένα εκατομμύριο (περίπου το μέγεθος του Λονδίνου στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου). Οι ειδικοί ορίζουν το ανώτατο όριο της προσέγγισης αυτής στα 14 εκατομμύρια και το κατώτερο στους 450.000 ανθρώπους. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης αντηχούσαν τόσο πολύ εξαιτίας των διερχόμενων αρμάτων με τις σιδερένιες ρόδες, που ο Ιούλιος Καίσαρ κάποτε πρότεινε να απαγορευτεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως περίπου το 20% των πληθυσμών που ζούσαν κάτω από την ρωμαϊκή ηγεμονία κατοικούσε σε αμέτρητα αστικά κέντρα, με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αστικοποίησης από τη στιγμή που πρόκειται για την προ-βιομηχανική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κέντρα είχαν δική τους αγορά και ναούς, καθώς και τους ίδιους τύπους κτιρίων, σε μικρότερη κλίμακα, που συναντούσε κανείς στη Ρώμη. Η ρωμαϊκή κοινωνία χαρακτηριζόταν από ιεραρχική οργάνωση, με τους σκλάβους (servi) στη βάση, τους απελεύθερους (liberti) λίγο παραπάνω και τους γεννημένους ελεύθερους πολίτες (cives) στην κορυφή. Οι ελεύθεροι πολίτες ταξινομούνταν με τη σειρά τους σε περαιτέρω κοινωνικές τάξεις. Η ευρύτερη και αρχαιότερη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους πατρικίους, οι οποίοι ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 Πατριάρχες που ίδρυσαν την πόλη, και στους πληβείους, οι οποίοι δεν ήταν. Αυτό το κριτήριο έγινε λιγότερο σημαντικό προς το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, καθώς ορισμένες οικογένειες πληβείων απέκτησαν πλούτη και ασχολήθηκαν με την πολιτική, ενώ κάποιες οικογένειες πατρικίων γνώρισαν δύσκολες μέρες. Οποιοσδήποτε, πατρίκιος ή πληβείος, που διέθετε κάποιον ύπατο για πρόγονο άνηκε στους ευγενείς (nobilis). Κάποιος άνδρας που ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που ανερχόταν στη θέση του ύπατου, όπως ο Μάριος και ο Κικέρων, ήταν γνωστός με την ονομασία «novus homo», δηλαδή «καινούριος άνθρωπος», μετατρέποντας τους απογόνους του σε ευγενείς. Η καταγωγή από παλαιά οικογένεια πατρικίων, ωστόσο, ακόμη και τότε ήταν σημάδι ιδιαίτερου κύρους, και πολλά θρησκευτικά αξιώματα ήταν προσβάσιμα μοναχά στους πατρικίους. Ένας ταξικός διαχωρισμός βασισμένος στη στρατιωτική θητεία απέκτησε με τον καιρό μεγαλύτερη σημασία. Ο καθορισμός των μελών των τάξεων αυτών γινόταν περιοδικά από τους Τιμητές (censors), σύμφωνα με την προσωπική περιουσία. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των Συγκλητικών, η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή και διοικούσε το στρατό. Ακολουθούσαν οι ιππείς (equites), τάξη την οποία συγκροτούσαν αρχικά αυτοί που μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, και οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί, ανάλογα με το είδος του στρατιωτικού εξοπλισμού που μπορούσε καθένας να αγοράσει, ακολουθούσαν. Στη βάση βρίσκονταν οι προλετάριοι (proletarii), δηλαδή οι πολίτες χωρίς καμία περιουσία. Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, δεν μπορούσαν καν να καταταγούν στο στρατό, και περιγράφονταν συχνά ως ελάχιστα ανώτεροι των σκλάβων στην κοινωνική κλίμακα.
Από την κοινωνική τάξη εξαρτάτο και το δικαίωμα ψήφου του καθενός. Οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές», με αυτές των πλουσίων να αριθμούν λιγότερα μέλη από αυτές των φτωχών, και τους προλεταρίους να συγκροτούν μια φυλή μόνοι τους. Η κατάθεση της ψήφου γινόταν ανά φυλή και σταματούσε μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, έτσι ώστε οι φτωχότερες τάξεις συχνά δεν κατάφερναν καν να ρίξουν την ψήφο τους. Οι κάτοικοι συμμαχικών ξένων πόλεων συχνά αποκτούσαν το Λατινικό Δικαίωμα (Latinitas), μια κατάσταση κάπου ανάμεσα σε αυτή των Ρωμαίων Πολιτών και σε αυτή των ξένων (peregrini). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάποια δικαιώματα βάσει του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν και το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Παρόλο που υπήρχαν πολλά «επίπεδα» του Λατινικού Δικαιώματος, η κύρια διαίρεση ήταν ανάμεσα σε αυτούς «cum suffragio» (με δικαίωμα ψήφου, μέλη μιας φυλής στις ψηφοφορίες, που μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Φυλετική Εκκλησία) και σε αυτούς «sine suffragio» (χωρίς δικαίωμα ψήφου, που δεν είχαν εκλογικά δικαιώματα). Μερικές ιταλικές πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων απέκτησαν για τους κατοίκους τους το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη μετά τον Κοινωνικό Πόλεμο του (91-88 π.Χ.), ενώ το ίδιο δικαίωμα απέκτησαν όλοι οι γεννημένοι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα το 212. Οι γυναίκες μοιράζονταν κάποια βασικά δικαιώματα της τάξης που άνηκαν οι άντρες τις οικογενείας τους, αλλά δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά. Οικογένεια Η patria potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη ζωή. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (manus) του paterfamilias του σπιτικού του συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο παραμερίστηκε, με τη γυναίκα να έχει το δικαίωμα να επιλέγει να θεωρεί πραγματική της οικογένεια αυτήν του πατέρα της. Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός. Σύνολα σπιτικών σχημάτιζαν μια οικογένεια (gens). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος ή υιοθεσίας, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες (Gentes Maiores), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή. Ο γάμος στην Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος σε ηλικία από τη νύφη. Αν και οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών. Εκπαίδευση Κατά την πρώτη περίοδο της δημοκρατικής εποχής δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία στη Ρώμη, έτσι τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, που ονομάζονταν «παιδαγωγοί» και που συνήθως ήταν ελληνικής καταγωγής. Πρωταρχικός σκοπός της μόρφωσης στην εν λόγω περίοδο ήταν η εκπαίδευση των νεαρών ανδρών στις αγροτικές εργασίες, τον πόλεμο, τις ρωμαϊκές παραδόσεις και τα δημόσια πράγματα.Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν πολλά για τη ζωή του πολίτη συνοδεύοντας τον πατέρα τους σε θρησκευτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου για τους νεαρούς ευγενείς. Οι γιοι των ευγενών γίνονταν μαθητές κάποιας διακεκριμένης πολιτικής φιγούρας σε ηλικία 16 ετών, ενώ συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες από την ηλικία των 17 (το σύστημα αυτό συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες και κατά την αυτοκρατορική περίοδο). Οι εκπαιδευτικές πρακτικές διαμορφώθηκαν εκ νέου μετά την κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων τον 3ο αιώνα π.Χ. και τη συνακόλουθη ελληνική επιρροή, αν και πρέπει να τονιστεί πως η εκπαίδευση των Ρωμαίων παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την ελληνική. Εφόσον οι γονείς τους διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά μέσα, τα αγόρια και κάποια κορίτσια αποστέλλονταν στην ηλικία των 7 ετών σε ιδιωτικό σχολείο εκτός σπιτιού που ονομαζόταν «ludus», όπου ένας δάσκαλος (ο οποίος καλούταν «litterator» ή «magister ludi» και ήταν συχνά ελληνικής καταγωγής) τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και μερικές φορές ελληνικά, μέχρι την ηλικία των 11. Μπαίνοντας στα 12 οι μαθητές εντάσσονταν στη «δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου ένας δάσκαλος (που αποκαλούταν πλέον «grammaticus») τους δίδασκε ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία. Στην ηλικία των 16 ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές ρητορικής, όπου ο δάσκαλος, σχεδόν πάντα Έλληνας, ονομαζόταν «ρήτωρ». Η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου προετοίμαζε τους νέους για νομική καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους. Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο καθημερινά, εκτός από τις θρησκευτικές αργίες και αυτές της αγοράς. Υπήρχε επίσης ο θεσμός των καλοκαιρινών διακοπών.
ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Η ρωμαϊκή ώρα μπορούσε να διαρκεί 75 λεπτά το καλοκαίρι και 44 το χειμώνα, αφού βασιζόταν στον ήλιο. Οι πρωινές 12 ώρες ξεκινούσαν με την αυγή και οι 12 βραδινές, μετά το ηλιοβασίλεμα. Από τη στιγμή που η διάρκεια της μέρας το καλοκαίρι διαφέρει από τη διάρκεια της μέρας το χειμώνα, τα λεπτά κάθε ώρας άλλαζαν συνεχώς.
Δίκαιο Οι ρίζες των νομικών αρχών και πρακτικών των αρχαίων Ρωμαίων μπορούν να ανιχνευθούν στο νόμο των Δώδεκα Πινάκων (449 π.Χ.). Η αναζήτηση αυτή φτάνει μέχρι το 530, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε τον περίφημο Ιουστινιάνειο Κώδικα. Ο ρωμαϊκός νόμος όπως διαφυλάχθηκε στον Κώδικα αυτό συνέχισε να υφίσταται και τη βυζαντινή εποχή, αποτελώντας τη βάση άλλων νομοθετικών συστημάτων στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Ο ρωμαϊκός νόμος συνέχισε να εφαρμόζεται, με μια ευρύτερη έννοια, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέχρι το πέρας του 17ου αιώνα. Οι κύριες κατηγορίες νόμων στην αρχαία Ρώμη, όπως διαφυλάσσονται στον Ιουστινιανό και Θεοδοσιανό Κώδικα ονομάζονται Ius Civile, Ius Gentium, και Ius Naturale. Ο Ius Civile (νόμος των πολιτών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν την τάξη των Ρωμαίων Πολιτών.[80] Οι Αστικοί Πραίτορες (Praetores Urbani) ήταν τα άτομα που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν υποθέσεις τέτοιου τύπου. Ο Ius Gentium (νόμος των εθνών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν τους ξένους και τις σχέσεις τους με τους Ρωμαίους Πολίτες.Αρμόδιοι αξιωματούχοι για αυτές τις υποθέσεις ήταν οι Praetores Peregrini. Τέλος, ο Ius Naturale περιελάμβανε τους φυσικούς νόμους, το κομμάτι εκείνο των νόμων που θεωρούταν κοινό για όλα τα πλάσματα. Οικονομία Η Αρχαία Ρώμη είχε υπό την κυριαρχία της τεράστιες εκτάσεις γης, με αμέτρητους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Για το λόγο αυτό, η οικονομία του κράτους στηρίχτηκε στον αγροτικό τομέα και στο εμπόριο. Η ελεύθερη διακίνηση αγροτικών προϊόντων άλλαξε το ιταλικό τοπίο, και μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., τεράστιες κτηματικές εκτάσεις που παρήγαγαν σταφύλια κι ελιές παραγκώνισαν τους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να χτυπήσουν την τιμή των εισαγόμενων σιτηρών. Η προσάρτηση της Αιγύπτου, της Σικελίας και της Τυνησίας στη Βόρειο Αφρική παρείχε στο ρωμαϊκό κράτος συνεχή εισροή σιτηρών. Αντίθετα, η ιταλική χερσόνησος έκανε εξαγωγές λαδιού και κρασιού. Η αμφισπορά ήταν συνήθης πρακτική, ωστόσο η παραγωγικότητα των αγρών ήταν χαμηλή, περίπου ένας τόνος ανά εκτάριο γης.Η βιοτεχνία και οι κατασκευές ήταν κλάδοι με πολύ μικρότερη έκταση. Η πιο ανεπτυγμένη σχετική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη πετρωμάτων, που παρείχε τα βασικά δομικά υλικά των κτισμάτων της εποχής. Όσον αφορά τη βιοτεχνία, τη συγκροτούσαν μικρά εργαστήρια τα οποία απασχολούσαν το πολύ μερικές δωδεκάδες εργάτες. Ωστόσο, κάποια εργοστάσια τούβλων, πιθανόν να απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες.Τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας επικρατούσα τάση ήταν η μικρή ιδιοκτησία και η αμοιβόμενη εργασία. Εντούτοις, οι κατακτητικοί πόλεμοι παρείχαν αφθονία σκλάβων σε χαμηλή τιμή είτε οι διάφορες εργασίες απαιτούσαν κάποια ειδίκευση είτε όχι. Υπολογίζεται πως οι σκλάβοι συγκροτούσαν το 20% του πληθυσμού της ρωμαϊκής κοινωνίας, καθώς και το 40% του πληθυσμού της Ρώμης. Μόνο κατά την αυτοκρατορική περίοδο οπότε και σταμάτησαν οι κατακτήσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των δούλων, η αμοιβόμενη εργασία έγινε οικονομικότερη της συντήρησης σκλάβων.Παρόλο που οι συναλλαγές με ανταλλαγή προϊόντων ήταν συνήθης πρακτική, και χρησιμοποιούταν συχνά και κατά την συλλογή των φόρων, η Ρώμη είχε ένα καλά ανεπτυγμένο νομισματικό σύστημα. Τα ρωμαϊκά νομίσματα, φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα, κυκλοφορούσαν ευρέως σε όλη την αυτοκρατορία. Μάλιστα κάποια από αυτά έχουν βρεθεί ακόμη και στην Ινδία. Πριν τον 3ο αιώνα π.Χ. ο χαλκός ανταλλασσόταν βάσει του βάρους του κατά μήκος της κεντρικής Ιταλίας. Τα πρώτα χάλκινα νομίσματα (ασσάρια) είχαν τη συμβολική αξία μιας ρωμαϊκής μονάδας βάρους χαλκού, αλλά ζύγιζαν λιγότερο. Συνεπώς, η χρησιμότητα των ρωμαϊκών νομισμάτων ως μονάδα ανταλλαγής ήταν μεγαλύτερη της πραγματικής τους αξίας ως μέταλλο. Όταν ο Νέρων υποτίμησε το ασημένιο δηνάριο, η νόμιμη αξία του υπολογίζεται πως ήταν κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη από την πραγματική.Τα άλογα ήταν πανάκριβα, και τα άλλα υποζύγια υπερβολικά αργά, για μαζικό εμπόριο στις ρωμαϊκές οδούς, οι οποίες συνέδεαν περισσότερο στρατιωτικές εγκαταστάσεις παρά αγορές, και οι οποίες σπανίως ήταν κατάλληλες για τροχούς. Ως αποτέλεσμα, υπήρχε περιορισμένη μεταφορά αγαθών ανάμεσα στις διάφορες περιοχές πριν το 2ο αιώνα π.Χ. οπότε και άνθησε το θαλάσσιο εμπόριο. Την περίοδο αυτή, ένα εμπορικό σκάφος ήθελε λιγότερο από ένα μήνα για να πραγματοποιήσει το ταξίδι από το Κάδιξ στην Αλεξάνδρεια δια μέσου της Όστιας, δηλαδή να διαπλεύσει ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μήκος. Οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν 60 φορές φθηνότερες σε σχέση με αυτές στην ξηρά, έτσι ο όγκος των εμπορικών πλοίων ήταν μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα σκάφη.
Στρατός Ο πρώιμος ρωμαϊκός στρατός (περ. 500 π.Χ.) επηρεάστηκε, όπως και εκείνοι των άλλων πόλεων-κρατών της εποχής, από τις ελληνικές πρακτικές. Επρόκειτο για ένα είδος πολιτοφυλακής που εφάρμοζε τις τακτικές των οπλιτών. Ήταν μικρός σε μέγεθος (ο πληθυσμός των ελεύθερων ανδρών σε ηλικία στράτευσης ήταν εκείνη την εποχή γύρω στους 9.000) και χωριζόταν σε πέντε τάξεις (εν παραλλήλω με τη Λοχίτιδα Εκκλησία, την πολιτική οργάνωση των πολιτών). Τρεις από αυτές παρείχαν τους οπλίτες και δύο το ελαφρύ πεζικό. Αρχικά ο ρωμαϊκός στρατός δεν εφάρμοζε περίπλοκες τακτικές και δρούσε κυρίως αμυντικά. Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση αυτή στρεφόμενοι σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα το οποίο περιελάμβανε μικρότερα σώματα των 120 ανδρών (ή καμιά φορά των 60), τα οποία ονομάζονταν «maniples» και μπορούσαν να κινούνται ευκολότερα στο πεδίο της μάχης. Τριάντα maniples στοιχισμένες σε τρεις γραμμές, μαζί με βοηθητικούς, συγκροτούσαν μια «λεγεώνα» (legio), η οποία συνολικά συγκροτούταν από 4.000 έως 5.000 άνδρες. Κατά την πρώτη δημοκρατική περίοδο η λεγεώνα χωριζόταν σε πέντε ομάδες, καθεμία από τις οποίες είχε συγκεκριμένη θέση και διαφορετικό εξοπλισμό: τρεις γραμμές βαριά οπλισμένου πεζικού (hastati, principes και triarii), μια δύναμη ελαφριού πεζικού (velites) και το ιππικό (equites). Η νέα οργάνωση έφερε και τον προσανατολισμό στην επίθεση, αλλά και μια επιθετικότερη στάση απέναντι στις γειτονικές πόλεις-κράτη. Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζικάριους με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφρούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 4.000 με 5.000 άνδρες. Οι λεγεώνες συχνές υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και λιποταξιών. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων οι λεγεώνες του Πομπήιου στην ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του Καίσαρα αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα. Μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο τυπικός λεγεωνάριος ήταν μικροκαλλιεργητής με δική του γη, καταγόμενος από αγροτική περιοχή (adsiduus), ο οποίος συμμετείχε σε συγκεκριμένες (συχνά ετήσιες) εκστρατείες παρέχοντας ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Οι ιππείς παρείχαν τα άλογά τους. Μια εκτίμηση θέλει το μέσο αγρότη του 200 π.Χ. να συμμετέχει συνολικά σε έξι με επτά εκστρατείες, με την προϋπόθεση βέβαια να επιβίωνε. Οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι (όπου κι αν διέμεναν), αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων, δεν υπηρετούσαν, εκτός κι αν το απαιτούσε μεγάλη ανάγκη. Μετά το 200 π.Χ. η οικονομική κατάσταση των αγροτικών περιοχών χειροτέρευσε ενώ αυξανόταν η ανάγκη για άνδρες. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια κατοχής περιουσίας παραμερίστηκαν σταδιακά. Ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις που πέρασε ο Γάιος Μάριος το 107 π.Χ., οι πολίτες χωρίς ιδιοκτησία και ορισμένοι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων (proletarii) κατατάχθηκαν λαμβάνοντας εξοπλισμό, αν και οι περισσότεροι λεγεωνάριοι εξακολουθούσαν να προέρχονται από αγροτικές περιοχές. Η στράτευση έγινε συνεχής και μακράς διάρκειας, μέχρι και είκοσι έτη αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο Brunt θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να κρατούσε για έξι με επτά χρόνια. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι λεγεωνάριοι λάμβαναν μισθό (stipendium). Το ακριβές ποσό είναι αμφιλεγόμενο αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καίσαρ διπλασίασε την πληρωμή των ανδρών του στα 225 δηνάρια το χρόνο. Οι στρατιώτες μπορούσαν επίσης να ελπίζουν σε λάφυρα από τους αξιωματικούς τους έπειτα από επιτυχημένες εκστρατείες και, μετά την εποχή του Μάριου, σε εκτάσεις γης μετά την αποστράτευσή τους.[88] Το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό που συνόδευαν μια λεγεώνα (auxilia) συχνά στρατολογούνταν από τις περιοχές όπου υπηρετούσε η λεγεώνα. Ο Καίσαρ συγκρότησε μια λεγεώνα, την Πέμπτη Alaudae, από μη-πολίτες στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία για την εκστρατεία του στα γαλατικά εδάφη. Την εποχή του Αυγούστου, το ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη είχε εγκαταλειφθεί και οι λεγεώνες έγιναν πλήρως επαγγελματικές. Οι λεγεωνάριοι πληρώνονταν με 900 σηστέρσια το χρόνο και αμείβονταν κατά την αποστρατεία τους με 12.000 σηστέρσιους. Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, ο Αύγουστος αναδιοργάνωσε τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδεσμεύοντας στρατιώτες και διαλύοντας λεγεώνες. Κράτησε 28 από αυτές, τις οποίες μοίρασε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Καθ’ όλη την περίοδο του Πριγκηπάτου, η τακτική οργάνωση του στρατού συνέχισε να εξελίσσεται. Τα auxilia παρέμειναν ανεξάρτητες κοόρτεις, ενώ οι λεγεωνάριοι συχνά δρούσαν ως ομάδες από κοόρτεις κι όχι ως λεγεώνες πλήρους μεγέθους. Ένα νέο ευπροσάρμοστο σώμα, οι cohortes equitatae, που συνδύαζαν ιππείς και πεζούς σε έναν κοινό σχηματισμό μπορούσαν να εγκατασταθούν σε φυλάκια και φρούρια, να μάχονται αυτόνομα ως ισορροπημένες μονάδες ή να συνδυάζονται με άλλα παρόμοια τμήματα στρατού ώστε να συγκροτούν ένα μεγάλο σώμα σε μέγεθος λεγεώνας. Αυτή η επένδυση στην ευελιξία εξασφάλισε τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Αυτοκράτορας Γαλλιηνός (253 – 268) ξεκίνησε μια νέα μεταρρύθμιση η οποία δημιούργησε την τελική μορφή της στρατιωτικής δομής της ύστερης Αυτοκρατορίας. Αποσύροντας κάποιους λεγεωνάριους από στις σταθερές βάσεις τους στα σύνορα, ο Γαλλιηνός δημιούργησε κινητές δυνάμεις (comitatenses) οι οποίες στρατοπέδευαν πίσω και σε κάποια απόσταση από τα σύνορα σε στρατηγικές θέσεις. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα σύνορα (limitanei) είχαν ως έδρα σταθερές θέσεις και εξακολουθούσαν να αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας. Βασική μονάδα των κινητών μονάδων ήταν το «σύνταγμα», legiones ή auxilia για το πεζικό και vexellationes για το ιππικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν πως τα σώματα αυτά είχαν θεωρητικά δύναμη 1.200 πεζικάριων και 600 ιππέων, παρόλο που πολλές μαρτυρίες καταδεικνύουν μικρότερους αριθμούς (800 και 400 αντίστοιχα). Πολλά συντάγματα πεζικού και ιππικού διεξήγαγαν επιχειρήσεις ανά ζεύγη υπό τη διοίκησε ενός comes. Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι κινητές μονάδες περιελάμβαναν και σώματα «βαρβάρων» που είχαν στρατολογηθεί από συμμαχικές φυλές που ήταν γνωστές ως φεντεράτοι (foederati). Μέχρι το 400 π.Χ. οι φεντεράτοι είχαν εξελιχθεί σε μόνιμα σώματα στρατού, που πλήρωνε και εξόπλιζε το κράτος, με αρχηγό έναν Ρωμαίο τριβούνο και χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνταν τα σώματα που τα απάρτιζαν Ρωμαίοι. Εκτός από τους φεντεράτους, η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε ομάδες βαρβάρων για να πολεμούν πλησίον των λεγεώνων ως «σύμμαχοι» χωρίς να εντάσσονται κανονικά στα σώματα στρατού. Υπό τη γενική διοίκηση κάποιου έμπειρου Ρωμαίου στρατηγού, τους άνδρες αυτούς διοικούσαν σε κατώτερα επίπεδα δικοί τους αξιωματικοί. Η διοικητική ιεραρχία του στρατού υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας. Την περίοδο της μοναρχίας, οι στρατιές οπλιτών οδηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς της Ρώμης. Την πρώιμη και μέση δημοκρατική περίοδο τις στρατιωτικές δυνάμεις διοικούσε ο ένας από τους δύο εκλεγμένους υπάτους της χρονιάς. Προς το τέλος της περιόδου αυτής, επιφανείς συγκλητικοί, στα πλαίσια της κανονικής σειράς με την οποία ανέρχονταν στην ιεραρχία (cursus honorum), έπρεπε να υπηρετήσουν αρχικά ως κυαίστορες (συχνά τοποθετούνταν ως απεσταλμένοι στους διοικητές των στρατευμάτων), και κατόπιν ως πραίτορες. Αφού ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πραίτορας ή ύπατος, ένας συγκλητικός μπορούσε να ονομαστεί από τη Σύγκλητο ανθύπατος (propraetor) ή αντιπραίτορας (proconsul) ανάλογα με το υψηλότερο αξίωμα που είχε αποκτήσει ως τότε, ώστε να υπηρετήσει ως κυβερνήτης επαρχίας. Τους αμέσως κατώτερους αξιωματικούς (μέχρι ένα επίπεδο πάνω από τους εκατόνταρχους) επέλεγαν οι διοικητές τους ανάμεσα στους προστατευόμενούς τους (clientelae) ή στα άτομα που τους πρότειναν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι. Την εποχή του Αυγούστου, του οποίου η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα ήταν να τοποθετήσει το στρατό κάτω από μόνιμη και ενιαία διοίκηση, ο Αυτοκράτορας ήταν ο νόμιμος διοικητής όλων των λεγεώνων, αλλά ασκούσε το αξίωμά του αυτό διαμέσου ενός λεγάτου (legatus) τον οποίο επέλεγε ανάμεσα στους συγκλητικούς. Στις επαρχίες όπου στρατοπέδευε μία και μοναδική λεγεώνα, ο λεγάτος θα ήταν τόσο στρατιωτικός διοικητής (legatus legionis) όσο και κυβερνήτης της επαρχίας. Αντίθετα, στις επαρχίες όπου στρατοπέδευαν περισσότερες από μία λεγεώνες, καθεμία διοικούσε ένας λεγάτος, επικεφαλής των οποίων ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας (ο οποίος τυπικά ήταν επίσης λεγάτος αλλά υψηλότερου βαθμού).[95] Προς τα τέλη της αυτοκρατορικής περιόδου (αρχίζοντας ίσως με το Διοκλητιανό), το μοντέλο του Αυγούστου εγκαταλείφθηκε. Οι διοικητές των επαρχιών έχασαν την όποια στρατιωτική εξουσία, και τη διοίκηση των στρατευμάτων συνόλων επαρχιών κατείχαν κάποιοι στρατηγοί (duces) τους οποίους διόριζε ο αυτοκράτορας. Οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον μέλη της ρωμαϊκής ελίτ αλλά άντρες που είχαν ανέλθει δια μέσου της ιεραρχίας έχοντας μεγάλη πείρα σε στρατιωτικά θέματα. Με αυξανόμενη συχνότητα, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν (μερικές φορές επιτυχώς) να σφετεριστούν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Η έλλειψη πόρων, το πολιτικό χάος που όλο και χειροτέρευε και οι εμφύλιοι πόλεμοι τελικά άφησαν τη Δυτική Αυτοκρατορία ευάλωτη στις επιθέσεις των γειτονικών βαρβαρικών φυλών.[96]
Οι γνώσεις μας για το ρωμαϊκό ναυτικό είναι συγκριτικά περιορισμένες. Πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., αξιωματικοί γνωστοί ως «duumviri navales» διοίκησαν ένα στόλο είκοσι πλοίων με στόχο την καταπολέμηση της πειρατείας. Κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο η Ρώμη έπρεπε να κατασκευάσει μεγάλους στόλους, και τα κατάφερε κυρίως χάρις στη συνεισφορά των συμμάχων της. Αυτή η εξάρτηση από τη βοήθεια των συμμάχων είχε διάρκεια μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου. Η πεντήρης ήταν το βασικό πολεμικό πλοίο και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων των Καρχηδονιακών Πολέμων και η Ρώμη συνέχισε την κατασκευή τους μέχρι την εποχή του Αυγούστου, οπότε και αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερα και πιο εύκολα στο χειρισμό πλοία. Σε σύγκριση με μια τριήρη, η πεντήρις επέτρεπε τη χρήση μείγματος έμπειρων και άπειρων ναυτικών. Τα πλοία διοικούσε ένας ναύαρχος, βαθμός ισότιμος με αυτόν του εκατόνταρχου, ο οποίος συνήθως δεν ήταν Ρωμαίος πολίτης. Ο Potter θεωρεί ότι η διοίκηση των πλοίων από μη-Ρωμαίους, οδήγησε σε μια νοοτροπία ότι ο στόλος είναι μη-ρωμαϊκός και ήταν το αίτιο που έπεφτε σε ατροφία σε περιόδους ειρήνης.[97] Οι διαθέσιμες σε εμάς πληροφορίες δείχνουν ότι την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (350) το ρωμαϊκό ναυτικό αποτελούταν από ένα σύνολο στόλων που περιελάμβαναν τόσο πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά για τη μεταφορά προμηθειών. Τα πολεμικά πλοία ήταν γαλέρες με πανιά και με τρεις έως πέντε σειρές κωπηλατών. Ναυτικές βάσεις ήταν τα λιμάνια όπως η Ραβέννα, η Αρλς, η Ακουίλεα, το Μισένουμ και η εκβολή του ποταμού Σωμ στη Δύση, καθώς επίσης η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος στην Ανατολή. Στολίσκοι μικρών ποταμίσιων σκαφών ήταν τμήμα των στρατευμάτων που φύλαγαν τα σύνορα κατά την περίοδο αυτή, με βάση οχυρωμένα ποταμίσια λιμάνια κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Το γεγονός ότι επιφανείς στρατηγοί διοικούσαν τόσο πεζικό όσο και ναυτικό καταδεικνύει ότι οι ναυτικές δυνάμεις θεωρούνταν βοηθητικά σώματα για το πεζικό κι όχι ανεξάρτητες μονάδες στρατού. Λεπτομέρειες για τη δομή της διοίκησης και το δυναμικό των στόλων δεν είναι γνωστές.[98]
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε ως πρότυπο τον ικανό στρατιώτη, ο οποίος μπορούσε να διοικήσει με σύνεση ένα μεγάλο σπιτικό, ενώ ο ρωμαϊκός νόμος δεν περιείχε διατάξεις σχετικές με την πνευματική ιδιοκτησία ή την προώθηση της καινοτομίας. Η έννοια των «επιστημόνων» και των «μηχανικών» δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά βασιζόταν στην επιδεξιότητα και οι διάφορες συντεχνίες φύλασσαν με ζήλο τα μυστικά του επαγγέλματός τους. Εντούτοις, ένας αριθμός καινοτομιών ζωτικής σημασίας εξαπλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ρωμαίους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση και κυριαρχία των Ρωμαίων σε όλη την Ευρώπη. Η ρωμαϊκή μηχανική και η μηχανική για στρατιωτικούς σκοπούς συνιστούν μεγάλο κομμάτι της τεχνικής υπεροχής και κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Συνέβαλαν στην κατασκευή πολυάριθμων δρόμων, γεφυρών, υδραγωγείων, λουτρών, θεάτρων και ιπποδρόμων. Πολλά μνημεία, όπως το Κολοσσαίο, το Πον-ντυ-Γκαρ και το Πάνθεον, παραμένουν μέχρι τις μέρες μας μαρτυρίες του ρωμαϊκού πολιτισμού. Τον 1ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ένα ισχυρό υλικό από pozzolana (λεπτή σκόνη πυριτίου-αλουμινίου) που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης και που επέτρεψε πολλά τολμηρά αρχιτεκτονικά σχέδια. Επίσης κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Βιτρούβιος έγραψε το έργο «De architectura», πιθανώς την πρώτη πραγματεία σχετικά με την αρχιτεκτονική στην ιστορία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η Ρώμη άρχισε να επιδίδεται και στην υαλοτεχνία ελάχιστα μετά την εφεύρεσή της στη Συρία περίπου το 50 π.Χ. Τα ψηφιδωτά κατέκλυσαν την αυτοκρατορία μετά τις εκστρατείες του Σύλλα στην Ελλάδα. Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ου και η φράση «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε ένα σύστημα ταχυμεταφορών που επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες. Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν πολυάριθμα υδραγωγεία για να παρέχουν νερό στις πόλεις, τις βιομηχανικές περιοχές και τις καλλιέργειες. Την πόλη της Ρώμης εξυπηρετούσαν 11 υδραγωγεία συνολικού μήκους 350 χιλιομέτρων. Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπόγεια με ορισμένα μόνο τμήματα χτισμένα πάνω από το έδαφος, στηριζόμενα σε αψίδες. Ορισμένες φορές, όταν έπρεπε να ξεπεραστούν βαθουλώματα που υπερέβαιναν τα 50 μέτρα, ανάστροφοι αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν για να αναγκάσουν το νερό να κινηθεί προς τα πάνω. Ένας άλλος τομέας στον οποίο οι Ρωμαίοι έκαναν μεγάλες προόδους ήταν αυτός της υγιεινής. Ξακουστά ήταν τα δημόσια λουτρά τους, που καλούνταν θέρμες, τα οποία χρησίμευαν τόσο στην προσωπική υγιεινή όσο και στην κοινωνικοποίηση. Πολλά ρωμαϊκά σπίτια είχαν τουαλέτες και εσωτερικά υδραυλικά, ενώ ένα περίπλοκο αποχετευτικό σύστημα, η Cloaca Maxima, χρησιμοποιούταν για να αποξηραίνει τα τοπικά έλη και να μεταφέρει τα απόβλητα ύδατα στον Τίβερη.
Οι αρχιτεκτονικοί νεωτερισμοί στην αρχαία Ρώμη του Κωνσταντίνου Πατέστου (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 21/01/2001 ) Ο Leon Battista Alberti στο πασίγνωστο και σημαντικό De re aedificatoria (1452 ) ­ το οποίο παραδόξως, και εν αντιθέσει προς το σύγγραμμα του Βιτρούβιου, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στην ελληνική ­ υπογραμμίζει την ανάγκη ορθής ανταπόκρισης μεταξύ κατασκευαστικού συστήματος και μορφοπλαστικών στοιχείων στον καθορισμό της αρχιτεκτονικής, διαχωρίζοντας τη ρωμαϊκή τοιχοποιία από τον τρίλιθο (δοκός επί στύλων) ο οποίος χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική στην αρχαία Ελλάδα. Η κρίσιμη αυτή διαφορά όμως δεν είναι και η μοναδική. Αν οι αρχαίοι Ελληνες αντιμετώπισαν με κριτικό πνεύμα την προηγούμενη παράδοση, στοχεύοντας περισσότερο στην επινόηση μιας νέας, οι Ρωμαίοι κατέφυγαν συχνά στην «τεχνική» του παραθέματος, αντλώντας από την ελληνική αρχιτεκτονική τόσο συγκεκριμένα συνθετικά στοιχεία (ρυθμοί) όσο και κτίρια τα οποία ικανοποιούσαν παγιωμένες ανάγκες, συνέχιζαν να είναι κατάλληλα, δηλαδή ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Οπως υπενθυμίζει ο γνωστός αμερικανός κοινωνιολόγος και ιστορικός της πολεοδομίας Lewis Mumford (The City in History, 1961), «εξαιρουμένων των δημοσίων λουτρών και των αχανών αρένων (οι οποίες και στις μικρότερες πόλεις είχαν συχνά χωρητικότητα 20.000 θεατών), όλα τα άλλα κτίρια δεν ήταν νέα. Η Ρώμη περιορίστηκε να παγκοσμιοποιήσει στοιχεία τα οποία ήδη υπήρχαν...». Πρόκειται συνήθως για κτίρια που δεν έχουν ιδιαίτερες κατασκευαστικές απαιτήσεις, δίχως ενδιαφέρον λοιπόν, αφού, όπως γνωρίζουμε, οι Ρωμαίοι ήταν πρωτίστως «κατασκευαστές» και τους απασχολούσε υπεράνω όλων η τεχνική. Ετσι ερμηνεύεται και η μεγάλη προσοχή της ρωμαϊκής κατασκευαστικής τέχνης σε έργα υποδομής: Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το αρχαιότερο «μνημείο» της είναι η λεγομένη Cloaca Massima, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ το τεράστιο αποχετευτικό σύστημα το οποίο οικοδομείται στη Ρώμη τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ μαζί με το Κολοσσαίο (71-80 μ.Χ.) και το υδραγωγείο του Τραϊανού (109 μ.Χ.), και τα δύο στη Ρώμη, καθώς και η πασίγνωστη Pont du Gard (19-20 μ.Χ.) πλησίον της πόλης Uzes στην Προβηγκία δικαίως θεωρούνται αριστουργήματα του ρωμαϊκού σχεδιασμού.
Τα ανυπέρβλητα επιτεύγματα Η ανάπτυξη της κατασκευαστικής τεχνικής και ο συνεπακόλουθος αρχιτεκτονικός νεωτερισμός, είναι εξίσου γνωστό, δεν οφείλονται τόσο σε κάποια αόριστη επιθυμία του νέου όσο σε νέες αναγκαιότητες και πολιτισμικές συνθήκες, οι οποίες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επηρεάζουν ακόμη και τις αρχιτεκτονικές μορφές. Με άλλα λόγια, η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική υιοθέτησε νέους στόχους κατασκευαστικού χαρακτήρα οι οποίοι οδήγησαν στον σχεδιασμό νέων κτιριολογικών τύπων και στη δημιουργία νέων μορφών, χρησιμοποιώντας παράλληλα τα ανυπέρβλητα επιτεύγματα (κτίρια ή/και διακοσμητικά στοιχεία) της ελληνικής. Ετσι, όπως υπενθυμίζει ο Ε.Ε. Viollet-le-Duc (Entretiens sur l' architecture, 1863-72) στη Ρώμη, λ.χ., κτίρια περιορισμένων διαστάσεων, δοξαστικά κτίρια όπως οι ναοί και άλλα τα οποία δεν απαιτούν μεγάλη κατασκευαστική προσπάθεια, κληρονομούνται από τους Ελληνες και χρησιμοποιούνται ως έχουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. «Ως την ύστατη εποχή της αρχαιότητας» γράφει ο αρχαιολόγος και ιστορικός John Β. Ward Perkins (Architettura Romana, 1974) «οι παραδοσιακοί ελληνικοί ρυθμοί παρέμειναν ουσιαστικώς υποχρεωτικοί για ορισμένα θέματα της ρωμαϊκής μνημειακής οικοδομικής. Και όταν, το 13 μ.Χ., άρχισαν οι εργασίες για την Ara Pacis ­ το πρώτο μιας μακράς σειράς μνημείων διακοσμημένων με αρχιτεκτονικά ανάγλυφα πολιτικού-δοξαστικού χαρακτήρα ­, το περιεχόμενο και ο συμβολισμός καθώς και το μήνυμα που ήθελε να μεταδώσει το μνημείο μπορούσαν να είναι ρωμαϊκά· όμως οι καλλιτεχνικές μορφές που τα εξέφραζαν προήρχοντο απευθείας από την Ελλάδα και οι γλύπτες που θα τις δημιουργούσαν ήρθαν επί τούτου από την Αθήνα». Γιατί άραγε οι Ρωμαίοι δεν επινοούν κάποιον δικό τους, πρωτότυπο ρυθμό; Ο Adolf Loos έχει έτοιμη την απάντηση (Αρχιτεκτονική, 1910): «Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρωμαίοι δεν ήταν ικανοί να επινοήσουν έναν νέο ρυθμό κιόνων, έναν νέο διάκοσμο. Ηταν ήδη πολύ προχωρημένοι για να το κάνουν. Προσέλαβαν όλα αυτά από τους Ελληνες και τα προσάρμοσαν στους σκοπούς τους. (...) Οι Ελληνες σπατάλησαν την επινοητική τους δύναμη στους ρυθμούς των κιόνων, οι Ρωμαίοι εφάρμοσαν τη δική τους στον σχεδιασμό των κτιρίων. Και όποιος μπορεί να λύσει μεγάλα σχεδιαστικά προβλήματα δεν έχει στο μυαλό του νέα διακοσμητικά στοιχεία».
Τα οικοδομικά προγράμματα Η ακραία διατύπωση του Loos είναι ελάχιστα αντικειμενική, προφανώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και μάλλον οφείλεται αφενός μεν στην πολεμική του αυστριακού δασκάλου εναντίον των βιεννέζων διακοσμητών των αρχών του 20ού αιώνα, αφετέρου δε στο μεγάλο ενδιαφέρον του για ζητήματα που κατείχαν κεντρική θέση στον ρωμαϊκό σχεδιασμό και τα οποία απασχολούν και τον ίδιο, όπως η χωρική (τρισδιάστατη) διάρθρωση των κτιρίων, δηλαδή η ογκοπλαστική καθαρότητα η οποία επιτυγχάνεται ωστόσο μέσω ενός χωροδομικού, μορφολογικού πλούτου, δεν είναι λοιπόν αποτέλεσμα κάποιας, θα λέγαμε, αισθητικής αδιαφορίας. Αυτή η νέα αυθεντική χωροδομική-μορφοπλαστική αντίληψη εκφράζεται στην επιβλητική δημόσια ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, τόσο στη στρατιωτική όσο ­ και κυρίως ­ στην πολιτική. Τα κτίρια των Ρωμαίων έπρεπε να ανταποκριθούν σε νέα, εξίσου επιβλητικά οικοδομικά προγράμματα τα οποία έθεταν πρωτόγνωρα προβλήματα (στατικού, λ.χ., χαρακτήρα), που το ελληνικό κατασκευαστικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να επιλύσει. Ετσι η τεχνική του συστήματος της τοιχοποιίας γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη, ακριβώς ως απάντηση σε αυτή τη νέα αναγκαιότητα: τόξα, θόλοι, τρούλοι επιτρέπουν την ανέγερση υψηλών κτιρίων μεγάλων διαστάσεων, τη γεφύρωση τεραστίων (για εκείνη την εποχή) χώρων κοινοτικών δραστηριοτήτων, την υλοποίηση πολύπλοκων χωροδιαρθρωμένων συνθέσεων. Τα Λουτρά, φέρ' ειπείν, δικαίως θεωρούνται παραδειγματικά κτίρια της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Οπως σημειώνει εκ νέου ο Mumford, «η πλέον τυπική συνεισφορά της Ρώμης στην υγιεινή καθώς και στην αστική μορφή ήταν πιθανόν τα λουτρά, η ιστορία των οποίων είναι εν συνόψει η ίδια η ιστορία της πόλης». Τα Λουτρά αποτελούν οικοδομικό σύνολο το οποίο συγκροτείται από σειρά χώρων, αρχιτεκτονικά διακεκριμένων και τοποθετημένων βάσει σαφούς ιεραρχίας (ίσως λόγω της αυστηρής λειτουργικής οργάνωσης των λουτρών, η οποία οδηγεί στην κατά παράταξη χωροθέτηση των επί μέρους αιθουσών). Οι χώροι αυτοί είναι σαφώς συνδεδεμένοι μεταξύ τους και από δομικής στατικής άποψης αποτελούν ενιαίο πολυσύνθετο οργανισμό. Εδώ όμως, όπως και σε άλλα κτίρια της εποχής, υπάρχει ένα άλυτο πρόβλημα, μια κρίσιμη αντίφαση την οποία η αυστηρή κριτική ματιά του Viollet-le-Duc δεν αργεί να φέρει στην επιφάνεια: «Στους Ελληνες η κατασκευή και η τέχνη δεν είναι παρά ένα και το αυτό, η μορφή και η δομή είναι στενά συνδεδεμένες. (...) Στους Ρωμαίους υπάρχει η κατασκευή, και υπάρχει η μορφή [με] την οποία επενδύεται αυτή η κατασκευή, μορφή η οποία συχνά είναι ανεξάρτητη από την τελευταία».
Η κατασκευή και ο διάκοσμος Η μορφή στην οποία αναφέρεται ο γάλλος αρχιτέκτονας είναι αυτό το οποίο ο Le Corbusier αποκαλεί modenature, δηλαδή ο διάκοσμος· διάκοσμος όμως διάφορος εκείνου που εξασφάλισε το γνωστό μεγαλείο επί παραδείγματι στον ελληνικό ναό και ο οποίος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το συγκεκριμένο κατασκευαστικό σύστημα (ίσως ορισμένοι να ενθυμούνται την εμβληματική σχέση μεταξύ τρίλιθου και τριγλύφων). Ενώ για τους προγόνους μας (τρόπος του λέγειν...) ο διάκοσμος είναι η καλλίγραμμη μορφοπλαστική απεικόνιση της δομής την οποία ενδυναμώνει και ερμηνεύει («η αρχιτεκτονική ως μεταφορά της κατασκευής»), για τους αρχιτέκτονες της αιώνιας πόλης κατασκευή και διάκοσμος είναι δύο διακριτές διάφορες οντότητες. Σε διαφορετικούς σκοπούς, είναι σαν να λένε οι Ρωμαίοι, ανταποκρίνονται, αντιστοιχούν διαφορετικά στοιχεία: Σκοπός της κατασκευής είναι η αντιμετώπιση στατικών ζητημάτων των οποίων η επίλυση ανατίθεται στην τοιχοποιία· η αρχιτεκτονική μορφή, αντιθέτως, έχοντας ως στόχο την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα του οικοδομήματος, επαφίεται σε ένα στοιχείο το οποίο υπερτίθεται στην κατασκευή. Το στοιχείο αυτό είναι ο διάκοσμος, δηλαδή οι ρυθμοί τους οποίους κωδικοποίησαν οι Ελληνες. Πρόκειται, όπως είναι προφανές, για ένα στοιχείο από στατικής απόψεως «άχρηστο» (και ίσως από αυτή την υλική αχρηστία να προέρχεται η ιδέα περιττού, η οποία συνήθως ενυπάρχει στις έννοιες διάκοσμος, διακόσμηση ­ από τον ιερέα Lodoli του 18ου αιώνα ως τους ακραιφνείς μοντερνιστές του 20ού), αλλά κατά τη γνώμη μας, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, απαραίτητο, αναγκαίο ακριβώς για την απεικόνιση του ειδικού χαρακτήρα των κτιρίων. Αυτό καθίσταται καταφανές στη ρωμαϊκή εμπειρία, με τον σαφή διαχωρισμό και την αντίστοιχη σχεδιαστική αντιμετώπιση ή συνθετικό χειρισμό μεταξύ δημοσίων πολιτικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών έργων, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αποθήκες, δεξαμενές. Αυτές οι οικοδομικές κατασκευές δεν χρήζουν διακόσμου, αφού το θεμέλιο χαρακτηριστικό τους επικεντρώνεται στο γεγονός ότι αποτελούν κατασκευαστικά εγχειρήματα συχνά μεγάλης εμβέλειας, των οποίων ο αυστηρός και άνευ διακοσμήσεων μορφολογικά λιτός χαρακτήρας αντιστοιχεί σαφώς στον λειτουργικό προορισμό τους. Και είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο εμείς σήμερα τα θαυμάζουμε (οι καλλιεργημένοι, τουλάχιστον), αφού εκτιμούμε τη σιωπηλή ευγλωττία της μεγαλειώδους κατασκευής και την προσαρμοστικότητα στον σκοπό για τον οποίο οικοδομούνται. Σε αυτή την περίπτωση, όπως θα έλεγε ο J. Ν. L. Durand αναφερόμενος στη δύναμη του απέριττου και ίσως σε αυτό το οποίο θα αποκληθεί αργότερα «κατασκευαστική ειλικρίνεια», «ο πραγματικός διάκοσμος ενός τοίχου είναι η εμφάνεια της κατασκευής του». Μπορεί κάποιος να συμπεράνει εκ των ανωτέρω ότι οι Ρωμαίοι απεχθάνονταν τη διακόσμηση, όμως δεν είναι έτσι. Απλώς θεωρούσαν ότι ήταν ορθή η διάκριση μεταξύ δομής και διακόσμησης, προκρίνοντας κατά περίπτωση τη μία ή την άλλη. Αν τα μεγάλα έργα, θα λέγαμε σήμερα, δεν είχαν ανάγκη από ένα ιδιαίτερα διαμορφωμένο σύνθετο αρχιτεκτονικό πάρτι, άλλα κτίρια ή κατασκευές οφείλουν τον ίδιο τον χαρακτήρα τους στη χρήση διακοσμητικών στοιχείων. Πρόκειται για αρχιτεκτονικά τεχνήματα τα οποία έχουν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα αφού η συγκεκριμένη λειτουργική αποστολή τους είναι το αστικό ή πολιτικό μεγαλείο. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τους οφείλεται αποκλειστικώς στη διακόσμηση η οποία συγκροτείται μέσω της επάλληλης τοποθέτησης των διαφόρων ρυθμών. Μεταξύ αυτών των τεχνημάτων να υπενθυμίσουμε τις αψίδες του θριάμβου, τα νυμφαία, τα λεγόμενα settizoni (από το όνομα του αυτοκράτορα Settimio Severo) και ασφαλώς τις σταθερές σκηνές (frons-scenae) των ρωμαϊκών θεάτρων. Ιδιαίτερα αυτές οι τελευταίες ανακαλούν, ως πρόθεση τουλάχιστον, την ίδια την αρχιτεκτονική νοούμενη ως σταθερή σκηνή της καθημερινής ζωής και των ανθρωπίνων υποθέσεων. Με αυτή την έννοια, και συμφώνως προς τους Ρωμαίους, η ζωή στην πόλη πρέπει να απεικονιστεί με θεατρικό τρόπο μέσω του σημαντικότερου πράγματος που διαθέτει, δηλαδή την αρχιτεκτονική.
Η θεμελιώδης αντίφαση Αυτό ακριβώς το είδος κτισμάτων θα αποτελέσει και το κυριότερο αντικείμενο της κριτικής του Viollet-le-Duc, ο οποίος επισημαίνει, όπως είδαμε, μια θεμέλια αντίφαση: οι ρυθμοί στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζουν με μεγάλη ευφράδεια μια κατασκευαστική αρχή, η οποία όμως είναι εντελώς διάφορη από εκείνη η οποία στην πραγματικότητα επιλύει τα στατικά προβλήματα της οικοδομής. Μια αρχιτεκτονική της τοιχοποιίας απεικονίζεται μέσω μιας αντίπαλης κατασκευαστικής αρχής, εκείνης του τρίλιθου. Η κριτική του le-Duc οφείλεται στην ορθολογική του αντίληψη και προφανώς δεν στρέφεται εναντίον της διακόσμησης tout court, αλλά επικεντρώνεται σε μια ασυνέπεια, δηλαδή στην ασχεσία μεταξύ κατασκευαστικών και διακοσμητικών στοιχείων. Ο ορθολογισμός υπαγορεύει την υιοθέτηση της διακόσμησης (μορφοπλαστική απεικόνιση περισσότερο παρά αυτόνομο «ξεκάρφωτο» στοιχείο) ως έκφρασης της κατασκευαστικής αρχής του κτιρίου. Το γεγονός ότι η διατύπωση του γάλλου αρχιτέκτονα «όποια αρχιτεκτονική δεν μπαίνει σε τάξη από τη δομή πρέπει να απορρίπτεται» (toute architecture, qui n'est pas ordonnée par la structure, doit être repoussee) ακούγεται σήμερα τουλάχιστον ακραία, δεν αναιρεί την κρισιμότητα της κριτικής του. Αντιθέτως το γνωστό μας Πάνθεον ­ και σε αυτό μάλλον είμαστε όλοι σύμφωνοι ­ ερμηνεύει πλήρως αυτή την έννοια του «λογικού» κάλλους, συνδυάζοντας κατασκευαστική δεινότητα και απεικονιστική εκφραστικότητα. Αν ο μεγαλειώδης τρούλος αποτελεί όντως απάντηση τόσο κατασκευαστικού όσο και μορφοπλαστικού χαρακτήρα (ανάγοντάς τον σε σταθερό σημείο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής), «τα κόκκινα τόξα των υδραγωγείων» (Malaparte) αποτελούν υπόμνηση μιας σημαντικής αλήθειας: είναι γεγονός ότι ορισμένοι θεμέλιοι φθόγγοι του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου με το πέρασμα του χρόνου απώλεσαν τον αρχικό στατικό λόγο ύπαρξής τους, καθιστούμενοι ­ από κατασκευαστικής απόψεως ­ ακόμη και έωλοι· ωστόσο ακόμη και σήμερα διαθέτουν τεράστιο εκφραστικό μορφοπλαστικό εύρος, το οποίο τους επιτρέπει να κατατάσσονται μεταξύ των δυνατών στοιχείων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Και ίσως είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο συχνά επαναπροτάθηκαν, στο πλαίσιο πάντοτε της λόγιας διαχρονικής σχεδιαστικής αναζήτησης. *
Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.
Ήδη τον 6ο αιώνα το ανατολικό τμήμα είχε γίνει εν πολλοίς ελληνικό· με τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, που χρησιμοποιούσε τη λατινική γλώσσα, σημειώνεται μια συντηρητική στροφή. H πνευματική παραγωγή της ελληνικής Αρχαιότητας έφτασε στη Δύση κυρίως μέσω των μουσουλμάνων και όχι μέσω των Βυζαντινών. Η ειρωνεία είναι ότι μολονότι τον 5ο αιώνα οι Βυζαντινοί επιτάχυναν το πολιτικό τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στέλνοντας τους Γότθους στα δυτικά, στη συνέχεια, και χωρίς να έχουν τέτοια πρόθεση, προστάτευσαν τη Δύση από τους Σλάβους, τους Τούρκους και τους Μογγόλους.
Η φυλετική και η γλωσσική συνέχεια είναι δύο προφανείς όψεις της συνεχιζόμενης ρωμαϊκής παρουσίας στη Δύση. Προς τα νότια, οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν μαζικά μόνο μέχρι τον ποταμό Λίγηρα.
Οι μικρότερες φυλές, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βησιγότθοι, σεβάστηκαν το δικαίωμα των Ρωμαίων να χρησιμοποιούν το δικό τους δίκαιο.
ΠΡΩΤO ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ο ρωμαϊκός πολιτισμός (όπως και κάθε πολιτισμός, άλλωστε) ορίζεται με βάση τις πολιτισμικές ταυτότητες, και όχι τη γεωγραφία ή τα σύνορα των κρατών. Η ρωμαϊκή ταυτότητα συνδεόταν άρρηκτα με την Αυτοκρατορία, ως θεσμό που διασφάλιζε τη βεβαιότητα πως οι θεοί των διαφόρων λαών ήταν παντού οι ίδιοι---απλώς οι άνθρωποι τους γνώριζαν με διαφορετικά ονόματα.
Κάθε πανθεϊστική θρησκεία μπορούσε ως τότε να γίνει δεκτή στο ρωμαϊκό πλαίσιο της κοινής θρησκείας. Η ενότητα της Μεσογείου, των λαών και των θεοτήτων κατακερματίστηκε όταν η Αυτοκρατορία ήρθε σε επαφή με τη θρησκεία που ισχυριζόταν ότι υπάρχει ένας και μοναδικός θεός, τον Χριστιανισμό. Επιπλέον, διασπαστικό στοιχείο για την αυτοκρατορία ήσαν οι εισβολείς, που προέτασσαν καθένας τη δική του εθνοτική ταυτότητα έναντι της κοινής αυτοκρατορικής ταυτότητας.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Παρά το γεγονός ότι η ρωμαϊκή διοίκηση ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής, φαίνεται ότι στις αρχές και τα μέσα του 4ου αιώνα η μείωση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είχε σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιηθεί· γύρω όμως στο 375, με τις νέες μετακινήσεις των γερμανικών φύλων, οι πτωτικές τάσεις εμφανίζονται ξανά. Μόνο η Δυτική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως πολιτική ενότητα τον 5ο αιώνα· το ανατολικό τμήμα εξακολούθησε να υπάρχει. Αν και από την εποχή του Διοκλητιανού η ρωμαϊκή κυβέρνηση έγινε πολύ πιο πολυμελής, πολλές λειτουργίες που σήμερα θεωρούνται αρμοδιότητα του κράτους εξακολουθούσαν να ανατίθενται σε ιδιώτες εργολήπτες. Η σύγχυση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, που από τη φύση της είναι πάντα προβληματική, στην ύστερη αυτοκρατορία εκφυλίστηκε σε χάος. Καθώς έφθινε η εξουσία του κράτους, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες και οι Γερμανοί πολέμαρχοι εναλλάσσονταν στα κυβερνητικά αξιώματα με τρομακτική ταχύτητα. Έτσι, η εμφανής και συχνά συμβατική διαίρεση της κοινωνίας σε δύο ομάδες, των ισχυρών παραγόντων και των πελατών τους, συνδέεται με τη ρωμαϊκή πρακτική της απόκτησης κοινωνικού κύρους μέσω κάποιου δημόσιου αξιώματος.
ΤΡΙΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Οι αξιωματούχοι εξαγοράζονταν ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν τα προνόμια της θέσης τους για να ενισχύσουν την ατομική επιρροή τους και να αποκτούν προσωπική εξουσία και πελατεία από πολίτες που γύρευαν προστασία από τους βαρβάρους, τους στρατιώτες και τους εισπράκτορες. Ορισμένοι τοπικοί άρχοντες απολάμβαναν προνόμια απαλλαγής από φόρους, δικαστικές και άλλες υποχρεώσεις από την αυτοκρατορική διοίκηση, κατακτώντας έτσι το δικαίωμα να συλλέγουν φόρους από τους υποτελείς τους και να τους δικάζουν οι ίδιοι.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Από τα τέλη του 2ου αιώνα αυξάνει συνεχώς η στρατιωτικοποίηση, καθώς και η γραφειοκρατία του ρωμαϊκού κράτους. Όπως η κυβέρνηση δυσκολευόταν να διατηρεί τους βουλευτές και τους ενοικιαστές αγρότες στα πόστα τους, αντίστοιχα δεν μπορούσε να στρατολογήσει αρκετούς στρατιώτες για να καλύψει τις ανάγκες της, ιδίως μετά το 375. Οι μόνες σημαντικές πηγές για τη στρατολόγηση πολιτών ήταν οι παγιωμένες ομάδες: οι ελεύθεροι χωρικοί, οι δεκουρίωνες=βουλευτές και οι τεχνίτες (για να γίνει κάποιος βουλευτής ή δεκουρίωνας θα έπρεπε να ήταν κάτοχος μίας ακίνητης περιουσίας). Έτσι, τον 4ο και τον 5ο αιώνα συντελείται μια θεμελιακή δομική αλλαγή στον ρωμαϊκό στρατό: το επάγγελμα του στρατιωτικού γίνεται κληρονομικό. Αν και η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει την είσοδο των βουλευτών στον στρατό, ήδη τον 5ο αιώνα γίνονταν δεκτοί και δούλοι στις λεγεώνες.
Οι Γερμανοί αριστοκράτες προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω επιγαμιών με τοπικές ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες. Πολλές επιφανείς γαλατορωμαϊκές οικογένειες διατηρήθηκαν μέχρι τον 8ο αιώνα και λιγότερες μέχρι τον 9ο. Ως τον 7ο αιώνα τα ανώτερα στρώματα του χριστιανικού κλήρου αποτελούνταν κυρίως από Ρωμαίους αριστοκράτες· από τότε το ρωμαϊκό στοιχείο υποχωρεί και το αντικαθιστούν Γερμανοί, που προφανώς είχαν εκπαιδευτεί από Ρωμαίους. Οι τελευταίοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν δώσει εντολή στους γαιοκτήμονες να παρέχουν «φιλοξενία» [hospitalitas] σε όσους Γερμανούς συνέβαινε να είναι σύμμαχοί τους τη συγκεκριμένη στιγμή: κατά το νόμο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παρέχουν κατάλυμα στα στρατεύματα και να τους παραδίδουν το ένα τρίτο της συγκομιδής του γαιοκτήματος. Αν και φαίνεται ότι ορισμένοι Γερμανοί ερμήνευσαν αυτή την εντολή ως παροχή του δικαιώματος να ιδιοποιηθούν αυτό το ποσοστό γης, τα περισσότερα ρωμαϊκά latifundia δεν καλλιεργούνταν αδιαλείπτως σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων.
Στις γερμανικές ιδιοκτησίες (villae), που οργανώθηκαν κοντά στα εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά γαιοκτήματα, συνήθως τα οικήματα ήταν διαφορετικά και συχνά η διάταξη των αγροτεμαχίων είχε τροποποιηθεί, καθώς οι τετραγωνισμένοι αγροί των Ρωμαίων απέκτησαν πιο επίμηκες και συχνά ακανόνιστο σχήμα. Η νομική κοινωνική θέση των Γαλατορωμαίων κολωνών φαίνεται ότι διατηρήθηκε στη νότια Ευρώπη σε όλη την περίοδο των μεταναστεύσεων. Αν και ο όρος κολωνός (colonus) απαντά σε αγροτικά έγγραφα της καρολίγγειας περιόδου για πρόσωπα που η θέση τους ήταν παρόμοια με τη θέση των Ρωμαίων κολωνών, οι κολωνοί του Μεσαίωνα δεν ήταν κατά το νόμο ελεύθεροι. Από τον 4ο αιώνα, ο Ρωμαίος αγρότης ενοικιαστής δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γη του, αλλά δεν ήταν δεμένος με το πρόσωπο του γαιοκτήμονά του. Παρέμενε ελεύθερος, αλλά η ρωμαϊκή αντίληψη περί ελευθερίας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας: τα ελεύθερα άτομα είχαν υποχρεώσεις, ιδίως την καταβολή φόρων και την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο ορισμός της ελευθερίας δεν παρέπεμπε όπως σήμερα στο αυτονόητο δικαίωμα της απαλλαγής από ορισμένες ενοχλήσεις. Επομένως, οι Ρωμαίοι κολωνοί ήταν τυπικά ελεύθεροι, και ας μην μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους.
Οι πολυάριθμοι γαλατορωμαϊκοί πληθυσμοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης ακολουθούσαν τους κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, παρά τις ενδεχόμενες παρερμηνείες τους από τους Γερμανούς ηγεμόνες. Παραδόξως, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικό κρατικό νομικό σύστημα άσκησε περισσότερη επίδραση στο μεσαιωνικό και το σύγχρονο δίκαιο απ' ό,τι στους ίδιους τους Ρωμαίους. Στα χρόνια της ύστερης αυτοκρατορίας η νομοθεσία ήταν χαώδης. Τα αυτοκρατορικά διατάγματα είχαν ισχύ μόνο στην επικράτεια του ηγεμόνα που τα εξέδιδε, ενώ πολλά αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες κοινότητες. Η κρίση των δικαστών επίσης θεωρούνταν ότι καθιέρωνε νομικό προηγούμενο. Εντούτοις, μολονότι οι δικαστές είχαν υψηλό κύρος, δεν ήταν απαραίτητο να είναι και γνώστες του νόμου, ενώ πολλοί κατείχαν και άλλα αξιώματα και η δικαστική τους δραστηριότητα δεν ήταν παρά πάρεργο. Κάθε αυλή έπρεπε να διαθέτει έναν εμπειρογνώμονα στο δίκαιο, που τον διάλεγαν ανάμεσα στους τοπικούς νομομαθείς, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι στην τέχνη της ρητορικής. Μόνο από τα τέλη του 4ου αιώνα, και παρά τη σθεναρή τους αντίδραση, υποχρεώθηκαν και οι δικηγόροι να σπουδάζουν το νόμο. Οι νοτάριοι, που ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με των σύγχρονων συμβολαιογράφων, προετοίμαζαν τις υποθέσεις και συνέτασσαν διαθήκες και συμβόλαια. Καθώς οι αυτοκράτορες εξέδιδαν μυριάδες διατάγματα και οι νομομαθείς έκαναν αναρίθμητες γνωμοδοτήσεις, που συχνά έρχονταν σε αντίφαση με την κρίση των προγενεστέρων τους, το Δίκαιο έγινε ένα συνονθύλευμα που συνέβαλε στη σύγχυση και τη φαυλότητα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Ο στρατός των πολιτών έπρεπε να συμπληρωθεί με μισθοφόρους και κληρωτούς. Ακόμα και κατά τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι παραχωρούσαν σε «ακρίτες» (laeti, δηλαδή μη ελεύθερους Γερμανούς, συνήθως αιχμαλώτους πολέμου), γαίες κοντά στα σύνορα με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει limitanei —στρατιώτες που όφειλαν να καλλιεργούν τις γαίες που τους είχαν παραχωρηθεί και να υπερασπίζονται τα σύνορα. Συχνά οχύρωναν τα αγροκτήματά τους. Πίσω από αυτή τη γραμμή άμυνας δρούσαν «μετακινούμενες» στρατιωτικές μονάδες. Οι φόροι σε είδος που οφείλονταν στο κράτος συχνά διανέμονταν στους στρατιώτες και τους δημόσιους υπαλλήλους αδιακρίτως με τη μορφή σιτηρεσίου (ένα πουγγί με ρύζι, πχ) ή μισθού, και μόνο το πλεόνασμα στελνόταν στη Ρώμη. Έτσι, πχ, στη Γαλατία δημιουργήθηκε ένας μεικτός ή ρωμαιοκελτογερμανικός στρατός πολιτών αγροτών που κατά καιρούς λειτουργούσε περίπου ως εφεδρικός.
Ο Θεοδόσιος Α', ο λεγόμενος Μέγας (379-395), ήταν ο τελευταίος ηγεμόνας μιας ενωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ανέλαβε την εξουσία υπό δυσμενείς συνθήκες: ο προκάτοχός του στη Δύση, ο Ουάλης, είχε χάσει τη ζωή του πολεμώντας κατά των Βησιγότθων. Ο Θεοδόσιος στάθηκε ικανός και δραστήριος ηγεμόνας, αλλά ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που αντιμετώπισε την πίστη στον χριστιανισμό ως στοιχείο της κρατικής πολιτικής, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών υπηκόων του και δημιούργησε πολιτικές ταραχές. Οι περισσότεροι διάδοχοί του στην Ανατολική αυτοκρατορία δεν διέθεταν τις δικές του ικανότητες, αλλά τουλάχιστον μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τις συχνά ολέθριες δραστηριότητες των Γερμανών, μερικές φορές στέλνοντάς τους στη Δύση για να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Ρωμαίων.
ΠΕΜΠΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τον 5ο αιώνα οι Δυτικοί αυτοκράτορες ήταν ακόμα πιο σοβαρά, και οι ίδιοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να τα επιλύσουν. Οι περισσότεροι ήταν υποχείρια της αυλής και των σωματοφυλακών τους. Το 406-407 οι Γερμανοί είχαν περάσει για τελευταία φορά τη μεθόριο του Ρήνου και προχώρησαν διαμέσου της Γαλατίας και της Ισπανίας. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν, τότε, αποσυρθεί από τη Βρετανία για να ενισχύσουν την άμυνα των ηπειρωτικών περιοχών. Οι αυτοκράτορες του 5ου αιώνα είχαν αποδειχθεί ανίκανοι να ασκήσουν σαφή πολιτική για να διαλύσουν τη σύγχυση· και άμεση συνέπεια ήταν η απόφασή τους να δέχονται ομάδες Γερμανών ως συμμάχους (foederati, φοιδεράτοι) και μετά να τους στρέφουν ενάντια σε άλλους Γερμανούς. Μια τακτική του "διαίρει και βασίλευε", δηλαδή.
Η εξουσία των κυβερνητών των επαρχιών είχε τόσο διαβρωθεί που χριστιανοί επίσκοποι είχαν αναλάβει την άμυνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των απόρων στις πόλεις. Το 451 ο πάπας Λέων Α' «ο Μέγας» υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Ούνους, ενώ η απόφαση του Αττίλα —ύστερα από την έκκληση του πάπα— να μην επιτεθεί στην πόλη θεωρήθηκε θαύμα. Η χρονολογία που δίνεται συνήθως για την πτώση της Δυτικής αυτοκρατορίας είναι το 476, όταν έχασε την εξουσία ο τελευταίος Δυτικός αυτοκράτορας πριν από τον Καρλομάγνο. Τα γεγονότα του 476 έχουν συμβολική σημασία, αλλά όχι επειδή η Ρώμη του Αυγούστου ή ακόμα και η Ρώμη του Διοκλητιανού δεν βρισκόταν πια στο προσκήνιο. Το 476 ο Οδόακρος, ο ηγέτης των 30000 αλλοεθνών φοιδεράτων της ιταλικής χερσονήσου, αρχικά συμμάχησε με τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο και στη συνέχεια τον εκθρόνισε, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του σε πρώτο γερμανό αυτοκράτορα της Ρώμης.
ΕΚΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Μολονότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τον 5ο αιώνα ήταν ραγδαίες, πουθενά δεν σημειώνεται κάποιο απότομο ρήγμα. Ορισμένες όψεις του ρωμαϊκού πολιτισμού συνέχισαν υποσυνείδητα να επηρεάζουν όλους τους κατοίκους της αλλοτινής αυτοκρατορίας και να εμπνέουν συνειδητά τους ηγέτες τους. Οι περισσότεροι νέοι ηγεμόνες της Ευρώπης πίστευαν ότι είναι διάδοχοι των Ρωμαίων και αν εμείς τους θεωρούμε περισσότερο διαδόχους του Ρωμύλου Αυγουστύλου παρά του Κωνσταντίνου, τουλάχιστον πριν από τον 8ο αιώνα, αυτή η εντύπωση δεν ήταν προϊόν αυταπάτης. Οι άνθρωποι αυτοί εξιδανίκευαν, αλλά αναπόφευκτα τροποποιούσαν, αρκετά στοιχεία της κληρονομιάς της Ρώμης και άφηναν άλλες πτυχές των ρωμαϊκών επιτευγμάτων να παραμεριστούν είτε από αδιαφορία είτε από καθαρή ανικανότητα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, το αποτύπωμα της Ρώμης στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν έντονο.
Οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη την Ευρώπη δυτικά των limes, συχνά με την απλή λιθόστρωση των παλαιότερων κελτικών δρόμων. Ακόμα και στη Βρετανία, τη λιγότερο εκρωμαϊσμένη από τις δυτικές επαρχίες, κατασκευάστηκαν πάνω από 6.000 μίλια οδικού δικτύου για τη σύνδεση των οχυρών με τις civitates. Αν και στις αρχές του Μεσαίωνα η συντήρηση των δρόμων ήταν ελλιπής, τελικά αυτοί αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του χερσαίου εμπορίου. Οι Ρωμαίοι έχτισαν πόλεις σε όλη τη Γαλατία ως διοικητικά κέντρα των civitates, συχνά σε τόπους όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις φυλών. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν μια ρήξη στη συνέχεια των οικισμών στις περισσότερες ρωμαϊκές τοποθεσίες, που διήρκεσε τουλάχιστον μια γενιά στον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου, ενώ ορισμένοι οικισμοί εξαφανίστηκαν εντελώς. Έκτοτε, ο επίσκοπος και οι κληρικοί του επέστρεψαν, επανίδρυσαν τη «διοίκηση», και συγκρότησαν τον πυρήνα ενός μικρού οικισμού, συχνά στη λιγότερο ευπρόσβλητη γωνιά του παλαιού ρωμαϊκού τείχους. Αγροτικά χωριά ιδρύθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο ευρύτερο πρώην αστικό συγκρότημα. Ορισμένες ρωμαϊκές civitates, όπως η Κολονία και το Παρίσι, εξελίχτηκαν σε σημαντικές πόλεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μερικές, όπως η Βόννη, επανοικήθηκαν αλλά παρέμειναν δευτερεύουσες, ενώ άλλες διατηρήθηκαν ως επισκοπικές έδρες αλλά δεν αναπτύχθηκαν επειδή η θέση τους δεν ήταν ευνοϊκή για το εμπόριο. Οι ρωμαϊκοί οικισμοί που εξελίχτηκαν σε σημαντικές μεσαιωνικές πόλεις δεν ήταν όλοι civitates. Ορισμένα μικρότερα κέντρα, που οι Ρωμαίοι τα είχαν οχυρώσει ως στρατόπεδα τον 3ο και τον 4ο αιώνα, επεκτάθηκαν πέρα από τα ρωμαϊκά τείχη τους και έγιναν σημαντικές πόλεις. Αν και αυτές οι περιπτώσεις δεν αποτελούσαν τον κανόνα, το ρωμαϊκό αποτύπωμα στο χάρτη των πόλεων της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι ευκρινέστατο: με μοναδική εξαίρεση τη Βενετία, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την ενδοχώρα που διέφυγαν από τους Οστρογότθους, καμία πόλη δεν αναπτύχθηκε από πυρήνα που πρωτοκατοικήθηκε στη διάρκεια των γερμανικών μεταναστεύσεων. Όλες οι άλλες μεσαιωνικές πόλεις είτε κατοικούνταν συνεχώς από τη ρωμαϊκή περίοδο είτε ήταν προσωρινώς εγκαταλελειμμένα ρωμαϊκά ερείπια που επανοικήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα.
ΕΒΔΟΜΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής. Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
ΘΕΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ: ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ "ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ". ΓΙΑΤΙ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΑΣ, ΠΟΛΛΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΗΓΕΜΟΝΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΑΝ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ 'ΡΩΜΑΙΟΥ' ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ;
ΡΩΜΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ, των: Μαγδαληνής Ροζίνου, Ασημένης Χρυσανθοπούλου, Κλειώς Γουλιέλμου και Κωνσταντίνου Πετρίδη
Από τον 3ο π.X. αιώνα η Ρώμη κατά τη διάρκεια της επεκτάσεώς της στην ιταλική χερσόνησο, δημιούργησε τις πρώτες σχέσεις με τον πολιτισμό της Μεγάλης Ελλάδaς, που θα αντικαταστήσει βαθμιαία την ετρουσκική επίδραση και θα ασκήσει βαθύτατη επίδραση στην εξέλιξη της ρωμαϊκής τέχνης. Εκατοντάδες έργα της ελληνικής τέχνης, γλυπτά και ζωγραφικά, εκλάπησαν από τις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας που έπεσαν στην κυριαρχία της Ρώμης.
Για την ικανοποίηση των αισθητικών αναγκών και της μανίας επιδείξεως ενός κοινού που αποδεχόταν όλο και περισσότερο τον ελληνικό πολιτισμό δεν αρκούσαν πια τα πρωτότυπα έργα τέχνης που μεταφέρονταν στη Ρώμη. Έτσι απέκτησε μεγάλη αξία η τέχνη του αντιγραφέα, που αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε επίσημα. Στην παραγωγή των ανώνυμων αυτών αντιγραφέων βρίσκονται οι πρώτες εκδηλώσεις εκείνου που θα είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό όλης της ρωμαϊκής τέχνης. Ο εκλεκτικισμός, η τάση δηλαδή της συγκεντρώσεως στο ίδιο έργο μορφικών στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις, της ετρουσκικής, της ελληνικής και της ιταλικής.
Αυτό ερμηνεύεται εύκολα, αν θυμηθούμε ότι για πολύ καιρό οι Ρωμαίοι έζησαν κάτω από ετρουσκική επίδραση και ότι με την επέκτασή τους προς την κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία (τον 3ο αιώνα π.Χ.) ήρθαν σε άμεση γνωριμία με την ελληνική τέχνη. Είναι ακόμη γνωστό ότι από τον 2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι στρατηγοί, όταν γύριζαν από νικηφόρες εκστρατείες στην Ανατολή, συνήθιζαν να κοσμούν τον «θρίαμβο» τους με έργα ελληνικής τέχνης.
Είναι επίσης γνωστό ότι ο θαυμασμός των πλουσίων Ρωμαίων για την ελληνική τέχνη και η επιθυμία τους να στολίζουν τα σπίτια τους με έργα ελληνικά τους οδήγησε στην αντιγραφή φημισμένων έργων ελληνικής τέχνης. Με τον τρόπο αυτό, οι Ρωμαίοι βοήθησαν να διατηρηθεί ζωντανή η ελληνική καλλιτεχνική παράδοση που επρόκειτο αργότερα να εξαπλωθεί ως ελληνορωμαϊκή τέχνη σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και να παίξει ρόλο αποφασιστικό στη μελλοντική εξέλιξη της ευρωπαϊκής τέχνης.
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο από όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο, με την άκανθο ως κύριο χαρακτηριστικό του, συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία.
Παράλληλα, προσέθεσαν νέα υλικά και νέες μεθόδους στην οικοδομική κατορθώνοντας έτσι να κατασκευάσουν μεγάλα οικοδομήματα, με ξεχωριστά ρωμαϊκά γνωρίσματα που συνδύαζαν τον θόλο, την αψίδα και τους ελληνικούς διακοσμητικούς ρυθμούς.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί πως οι Ρωμαίοι-άνθρωποι περισσότερο πρακτικοί- προτιμούσαν τα έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Κράτους: γέφυρες, υδραγωγεία, δρόμους και κατασκευές στερεές που να αψηφούν το χρόνο και να εκφράζουν το μεγαλείο της Ρώμης. Αργότερα βέβαια έχτιζαν και έργα που είχαν κύριο στόχο τους τη προσφορά ανέσεων και ψυχαγωγίας στο λαό, όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, θέρμες και βιβλιοθήκες.
Στα χρόνια της αυτοκρατορίας και λίγο νωρίτερα, η Ρώμη παρουσίασε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα: νέες πόλεις χτίζονται, ενώ η πρωτεύουσα ανοικοδομείται και στολίζεται με αγορές, θέατρα και ναούς. Οι οικοδομές χτίζονται με τούβλα και επικαλύπτονται με πολύχρωμα μάρμαρα.
Ο Αύγουστος στολίζει την αγορά (forum) με μεγαλόπρεπα κτίρια, κύρια έκφραση του αυτοκρατορικού γοήτρου. Στα χρόνια των Φλαβίων χτίζεται το Κολοσσαίο, ένα τεράστιο αμφιθέατρο. Αξιοθαύμαστο για το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια του είναι το Πάνθεον, έργο των χρόνων του Αδριανού. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε ένας νέος τύπος μνημείου, η θριαμβική αψίδα. Ορθωνόταν για την υποδοχή των θριαμβευτών και την ανάμνηση των πολεμικών θριάμβων της Ρώμης.
Από τον 3ο αι. μ. Χ. κι έπειτα, εγκαταλείπονται οι ελληνικοί ρυθμοί στην αρχιτεκτονική και κάνουν την εμφάνιση τους εκείνα τα στοιχεία που θα επικρατήσουν αργότερα στη βυζαντινή τέχνη. Οι Ρωμαίοι δείχνουν προτίμηση για επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, όπως βασιλικές στοές, θέρμες κτλ. Τυπικά δείγματα αποτελούν οι θέρμες του Καρακάλλα και του Διοκλητιανού. Η αρχιτεκτονική ήταν η τέχνη με την οποία ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι. Ιδιαίτερα την εποχή του Αυγούστου και μετά, η εξέλιξη της ήταν μεγάλη. Εξυπηρέτησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης το μεγαλείο της Ρώμης και διευκόλυνε παράλληλα την ζωή των υπηκόων της αυτοκρατορίας.
Η κατασκευή μεγάλου αριθμού έργων σε όλη την αυτοκρατορία έφερε οικονομική ανάπτυξη. Οι αυτοκράτορες φρόντισαν ιδιαίτερα την κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας στις επαρχίες, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αγορές, θέρμες, νυμφαία, ωδεία, βιβλιοθήκες.
Η Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Τελειοποίηση των οικοδομικών υλικών. Ανακάλυψαν ένα μείγμα από ασβέστη, άμμο, χαλίκια ή μικρά σπασμένα κεραμίδια, ιδιαίτερα ανθεκτικό, το Ρωμαϊκό σκυρόδεμα. Το χρησιμοποίησαν για γέμισμα των τοίχων οι οποίοι εξωτερικά ήταν πλινθόκτιστοι ή λιθόκτιστοι. Στη συνέχεια, την επιφάνεια των τοίχων την κάλυπταν με ασβεστοκονίαμα ή με πλάκες μαρμάρου. β) Τάση προς το μνημειακό γ) Προτίμηση στα καμπυλόγραμμα αρχιτεκτονικά στοιχεία σε αντίθεση με την ελληνική αρχιτεκτονική που χρησιμοποίησε τις ευθείες και σπάνια τις καμπύλες για την κατασκευή των μνημείων. Αυτή η προτίμηση διευκολύνθηκε ιδιαίτερα από τα νέα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποίησαν, ενώ παλαιότερα τέτοιες μορφές ήταν πολύ πιο δύσκολο και κοστοβόρο να σχηματιστούν. δ) Κυριαρχία του κορινθιακού ρυθμού. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες από τους ελληνικούς ρυθμούς χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα τον κορινθιακό. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους προχώρησαν στην διαμόρφωση ενός νέου τύπου κιονόκρανου. Επρόκειτο για μία σύνθετη μορφή του κορινθιακού που συνδύαζε τα παλιά στοιχεία. Χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής τέχνης γενικότερα: α) Μίμηση ελληνικών προτύπων β) Συνδυάζουν το πρακτικό με το μεγαλεπήβολο πνεύμα γ) Έργα μεγάλων διαστάσεων-μηνμειακός χαρακτήρας δ) Εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες ε) Προβάλλουν ιδέα μεγαλείου και υλικής δύναμης
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΡΟΖΙΝΟΥ
¨Ο Λαοκόων και τα παιδιά του", χαρακτηριστικό γλυπτό σύμπλεγμα της ελληνορρωμαϊκής περιόδου
Με τον όρο "ρωμαϊκή τέχνη" αναφερόμαστε στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην αρχαία Ρώμη, κυρίως κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οι Ρωμαίοι προέρχονταν από την κεντρική Ιταλία, επηρεασμένοι από άλλους τοπικούς ιταλικούς πολιτισμούς, ιδίως εκείνους της Ετρουρίας, αλλά από τον 5ο αιώνα ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες και από τότε και μετά, η Ρωμαϊκή δημοκρατία απορρόφησε πολλές πτυχές της πρώτης Κλασικής και μετά της Ελληνιστικής τέχνης. Ωστόσο, δεν έχασε ποτέ τον διακριτικό του χαρακτήρα, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο σε τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η προσωπογραφία και το ιστορικό ανάγλυφο.
Από περίπου τον 1ο αιώνα π.Χ., η ταχεία επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφερε την Γκρεκοορωμαϊκή (Ελληνορρωμαϊκή) τέχνη σε πολλά μέρη της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και της πλησιέστερης Ασίας, επιτρέποντας την ανάπτυξη μυριάδων επαρχιακών τεχνών, που κυμαίνονται τελικά από τη Βόρεια Βρετανία έως τη Σαχάρα και από την Ισπανία έως Αραβία.
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο απ' όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία. Παράλληλα, προσέθεσαν νέα υλικά και νέες μεθόδους στην οικοδομική κατορθώνοντας έτσι να κατασκευάσουν μεγάλα οικοδομήματα, με ξεχωριστά ρωμαϊκά γνωρίσματα που συνδύαζαν το θόλο, την αψίδα και τους ελληνικούς διακοσμητικούς ρυθμούς.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί πως οι Ρωμαίοι -άνθρωποι περισσότερο πρακτικοί- προτιμούσαν τα έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Κράτους: γέφυρες, υδραγωγεία, δρόμους και κατασκευές στερεές που να αψηφούν το χρόνο και να εκφράζουν το μεγαλείο της Ρώμης. Αργότερα βέβαια έχτιζαν και έργα που είχαν κύριο στόχο τους τη προσφορά ανέσεων και ψυχαγωγίας στο λαό, όπως θέατρα , αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, θέρμες και βιβλιοθήκες.
Στα χρόνια της αυτοκρατορίας και λίγο νωρίτερα, η Ρώμη παρουσίασε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα: νέες πόλεις χτίζονται, ενώ η πρωτεύουσα ανοικοδομείται και στολίζεται με αγορές, θέατρα και ναούς. Οι οικοδομές χτίζονται με τούβλα και επικαλύπτονται με πολύχρωμα μάρμαρα . Ο Αύγουστος στολίζει την αγορά (forum) με μεγαλόπρεπα κτίρια, κύρια έκφραση του αυτοκρατορικού γοήτρου.
Στα χρόνια των Φλαβίων χτίζεται το Κολοσσαίο, ένα τεράστιο αμφιθέατρο.
Αξιοθαύμαστο για το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια του είναι το Πάνθεον, έργο των χρόνων του Αδριανού.
Μεγάλη επιτυχία γνώρισε ένας νέος τύπος μνημείου, η θριαμβική αψίδα. Ορθωνόταν για την υποδοχή των θριαμβευτών και την ανάμνηση των πολεμικών θριάμβων της Ρώμης.
Από τον 3ο αι. μ. Χ. κι έπειτα, εγκαταλείπονται οι ελληνικοί ρυθμοί στην αρχιτεκτονική και κάνουν την εμφάνιση τους εκείνα τα στοιχεία που θα επικρατήσουν αργότερα στη βυζαντινή τέχνη.
Οι Ρωμαίοι δείχνουν προτίμηση για επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, όπως βασιλικές στοές, θέρμες κτλ. Τυπικά δείγματα αποτελούν οι θέρμες του Καρακάλλα και του Διοκλητιανού.
Η αρχιτεκτονική ήταν η τέχνη με την οποία ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι. Ιδιαίτερα την εποχή του Αυγούστου και μετά, η εξέλιξη της ήταν μεγάλη. Εξυπηρέτησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης το μεγαλείο της Ρώμης και διευκόλυνε παράλληλα την ζωή των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Η κατασκευή μεγάλου αριθμού έργων σε όλη την αυτοκρατορία έφερε οικονομική ανάπτυξη. Οι Αντωνίνοι αλλά και άλλοι αυτοκράτορες φρόντισαν ιδιαίτερα την κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας στις επαρχίες, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αγορές, θέρμες, νυμφαία, ωδεία, βιβλιοθήκες.
Στη γλυπτική , ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι προσωπογραφίες (ανδριάντες ή προτομές) αυτοκρατόρων, στρατηγών, ιδιωτών, στις οποίες οι καλλιτέχνες προσπαθούν να αποτυπώσουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου. Από τον 3ο αιώνα και ύστερα, φροντίζουν περισσότερο να εκφράσουν τον ψυχικό κόσμο του ατόμου.
Μια άλλη κατηγορία γλυπτών είναι τα ιστορικά ανάγλυφα που εικονίζουν ιστορικά γεγονότα, εκστρατείες, λατρευτικές τελετές και στολίζουν βωμούς, αψίδες και θριαμβικές στήλες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στήλη του Τραϊανού, στη Ρώμη.
Επίσης υπήρχαν και οι σαρκοφάγοι που η χρήση του για τους πλούσιους Ρωμαίους, γενικεύεται στα χρόνια του Αδριανού, ενώ έχουν ανάγλυφη διακόσμηση με θέματα άλλοτε καθαρά διακοσμητικά κι άλλοτε συμβολικά, παρμένα από την ελληνική μυθολογία. Πηγή είναι και εδώ η ελληνική ζωγραφική και γλυπτική. Αργότερα εμφανίζονται και θέματα που τονίζουν την ανδρεία του νεκρού, όπως το κυνήγι του λιονταριού που συμβολίζει την νίκη του ανθρώπου.
Η γλυπτική άρχισε να χειραφετείται από την ελληνική επίδραση και να αποκτά σχεδόν πλήρη αυτονομία στα ανάγλυφα της Αψίδας του Τίτου και σε εκείνα που βρέθηκαν κάτω από το μέγαρο της Καγκελαρίας, όπου τα πρόσωπα συνδυάζονται με νέα προοπτική διάσταση που δίνουν την εντύπωση του χώρου. Στην εποχή αυτή ανάγονται τα σημαντικότερα δείγματα όλης της ρωμαϊκής ζωγραφικής, οι τοιχογραφίες του λεγόμενου Δ' ρυθμού που διασώθηκαν στις οικίες της Πομπηίας.
Επί Τραϊανού, η ρωμαϊκή τέχνη απέκτησε χαρακτήρα σοβαρού και αυστηρού κλασικισμού. Αυτό φαίνεται τόσο στις αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις της Αγοράς όσο και στα ανάγλυφα της Τραϊανής Στήλης, στα τελευταία από τα οποία η ρωμαϊκή γλυπτική αποκτά αίσθηση της χρονικής συνέχειας της εικαστικής αφήγησης (ανάλογη του μοντάζ του κινηματογράφου), καθώς και καλλιτεχνική συνείδηση άγνωστη ως τότε: στα 200 μέτρα όπου εκτυλίσσεται η εξιστόρηση, ο άγνωστος καλλιτέχνης κατόρθωσε να αναπαραστήσει τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εκστρατείας εναντίον των Δάκων με εξαιρετική εκφραστική δύναμη και ψυχολογική διείσδυση, απόλυτα σύμφωνη με την ανανεωμένη πνευματικότητα της εποχής.
Με τον Αδριανό επιβάλλεται πάλι στη Ρώμη η ελληνιστική τεχνοτροπία, διαποτισμένη πια με έντονη μελαγχολία, εκλεπτυσμένη και τέλεια αλλά εξαντλημένη. Από τα μνημεία που αξίζει να αναφερθούν είναι η Αδριανή έπαυλη κοντά στο Τίβολι, ο ναός της Αφροδίτης στη Ρώμη, κοντά στη Ρωμαϊκή Αγορά και το Πάνθεον που ανοικοδομήθηκε οριστικά έπειτα από πυρκαγιές και αναστηλώσεις.
Οι γνώσεις μας για αυτήν προέρχονται από τις τοιχογραφίες των σπιτιών της Πομπηίας και των άλλων πόλεων που καταπλακώθηκαν από τη λάβα του Βεζούβιου . Τα θέματα περιλαμβάνουν σκηνές εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία, από την καθημερινή ζωή, τελετές μύησης κ.α. Πρότυπο πάλι για τους Ρωμαίους καλλιτέχνες είναι η ελληνική μεγάλη ζωγραφική, που μόλις τώρα οι ανασκαφές φέρνουν στο φως (Βεργίνα).
Ιδιαίτερη αξία έχουν και τα ψηφιδωτά που καλύπτουν το δάπεδο, καθώς κοσμούν κόγχες ή επιφάνειες τοίχων, και σχηματίζονται με μικρές ποικιλοχρωμες ψηφίδες, γυάλινες ή πήλινες, κολλημένες πάνω σε μείγμα από ασβέστη και άμμο. Τα ρωμαϊκά αυτά ψηφιδωτά διακρίνονται για την ομορφιά και την φυσικότητα τους, όπως ο «ασάρωτος οίκος» ή «η μάχη στην Ισσό».
Οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά που διακοσμούσαν τα σπίτια της ιταλικής χερσονήσου τον 2ο-1ο αιώνα π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. ανήκουν σε ένα εικαστικό ύφος που αναπτύχθηκε στα ελληνιστικά βασίλεια, όπως βλέπει κανείς στα γλυπτά, στις τοιχογραφίες, στα ψηφιδωτά από την Πομπηία και το Ερκουλάνεουμ που έμειναν θαμμένα κάτω από τη λάβα και τις στάχτες του Βεζούβιου από το 79 μ.Χ. έως τον 18ο αιώνα.
Το γνωστότερο και εντυπωσιακότερο από τα ψηφιδωτά, που απεικονίζει τη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών στην Ισσό (οικία φαύνων, Πομπηία) είναι ελληνιστικό όχι μόνο στο θέμα αλλά και στο ύφος. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μαύρο, το άσπρο, το κόκκινο, το κίτρινο με τις ενδιάμεσες αποχρώσεις του, τα χρώματα δηλαδή στα οποία περιοριζόταν η παλέτα ορισμένων ελλήνων ζωγράφων του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.
Στην όλη σύνθεση, όπου διακρίνεται το πρόσωπο του Αλεξάνδρου και του Δαρείου, η έμφαση δίδεται στη δραματικότητα της στιγμής, ενώ οι μορφές αποκτούν βάρος και υπόσταση χάρη στις σκιές τους που διαγράφονται στο έδαφος. Η απόδοση του φωτός εντυπωσιάζει όπως και η αίσθηση της κίνησης στις τρεις διαστάσεις.
ΑΣΗΜΈΝΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΎΛΟΥ
Με τον όρο ρωμαϊκή τέχνη αναφερόμαστε στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην αρχαία Ρώμη, κυρίως κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ενσωματώνει στοιχεία δανεισμένα από την ετρουσκική και την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση. Αυτό ερμηνεύεται εύκολα, αν θυμηθούμε ότι για πολύ καιρό οι Ρωμαίοι έζησαν κάτω από ετρουσκική επίδραση και ότι με την επέκτασή τους προς την κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία (τον 3ο αιώνα π.Χ.) ήρθαν σε άμεση γνωριμία με την ελληνική τέχνη.
Αρχιτεκτονική Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο από όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία.
Γλυπτική Στη γλυπτική, ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι προσωπογραφίες (ανδριάντες ή προτομές) αυτοκρατόρων, στρατηγών, ιδιωτών, στις οποίες οι καλλιτέχνες προσπαθούν να αποτυπώσουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου. Από τον 3ο αιώνα και ύστερα, φροντίζουν περισσότερο να εκφράσουν τον ψυχικό κόσμο του ατόμου. Μια άλλη κατηγορία γλυπτών είναι τα ιστορικά ανάγλυφα που εικονίζουν ιστορικά γεγονότα, εκστρατείες, λατρευτικές τελετές και στολίζουν βωμούς, αψίδες και θριαμβικές στήλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη. Επίσης υπήρχαν και οι σαρκοφάγοι που η χρήση του για τους πλούσιους Ρωμαίους, γενικεύεται στα χρόνια του Αδριανού, ενώ έχουν ανάγλυφη διακόσμηση με θέματα άλλοτε καθαρά διακοσμητικά κι άλλοτε συμβολικά, παρμένα από την ελληνική μυθολογία. Πηγή είναι και εδώ η ελληνική ζωγραφική και γλυπτική. Αργότερα εμφανίζονται και θέματα που τονίζουν την ανδρεία του νεκρού, όπως το κυνήγι του λιονταριού που συμβολίζει την νίκη του ανθρώπου.
Ζωγραφική
Ζευγάρι Ρωμαίων, τοιχογραφία από την Πομπηία
Η ζωγραφική χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων των πλούσιων ρωμαϊκών επαύλεων και οι γνώσεις μας για αυτήν προέρχονται από τις τοιχογραφίες των σπιτιών της Πομπηίας και των άλλων πόλεων που καταπλακώθηκαν από τη λάβα του Βεζούβιου. Τα θέματα περιλαμβάνουν σκηνές εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία, από την καθημερινή ζωή, τελετές μύησης κ.α. Πρότυπο πάλι για τους Ρωμαίους καλλιτέχνες είναι η ελληνική μεγάλη ζωγραφική, που μόλις τώρα οι ανασκαφές φέρνουν στο φως (Βεργίνα). Ιδιαίτερη αξία έχουν και τα ψηφιδωτά που καλύπτουν το δάπεδο καθώς κοσμούν κόγχες ή επιφάνειες τοίχων, και σχηματίζονται με μικρές ποικιλόχρωμες ψηφίδες, γυάλινες ή πήλινες, κολλημένες πάνω σε μείγμα από ασβέστη και άμμο. Τα ρωμαϊκά αυτά ψηφιδωτά διακρίνονται για την ομορφιά και την φυσικότητα τους, όπως ο «ασάρωτος οίκος» ή «η μάχη στην Ισσό». Οι Ρωμαίοι στα έργα της τέχνης τους μιμήθηκαν ελληνικά πρότυπα. Δεν πρέπει όμως κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα εκείνης της εποχής να θεωρείται ότι ήταν ελληνικό ως προς την έμπνευση και την εκτέλεσή του.
Θα σας επισημάνω τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής τέχνης:
Μαθαίνουμε τα γνωρίσματα της ρωμαϊκής πλαστικής.
Μαθαίνουμε τα κύρια στοιχεία της ρωμαϊκής ζωγραφικής.
Μαθαίνουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.
Από τους τρεις κύριους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας ας θυμηθούμε τα δωρικά, τα ιωνικά και τα κορινθιακά κιονόκρανα.
Ας συγκρατήσουμε την πληροφορία πως η ρωμαϊκή κολώνα διατηρεί κατά κανόνα τον κορινθιακό ρυθμό
Στην Κόρντοβα της Ισπανίας αυτό είναι εμφανές:
Το πιο χαρακτηριστικό ρωμαϊκό οικοδόμημα (και το γνωστότερο διεθνώς) είναι το Φλάβιο Αμφιθέατρο, αλλιώς Κολοσσαίον. Το Αmphitheatrum Flavium ή περισσότερο γνωστό με την ονομασία Colosseum (Κολοσσαίο, το Γιγαντιαίο) ήταν ένα αμφιθέατρο στην Ρώμη. Βρίσκεται στη ΝΑ. πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς (Forum Romanum). Ονομαζόταν αμφιθέατρο των Φλαβίων, από το όνομα της δυναστείας των αυτοκρατόρων που το έκτισαν. Για να κατασκευαστεί, εργάστηκαν χιλιάδες Ιουδαίοι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί από τον Τίτο μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Πήρε το όνομά του από το κολοσσαίο άγαλμα του Νέρωνα (Ο Κολοσσός), που βρισκόταν στην τοποθεσία που χτίστηκε . Μπορούσε να χωρέσει 45.000 θεατές και είχε σχήμα έλλειψης με περιφέρεια 524 μέτρων. Οι διαστάσεις του ήταν τεράστιες: 156 x 188 μέτρα και το ύψος του έφτανε τα 48 μέτρα και είχε τέσσερις ορόφους. Από αυτούς, οι τρεις πρώτοι είχαν αψίδες και ο τέταρτος σαράντα παράθυρα. Πάνω από τον 4ο όροφο υπήρχε στοά. Ο τελευταίος όροφος προοριζόταν για τις γυναίκες και τις κατώτερες τάξεις των πολιτών, ενώ ο πρώτος για τους επιφανείς πολίτες. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε κερκίδες, ενώ στο κέντρο του είχε κονίστρα που χωριζόταν από τις κερκίδες με ένα ψηλό βάθρο. Κάτω από την κονίστρα βρίσκονταν τα υπόγεια. Εκεί βρίσκονταν τα κλουβιά με τα ζώα, τα οποία μπορούσαν να ανυψωθούν για να ανεβαίνουν τα ζώα στην αρένα, καθώς και οι μηχανικές συσκευές του κτηρίου. Πάνω από την αρένα υπήρχε μια μεγάλη τέντα, προκειμένου οι θεατές να προστατεύονται από τον ήλιο. Οι θεατές έμπαιναν στο κτήριο μέσα από 80 εισόδους, 4 από τις οποίες χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους ρωμαίους γερουσιαστές και άρχοντες. Οι πολλές πύλες έδιναν στο Κολοσσαίο τη δυνατότητα να γεμίσει μέσα σε 15 λεπτά, και να αδειάσει μέσα σε μόλις 5. Στην κονίστρα (αρένα) οδηγούσαν δύο πύλες: η «πύλη της ζώσης σαρκός», από την οποία οι μονομάχοι εισέρχονταν στην αρένα, και η «νεκρική πύλη», από την οποία απομακρύνονταν οι νεκροί της μάχης. Το Κολοσσαίο άρχισε να κατασκευάζεται στην εποχή του Βεσπασιανού το 72 μ.Χ., συνεχίστηκε την εποχή του Τίτου και ολοκληρώθηκε όταν ήταν αυτοκράτορας ο Δομιτιανός, το 80 μ.Χ. Ονομαζόταν αμφιθέατρο των Φλαβίων, από το όνομα της δυναστείας των αυτοκρατόρων που το έκτισαν. Για να κατασκευαστεί, εργάστηκαν χιλιάδες Ιουδαίοι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί από τον Τίτο μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Πήρε το όνομά του από το κολοσσιαίο άγαλμα του Νέρωνα (Ο Κολοσσός), που βρισκόταν στην τοποθεσία που χτίστηκε.
Μπορούσε να χωρέσει 45.000 θεατές και είχε σχήμα έλλειψης με περιφέρεια 524 μέτρων. Οι διαστάσεις του ήταν τεράστιες: 156 x 188 μέτρα, το ύψος του έφτανε τα 48 μέτρα και είχε 4 ορόφους. Από αυτούς, οι τρεις πρώτοι είχαν αψίδες και ο 4ος 40 παράθυρα. Πάνω από τον 4ο όροφο υπήρχε στοά. Ο τελευταίος όροφος προοριζόταν για τις γυναίκες και τις κατώτερες τάξεις των πολιτών, ενώ ο πρώτος για τους επιφανείς πολίτες. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε κερκίδες, ενώ στο κέντρο του είχε κονίστρα που χωριζόταν από τις κερκίδες με ένα ψηλό βάθρο. Κάτω από την κονίστρα βρίσκονταν τα υπόγεια. Εκεί βρίσκονταν τα κλουβιά με τα ζώα, τα οποία μπορούσαν να ανυψωθούν για να ανεβαίνουν τα ζώα στην αρένα, καθώς και οι μηχανικές συσκευές του κτηρίου. Πάνω από την αρένα υπήρχε μια μεγάλη τέντα, προκειμένου οι θεατές να προστατεύονται από τον ήλιο. Οι θεατές έμπαιναν στο κτήριο μέσα από 80 εισόδους, 4 από τις οποίες χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους ρωμαίους γερουσιαστές και άρχοντες. Οι πολλές πύλες έδιναν στο Κολοσσαίο τη δυνατότητα να γεμίσει μέσα σε 15 λεπτά, και να αδειάσει μέσα σε μόλις 5. Στην κονίστρα (αρένα) οδηγούσαν δύο πύλες: η «πύλη της ζώσης σαρκός», από την οποία οι μονομάχοι εισέρχονταν στην αρένα, και η «νεκρική πύλη», από την οποία απομακρύνονταν οι νεκροί της μάχης. Το Κολοσσαίο έμεινε θρυλικό ως το κέντρο των αιμοχαρών θεαμάτων που απολάμβανε η ρωμαϊκή αυλή στην εποχή της παρακμής της. Η ορχήστρα είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για να πραγματοποιούνται ναυμαχίες, μονομαχίες και θηριομαχίες τις οποίες χρηματοδοτούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Εκεί γίνονταν επίσης μαρτύρια χριστιανών. Στο Κολοσσαίο πραγματοποιούνταν αγώνες με ελεύθερη είσοδο, οι οποίοι διοργανώνονταν από τους αυτοκράτορες για να αυξάνουν την δημοτικότητά τους. Οι αγώνες διαρκούσαν μία μέρα ή και περισσότερες. Ξεκινούσαν με κωμικές πράξεις και εξωτικά ζώα, και ολοκληρώνονταν με τις μονομαχίες μεταξύ ζώων και μονομάχων, ή μόνο μεταξύ μονομάχων. Οι μονομάχοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή δούλοι. Το 80 μ.Χ. πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Κολοσσαίου, με αγώνες που διήρκεσαν συνολικά 100 ημέρες. Το Κολοσσαίο λειτούργησε για περίπου 400 χρόνια, με μια διακοπή μεταξύ των ετών 217-238 μ.Χ., εξαιτίας ενός κεραυνού που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του.Το Κολοσσαίο έμεινε θρυλικό ως το κέντρο των αιμοχαρών θεαμάτων που απολάμβανε η ρωμαϊκή αυλή στην εποχή της παρακμής της. Η ορχήστρα είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για να πραγματοποιούνται ναυμαχίες, μονομαχίες και θηριομαχίες τις οποίες χρηματοδοτούσαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Εκεί γίνονταν επίσης μαρτύρια χριστιανών. Στο Κολοσσαίο πραγματοποιούνταν αγώνες με ελεύθερη είσοδο, οι οποίοι διοργανώνονταν από τους αυτοκράτορες για να αυξάνουν την δημοτικότητά τους. Οι αγώνες διαρκούσαν μία μέρα ή και περισσότερες. Ξεκινούσαν με κωμικές πράξεις και εξωτικά ζώα, και ολοκληρώνονταν με τις μονομαχίες μεταξύ ζώων και μονομάχων, ή μόνο μεταξύ μονομάχων. Οι μονομάχοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή δούλοι. Το 80 μ.Χ. πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Κολοσσαίου, με αγώνες που διήρκεσαν συνολικά εκατό ημέρες. Το Κολοσσαίο λειτούργησε για περίπου 400 χρόνια, με μια διακοπή μεταξύ των ετών 217-238 μ.Χ., εξαιτίας ενός κεραυνού που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του.
• Η στήλη του Τραϊανού Πρόκειται για ρωμαϊκή θριαμβευτική στήλη στη Ρώμη της Ιταλίας, η οποία τιμά τη νίκη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού στους Δακικούς Πολέμους. Κατά πάσα πιθανότητα κατασκευάστηκε υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Απολλόδωρου από τη Δαμασκό με εντολή της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Βρίσκεται στην Αγορά του Τραϊανού, βόρεια της Ρωμαϊκής Αγοράς. Ολοκληρώθηκε το 113 μ.Χ. Είναι γνωστή για το σπειροειδές ανάγλυφο, το οποίο παριστά καλλιτεχνικά τους πολέμους ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Δάκες (101-102 και 105-106). Ο σχεδιασμός της έχει εμπνεύσει πολυάριθμες στήλες νίκης, αρχαίες και σύγχρονες.
• Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η κεντρική αγορά στην αρχαία Αθήνα στους Ρωμαικούς χρόνους. Στον χώρο αυτό πραγματοποιούνταν εμπορικές συναλλαγές και συναθροίσεις. Στην Αθήνα υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά μνημεία, που τα συναντούμε στην καθημερινότητά μας και που είναι ενδεικτικά της ρωμαϊκής περιόδου στον τόπο μας:
Υπολείμματα της ρωμαϊκής κατάκτησης συναντούμε και στη συμπρωτεύουσα, τη Θεσσαλονίκη:
Στη Ρώμη σώζονται επίσης ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς (forum romanum):
• Ο Μέγας Ιππόδρομος, λατιν. Circus Maximus (κυριολεκτικά: ο Μέγιστος Κύκλος) στην αρχαία Ρώμη, ήταν ένα στάδιο για αρματοδρομίες και ένας χώρος για την ψυχαγωγία του πλήθους. Βρίσκεται στο κοίλωμα μεταξύ του Αβεντίνου και του Πλατίνου λόφου. Ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο στάδιο της παλαιάς Ρώμης και της μεταγενέστερης Αυτοκρατορίας της. Οι διαστάσεις του είναι 621 μ. Χ 118 μ. και χωρούσαν 250.000 θεατές. Στην πλήρως ανεπτυγμένη μορφή του, έγινε το πρότυπο για τους ιπποδρόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινουπολης. Η τοποθεσία είναι τώρα δημόσιο πάρκο.
• Το Πάνθεον της Ρώμης είναι αρχαία θρησκευτική κατασκευή η οποία βρίσκεται στην Piazza della Rotonda (Ρώμη). Κατασκευάστηκε ύστερα από εντολή του Αγρίππα κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. και στον θριγκό φέρει την επιγραφή Marcus Agrippa Lucius filius, consul tertium, fecit, δηλ. ο Μάρκος Αγρίππας τού Λούκιου γιος, ύπατος για τρίτη φορά, το έκανε. Υπέστη αρκετές καταστροφές από πυρκαγιές, με αποτέλεσμα να ανακατασκευαστεί πλήρως από τον Αδριανό στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. Αρχικά, το Πάνθεον ήταν ναός αφιερωμένος σε όλες τις θεότητες της Αρχαίας Ρώμης. Μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία κατά τον 7ο αιώνα. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε μέγεθος ρωμαϊκό μνημείο, που να έχει διασωθεί έως σήμερα σχεδόν άφθαρτο, λόγω της ασταμάτητης χρήσης του έως και σήμερα. Έχει δώσει την ονομασία του σε συνοικία της Ρώμης. Η ονομασία του πάνθεον προέρχεται από το αρχαιοελληνικό επίθετο πάνθειον, το οποίο σημαίνει «όλων των θεών». Η πλειονότητα των Ρωμαίων συγγραφέων το αναφέρουν με την ελληνική του ονομασία Πάνθεον. Η εκλατινισμένη εκδοχή του ονόματός του, Pantheum απαντάται στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο.
• Τα λουτρά ή Θέρμες του Καρακάλλα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα λουτρών στην Αρχαία Ρώμη. Κατασκευάστηκαν στο νότιο τμήμα της πόλης, κοντά στην Αππία οδό, με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Καρακάλλα και εγκαινιάστηκαν το 216 μ.Χ. Φημίζονταν για τον πλούσιο διάκοσμο και τα λαμπρά έργα τέχνης που τις κοσμούσαν.
• Ο Χρυσός Οίκος, (λατινικά: Domus Aurea), ήταν ένα τεράστιο ανάκτορο, που κτίστηκε από τον Αυτοκράτορα Νέρωνα στο κέντρο της αρχαίας Ρώμης. Έγινε έπειτα από τη μεγάλη πυρκαϊά του 64 μ.Χ., η οποία κατέστρεψε ένα μεγάλο τμήμα της πόλης και τις αριστοκρατικές επαύλεις επί του Παλατίνου λόφου.
• Το Μαυσωλείο του Αδριανού χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο έως την 2η δεκαετία του 3ου αι.,για να εγκαταλειφθεί ακολούθως στην τύχη του. Κατά την νέα οχύρωση της Ρώμης, η εκείθεν του ποταμού περιοχή ερημώθηκε, αλλά πολύ σύντομα το μαυσωλείο μετασκευάσθηκε σε οχυρό. Με τις βαρβαρικές επιδρομές (4ος και 5ος αι.) υπέστη και αυτό μεγάλες βλάβες, ενώ οι κίονές του κατέληξαν στη βασιλική του Αγίου Πέτρου. (Castello San Angelo)
• Η Αψίδα του Κωνσταντίνου, λατιν. Arcus Constantini, είναι μία θριαμβική Αψίδα στη Ρώμη, που βρίσκεται μεταξύ του Κολοσσαίου και του Παλατίνου λόφου. Εγέρθηκε από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο για την επέτειο της νίκης του Κωνσταντίνου Α΄ επί του Μαξεντίου στη Μάχη της Μιλβίας γέφυρας το 312. Του αφιερώθηκε το 315 και είναι η μεγαλύτερη Ρωμαϊκή θριαμβική Αψίδα. Το τόξο εκτείνεται επάνω από την Θριαμβική Οδό (Via Triumphalis), την οδό που έβαιναν οι Αυτοκράτορες, όταν εισερχόταν στην πόλη με θρίαμβο (triumphus).
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο από όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία. Παράλληλα, προσέθεσαν νέα υλικά και νέες μεθόδους στην οικοδομική κατορθώνοντας έτσι να κατασκευάσουν μεγάλα οικοδομήματα, με ξεχωριστά ρωμαϊκά γνωρίσματα που συνδύαζαν το θόλο, την αψίδα και τους ελληνικούς διακοσμητικούς ρυθμούς. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί πως οι Ρωμαίοι-άνθρωποι περισσότερο πρακτικοί- προτιμούσαν τα έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Κράτους: γέφυρες, υδραγωγεία, δρόμους και κατασκευές στερεές που να αψηφούν το χρόνο και να εκφράζουν το μεγαλείο της Ρώμης. Αργότερα βέβαια έχτιζαν και έργα που είχαν κύριο στόχο τους τη προσφορά ανέσεων και ψυχαγωγίας στο λαό, όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, θέρμες και βιβλιοθήκες
ΚΛΕΙΩ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ
Με τον όρο ρωμαϊκή τέχνη αναφερόμαστε στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην αρχαία Ρώμη, κυρίως κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ενσωματώνει στοιχεία δανεισμένα από την ετρουσκική και την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση. Αυτό ερμηνεύεται εύκολα, αν θυμηθούμε ότι για πολύ καιρό οι Ρωμαίοι έζησαν κάτω από ετρουσκική επίδραση και ότι με την επέκτασή τους προς την κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία (τον 3ο αιώνα π.Χ.) ήρθαν σε άμεση γνωριμία με την ελληνική τέχνη. Είναι ακόμη γνωστό ότι από τον 2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι στρατηγοί όταν γύριζαν από νικηφόρες εκστρατείες στην Ανατολή, συνήθιζαν να κοσμούν το «θρίαμβο» τους με έργα ελληνικής τέχνης και ότι ο θαυμασμός των πλουσίων Ρωμαίων για την ελληνική τέχνη και η επιθυμία τους να στολίζουν τα σπίτια τους με έργα ελληνικά, τους οδήγησε στην αντιγραφή φημισμένων έργων ελληνικής τέχνης. Με τον τρόπο αυτό, οι Ρωμαίοι βοήθησαν να διατηρηθεί ζωντανή η ελληνική καλλιτεχνική παράδοση που επρόκειτο αργότερα να εξαπλωθεί ως ελληνορωμαϊκή τέχνη σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και να παίξει ρόλο αποφασιστικό στη μελλοντική εξέλιξη της ευρωπαϊκής τέχνης. Στην τελευταία περίοδο της δημοκρατίας, η ρωμαϊκή τέχνη διαμόρφωσε καθαρά το δικό της χαρακτήρα: τα ρωμαϊκά έργα, μολονότι φιλοτεχνούνται από Έλληνες καλλιτέχνες και έχουν τη σφραγίδα της ελληνικής επίδρασης, εμπνέονται από τις ρωμαϊκές παραδόσεις και εκφράζουν τα ρωμαϊκά ιδανικά, π.χ. την προτίμηση για το επιβλητικό οικοδόμημα και την πλούσια διακόσμηση.
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο από όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία. Παράλληλα, προσέθεσαν νέα υλικά και νέες μεθόδους στην οικοδομική κατορθώνοντας έτσι να κατασκευάσουν μεγάλα οικοδομήματα, με ξεχωριστά ρωμαϊκά γνωρίσματα που συνδύαζαν το θόλο, την αψίδα και τους ελληνικούς διακοσμητικούς ρυθμούς. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί πως οι Ρωμαίοι-άνθρωποι περισσότερο πρακτικοί- προτιμούσαν τα έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Κράτους: γέφυρες, υδραγωγεία, δρόμους και κατασκευές στερεές που να αψηφούν το χρόνο και να εκφράζουν το μεγαλείο της Ρώμης. Αργότερα βέβαια έχτιζαν και έργα που είχαν κύριο στόχο τους τη προσφορά ανέσεων και ψυχαγωγίας στο λαό, όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, θέρμες και βιβλιοθήκες. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας και λίγο νωρίτερα, η Ρώμη παρουσίασε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα: νέες πόλεις χτίζονται, ενώ η πρωτεύουσα ανοικοδομείται και στολίζεται με αγορές, θέατρα και ναούς. Οι οικοδομές χτίζονται με τούβλα και επικαλύπτονται με πολύχρωμα μάρμαρα. Ο Αύγουστος στολίζει την αγορά με μεγαλόπρεπα κτίρια, κύρια έκφραση του αυτοκρατορικού γοήτρου. Στα χρόνια των Φλαβίων χτίζεται το Κολοσσαίο, ένα τεράστιο αμφιθέατρο. Αξιοθαύμαστο για το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια του είναι το Πάνθεον, έργο των χρόνων του Αδριανού. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε ένας νέος τύπος μνημείου, η θριαμβική αψίδα. Ορθωνόταν για την υποδοχή των θριαμβευτών και την ανάμνηση των πολεμικών θριάμβων της Ρώμης. Από τον 3ο αι. μ. Χ. κι έπειτα, εγκαταλείπονται οι ελληνικοί ρυθμοί στην αρχιτεκτονική και κάνουν την εμφάνιση τους εκείνα τα στοιχεία που θα επικρατήσουν αργότερα στη βυζαντινή τέχνη. Οι Ρωμαίοι δείχνουν προτίμηση για επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, όπως βασιλικές στοές, θέρμες κτλ. Τυπικά δείγματα αποτελούν οι θέρμες του Καρακάλλα και του Διοκλητιανού. Η αρχιτεκτονική ήταν η τέχνη με την οποία ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι. Ιδιαίτερα την εποχή του Αυγούστου και μετά, η εξέλιξη της ήταν μεγάλη. Εξυπηρέτησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης το μεγαλείο της Ρώμης και διευκόλυνε παράλληλα την ζωή των υπηκόων της αυτοκρατορίας. • Η κατασκευή μεγάλου αριθμού έργων σε όλη την αυτοκρατορία έφερε οικονομική ανάπτυξη. Οι Αντωνίνοι αλλά και άλλοι αυτοκράτορες φρόντισαν ιδιαίτερα την κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας στις επαρχίες, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αγορές, θέρμες, νυμφαία, ωδεία, βιβλιοθήκες.
• Τα κύρια χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν: 1. Η τελειοποίηση των οικοδομικών υλικών. 2. Η τάση προς το μνημειακό. 3. Η προτίμηση στα καμπυλόγραμμα αρχιτεκτονικά στοιχεία. 4. Η κυριαρχία του κορινθιακού ρυθμού.
o Λίγα λόγια για ένα από τα πιο γνωστά μνημεία της Ρώμης: Στα χρόνια του Νέρωνα, οι συνθήκες διαβίωσης των φτωχών είχαν επιδεινωθεί δραματικά. Έτσι, ο Βεσπασιανός που ανέλαβε την εξουσία αμέσως μετά από αυτόν, καλωσορίστηκε ως ο αυτοκράτορας που έδειχνε κατανόηση για τους πληβείους, πράγμα που εκείνος εκμεταλλεύτηκε με σύνεση. Μια από τις σωστότερες πολιτικές αποφάσεις του ήταν να επιστρέψει στο λαό την περιοχή όπου βρίσκονταν έως τότε οι ιδιωτικοί κήποι της Χρυσής Οικίας του Νέρωνα.
Αυτό πραγματοποιήθηκε με την ανοικοδόμηση (72-80 μ.Χ.) μιας επιβλητικής αρένας, γνωστή ως Κολοσσαίο, στη θέση όπου προηγουμένως βρισκόταν ένα μέρος του παλατιού του Νέρωνα. Με αυτό τον τρόπο κατασκευάστηκε το Κολοσσαίο, το οποίο έχει περίμετρο 524 μ. και αποτελείται από ένα στίβο και 4 ορόφους με κερκίδες για 50.000 θεατές. Όλοι οι όροφοι επικοινωνούν με ομόκεντρες ακτινωτές στοές και με σκάλες. Επιπλέον το Κολοσσαίο είναι οικοδομημένο έτσι ώστε όλοι οι θεατές να έχουν οπτική επαφή με τον στίβο. Ακόμα, οι 76 έξοδοί του, επέτρεπαν στους θεατές να εγκαταλείπουν το κτίριο μέσα σε σύντομο χρόνο. Τέλος στο αμφιθέατρο αυτό, που υπήρξε τόπος μαρτυρίου πολυάριθμων χριστιανών, οργανώνονταν μονομαχίες, ιπποδρομίες και άλλα ανάλογα θεάματα.
o Γνωστά μνημεία της Ρώμης:  Η στήλη του Τραϊανού
 Η Ρωμαϊκή Αγορά
 Το Στάδιο Circus Maximus
 Το Πάνθεον
 Τα λουτρά του Καρακάλλα
 Ο Χρυσός Οίκος του Νέρωνα
 Το Μαυσωλείο του Αδριανού
 Η Αψίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου
o Η γλυπτική στην Ρώμη:
Στη γλυπτική, ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι προσωπογραφίες (ανδριάντες ή προτομές) αυτοκρατόρων, στρατηγών, ιδιωτών, στις οποίες οι καλλιτέχνες προσπαθούν να αποτυπώσουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου. Από τον 3ο αιώνα και ύστερα, φροντίζουν περισσότερο να εκφράσουν τον ψυχικό κόσμο του ατόμου. Μια άλλη κατηγορία γλυπτών είναι τα ιστορικά ανάγλυφα που εικονίζουν ιστορικά γεγονότα, εκστρατείες, λατρευτικές τελετές και στολίζουν βωμούς, αψίδες και θριαμβικές στήλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη. Επίσης υπήρχαν και οι σαρκοφάγοι που η χρήση του για τους πλούσιους Ρωμαίους, γενικεύεται στα χρόνια του Αδριανού, ενώ έχουν ανάγλυφη διακόσμηση με θέματα άλλοτε καθαρά διακοσμητικά κι άλλοτε συμβολικά, παρμένα από την ελληνική μυθολογία. Πηγή είναι και εδώ η ελληνική ζωγραφική και γλυπτική. Αργότερα εμφανίζονται και θέματα που τονίζουν την ανδρεία του νεκρού, όπως το κυνήγι του λιονταριού που συμβολίζει την νίκη του ανθρώπου.
o Η ζωγραφική στη Ρώμη:
Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι αγαπούσαν ιδιαίτερα τη ζωγραφική. Οι παραστάσεις σε καμβά θεωρούνταν ανώτερες από τις τοιχογραφίες, οι οποίες είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα. Η ρωμαϊκή ζωγραφική έχει επηρεαστεί από την ετρουσκική και την ελληνιστική ζωγραφική. Χρονικά εκτείνεται από το 2ο π.Χ. ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα και προσφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη και καθιέρωση εκφραστικών τρόπων και μεθόδων σ’ όλες τις τέχνες. Τα βασικά θεματικά είδη της ρωμαϊκής ζωγραφικής είναι μυθολογικά, θρησκευτικά, φυσικά θέματα κυρίως η νεκρή φύση. Όμως τους Ρωμαίους τους αρέσει επίσης, το γυμνό και η προσωπογραφία. Το πορτρέτο, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη στη ρωμαϊκή τέχνη μια και το είδος μπορούσε μέσα από τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, το ρεαλισμό και την έκφραση του ψυχισμού να προβάλει τη φυσιογνωμία του πραγματιστή Ρωμαίου που είχε αναπτυγμένη τη συνείδηση της προσωπικότητας του ατόμου, το αίσθημα της σιγουριάς, της υπεροχής, ιδιότητες που αντλούσε από την παντοδυναμία της αυτοκρατορίας. Γενικά η ζωγραφική χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων των πλούσιων ρωμαϊκών επαύλεων και οι γνώσεις μας για αυτήν προέρχονται από τις τοιχογραφίες των σπιτιών της Πομπηίας και των άλλων πόλεων που καταπλακώθηκαν από τη λάβα του Βεζούβιου. Τα θέματα περιλαμβάνουν σκηνές εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία, από την καθημερινή ζωή, τελετές μύησης κ.τ.λ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Ο ΡΩΜΑΪΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ, των Αλέξη Νικολάου,Κωνσταντίνου Δορμπαράκη και Γιώργου Ψύχα
Ο πρώτος στρατός της Ρώμης αποτελούνταν από οπλίτες. Όταν η Ρώμη ήταν στα πρώτα της στάδια και κυβερνιόταν από Ετρούσκους βασιλείς, σε όλες τις γύρω περιοχές επικρατούσε το σύστημα μάχης που βασιζόταν σε οπλίτες. Αλλά τότε ήταν ανοργάνωτα στρατεύματα που αναμείγνυαν μισθοφόρους με απλούς πολίτες.
Ο πληθυσμός, αφού απογραφόταν, κατατασσόταν σε πέντε κατηγορίες. A. Η πρώτη κατηγορία, που αντιπροσώπευε τους πιο εύπορους πολίτες, αποτελούταν από οπλίτες με ακριβό και βαρύ εξοπλισμό, φτιαγμένο από ακριβά μέταλλα που κάλυπτε σχεδόν όλο του το σώμα. Ο εξοπλισμός αυτών περιελάμβανε κράνος, ασπίδα, περικνήμια, πανοπλία θώρακος, σπαθί και δόρυ. B. Οι κατώτερες τάξεις είχαν λιγότερο, έως και καθόλου εξοπλισμό. Οι πολίτες πέμπτης κατηγορίας δεν φορούσαν κάποιο είδος προστασίας και το μόνο τους όπλο ήταν οι σφενδόνες. Οι αξιωματικοί του στρατού και οι μονάδες ιππικού αποτελούταν από πολίτες πρώτης κατηγορίας που κατατάχθηκαν ως equites (=ιππείς).
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη βίωσε μια από τις πιο ταπεινωτικές της ήττες: οι Γαλάτες την κατέστρεψαν. Προκειμένου να αναδιοργανωθεί το κράτος ώστε να αποτρέψει μελλοντικές επιθέσεις έπρεπε να γίνουν ριζικές αλλαγές στην σύσταση και λειτουργία του στρατού. Ήταν ζωτικής σημασίας η μετάβαση από το σύστημα των οπλιτών σε ένα νέο, πιο αποδοτικό. Η Ρώμη δεν ήταν σαν την Ελλάδα. Στην Ελλάδα, δύο στρατοί συμφωνούσαν για την διεξαγωγή της μάχης σε κάποια μεγάλη πεδιάδα και με βάση το οπλιτικό σύστημα πολεμούσαν μέχρι να προκύψει η έκβαση. Λόγω του εδάφους και των λαών που κατοικούσαν στην Ιταλική χερσόνησο, αυτό ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε ο Ρωμαϊκός στρατός να αντιμετωπίσει με οπλίτες τα βαρβαρικά φύλα που χρησιμοποιούσαν δύσβατες περιοχές και γρήγορες τακτικές στις μάχες.
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΛΕΓΕΩΝΑ
Το συμμαχικό σώμα, ή βοηθητικό σώμα, ήταν υποστηρικτικό στρατιωτικό σώμα, που υπήρχε από τις αρχές της δημιουργίας του ρωμαϊκού στρατού. Αποτελούταν από μόνιμους επαγγελματίες στρατιώτες που δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες και υπήρχαν παράλληλα με τις λεγεώνες που απαρτίζονταν αποκλειστικά από Ρωμαίους πολίτες. Όπως και οι λεγεωνάριοι, οι νεοσύλλεκτοι των συμαχικών σωμμάτων ήταν ως επί το πλείστον εθελοντές, όχι επιστρατευμένοι, δηλαδή κατατάσσονταν στο στρατό με την θέλησή τους και λάμβαναν το ένα τρίτο του μισθού του Ρωμαίου λεγεωνάριου.
Η ρωμαϊκή λεγεώνα ήταν μία μεγάλη μονάδα του ρωμαϊκού στρατού. Επανδρώνονταν αποκλειστικά από Ρωμαίους πολίτες, καθώς, μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., κάθε Ρωμαίος πολίτης ήταν υποχρεωμένος να υπηρετεί στον ρωμαϊκό στρατό και λάμβανε μισθό για τις υπηρεσίες του. Λόγω αυτής της ιδιαίτερης νομικής τους θέσεως αποτελούσαν τις επιφανέστερες μονάδες. Όταν, μάλιστα επί Τραϊανού ανακαλύφθηκαν δούλοι που είχαν γίνει λεγεωνάριοι, ο αυτοκράτωρ διέταξε να εκτελεστούν, σε περίπτωση που είχαν καταταγεί στο στράτευμα με δική τους πρωτοβουλία.
Μέχρι τον 2ο αιώνα, τα στρατιωτικά σώματα αποτελούνταν από τον ίδιο αριθμό πεζικού με τις λεγεώνες και, επιπλέον, είχαν όλο σχεδόν το ιππικό του ρωμαϊκού στρατού (ειδικά ελαφρύ ιππικό), τοξότες, σφενδονιστές και πιο εξειδικευμένα στρατεύματα. Την εποχή αυτήν, τα στρατιωτικά σώματα αντιπροσωπεύουν τα τρία πέμπτα των τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων της Ρώμης.
Τα στρατιωτικά σώματα στρατολογούνταν κυρίως από τους ελεύθερους υπηκόους των επαρχιών που δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες (Ρωμαϊκή υπηκοότητα) και αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Μπορούσαν να στρατολογηθούν ακόμα και πολίτες από περιοχές που δεν ανήκαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Συνήθως το στρατιωτικό σώμα λάμβανε το όνομα της περιοχής από όπου στρατολογούνταν οι άνδρες του. Αυτές οι κοόρτεις έφεραν τα ονόματα «quingenaria», «milliaria» και «equitata» ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και την σύνθεσή τους.
Ο "ρωμαϊκός στρατός" είναι ιστορικός όρος, που αναφέρεται στις δυνάμεις ξηράς που χρησιμοποίησαν αρχικά το Ρωμαϊκό Βασίλειο, έπειτα η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, αργότερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και, τέλος, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Γιατί ο ρωμαϊκός στρατός είχε πάντα επιτυχίες;
Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν από τους καλύτερους της εποχής του και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν έμεινε στάσιμος. Συνεχώς η ρωμαϊκή στρατιωτική μηχανή προχωρούσε ανάλογα με τις συνθήκες και πολλές φορές πρωτοπορούσε , χρησιμοποιώντας διάφορες τακτικές.
Ποιες ήταν οι τακτικές μονάδες του ρωμαϊκού στρατού, ποιος ο σχηματισμός τους και γιατί;
Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν οργανωμένος σε δέκα τακτικές μονάδες, τις manipulus, τις οποίες συγκροτούσαν τρεις γραμμές, ανάλογα με την εμπειρία και τη μαχητική ικανότητα: οι hastati, οι principes και οι triarii. Το βαρύ πεζικό συμπληρωνόταν από μία μονάδα, την ala, που αποτελούνταν από βάρβαρους πολεμιστές, με 4-5.000 πεζικό και 900 ιππείς. Ο ρωμαϊκός στρατός υιοθέτησε έναν σχηματισμό σε σχήμα σκακιέρας ώστε να είναι εφικτή η προστασία των πεζών από το ιππικό και αντίστοιχα, να παρέχεται προστασία στο ιππικό μετά την επέλασή του.
Τι είναι και πως μοιάζει μια πρώιμη λεγεώνα;
Μια πρώιμη μορφή της Ρωμαϊκής λεγεώνας αντικατέστησε το οπλιτικό σύστημα μάχης. Το νέο σύστημα παρέτασε τον στρατό σε τρεις γραμμές που αποτελούνταν από στρατιώτες κατανεμημένους ανάλογα με την ηλικία και την αρχαιότητα τους. Στην πρώτη γραμμή ήταν οι hastati, νέοι στρατιώτες χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία. Εξοπλισμός τους ήταν η πανοπλία και η ορθογώνια παραλληλόγραμμη ασπίδα Ρωμαϊκού τύπου. Τα όπλα τους ήταν το ξίφος και το ακόντιο. Θεωρούνταν ισάξιοι με τους πολίτες δεύτερης τάξεως του οπλιτικού συστήματος. Εξαρτημένοι από τους hastati στην μάχη ήταν οι leves.
Ποιος ήταν ο ρόλος του στρατηγού ,τι τελικά αποδείχθηκε η Ρώμη και γιατί; Ο ρόλος του στρατηγού, σύμφωνα με τον Goldsworthy (Ο συγγραφέας του βιβλίου Roman Warfare ), ήταν να δημιουργήσει αυτοπεποίθηση στους στρατιώτες του πριν τη μάχη και να επιλέξει μια πολύ καλή τοποθεσία για μάχη. Η Ρώμη αποδείχθηκε ένας ασυνήθιστος εχθρός, επειδή είχε μια ασυνήθιστη στρατηγική άποψη για τον πόλεμο. Η ιδέα της ανακωχή θεωρούνταν απαράδεκτη. Μία συνθήκη ήταν αποδεκτή μόνο αν ο εχθρός παραδεχόταν την ήττα του και συνθηκολογούσε.
Ποια ήταν η σχέση του Καίσαρα με τον στρατό του;
Ο Καίσαρας, έχοντας γνώση της ψυχολογίας του πολέμου, επιβράβευε τους άνδρες του για την αξία τους και τους αντάμειβε με στρατιωτικές τιμές και χρήματα. Συντόνιζε τις εκστρατείες του εγγύς του πεδίου διεξαγωγής της μάχης και έδειχνε, κατά ένα μεγάλο μέρος, εμπιστοσύνη στους υπαξιωματικούς του ως προς την εκτέλεση των διαταγών του παρέχοντας τους την ευελιξία της ανάληψης πρωτοβουλιών.
Ποια ήταν η τακτική που χρησιμοποιούσε ο ρωμαϊκός στρατός
Η τακτική που χρησιμοποιούσε ο Ρωμαϊκός Στράτος ήταν στην ουσία μια σιωπηλή προώθηση ακολουθούμενη από αιφνιδιαστική επίθεση. Τα σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν ρευστές εμπορικές ζώνες μεταξύ των Ρωμαίων και των βαρβάρων. Ήταν κοινή πρακτική για τις μικρές ομάδες βαρβάρων να κάνουν επιδρομή σε ρωμαϊκούς οικισμούς και να επιστρέφουν με ένα βαρύ φορτίο από λάφυρα. Αυτές οι επιδρομές όμως δεν απέπνεαν μεγάλη ανησυχία, εκτός κι αν δεν συναντούσαν αντίσταση, γεγονός που υποδήλωνε ρωμαϊκή αδυναμία. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν αυτές τις επιδρομές σοβαρή απειλή και γι’ αυτό επιδίωκαν να προκαλέσουν αντίποινα, τα οποία συμπεριελάμβαναν την αρπαγή των βοοειδών των Γερμανών .
Ποιος ήταν ο τρόπος αναχαίτισης μιας απειλής από την Ρώμη ;
Για να αντιμετωπίσουν τις ακμάζουσες διαθέσεις μιας εξέγερσης ή ενός πολέμου οι Ρωμαίοι έκτισαν αμυντικές κατασκευές, όπως το τείχος του Αδριανού, ως δήλωση της ρωμαϊκής δύναμης. Έτσι, ο βασικός στόχος ήταν να προκαλέσουν δέος στους εχθρούς τους και να τους προδιαθέσουν έμμεσα σε υποταγή, χωρίς να χυθεί καθόλου αίμα.
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για περαιτέρω επεκτατική δραστηριότητα και ποιες οι αλλαγές στον στρατό ;
Η ιδέα για μια Αυτοκρατορία έγινε η πηγή έμπνευσης και το εφαλτήριο για περαιτέρω κατακτητική και επεκτατική δραστηριότητα στο πρώτο μισό του δεύτερου π.Χ. αιώνα. Ο επαγγελματικός στρατός που εμφανίστηκε αυτή την περίοδο αποτελούνταν από άπορους ακτήμονες, και η επιλογή αυτή προκειμένου να δελεάσουν άνδρες με λίγες προσδοκίες να ακολουθήσουν μία στρατιωτική καριέρα. Επιπλέον, η maniple αντικαταστάθηκε από την cohort. Αυτό οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας μιας νέας τάξης τεχνικών ειδικοτήτων στους κόλπους του στρατού.
Ποιος ο ανταγωνισμός στον ρωμαϊκό στρατό;
Ο ανταγωνισμός λοιπόν εντυπώνονταν στον στρατιώτη από τη στιγμή της γέννησης και ασκούνταν σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Τόσο ισχυρό ήταν το κίνητρο του ανταγωνισμού που ο Cassius Longinus, ύπατος της Ρώμης, “αποφάσισε με δική του πρωτοβουλία την προέλαση του στρατού ξηράς του στη Μακεδονία. Κατά τύχη, η Σύγκλητος πληροφορήθηκε την εκστρατεία του και έτσι έστειλε μία αποστολή να ανακόψει την πορεία του. Ο Longinus εσκεμμένα αψήφησε τις διαταγές, καθώς είχε υιοθετήσει έναν ομηρικό κώδικα αξιών, ο οποίος απαιτούσε την άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας και δράσης, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την ανυπακοή στις διαταγές της Συγκλήτου".
Ποια γεγονότα ενίσχυσαν την επεκτατική διάθεση και την αυτοπεποίθηση των Ρωμαίων στρατιωτών;
Η ικανότητα να ενσωματώνουν στους κόλπους τους άλλους λαούς και ειδικότερα τους βαρβάρους, ενίσχυσε την επεκτασιμότητα των Ρωμαίων και τους βοήθησε να σχηματίσουν στρατεύματα έτοιμα και ικανά να αντιμετωπίσουν κάθε πρόκληση. Η ευελιξία τους και η εντατική στρατιωτική αγωγή ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση και το ηθικό τους . Τελος , απέκτησαν υψηλή εξειδίκευση κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο και στελεχώθηκαν με μηχανικούς και μονάδες αναγνώρισης.
Γιώργος Ψύχας
ΠΗΓΕΣ: https://cognoscoteam.gr/%CE%BF-%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%85/ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82 Αλέξης Νικολάου-Κωνσταντίνος Δορμπαράκης- Γιώργος Ψύχας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...