Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί παρακλάδι της ευρύτερης φιλοσοφικής, επιστημονικής, πολιτικής, και γενικότερα ιδεολογικής κίνησης που έλαβε χώρα στον Ευρωπαϊκό χώρο κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, και που ονομάζεται με τον όρο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Από τις αρχές του 18ου αιώνα συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία αλλαγές που επηρεάζουν την ελληνική ζωή σε πολλά επίπεδα και όπως είναι φυσικό δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος ο τομέας της παιδείας και της σκέψης γενικότερα. Οι αλλαγές αυτές οφείλονται στις μεταβολές των διεθνών πολιτικών συνθηκών στον χώρο της Νοτιανατολικής Ευρώπης που οδηγούν στην κάμψη της επιθετικότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εν τέλει στην εξασθένισή της. Η μεταβολή αυτή των διεθνών συνθηκών ευνοεί την άνοδο στο προσκήνιο νέων δυναμικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Διαφωτισμός μεταδόθηκε μέσω των παροικιών και στον υπόδουλο Ελληνισμό, με κάποια όμως καθυστέρηση, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Η μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών επέτρεψε, στη συνέχεια, τη δημιουργία στον ελληνικό χώρο, κατά την περίοδο 1750-1821, ενός πνευματικού κινήματος ανάλογου του Ευρωπαϊκού, που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Αναπτύχθηκε και εδώ έντονη πνευματική δραστηριότητα γύρω από θεμελιώδεις ιδέες (όπως ελευθερία, δικαιοσύνη, ανεξιθρησκία, αρετή, επιστήμη) με αντικειμενικό σκοπό το φωτισμό των υπόδουλων Ελλήνων, ώστε αυτοί να διεκδικήσουν την απελευθέρωσή τους. Παράλληλα ιδρύθηκαν σχολεία, εκδόθηκαν βιβλία, μελετήθηκαν οι θετικές επιστήμες και επιδιώχθηκε η σύνδεση με την αρχαιότητα. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των φορέων του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο έχουν μεγάλο εύρος και εκτείνονται από την προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες μέχρι την πλήρη αποδοχή των ευρωπαϊκών ιδεών.
Σημαντικοί εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι, μεταξύ άλλων, ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Δημήτριος Καταρτζής, οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας. Κορυφαίοι, όμως, αναδείχθηκαν ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής.
Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος (1757-1798) επιδιώκει μέσα από το μεταφραστικό και το πρωτότυπο συγγραφικό έργο του να καταστήσει τους Έλληνες κοινωνούς της δυτικής σκέψης και να τους προετοιμάσει για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το έργο του "Φυσικής Απάνθισμα", με το οποίο επιχειρεί να εμφυσήσει στους συμπατριώτες του την ορθολογική σκέψη μέσω των φυσικών επιστημών. Συγκεκριμένα, ο Ρήγας κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1790 με τα πρώτα δύο βιβλία του. Το πρώτο είναι το βιβλίο "Σχολείον των ντελικάτων εραστών", το οποίο είναι μετάφραση από το βιβλίο του Retif de la Bretonne (1734-1806), "Les Contemporaines", θεωρείται ως το πρώτο βιβλίο από το νέο είδος λογοτεχνικού έργου, του μυθιστορήματος, στο ελληνικό χώρο. Στο βιβλίο αυτό από πολύ νωρίς δείχνεται η πρωτοπόρα πολιτικοκοινωνική του σκέψη, διότι εναντιώνεται εκτός των άλλων στους τίτλους ευγενείας, που τότε συνηθιζόταν. Με έμφαση παρατηρεί: " Η αληθινή ευγένεια είναι φυτεμένη εις το υποκείμενον του ανθρώπου και όχι εις τους ματαίους τίτλους των προπατόρων (καθώς μεγαλαυχούν μερικοί και υπεραίρονται, ωσάν να εκατέβηκαν από τα σύννεφα με το ζιμπίλι) και άν τους παρατηρήσει κανείς, τους ευρίσκει ή τρελλούς ή μωρούς".
Εμπνευσμένος ο Ρήγας από τον άνεμο της ελευθερίας που πνέει στη Γαλλία και τη δυτική Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα, τυπώνει μια σειρά από χάρτες, μεταξύ των οποίων και τη Μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος, όπου δείχνει παραστατικά την έκταση και την ακτινοβολία του Ελληνισμού, καθώς και βιβλία με πατριωτικό περιεχόμενο, από τα οποία το πιο σημαντικό είναι η Νέα Πολιτική Διοίκησις, μέρος του οποίου αποτελεί και ο περίφημος Θούριος. Ο Ρήγας τονίζει τη σημασία της ελευθερίας, ως πρώτιστου αγαθού του ανθρώπου, που είναι και πάνω από τη ζωή: "Κάλλιο 'ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή" (στίχ. 7-8) Στους στίχους διεκτραγουδεί την θλιβερή κατάσταση των σκλαβωμένων, την αβεβαιότητα της ζωής και της περιουσίας από τις αυθαιρεσίας της οθωμανικής εξουσίας: "Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί σκοτώθηκαν, κι' αγάδες, με άδιοκον σπαθί. Κι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή" (Θούριος, στίχ. 17-20). Ως πραγματικός επαναστάτης, ακόμη, προσπαθεί να συνενώσει τους λαούς των Βαλκανίων να αρπάξουν τα όπλα και να ριχθούν στον ιερό αγώνα της επανάστασης, εναντίον του κοινού τυράννου. Γι΄ αυτό διακηρύσσει: "Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, αράπηδες και άσπροι, με μιά κοινή ορμή, για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί πως είμεθ΄ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή" (Θούριος, στίχ. 45-48). Ο Ρήγας τη σημαντική χρονιά, που αρχίζει να εφαρμόζει το επαναστατικό του σχέδιο, το 1797, μεταφράζει και τυπώνει δύο θεατρικά έργα, γνωρίζοντας τον παιδευτικό ρόλο του θεάτρου στην πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων. Γι' αυτό εξ άλλου στο έβδομο φύλλο της Xάρτας της Ελλάδος παραθέτει και την εικόνα του αρχαίου θεάτρου, την οποία πήρα από το βιβλίο του Barbie du Bogage, Recueil de Cartes Geographiques plans, vues et medalles de l' ancienne Grece relatif au voyage de Jeune Anacharsis, Paris 1788. Στα "Ολύμπια", μετάφραση από έργο του P. Metastassio, (1698-1792), απαριθμεί τα αθλήματα των Ολυμπιακών αγώνων της αρχαιότητας, όπου ωστόσο προσθέτει και τη σημαντική πληροφορία ότι στην εποχή του μερικά από αυτά τα αθλήματα διατηρούνται στην Θεσσαλία και σε όλη την Ελλάδα. Προφανής ο σκοπός του Ρήγα. ΄Ηθελε να συνδέσει το παρόν με το ένδοξο παρελθόν και να δημιουργήσει τα ανάλογα συναισθήματα στους αναγνώστες του, που θα είναι απαραίτητα στην ανάπτυξη της επαναστατικής τους διάθεσης. Μάλιστα βρίσκει ευκαιρία και με τα πιο έντονα τυπογραφικά στοιχεία της εποχής του τονίζει ιδιαίτερα τέσσερις φορές τη λέξη "Ελευθερία", φορτίζοντάς την με νόημα επαναστατικό. Επίσης στην αρχή του δευτέρου θεατρικού έργο η "Βοσκοπούλα των Αλπεων" του L. F. Marmontel, (1723-1799), με έμφαση υπογραμμίζει τη ρήση "Ο ιερός της πατρίδος έρως εμφωλεύει εις την καρδίαν και η καρδία δεν γηράσκει ποτέ", θέλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο να τονίσει την προς την πατρίδα αφοσίωση των Ελλήνων. Ο Ρήγας οραματιζόταν κοινή εξέγερση όλων των βαλκανικών λαών εναντίον του δυνάστη και την ίδρυση μιας παμβαλκανικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα επαναστατικά του όμως σχέδια ματαιώθηκαν, όταν οι αυστριακές αρχές τον συνέλαβαν στην Τεργέστη μαζί με τους συντρόφους του και τον παρέδωσαν στις οθωμανικές αρχές του Βελιγραδίου, όπου και εκτελέστηκε στις 24 Ιουνίου 1798. Αποδεικνύεται ότι ήταν και πολιτικός νούς με το επαναστατικό του κείμενο "Νέα Πολιτική Διοίκησις", που το μεγαλύτερο μέρος είναι μετάφραση από το Γαλλικό Σύνταγμα του 1793, (Acte Constitutionnel precede de la Declaration des Droits de l' Homme et du Citoyen, presente au Peuple Francais par la Convention Nationale, le 24 juin 1793, l' an II de la Republique). ΄Ηταν γνώστης της διπλωματίας και της σημασίας του ψυχολογικού παράγοντα στην έκβαση ιδιαίτερα των επανασταστικών κινημάτων. Γι' αυτό είχε προνοήσει, με την κήρυξη της επανάστασής του, να έχει έτοιμη την Επαναστατική Προκήρυξη, όπου διατυπώνει το δίκαιον της ένοπλης εξέγερσης κατά της τυραννικής εξουσίας του Σουλτάνου. Δημιουργούσε έτσι δίκαιον για τη νομιμότητα του επαναστατικού του κινήματος, για να είναι σε θέση αμέσως να ζητήσει την πολιτική αναγνώριση από τα άλλα έθνη. Η ενέργεια αυτή του Ρήγα, να έχει δηλ. έτοιμη την Επαναστατική Προκήρυξη δείχνει την προνοητικότητα του, τη σοβαρότητα της προετοιμασίας της επανάστασής του, καθώς επίσης, και ότι είχε προετοιμάσει τη νομική και πολιτική κάλυψη του κινήματός του. Με την κατηγορία ότι είχε καταστρώσει επαναστατικό σχέδιο για την κατάλυση της οθωμανικής τυραννία και την απελευθέρωση της Ελλάδος και των άλλων Βαλκανικών λαών, ο Ρήγας οδηγήθηκε στη φυλακή. Δεν ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του Ρήγα, εφ όσον οι ενέργειές του δεν εστρέφοντο εναντίον της νομιμότητος του κράτους της Αυστρίας. Γι΄αυτό και καταβλήθηκε προσπάθεια από τον υπουργό της Αστυνομίας να μην δικασθεί από τα ποινικά δικαστήρια, γιατί ο Ρήγας και οι σύντροφοί του θα απαλλάσσονταν από τους δικαστές. Με σίδερα στα πόδια και στα χέρια, όπως γράφουν τα σχετικά έγγραφα, και μαρτύρια έξι μηνών, παραδόθηκε από τους Αυστριακούς στον Τούρκο καϊμακάμη του Βελιγραδίου. Τέλος στραγγαλίσθηκε τον Ιούνιο του 1798 στον πύργο Νεμπόϊζα του Βελιγραδίου, που βρίσκεται δίπλα στον Δούναβη, μαζί με άλλους επτά Συντρόφους του. Πιστός στο καθήκον για τα ιδανικά της ελευθερίας και των "Δικαίων του Ανθρώπου".
Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), βαθύτατα επηρεασμένος και αυτός από τη γαλλική σκέψη, είναι υπέρμαχος της εξέλιξης και της προόδου. Απορρίπτει όμως τις επαναστατικές ακρότητες και γι αυτό στις γλωσσικές, πολιτικές και κοινωνικές ιδέες ακολουθεί τη μέση οδό. Υπερασπίζεται όμως θερμά τις φιλελεύθερες ιδέες με την Αδελφική Διδασκαλία (1798), που αποτελεί δριμύτατο κατηγορητήριο ενάντια στους εθελόδουλους και τους συντηρητικούς. Ο Κοραής υποστηρίζει τη μετακένωση, δηλαδή τη μετάδοση στους Έλληνες των αξιών και γενικότερα της παιδείας την οποία οι δυτικοευρωπαίοι δέχθηκαν από την ελληνική κλασική Αρχαιότητα και αφοσιώνεται, από το 1804, στην έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με προλεγόμενα, όπου εκθέτει τις γλωσσικές και παιδαγωγικές του απόψεις. Κατά του ενθουσιασμού των προοδευτικών εκπροσώπων του Διαφωτισμού για τη δυτική παιδεία εκδηλώθηκαν, όμως, και αντιδράσεις από συντηρητικούς κύκλους. Παράδειγμα αποτελεί το έργο του Αθανάσιου Πάριου Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων (1802). Παρά τις ιδεολογικές αντιθέσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες, οι πνευματικές ζυμώσεις συντέλεσαν στην ωρίμαση της ιδέας για εθνική απελευθέρωση που θα στηριζόταν μόνον σε ελληνικές δυνάμεις. Ο Διαφωτισμός διαδόθηκε και σε άλλες υπό οθωμανική κυριαρχία χώρες της Βαλκανικής, κυρίως όμως στη Μολδοβλαχία με φορείς τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους ηγεμόνες.
Οι Έλληνες ηγεμόνες των παραδουνάβειων ηγεμονιών ακολουθώντας τα πρότυπα της «φωτισμένης δεσποτείας», γίνονται φίλοι των γραμμάτων, τιμούν και βοηθούν τους λογίους, ιδρύουν σχολεία στα οποία καλλιεργείται η ελληνική γλώσσα και παιδεία. Τον 18ο αιώνα έχουμε σημαντική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των υπόδουλων Ελλήνων και τη δημιουργία μιας αστικής τάξης από ανθρώπους που ασχολούνται και πλουτίζουν με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Τον αιώνα αυτό το ελληνικό εμπόριο και η ναυτιλία θα γνωρίσουν μεγάλη άνθηση. Έλληνες έμποροι θα επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και θα ιδρύσουν εμπορικούς οίκους στα Βαλκάνια, την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη καθώς και στα λιμάνια της Μεσογείου.
Στη Βιέννη, μάλιστα, εκδίδονται οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, (η «Εφημερίς» από τους Σιατιστινούς αδελφούς Μαρκίδες Πούλιους και «ο Λόγιος Ερμής»), που γίνονται ανάρπαστες. Η Βενετία υπήρξε επιπλέον το κυριότερο κέντρο της ελληνικής τυπογραφίας σε ολόκληρη την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, όταν η λειτουργία ελληνικών τυπογραφείων εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε απαγορευόταν είτε, αν επιτρεπόταν, παρέμενε επισφαλής και βραχύβια. Μεταξύ του δέκατου έβδομου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα λειτουργούσαν στη Βενετία τρία ελληνικά τυπογραφεία (είχαν ιδρυθεί το 1670, 1685 και 1775 αντίστοιχα) και πολυάριθμα ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν εκεί.
Από τις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουμε τέτοια τόνωση της πνευματικής κίνησης, που αρχίζουν να διαφαίνονται τα σημάδια της πολιτιστικής ανανέωσης, κατ’ αρχήν στα Ιόνια Νησιά, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στα Ιωάννινα και τις πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας που, μέσω του χερσαίου εμπορίου, διατηρούν στενές εμπορικές σχέσεις με την Κεντρική Ευρώπη . Γρήγορα τα σημάδια αυτής της πολιτισμικής ανανέωσης αρχίζουν να διαχέονται σε ολόκληρο το χώρο της Ελληνικής Ανατολής και να συνιστούν αυτό που σήμερα ονομάζουμε Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η πρώτη γενιά του ελληνικού Διαφωτισμού, κυριότεροι εκπρόσωποι της οποίας ήταν ο Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Ευγένιος Βούλγαρης, έφτασε στην ωριμότητά της.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι μαθητές του Βούλγαρη με σημαντικότερο εξ’ αυτών τον Ιώσηπο Μοισιόδακα. Σ’ αυτή την περίοδο ανήκει και ο Δημήτριος Καταρτζής, ο λαμπρότερος εκπρόσωπος του φαναριώτικου Διαφωτισμού. Ισχυρή επίδραση σ’ αυτή την περίοδο άσκησε στον ελληνικό χώρο, όπως φαίνεται από ελληνικά κείμενα, η Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια .
Ο Αδαμάντιος Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και μνημονεύεται κυρίως για τις γλωσσικές του απόψεις και την υποστήριξη της καθαρεύουσας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του παρισινού κύκλου του Κοραή, με την καθοδήγηση του οποίου, μια σημαντική νέα περιοχή προστέθηκε στη γεωγραφία του Διαφωτισμού. Πρόκειται για την περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου και συγκεκριμένα τη Χίο, τη Σμύρνη και τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), που ως τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν προπύργια της παραδοσιακής παιδείας.
Η τρίτη περίοδος μετά τη Γαλλική Επανάσταση και ως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είναι η ωριμότερη περίοδος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σ’ αυτή την περίοδο ξεχωρίζουν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Ρήγας Βελεστινλής, που μαζί με άλλους αποτελούν την παραδουνάβια ομάδα της τρίτης γενιάς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ήδη από το 1797, στον απόηχο της Γαλλικής επανάστασης, ο Ρήγας στην Νέα Πολιτική Διοίκηση ορίζει ως πολίτη αυτόν που ανεξαρτήτως θρησκείας και γλώσσας «η διοίκησις στοχάζεται πως είναι άξιος κάτοικος της πατρίδος (Ρήγα Φεραίου, Νέα Πολιτική Διοίκηση, εκδόσεις «Αρμός») Τα πιο σημαντικά προβλήματα που απασχόλησαν τους λογίους του Διαφωτισμού ήταν η σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, η γλώσσα, η θέση των νέων φιλοσοφικών ιδεών και των φυσικών επιστημών στη νεοελληνική παιδεία. Ευαγγελιζόμενος όχι μόνο την πνευματική, αλλά και την εθνική αφύπνιση, ο Διαφωτισμός αποτέλεσε τον ιδεολογικό καταλύτη της ελληνικής Επανάστασης.
Στα όρια μιας πολυεθνικής, αχανούς, θεοκρατικής αυτοκρατορίας, η ελληνική εθνική αφύπνιση «μυρίζει Ευρώπη», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Αδαμάντιου Κοραή. Βεβαίως, ο Διαφωτισμός μπορεί να πρόσφερε το ιδεολογικό πλέγμα που στήριξε την Επανάσταση, αλλά για να ξεσπάσει αυτή χρειάστηκαν και άλλοι παράγοντες — ένας από αυτούς ήταν οπωσδήποτε οι απότομες αλλαγές στη διακίνηση του εμπορίου· με το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και του συνακόλουθου «ηπειρωτικού αποκλεισμού», το εμπόριο είχε περιέλθει απότομα σε κρίση. Οι λόγιοι σταδιακά απομακρύνονται από την επιρροή της εκκλησίας και συνιστούν τον εγκόσμιο βίο στα συγγράμματά τους. Οι καραβοκυραίοι εξελίσσονται σε πλούσιους εφοπλιστές, ενώ οι έλληνες έμποροι γνωρίζουν καλύτερα τη διεθνή αγορά. Αυτή η ανερχόμενη (ας πούμε αστική) τάξη αντιλαμβανόταν την εθνική ανεξαρτησία ως δυνατότητα του συναλλάσσεσθαι ελεύθερα με τις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτή η δυνατότητα επέβαλλε την άμεση υπέρβαση των ασιατικών οικονομικών δομών της οθωμανικής δεσποτείας. Ωστόσο, η αντίδραση των συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων δεν αργεί να έλθει: τα βέλη δεν στρέφονται, ωστόσο, μόνο εναντίον της αρχαιότητας αλλά κυρίως και πρωτίστως κατά των ευρωπαϊκών φώτων. Ο διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας Σέργιος Μακραίος εκδίδει το 1797 το περίφημο «Τρόπαιον εκ της ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπερνίκου» ενώ, μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 1798, η εγκύκλιος του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καταδίκαζε την Νέα Πολιτική Διοίκηση του Ρήγα Φεραίου. Ο Αθ. Πάριος προτρέπει τους νέους να μην πηγαίνουν στην Δύση ούτε καν για εμπόριο, ενώ, όταν ο Μοισιόδακας ζήτησε ενίσχυση από την Εκκλησία της Σμύρνης για να πάει στην Πάδοβα να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, ο Ιερόθεος Δενδρινός απέτρεψε την πραγματοποίηση του σχεδίου, υποστηρίζοντας ότι «αθεΐζουσι [...] όσοι σπουδάζουσιν εν τη Φραγκία, και μετά την επιστροφήν αυτών, συναθεΐζουσιν και ετέρους».
Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ενισχύει το «πιστόν ραγιαλίκι», διότι «πας ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του θεού διαταγή αντέστηκεν», ενώ στο ίδιο πνεύμα ο Αθ. Πάριος υποστηρίζει ότι η οθωμανική κυριαρχία στάλθηκε από την θεία Πρόνοια για να παιδεύσει το γένος. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια προς την ελευθερία μπορούσε να κριθεί ως αποστασία από τις βουλές της θείας Πρόνοιας. Τέλος, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης επανειλημμένως καταδικάζει τον Βολταίρο. Το 1793 ο Βολταίρος εγκαλείται για τις «παρδαλοποικίλους ιδέας», τις υπαίτιες για την Γαλλική επανάσταση, ενώ την ίδια χρονιά διαβάζουμε ότι ο «παμπόνηρος και μισάνθρωπος Δαίμων ηύρεν εις τους παρόντας αιώνας όργανα παντελούς ασεβείας και αθεΐας, τους Βολταίρους». Το 1798 οι αναγνώστες προειδοποιούνται για το βολταιρικό δηλητήριο, ενώ ο Βολταίρος θεωρείται «κατάπτυστος, παμμίαρος, αθεώτατος, τρισκατάρατος, παράφρων, θεομίσητος, ασελγέστατος», και ούτω καθ’εξής. Η εχθρική στάση του Ευγένιου Βούλγαρη απέναντι στις ιδέες του Διαφωτισμού είναι αντιπροσωπευτική της Εκκλησίας η οποία, ενώ στα μέσα του 18ου αιώνα κρατά στάση ανοχής, μετά την Γαλλική επανάσταση δυσπιστεί και αναδιπλώνεται απέναντι στο νέο κίνημα ιδεών.
Ενδεχομένως η εν λόγω στάση συνδέεται και με την αλλαγή πλεύσης της Μεγάλης Αικατερίνης, η οποία διακόπτει βίαια τις σχέσεις της με τη Γαλλική επανάσταση και το θεωρητικό ενδιαίτημα της τελευταίας, τον Γαλλικό διαφωτισμό. Επιπλέον, διακόπτει τον πόλεμο που μόλις είχε αρχίσει με την Τουρκία και προσυπογράφει μια φιλοτουρκική πολιτική. Το Οικουμενικό πατριαρχείο που μέχρι τότε διχαζόταν ανάμεσα στην συμπάθειά του προς τον ορθόδοξο Βορρά και την προσπάθειά του να διατηρεί καλές σχέσεις με την Πύλη, μπορούσε πλέον να συμφιλιώσει τις δύο διαθέσεις. Όπως γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς, ο ελληνικός κόσμος «δέχεται την επίδραση του δυτικού Διαφωτισμού απαράσκευος, χωρίς, δηλαδή, να έχει γνωρίσει την προπόνηση της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, και ενώ συνάμα βρίσκεται υπό δουλεία σε ασιάτη κυρίαρχο». Επιπλέον, ο Νεοελληνικός διαφωτισμός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το αίτημα της εθνικής αποκατάστασης. Είναι χαρακτηριστικό πως, στις αντίξοες συνθήκες ενός έθνους υπόδουλου και διεπόμενου από προαστικές οικονομικοπολιτικές και ιδεολογικές μορφές οργάνωσης, ενώ στη Δύση το ηλιοκεντρικό σύστημα εμπεδώθηκε ήδη από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, στον ελληνόφωνο χώρο η διαμάχη και οι θεολογικές απόπειρες αναβίωσης του γεωκεντρισμού παρατάθηκαν έως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Από το 1801 μέχρι την Επανάσταση
Ας φανταστούμε για λίγο τον χώρο της νότιας βαλκανικής χερσονήσου, από τα μέρη της νότιας Αλβανίας έως τη σημερινή Ελλάδα μαζί και τα παράλια της Μικρασίας, και ας μεταφερθούμε νοητά δύο αιώνες και κάτι πιο πίσω, ας πούμε στα 1801. Ο προηγούμενος αιώνας που μόλις έκλεισε είχε φέρει σημαντικές αλλαγές σ’ ολόκληρη την περιοχή: ο πληθυσμός πύκνωσε, κάποιοι μικροί ορεινοί οικισμοί μετατράπηκαν σε πολιτείες, καινούρια χωριά έκαναν την εμφάνισή-τους, καινούρια καλλιεργήσιμα εδάφη είχαν προστεθεί στα παλιά, καθώς οι πλαγιές των βουνών εκχερσώνονταν και αποκτούσαν πεζούλες, καινούριες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το καλαμπόκι, επέτρεπαν περισσότερα πλεονάσματα για το εμπόριο. Και το εμπόριο, άλλωστε, είχε κι αυτό αλλάξει: είχαν πια δημιουργηθεί ελληνόφωνες παροικίες και στη κεντρική Ευρώπη, γύρω από τον Δούναβη και τους παραποτάμους-του, από το Μόναχο και τη Βιέννη ώς το Βουκουρέστι και το Γαλάτσι, και πιο πέρα, ώς το Κισνόβι και την Οδησσό ανατολικά, και ώς τη Λιψία στα δυτικά, καθώς και σε πολλά λιμάνια της Μεσογείου· Τεργέστη, Βενετία, Ανκόνα, Λιβόρνο, Μασσαλία.
Ένα δίκτυο ελληνόφωνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη, λοιπόν, με ανταποκριτές στα ελληνικά κέντρα –Θεσσαλονίκη, Γιάννινα, Πήλιο, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη– αλλά και στην ενδοχώρα, που στα 1801, τη συμβατική-μας χρονιά, είχε επαρκώς στερεωθεί, παρά τον διαρκή ανταγωνισμό με τους Ευρωπαίους, καθώς μια εμπορική τάξη διαμόρφωνε τώρα ένα ισχυρό δικό-της πρόσωπο. Έφτιαχνε σχολεία, όπου δάσκαλοι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη άρχιζαν να διδάσκουν με νεοτερικές μεθόδους τα καινούρια αντικείμενα, και παράλληλα διεκδικούσε την πολιτική υπεροχή στα κοινοτικά συμβούλια των ελληνικών πόλεων, ενίοτε επηρέαζε μάλιστα και την εκλογή των επισκόπων, των παραδοσιακών ηγετών της κοινότητας, σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα των millet. Αυτή η εμπορική τάξη θα αναδειχθεί ως κεντρικός πρωταγωνιστής-μας σ’ ετούτη εδώ τη σύντομη παρουσίαση.
Προτού προχωρήσουμε, μας χρειάζεται μια επεξηγηματική παρένθεση. Αναφέρθηκα σε ελληνόφωνους, όχι σε Έλληνες, επίτηδες φυσικά. Πρώτον επειδή δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν όλοι αυτοί οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί είχαν τότε, στα 1801, ό,τι εννοούμε σήμερα με τον όρο εθνική συνείδηση, και δεύτερον γιατι ένα μεγάλο μέρος από εκείνους που εμπορεύονταν με την κεντρική Ευρώπη ή ταξίδευαν με τα καράβια στη Μεσόγειο ήταν βλαχόφωνοι, αλβανόφωνοι, βουλγαρόφωνοι, πολλοί –Μικρασιάτες κυρίως– και τουρκόφωνοι στην οικογενειακή-τους γλώσσα? στον κόσμο της δουλειάς, όμως, στο εμπόριο, χρησιμοποιούσαν την ελληνική. Ωστόσο, η γλώσσα δεν λογαριαζόταν και πολύ στη συνείδηση του εμείς? η θρησκεία βάραινε, ακόμη τότε, πολύ περισσότερο.
Ο κόσμος λοιπόν άλλαζε γοργά και στα νότια Βαλκάνια? σίγουρα όχι με τους ρυθμούς της κεντρικής ή της δυτικής Ευρώπης, αλλά πάντως σε συνάρτηση μαζί-της. Στις μεγάλες πόλεις είχαν ιδρυθεί δευτεροβάθμια σχολεία, ενίοτε δύο και τρία στην ίδια πόλη, ο αριθμός των βιβλίων όπως και των μαθητών αυξάνονταν θεαματικά, και δεν ήταν λίγα τα σχολεία εκείνα που διέθεταν πια και δικές-τους βιβλιοθήκες. Βρίσκω ενδιαφέρον να επισημάνουμε, μάλιστα, ότι στην προεπαναστατική εικοσαετία τα πιο κοντινά προς τις αντιλήψεις του Διαφωτισμού σχολεία, είχαν ιδρυθεί κατά μήκος του θαλασσινού δρόμου στο Αιγαίο: Αϊβαλί –αλλιώς: Κυδωνίες–, Χίος, Σμύρνη? ας κρατήσουμε αυτό το στοιχείο ως μία ένδειξη των σχέσεων του εμπορίου μακρινών αποστάσεων με το νεωτερικό πνεύμα.
Γνωρίζουμε καλά, άλλωστε, την υποστήριξη που αυτοί οι έμποροι των μακρινών αποστάσεων παρείχαν στο Γυμνάσιο της Σμύρνης, όταν οι συντηρητικές δυνάμεις θέλησαν να αναστείλουν τον ανανεωτικό-του προσανατολισμό. Τα σχολεία τα συντηρούσαν οι κοινότητες, και οι ενδοκοινοτικές διαμάχες για το ποιος θα διοικεί και θ’ αποφασίζει, οι παλιές οικογένειες ή οι ανερχόμενοι έμποροι (γενικότερα η ανακατάταξη της κοινωνικής πυραμίδας), αποτελούν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, καθόλου άσχετο με την Επανάσταση του 1821. Για την ώρα, ας συγκρατήσουμε μονάχα πως οι οπαδοί των παλαιικών συστημάτων από τη μια, με ηγήτορα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και η νεαρή εμπορική τάξη από την άλλη, με ηγήτορες τους μεγαλεμπόρους, συγκρούστηκαν συχνά, ενίοτε βίαια? παρά τις αρχικές νίκες των εμπόρων στην αρχή της εικοσαετίας, η αντεπίθεση των συντηρητικών περί το 1819-1820, είχε σημαντικές επιτυχίες: και τα τρία σημαντικά σχολειά που αναφέραμε έκλεισαν, ύστερα από επίμονες παρεμβάσεις του Πατριαρχείου λίγος μήνες πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης.
Η εξάπλωση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης με τις στρατιές και τις νίκες του Ναπολέοντα, ο αποκλεισμός των λιμανιών από τον αγγλικό στόλο, η Ιερή Συμμαχία και το Συνέδριο της Βιέννης, τα εθνικά και κοινωνικά κινήματα των ιταλών καρμπονάρων — και παράλληλα, χρόνια ανακατατάξεων και για την οθωμανική κοινωνία, που δεν στάθηκε τόσο ξένη με τις ιδέες του Διαφωτισμού όσο θέλουμε να φανταζόμαστε εμείς οι Έλληνες. Μνημονεύω μονάχα ότι στις ταραχές που δημιουργήθηκαν από τις προσπάθειες του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ να εκσυγχρονίσει τη στρατιωτική δομή, οι τουρκικοί πληθυσμοί τραγουδούσαν, σύμφωνα με όσα αναφέρει μια μεταγενέστερη πηγή, και τα γαλλικά επαναστατικά τραγούδια (την «Καρμανιόλα» και άλλα). Αυτά στα 1809. Στη διάρκεια, λοιπόν, αυτών των χρόνων οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, και γίνεται προφανές ότι πολλά πρόκειται ν’ αλλάξουν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι καινούριες ιστορικές συγκυρίες έχουν καταστρέψει τους ιστούς που συγκρατούσαν τις αχανείς εκτάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία εποφθαλμιά τη Βαλκανική, ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός στη Μεσόγειο παρατηρεί με προσοχή τα τεκταινόμενα, κι επιχειρεί να κερδίσει πόντους και εδαφικά ερείσματα. Στο εσωτερικό, η εμπορική τάξη καταλαβαίνει πως οι δυνάμεις-της της επιτρέπουν πια να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στην πολιτική εξουσία, το ίδιο και οι παραδοσιακοί τοπικοί ηγεμόνες, που νοιώθουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων? η αυξανόμενη σημασία του εμπορίου –η βιομηχανική Ευρώπη χρειάζεται φθηνό σιτάρι για να κρατάει εκεί χαμηλά τους μισθούς– αυξάνει και τη σημασία της καλλιεργήσιμης γης. Κοντά σ’ όλα αυτά, το γενικό ιδεολογικό πλέγμα μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς, οι παλιές ιεραρχίες καταρρέουν, και τώρα, ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση και, ιδίως, τους ναπολεόντειους πολέμους, οι συλλογικές συνειδήσεις αρχίζουν να στηρίζονται σε διαφορετική βάση: στη θέση του ηγεμόνα και των υπηκόων έρχονται τώρα τα εθνικά σύνολα.
Στο πασαλίκι της Ηπείρου βρισκόταν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο Αλής από το Τεπελένι. Ικανός, έξυπνος, δυναμικός, κατόρθωσε να περιορίσει την εξουσία των μικρότερων τοπικών ηγεμονίσκων? πονηρός, έβρισκε τους τρόπους να γλιστράει ακόμα περισσότερο από τον έλεγχο του σουλτάνου. Σίγουρα από κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 1801, η ιδέα μιας περισσότερης ανεξαρτησίας, μπορεί και καθαρής αυτονομίας, άρχισε ν’ αποτελεί τον βασικό οδηγό της δράσης-του. Δεν ήταν ο μοναδικός τοπικός ηγέτης με παρόμοιες βλέψεις? απλώς θα τον χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα. Το ένα σκέλος των δραστηριοτήτων του πασά απέβλεπε, είπαμε, στον απόλυτο στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής-του. Μπορεί οι πόλεμοί-του με τους Σουλιώτες, που στέφθηκαν με την τελική νίκη-του το 1803, να είναι οι πιο γνωστοί, μπορεί η καταστροφή του Χόρμοβου και του Γαρδικιού να συνέτειναν στην φήμη του σκληρού κι εκδικητικού, μπορεί οι φροντίδες-του να επιβάλει δικούς-του ανθρώπους για τη φύλαξη των δρόμων να ιδώθηκε από τους έλληνες ιστοριογράφους αρνητικά, επειδή η δύναμη των χριστιανών αρματολών περιορίστηκε, αλλά αν παρατηρούμε συνολικά τα πράγματα, η κατάληξη είναι μία: ο Αλής κατόρθωσε να αλλάξει την εικόνα? στις περιοχές-του κυριαρχούσε μια πρωτόφαντη για την οθωμανική επικράτεια τάξη και ασφάλεια, πράγμα που διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο, και επομένως τη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα συγκροτήθηκε μια πολύ αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, εξαιρετικά επίφοβη στους αντιπάλους-του, ενώ οι ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία επιζητούσαν την εύνοια ή τη συμμαχία μαζί-του. Οι διπλωματικές αποστολές, επίσημες ή όχι, ήταν συχνές στην αυλή-του. Το δεύτερο σκέλος απέβλεπε στην επέκταση της κυριαρχίας-του σε περισσότερα εδάφη. Κάποια στιγμή έφτασε να διοικεί, ο ίδιος και οι γιοί-του, όλη σχεδόν τη νότια βαλκανική χερσόνησο. Το τρίτο σκέλος ήταν η προσωπική συσσώρευση πλούτου. Ο Αλής φρόντισε να αγοράσει τη γη πολλών εκατοντάδων χωριών (κάποιος λογαριασμός τα ανεβάζει σε 400 στην Ήπειρο και άλλα τόσα στη Θεσσαλία και τη νοτιότερη Ελλάδα), να αυξήσει τα κοπάδια-του –φαίνεται ότι ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο κεφάλια– να συγκεντρώσει επίσης αμύθητα αποθέματα χρυσαφιού, νομισμάτων, πολύτιμων λίθων.
Γνωρίζουμε αρκετά για τα Γιάννενα εκείνων των χρόνων? εδώ ας περιοριστούμε σε μια κάπως τηλεγραφική περιγραφή, από καλόν όμως μάρτυρα, τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Έχει δε σπίτια 3.000 σχεδόν? 1.700 ρωμαίικα, 1.000 τούρκικα, και ώς 300 εβραίικα. Έχει δε φρούρια δύο, το παλαιόν, το μεγαλύτερον, οπού ανεκαινίσθη από τον βεζίρην Αλήπασιαν τον Τεπελενλή, και το νέον στα Λιθαρίτσια το μικρόν, οπού από τον ίδιον εκτίσθηκεν ηγεμόνα. Έχει δε και παλάτια υπέρλαμπρα αυθεντικά 5? εκκλησίες 7, και τζαμιά 17, ένα μικρόν μπεζεστένι εις την αγοράν θολογύριστον, σχολεία δε εις τα οποία σπουδάζουν υπέρ τους 400 μαθητάς την ελληνικήν και λατινικήν γλώσσαν, την Ποιητικήν, την Ρητορικήν, την Γεωγραφίαν, την Μαθηματικήν την Φιλοσοφίαν και την Θεολογίαν». Αν πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των σπιτιών με το 4,5 ή το 5 –μέσο όρο μιας οικογένειας– έχουμε έναν συνολικό πληθυσμό 13.500 με 15.000 κατοίκους πάνω-κάτω. Τα Γιάννενα είναι χτισμένα πάνω σε μια μικρή ρομβοειδή χερσόνησο στην ομώνυμη λίμνη, η βορειοδυτική-της άκρη υψώνεται πολύ, κι εκεί απάνω υπήρχε από τον 17ο αιώνα ένα περήφανο τζαμί, που ώς σήμερα στολίζει την πόλη. Πάνω σ’ ένα πλατύτερο ψήλωμα στη βόρεια άκρη υπήρχαν από τα μεσαιωνικά χρόνια τα παλάτια των ηγεμόνων και μια ακρόπολη. Ο Αλής οχύρωσε περισσότερο και τα δύο ψηλώματα, και ξανάφτιαξε το παλάτι. Με ενδιαφέρουν όμως κυρίως τα τείχη της πόλης. Η ανακαίνισή-τους ολοκληρώθηκε στα 1815, τη στιγμή της μεγάλης ακμής-του, όταν οι σκέψεις γι’ ανεξαρτησία τον απασχολούσαν έντονα. Η πόλη ήταν περιτειχισμένη από παλιά, από τα μεσαιωνικά χρόνια, όμως ο Αλής τα ξανάχτισε σχεδόν από την αρχή. Ψηλά, 20 με 30 μέτρα, φαρδιά, με διπλή σειρά πολεμίστρες, και με υπόγειες στοές από κάτω, ώστε τα πολεμοφόδια κι οι υπερασπιστές να κυκλοφορούν ελεύθερα και προστατευμένα σ’ όλη-τους την περιφέρεια, εντυπωσιάζουν έως σήμερα τον επισκέπτη. Σκέφτομαι όμως πόσο θα εντυπωσίαζαν τότε τους ντόπιους υπηκόους, και όσους άλλους, εχθρούς και φίλους, τα ενατένιζαν καθώς πλησίαζαν την πόλη. «Δυνατός αφέντης», θα σκέφτονταν. Όσο ξέρω, ο Αλής δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Κωνσταντινούπολη, αλλά σίγουρα θα είχε ακούσει για τα περίφημα τείχη-της. Ούτε κι εγώ την έχω επισκεφθεί, μόνο στις απεικονίσεις τα έχω δει — αλλά γνωρίζουμε όλοι πως στον παλιό κόσμο ή έννοια του κάστρου κι έννοια της μεγάλης πόλης σχεδόν ταυτίζονταν. Μεγάλο κάστρο, ή απλά Κάστρο ονομάζονταν στα παλιά τα χρόνια και το Ηράκλειο στην Κρήτη. Αυτό που με ενδιαφέρει, αυτό στο οποίο θέλω να επιστήσω την προσοχή-μας, είναι ότι και ο Αλής ταύτιζε την έννοια της δύναμής-του με την οχυρωμένη πόλη. Μια μικρή Κωνσταντινούπολη πρέπει να είχε στο νού-του, όταν επέβλεπε το χτίσιμο των τειχών της δικής-του πόλης. Και να είναι, και να φαίνεται δυνατή, να επιβάλλεται. Πρέπει ωστόσο να κρατήσουμε μια ουσιαστική λεπτομέρεια στο μυαλό-μας: τα τείχη ήταν ψηλά, ισχυρά, καλοχτισμένα, αλλά με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Δεν είχαν τηρηθεί οι απαιτήσεις της σύγχρονης οχυρωματικής τέχνης? προβεβλημένοι δηλαδή προμαχώνες, που να βοηθούν στην αλληλοκάλυψη και να διευκολύνουν την άμυνα.
Η οριστική ρήξη του Αλή με τον σουλτάνο έγινε, όπως ξέρουμε το 1820. Ο σουλτάνος αφαιρούσε σταδιακά αρμοδιότητες από τον υποτελή-του, ώσπου τον Ιούλιο όρισε καινούριο πασά, ο οποίος έσπευσε να συγκεντρώσει στρατεύματα, κατέλαβε διαδοχικά τα περιφερειακά κάστρα, και από τον Αύγουστο πολιορκεί τα Γιάννενα. Δεν θα παρακολουθήσουμε από κοντά τις λεπτομέρειες, δεν μας ενδιαφέρουν. Μας ενδιαφέρει απλώς το γενικό σχέδιο και του Αλή και των αντιπάλων-του. Ο Αλής κλείστηκε στην πόλη-του, οχυρώθηκε, και έλπιζε να αντέξει ώσπου να εξαντληθούν οι πολιορκητές. Φρόντισε να συμμαχήσει με τους γύρω μπέηδες, με τους παλιούς εχθρούς-του, ακόμα και με τους περίφημους Σουλιώτες, ώστε ένας δεύτερος πολιορκητικός κλοιός να στηθεί σιγά-σιγά γύρω από τα σουλτανικά στρατεύματα που τον πολιορκούσαν. Αυτό ήταν όλο? πόλεμος φθοράς — ποιος θα βαστάξει περισσότερο. Ούτε καινούριες εστίες εξέγερσης, ούτε ευρύτερες συμμαχίες — παρά τις παλιές επίμονες προσπάθειες του Αλή να κρατήσει διπλωματικές σχέσεις με τους Ευρωπαίους. Και το κυριότερο: καμία αλλαγή στο ιδεολογικό σκηνικό. Ο ένας αφέντης, ο τοπικός από τη μια, ο άλλος αφέντης, ο κεντρικός από την άλλη, ο σουλτάνος και οι σουλτανικοί, ο Αλής και οι αληπασαδικοί: αυτά ήταν τα δύο στρατόπεδα. Χάρη στην ισχυρότατη πολεμική μηχανή που είχε οργανώσει, χάρη στην τεράστια περιουσία-του σε πολύτιμα μέταλλα και διαμαντικά, ο Αλής βάσταξε δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες. Αρκετοί πιστοί-του φοβήθηκαν και τον εγκατέλειψαν? παράτησε τότε την πόλη-του, την έκαψε –τα ψηλά τείχη δεν άρκεσαν να την υπερασπίσουν για πολύ– και κατέφυγε στην ακρόπολη, κρατώντας και το δεύτερο φρούριο έξω από την πόλη, τα Λιθαρίτσια — έσχατη άμυνα, απελπισμένη. Όμως όσο ζούσε, πάντα υπήρχε μια μικρή ελπίδα? με το χρήμα-του δοκίμαζε να εξαγοράσει κάποιους από τους πολιορκητές-του, ακόμα και τη συγχώρεση του σουλτάνου ίσως κατόρθωνε να εξασφαλίσει. Όλα κρέμονταν από αυτό το λεπτό σημείο: την ευμένεια του σουλτάνου, τη μεταστροφή-του. Αν την πετύχαινε, κάποιος γιος ή εγγονός-του θα μπορούσε να γίνει πασάς στη θέση-του· όλα θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αρχή. Μ’ άλλα λόγια δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του Αλή αν κέρδιζε τον πόλεμο. Αυτονομία — δηλαδή; Για να γίνει ένα κράτος ανεξάρτητο, χρειάζεται να το αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα? ποιο ευρωπαϊκό κράτος θα αναγνώριζε τί; Ακόμα κι αν η δύναμη των πραγμάτων το επέβαλε, με ποιο όνομα, με ποια σύμβολα; Δηλαδή σε ποια ιδεολογική βάση; Όσο ξέρω, η σκέψη του Αλή πασά δεν είχε κάνει παρά μισό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση: στην κρισιμότερη στιγμή, όταν έβλεπε τους πάντες να τον εγκαταλείπουν, σκέφτηκε να προτείνει έναν συλλογικό τρόπο διακυβέρνησης, ένα είδος ευρωπαϊκού συντάγματος — την ίδια στιγμή όμως προσπαθούσε να διαλλαχθεί με τον σουλτάνο: του πρότεινε να αποσυρθεί υπέρ του μικρότερου γιου-του, του Σαλίχ, ή έστω, ν’ αμνηστευθεί, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τους θησαυρούς-του.
Η ελληνόφωνη εμπορική τάξη συντάχθηκε με την ελληνική γλώσσα, ανεξάρτητα, όπως είπαμε, από την οικογενειακή γλώσσα των ατόμων. Αυτό συνεπαγόταν ότι ένα μέρος από τα κέρδη-της όδευε προς τη δημιουργία σχολείων, βιβλίων, βιβλιοθηκών, περιοδικών. Τα χρήματα του Αλή αντίθετα γίνονταν κτίρια, κάστρα, κοπάδια, τσιφλίκια. Η ανάπτυξη της πνευματικής ζωής όμως δημιούργησε ένα ισχυρό πλέγμα, που συσπείρωνε όσους συμμετείχαν σ’ έναν ενιαίο κόσμο, ενώ η επιλογή της ελληνικής γλώσσας, που βέβαια ήταν και η μητρική γλώσσα πολλών εμπόρων, τους συνέδεσε –αυτόματα θα έλεγα– με την ευρωπαϊκή διανόηση. Φαίνεται ότι στο ταβάνι κάποιου δωματίου στο παλάτι του Μουχτάρ, του πρωτότοκου γιου του Αλή, ήταν ζωγραφισμένη η έναστρος ουράνιος σφαίρα, ένα υποτυπώδες πλανητάριο, ενώ στα 1803 επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς στα Γιάννινα η ανύψωση ενός αεροστάτου. Αυτά ίσως να σημαίνουν ότι κάποιο ενδιαφέρον για τις προόδους της αστρονομίας υπήρχε και στο περιβάλλον του Αλή. Αλλά νομίζω ότι η μετάφραση και η κυκλοφορία ενός βιβλίου αστρονομίας στα νέα ελληνικά διαθέτει πολλαπλάσια ιδεολογική εμβέλεια — ακριβώς επειδή κάποια μέλη της ελληνικής Εκκλησίας αποδοκίμασαν τη μετάφραση ή τις ιδέες για ένα ηλιοκεντρικό σχήμα του σύμπαντος, ενώ άλλοι τάχθηκαν υπέρμαχοι: η πάλη των ιδεών ήταν εντονότερη, και επομένως οι συνειδήσεις ήταν πιο οξυμένες.
Η σύνδεση με την ελληνική γλώσσα είχε ωστόσο κάποιο πολύ σημαντικότερο αποτέλεσμα. Τα Ελληνικά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων στη χριστιανική Ανατολή εδώ και είκοσι αιώνες. Το να μάθεις ελληνικά, ήταν για πάρα πολλούς πληθυσμούς της Βαλκανικής –αλλά και της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Αιγύπτου ακόμα– συνώνυμο με το να μάθεις γραφή και ανάγνωση. Και μάλιστα οι ελληνόγλωσσοι διέθεταν τους πέντε τελευταίους αιώνες ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους τουρκόγλωσσους, τους αραβόγλωσσους, τους εβραίους, τους αρμένιους ή τους σλαβόφωνους της οθωμανικής αυτοκρατορίας: τα συγγράμματά-τους μπορούσαν να τυπωθούν και να κυκλοφορήσουν ως βιβλία πολύ εύκολα· και ετούτο το πλεονέκτημα το απόκτησαν δίχως οι ίδιοι να καταβάλουν ούτε κόπο ούτε έξοδα. Αντίθετα, ήταν μετρημένα τα ευρωπαϊκά τυπογραφεία που μπορούσαν να τυπώσουν με το αρμένικο, με το αραβικό ή το σλαβικό αλφάβητο. Αυτό οδηγούσε, αιώνες τώρα, ένα σημαντικό μέρος της χριστιανικής ελίτ προς την ελληνοφωνία· ο ελληνισμός κέρδιζε οπαδούς.
Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα πολλαπλασιάστηκε σε εκρηκτικό βαθμό στον αιώνα των εθνικισμών. Ένας μεγάλος αριθμός ελληνόφωνων έγιναν ευχαρίστως Έλληνες ευθύς ως η «ελληνική συνείδηση» τους προσέφερε και μια καλύτερη πολιτική λύση. Όσο οι Σουλιώτες ταλαντεύονταν αν θα υπερασπιστούν τον παλιό-τους εχθρό, τον Αλή, ή θα βοηθήσουν στην εξόντωσή-του, ήταν μονάχα οι τοπικοί πολιτικοί συσχετισμοί και το χρήμα που υπολόγιζαν. Η Ελληνική Επανάσταση τους έδωσε ένα ολότελα διαφορετικό πλαίσιο, τους πρότεινε να ενσωματωθούν στο ελληνικό έθνος, τους πρότεινε δηλαδή την ισοτιμία με την ελίτ του κόσμου. Φυσικά, αυτή η διαδικασία είχε αρχίσει από νωρίτερα, ας πούμε συμβατικά από τα 1801, όταν αρχίζει ετούτη η εξιστόρηση.
Τέλη Νοεμβρίου του 1803, ο Κοραής έγραφε από το Παρίσι σ’ έναν δάσκαλο που ζούσε κοντά στους ξενιτεμένους πια Σουλιώτες: «Τους Σουλιώτας ενίσχυε και συμβούλευε τα δέοντα· εάν ήτον τρόπος να διδάξεις τινά από τα τέκνα-των την ελληνικήν γλώσσαν (την γλώσσαν της ελευθερίας), ήθελες δώσει εις αυτούς ασυγκρίτως ωφελιμότερον δώρον παρά του Προμηθέως το πυρ». Αλλά με την έκρηξη της Επανάστασης, ή σωστότερα, με την προσχώρησή-τους σ’ αυτήν μετά την καταστροφή του Αλή πασά, οι Σουλιώτες έγιναν, δίχως την ελάχιστη αντίρρηση ή διχογνωμία, Έλληνες, και έτσι, όταν στα χρόνια της ένδοξης πολιορκίας του Μεσολογγίου τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι μισθοί έλειψαν, ο θάνατος παραμόνευε, οι Σουλιώτες δεν άρχισαν τις γνωστές στις αρβανίτικες φάρες συνομιλίες με τον αντίπαλο: δεν ήταν πια μισθοφόροι, πρόθυμοι να υπηρετήσουν τον ισχυρότερο· ήταν Έλληνες που πολεμούσαν υπέρ πίστεως και πατρίδας.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ελληνικής Επανάστασης ήταν η ταχύτατη και πλατύτατη διάδοση της εθνικής συνείδησης στους αγροτικούς πληθυσμούς, η ριζική, μ’ άλλα λόγια, αλλαγή του ιδεολογικού σκηνικού. Όσοι μελετούν το κίνημα του Διαφωτισμού –γενικότερα, της ανάπτυξης της παιδείας– στην Ελλάδα, ταλαντεύονται σχετικά με την εκτίμηση της επιρροής-του στα προεπαναστατικά χρόνια, και σωστά: παρά την ίδρυση σχολείων, βιβλιοθηκών, παρά τις μεταφράσεις επιστημονικών και ιδεολογικών έργων, οι ιδέες του Διαφωτισμού επηρεάζουν έναν στενό μονάχα κύκλο ανθρώπων, οι τάσεις για αλλαγή δεν φαίνονται εξαιρετικά ισχυρές. Αλλά, περίεργο, και όχι επαρκώς ερμηνευμένο φαινόμενο, η Επανάσταση αγκαλιάζει αμέσως, και με επιτυχία, το σύνολο περίπου της ελληνικής κοινωνίας, και μάλιστα –εδώ κυρίως βρίσκεται το παράδοξο– ακόμη και στις γεωγραφικές περιοχές όπου οι δυνάμεις του Διαφωτισμού παρέμεναν ιδιαίτερα ανίσχυρες, δηλαδή στην Πελοπόννησο, τη Νότια Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του κεντρικού Αιγαίου, την Κρήτη. Θα παρακάμψω το ερώτημα, και θα ομολογήσω την αδυναμία-μου να σκεφτώ ικανοποιητική λύση, παραμένοντας όμως στη διαπίστωσή-του: ο Διαφωτισμός μπορεί να πρόσφερε το ιδεολογικό πλέγμα που στήριξε την Επανάσταση, αλλά για να ξεσπάσει η Επανάσταση χρειάστηκαν και άλλοι παράγοντες — ένας από αυτούς ήταν οπωσδήποτε οι απότομες αλλαγές στη διακίνηση του εμπορίου· με το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και του συνακόλουθου «ηπειρωτικού αποκλεισμού», το εμπόριο βρέθηκε απότομα σε κρίση.
Το βέβαιο πάντως είναι πως όταν, λίγες μόλις εβδομάδες αφού είχαν γενικευθεί οι πολεμικές επιχειρήσεις, ο κορυφαίος στρατιωτικός ηγέτης της Πελοποννήσου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος διέθετε και έντονο πολιτικό αισθητήριο, χρησιμοποιούσε την προσφώνηση Έλληνες κάθε φορά που αποτεινόταν στους στρατιώτες-του, και πως αυτοί οι έως προχθές μόλις αγρότες, αγράμματοι σε υψηλό ποσοστό, που δεν γνώριζαν ούτε τους αρχαίους ούτε βέβαια τους Ευρωπαίους διαφωτιστές, καταλάβαιναν ότι σ’ αυτούς απευθυνόταν ο αρχηγός, ενθουσιάζονταν, και τον ακολουθούσαν. Οι παλιοί δηλαδή Ρωμιοί, οι παλιοί χριστιανοί ορθόδοξοι –έτσι αυτοπροσδιορίζονταν όταν δεν χρησιμοποιούσαν κάποια τοπική ονομασία– ένοιωσαν μεμιάς ότι η πολιτική-τους υπόσταση άλλαξε, και ότι ένα καινούριο όνομα ταίριαζε στην καινούρια κατάσταση. Αλλά δεν ήταν μονάχα στο επίπεδο της ονοματοδοσίας που παρατηρούμε παρόμοιες συμπεριφορές. Στα χρόνια της Επανάστασης, ενώ οι μάχες δεν είχαν τελειώσει και το μέλλον δεν είχε κριθεί, οι κάτοικοι του Ναυπλίου αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν ένας φαρδύς δρόμος, ένα βουλεβάρτο για να κάνουν τον περίπατό-τους με τις κυρίες-τους — ακριβώς όπως οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι. Η πόλη τους απόκτησε επίσης ένα αναγνωστήριο, ένα βιβλιοπωλείο, νοσοκομείο, και η παλιά, μεσογειακή αρχιτεκτονική άρχισε να αντικαθίσταται από κλασικιστικά κτίρια.
Η σύνδεση με την εθνική συνείδηση σήμαινε παράλληλα περισσότερη σύνδεση με την ευρωπαϊκή αντίληψη. Όσο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς αρχηγούς της Επανάστασης ζούσε εξόριστος στην Πίζα της Ιταλίας, πριν αποφασιστεί η εξέγερση, φορούσε τα βαριά ανατολίτικα ρούχα του Φαναριώτη ηγεμόνα, μ’ ένα πολύπτυχο τουρμπάνι στο κεφάλι. Ήταν ωστόσο φίλος του Μπάιρον και του Σέλλεϋ· φυσικό λοιπόν οι αντιλήψεις-του να επηρεάστηκαν από τις δικές-τους. Τη μέρα όμως που πήγε να τους αποχαιρετίσει κατεβαίνοντας στην Ελλάδα να ετοιμάσει την εξέγερση, άλλαξε ενδυμασία· έβαλε τα ευρωπαϊκά, ρεντικότα, γυαλιά, κασκέτο — στην Ελλάδα ήταν ένας Ευρωπαίος διανοούμενος. Και όταν αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι και να το οχυρώσει, μέσα στα χρόνια του αγώνα, κάλεσε έναν ευρωπαιοσπουδαγμένο μηχανικό. Έτσι οι οχυρώσεις του Μεσολογγίου κατασκευάστηκαν σύμφωνα με την τελευταία λέξη της οχυρωματικής τέχνης· αλλεπάλληλες προβολές, χαμηλές σε ύψος, όμως αλληλοκαλυπτόμενες, με κανόνια που έβαλαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εννοείται ότι η τεχνική υπεροχή βοήθησε την άμυνα της πόλης — και αυτό το σημείο σπανίως το τονίζουν οι Έλληνες ιστορικοί, πιστεύοντας ότι η γενναιότητα έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο από την ευρωπαϊκότητα.
Ο Μαυροκορδάτος και οι δικοί του είχαν διαφορετική αντίληψη· στο φύλλο της 4ης Οκτωβρίου 1824 των "Ελληνικών Χρονικών", της εφημερίδας που τυπωνόταν μέσα στο Μεσολόγγι διαβάζουμε: «Ευφραίνεται η ψυχή ενός Έλληνος όταν πλησιάζει εις τα τείχη του Μεσολογγγίου· πόσαι ιδέαι του διεγείρονται εις τον νουν, όταν βλέπει έξ οργιάς χανδάκι να κατασταίνει νησί το Μεσολόγγι, εκεί όπου προ δύο χρόνων δεν ήτον παρά έν ασύμμετρον αυλάκι, το οποίον ημπορούσεν να πηδήσει ένας άνθρωπος! Όταν βλέπει κανονιοστάσιον λιθόκτιστον, με πέντε και δέκα κανόνια το καθένα, εκεί όπου δεν ήτον παρά πεντέξι πλίνθοι κολλημένοι ένας απάνω εις τον άλλον, πού πεντέξι πέτρες, μία απάνω εις την άλλην, και πού μερικές κόφες με χώμα! Ποίος μονάρχης επρόσταξε, ποίος βασιλικός θησαυρός εξόδευσε δια να γενεί αυτό το τόσον αναγκαίον, το τόσον σωτηριώδες εις την Ελλάδα έργον; Όποιος είναι ξένος εμβαίνει εις την πόλιν, ερωτά, και τον αποκρίνονται: ‘‘η κοινή θέλησις από το ένα μέρος και τα κοινά εισοδήματα, ενωμένα με τας αυτοπροαιρέτους συνεισφοράς ολίγων φιλογενών από το άλλο οχύρωσαν, καθώς βλέπεις το Μεσολόγγι· ένας μηχανικός δια τον οποίον δεν εξοδεύονταν περισσότερ’ αφ’ όσα χρειάζεται να ζήσει οικονομικά ένας άνθρωπος’’», και τα λοιπά.
Είχαν άλλωστε ονομάσει τις ντάπιες με τα ονόματα του Γουλιέλμου της Οράγγης, του λόρδου του Σέφιλντ (1649-1720), του Γουλιέλμου Τέλλου, του Βενιανίμ Φραγκλίνου, του Κοραή, του Ρήγα, και φυσικά του Βύρωνα — και στις 17 Ιανουαρίου 1825, λίγους μήνες πριν αρχίσει η δεύτερη πολιορκία, ονόμασαν τον μηχανικό, τον Μιχαήλ Κοκκίνη, επίτιμο πολίτη του Μεσολογγίου. Και λίγο αργότερα, ενώ ήταν πια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, οι κάτοικοι αποφάσισαν να ιδρύσουν σχολείο, όπου εφάρμοσαν την πιο πρωτοποριακή παιδαγωγική μέθοδο της εποχής, ενώ στη διδακτική ύλη εντάχθηκε και η εκμάθηση μιας ευρωπαϊκής γλώσσας. Παράλληλα ιδρύουν τυπογραφείο, όπου τυπώνουν συγγράμματα, αλλά και μια εφημερίδα — πρωτάκουστα πράγματα για τη βαλκανική χερσόνησο. Τι άλλαξε από το 1800 μέχρι το 1820; Αν κάτι άλλαξε ριζικά την κοινωνία, λοιπόν, στα είκοσι χρόνια, από το 1800 ώς τα 1820, αυτό ήταν η εισαγωγή και η διάδοση της εθνικής συνείδησης. Οι κυρίαρχες ομάδες –οι οθωμανικές και εκκλησιαστικές αρχές– άργησαν, όπως συχνά συμβαίνει, να εννοήσουν τη σημασία του νεοτερισμού. Στα 1820 δεν ήταν η δύναμη των όπλων, όσο η δύναμη της καινούριας ιδεολογίας που μπορούσε να νικήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και τον Γενάρη του 1822, την ώρα που το κομμένο κεφάλι του Αλή όδευε προς την Ισταμπούλ, οι αντιπρόσωποι των επαναστατημένων περιοχών ψήφιζαν στην Επίδαυρο το Σύνταγμα της ελεύθερης Ελλάδας.
Η μάχη των ιδεών προηγείται κατά κανόνα της σύγκρουσης με τα όπλα. Η ελληνική επανάσταση προετοιμάστηκε αργά και βασανιστικά μέσα από τη διείσδυση των ιδεών του Διαφωτισμού που έφταναν σαν απόηχος από την Ευρώπη στον ελλαδικό χώρο. Φορείς τους ήταν λόγιοι της διασποράς, έμποροι, γιατροί, φωτισμένοι ιερωμένοι, ναυτικοί, καραβοκυραίοι, τυπογράφοι και φιλόλογοι. Για τον υποταγμένο ραγιά ο κόσμος ήταν ένα κλειστό σύμπαν. Ένα βιβλίο Γεωγραφίας π.χ. με τη ζωή άλλων εθνών λειτουργούσε επαναστατικά στη συνείδηση του. Το ίδιο τα Μαθηματικά, η Ιστορία, η Γραμματεία. Σημαντικές προσωπικότητες αποδύθηκαν σ΄ αυτόν τον αγώνα των ιδεών. Μεθόδιος Ανθρακίτης, Αδελφοί Πούλιου, Αθανάσιος Ψαλίδας, Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, Ευγένιος Βούλγαρης, Δημήτριος Καταρτζής Σέργιος Μακραίος, Σοφιανόπουλος, Παμπλέκης, Καϊρης. Και πάνω από όλους: Ανώνυμος Ελλην, Μοισιόδαξ, Κοραής, Ρήγας.
Αν κάτι άλλαξε ριζικά την κοινωνία στα είκοσι χρόνια από το 1800 ώς τα 1820, αυτό ήταν η εισαγωγή και η διάδοση της εθνικής συνείδησης. Οι κυρίαρχες ομάδες –οι οθωμανικές και εκκλησιαστικές αρχές– άργησαν, όπως συχνά συμβαίνει, να εννοήσουν τη σημασία του νεωτερισμού. Στα 1820 δεν ήταν η δύναμη των όπλων, όσο η δύναμη της καινούριας ιδεολογίας που μπορούσε να νικήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και τον Γενάρη του 1822, την ώρα που το κομμένο κεφάλι του Αλή όδευε προς την Ισταμπούλ, οι αντιπρόσωποι των επαναστατημένων περιοχών ψήφιζαν στην Επίδαυρο το Σύνταγμα της ελεύθερης Ελλάδας. Η αξίωση η Λογική να ρυθμίζει και να διαπλάθει όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου δεν αφήνει στο απυρόβλητο την θεμελίωση και την νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Η τελευταία δεν νοείται πλέον «ελέω Θεού» ή «κληρονομικώ δικαίω» αλλά ως τεχνούργημα του ανθρώπινου Λόγου. Νομιμοποιητικό της έρεισμα δεν είναι η παράδοση αλλά το συμβόλαιο, η αμοιβαία συμφωνία ισότιμων εταίρων. Η συμβολαιοκρατική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, η θεμελίωσή της στις αρχές του φυσικού δικαίου και όχι της παράδοσης ή της αυθεντίας βρίσκει γνήσια έκφραση στα πρώτα τρία Επαναστατικά Συντάγματα (της Επιδαύρου, που ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου του 1822, του Άστρους, που ψηφίστηκε στις 29 Μαρτίου του 1823 και της Τροιζήνας, της 1ης Μαΐου του 1827). Έχοντας διαμορφωθεί υπό την επίδραση των γαλλικών συνταγμάτων του 1793 και 1795 αλλά και του αμερικανικού του 1787, τα ελληνικά συντάγματα είναι δημοκρατικά και φιλελεύθερα. Συνιστούν απόπειρα μετουσίωσης των αρχών του φυσικού δικαίου σε θετικό και θέτουν στο επίκεντρο την κατεξοχήν νεωτερική έννοια των πολιτικών δικαιωμάτων, την έννομη άσκηση των οποίων εγγυάται ένα εθνικό κράτος. Σύμφωνα με την Διακήρυξη που ψηφίστηκε με την λήξη των εργασιών της πρώτης εθνοσυνέλευσης, «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών μακράν τού να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος ελληνικού έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής. Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων, και τα οποία οι νόμοι, σύμφωνοι με την φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά και χιλίων και μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψει». Η πεμπτουσία και των τριών συνταγμάτων είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά τα δύο πρώτα, της Επιδαύρου και του Άργους, την νομοθετική εξουσία ασκούν το Νομοθετικό και το Εκτελεστικό, ενώ κατά το Σύνταγμα της Τροιζήνας, η Βουλή και ο Κυβερνήτης. Όλο το δημοκρατικό δυναμικό των συνταγμάτων αποκρυσταλλώνεται κατ’ ουσίαν στο περίφημο άρθρο 5 του Συντάγματος της Τροιζήνας, το οποίο ορίζει το εξής: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Εν προκειμένω, το έθνος εξισώνεται με τον κυρίαρχο λαό που υποτάσσεται στους νόμους που ο ίδιος θεσπίζει. Το έθνος φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε και ανεξάρτητα από την δημοκρατική διαδικασία που το φέρνει στον κόσμο, η οποία δεν είναι άλλη από αυτή που γεννά την ιδιότητα του πολίτη. Διαφορετικά διατυπωμένο: Το έθνος ταυτίζεται με το πλαίσιο, εντός του οποίου μπορεί να απολαμβάνει κανείς την ιδιότητα του πολίτη και άρα του μέλους της κυρίαρχης εξουσίας.
Αν οι επέτειοι λειτουργούν ως οχληρή υπόμνηση αθετημένων υποσχέσεων, αν υπάρχει ακόμη στις αρχές του 21ου αιώνα ένα μήνυμα του 1821 απέναντι στην πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης, αυτό είναι το «ελευθερία ή θάνατος». Τουτέστιν ο άνθρωπος αξίζει το όνομά του μόνο ως πολίτης. Η ζωή δεν ορίζεται ως το βιολογικό γεγονός της ύπαρξης αλλά ως πολιτική ελευθερία. Βίος χωρίς πολιτικά δικαιώματα είναι βίος αβίωτος. Ζωή χωρίς ελευθερία ισοδυναμεί με θάνατο. Και, όπως έγραψε στην "Ωδή στη Σάμο" ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος: "Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία".
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792, αλλά ο τυχοδιώκτης πατέρας του, που ήταν μισθοφόρος του Ενετικού στρατού, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μητέρα του. Η γνωστή αρχοντοπούλα του νησιού έμεινε στη Ζάκυνθο και ο πατέρας του τον πήρε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Νικόλα. Ήταν μόλις εννιά χρόνων. Τα δύο παιδιά δεν ένιωσαν ποτέ την οικογενειακή θαλπωρή, γιατί ο πατέρας τους τα εγκατέλειπε συχνά ταξιδεύοντας για δουλειές, ενώ η μητέρα είχε χάσει τα ίχνη τους. Το 1812 γνώρισε τον Ούγκο Φόσκολο, τον γνωστό ποιητή και διανοούμενο της εποχής. Ο Κάλβος έγινε αμέσως γραμματέας του και συνόδεψε τον φίλο και μέντορά του παντού. Πρώτα ταξίδεψαν στην Ελβετία και ύστερα στο Λονδίνο, όπου τσακώθηκαν, με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι τους, το 1817. Δύο χρόνια μετά, ο Κάλβος παντρεύτηκε την Τερέζα Τόμας, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα, όπως και η κόρη τους. Η ερωτική σχέση που συνήψε με μια μαθήτρια του τελείωσε άδοξα. Απελπισμένος, προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, την Ode agl’Ionii [Ωδή εις Ιονίους]. Το 1819 τυπώνει την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, Ελπίς Πατρίδος.
Στις 23 Απριλίου του 1821 και ενώ βρισκόταν στη Φλωρεντία, ο 29χρονος Κάλβος συνελήφθη «ως ταραχοποιό στοιχείο» και οδηγήθηκε με άκρα μυστικότητα στις ανακριτικές αρχές, με την κατηγορία ανήκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Οι Καρμπονάροι ήταν μια μυστική επαναστατική οργάνωση που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στην Ιταλία. Τα μέλη της διεκδικούσαν δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Οι στόχοι των καρμπονάρων είχαν πατριωτικό και γενικότερα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σκοπό, σε μια Ευρώπη που μετά την ήττα του Ναπολέοντα, τα μηνύματα της γαλλικής επανάστασης είχαν ατονήσει και οι αντιδραστικές δυνάμεις της φεουδαρχίας και του συντηρητισμού είχαν επανακτήσει τα πρωτεία. Οι Καρμπονάροι σημάδεψαν μια ολόκληρη επαναστατική εποχή και μέλη τους πήραν μέρος σε σημαντικότατα γεγονότα, όπως την ιταλική επανένωση (το λεγόμενο Ριζορτζιμέντο), την επανάσταση του 1820 στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Η εμφάνιση της «Καρμπονερίας» συμπίπτει χρονικά με την αρχή της μοναρχικής παλινόρθωσης (1814-1830), όταν οι επαναστάτες των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών θεωρούσαν τους εαυτούς τους «προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της… Όλοι τους νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον, παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης ή ακόμα και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας» (Χόμπσμπαουμ).
O ελευθεροτεκτονισμός ως αδελφότητα αντιπροσωπεύει την εξέλιξη των επαγγελματικών στοών (Operative Lodges) των αρχι-«τεκτόνων» του μεσαίωνα. Σύμφωνα με ημερολόγια μεσαιωνικών κτισμάτων Σκώτων λιθοξόων (stonemasons), ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα οι αρχιμάστοροι χτίστες αυτοί μαζεύονταν σε καλύβες, που ως χώροι συγκέντρωσης αποτελούσαν στοές, για να τραφούν και να αναπαυτούν. Τον 15ο αιώνα τα αρχεία των ως άνω λιθοξόων αναφέρονται σε φατρίες κτιστών (masons). Στα τέλη του 15ου αιώνα η έννοια της στοάς υπερέβη τον χώρο συγκέντρωσης και άρχισε να ορίζει την ομάδα λιθοξόων που μαζευόταν σε αυτόν τον χώρο για να ρυθμίζει τα της τέχνης της. Εν καιρώ, οι στοές άρχισαν να αναπτύσσουν πρώιμες τελετές μύησης μαθητών και εισήγαγαν τη μυστική λέξη αναγνώρισης ως μέσο απόδειξης της ιδιότητας του μέλους στοάς και ως διαπιστευτήριο της επαρκούς εκπαίδευσης στην τέχνη του λιθοξόου.
Η πρώτη τεκτονική μεγάλη στοά στην ιστορία, η μεγάλη στοά της Αγγλίας, ιδρύθηκε προς τιμή του Γεωργίου του A' (1660-1727), πρώτου προτεστάντη βασιλέα της Μεγάλης Βρετανίας, που ανέβηκε στον θρόνο την 1η Αυγούστου 1714. Επίσημα η Μεγάλη Στοά της Αγγλίας ιδρύθηκε ως η «Μεγάλη Στοά του Λονδίνου και του Ουέστμινστερ» την ημέρα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, 24 Ιουνίου 1717. Την ημέρα αυτή συγκεντρώθηκαν τέσσερις στοές της τέχνης στο Apple Tree Tavern του Λονδίνου και σχημάτισαν μία κανονική Μεγάλη Στοά. Η νέα μεγάλη στοά ως βάση είχε την «αλληλεγγύη» και την «αγάπη» μεταξύ των ελευθεροτεκτόνων μελών της και ως πεποίθηση την ελευθερία σκέψης πέρα από πολιτικές και θρησκευτικές διχόνοιες. Ο χαρακτήρας της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας έπαψε να είναι αυστηρά επαγγελματικός και τα εργαλεία, που παλαιότερα χρησίμευαν για τις οικοδομικές εργασίες, πήραν τον ρόλο των συμβόλων για την εξαγωγή ηθικών συμπερασμάτων. Οι τέσσερις προϋπάρχουσες στοές συνέρχονταν ως εξής: Η πρώτη, σήμερα ονόματι «Antiquity No 2», στο Goose and Gridiron Ale-house στην πλατεία της εκκλησίας του Αγ. Παύλου, η δεύτερη στο Crown Ale-house, η τρίτη, σήμερα ονόματι «Lodge of Fortitude and Old Cumberland No 12», στο Apple Tree Tavern στο Κόβεντ Γκάρντεν και η τέταρτη, σήμερα ονόματι «Westminster Royal Somerset House and Inverness Lodge No 4», στο καπηλειό Rummer and Grapes. Η τελευταία ήταν στοά θεωρητικών τεκτόνων, ενώ οι τρεις πρώτες ήταν κατά κύριο λόγω επαγγελματικές στοές τεκτόνων.
Το 1723 ο James Anderson έγραψε και εξέδωσε το Συντάγματα των Ελευθεροτεκτόνων για την Χρήση των Στοών του Λονδίνου και του Γουεστμίνστερ. Στο έργο αυτό παρατέθηκαν οι κανόνες διακυβέρνησης της αδελφότητας και εξιστορήθηκε η "Ιστορία του Ελευθεροτεκτονισμού", σύμφωνα με την οποία η αδελφότητα καταγόταν από τις μεσαιωνικές φατρίες κτιστών, που προέρχονταν από αρχαίους Ρωμαίους και Έλληνες αρχιτέκτονες και μαθηματικούς. Οι τελευταίες είχαν με τη σειρά τους τις αρχαίες ρίζες τους στη βιβλική περιγραφή της ανέγερσης του ναού του Σολομώντα. Το έργο αυτό ανατυπώθηκε το 1734 στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, ο οποίος εκείνο το έτος είχε εκλεγεί Μέγας Διδάσκαλος των Ελευθεροτεκτόνων της Πενσυλβανίας των ΗΠΑ.
Παράλληλα, άρχισαν να οργανώνονται και κάποιες άλλες Μυστικές Εταιρείες, που ισχυρίζονταν πως προέρχονταν από τα Ιπποτικά Τάγματα. Αυτά από το 1721 άρχισαν να διαμορφώνουν ένα σύστημα που συνέπλεε με τον Ελευθεροτεκτονισμό. Αποτέλεσμα της διαδικασίας ήταν ο σχηματισμός του Σκωτικού Τύπου, ο οποίος άρχισε από το 1730 να εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στις 17 Ιουλίου 1751 εκπρόσωποι πέντε στοών, στο καπηλειό του Turk’s Head στο Σόχο του Λονδίνου, ιδρύουν την «Αρχαία Μεγάλη Στοά της Αγγλίας», ή αλλιώς ονομαζόμενη «Μεγάλη Στοά των Ελευθέρων και Αποδεκτών Τεκτόνων της Αγγλίας». Ο νέος σχηματισμός αποτελούνταν κυρίως από Σκωτσέζους Ελεύθερους Τέκτονες, που ήταν δυσαρεστημένοι από τον τρόπο με τον οποίο οι ελευθεροτέκτονες της Premier Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας είχαν αλλάξει τον ελευθεροτεκτονισμό. Για αυτό τους αποκαλούσαν μοντέρνους και τους κατηγορούσαν πως δεν ακολουθούσαν τα παλαιά έθιμα του ελευθεροτεκτονισμού.
Στην ίδρυση της Αρχαίας Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας θα έπρεπε, όμως, να αναγνωρίσουμε και πολιτικά αίτια, εφόσον θεωρηθεί ως προέκταση της μη αποδοχής από μεγάλη μερίδα Σκωτσέζων της Πράξης Διευθέτησης του 1701 (η τελευταία απαγόρευε σε ρωμαιοκαθολικούς να ανέβουν στον θρόνο και καθιέρωνε τον οίκο του Ανοβέρου), των εκτεταμένων αντιδράσεων στα διάφορα μέτρα που θεσμοθετούσε από το 1704 το Αγγλικό Κοινοβούλιο, για να καταποντίσει την οικονομία της Σκωτίας και τέλος της διαφωνίας τους με την Πράξη της Ένωσης της Αγγλίας με τη Σκωτία, υπό την πολιτική οντότητα της Μεγάλης Βρετανίας το 1707. Οι δύο αντίπαλες μεγάλες στοές για 63 χρόνια συνυπήρχαν, δίχως να αναγνωρίζουν η μία την άλλη ως κανονική και δίχως να αναγνωρίζουν η μία τα μέλη της άλλης ως κανονικούς ελεύθερους τέκτονες.
Στη δεκαετία του 1750 παρατηρείται ένα χάος του σκωτικού δόγματος, που είχε εν τω μεταξύ συγχωνευθεί με το δόγμα της βασιλικής αψίδας (Royal Arch) με καθιέρωση τριών κυρίως συστημάτων: Των «Ροδοσταύρων» (1745), της «Τελειοποίησης» (1754) και της «Αυστηράς Τήρησης» (1762). Επικεφαλής του δόγματος της τελειοποίησης ανέλαβε ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσσίας. Το 1813 ο πρίγκιπας Αύγουστος Φρειδερίκος (1773-1843), Δούκας του Σάσεξ και έκτος γιος του βασιλέα Γεωργίου του 3ου, έγινε μέγας διδάσκαλος της Premier Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας και ο αδερφός του ο πρίγκιπας Εδουάρδος Αύγουστος (1767-1820), Δούκας του Κεντ και τέταρτος γιος του Βασιλέα Γεωργίου του 3ου, έγινε μέγας διδάσκαλος της αρχαίας μεγάλης στοάς της Αγγλίας. Την εποχή αυτή πραγματοποιήθηκαν τα πιο σοβαρά βήματα για την επανένωση. Σε διάστημα περίπου έξι εβδομάδων είχαν συνταχθεί και ψηφιστεί τα 21 "Άρθρα της Ένωσης" των δύο μεγάλων στοών, και στις 27 Δεκεμβρίου 1813, την ημέρα του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, η Premier Μεγάλη Στοά της Αγγλίας και η Αρχαία Μεγάλη Στοά της Αγγλίας σχημάτισαν την Ενωμένη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας (UGLE).
Η μεγάλη στοά της Σκωτίας ιδρύθηκε το 1736 και η μεγάλη στοά της Ιρλανδίας το 1725. Τη δεκαετία του 1730 ο ελευθεροτεκτονισμός διαδόθηκε στις βρετανικές αποικίες της Αμερικής. Μετά την ανεξαρτησία της Αμερικής, σε κάθε πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών σχηματίστηκε και μία ανεξάρτητη μεγάλη στοά. Διάφορες σκέψεις για ίδρυση μιας «μεγάλης στοάς των Ηνωμένων Πολιτειών», με τον Τζορτζ Ουάσινγκτον να έχει τον ρόλο του πρώτου Μεγάλου Διδασκάλου, εγκαταλείφθηκαν πρόωρα Στις ΗΠΑ είναι γνωστό ότι 14 πρόεδροι ήταν τέκτονες.
Η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας (GOdF) ιδρύθηκε το 1728. Το 1877 η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας αφαίρεσε την προϋπόθεση τα μέλη της να πιστεύουν στο υπέρτατο ον, οπότε και οι περισσότερες Αγγλόφωνες Μεγάλες Στοές σταμάτησαν να την αναγνωρίζουν ως "κανονική" και διέκοψαν τις επίσημες σχέσεις τους μαζί της. Η εθνική μεγάλη στοά της Γαλλίας (GLNF)[18] είναι μέχρι σήμερα η μόνη τεκτονική δύναμη στη Γαλλία που αναγνωρίζεται από την ενωμένη μεγάλη στοά της Αγγλίας (UGLE). Λόγω των ανωτέρω, συχνά αναφέρεται πως ο ελευθεροτεκτονισμός αποτελείται από δύο παράλληλα παρακλάδια που το ένα δεν αναγνωρίζει την «κανονικότητα» του άλλου: την ενωμένη μεγάλη στοά της Αγγλίας (UGLE) με όσες μεγάλες στοές έχουν καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης με αυτήν, και τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας (GOdF) με πολλές «Μεγάλες Ανατολές» να συντάσσονται με την πολιτική της. Το 1945 ο Μάρκο Εγκίντιο Αλλέγκρι (Marco Egidio Allegri), ως ύπατη αρχή του τύπου Μισραΐμ και του τύπου Μέμφις, ένωσε αυτούς τους δύο τύπους και δημιούργησε τον «αρχαίο και αρχέγονο ανατολικό τύπο Μισραΐμ και Μέμφις», ο οποίος λειτουργεί με αμιγείς ανδρικές και αμιγείς γυναικείες στοές με διαφορετικά ανά φύλο τυπικά.
Για να επιστρέψουμε στους καρμπονάρους και στον Κάλβο: ο Κάλβος γοητεύτηκε από τα ιδεώδη των καρμπονάρων και αγωνίστηκε μαζί τους. Στην ανάκριση όμως για καλή του τύχη, δεν προέκυψαν από τις καταθέσεις ισχυρά ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι δεν φυλακίστηκε, αλλά απελάθηκε. Η επιστροφή του στην Ελλάδα Ο νεαρός ποιητής κατέφυγε στη Γενεύη, όπου έγραψε το μνημειώδες έργο του, τις «Ωδές», επηρεασμένος από την ελληνική επανάσταση. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου εργάζεται ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα τον απασχολεί η έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 στη Γενεύη τη Λύρα, συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται στα γαλλικά και βρίσκουν ευμενή υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές σε δίγλωσση έκδοση, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τις Νέες ωδές. Τέλη Ιουλίου 1826 φτάνει στο Ναύπλιο όπου διαμένει για σύντομο χρονικό διάστημα και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αναχωρεί για την Κέρκυρα. Μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Η παρουσία του προκάλεσε αντιδράσεις και παραιτήθηκε δύο φορές από την έδρα του, για να καταλήξει το 1852 στην Αγγλία, όπου και έμεινε έως τον θάνατο του, το 1869.
Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης. Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από της χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Σε πολιτικό επίπεδο ζήτησαν δημιουργία συντάγματος, θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Πριν από την επανάσταση του 1821, ένας σπουδαίος οραματιστής, ο Ρήγας Φερραίος (1757 – 1798), επηρεασμένος από το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης, είναι ο πρώτος που οραματίζεται ένα εθνικό κίνημα των Βαλκανίων. Ονειρεύεται τη συνύπαρξη όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά όλων των βαλκανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκροτορίας, ακόμη και των Τούρκων, στο πλαίσιο μιας βαλκανικής δημοκρατίας. Σχεδιάζει τον χάρτη και το Σύνταγμά της. Έχοντας επιλέξει ως τόπο δράσης του την πλούσια ελληνική παροικία της Βιέννης, εκδίδει βιβλία, ποιήματα, επαναστατικά φυλλάδια. Το 1798 όμως συλλαμβάνεται και εκτελείται στο Βελιγράδι. Το 1821, με την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, των κοντινών της νησιών και της νότιας Στερεάς Ελλάδας, συνέρχεται η Α΄ Εθνική Συνέλευση στην Πιάδα κοντά στην αρχαία Επίδαυρο. Συμμετέχουν 59 «παραστάτες», δηλαδή αντιπρόσωποι των απελευθερωμένων περιοχών. Την 1η Ιανουαρίου 1822 η Συνέλευση ψηφίζει το πρώτο Σύνταγμα του νέου ελληνικού κράτους υπό τον τίτλο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», με το οποίο η Ελλάδα συντάσσεται σε Δημοκρατία. Το 1823 συνέρχεται η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας που ψηφίζει τον «Νόμο της Επιδαύρου». Το 1827 συνέρχεται η Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα. Η εκτελεστική εξουσία παραδίδεται σε ένα πρόσωπο, τον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας για επτά έτη. Τον ίδιο χρόνο ψηφίζεται το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος». Πρόκειται για πρότυπο δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος που υπερβαίνει όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής ως προς την εφαρμογή δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μια σπουδαία πολιτική προσωπικότητα, αναλαμβάνει να οργανώσει και να θέσει σε λειτουργία τον κρατικό μηχανισμό της νεοσύστατης Ελλάδας, σχεδόν εκ του μηδενός και μέσα σε τεράστιες δυσχέρειες, εσωτερικές κι εξωτερικές. Χάρη και στις δικές του άοκνες προσπάθειες, η Ελλάδα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Το δημιουργικό έργο του Καποδίστρια ανακόπτεται απότομα με τη δολοφονία του το 1831. Η αναρχία που επακολουθεί επιτρέπει στις τρεις «προστάτιδες δυνάμεις» (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία), να επιβάλουν την απόλυτη μοναρχία, με μονάρχη της επιλογής τους, τον Όθωνα Α΄πρίγκιπα της Βαυαρίας.
Ο ανήλικος βασιλιάς Όθων αποβιβάζεται το 1833 στο Ναύπλιο, προσωρινή πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, συνοδευόμενος από ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας. Η γενική δυσαρέσκεια από την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Μοναρχίας, που οι Έλληνες τη θεωρούν ξένη κατοχή, «ξενοκρατία», σε συνδυασμό και με την άθλια οικονομική κατάσταση του κράτους, ευνοεί κάθε είδος στασιαστικού κινήματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, ο στρατός της φρουράς των Αθηνών και ένοπλος λαός υπό τον στρατηγό Ι. Μακρυγιάννη πολιορκούν τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος.
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ
ΕΡΓΑΣΙΑ: Να αναφέρετε ένα ιστορικό παράδειγμα που να αποδεικνύει αυτήν τη φράση του Βολταίρου που μόλις διαβάσατε.
«Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, δεν είναι η καταγωγή, αλλά η αρετή που κάνει τη διαφορά», δήλωνε η κορυφαία για την ιστορία του πνεύματος μορφή του Διαφωτισμού, στρώνοντας το έδαφος για τις ραγδαίες εξελίξεις που θα δονούσαν την ευρωπαϊκή διανόηση. Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ, γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος, ανέλαβε το έργο να υπερασπιστεί την ελευθερία του πνεύματος, την ανεξιθρησκία και τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, ενσαρκώνοντας με το έργο και τη ζωή του την ίδια την ουσία του Διαφωτισμού. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο Διαφωτισμός αποκαλείται συχνά «η εποχή του Βολταίρου»! Η φαρμακερή πένα, το χιούμορ που τσάκιζε κόκαλα και η διάχυτη ειρωνεία του γάλλου φιλοσόφου τον έκαναν στοχαστή πρώτης γραμμής, την ίδια ώρα που διακρίθηκε και στη συγγραφή έμμετρου λόγου και το θέατρο φυσικά, τη μεγάλη του αγάπη. Τα σατιρικά του ποιήματα, οι επιθέσεις στην εκκλησία, τη γαλλική κυβέρνηση, την αριστοκρατία και η ανεκτικότητα που κήρυττε τον έφεραν πολλές φορές αντιμέτωπο με τις Αρχές, πεποιθήσεις που θα πλήρωνε με φυλακή και εξορία, μένοντας έτσι πιστός και κάνοντας πράξη τη φράση που τον έκανε διάσημο: «Δεν συμφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη το δικαίωμά σου να λες ελεύθερα όσα πρεσβεύεις».
Τα έργα του Βολταίρου χωρίζονται σε 5 κατηγορίες: ποίηση, μυθιστόρημα/διήγημα, θέατρο, ιστορικά έργα και φιλοσοφικά δοκίμια. Οι κυριότερες ποιητικές του συλλογές είναι τα έπη «Henriade» (Ερρικειάς) (1723) και η «Παρθένος της Ορλεάνης», το οποίο άρχισε να γράφει το 1730 παρέμεινε όμως ημιτελές, αλλά και το μακροσκελές «Puccele» (Παρθένος). Οι σατιρικοί του στίχοι, που διακωμωδούσαν την αριστοκρατία, τη γαλλική κυβέρνηση και τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία θα του φέρουν πολλές προσωπικές περιπέτειες, όπως θα δούμε αργότερα.
Συνεπής στο θέατρο ως το τέλος της ζωής του, ο Βολταίρος, μετά τον «Οιδίποδα», θα φιλοτεχνήσει μια σειρά από τραγωδίες, με το σύνολο της θεατρικής του παραγωγής να αγγίζει τον αριθμό των 50-60 έργων, αν και τα περισσότερα δεν σώζονται. Πέρα από τα σατιρικά του έργα για το σανίδι και τις κωμωδίες (όπως η σπουδαία «Nanine), διακρίθηκε ιδιαίτερα στην τραγωδία και το δράμα (27 περίπου έργα), με τον μεγάλο δραματουργό να αποκρυσταλλώνει το ταλέντο του στα «Mariamne», «Μερόπη» (Merope), «Mahomet», «Βρούτος» (Brutus), «Εριφύλη» (Eriphile) και την περίφημη «Ζαΐρα» (Zaïre - 1732), που θα τον εγκαθιδρύσει ως κορυφαίο γάλλο θεατρικό συγγραφέα του καιρού του.
Στα ιστορικά και ιστοριογραφικά του πονήματα, που καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό της πολυγραφότατης πένας του, περιλαμβάνονται οι πραγματείες του για τον Κάρολο ΙΒ' και τον Πέτρο τον Μέγα, πρότυπα οξυδερκούς βιογραφικής αφήγησης, αλλά και οι αξιοσημείωτες «Εποχές» του («Εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ'» και «Εποχή του Λουδοβίκου ΙΕ'»), που αποδεικνύουν την αξεπέραστη ικανότητά του στη γραφή και τη μελέτη των πηγών. Ο Βολταίρος εγκαινίασε μια νέα ιστοριογραφική παράδοση, καθώς εντόπιζε την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού στη βάση της κοινωνικής ιστορίας και των τεχνών. Στο μυθιστορηματικό/αφηγηματικό του έργο, τη δημοφιλέστερη εκδοχή της πένας του, που συχνά εκδιδόταν σε τεύχη, επιτέθηκε με σφοδρότητα στην εκκλησία και την πολιτική διαφθορά. Ξεχωρίζουν ως έξοχα δείγματα του δηκτικού, σπινθηροβόλου και σχεδόν αμείλικτου πνεύματός του η συλλογή διηγημάτων «Μικρομέγας» (Micromégas - 1752), το «Όνειρο του Πλάτωνα» (1756), το «Zadig» και κυρίως το περίφημο σατιρικό μυθιστόρημα «Candide» (1759). Η λογοτεχνική του πένα τα βάζει με τα παραδεδομένα ήθη της εποχής, τη θρησκευτική καταπίεση αλλά και τη μεταφυσική.
Το 1764 ο Βολταίρος δημοσιεύει το κυριότερο φιλοσοφικό του πόνημα, το «Φιλοσοφικό Λεξικό» (Dictionnaire philosophique), ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό όρων που αγκαλιάζει τις αρχές του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού απορρίπτοντας συλλήβδην τις πεποιθήσεις της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Στα κορυφαία του στοχαστικά πονήματα περιλαμβάνονται επίσης οι «Φιλοσοφικές» και «Αγγλικές Επιστολές» αλλά και το «Δοκίμιο περί των ηθών». Ο Αρουέ υιοθετεί το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Βολταίρος (αναγραμματισμός πιθανότατα του ονόματός του) τον καιρό που γράφει τη δική του εκδοχή του «Οιδίποδα». Οι περιπέτειές του με το γαλλικό κατεστημένο θα ξεκινήσουν ωστόσο πολύ νωρίτερα στη ζωή του: ήταν το 1715 όταν αυτο-εξορίζεται από το Παρίσι επειδή συνέθεσε ένα σατιρικό έργο για τον Φίλιππο Β' της Ορλεάνης, που συνέβαινε να είναι ο αντιβασιλιάς της Γαλλίας! Το μακρύ χέρι του νόμου ωστόσο τον βρίσκει και ο Βολταίρος θα περάσει 11 μήνες στη φυλακή για προσβολή του αξιωματούχου. Τον Μάιο του 1717 σέρνεται αλυσοδεμένος στη Βαστίλη, όπου και υιοθετεί το νέο του όνομα. Μετά την απόσυρση των κατηγοριών για το λιβελογράφημα και την απελευθέρωσή του, παρέμεινε στο Παρίσι συνεχίζοντας το λογοτεχνικό και δοκιμιακό του έργο, διαταράσσοντας τα κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά θεμέλια της εποχής, μέχρι η μοίρα να του χτυπήσει ξανά την πόρτα το 1725. Σε λογομαχία με νεαρό ευγενή (Guy Auguste de Rohan-Chabot), η οξύτητα του χαρακτήρα του Βολταίρου κλιμακώνει την κατάσταση και η σκηνή καταλήγει με τον στοχαστή να καλεί σε μονομαχία τον αντίπαλό του, μόνο για να γνωρίσει από πρώτο χέρι τη διαπλοκή της αριστοκρατίας: την προκαθορισμένη μέρα της μονομαχίας, ο Βολταίρος συλλαμβάνεται και στέλνεται πάλι στη Βαστίλη! Αφού παρέμεινε έγκλειστος για δύο εβδομάδες, αποδέχθηκε πρόθυμα την επιλογή της εξορίας και εκδιώχθηκε άρον-άρον από τη Γαλλία. Ο φιλόσοφος θα παραμείνει τα επόμενα τρία χρόνια στη Βρετανία, απολαμβάνοντας το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στη χώρα και ερχόμενος σε επαφή με τα γραπτά του εμπειριστή φιλόσοφου Τζον Λοκ αλλά και την επιστημονική επανάσταση που ευαγγελιζόταν ο Ισαάκ Νεύτων.
Στην Αγγλία και τα αγγλικά θα συγγράψει τα πρώτα του φιλοσοφικά δοκίμια, αλλά και τα περίφημα «Αγγλικά Γράμματα» (Letters concerning the English Nation), που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στη διανόηση της χώρας. Πολλά από τα δοκίμια, ιστορικά έργα και βιογραφίες που έγραψε στην περίοδο της εξορίας του απαγορεύτηκαν στη Γαλλία. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, συνεχίζει τη θεατρική του παραγωγή, με τη φήμη που κατακτά να είναι μεγάλη. Με τα κέρδη μάλιστα από το ανέβασμα των παραστάσεών του επενδύει σε εταιρίες και έτσι λύνει το οικονομικό του πρόβλημα. Τα «Αγγλικά Γράμματα» εξαγρίωσαν ωστόσο τη γαλλική κυβέρνηση και τον κλήρο αναγκάζοντας τον συγγραφέα του να αποσυρθεί διακριτικά από τη δημόσια ζωή του Παρισιού και να αυτοεξοριστεί στη Λοραίνη, ένα σαφώς πιο ήσυχο περιβάλλον. Εκεί θα παραμείνει για τα επόμενα 15 χρόνια, όπου και θα γνωρίσει τη σύντροφο της ζωής του, την Emile de Breteuil, στο πλευρό της οποίας θα παραμείνει μέχρι τον θάνατό της το 1749.
Στην περίοδο που πέρασε στη Λοραίνη, ο Βολταίρος πειραματίστηκε με τη φυσική και τη χημεία, έγραψε το σπουδαίο «Στοιχεία της νευτώνειας φιλοσοφίας» (1736), που συνέβαλε κι αυτό με τη σειρά του στην αναγνώριση του νέου επιστημονικού παραδείγματος στην Ευρώπη, αλλά και πλήθος τραγωδιών και μυθιστορημάτων. Είναι μια γόνιμη περίοδος για τον ίδιο. Παρά την απαγόρευση να ζει στο Παρίσι και το μένος εκκλησίας και κυβέρνησης, η φήμη του Βολταίρου και το πνεύμα του δεν μπορεί να αγνοηθεί από την αριστοκρατία: γίνεται επίσημος ιστοριογράφος του βασιλιά και τακτικό μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας! Ταυτόχρονα, η εδώ και χρόνια αλληλογραφία που διατηρούσε με τον -μετέπειτα- Φρειδερίκο Β' της Πρωσίας θα τον φέρει στις Βρυξέλλες και αργότερα στο Βερολίνο, όπου θα περάσει ένα διάστημα δίπλα στον νεαρό και κατοπινό πρώσο μονάρχη. Την εποχή αυτή, στη δεκαετία του 1740, ταξιδεύει συχνά από τη Λοραίνη στο Βερολίνο, όπου συμμετέχει ακόμα και σε διπλωματική αποστολή της Γαλλίας για να πείσουν τον Φρειδερίκο Β' να συμμαχήσει με τους Γάλλους παρά το γεγονός ότι δεν τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα στον θρόνο. Ανεπιθύμητος πάντα στη Γαλλία, ο Βολταίρος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη. Η δαιμόνια πένα του ωστόσο και το αντισυμβατικό του πνεύμα θα του φέρουν και πάλι περιπέτειες, καθώς οι επιθέσεις του στον κλήρο έφεραν τη μήνη των Αρχών της πόλης. Ο διανοητής που δεν έλεγε να καθίσει στα αυγά του εξαναγκάστηκε για άλλη μια φορά να εγκαταλείψει την πόλη όπου ζούσε και αυτή τη φορά θα βρει νέο καταφύγιο σε κτήμα που αγόρασε στα γαλλο-ελβετικά σύνορα, όπου θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος από το υπόλοιπο της ζωής του. Γέρος πια και ταλαιπωρημένος, στα 84 χρόνια του, του επιτρέπεται να παραβρεθεί στο ανέβασμα της τραγωδίας του «Ειρήνη» στο Παρίσι: η υποδοχή του κόσμου ήταν αποθεωτική! Ο ίδιος δεν θα προλάβει ωστόσο να απολαύσει την καταξίωση, καθώς λίγο μετά, στις 30 Μαΐου 1778, η κορυφαία μορφή του Διαφωτισμού θα εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Όχι βέβαια ότι οι περιπέτειές του τελείωσαν με τον θάνατό του: λίγο πριν καταλήξει, του ζητήθηκε να αποκηρύξει τα γραπτά του για να ενταφιαστεί χριστιανικά. Ο ίδιος συμφώνησε σε μια μερική ανάκληση των γραπτών του (όχι όμως αποκήρυξη), δηλώνοντας στο νεκροκρέβατό του: «Πεθαίνω λατρεύοντας τον Θεό, που αγαπά τους φίλους μου, που δεν μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση». Ένας από τους πλέον σφοδρούς επικριτές του διαμαρτυρόταν για τον Βολταίρο: «Το πηγαίο, άφθαστο και δηκτικό του πνεύμα δεν τραυματίζει απλώς, αλλά συντρίβει, σκοτώνει, μαστιγώνει, δηλητηριάζει, γκρεμίζει. Αν δεν έγραφε, θα δολοφονούσε και καλύτερα θα ήταν να δολοφονούσε»...
Ο 18ος αιώνας είναι η εποχή του ορθολογισμού και του φιλελευθερισμού. Με τον πρώτο δίνεται το προβάδισμα στην κριτική σκέψη που θέτει υπό αμφισβήτηση όλες τις αξίες των προηγούμενων αιώνων. Με τον δεύτερο αντιτάσσονται στην απολυταρχία τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου και η ελευθερία του ατόμου και προτείνονται βαθιές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Τα δύο αυτά ρεύματα εξέφρασε ο Διαφωτισμός (Aufklarung, Age des Lumieres, Enlightenment) Ο ορθολογισμός και ο φιλελευθερισμός ήταν φυσικό να μην αφήσουν ανεπηρέαστη και την οικονομική σκέψη. Η πορεία των οικονομικών μεταβολών τροφοδοτεί τις οικονομικές θεωρίες και αντίστροφα, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να γνωρίσει την απαρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και του οικονομικού φιλελευθερισμού κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Οικονομική σκέψη και πράξη συμβαδίζουν και θα επιταχύνουν την επικράτηση ενός νέου οικονομικού συστήματος, του κεφαλαιοκρατικού. Εξάλλου και οι πολιτικές θεωρίες των διαφωτιστών εφαρμόζονται στην πράξη, κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, με την εκδήλωση μεγάλων επαναστατικών κινημάτων στην Αμερική και στην Ευρώπη. Προηγείται ο επιτυχής αγώνας για την Αμερικανική Ανεξαρτησία, ο οποίος από την άποψη αυτή αποτελεί ορόσημο για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Από τα τέλη του 17ου αιώνα οι χώρες της δυτικής Ευρώπης γνωρίζουν ταχύτατους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και πνευματικής προόδου. Αντίθετα, οι χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης παρακολουθούν από απόσταση τις μεταβολές ή παραμένουν στο περιθώριο. Αλλά ακόμη και μεταξύ των δυτικών χωρών υπάρχει ανισομερής ανάπτυξη, ανάλογα με το βαθμό συμμετοχής τους στις εξελίξεις. Η Αγγλία, για παράδειγμα, αναδεικνύεται από τις αρχές του 18ου αιώνα ως η μεγαλύτερη εμπορική και ναυτική δύναμη στον κόσμο. Η αστική τάξη κατορθώνει να επικρατήσει στην πολιτική σκηνή επιβάλλοντας τη συνταγματική μοναρχία και τον κοινοβουλευτισμό με την Ένδοξη Επανάσταση (1688). Έκτοτε η χώρα αυτή θα αποτελέσει τον πόλο έλξης των ανθρώπων εκείνων που απεχθάνονται την απολυταρχία και θέλουν να ζήσουν σε συνθήκες φιλελευθερισμού. Αντίθετα, στη Γαλλία υπάρχει μια παρατεταμένη κρίση, που καθίσταται ολοένα και οξύτερη. Η απόλυτη μοναρχία αποτελεί τροχοπέδη στη δραστηριότητα και στις επιδιώξεις της αστικής τάξης, η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την πολιτική και κοινωνική δομή του κράτους και επιδιώκει γενικότερες αλλαγές. Η αντιπαράθεση αυτή θα κορυφωθεί προς το τέλος του 18ου αιώνα, όταν πλέον ο μοναρχικός θεσμός, αποκομμένος από τα δρώμενα και χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τις ζυμώσεις που έχουν συντελεστεί στη γαλλική κοινωνία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την κρίση (1789). Η τάση για πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της επιστήμης, η πίστη στην πρόοδο του ανθρώπου, αποτελούν μερικές από τις πιο σημαντικές εκφράσεις ενός γενικότερου ιδεολογικού κινήματος της εποχής, του Διαφωτισμού ή Αιώνα των Φώτων (1688-1789). Οι εκφραστές αυτού του νέου πνεύματος, οι φιλόσοφοι, δεν περιορίζονται μόνον στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά, ξεκινώντας από τις επιτυχίες της επιστήμης και βασιζόμενοι στον ορθά λόγο προτείνουν λύσεις για τη βελτίωση του ανθρώπου και την ανάπλαση της κοινωνίας. Έτσι, στρέφονται κατά του θρησκευτικού φανατισμού και επιχειρηματολογούν υπέρ της ανεξιθρησκίας και γενικότερα της πνευματικής ανεκτικότητας. Στον τομέα αυτό διακρίθηκε, κυρίως, ο Βολταίρος (1694-1778), ο οποίος, για την υπεράσπιση των ιδεών του, δεν δίστασε να έλθει σε σύγκρουση ακόμη και με την κρατική εξουσία.
Στον χώρο των πολιτικών ιδεών οι διαφωτιστές είχαν ως πρότυπο τους το αγγλικό σύστημα διακυβέρνησης και ήταν θεωρητικά επήρεασμένοι από τον Τζόν Λοκ (1632-1704), έναν από τους σπουδαιότερους προδρόμους του Διαφωτισμού. Ο Λοκ διατύπωσε την αρχή του κοινωνικού συμβολαίου, ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις συγκροτούνται βάσει συμφωνίας με το λαό. Η παραβίαση της συμφωνίας αυτής εκ μέρους των κυβερνώντων παρέχει αυτόματα στο λαό το δικαίωμα της αντίστασης και της επανάστασης. Σημαντικός εκπρόσωπος των πολιτικών ιδεών του Διαφωτισμού ήταν ο Γάλλος Μοντεσκιέ (1698-1755). Στο βιβλίο του με τίτλο Το Πνεύμα των Νόμων διατυπώνει τη θεωρία της διάκρισης των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική με στόχο να αποτρέπεται ο κίνδυνος αυταρχικής διακυβέρνησης. Η θεωρία αυτή άσκησε μεγάλη επίδραση στην πολιτική σκέψη και αποτέλεσε συστατικό στοιχείο των σημαντικότερων πολιτικών και πολιτειακών κειμένων της εποχής (π.χ. της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη κατά τη Γαλλική Επανάσταση).
Τη σκέψη των διαφωτιστών απασχόλησαν και τα ζητήματα της ελευθερίας του ατόμου και της ισότητας των ανθρώπων. Ο Ρουσσό (1712-1778) στο έργο του Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762) υπερασπίζεται την ελευθερία του ανθρώπου και δέχεται ως κυρίαρχη μόνο τη γενική βούληση, την οποία πρέπει να εκφράζει και στην οποία οφείλει να υποτάσσεται η εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτό όμως προϋποθέτει δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το σεβασμό των νόμων.
Η πολιτική θεωρία του Ρουσσό δεν εγγυάται μόνο την ελευθερία αλλά και την ισότητα, κάτι που όμως απαιτεί μια ριζική αναμόρφωση της κοινωνίας. Η ισότητα, υποστήριξε ο Ρουσσό, υπήρχε στη φυσική κοινωνία και καταργήθηκε, όταν δημιουργήθηκε ο θεσμός της ιδιοκτησίας και της εξουσίας. Για να ξεπεραστεί η κοινωνική ανισότητα, πρέπει, κατά τον Ρουσσό, να επιστρέψουν οι άνθρωποι σε μια ενδιάμεση κοινωνία μεταξύ της φυσικής και της σύγχρονής του, χωρίς αυτό να σημαίνει επιστροφή σε πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης ή απόρριψη της προόδου και του θεσμού της ιδιοκτησίας. Για τη βελτίωση της κοινωνίας, η οποία αποτελούσε βασικό σκοπό του Διαφωτισμού, αναγκαία προϋπόθεση θεωρήθηκε η παιδεία του λαού. Ο Ρουσσό στο έργο του Αιμίλιος ή περί Αγωγής (1762) διακήρυξε το σεβασμό της προσωπικότητας του παιδιού και καθόρισε τις αρχές μιας παιδαγωγικής μεθόδου που βασίζεται στη φυσική διδασκαλία. Από τους διαφωτιστές προτάθηκαν, επίσης, κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για την προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Σημαντικό υπήρξε στον τομέα αυτό το έργο του Μπεκαρία, (1738-1794) ο οποίος στο βιβλίο του Περί εγκλημάτων και ποινών (1764) αναφέρεται στον εξανθρωπισμό της ποινικής δικαιοσύνης. Τέλος, άλλοι διαφωτιστές μίλησαν και για την κατάργηση της δουλείας. Τα κέντρα και οι φορείς του Διαφωτισμού πολλαπλασιάστηκαν με την πάροδο του χρόνου. Οι εφημερίδες, τα βιβλία, η Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια, οι κοινωνικές συγκεντρώσεις σε σαλόνια ή σε άλλους χώρους, οι επιστημονικές ακαδημίες, οι λέσχες και οι μυστικές ενώσεις συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάδοση των νέων ιδεών. Ακόμη οι διαφωτιστές ταξίδευαν στο εξωτερικό, όπου εξέθεταν τις απόψεις τους, προσκεκλημένοι συχνά από ηγεμόνες της λεγόμενης φωτισμένης δεσποτείας, όπως ήταν ο Φρειδερίκος Β' της Πρωσίας και η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας.
Η νέα ιδεολογία προωθήθηκε αποτελεσματικότερα μέσα από το μετασχηματισμό του λεξιλογίου και τη διαφοροποίηση της σημασίας ορισμένων λέξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι έννοιες όπως εξουσία, κράτος, κοινωνία, μεσαία τάξη, φύση, ευτυχία, αρετή, πρόοδος, τεχνική, εμφανίζονται στο καθημερινό λεξιλόγιο των ευρωπαϊκών γλωσσών κατά το 18ο αι. Αντίθετα, στη Γαλλία υπάρχει μια παρατεταμένη κρίση, που καθίσταται ολοένα και οξύτερη. Η απόλυτη μοναρχία αποτελεί τροχοπέδη στη δραστηριότητα και στις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Βέβαια, δεν δίνουν όλοι οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού σ' αυτές τις έννοιες το ίδιο περιεχόμενο, υπάρχουν όμως πολλά πεδία στα οποία αποκαλύπτεται το κοινό πνεύμα του αιώνα. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας επανάστασης του λεξιλογίου αντίστοιχης εκείνης των ιδεών. Στον τομέα αυτό η συμβολή των λεξικών (όπως το Φιλοσοφικό Λεξικό του Βολταίρου) της εποχής και ιδίως της Εγκυκλοπαίδειας, που περιγράφεται ως Συστηματικό Λεξικό των Επιστημών, των Τεχνών και των Επαγγελμάτων και εκδόθηκε (1751-1772) από μια ομάδα διαφωτιστών με επικεφαλής τον Ντιντερό (1713-1784), υπήρξε αποφασιστική.
Οι νέες ιδέες διαμόρφωσαν το κατάλληλο πνευματικό υπόβαθρο για ριζικές αλλαγές και δρομολόγησαν ραγδαίες εξελίξεις στην Ευρώπη και την Αμερική. Συνέβαλαν στη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, στη διεύρυνση της εκπαίδευσης, στην υποχώρηση του θρησκευτικού φανατισμού, στην ενίσχυση του αιτήματος για ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και για κατάργηση της δουλείας. Αποφασιστική ήταν η επίδραση των ιδεών αυτών σε κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας Ιστορίας: του Λοκ στην αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1776), του Μοντεσκιέ στα βασικά άρθρα του Αμερικανικού Συντάγματος (1787) και του Ρουσσό στη Γαλλική Επανάσταση (1789).
Η Γαλλική Επανάσταση, με βίαια μέσα, ανέτρεψε την εξουσία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, κατήργησε τη μοναρχία και τα προνόμια των ευγενών, εγκαθίδρυσε την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, καθιέρωσε αστικούς θεσμούς στη γαλλική κοινωνία, δημιούργησε εθνικό στρατό, διαχώρισε την εκκλησία από το κράτος, συνέβαλε στην ενίσχυση και στην κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που έχουν ως κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Με τη Γαλλική Επανάσταση, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο λαός αναλαμβάνει το ρόλο του πρωταγωνιστή στην εξέλιξη των ιστορικών πραγμάτων, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να επιβάλει τελικώς τα δικά του συμφέροντα. Αποτέλεσμα μακράς κοινωνικής διεργασίας Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο, μια παρέκκλιση από το «φυσιολογικό» δρόμο ανάπτυξης της κοινωνίας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ιστορικοί. Τα αίτιά της βρίσκονται στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γαλλία εκείνη την εποχή και συνδέονται με την ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής, την εξασθένιση του φεουδαρχικού συστήματος και τον πλουτισμό της ανερχόμενης αστικής τάξης, η οποία είχε στα χέρια της την οικονομική δύναμη, όμως επιθυμούσε φορολογικές μεταρρυθμίσεις και ιδιαιτέρως την άνοδό της στην πολιτική εξουσία. Η επανάσταση ήταν αποτέλεσμα μακράς κοινωνικής διεργασίας, προϊόν ιστορικών αναγκών, το αποκορύφωμα της βαθιάς ταξικής πάλης.
Η επανάσταση προετοιμάστηκε θεωρητικά -ιδεολογικά από τις νέες φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις που εμφανίστηκαν στην προεπαναστατική περίοδο. Αυτές οι αντιλήψεις αποτελούν τις θεωρητικές πηγές της επανάστασης. Τον 18ο αιώνα, ιδιαιτέρως στη Γαλλία, αναπτύσσονται: Η κριτική σκέψη, η επιστημονική έρευνα που κατευθύνεται σε μεθόδους βασισμένες στην παρατήρηση, στο πείραμα, στη λογική. Είναι ο αιώνας του πειραματισμού, του διαφωτισμού, του ορθολογισμού, του φιλελευθερισμού, και γι' αυτό ονομάστηκε «αιώνας, κατ' εξοχήν, γαλλικός». Διατυπώθηκαν αντιλήψεις που ήταν αντίθετες με την κυρίαρχη φεουδαρχική θρησκευτική κοσμοθεωρία, υποστηρίχτηκε η ιδέα ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι ίσοι και καλοί (η θεωρία του «φυσικού δικαίου»), εδραιώνεται η πίστη στην ανάγκη της κοινωνικής προόδου, των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, προβάλλεται το καθήκον της λύτρωσης της ανθρώπινης συνείδησης από τα δεσμά του μυστικισμού, της θεολογίας, του σχολαστικισμού, από την κατάργηση της πνευματικής κυριαρχίας της καθολικής εκκλησίας, η οποία για να διαφυλάξει την κυριαρχία της κατέφευγε σε σκληρούς διωγμούς των αντιπάλων της. Ολα αυτά εκφράζονται από το κοινωνικό στρώμα των προοδευτικών ανθρώπων, που στην ουσία προετοίμασαν ιδεολογικά - πολιτικά την αστική τάξη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
Οι φιλοσοφικές απόψεις εκφράστηκαν από γάλλους φιλοσόφους του 18ου αιώνα, και ιδιαιτέρως από τους Denis Diderot (1713 - 1784), Claude Helvetius (1715 - 1771), Baron von Holbach (1723 - 1789) κ.ά. Οι φιλοσοφικές τους αντιλήψεις αποτελούν την ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης της εποχής, σταθμό στην ιστορία της φιλοσοφίας, όπλο της αστικής τάξης κατά της απόλυτης μοναρχίας, του φεουδαρχισμού και του καθολικού αυταρχισμού.
Κορυφαίος φιλόσοφος της εποχής ήταν ο αρχισυντάκτης της περίφημης «Εγκυκλοπαίδειας» ο Ντ. Ντιντερό. Ο Ντιντερό προσπαθεί να συνδέσει οργανικά τη φιλοσοφία με την επιστήμη, να θεμελιώσει επιστημονικά τις θέσεις και τα συμπεράσματά του. Τάσσεται κατά της απόλυτης μοναρχίας και του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο, κατά την άποψή του, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ανθρώπινης νόησης και του φυσικού δικαίου και δεν δικαιώνει την ύπαρξή του. Ο Ντιντερό ζητά την εγκαθίδρυση ενός ορθολογικού κοινωνικού συστήματος. Το ανήθικο φεουδαρχικό καθεστώς μπορεί να παραμεριστεί και να εξαλειφθεί με την εκπαίδευση, τη γνώση, την αναζήτηση της αλήθειας από τον άνθρωπο. Μάχεται για τη μόρφωση του λαού και καταδικάζει τον σκοταδισμό της θρησκείας. Οι αντιλήψεις του αποτέλεσαν τη βάση για την άρνηση της θεϊκής καταγωγής της βασιλικής εξουσίας, της κοινωνικής ανισότητας και της υποταγής της επιστήμης στη θρησκεία.
Στη θεωρητικο-ιδεολογική προετοιμασία της Γαλλικής Επανάστασης σημαντικό ρόλο είχαν οι κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις του Montesquieu (1689 - 1755), του Voltaire (1694 - 1778) και ιδιαιτέρως του Jean-Jacques Rousseau (1712 - 1778). Αυτοί έβαλαν γερές ιδεολογικές βάσεις με τα έργα και την κοινωνική τους δράση, στις οποίες στηρίχτηκαν οι πρωτεργάτες της επανάστασης.
Ο Μοντεσκιέ δανείζεται ιδέες από τον Τζων Λοκ (που έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα δικαιώματα του προσώπου (του ατόμου) και του πολίτη) και θεωρούσε πως το κράτος δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα προσωπικά δικαιώματα. Ο Μοντεσκιέ υπογραμμίζει πως τα δικαιώματα, που ο πολίτης θα παραχωρεί στο κράτος (στην πολιτεία), πρέπει να τα διαφυλάξει. Στο έργο του «Το πνεύμα των νόμων» (1748), ο Μοντεσκιέ εξετάζει τη φύση και τις μορφές των πολιτευμάτων και διακρίνει τρεις μορφές τους: Δημοκρατία, Αριστοκρατία, Μοναρχία. Καταδικάζει τον δεσποτισμό, επιθυμεί τον περιορισμό των αυθαιρεσιών του απόλυτου μονάρχη, δε ζητά όμως την κατάργηση της μοναρχίας. Σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του Μοντεσκιέ είναι ο διαχωρισμός των εξουσιών: Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική - θεωρεί πως αυτές πρέπει να είναι απολύτως ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Κατά την άποψή του η Νομοθετική εξουσία πρέπει να εκφράζεται από ένα κοινοβούλιο, η Εκτελεστική από την κυβέρνηση και η Δικαστική από τη Δικαιοσύνη. Είναι στην ουσία βασικές θέσεις της αστικής δημοκρατίας.
Ο Βολταίρος υποστήριζε πως την εξουσία του μονάρχη τη θεμελιώνει όχι το θεϊκό δίκαιο, αλλά η λογική. Μόνο με αφετηρία τη λογική ο μονάρχης μπορεί να εξασφαλίσει ορθή διακυβέρνηση. Ο Βολταίρος μέχρι το 1770 ήταν υπέρ της «πεφωτισμένης δεσποτείας» και στην ωριμότητα της σκέψης του έκανε λόγο για μορφές λαϊκής διακυβέρνησης. Πίστευε στην ελευθερία των πολιτών, στην κοινωνική πρόοδο.
Αλλά ο κατ' εξοχήν ιδεολόγος της Επανάστασης, ο εκφραστής των πόθων της και της φιλοδοξίας των λαϊκών στρωμάτων και πρωτίστως της μικροαστικής τάξης ήταν ο Ρουσώ. Ο Ρουσώ υπήρξε οπαδός της θεωρίας του «κοινωνικού συμβολαίου» και του «φυσικού δικαίου», θεωρούσε πως η κοινωνία είναι αποτέλεσμα μιας ελεύθερης ένωσης, ενσωμάτωσης ατόμων, που από τη φύση τους είναι ίσοι και πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα, αλλά παραχωρούν ορισμένα από αυτά στην πολιτική εξουσία. Κατ'αυτόν, η μικρή ατομική ιδιοκτησία, βασισμένη στην εργασία, μπορεί να εξασφαλίσει μια σωστή κοινωνική τάξη όπου «όλοι θα έχουν κάτι και κανένας δε θα έχει κάτι περιττό (παραπανίσιο)». Κατά τον Ρουσώ κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να ασκεί φυσική εξουσία πάνω σε συνανθρώπους του, καμία εξουσία δεν είναι νόμιμη εάν δεν ασκείται με τη συγκατάθεση εκείνων που είναι εθελοντικά υποταγμένοι σε αυτήν. Κατά συνέπεια, κάθε κυβέρνηση πρέπει να είναι μια εξουσία υποταγμένη στη βούληση του λαού και οι νόμοι της να εκφράζουν επακριβώς τη βούλησή του. Οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις στην κοινωνία, πρέπει να γίνονται προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των φυσικών δικαιωμάτων των πολιτών, προς την ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη, αδελφότητα. Κατακρίνει τη θρησκεία και ό,τι αυτή συνεπάγεται, χωρίς να αρνείται την ύπαρξη μιας «ανώτερης νόησης» του Θεού. Είναι, δηλαδή, οπαδός του Θεϊσμού (Deisme).
Παραμονές της Επανάστασης είχαν πλατιά διάδοση και απόψεις όπως η ανάγκη μόρφωσης και διαπαιδαγώγησης του λαού, κατάργησης των βασανιστηρίων, της θανατικής ποινής (όπως τα διατύπωσε ως αιτήματα ο Τζέζαρε Μπεκαρία, βλ. παραπάνω φωτό), αλλά και η αναγκαιότητα της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας των πολιτών, της ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου κ.τ.λ.
Ολες οι παραπάνω πολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις εκφράστηκαν στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του πολίτη» του 1789, αλλά και στο Σύνταγμα του 1791, σύνταγμα που καθόριζε αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης της χώρας. Μ' αυτά η αστική τάξη έδωσε νομική μορφή στα ταξικά της συμφέροντα. Το Σύνταγμα των Ιακωβίνων του 1793 έκανε ένα βήμα μπροστά προς την αλλαγή, διακηρύσσοντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ομως αυτό το Σύνταγμα δεν εφαρμόστηκε λόγω του εμφυλίου πολέμου όπου η επανάσταση, κατά τη γνωστή ρήση, «έφαγε τα παιδιά της». Θα δούμε τις λεπτομέρειες στα επόμενα μαθήματα Ιστορίας. Τα διδάγματaα της Γαλλικής Επανάστασης είναι πολλά, σημαντικά, αποτελούν πολύτιμη εμπειρία για την ιστορική εξέλιξη, αφού άνοιξε το δρόμο για το πέρασμα από μια κατώτερη κοινωνία (φεουδαρχία) σε μια κάπως ανώτερη (καπιταλισμός).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...