Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Το έδαφος της Αττικής ήταν φτωχό. Οικισμοί αναπτύχθηκαν εκεί όπου υπήρχαν δυνατότητες να ζήσουν άνθρωποι. Στις λιγοστές πεδιάδες οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία, ενώ στις κάπως ορεινές με την κτηνοτροφία. Τα εκτεταμένα παράλια ευνόησαν την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου. Αργότερα, η Αττική αποτέλεσε ενιαίο κράτος με έδρα την Αθήνα. Το έργο αυτό αποδόθηκε στον Θησέα. Σε ανάμνηση μάλιστα του γεγονότος αυτού οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Παναθήναια, την πιο λαμπρή γιορτή της Αθήνας. Οι Αθηναίοι ήταν Ίωνες, περήφανοι γι’ αυτή την καταγωγή τους και δεμένοι με τον τόπο τους˙ αγωνίστηκαν και δημιούργησαν ένα μεγάλο κράτος, του οποίου η δύναμη και η αίγλη έμειναν απαράμιλλες στους αιώνες.
Πρώτο πολίτευμα της Αθήνας ήταν η βασιλεία. Για την περίοδο αυτή ελάχιστα μας είναι γνωστά. Τελευταίος βασιλιάς, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε ο Κόδρος, ο οποίος θυσιάστηκε προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση με τους Δωριείς. Το γεγονός αυτό πιθανόν δείχνει ότι η μεταβολή του πολιτεύματος έγινε ειρηνικά. Απόδειξη αποτελεί το ότι και στο αριστοκρατικό πολίτευμα εξακολούθησε να υπάρχει ο θεσμός του άρχοντα-βασιλιά με αρμοδιότητες θρησκευτικού χαρακτήρα. Ουσιαστική εξουσία ασκούσαν ο επώνυμος άρχοντας, υπεύθυνος για τη σύγκληση της Εκκλησίας του Δήμου, και ο πολέμαρχος, αρμόδιος για στρατιωτικά θέματα. Οι έξι θεσμοθέτες ασχολούνταν με δικαστικά θέματα. Ο Άρειος Πάγος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των νόμων. Η Εκκλησία του Δήμου, ως συνέλευση όλων των Αθηναίων, απέκτησε μεγάλη σημασία στα μεταγενέστερα χρόνια.
Προβλήματα, όμως, της καθημερινής ζωής προκαλούσαν εντάσεις. Την εξουσία των ευγενών είχαν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν οι έμποροι και οι βιοτέχνες, οι οποίοι με την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου είχαν αποκτήσει μεγάλη οικονομική δύναμη. Από την άλλη πλευρά οι χρεωμένοι αγρότες απαιτούσαν κατάργηση των χρεών. Όσοι από αυτούς δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους γίνονταν δούλοι.
Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Κύλωνας, ο οποίος το 632 π.Χ., με την υποστήριξη πολλών οπαδών του, θέλησε να πάρει την εξουσία και να γίνει τύραννος. Το κίνημά του απέτυχε και ο ίδιος δραπέτευσε στα Μέγαρα. Οι οπαδοί του, όμως, παρόλο που είχαν καταφύγει ως ικέτες στους βωμούς των θεών, θανατώθηκαν. Το ανόσιο αυτό έργο έμεινε στην ιστορία γνωστό ως «Κυλώνειο άγος».
Η αναστάτωση στην Αθήνα κορυφώθηκε. Οι Μεγαρείς βρήκαν την ευκαιρία και κατέλαβαν τη Σαλαμίνα. Καθημερινά προβάλλονταν τα αιτήματα για την κατάργηση των χρεών και τη σύνταξη γραπτών νόμων. Οι νόμοι μέχρι τότε ήταν άγραφοι. Το γεγονός αυτό εμπόδιζε τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης και πολλοί παραπονούνταν ότι δεν εύρισκαν το δίκιο τους. Οι ευγενείς, για να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, ανέθεσαν το 624 π.Χ. στον Δράκοντα να καταγράψει τους νόμους. Οι νόμοι του Δράκοντα, «γραμμένοι με αίμα», όπως είπαν, ήταν πολύ αυστηροί. Αποτελούσαν, πάντως, μια προσπάθεια να επιβληθεί η τάξη και να ησυχάσει ο τόπος.
Η καταγραφή των νόμων ικανοποίησε ένα μέρος των πολιτών. Όμως, το οξύ οικονομικό πρόβλημα που ανάγκαζε όσους δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους να γίνουν δούλοι, προκαλούσε συνεχή αναταραχή. Το 594 π.Χ., οι Αθηναίοι επέλεξαν τον Σόλωνα, ποιητή και έναν από τους επτά σοφούς, να δώσει λύση στα δύσκολα προβλήματα της πόλης. Ένα από τα μέτρα που έλαβε ο Σόλωνας ήταν η κατάργηση των χρεών. Απελευθέρωσε αυτούς που είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών και απαγόρευσε στο εξής να δανείζεται κάποιος με εγγύηση την προσωπική του ελευθερία. Αυτή είναι η περίφημη διάταξη της νομοθεσίας του Σόλωνα, γνωστή ως σεισάχθεια, με την οποία λυτρώθηκε η αγροτική τάξη. Ένα άλλο μέτρο, με το οποίο ο Σόλωνας αποδυνάμωσε το αριστοκρατικό πολίτευμα, ήταν η διαίρεση των πολιτών σε τέσσερις τάξεις. Ως βάση έθεσε το εισόδημα και όχι την καταγωγή. Ανάλογα όρισε και τα αξιώματα. Παράλληλα, διεύρυνε τον πολιτικό ρόλο της Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία έπαιρναν μέρος όσοι είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους. Τα θέματα που συζητούνταν στη συνέλευση του λαού, τα προετοίμαζε η Βουλή των Τετρακοσίων, αν και η ύπαρξή της αμφισβητείται από ορισμένους μελετητές. Η δημιουργία της Ηλιαίας, ενός δικαστηρίου στο οποίο συμμετείχαν με κλήρωση άτομα από όλες τις τάξεις, ήταν μέτρο που στόχευε στην καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την εξάλειψη των ανισοτήτων. Για να πετύχει, εξάλλου, ο Σόλωνας την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, ψήφισε νόμο με τον οποίο στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα από όσους δεν έπαιρναν σαφή θέση πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα.
Η κατάσταση εν μέρει αντιμετωπίστηκε σε πολλές πόλεις με την κωδικοποίηση του άγραφου, εθιμικού δικαίου. Η καταγραφή των νόμων ανατέθηκε σε πρόσωπα κοινής αποδοχής, προερχόμενα κυρίως από την τάξη των ευγενών. Πρόκειται για τους γνωστούς νομοθέτες ή αισυμνήτες, όπως ο Ζάλευκος και ο Χαρώνδας στις αποικίες της Δύσης, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Λυκούργος στη Σπάρτη, ο Δράκων και ο Σόλων στην Αθήνα. Με την καταγραφή των νόμων στις περισσότερες πόλεις διευρύνθηκε η πολιτική βάση, εφόσον η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πολιτείας έγινε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών, όπως συνέβη στην Αθήνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα. Το πολίτευμα κατ' αυτόν τον τρόπο μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό ή, όπως ονομάστηκε διαφορετικά, τιμοκρατικό (ή έκ τιμημάτων πολιτεία), επειδή κριτήριο της διάκρισης των πολιτών ήταν τα «τιμήματα», δηλαδή το εισόδημα.
Ο Σόλων(περ. 639 - 559 π.Χ.) ήταν σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Ο Σόλωνας χώρισε τους κατοίκους σε 4 τάξεις με βάση όχι την καταγωγή όπως ίσχυε αλλά την κτηματική τους περιουσία. Στην 1η τάξη ανήκαν αυτοί που είχαν ιδιόκτητη γη και εισόδημα 500 μεδίμνων.Η 2η όσοι είχαν εισόδημα 300.Στην 3η όσους είχαν εισόδημα περισσότερο απο 200 και λιγότερο απο 300.Και στην 4η ανήκαν αυτοί που είχαν ελάχιστο ή και καθόλου. Στις πρώτες 3 τάξεις επέβαλε φορολογία αναλόγως των εσόδων τους. Αναδιοργάνωσε το στρατό στον οποίο πλέον υπηρετούσαν ως οπλίτες μόνο οι 3 πρώτες τάξεις ενω οι 2 πρώτες μπορούσαν να υπηρετούν στο ιππικό τρέφοντας οι ίδιοι το άλογο τους. Απο την 4η τάξη στρατεύονταν ως "ψιλοί" αλλά μπορούσαν να υπηρετήσουν και σαν οπλίτες μόνο όμως σε έκτακτη ανάγκη και μόνο αφού εξοπλίζονταν απο το δημόσιο ταμείο. Απο την πρώτη τάξη εκλέγονταν οι άρχοντες και απο τις τρείς πρώτες οι βουλευτές. Η βουλή δημιουργήθηκε απο τον Σόλωνα και αποτελούνταν απο 400 άτομα που εκλέγονταν για ένα χρόνο. Καθιέρωσε επίσης το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας που αποτελούσαν 6.000 άντρες. Εκει μπορούσαν να καταγγέλλουν οι πολίτες τους άρχοντες. Επέβαλε την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ρύθμισε επίσης την οικονομία με την απαγόρευση της εξαγωγής λαδιού παρα μόνο όταν υπήρχε πλεόνασμα.
Η επικράτηση των «ολίγων» δεν έδωσε λύσεις στα προβλήματα του πλήθους. Οι αντιθέσεις διατηρήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις υποδαυλίστηκαν από πρόσωπα που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές αναταραχές για να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Τέτοια πρόσωπα συνήθως ήταν ευγενείς που είχαν αναδειχθεί ηγέτες των κατώτερων κοινωνικών ομάδων, με την υποστήριξη των οποίων κατόρθωναν να καταλάβουν την εξουσία. Η προσωπική εξουσία που επέβαλλαν ονομαζόταν τυραννίδα10. Η λέξη «τύραννος» ήταν μάλλον λυδικής προέλευσης. Ορισμένοι από τους τυράννους αναδείχθηκαν σε καλούς ηγέτες, που φρόντισαν για την ανάπτυξη της πόλης τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τυράννων ήταν ο Πολυκράτης στη Σάμο, ο Περίανδρος στην Κόρινθο, ο Θεαγένης στα Μέγαρα, ο Πεισίστρατος στην Αθήνα κ.ά. Τα μέτρα του Σόλωνα ανακούφισαν τη λαϊκή τάξη και εξίσωσαν τους πλούσιους με τους ευγενείς. Επειδή η γη εξακολουθούσε να είναι στα χέρια λίγων, το αίτημα για ξαναμοίρασμα της γης ήλθε πάλι στην επιφάνεια. Τις ταραχές εκμεταλλεύτηκε ο Πεισίστρατος, ένας ευγενής, ο οποίος με τη συμπαράσταση του λαού κατέλαβε την εξουσία και επέβαλε τυραννικό πολίτευμα. Ο Πεισίστρατος στέρησε από τους Αθηναίους ελευθερίες που με αγώνες είχαν κατακτήσει. Στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του ο Ηρόδοτος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες του Λυδού τυράννου Κροίσου για τη μεγάλη (και μοιραία, όπως θα αποδειχτεί) πολεμική σύγκρουσή του με τον Κύρο. Πριν να ξεκινήσει την εκστρατεία, ο Κροίσος επιδιώκει να λάβει έγκυρη χρησμωδική καθοδήγηση — προϋπόθεση απαραίτητη για ένα εγχείρημα τέτοιας κλίμακας. Έχοντας εξακριβώσει ότι τα μαντεία των Δελφών και του Αμφιαράου στον Ωρωπό είναι τα μόνα αψευδή, ο Κροίσος ακολουθεί πρόθυμα τις μαντικές υποδείξεις τους, οι οποίες τού επιβάλλουν να συνάψει συμμαχίες με τις πιο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας. Έπειτα από εκτεταμένες έρευνες, ο Κροίσος διαπιστώνει ότι οι ισχυρότερες ελληνικές πόλεις είναι η Σπάρτη και η Αθήνα. Μάλιστα, από τον ίδιο τον τύραννο της Αθήνας, τον Πεισίστρατο, ο Κροίσος πληροφορείται ότι ο λαός της Αττικής είναι «διασπασμένος και υποταγμένος» (Ηρόδ. Α´ 59.1: τὸ μὲν Ἀττικόν διεσπασμένον τε καὶ κατεχόμενον). Αυτή η φαινομενικά ευκαιριακή αναφορά στον Πεισίστρατο δίνει στον Ηρόδοτο την αφορμή για μιαν από τις περίφημες παρεκβάσεις του (Α´ 59-64), στην οποία ο ιστορικός περιγράφει τις μεθόδους που μεταχειρίστηκε ο Πεισίστρατος προκειμένου να γίνει τύραννος της Αθήνας. Το τμήμα αυτό της ηροδότειας αφήγησης μπορεί να διαβαστεί σαν ένα εγχειρίδιο οδηγιών για επίδοξους τυράννους —ή καλύτερα σαν ένα εγχειρίδιο προστασίας από επίδοξους τυράννους. Στην εν λόγω παρέκβαση, ο Πεισίστρατος επιστρατεύει αρχικώς ένα όπλο ιδιαίτερα προσφιλές στους τυράννους όλων των εποχών: τον λαϊκισμό, δηλαδή τον υστερόβουλο και κυνικό προσεταιρισμό των μη προνομιούχων. Σε μιαν εποχή κατά την οποία μαινόταν στην Αττική εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίπαλες φατρίες, τους «φιλελεύθερους» Παράλους και τους συντηρητικούς Πεδιακούς, ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να συμπήξει μια τρίτη φατρία, τη δυσαρέσκεια των φτωχότερων κατοίκων της Αττικής, των οποίων τα συμφέροντα δεν εξέφραζε ούτε η μία ούτε η άλλη από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη λαϊκή βάση, ο Πεισίστρατος κατέφυγε ακολούθως στο κλασικό τέχνασμα της αυτοθυματοποίησης: επιδεικνύοντας τραύματα τα οποία ο ίδιος είχε σκόπιμα προκαλέσει στον εαυτό του, ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί επίθεση από επίδοξους δολοφόνους· έτσι έπεισε τους Αθηναίους (επικαλούμενος και πολεμικά ανδραγαθήματά του κατά το πρόσφατο παρελθόν) να του παραχωρήσουν φρουρά ασφαλείας από τριακόσιους σωματοφύλακες. Αυτή τη φρουρά τη χρησιμοποίησε κατόπιν ο Πεισίστρατος ως ομάδα κρούσεως, για να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Η πόλη-κράτος αποτελούσε το βασικό θεσμό πολιτικής οργάνωσης κατά την αρχαιότητα. Μέσα απ' αυτό το θεσμό λειτούργησαν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και ασκήθηκε η εξουσία, από τις εκάστοτε ισχυρές κοινωνικές τάξεις. Είναι ευνόητο ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτειακές μεταβολές είχαν διαφορετική εξέλιξη σε κάθε πόλη-κράτος.Την πορεία μεταβολής των πολιτευμάτων παρουσιάζει το ακόλουθο θεωρητικό σχήμα: βασιλεία → αριστοκρατία→ολιγαρχία→τυραννίδα →δημοκρατία
Ο ιστορικός βίος του θεσμού της πόλης-κράτους ξεκίνησε με την επικράτηση των ευγενών και την εγκαθίδρυση αριστοκρατικών πολιτευμάτων. Στα αριστοκρατικά καθεστώτα η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των αρίστων, εκείνων δηλαδή που αντλούσαν τη δύναμη από την καταγωγή τους και την κατοχή γης. Οι οικονομικές εξελίξεις που προκάλεσε ο αποικισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας έφεραν στην επιφάνεια νέες κοινωνικές ομάδες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς και τους τεχνίτες. Οι νέες κοινωνικές ομάδες όξυναν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και διεκδίκησαν μέσα από συγκρούσεις μερίδιο στην εξουσία. Στην κρίση της αριστοκρατικής δομής της κοινωνίας συνέβαλε και ένας άλλος παράγοντας,η οπλιτική φάλαγγα.
Η οπλιτική φάλαγγα ήταν ένα καινούργιο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο ανήκαν όσοι από τους πολίτες απέκτησαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική ευχέρεια να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα. Η φάλαγγα των οπλιτών οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας ακόμη και ως προς την άσκηση της εξουσίας. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι διαφορές οξύνθηκαν και οι αγώνες μεταξύ των ευγενών από τη μία πλευρά και των πλουσίων και του πλήθους από την άλλη έγιναν ιδιαίτερα σκληροί. Όσο αύξανε η δύναμη της Ελλάδας αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της, πολύ περισσότερο από πριν, εγκαταστάθηκαν τυραννίδες στις περισσότερες πολιτείες (ενώ πριν υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια) και η Ελλάδα άρχισε ν' αναπτύσσει το ναυτικό της και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα.
Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι Τυραννοκτόνοι.
Ο Πεισίστρατος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ιπποκράτης και η μητέρα του, από το γένος των Νηλειδών της Πύλου, ήταν εξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα. Ο Πεισίστρατος έγινε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα όταν το 570 π.X., κατά τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.
Δεινός ρήτορας ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική και κοινωνική αστάθεια της Αθήνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και συσπείρωσε γύρω του τα δυσαρεστημένα τμήματα του πληθυσμού, όπως τους μικροκτηματίες των άγονων ορεινών περιοχών και τους ακτήμονες, γι’ αυτό και η παράταξή του ονομάστηκε των Διακρίων (ή Υπερακρίων ή Επακρίων). Ως τότε στην Αττική κυριαρχούσαν δύο παρατάξεις, των Πεδιακών, που εκπροσωπούσε τους πλούσιους γαιοκτήμονες με αρχηγό τον Λυκούργο, και των Παραλίων, με οπαδούς τους πολίτες μεσαίων εισοδημάτων και με αρχηγό τον Μεγακλή, ο οποίος έκλινε περισσότερο προς τη συνέχιση της μετριοπαθούς πολιτικής του Σόλωνα. Ο Πεισίστρατος επιχείρησε τρεις φορές να γίνει τύραννος της Αθήνας. Οι δύο πρώτες τυραννίδες του ήταν βραχύβιες αλλά με την τρίτη ο Πεισίστρατος παρέμεινε στην εξουσία ως τον θάνατό του.
Στην πρώτη του απόπειρα να κατακτήσει την εξουσία σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: αφού τραυματίστηκε μόνος του, εμφανίστηκε στην Αγορά καταματωμένος και άρχισε να διηγείται το πώς, ενώ αυτός υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάτων, οι αντίπαλοί του τού επιτέθηκαν και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Οι Αθηναίοι τον πίστεψαν και, για να τον προστατέψουν από τους εχθρούς του, του έδωσαν προσωπική φρουρά 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Με «μαγιά» την προσωπική του φρουρά ο Πεισίστρατος, το 560 π.X., συγκέντρωσε και άλλους μισθοφόρους και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Οχι όμως για πολύ. Ο Μεγακλής και ο Λυκούργος ξέχασαν τις διαφορές τους, συμμάχησαν εναντίον του και ενωμένοι κατάφεραν να πάρουν την εξουσία από τα χέρια του Πεισίστρατου και να τον εξορίσουν. Μόλις ο Πεισίστρατος έφυγε από τη μέση, ο Μεγακλής και ο Λυκούργος άρχισαν πάλι τη διαμάχη. Ο πανέξυπνος Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος την περίσταση, πήρε με το μέρος του τον μετριόφρονα Μεγακλή ο οποίος μάλιστα του έδωσε για σύζυγο την κόρη του. Αυτή ήταν η τρίτη σύζυγος του Πεισίστρατου. H πρώτη ήταν Αθηναία, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ιππία και τον Ιππαρχο. H δεύτερη ήταν Αργεία, μητέρα του Ηγησίστρατου.
Για να μπορέσει ο Πεισίστρατος να εγκαταστήσει τη νέα τυραννίδα του επινόησε άλλο τέχνασμα. Εβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος το 558 π.X, για δυο χρόνια.
Ο Πεισίστρατος έφυγε και πήγε αρχικά στην Εύβοια και μετά στη Μακεδονία όπου στο Παγγαίο όρος απέκτησε τον έλεγχο ορυχείων χρυσού και αργύρου και πλούτισε. Ετσι μπορούσε πλέον να συντηρεί έναν αρκετά μεγάλο στρατό μισθοφόρων. Επιπλέον ζήτησε βοήθεια από τους αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Ερέτρια και κυρίως από τη Νάξο όπου ο Λύγδαμης, ο μετέπειτα τύραννος του νησιού, πρόσφερε στον Πεισίστρατο και στρατό και χρήμα. Τον στρατό του ο Πεισίστρατος τον συγκέντρωσε στην Ερέτρια και από εκεί έπλευσε στον Μαραθώνα απ’ όπου εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας. Ο στρατός του Λυκούργου και του Μεγακλή τον περίμενε στην Παλλήνη. Εκεί όμως ο Πεισίστρατος, πάλι με τέχνασμα, νίκησε τους αντιπάλους του κατά κράτος. Επιτέθηκε το καταμεσήμερο, την ώρα όπου οι Αθηναίοι λαγοκοιμούνταν αποκαμωμένοι από τη ζέστη. Ετσι ο Πεισίστρατος μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα το 546 π.X., ένδεκα χρόνια αφότου τον είχαν διώξει ως προδότη, και επέβαλε την τρίτη τυραννίδα του την οποία διατήρησε ισοβίως.
Μολονότι ο Πεισίστρατος κατέκτησε την Αθήνα με ξένο στρατό, δεν κατέλυσε τους ισχύοντες θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα παρ’ ότι εκείνος στην πρώτη τυραννίδα του Πεισίστρατου είχε κάνει το παν για να μπορέσει να τον διώξει από την εξουσία. Φυσικά, είχε τον έλεγχο των πάντων: κατόρθωσε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από τα δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους σε παραγωγικότερες ασχολίες αντί του πολέμου.
Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη, τον οποίο βοήθησε να γίνει τύραννος του νησιού. Επίσης εξόρισε όλους εκείνους που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες. Τα κτήματα που δήμευσε από τους εξόριστους Παραλίους και Πεδιακούς τα μοίρασε στους ακτήμονες και έκανε αναδασμό της γης, κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει ο Σόλων. Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών υπήρξε επίσης ο Πεισίστρατος. Στην εποχή του καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα Ομηρικά Επη και στην πλουσιοτάτη βιβλιοθήκη του είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. H αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση. Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες εορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια που τόνιζαν την ενότητα του λαού. Εκτός από τις πομπές και τις τελετουργίες εντάχθηκαν στις εορτές και αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.X.
Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους επικίνδυνους γείτονες, κυρίως τη Μεγαρίδα την οποία είχε κατατροπώσει παλαιότερα με νικηφόρο πόλεμο, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική». Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ιππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.X.
Δολοφονία του Ιππάρχου
Μετά την πτώση των τυραννικών καθεστώτων, περίπου στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., στις περισσότερες πόλεις επιβλήθηκαν εκ νέου ολιγαρχικά καθεστώτα, σε άλλες, όμως, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, έγιναν μεταρρυθμιστικές νομοθετικές προσπάθειες που άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία (μεταρρύθμιση του Κλεισθένη). Στο δημοκρατικ
Από την πολιτική διαμάχη που ακολούθησε την πτώση της τυραννίας, ευνοημένοι βγήκαν οι δημοκρατικοί, οι οποίοι με αρχηγό τον Κλεισθένη προχώρησαν σε ενέργειες που θεμελίωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Σημαντικό μέτρο ήταν η δημιουργία δέκα φυλών, των οποίων τα μέλη προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Αττικής. Έτσι έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Με το μέτρο αυτό ο Κλεισθένης «έδωσε την πολιτεία στον λαό», όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης. Ένα άλλο μέτρο ήταν η αύξηση της βουλής κατά 100 μέλη (Βουλή των Πεντακοσίων). Για να προστατεύσει τους πολίτες από τον κίνδυνο αύξησης της δύναμης του πολέμαρχου στρατηγού, αύξησε τον αριθμό των στρατηγών σε δέκα. Κυρίαρχο σώμα έγινε πλέον η Εκκλησία του Δήμου, στην οποία λαμβάνονταν οι πιο σοβαρές αποφάσεις. ό πολίτευμα κυρίαρχο πολιτειακό όργανο αναδεικνύεται η εκκλησία του δήμου, δηλαδή η συνέλευση όλων των ενήλικων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Σε κάθε πολίτη δινόταν η δυνατότητα να παίρνει το λόγο, να διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του (ισηγορία), και να συμμετέχει στη διαμόρφωση και στην ψήφιση των νόμων (ισονομία). Οι Πεισιστρατίδες αρχικά προσέγγισαν τις αριστοκρατικές οικογένειες ευνοώντας την εκλογή μελών τους στα διάφορα αξιώματα, σύντομα όμως επανήλθαν στην τακτική του πατέρα τους. Το 514 ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από δύο ευγενείς, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Η δολοφονία αυτή σκλήρυνε τη στάση του Ιππία, που επέβαλε θανατικές ποινές και εξορίες, γεγονός που, σε συνδυασμό με την απώλεια του Σιγείου και τη βαριά φορολογία, προκάλεσε τη δυσφορία του λαού. Την κατάσταση θέλησαν να εκμεταλλευτούν οι ευγενείς. Αρχικά κάποιος Κήδων και το 513 οι Αλκμεωνίδες επιχείρησαν, χωρίς αποτέλεσμα όμως, την κατάλυση της τυραννίδας. Μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας, στην Αθήνα διαμορφώθηκαν δύο πολιτικά ρεύματα. Οι ευγενείς υπό τον Ισαγόρα επιδίωκαν την επιστροφή στο αριστοκρατικό καθεστώς, ενώ ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης επικεφαλής του αντίθετου κόμματος αντιδρούσε και πρότεινε στην Εκκλησία συνταγματικές ρυθμίσεις που απέσπασαν την επιδοκιμασία των πολλών.
Το 511 π.χ. διαβλέποντας το πρόβλημα, ο Κλεισθένης αποδυνάμωσε τα γένη, ορίζοντας (σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας) 10 νέες φυλές, δίνοντάς τους ονόματα “επωνύμων” ηρώων. Διαίρεσε τις φυλές σε τριττύες, όπου κάθε φυλή είχε ένα τμήμα παράλιο, ένα αστικό και ένα μεσόγειο. Οι δήμοι ήταν υποδιαιρέσεις των τριττυών. Οι κάτοικοι ονοματίζονταν σύμφωνα με τον πατέρα τους, το όνομα του δήμου τους και της φυλής που ανήκαν. Παλιοί και νέοι κάτοικοι ισχυρού γένους ή μη, ορίσθηκαν ανεξαιρέτως όλοι Αθηναίοι. Με μια θαυμαστή καθαρότητα σκέψης ολοκλήρωσε το έργο που άφησε ο Σόλων, και έδωσε στο δημοκρατικό σύνταγμα της Αθήνας την τελειωτική του μορφή (508/7). Ήθελε να εμποδίσει την επιστροφή της τυραννίας, να διαλύσει την ισχυρή οργάνωση που είχε αποκτήσει η αριστοκρατία στις φρατρίες και στις τέσσερις ιωνικές φυλές, να αποτρέψει τις κοινωνικές τάξεις να ενωθούν κατά περιοχή.[…] Δημιουργήθηκαν περιφέρειες, όπου ταξινομήθηκαν όλοι οι πολίτες σύμφωνα με την κατοικία τους. Ολόκληρη η χώρα μοιράστηκε σε δήμους, μικρές κοινότητες, κάθε μια από τις οποίες είχε τη συνέλευσή της, τους άρχοντές της, τη διοίκησή της. Κάθε πολίτης γράφτηκε στον κατάλογο ενός δήμου, και το δημοτικό όνομα, προστιθέμενο στο ατομικό όνομά του, απόδειχνε την ιδιότητα του πολίτη. Όλοι οι δήμοι, των οποίων ο αριθμός ξεπερνούσε αισθητά την εκατοντάδα, έπρεπε να μοιραστούν σε δέκα φυλές, οι οποίες μ’αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν πια συγγενικές, αλλά τοπικές. Ήταν λοιπόν αδύνατο στις παλαιές φυλές να ξαναβρεθούν μέσα στις καινούργιες. Αλλά υπήρχε κίνδυνος, με τη συμμαχία των γειτονικών φυλών, να συνεχιστούν οι αντιθέσεις των περιοχών. Για να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο, ο Κλεισθένης βρήκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Σκέφτηκε ότι ήταν χρήσιμο να συστήσει οργανισμούς ενδιάμεσους των δήμων και των φυλών. Χώρισε λοιπόν κάθε μια από τις τρεις περιοχές της Αττικής, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία, σε δέκα τομείς και παραχώρησε με κλήρο σε κάθε φυλή έναν τομέα από κάθε περιοχή. Μ’αυτόν τον τρόπο, κάθε φυλή είχε τρεις ομάδες δήμων, τρείς τριττύες.
Ο Κλεισθένης απέβλεπε στη διάσπαση των τοπικιστικών παρατάξεων και τον περιορισμό της δυνατότητας επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών από έναν αριστοκράτη αρχηγό η οποία παλαιότερα είχε οδηγήσει σε τυραννικά καθεστώτα. Συγκεκριμένα αμέσως μετά το Σόλωνα εμφανίζονται στην Αττική τρεις παρατάξεις (παράλιοι: ασχολούνταν με το εμπόριο, την αλιεία τη ναυσιπλοία κλπ, οι πεδιακοί: πλούσιοι γαιοκτήμονες ευγενικής ή μη καταγωγής, διάκριοι: αγρότες υποβαθμισμένων περιοχών ή οπλίτες που ζητούσαν αναδασμό της γής), οι οποίες πιθανόν εξέφραζαν τους ανταγωνισμούς τριών αριστοκρατών (Μεγακλή, Λυκούργου, Πεισίστρατου αντίστοιχα) και των οπαδών τους που κατάγονταν απ'; τις περιοχές αυτές, οι οποίοι είχαν ως κύριο στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ή την καταστρατήγησή τους. Γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία).
[…] Το δεκαδικό σύστημα των φυλών εφαρμόστηκε σε όλη την πολιτική και διοικητική οργάνωση της πόλης. Η βουλή αποτελείται από 500 μέλη, 50 κατά φυλή, παρμένα από τους δήμους ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Κάθε μια φυλή της βουλής(οι βουλευτές κάθε φυλής) σχηματίζει, εκ περιτροπής, μια μόνιμη επιτροπή για το ένα δέκατο του έτους. Επειδή οι άρχοντες ήταν εννιά, τους προσθέτουν κι ένα γραμματέα, έτσι ώστε οι δέκα φυλές να αντιπροσωπεύονται στο συλλογικό όργανο. Ο στρατός υποδιαιρείται σε δέκα τμήματα που λέγονται επίσης φυλαί, και καθένα τους διοικείται από ένα φύλαρχο. Σε όλες τις περιστάσεις ο λαός εμφανίζεται χωρισμένος σε δέκα ομάδες. Απλή, καθαρά λογική κατασκευή, και γι’ αυτό αντίθετη σε κάθε παράδοση, το δεκαδικό σύστημα αποτελεί ουσιαστικό μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές Ελληνικές πόλεις που ελευθερώθηκαν από το ολιγαρχικό πολίτευμα. Όμως ο Κλεισθένης όπως και οι προηγούμενοι μεταρρυθμιστές δεν κατάργησαν το τιμοκρατικό σύστημα, δηλαδή την κατάταξη των κατοίκων και των πολιτικών δικαιωμάτων τους, ανάλογα με το ετήσιο εισόδημά τους. Η οικονομική τάξη του κάθε Αθηναίου πολίτη, καθόριζε τη φορολόγησή του και κατ’ επέκταση τα πολιτικά του δικαιώματα. Τα αξιώματα μετά την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν: Οι 10 άρχοντες που εκλέγονταν αποκλειστικά εκ των 500μέδιμνων, ένας από κάθε φυλή Η βουλή του Άρειου Πάγου (συμβούλιο των ευγενών) με καθήκον την εποπτεία της πολιτείας Η βουλή των 500 (50/κάθε φυλή) όπου μετέχουν πλέον οι τρεις ανώτερες τάξεις Η συνέλευση των πολιτών όπου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες της Αθήνας Επίσης η κατώτερη οικονομικά τάξη -αυτή των θητών- δεν είχε δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνον του εκλέγειν. Επί Κλεισθένη λοιπόν δεν υπήρξε Δημοκρατία, ούτε τα αξιώματα ήταν προσβάσιμα σε όλους, ενώ υπήρχε και η μερική εκλογή, παρ' όλα αυτά οι βάσεις της Δημοκρατίας είχαν τεθεί. Εξέλιξη υπήρξε το γεγονός πως οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες . Από το 479 π.χ. αντιτιθέμενη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, στην Αθήνα εγκαθίσταται μια ιδιόμορφη ολιγαρχία καθώς, την εξουσία αναλαμβάνει το συμβούλιο των ευγενών, ο Άρειος Πάγος, επικαλύπτοντας τα καθήκοντα της εποπτείας και τις θεσπισμένες αρχές. Η ιδιότυπη και αναχρονιστική αυτή χούντα δημιούργησε ισχυρές αντιπάθειες, χωρίζοντας τους Αθηναίους σε ολιγαρχικούς και λαϊκούς.
Την περίοδο από το τέλος των περσικών πολέμων έως και το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου οι ιστορικοί την αποκαλούν κλασική. Ο χαρακτηρισμός αυτός αναγνωρίζει στην εποχή την υπεροχή των συντελεστών της και των επιτευγμάτων τους, επικυρώνει την πνευματική τους επιβολή και τη διαχρονική επιβίωσή τους στις ιδέες και στα δημιουργήματα μεταγενέστερων εποχών. Την εποχή αυτή διαμορφώθηκαν οι αξίες που αποτελούν τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Το νικηφόρο αποτέλεσμα των περσικών πολέμων ήταν καθοριστικό για την ιστορική πορεία των Ελλήνων. Η αυτοπεποίθηση, η αίσθηση της αυτάρκειας αλλά και της υπεροχής απέναντι στους «βαρβάρους» και πάνω απ' όλα η ψυχική ευφορία του νικητή που θέλει να αποκαταστήσει τις καταστροφές ήταν κίνητρα που δημιούργησαν τα επιτεύγματα στην πολιτική, στα γράμματα και τις τέχνες της κλασικής εποχής.
Μετά τους περσικούς πολέμους και για πενήντα περίπου χρόνια η Αθήνα εξελίχθηκε σε ηγεμονική δύναμη, γεγονός που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της αντιπαράθεσής της με τη Σπάρτη. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των δύο σημαντικότερων πόλεων είχαν ως αποτέλεσμα τη διαίρεση του ελληνικού κόσμου σε δύο μεγάλους συνασπισμούς. Οδήγησαν τους Έλληνες σε μακροχρόνια εμφύλια σύρραξη τριάντα περίπου χρόνων, τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. τον ανταγωνισμό των ελληνικών πόλεων-κρατών υποδαύλισε η παρέμβαση των Περσών με την παροχή χρημάτων ή στρατιωτικής βοήθειας, ενώ το δεύτερο μισό του αιώνα εμφανίζεται ως επιτακτική ανάγκη η ιδέα της πανελλήνιας ένωσης. Η ένωση των Ελλήνων και ο κοινός τους αγώνας εναντίον των Περσών ήταν εγχείρημα του Ελληνισμού της Μακεδονίας, το οποίο επιτεύχθηκε εν μέρει από το Φίλιππο Β' και ολοκληρώθηκε από το Μ. Αλέξανδρο.
Η Αθήνα μετά την απόκρουση του περσικού κινδύνου ανασυγκροτήθηκε και εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Τέθηκε επικεφαλής μεγάλου μέρους των ελληνικών πόλεων, ιδρύοντας την Α' Αθηναϊκή συμμαχία (478/7 π.Χ.). Η ενέργεια αυτή ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά της, που στόχευαν στην ανάδειξή της σε μεγάλη δύναμη. Έδρα της συμμαχίας ορίστηκε η Δήλος (Δηλιακή συμμαχία), όπου βρισκόταν το συμμαχικό ταμείο και συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο οι αντιπρόσωποι, Τα μέλη που την αποτέλεσαν είχαν, τουλάχιστον στην αρχή, τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο φόρος καθοριζόταν σε πλοία ή χρήματα. Τη συμμαχία οι Αθηναίοι τη χρησιμοποίησαν ως μέσο επικράτησης και κυριαρχίας· ως μέσο επικράτησης απέναντι στους Πέρσες και στους υπόλοιπους Έλληνες και ως μέσο επιβολής της κυριαρχίας τους στους ίδιους τους συμμάχους. Ο πόλεμος εναντίον των Περσών συνεχίστηκε με αρκετές διακοπές, εξαιτίας των πολιτικών αντιθέσεων στην Αθήνα. Οι Έλληνες που δεν είχαν προσχωρήσει στη συμμαχία, αν και δεν αντιμετώπιζαν ευνοϊκά την αύξηση της δύναμης των Αθηναίων, εντούτοις δεν εκδήλωναν φανερά την αντίθεσή τους. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες ήταν επιφυλακτικοί και μόνο όταν τους δινόταν η ευκαιρία, προσπαθούσαν με πλάγιο τρόπο να εξασθενίσουν την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας.
Οι Αθηναίοι ανέλαβαν, έτσι, την αρχηγία. Όρισαν ποιοι από τους συμμάχους έπρεπε να συνεισφέρουν χρήματα και ποιοι να προμηθεύσουν καράβια για την αντιμετώπιση των βαρβάρων. Σκοπός, έλεγαν, ήταν να λεηλατήσουν τις κτήσεις του Βασιλέως, αντίποινα για όσα είχαν πάθει. Για πρώτη φορά, τότε, οι Αθηναίοι διόρισαν Ελληνοταμίες που πήγαιναν και εισέπρατταν τον φόρο. Έτσι ονομάστηκε τότε, η εισφορά. Το ύψος του πρώτου φόρου που ορίστηκε ήταν τετρακόσια εξήντα τάλαντα, ταμείο ήταν η Δήλος και οι συνελεύσεις της συμμαχίας γίνονταν στο Ναό. Θουκυδίδης, Α. 96 μετ. Αγγ. Βλάχου.
Ο Κίμων, εκπρόσωπος της αριστοκρατικής παράταξης, ήταν υπέρ της συνεργασίας με τη Σπάρτη. Ως αρχιστράτηγος της συμμαχίας εργάστηκε για τη στερέωση της αθηναϊκής δύναμης και την αντιμετώπιση των Περσών. Η σημαντικότερη από τις στρατιωτικές ενέργειές του ήταν η νικηφόρα αντιμετώπιση των Περσών στις εκβολές του Ευρυμέδοντος ποταμού στις Μικρασιατικές ακτές (περίπου το 467 π.Χ.). Ωστόσο, η φιλολακωνική πολιτική που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική του ήττα και τη διακοπή των φιλικών σχέσεων Αθήνας και Σπάρτης, όταν οι Λακεδαιμόνιοι απέπεμψαν αθηναϊκή στρατιωτική δύναμη που είχε σταλεί για να τους συνδράμει στη διάρκεια εξέγερσης των ειλώτων της Μεσσηνίας (Γ Μεσσηνιακός πόλεμος, 464-455 π.Χ.).
Στην Αθήνα την περίοδο αυτή συνέβησαν πολιτικές ανακατατάξεις. Οι δημοκρατικοί επικράτησαν με αρχηγό τον Εφιάλτη και περιόρισαν τις δραστηριότητες των αριστοκρατικών. Ο Κίμων εξοστρακίστηκε (461 π.Χ.) και η φιλολακωνική πολιτική του εγκαταλείφθηκε οριστικά. Μετά τον εξοστρακισμό του Κίμωνα δολοφονήθηκε ο Εφιάλτης και αρχηγός των δημοκρατικών αναδείχθηκε ο Περικλής.
Η Αθήνα, παρά τον ανταγωνισμό της με τη Σπάρτη, κατόρθωσε να επεκτείνει τη συμμαχία ανάμεσα στους Έλληνες. Επιβλήθηκε με τη βία, μεταβάλλοντας τη συμμαχία σε ηγεμονία. Η μεταβολή αυτή έγινε τυπικά με τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο στην Ακρόπολη των Αθηνών (454 π.Χ.). Ουσιαστικά όμως εκδηλώθηκε με ένοπλες επεμβάσεις των Αθηναίων στις συμμαχικές πόλεις που παρουσίαζαν διαθέσεις αποχώρησης από τη συμμαχία.
Για δεκαεπτά χρόνια ακριβώς μετά από τους περσικούς πολέμους η πολιτεία παρέμεινε κάτω από την εξουσία των Αρεοπαγιτών (αριστοκρατικών), που όμως προοδευτικά έχαναν τη δύναμή τους. Καθώς αύξανε η ισχύς του πλήθους, έγινε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης ο Εφιάλτης. ο γιος του Σοφωνίδη, που τον θεωρούσαν αδιάφθορο και φιλόπατρι, και στράφηκε κατά της Βουλής του Αρείου Πάγου. Πρώτιστα έβγαλε από τη μέση πολλούς Αρεοπαγίτες, κινώντας δίκες εναντίον τους εξαιτίας της διοίκησης τους. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 25.
Ο Κίμων επέστρεψε μετά από δεκάχρονη εξορία (451 π.Χ.) και έγινε εκ νέου κύριος της πολιτικής κατάστασης. Υπέγραψε πενταετή ανακωχή με τη Σπάρτη και στράφηκε εναντίον των Περσών στην Κύπρο, όπου και πέθανε κατά την πολιορκία του Κιτίου (450 π.Χ.). Ο αθηναϊκός στόλος όμως τον επόμενο χρόνο κατόρθωσε να νικήσει τον περσικό στη Σαλαμίνα της Κύπρου.
Οι Αθηναίοι λέγεται ότι συνήψαν συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, υποχρεώνοντάς τους να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Η συνθήκη αυτή είναι γνωστή ως Καλλίειος από το όνομα του αρχηγού της αθηναϊκής αποστολής στα Σούσα. Πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την ειρήνη Κιμώνειο, υποστηρίζοντας ότι κύριος συντελεστής της ήταν ο Κίμων με τις νίκες του εναντίον των Περσών. Μετά τον θάνατο του Κίμωνα πολιτική δράση ανέλαβε ο Περικλής, ο οποίος έκλεισε ειρήνη για τριάντα χρόνια (Τριακοντούτεις σπονδαί) με τους Σπαρτιάτες (445 π.Χ.).
Η περίοδος της τριακονταετούς ειρήνης, που στην πραγματικότητα κράτησε μόνο δεκαπέντε χρόνια, ταυτίζεται με την ανάπτυξη της Αθήνας στο εσωτερικό της και την απόλυτη κυριαρχία επί των συμμάχων της. Κύριος συντελεστής της κατάστασης ήταν αναμφισβήτητα ο Περικλής. Η προσωπικότητα του χαρισματικού αυτού ηγέτη σφράγισε ουσιαστικά με τη δράση του την εποχή, ώστε δίκαια από πολλούς μελετητές ολόκληρος ο 5ος αι. π.Χ. να χαρακτηρίζεται για την Αθήνα ως «χρυσους αιών του Περικλέους». Ο ίδιος καθιερώθηκε στην Αθήνα μετά τη δολοφονία του Εφιάλτη και τον θάνατο του Κίμωνα. Εκλεγόταν, δε, κάθε χρόνο στρατηγός.
Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ακριβώς για το πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε εκείνη την εποχή, «έγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, εργω δέ υπό του πρώτου άνδρός αρχή» (Β. 65.9), χωρίς βέβαια να υπονοεί την επιβολή τυραννίδας. Σε άλλο σημείο της ιστορίας του αναφέρει ότι ο Περικλής επιβαλλόταν στο πλήθος χωρίς να περιορίζει τις ελευθερίες του. Γεγονός είναι ότι και οι προϋποθέσεις υπήρχαν - κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές - και ο Περικλής είχε την πολιτική οξυδέρκεια προικισμένου ηγέτη, ώστε η Αθήνα να φτάσει στο απόγειο της πολιτικής και πολιτιστικής της ανάπτυξης.
Η ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος επιτεύχθηκε με την καθιέρωση χρηματικής αποζημίωσης για τους κληρωτούς άρχοντες, τους βουλευτές και τους λαϊκούς δικαστές. Τούτο το μέτρο στόχευε στην οικονομική ενίσχυση των λαϊκών στρωμάτων που δε διέθεταν περιουσία και έπρεπε να συμμετέχουν στη διοίκηση του κράτους. Οι οικονομικές παροχές επεκτάθηκαν και σε δαπάνες για την πολιτιστική ανάπτυξη των Αθηναίων. Τα θεωρικά ήταν το αντίτιμο της ελεύθερης εισόδου των πολιτών στο θέατρο, το οποίο αποτελούσε χώρο παιδείας για τους Αθηναίους.
Έχοντας εξασφαλίσει την κυριαρχία της Αθήνας μεταξύ των συμμάχων, ο Περικλής επιδίωξε να επεκτείνει την εμπορική επιρροή των Αθηναίων και προς τη Δύση. Συμμάχησε με την Εγέστα, τους Λεοντίνους, το Ρήγιο και συνέβαλε στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων (444/3 π.Χ.).Έτσι ο Πειραιάς εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι. Το επίνειο της Αθήνας, που χτίστηκε σύμφωνα με τα πολεοδομικά σχέδια του Ιππόδαμου του Μιλήσιου, γρήγορα εξελίχθηκε στο κυριότερο εμπορικό κέντρο ολόκληρης της Μεσογείου. Τα έσοδα του αθηναϊκού κράτους την περίοδο αυτή προέρχονταν από την εκμετάλλευση των μεταλλείων, τη φορολογία, το φόρο των συμμάχων και τις έκτακτες εισφορές.
Το κράτος εκμίσθωνε σε ιδιώτες τα ορυχεία μετάλλου για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η εργασία στα ορυχεία εκτελούνταν κυρίως από δούλους.
Την εποχή του Περικλή άμεση φορολογία δεν υπήρχε στην Αθήνα- ίσως εφαρμόστηκε σε στιγμές μεγάλης κρίσης. Μόνο οι εγκαταστημένοι από άλλες πόλεις στην Αθήνα πλήρωναν φόρο, το μετοίκιο, 12 δραχμές το χρόνο για τους άνδρες και 6 δραχμές για τις γυναίκες, αν είχαν εισοδήματα. Σημαντικό όμως έσοδο του κράτους ήταν η έμμεση φορολογία, που επιβαλλόταν για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα από τα αθηναϊκά λιμάνια και κυρίως από τον Πειραιά.
Οι εισφορές των συμμάχων, όταν το συμμαχικό ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα (454 π.Χ.) ανέρχονταν σε απόθεμα 8.000 ταλάντων, το 445 π.Χ. σε 9.700 τάλαντα και πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.) σε 6.000 τάλαντα. Εκτός όμως από τις τακτικές αυτές εισφορές οι Αθηναίοι επέβαλλαν στους συμμάχους πολλές φορές έκτακτη φορολογία, κυρίως με τη μορφή πολεμικών αποζημιώσεων.
Βασική πηγή εσόδων από έκτακτες εισφορές ήταν ο θεσμός της λειτουργίας. Πρόκειται για δαπάνες στρατιωτικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων που αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι πολίτες. Αυτές ήταν υποχρεωτικές και είχαν τιμητικό συγχρόνως χαρακτήρα. Οι σπουδαιότερες από αυτές ήταν: η χορηγία, σύμφωνα με την οποία ο χορηγός είχε την υποχρέωση να δώσει τα χρήματα για τη διδασκαλία ενός θεατρικού έργου· η τριηραρχία, κατά την οποία ο τριήραρχος είχε την υποχρέωση της συντήρησης και του εξοπλισμού μιας τριήρους· η αρχιθεωρία για τα έξοδα της επίσημης αποστολής (θεωρίας) σε πανελλήνιες γιορτές· η εστίαση για τα έξοδα του δείπνου μιας φυλής σε θρησκευτικές γιορτές· η γυμνασιαρχία για την τέλεση αγώνων λαμπαδηδρομίας στα Παναθήναια.
Όταν ο Περικλής έγινε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης, το πολίτευμα εκδημοκρατικοποιήθηκε περισσότερο. Ο Περικλής αφαίρεσε μερικές αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο και κυρίως προσπάθησε να οργανώσει τη ναυτική δύναμη της πολιτείας. Έτσι το πλήθος απέκτησε θάρρος μεγαλύτερο και περισσότερες εξουσίες. Σαράντα εννέα χρόνια μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν ήταν επώνυμος άρχοντας ο Πυθόδωρος, άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου όλος ο λαός συγκεντρώθηκε μέσα στην πόλη και οι πολίτες συνήθισαν να παίρνουν μισθό όταν ήταν σε εκστρατεία. Με αυτόν τον τρόπο ο λαός, συνειδητά ή ασυνείδητα, ασκούσε ο ίδιος την εξουσία. Ο Περικλής πρώτος χορήγησε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 27.
Από το τέλος των Περσικών Πολέμων έχουμε ευρεία χρήση του γραπτού λόγου: στην τραγωδία και στην αύξηση του αριθμού των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραφών. Καθιερώθηκε, ακόμη, η αποτύπωση του εθνικού ονόματος στον οπισθότυπο των νομισμάτων (το εθνικό όνομα παραγόταν από τοπωνύμια ή από ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές). Συνέβαλε η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και οι πολυμερείς σχέσεις. Οι πολιτικές συνθήκες οδήγησαν στην ανάπτυξη καινούργιων ειδών γραπτού λόγου, όπως η αττική πεζογραφία και το δράμα. Νέα είδη του γραπτού λόγου είναι η ιστοριογραφία (δημιούργημα της πρώιμης κλασικής περιόδου), το δοκίμιο, η βιογραφία, το μυθιστόρημα. Τα θέματα του δράματος είναι σύγχρονα γεγονότα και καταστάσεις (π.χ. η «Μιλήτου άλωσις», οι «Πέρσαι») όπως και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ο Ηρόδοτος συγγράφει την ιστορία των περσικών πολέμων και ο Θουκυδίδης αυτή του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Ξενοφώντας συνεχίζει τη διήγηση του Θουκυδίδη μέχρι το 362 π.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...