Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 20ού αιώνα

Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα βρίσκει τον Παλαμά να έχει ολοκληρώσει τον πρώτο ποιητικό του κύκλο με την Ασάλευτη Ζωή(1904) και να έχει περάσει στο δεύτερο με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907). Το μεγαλόπνοο ποιητικό όραμα θα ολοκληρωθεί το 1910 με τη Φλογέρα του Βασιλιά. Έναν χρόνο πριν, είχαν εκδοθεί τα Σατιρικά Γυμνάσματα. Η σάτιρα της πολιτικής πραγματικότητας είναι αμείλικτη, καυστική, χωρίς ευθυμογραφικές προθέσεις και προεκτάσεις, ισοπεδωτική –επειδή στοχεύει στην κάθαρση της νοσηρής ατμόσφαιρας, στην πυρπόληση του παλαιού ώστε να ετοιμαστεί το έδαφος για το νέο.
Από το 1912 έως το 1928 η ποιητική φωνή του Παλαμά θα κινείται ανάμεσα σε λυρικούς και επικούς τόνους, άλλοτε με αναμνήσεις από τον γενέθλιο τόπο και τα παιδικά χρόνια και άλλοτε με επινίκια άσματα στους εθνικούς θριάμβους, χωρίς να λείπουν και οι ζοφερές διαθέσεις εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών και απογοητεύσεων (Οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας, Η Πολιτεία και η μοναξιά, Οι Βωμοί, Τα Παράκαιρα, Δειλοί και σκληροί στίχοι κ.ά.)
Εκτός από τον Παλαμά, αρκετοί ακόμη από τους παλαιότερους παρουσιάζουν τώρα το μεγαλύτερο ή το αντιπροσωπευτικότερο μέρος του έργου τους ή κάνουν τις πρώτες τους εκδόσεις, όπως ο Γρυπάρης με τη συλλογή Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919) ο Λάμπρος Πορφύρας με τις Σκιές (1920). Σημαντικότερος για τη γόνιμη διασταύρωση του παρηκμασμένου ρομαντισμού με τον συμβολισμό, αλλά και για την επίδρασή του στους νεορομαντικούς και νεοσυμβολιστές ποιητές, είναι ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, που εκδίδει την τέταρτη ποιητική του συλλογή (Ασφόδελοι, 1918) και τα τρία ποιήματα που ο ίδιος θα ξεχωρίσει αργότερα ως τα καλύτερά του (Ο Μπαταριάς, Ο Τάκη Πλούμας, Ο Μπάυρον, 1920).
Αν την εποχή αυτή οι ποιητές της γενιάς του 1880 κινούνται λίγο-πολύ στο πλαίσιο που έχει οριστεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, στην πεζογραφία διαπιστώνονται σημαντικότερες αποκλίσεις. Σταδιακά παρατηρείται η τάση να μειωθεί το ηθογραφικό στοιχείο ή να προσλάβει διαφορετικές λειτουργίες. Μπορεί ο Κονδυλάκης να εκδίδει ηθογραφικά έργα το 1916 (Ο Πατούχας και Όταν ήμουν δάσκαλος), όμως ήδη άλλοι πεζογράφοι της γενιάς του έχουν μετακινηθεί από τον αγροτικό κόσμο και την ύπαιθρο στο χώρο της πόλης.
Κατά κοινή ομολογία, υπεύθυνος γι’ αυτή τη μετακίνηση είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που αυτήν την εποχή εκδίδει τα καλύτερά του μυθιστορήματα (Πλούσιοι και Φτωχοί, 1919, Τίμιοι και άτιμοι, 1925). Το τεράστιο σε ποσότητα πεζογραφικό του έργο (15 συλλογές διηγημάτων και 86 μυθιστορήματα) εκτείνεται από το 1885 μέχρι το 1945. Ο συγγραφέας ξεκινά με ρομαντικές προθέσεις, περνά στο στάδιο του ηθογραφικού διηγήματος, για να καταλήξει στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα και να γίνει έτσι ο θεμελιωτής του αστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Η αστική ηθική, η κοινωνική ευπρέπεια, η αίσθηση του μετρημένου, το ιδανικό της μεσότητας με κάθε δυνατή έννοια, συγκροτούν το κλίμα και την ατμόσφαιρα των έργων του. Από τη σκοπιά μιας προοδευτικής πεζογραφίας κοινωνικού προβληματισμού, ο Ξενόπουλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συντηρητικός σε σχέση όμως με τη μεγαλόστομη ρητορεία των παρηκμασμένων λαϊκών ρομαντικών μυθιστορημάτων, το έργο του παρέχει την αναγκαία προσγείωση και τη νηφάλια προσέγγιση της πραγματικότητας. Φυσικά , η πολυγραφία, όχι σπάνια, επιβαρύνει την ποιότητα, οι ικανότητες όμως του συγγραφέα αμβλύνουν τη διαφορά.
Από την ηθογραφία ξεκινούν ο Χατζόπουλος και ο Θεοτόκης –και οι δύο θα εξαντλήσουν τα όριά της και θα την υπερβούν ακολουθώντας νέες κατευθύνσεις. Άλλα κοινά τους στοιχεία, είναι η γερμανική παιδεία, ο σοσιαλισμός, το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα.
Ο Κ.Χατζόπουλος, ίσως ο πιο γνήσιος εκπρόσωπος του συμβολισμού, συνδυάζει το ηθογραφικό στοιχείο με το κοινωνικό περιεχόμενο στα αφηγήματα Αγάπη στο χωριό (1910) και Ο Πύργος του Ακροπόταμου (1915)· η οργισμένη επισήμανση της κοινωνικής αδικίας αναδεικνύει την υποκείμενη θέση του συγγραφέα για την ανάγκη ριζοσπαστικής κοινωνικής μεταρρύθμισης. Αναζητώντας μια νέα αφηγηματική γλώσσα, ο Χατζόπουλος θα στραφεί στον συμβολισμό, χρωματισμένο όμως από τις επιδράσεις της βόρειας ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης, το μυθιστόρημα Φθινόπωρο (1917), που εισάγει τον συμβολισμό στην ελληνική πεζογραφία. Ο χώρος είναι, τώρα , μια επαρχιακή πόλη, ασαφής και ομιχλώδης, επειδή η ματιά του συγγραφέα δεν στρέφεται στο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά στα συναισθήματα και τις ψυχικές καταστάσεις των χαρακτήρων που υποβάλλονται από τα βλέμματα, τις σιωπές , τα ασήμαντα αντικείμενα του μισοφωτισμένου σπιτιού.
Παρόμοια, αλλά με διαφορετική κατάληξη είναι η πορεία του Θεοτόκη. Στα διηγήματα που γράφει στις αρχές του αιώνα το ηθογραφικό στοιχείο είναι ευδιάκριτο, με σαφείς όμως και τις επιδράσεις του Νίτσε και μια τάση προς το φρικιαστικό. Στη δεκαετία του 1910 στρέφεται σε κοινωνικά θέματα, που του επιτρέπουν να καταγγείλει την ανηθικότητα της εξουσίας και τον κυνισμό της αστικής τάξης. Οι προλήψεις που απορρέουν από την ταξική διαστρωμάτωση, η επιθυμία για την απόκτηση πλούτου, που φτάνει στα όρια της λαγνείας, η σταδιακή αποκτήνωση του ανθρώπου και η εξάλειψη κάθε ηθικού ερείσματος είναι μερικά από τα συστατικά της κοινωνικής κόλασης που περιγράφεται στα αφηγήματα του Θεοτόκη (Η τιμή και το χρήμα, 1912, Ο κατάδικος, 1919, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, 1920, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, 1922). Παρ’ όλα αυτά, ο μηδενισμός εξορκίζεται στο όνομα της ελπίδας για λύτρωση και δικαιοσύνη μέσα από μια καινούρια κοινωνία.
Αν και σύγχρονη του Χατζόπουλου και του Θεοτόκη, η Πηνελόπη Δέλτα κινείται σε παραδοσιακά αφηγηματικά και θεματικά σχήματα, επηρεασμένη από τον ελληνοκεντρισμό του Δραγούμη. Όμως , η προσφορά της στη διαμόρφωση της παιδικής λογοτεχνίας είναι σημαντική και εντάσσεται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Τα ιστορικά της μυθιστορήματα Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911) και Στα μυστικά του Βάλτου (1937) συνδυάζουν επιτυχώς την παιδευτική πρόθεση με την καλλιτεχνική αρτιότητα.
Αξιοπρόσεκτη είναι η περίπτωση του Δημοσθένη Βουτυρά, που ξεκινά μηθογραφικά διηγήματα στις αρχές του αιώνα και σύντομα στρέφει τη ματιά του στο περιβάλλον της σύγχρονης πόλης. Η παρουσία του είναι εντονότερη στη δεκαετία 1920-1930, οπότε εκδίδει αρκετές συλλογές διηγημάτων (Το γκρέμισμα των θεών,1922, Τροφή στο θάνατο, 1926, Μέσα στην κόλαση, 1927 κ.ά.). Στο επίκεντρό τους βρίσκονται οι κοινωνικά αδικημένοι από τα χαμηλότερα στρώματα της εργατικής τάξης και οι άθλιες συνθήκες ζωής τους. Το καταθλιπτικό σκηνικό επιβαρύνεται από ένα συμβολιστικής υφής πλέγμα μουντών και σκοτεινών αποχρώσεων και διαθέσεων και από εικόνες που συχνά εκπλήσσουν για την τολμηρή τους φαντασία.
Από τη γενιά του 1907, μόνον ο Βάρναλης θα εκδώσει πεζογράφημα (Ο λαός των μουνούχων, 1923), συνεχίζοντας, όπως και στα επόμενα αφηγήματα (Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 1931,Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, 1947), τις επιθέσεις του εναντίον της κοινωνικής αδικίας και των συμβατικών αξιών, και παρουσιάζοντας δηκτικά την ασχήμια της πραγματικότητας.
Με κοινωνικά ζητήματα θα ασχοληθεί και η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Στα πρώτα της διηγήματα (1909-1912), είναι εμφανής η επίδραση του αισθητισμού. Μετά τη γνωριμία της με τον Θεοτόκη και τη μύησή της στις αριστερές ιδέες, θα στραφεί προς τον νατουραλισμό και την ηθογραφία (στα διηγήματα 11 π.μ.-1 μ.μ., 1921). Σύντομα, όμως , θα εγκαταλείψει την απαισιοδοξία του νατουραλισμού στο όνομα μιας αισιόδοξης κομμουνιστικής προοπτικής για τη δυνατότητα κοινωνικού μετασχηματισμού (Γυναίκες, 1933, Άντρες, 1935).
Στη δεκαετία του 1920 πρωτοεμφανίζονται μερικοί από τους πεζογράφους που εντάσσονται στηγενιά του ’30. Ο Στράτης Μυριβήλης είχε ήδη εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες (1915), εμπνευσμένων από τους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1923 δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα Ζωή εν τάφω στην εβδομαδιαία εφημερίδα Η Καμπάνα, την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Συγχρόνως, παρουσιάζουν διηγήματά τους σε περιοδικά ο Άγγελος Τερζάκης, ο Θανάσης Πετσάλης και ο Νίκος Κατηφόρης, ενώ εκδίδουν τα πρώτα τους μυθιστορήματα ο Θράσος Καστανάκης (Οι πρίγκιπες, 1924) και ο Πέτρος Χάρης (Η τελευταία νύχτα της γης).
Το 1922 κυκλοφορεί στην Αθήνα ένα περίεργο πεζογράφημα, το Pedro Cazas του Φώτη Κόντογλου (1895;-1965). Ακολουθεί μια συλλογή πρωτότυπων και μεταφρασμένων αφηγημάτων (Βασάντα, 1923). Ο Κόντογλου υπήρξε ιδιότυπος λογοτέχνης που κινήθηκε έξω από το πλαίσιο του ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Στα κείμενά του συμφύρονται στοιχεία από λαϊκές αφηγήσεις με τον αφηγηματικό τρόπο του Ντεφόε και την παραισθησιακή φρίκη του Πόε. Η γλώσσα του αντλεί επίσης από λαϊκές ρίζες και από παλαιότερες λαϊκές αφηγήσεις, προσδίδοντας στο ύφος του την ποιότητα του naif.
Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση του Πέτρου Πικρού (1900;-1957), που ακολουθεί το παράδειγμα του Βουτυρά. Στρατευμένος στην Αριστερά, θεματοποιεί τη ζωή των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, με οξεία νατουραλιστική ματιά (Χαμένα Κορμιά, 1922, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, 1924). Στο τελευταίο του πεζογράφημα (Τουμπεκί..., 1927) οι χαρακτήρες προέρχονται από την κοινωνία του υποκόσμου, οι οποίοι πάντως δεν φαίνονται περισσότερο διεφθαρμένοι από τους φύλακες του νόμου και της τάξης.
Οι νέοι πεζογράφοι κινούνται μέσα στο ίδιο ζοφερό, καταθλιπτικό κλίμα, το οποίο όμως υπερβαίνουν με ποικίλους τρόπους: με την ανάδειξη των ανθρωπιστικών αξιών, με την επιτυχή προσπάθεια των λογοτεχνικών χαρακτήρων να ξεφύγουν από το μικροαστικό περιβάλλον τους, με την επίτευξη της βαθύτερης συνείδησης του εαυτού και του κόσμου. Κεντρικό μοτίβο είναι η κοινωνική, ψυχολογική ή ιδεολογική εξέλιξη. Ακόμη κι όταν τα μυθιστορήματα αναπαράγουν έναν κόσμο αστικής ευδαιμονίας, οι χαρακτήρες περνούν μέσα από βασανιστικές φάσεις εσωτερικού μετασχηματισμού. Ο πόλεμος είναι το πεδίο έμπνευσης του Μυριβήλη, του Δούκα και του Βενέζη.
Ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969), εξέχων πεζογράφος της εποχής, έχει κάνει ήδη εμφανιστεί την προηγούμενη δεκαετία. Η Ζωή εν τάφω, που κατατάσσεται στο ρεύμα της ευρωπαϊκής αντιπολεμικής λογοτεχνίας, διαδόθηκε ευρύτερα με την αυτοτελή έκδοση του 1930. Ακολούθησε H Δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933), Το τραγούδι της γης (1937) που χαρακτηρίστηκε «λυρικό πεζογράφημα» και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935) και Το γαλάζιο βιβλίο (1934). Μεταπολεμικά, ο Μυριβήλης εξέδωσε το εκτενές αφήγημα Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949), και τα διηγήματα Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959). Στη Ζωή εν τάφω αποδίδονται επεισοδιακά και σε πρώτο πρόσωπο οι εμπειρίες από το μέτωπο, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης· η ωμότητα των περιγραφών φτάνει κάποτε στα όρια της νατουραλιστικής φρίκης. Σε επίπεδο γλώσσας και ύφους, ο Μυριβήλης εναλλάσσει τον καυστικό σαρκασμό με τη λυρικότητα και την ειδησεογραφική πληροφόρηση με τους στοχαστικούς μονολόγους, χρησιμοποιώντας σε περιορισμένο βαθμό τη λαϊκότροπη αφήγηση –αυτή η υφολογική επιλογή παγιώνεται στο αφήγημα Βασίλης ο Αρβανίτης και θα κορυφωθεί στο Η Παναγιά η Γοργόνα.
Φαίνεται πως η καταγραφή του τραγικού βιώματος, η απόπειρα μετασχηματισμού της εμπειρίας σε τέχνη ήταν ένα είδος κάθαρσης για όσους έζησαν τα γεγονότα. Έτσι, ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973), στο Νούμερο 31328 (1931) αφηγείται τις εμπειρίες από την αιχμαλωσία του σε τάγμα καταναγκαστικής εργασίας. Είχε προηγηθεί η συλλογή Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα (1928) · στα επόμενα χρόνια κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα Γαλήνη (1939) και Αιολική Γη (1943) και τα διηγήματα Άνεμοι (1944), που δεν φτάνουν ούτε στη δραστική λιτότητα του Δούκα ούτε στη νατουραλιστική φρίκη του Μυριβήλη. Στον Βενέζη θα βρούμε την κατάφαση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών αξιών, ως απόρροια της πολεμικής εμπειρίας.
Το 1929 κυκλοφορεί η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1895-1983). Ο Δούκας ουσιαστικά μεταγράφει την αφήγηση του μικρασιάτη Νικόλα Καζάκογλου για την αιχμαλωσία και διάσωσή του. Ο βαθμός παρέμβασης του συγγραφέα δεν είναι γνωστός , έχει όμως σημασία ότι παραδίδει το αφηγημένο υλικό σε όλη την αγνότητα του λαϊκού προφορικού λόγου, απαλλαγμένο από κάθε λόγια πρόσμειξη. Παρότι η περιπέτεια είναι ατομική, ανάγεται στη σφαίρα της καθολικότητας, όχι μόνο επειδή συνιστούσε κοινή εμπειρία, αλλά κυρίως λόγω της λαϊκότροπης αφήγησης που υπογραμμίζει τη συμμετοχή στα γεγονότα. Η πλοκή είναι υποτυπώδης και αναπτύσσεται γραμμικά, με απλή παράταξη περιστατικών, όπως στο λαϊκό παραμύθι. Παρά την τραγικότητα της ιστορίας, κυριαρχεί η αίσθηση της γαλήνης, επειδή είναι γνωστή η διάσωση του αιχμαλώτου, χωρίς όμως αυτό να μειώνει την ένταση. Μια άλλη θεματική γραμμή των πεζογράφων της εποχής αφορά στη μεσοπολεμική κοινωνία και στην κρίση θεσμών και αξιών στον Μεσοπόλεμο. Το πεδίο δεν ήταν παρθένο: ο νατουραλισμός και η ηθογραφία των προηγούμενων δεκαετιών είχαν στρέψει το ενδιαφέρον σε κοινωνικά προβλήματα, ενώ πεζογράφοι όπως ο Θεοτόκης και ο Βουτυράς είχαν διαμορφώσει ένα πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκαν ή από το οποίο ξεκίνησαν οι νεότεροι πεζογράφοι.
Από το κλίμα του Βουτυρά και της συμβολιστικής πεζογραφίας του Χατζόπουλου θα ξεκινήσει ο Άγγελος Τερζάκης (1907-1979) στις πρώτες συλλογές διηγημάτων του (Ο ξεχασμένος, 1925, Φθινοπωρινή συμφωνία, 1929). Η συμβολιστική επίδραση θα διατηρηθεί, περισσότερο ως ατμόσφαιρα, και στα τρία μυθιστορήματά του, τους Δεσμώτες(1932), την Παρακμή των Σκληρών (1933) και τη Μενεξεδένια πολιτεία (1937). Ο θεματικός τους πυρήνας είναι η ιστορία μιας οικογένειας που οδεύει προς την παρακμή –θέμα προσφιλές στους πεζογράφους της εποχής, καθώς αποδίδει τη διάλυση των παλαιών πατριαρχικών θεσμών. Παρότι η προοπτική του είναι προοδευτική, αν και πέρα από τον μαρξιστικό δογματισμό, το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώνεται τόσο στους κοινωνικούς μηχανισμούς, όσο στην ψυχολογική μεταβατικότητα των χαρακτήρων. Το 1937, ξεκίνησε στην Καθημερινή η δημοσίευση σε συνέχειες του ιστορικού του μυθιστορήματος Η πριγκιπέσσα Ιζαμπώ (εκδ . 1945), που θεωρείται το αρτιότερο έργο του.
Σε παρόμοια θέματα στρέφεται και η Λιλίκα Νάκου (1903-1989). Στα διηγήματά της (Η ξεπάρθενη, 1931), αποτυπώνονται απελευθερωμένες αντιλήψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων και για την αποδέσμευση από την αστική συμβατικότητα. Το μυθιστόρημά της Οι παραστρατημένοι (1935) απεικονίζει την ιδεολογική σύγχυση και τις ζυμώσεις του Μεσοπολέμου. Τα πρόσωπα είναι αντιηρωικά, «παραστρατημένα εξαρχής», αφημένα σ’ έναν κόσμο ηθικής αδιαφορίας, και όλη η ατμόσφαιρα του έργου αποδίδει την εσωτερική διάλυση της σύγχρονης κοινωνίας. Ανάλογης θεματικής αφηγήματα γράφει η Έλλη Αλεξίου (1894-1988), αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του Λευτέρη Αλεξίου. Στη δεκαετία του 1930 εκδίδει τα διηγήματα Σκληροί αγώνες για μια μικρή ζωή (1931), Άνθρωποι υπολείμματα επαγγέλματος(1938) και το μυθιστόρημα Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον (1934), με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η προπολεμική πεζογραφική της παραγωγή συμπληρώνεται με το μυθιστόρημα Λούμπεν (1940).
Ο Λουκής Ακρίτας (1909-1965) είναι περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημα Οι Αρματωμένοι(1947), όπου καταγράφεται η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής. Το 1935 εκδίδει το μυθιστόρημα Νέος με καλάς συστάσεις (1935), όπου ένας πολλά υποσχόμενος νέος αντιμετωπίζει διαρκώς το φάσμα της αποτυχίας, αλλά εξακολουθεί να πορεύεται με αισιοδοξία, συχνά παράλογη. Ακολουθεί Ο κάμπος(1936) με θέμα παρμένο από τη ζωή των χωρικών της κυπριακής υπαίθρου.
Σε αστικό περιβάλλον στρέφεται για τις εμπνεύσεις του ο Γιώργος Θεοτοκάς. Μέχρι το 1940, εκδίδει τα μυθιστορήματα Αργώ(1936), Το Δαιμόνιο (1938), Λεωνής (1940) και τη συλλογή διηγημάτων Ευριπίδης Πεντοζάλης (1937) · αργότερα, θα επεξεργαστεί λογοτεχνικά τις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής στο μυθιστόρημα Ιερά Οδός (1950). Στην Αργώ εντοπίζονται δύο στοιχεία χαρακτηριστικά της σκέψης και του προσανατολισμού του Θεοτοκά –η διαμάχη των ιδεών και οι νέοι. Στο έργο εμφανίζονται χαρακτηριστικοί κοινωνικοί τύποι, ενώ τα πρόσωπα διαγράφονται περισσότερο ως φορείς ιδεών, βάσει τον οποίων άλλωστε προσδιορίζεται η ταυτότητά τους . Οι ιδέες αυτές ουσιαστικά εδράζονται γύρω από δύο βασικά θέματα, την εξουσία και τον έρωτα, που προσλαμβάνονται είτε στην ιδανική τους εκδοχή είτε απογυμνωμένα από κάθε ιδεώδες. Η πολυεδρική αναπαράσταση ήταν επιτυχής επιλογή, καθώς ο Θεοτοκάς θέλησε να εκφράσει πολλές καταστάσεις ταυτόχρονα και να δώσει μια πανοραμική εικόνα της πραγματικότητας· έτσι , ενέταξε στην αφήγηση δημόσια γεγονότα, τα οποία θεωρήθηκαν ότι παραβλάπτουν την ενότητα του κειμένου επειδή ήταν οικεία στον τότε αναγνώστη.
Την ιστορία μιας πλούσιας αστικής οικογένειας αφηγείται ο Θανάσης Πετσάλης (γεν. 1904) στην τριλογία του Γερές και αδύναμες γενιές· ήταν , μάλιστα ο πρώτος από τους νέους πεζογράφους που επεχείρησε μια τέτοια σύνθεση. Πρόκειται για τα μυθιστορήματα Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη (1933), Το σταυροδρόμι (1934) και Ο απόγονος (1935) (στην έκδοση του 1950, η τριλογία τιτλοφορείται Μαρία Πάρνη). Η πραγμάτευση του θέματος ανακαλεί ευθέως τον νατουραλισμό, αφού ο συγγραφέας αντιμετωπίζει την πορεία των ηρώων μέσα από το συνδυασμό της κληρονομικότητας και της παρακμής. Την ίδια θεματική γραμμή θα βρούμε και στα μεταπολεμικά του μυθιστορήματα, όπου η ιστορία μιας οικογένειας συνδέεται με την ιστορία του ελληνισμού (Οι Μαυρόλυκοι, 1947-48).
Με την ευημερούσα αστική τάξη ασχολείται ο Κοσμάς Πολίτης (1887-1974) –κατά κόσμον Πάρις Ταβελούδης- που επιλέγει το ψευδώνυμό του ακριβώς για την ηχητική συγγένεια με τη λέξη «κοσμοπολίτης». Στα πρώτα του μυθιστορήματα (Λεμονοδάσος, 1930 και Εκάτη, 1933) κυριαρχεί μια ποιητική διάθεση, που ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι ο συγγραφέας εισάγει στον κόσμο της λογοτεχνίας ό,τι δεν μπορεί να αναλύσει ή να θεωρητικοποιήσει. Κυριαρχούν εδώ οι εικόνες μιας ζωής έντονης, δραστήριας, χρωματισμένης από νεανική χαρά και διάθεση. Οι χαρακτήρες ζουν ανέμελα , στην αίσθηση της ασφάλειας που τους δίνει η αστική τους καταγωγή, αλλά μέσω της καταλυτικής γυναικείας παρουσίας, θα δοκιμάσουν ένα είδος μεταφυσικού άγχους και θα παραιτηθούν από τον τρόπο που ζούσαν μέχρι τότε: η αστική τάξη σε στιγμές αυτογνωσίας. Στην Eroica (1938), παρατηρείται μια διαφοροποίηση τόσο στη γραφή όσο και στην αντίληψη . Το ποιητικό ύφος εγκαταλείπεται, ενώ οι πρωταγωνιστές είναι τώρα έφηβοι, συνεπώς δεν αντιμετωπίζουν απειλητικό το φάσμα της αποτυχίας όπως οι χαρακτήρες των προηγούμενων έργων. Μεταπολεμικά , ο Πολίτης θα στραφεί σε καθημερινά και συνηθισμένα θέματα, τοποθετώντας τη δράση των μυθιστορημάτων του σε μικρές αστικές γειτονιές (Γυρί, 1946, Στου Χατζηφράγκου, 1963).
Μια άλλη εκδοχή του κοσμοπολιτισμού ανευρίσκεται στο έργο του Μ. Καραγάτση (1908-1960). Αντί για το σύνηθες μοτίβο του Έλληνα που ζει στο εξωτερικό, ο Καραγάτσης αφηγείται τις ιστορίες ξένων –κυρίως Ρώσων προσφύγων– που εγκαθίστανται και ζουν στην Ελλάδα. Πληθωρικός ως προς την έκταση της φαντασίας και ως προς την πεζογραφική του παραγωγή, εμφανίζεται το 1927 με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Το 1933 εκδίδει τη νουβέλα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν· ακολούθως δημοσιεύει σε συνέχειες στη Νέα Εστία τα μυθιστορήματα Η χίμαιρα και Γιούγκερμαν (1936), ένα από κορυφαία του Μεσοπολέμου, με χαρακτηριστική γλωσσική και θεματική ελευθεριότητα και με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Μεταπολεμικά, εκδίδει την ιστορική τριλογία Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου (1941-47), όπου απομυθοποιούνται οι παραδοσιακές εθνικιστικές αξίες. Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων είναι κατά κανόνα κυνικοί και αντιηρωικοί, πιστοί στον αντι-ιδεαλισμό του συγγραφέα· έρμαιοι στα πάθη τους (συνήθως , τον αλκοολισμό και τον ηδονισμό), χωρίς ηθικά ερείσματα και αναστολές, οδηγούνται τελικά στην καταστροφή. Ο νατουραλισμός του Καραγάτση, κάποτε ακραίος, ανιχνεύεται τόσο στη γλώσσα όσο και στην πραγμάτευση του θέματος· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λιάπκιν, που τον παρακολουθούμε να χάνει σταδιακά την ανθρώπινη ιδιότητα και να φτάνει στην κατάσταση του κτήνους.
Στο ρεύμα του κοσμοπολιτισμού κινείται και ο Θράσος Καστανάκης (1901-1967), ο πρώτος από τους νέους πεζογράφους που παρουσίασε μυθιστόρημα (Οι Πρίγκηπες, 1924). Εξέδωσε συλλογές διηγημάτων (Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα, 1929, Ο Ρασκάγιας, 1939) και μυθιστορήματα τοποθετημένα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεγάλωσε ή το Παρίσι όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του (Η φυλή των ανθρώπων, 1932, Ελληνικά χώματα: Μυστήρια της Ρωμιοσύνης, 1933, Ελληνικά Χώματα: Μεγάλοι αστοί, 1935). Το ύφος του είναι ιδιότυπο, συχνά με νεολογισμούς ψυχαρικού τύπου . Ο σαρκασμός και η καυστική ειρωνεία που χρησιμοποιεί στα πρώτα του πεζογραφήματα υποχωρεί αισθητά στα διηγήματα του Ρασκάγια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...