Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΕΝΙΩΣΕ ΕΞΑΡΧΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ (του Νίκου Ξένιου)

«Εσείς οι Έλληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη!» (Αλή-Πασάς, 1819).
Για να μιλήσουμε για το έθνος πρέπει να υπερβούμε την ιδεολογία και να στραφούμε στο προσωπικό βίωμά μας των εθνοτικών συμβόλων: της γλώσσας, της θρησκείας, της κουλτούρας, του συγχρωτισμού μας με ομοεθνείς και αλλοεθνείς: δηλαδή των συγκεκριμένων, προϋπαρχουσών μορφών ύπαρξης, εκείνων που μας κληροδοτήθηκαν -διότι εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές. Ελάχιστοι λαοί έχουν εθνοτικά χαρακτηριστικά που διαβαίνουν τους αιώνες: τέτοιοι λαοί είναι όσοι μπορούν να ανατρέξουν σε πανάρχαια εθνοτικά σύμβολα, και όχι σε κατασκευασμένες εθνικές ταυτότητες.
Η αντίθεση κάποιων δεσποτικών ανακτοβουλίων της Δύσης στην εθνεγερσία του 1821 ήταν αναμενόμενη. Η προσθήκη της περιοχής του ανατολικού Αιγαίου και των ιωνικών παραλίων στο γεωγραφικό χάρτη του Διαφωτισμού από τον Αδαμάντιο Κοραή και η ελληνική εκδοχή του Διαφωτισμού από τους Κωνσταντά, Φιλιππίδη και Ρήγα Φερραίο κατέταξαν τον Έλληνα ραγιά στους υποψήφιους «αξίους πατρίδος». Σ’ αυτήν την κατάταξη συνέβαλαν η πύκνωση του ελληνόφωνου πληθυσμού έναντι των αλλοεθνών, η εμφάνιση νέων πολιτειών και αγροτικών κωμοπόλεων και η ανάπτυξη των ελληνόφωνων περιοχών στις παρίστριες ηγεμονίες και έως τη Λειψία, την Οδησσό και τη Μασσαλία.
Στον ευρωπαϊκό χαρακτήρα του νεόδμητου κράτους συνέβαλαν, επίσης, η ίδρυση σχολείων στο Αϊβαλί, στη Χίο και στη Σμύρνη, η χειραφέτηση των λογίων από την εκκλησία και η εκκοσμίκευση της πνευματικής ζωής. Επίσης, συνέβαλε το φιλελληνικό κίνημα και η σύνδεση του νεόκοπου ελληνικού έθνους με την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας. Κυρίως, όμως, στη δυτικοποίηση του έθνους μας συνέβαλαν οι βλέψεις της εμπορικής αστικής τάξης, που διεκδικούσε μερίδιο στην πολιτική εξουσία: ένα μέρος από τα κέρδη της διοχετεύθηκε ατη δημιουργία σχολείων, βιβλίων, βιβλιοθηκών, περιοδικών. Γι αυτό και συγκρούσθηκε αιματηρά με τους κατά τόπους ηγεμόνες (δημογέροντες, πρωτόγερους και σόγια) και είχαμε τον εμφύλιο σπαραγμό των πρώτων χρόνων της Επανάστασης.
Η ανάγκη του υπόδουλου ελληνισμού για εθνική ανεξαρτησία προέκυψε από την πρόδηλη ανισότητα, την κατάφωρη αδικία που υφίστατο μειονεκτώντας πολιτικά έναντι της ετεροεθνούς και αλλόθρησκης κεντρικής διοίκησης του τόπου του. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης και κατά τη διάρκειά της, το εθνικό βίωμα ήταν που έφερνε βήμα-βήμα την κοινωνία στην απόφαση της εξέγερσης, το εθνικό βίωμα που διαμορφωνόταν ήδη σε ιδεολογία πολιτιστικής υπεροχής έναντι του ξένου με τον οποίο ο Έλληνας συνοικούσε και τις αυθαιρεσίες του οποίου υφίστατο. Ένας μεγάλος αριθμός ελληνόφωνων «ραγιάδων» δέχτηκαν ευχάριστα την επονομασία «Έλληνες» γιατί η ελληνική συνείδηση τούς έβγαζε από διλήμματα επιβίωσης.
Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα των Σουλιωτών, που επέλεξαν να εναντιωθούν στον Αλή Πασά αντί να τον υπερασπιστούν, όταν οι τοπικοί συσχετισμοί και τα οικονομικά οφέλη επισκιάστηκαν από το ιδεολογικό πλαίσιο της επερχόμενης Επανάστασης: τώρα το ζητούμενο ήταν, με την «παλιγγενεσία» που ερχόταν, να εξισωθούν με την «ελίτ» του δυτικού κόσμου. Τον Γενάρη του 1822, την ώρα που το κομμένο κεφάλι του Αλή όδευε προς την Κωνσταντινούπολη, οι αντιπρόσωποι των επαναστατημένων περιοχών ψήφιζαν στην Επίδαυρο το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας: «Πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής», διακήρυττε η Πρώτη Εθνοσυνέλευση. Η μάχη των ιδεών είχε προηγηθεί της σύγκρουσης με τα όπλα.
Αν δεχτούμε ότι η εθνική συνείδηση είναι απόρροια του εθνικισμού και όχι το αντίθετο, πρέπει να δεχτούμε, επίσης, ότι η χρήση του όρου «παλιγγενεσία» είναι ιδεολογικά φορτισμένη με εθνικισμό. Και επειδή του εθνικού βιώματος έπεται η ανάγκη να αφηγηθεί κανείς τον αγώνα για την κατάκτηση της εθνικής του ανεξαρτησίας, η εν λόγω αφήγηση κινδυνεύει να περιλαμβάνει, στα καταστατικά της γνωρίσματα, τα εθνικιστικά στερεότυπα που αναπόφευκτα διέπνεαν τα πρώτα επαναστατικά χρόνια.
Ωστόσο, όποιος επιχειρεί σήμερα να αφηγηθεί, με ένα ποσοστό αντικειμενικότητας, τα περιστατικά της Επανάστασης του ’21 και τις ιδεολογικές τάσεις που συγκρούστηκαν κατά την ταξική αντιπαράθεση που αυτή παρήγαγε, είναι υποχρεωμένος να υπερβεί τα εθνικιστικά στερεότυπα, ακόμη και αν αυτά συνθέτουν την ιδεολογική του τοποθέτηση. Είναι διαφορετικά τα κίνητρα που ώθησαν τους Έλληνες στην Επανάσταση του ’21 και διαφορετικός ο λόγος για τον οποίον οι σημερινοί Έλληνες καλούνται να την αφηγηθούν και να την ερμηνεύσουν. Δικαιούνται μεν να επιστρατεύσουν τα εθνοτικά σύμβολα αιώνων, όμως την ταυτότητα της Παλιγγενεσίας πρέπει να την εφεύρουν εκ νέου, ώστε να κριθεί αυτή με τα μέτρα και τα σταθμά της δυτικής ιστοριογραφίας του δέκατου ενάτου αιώνα.
(ανακοίνωση του Νίκου Ξένιου στον τόμο που εξέδωσε ο Δήμος Ιωαννίνων επ'ευκαιρία της επετείου των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, το 2021)
Ποια στοιχεία επεδίωξαν οι Έλληνες να προβάλουν στον Αγώνα τους;
➢ Ποιοι ήταν οι στόχοι των οργανωτών της Φιλικής Εταιρείας και ποιοι από αυτούς επιτεύχθηκαν;
Από το παράθεμα του σχολικού βιβλίου Η σημασία της Επανάστασης (σ. 16) γίνεται αντιληπτή η ευρωπαϊκή διάσταση της Επανάστασης:
«Μέχρι του 1821, η ιστορία της Ευρώπης, παρά τας γενναίας απόπειρας αι οποίαι είχον σημειωθεί εις την Ιταλίαν και αλλαχού, εφαίνετο υποκύπτουσα εις τα αναχρονιστικά συνθήματα. Εάν δεν απεφάσισαν οι Έλληνες να τολμήσουν ό,τι ετόλμησαν εις την Αγίαν Λαύραν και, παραλλήλως ή εν συνεχεία, καθ' όλην την υπόδουλον χώρα ν, είναι ζήτημα εάν ο 19ος αιών θα εχαρακτηρίζετο σήμερον ως αιών των εθνοτήτων, δηλαδή της αποκαταστάσεως των εθνικών κρατών. Οι Έλληνες δεν απετίναξαν μόνον τον ζυγόν υπό τον οποίον οι ίδιοι ετέλουν, αλλά κατήργησαν εμμέσως την έννοιαν παντός ζυγού εις την Ευρώπην ολόκληρον, δημιουργήσαντες τας ηθικός και πολιτικός προϋποθέσεις διά την εκδήλωσιν των διαφόρων εθνικών εξεγέρσεων, αι οποίαι, είτε επιτυχούσαι, ως εν Ιταλία, είτε επανειλημμένως και τραγικώς κατασταλεί σαι, ως εν Πολωνία, έδωσαν εις τον 19ον αιώνα το χρώμα του και το μέγα ιστορικόν του νόημα». Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Τα Δοκίμια, τ. Β', Ιστορικά Δοκίμια, Εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα 1975, σ. 166.
➢ Από το παράθεμα που ακολουθεί διαφαίνονται ο χαρακτήρας και οι στόχοι ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας: "Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού οικειοθελώς ότι θέλω είμαι πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα και δια πάντα. Δεν θέλω φανερώσει το παραμικρόν από τα σημεία, ή λόγους αυτής, μήτε θέλω δώσει να καταλάβουν ποτέ ότι εγώ ηξεύρω τι περί τούτων κατ’ ουδένα τρόπον, μήτε εις συγγενή μου, μήτε εις πνευματικόν μου, μήτε εις φίλον μου. Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και ομοφρόνων αυτοίς... Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επί της κεφαλής μου όλους τους κεραυνούς της δικαιοσύνης της, το όνομά μου ας είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου, ανίσως αλησμονήσω μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου, και ο θάνατος ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μην μολύνω την αγιότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου". Τ. Βουρνάς, Η Φιλική Εταιρεία, 28-36
➢ Το απόσπασμα από την Επαναστατική Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του σχολικού εγχειριδίου (σ. 17), παρουσιάζει τους λόγους για τους οποίους ο Αλ. Υψηλάντης κηρύττει την Επανάσταση: « Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οποσούν ελεύθεροι, επροσπάθηοαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι παντού έτοιμοι [...]. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μάς προσκαλεί! Η Ευρώπη προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα Όρη της Ελλάδος από τον Ήχον της πολεμικής μας Σάλπιγγος, και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των Αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάση τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγει απ' έμπροσθέν μας. Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ενασχολούνται εις την αποκατάσταση της ιδίας ευδαιμονίας και πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των Προπατόρων μας ευεργεσίας επιθυμώσι την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν των δικαίων αυτών και βοήθειαν πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν Κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας! [...] Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!" Αλέξανδρος Υψηλάντης Την 24η Φεβρουαρίου 1821. Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου.
Νεκτάριος Γρηγορίου, "Σύντροφοι" (ψηφιακή εκτύπωση)
Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα την επανάσταση των Ελλήνων και τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους, ήταν η Αϊτή, που τότε ονομαζόταν στα ελληνικά Χαΐτιον. Η Αϊτή ήταν μια ανεξάρτητη, αλλά πολύ φτωχή χώρα – προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Αδαμάντιος Κοραής μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες, είχε γράψει μια επιστολή στον τότε πρόεδρο της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγέ, στην οποία ζητούσαν βοήθεια για την επανάσταση. Ο Αϊτινός πρόεδρος απάντησε με μια επιστολή, στην οποία έλεγε ότι η χώρα του ήταν πολύ φτωχή και δεν είχε ολοκληρώσει τον αγώνα της εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών.
Έτσι, δεν ήταν σε θέση να ενισχύσει οικονομικά την Ελλάδα. Αναγνώριζε, όμως, το δικαίωμα των Ελλήνων για αυτοδιάθεση και μιλούσε με θερμά λόγια για την επανάσταση. «Με μεγάλο ενθουσιασμό μάθαμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε τελικά να αρπάξει τα όπλα, για να αποκτήσει την ελευθερία της και τη θέση που της ανήκει ανάμεσα στα κράτη. Πολίτες, μεταφέρετε στους συμπατριώτες σας τις θερμότερες ευχές για απελευθέρωση, που σας στέλνει ο λαός της Αϊτής», έγραφε μεταξύ άλλων ο Ζαν Πιερ Μπουαγέ. Συμβολικά, η Αϊτή έστειλε στους Έλληνες 45 τόνους καφέ προς πώληση, για να αγοραστούν καριοφίλια και άλλα πολεμοφόδια, αλλά και 100 Αϊτινούς εθελοντές, που πέθαναν όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα.
Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες (Αγγλία Ρωσία και Πρωσία). Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν αφενός μεν η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί και από τις δύο πλευρές στους Ναπολεόντειους πολέμους, και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης.
Την ίδια χρονιά συγκροτείται η ιερή συμμαχία από της χώρες που προαναφέραμε, που ήταν εκείνη την χρονική περίοδο τα προπύργια της απολυταρχίας και της αντεπανάστασης. Οι λαοί της Ευρώπης αντέδρασαν απέναντι στα εκάστοτε απολυταρχικά καθεστώτα και διατύπωσαν πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ισπανία το 1820, η Ιταλία το 1820-21 και η Ελλάδα το 1821. Σε πολιτικό επίπεδο ζήτησαν την δημιουργία συντάγματος, θέσπιση κοινοβουλευτικών θεσμών, αναγνώριση ατομικών ελευθεριών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιδέες του σοσιαλισμού μέσα στο γενικότερο κλίμα των διεκδικήσεων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν αναπτυχθούν και από το 1850 επικρατεί η άποψη ότι η καταλληλότερη μορφή πολιτικής οργάνωσης θα ήταν ένα καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σε δύο πολύ διαφορετικές εστίες· η πρώτη στις παρίστριες ηγεμονίες τον Φεβρουάριο και η δεύτερη στην Πελοπόννησο τον Μάρτιο του 1821. Και στις δύο περιπτώσεις η πρώτη –κυριολεκτικά η πρώτη– πράξη των επαναστατών ήταν να απευθύνουν ένα μήνυμα προς τα ευρωπαϊκά κράτη, προκηρύσσοντας την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους — δηλαδή ο τελικός στόχος ενυπήρχε ήδη, προτού οι πολεμικές επιτυχίες τον κάνουν ορατό. Άλλωστε, δεν ήταν οι πολεμικές επιτυχίες που επέβαλαν την ελληνική ανεξαρτησία· ήταν, όπως καλά το ξέρουμε όλοι –και οι Έλληνες, κι ας μην το ομολογούμε πάντοτε– οι πολιτικές. Ύστερα από εφτά χρόνια ηρωικούς αγώνες η επανάσταση είχε ηττηθεί στρατιωτικά· οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο και ο Κιουταχής, σερασκέρης της Ρούμελης, έλεγχαν τα περισσότερα εδάφη του μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους. Αλλά το παιχνίδι είχε κριθεί αλλού, στις ευρωπαϊκές αυλές. Οι μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει την ανεξαρτησία, και φυσικά την επέβαλαν. Έδιωξαν τον Ιμπραήμ και ανάγκασαν τον σουλτάνο να αποσύρει τον Κιουταχή. Γιατί; Οπωσδήποτε και για στρατιωτικούς λόγους.
H ήττα στο Μεσολόγγι –στρατιωτικά ήταν ήττα– βοήθησε περισσότερο στην ελληνική ανεξαρτησία από οποιαδήποτε νίκη. Οι Έλληνες απέδειξαν ότι ήταν αποφασισμένοι να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ελευθερία· αν ο σουλτάνος τους κατέβαλε, η νίκη-του θα ήταν προσωρινή. Ο ελληνικός αγώνας εντάχθηκε μέσα σ’ ένα διεθνές κίνημα που θα κατακτούσε σταδιακά ολόκληρη την Ευρώπη, ολόκληρον τον κόσμο, στο εθνικό κίνημα. Φαντασιακή ή όχι, η ελληνική εθνότητα είχε τον άνεμο με το μέρος-της — αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την εξέγερση του Αλή πασά. Η εξέγερση του Αλή, ο κόσμος του Αλή, η ιδεολογία-του γενικότερα, ήταν παλαιϊκή: φανταζόταν τον εαυτό-του έναν μικρό σουλτάνο. Τα Γιάννενα τα ήθελε μια μικρή Κωνσταντινούπολη· σαράγια και ψηλά τείχη γύρω γύρω. Παρά την ανοχή-του για τις δραστηριότητες των λογίων, δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή να ιδρύσει ένα τυπογραφείο στην πόλη-του — οι Έλληνες είχαν ιδρύσει μικρά τυπογραφεία και στη Χίο, και στο Αϊβαλί, και στη Σμύρνη, πριν από την Επανάσταση, στα σχολεία-τους μέσα. Τα είχαν ιδρύσει για λόγους ιδεολογικούς, όχι εμπορικούς ή γενικότερα οικονομικούς. Και μόλις ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ένα τυπογραφείο φορητό συνόδευε τα επαναστατικά στρατεύματα (εκεί τυπώθηκε η διακήρυξη της Ανεξαρτησίας προς τις ευρωπαϊκές αυλές, εκεί και ένα μικρό φυλλάδιο με επαναστατικά τραγούδια, θούριους) ενώ στην Πελοπόννησο ιδρύθηκε αμέσως ένα άλλο, όπου αμέσως άρχισε να τυπώνεται η Σάλπιγξ ελληνική, η πρώτη εφημερίδα με τα νέα του Αγώνα· ακολούθησαν άλλα τυπογραφεία, στο Μεσολόγγι, την Αθήνα, το Ναύπλιο, την Ύδρα. Πραγματικά, αν κάτι χαρακτηρίζει τις ελληνικές κοινότητες, είτε στα χρόνια που προηγήθηκαν είτε στα χρόνια της Επανάστασης, είναι ότι η ιδεολογία οδηγούσε την κοινωνία (ακόμα και την οικονομία) σε πολλά επίπεδα. Εδώ χρειάζεται αρκετή προσοχή, επειδή οι παρανοήσεις ελλοχεύουν. Αλλά, ακριβώς, η παράλληλη ανάγνωση των πράξεων του Αλή από τη μια, και της ελληνόφωνης εμπορικής τάξης από την άλλη, μπορούν να μας επιτρέψουν να καταλάβουμε κάποιες βασικές παραμέτρους, δίχως να εμπλακούμε σε πολλές θεωρητικές συζητήσεις.
Επανάσταση στις παραδουνάβειες (παρίστριες) ηγεμονίες
Από τα τέλη του 1820 σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε από τους Φιλικούς στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας λήφθηκε η απόφαση έναρξης της ελληνικής επανάστασης, καθώς οι συνθήκες, λόγω της δέσμευσης μεγάλων τουρκικών δυνάμεων στην Ήπειρο εναντίον του Αλή-Πασά, θεωρήθηκαν ευνοϊκές. Η ημερομηνία της επανάστασης δεν καθορίσθηκε επακριβώς αφού υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό των επαναστατών, ωστόσο αυτή τοποθετήθηκε χρονικά εντός του επομένου έτους (1821). Τον Ιανουάριο του 1821, ώστόσο, πληροφορίες που έφτασαν στους ηγέτες των επαναστατών έκαναν λόγο για ενημέρωση της Υψηλής Πύλης σχετικά με το επαναστατικό σχέδιο, οπότε λήφθηκε η απόφαση να επισπευθεί η εξέγερση, σε ταυτόχρονες μάλιστα εστίες. Η περιοχή των δυο παραδουνάβιων ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας (τμημάτων της σημερινής Ρουμανίας) απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας υπό την εγγύηση του τσάρου της Ρωσίας, με χριστιανό ηγεμόνα (το Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος είχε μυηθεί στην Εταιρεία- από το 1819), κατοικούνταν δε από σημαντικά τμήματα χριστιανικών πληθυσμών, οπότε θεωρήθηκαν ως ιδανικός τόπος για την ανάφλεξη μιας επαναστατικής εστίας. Ακόμη και στην περίπτωση που η επανάσταση δεν πετύχαινε εκεί (πράγμα που τελικά και συνέβη) θα μπορούσε η εξέγερση στο βόρειο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου να λειτουργήσει παρελκυστικά ως αντιπερισπασμός προκειμένου να ευοδωθεί η επανάσταση στη Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και αλλού).
Η έναρξη της επανάστασης στη Νότιο Ελλάδα είχε σχεδιαστεί για την 25η Μαρτίου 1821, αλλά για διάφορους λόγους ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να κινηθεί ενωρίτερα στη Μολδοβλαχία. Κατά τον αγωνιστή και λόγιο της Επανάστασης Μιχαήλ Οικονόμου (1798 – 1879), το σχέδιο ήταν ο Αλ. Υψηλάντης να κινηθεί προς την Πελοπόννησο και να βρίσκεται εκεί την 25 Μαρτίου. Έτσι έλαβε υπ’ όψη το χρόνο που χρειαζόταν γι’ αυτή τη μετακίνηση. Ταυτόχρονα, αποφάσισε να κινηθεί ενωρίτερα διότι είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων έγγραφα με την υπογραφή του, με τα οποία μπορούσε να εκθέσει τον τσάρο της Ρωσίας και να προκαλέσει την οργή του. Επίσης μπορούσε να συλληφθεί μετά από αίτημα της Πύλης, (όπως ο Ρήγας και άλλοι) αφού υπήρχε αμοιβαία συμφωνία των δύο κυβερνήσεων για παράδοση των καταζητούμενων. Κατά τον επίσης σύγχρονο της Επανάστασης ιστορικό Ηλία Φωτεινό, στην πρόωρη κίνηση του Υψηλάντη συνέβαλε και ο θάνατος του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Σούτσου.
Ξεκινώντας να διαμορφώσουν τους επαναστατικούς σχεδιασμούς τους για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι Φιλικοί στόχευαν σε μια πανβαλκανική εξέγερση των λαών της χερσονήσου κατά της Οθωμανικής Αρχής, σύμφωνα με την ιδέα που πρώτος είχε συλλάβει ο Ρήγας Φεραίος. Συμπαραστάτης στα σχέδιά τους ήταν ο Ρουμάνος ηγέτης των πανδούρων (χωρικών) Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, με τον οποίο μάλιστα είχαν υπογράψει και σύμφωνο. Παρόμοια έγγραφα υπογράφτηκαν και με τους ηγέτες των Σέρβων και Βουλγάρων εθνικιστών, όπως και με τους Αλβανούς (κυρίως Αρβανίτες που υπηρετούσαν στη φρουρά των Ηγεμονιών). Ωστόσο, τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά μέλη της Εταιρείας δεν έβλεπαν με ευνοϊκή διάθεση τη μετατροπή του ελληνικού χώρου σε πεδίο μιας γενικευμένης σύρραξης και για το λόγο αυτό πίεζαν στην κατεύθυνση του να υπάρξει μια περιορισμένη εξέγερση, δεδομένου ότι τα πιο μάχιμα τμήματα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης της Μοριά ήταν απασχολημένα με την εκστρατεία εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Διάφορες ταξικές αντιθέσεις αλλά και η αθέτηση των αρχικών συμφωνιών μεταξύ των συμμάχων υποδούλων ηγεσιών, οδήγησαν σε μια μεταβολή του αρχικού προγραμματισμού. Ο Υψηλάντης, αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία που του παρείχε η ευμενής ουδετερότητα την οποία τήρησαν οι Ρώσικες συνοριακές φρουρές, άλλαξε τον αρχικό προσανατολισμό του και αποφάσισε οριστικά να αρχίσει την επανάσταση από τις Παραδουνάβιες επαρχίες και όχι από την Πελοπόννησο. Σε αυτό συνέτειναν οι πληροφορίες που είχε για γνωστοποίηση των σχεδίων του στην Υψηλή Πύλη μέσω Άγγλων κατασκόπων. Οι ελπίδες των επαναστατών ενισχύονταν από την πεποίθηση ότι τόσο οι Σέρβοι του Μίλος Οβρένοβιτς όσο και οι υπόλοιποι εξεγερμένοι λαοί θα συνένωναν τις δυνάμεις τους και θα βάδιζαν μετά κατά της ΚΠολης . Επιπλέον, οι επαναστάτες είχαν ενισχυθεί με χρήματα, πολεμικό υλικό και εθελοντές μαχητές από το Ρωσικό φιλελληνικό κίνημα, αλλά και τους Δεκεμβριστές. Η συνολική δύναμη του Υψηλάντη έφτασε έτσι να αριθμεί περίπου 7.000 στρατιώτες, εκ των οποίων μόνο τα 2/3 ήταν ελληνικής καταγωγής.
Τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και τη ρουμανική, οι ηγέτες της εξέγερσης σκόπευαν σε αγαστή στρατιωτική συνεργασία, ενώ η πολιτική επιδίωξή τους ήταν να προκαλέσουν την συμμετοχή στο κίνημα των αγροτικών μαζών, αφού τόσο ο Βλαδιμηρέσκου στο «Μανιφέστο» του «Προς το λαό του Βουκουρέστ και των άλλων πολιτειών και χωριών της Ρουμάνας Τσάρας» (Ρουμάνικη χώρα) όσο και οι αρχικές στοχεύσεις του Υψηλάντη προσανατολίζονταν σε κατάργηση της φεουδαρχίας, απελευθέρωση δουλοπάροικων και στην επίτευξη ενός καθεστώτος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας υπέρ των φτωχών και σε βάρος των προνομιούχων γαιοκτημόνων (κοινωνική μεταβολή). Ωστόσο, ενώ ο Βλαδιμηρέσκου επέμεινε στο στόχο αυτό, ξεσηκώνοντας υπό τις διαταγές του τους Ρουμάνους χωριάτες και καλλιεργητές, ο Υψηλάντης, επηρεασμένος τόσο από τις αρχικές επιτυχίες στο στρατιωτικό πεδίο, όσο και από τις διαμαρτυρίες των συντηρητικών φιλικών αλλά και των ντόπιων διανοούμενων (Φαναριωτών) και μεγαλοϊδιοκτητών (Βογιάρων) οπισθοχώρησε. Αποτέλεσμα αυτής της διάστασης υπήρξε η σύγκρουσή του με τον Βλαδιμηρέσκου, στην οποία συνετέλεσαν και οι μηχανορραφίες πρακτόρων της Αγγλίας και της Αυστρίας.
Έτσι χάθηκε η ευκαιρία μιας συντονισμένης επιθετικής επιχείρησης κατά της Τουρκίας από Έλληνες και Ρουμάνους, δεδομένου ότι ο Βλαδιμηρέσκου ανατράπηκε και συνελήφθη με εντολή του Υψηλάντη από το Γ. Ολύμπιο σε συνεννόηση με Ρουμάνους οπλαρχηγούς, παραπέμφθηκε σε δίκη από έκτακτο στρατοδικείο κατηγορούμενος για προδοσία του κινήματος και αθέτηση των συμφωνιών και τελικά εκτελέστηκε στο Τεργκοβίστε ενώ η εξέγερση βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη (27 Μαΐου 1821), τα δε στρατεύματά του, εμπνεόμενα από τους οραματισμούς του για εγκαθίδρυση εθνικού κράτους, με πολιτική οργάνωση, φορογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, αριθμούσαν ήδη 6.000 πεζούς αλλά και αξιοσημείωτη δύναμη ιππικού (2.500 άνδρες) με τα οποία είχε εισέλθει στο Βουκουρέστι απελευθερώνοντάς το, μια εβδομάδα πριν φτάσει εκεί η ελληνική δύναμη.
Στις 21 Φεβρουαρίου στο Γαλάτσι ο επικεφαλής του Ρωσικού προξενείου Δημήτριος Αργυρόπουλος κήρυξε την Επανάσταση και σε συνεργασία με το Δ. Αρβανιτάκη και το Βασίλειο Καραβία κινήθηκαν κατά της Οθωμανικής φρουράς. Το σώμα των εξεγερμένων αποτελούνταν από Κεφαλλήνες και άλλους Ελλήνες ενόπλους και 30 μισθοφόρους “Αλβανούς” υπό τον καπετάν Βασίλειο Καραβιά, χωροφύλακα της πόλης. Φονεύθηκαν περίπου 80 εξέχοντες οθωμανοί και 17 συνελήφθησαν, ενώ αιχμαλωτίστηκαν και 11 οθωμανικά πλοία.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Υψηλάντης επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων πέρασε τον ποταμό Προύθο και αποβιβάστηκε στα υπό κατάληψη εδάφη, κηρύσσοντας την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Με προκήρυξή του που τιτλοφόρησε «Μάχου υπέρ Πίστεως και Ελπίδος», την οποία εξέδωσε δυο μέρες αργότερα (24 Φεβρουαρίου) στο Ιάσιο, απευθύνθηκε έμμεσα στις ευρωπαϊκές αυλές ταυτόχρονα με την προσπάθειά του να εξυψώσει το ηθικό όλων των υποδούλων Ελλήνων, αφού έκανε λόγο για μια κραταιά δύναμη (υπονοώντας την τσαρική Ρωσία) η οποία σύντομα θα τασόταν στο πλευρό των εξεγερμένων. Άλλη προκήρυξη απηύθυνε ο Υψηλάντης “Προς το έθνος της Μολδοβλαχίας” με ημερομηνία 23-2-1821. Ο Υψηλάντης απευθυνόταν σε όλους τους χριστιανούς υποτελείς κατοίκους των ηγεμονιών και όχι μόνο στους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, ελπίζοντας να προκαλέσει γενική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, σύμφωνα με τα κελεύσματα του Ρήγα Φεραίου. Επί τόπου μαζί με τους άνδρες τους έσπευσαν δυο ικανοί οπλαρχηγοί που ήδη δρούσαν στην περιοχή, ο Ιωάννης Φαρμάκης και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Οι Έλληνες, παρασυρμένοι από το πάθος και την επιθυμία τους για απελευθέρωση, εκτράπηκαν σε υπερβασίες και σε αρκετές περιπτώσεις πρόεβησαν σε βιαιοπραγίες κατά ντόπιων μουσουλμάνων προύχοντων και εμπόρων (σημειώθηκαν μάλιστα και μερικές δολοφονίες), με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των ηγεμονιών να τρομοκρατηθούν και τελικά να μη συμμετάσχουν μαζικά στην εξέγερση. Ο Υψηλάντης δεν κατόρθωσε να στρατολογήσει περισσότερους από 2.000 εθελοντές. Ακολούθησαν έρανοι μεταξύ των κατοίκων, από τους οποίους συγκεντρώθηκε ένα χρηματικό ποσό της τάξης του ενός εκατομμυρίου γροσιών, ενώ συγκροτήθηκε επίσημα (με λάβαρα, σημαία κλπ) ο Ιερός Λόχος, ένα επίλεκτο στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελούσαν περίπου 500 νεαροί Έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν κυρίως στην Ευρώπη. Αρχηγός του ορίσθηκε ο Νικόλαος Υψηλάντης, ένας εκ των αδελφών του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μάλιστα, ο επίσκοπος Λιτίτσης Σωφρόνιος που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας (η επισκοπή Λιτίτσης είχε έδρα το Ορτάκιοϊ Βόρειας Θράκης), συγκρότησε επαναστατικό σώμα από Ορτακινούς και Μανδριτσιώτες, δηλαδή Έλληνες κατοίκους του Ορτάκιοϊ και της Μανδρίτσας, οι οποίοι αφού διέσχισαν την τότε τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία, ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Οι πρώτες αντιδράσεις, αμέσως μόλις έγιναν γνωστές οι κινήσεις του Υψηλάντη υπήρξαν αρνητικές για τους επαναστάτες. O τσάρος Αλέξανδρος Α’ έλαβε την είδηση για την επανάσταση ενώ βρισκόταν στη Σύνοδο του Λάιμπαχ (στη σημερινή Λουμπλιάνα). Στην εκεί σύνοδο οι μεγάλες δυνάμεις συζητούσαν τον τρόπο καταστολής της επανάστασης στην Ισπανία και τη Νάπολη και γενικότερα τη διατήρηση του status quo στην Ευρώπη. Η είδηση για νέα επανάσταση στη Βλαχία προκάλεσε νέα ανησυχία και υπόνοιες ότι αυτή είχε υποκινηθεί από τη Ρωσία. Ο τσάρος αμέσως υποβίβασε τον Υψηλάντη στο βαθμό του στρατιώτη και τον απέπεμψε από τον ρωσικό στρατό. Ταυτόχρονα έδωσε διαταγή στις ρωσικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Βλαχία να τηρήσουν ουδετερότητα και ανακοίνωσε στη Πύλη ότι δεν έχει ανάμιξη στην επανάσταση. Στις 14/26 Μαρτίου εστάλη στον Υψηλάντη επιστολή που την υπέγραφε ο Καποδίστριας ως υπουργός της Ρωσίας, με την οποία αποκήρυσσε την επανάσταση και δήλωνε ότι η Ρωσία θα παραμείνει ουδέτερη. Καλούσε επίσης τον Υψηλάντη να απολύσει όσους έχει υπό τις διαταγές του και, αν έχει αιτήματα προς την Πύλη, να τα διαβιβάσει μέσω του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία έκανε δεκτό το αίτημα της Πύλης για είσοδο τουρκικών στρατευμάτων στις δυο ηγεμονίες, προς κατάπνιξη της στάσης, κατά παρέκκλιση από τη μεταξύ τους Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812. Περί τα τέλη Μαρτίου, και πιθανότερα την 23η, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πιεζόμενος από τον σουλτάνο με την απειλή γενικής σφαγής, αποκήρυξε με εγκύκλιό του το κίνημα και αφόρισε τον αρχηγό του. Έχει υποστηριχθεί ακόμη ότι ο Πατριάρχης προχώρησε στην έκδοση της εγκυκλίου με απώτερο σκοπό να σώσει από ομαδική σφαγή το χριστιανικό πληθυσμό της ΚΠόλης και όχι μόνο, αφού ο Σουλτάνος απειλούσε ότι θα λάμβανε τέτοιου είδος απόφαση. Ωστόσο, παρόμοια εγκύκλιο είχε εκδώσει ο Γρηγόριος Ε΄και στα 1797 όταν δεν υπήρχε ίχνος επαναστατικής δράσης στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα με το Πατριαρχείο και τον τσάρο, σύσσωμες οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης αποδοκίμασαν την επανάσταση.
Στις 17 Μαρτίου οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν δίχως αντίσταση το Βουκουρέστι (τότε πρωτεύουσα της Βλαχίας) και ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση με τους Οθωμανούς έλαβε χώρα στην περιοχή του Γαλατσίου, αλλά ήταν περιορισμένης έκτασης, έληξε δε με διάσπαση των σουλτανικών γραμμών από τα ελληνικά τμήματα στα οποία επικεφαλής ήταν ο οπλαρχηγός Καρπενησιώτης. Οι μάχες εντάθηκαν σύντομα, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις συντρίφτηκαν και απειλήθηκαν με ολοσχερή καταστροφή και διάλυση. Μικρές εστίες αντίστασης εξακολούθησαν να μαίνονται στο Σκουλένι και τη Μονή Σέκου (το Σεπτέμβριο), ωστόσο η τύχη της εξέγερσης είχε ήδη κριθεί. Κατησχυμένος και απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατάφερε με κόπο να διαφύγει μαζί με ορισμένους επιτελείς του και να παραδοθεί στους Αυστριακούς. Μια μικρή ομάδα, 100 περίπου διασωθέντων ανδρών πέτυχε να φτάσει έως τα κυρίως ελληνικά εδάφη στο νότο, ενώ η πλειονότητα των ανδρών του Ιερού Λόχου σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν και εκτελέσθηκαν επί τόπου. Ηρωϊκός υπήρξε ο θάνατος των οπλαρχηγών Φαρμάκη και Ολύμπιου, οι οποίοι πολέμησαν μέχρις εσχάτων.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Π. Παπαγεωργίου “Η συντριπτική αποτυχία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατέδειξε ότι καθένας από τους λόγους που είχαν προβληθεί ως πλεονεκτήματα δεν λειτούργησε υπέρ των επαναστατών. Συγκεκριμένα, οι λόγοι της αποτυχίας της εξέγερσης θα μπορούσαν να συνοψιστούν στους εξής: 1. Στην πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της Αυστρίας, επί της Ρωσίας. Οι ηγέτες και οι υπουργοί Εξωτερικών των Μεγάλων δυνάμεων είχαν συγκεντρωθεί, από τον Ιανουάριο του 1821, στο Leibach (σημερινή Λιουμπιάνα/Liubjana) της Δαλματίας στα πλαίσια του Συστήματος συνεδρίων (Congress System), που λειτούργησε μετά τη νίκη των αντι-ναπολεόντειων δυνάμεων, το 1815. 2. Στη μη πραγματοποίηση (ως συνέπεια των ανωτέρω) της προσδοκίας των επαναστατών για ρωσική στρατιωτική βοήθεια. Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια, την πτώση του ηθικού στο επαναστατικό στρατόπεδο και την απόσυρση αριθμού ενόπλων από τις πολεμικές επιχειρήσεις. 3. Στον αφορισμό, στις 23 Μαρτίου 1821, του αρχηγού Αλέξανδρου Υψηλάντη, του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου και όλων όσων συμμετείχαν στην Επανάσταση. 4. Στην αποσκίρτηση του σημαντικού Ρουμάνου οπλαρχηγού, Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, προσώπου με σημαντική επιρροή στον τοπικό πληθυσμό. 5. Στην προσχώρηση του ισχυρού οπλαρχηγού Σάββα (Φωκιανού) στο οθωμανικό στρατόπεδο. 6. Στην είσοδο στις Ηγεμονίες, με τη συγκατάθεση της Ρωσίας, ισχυρών οθωμανικών στρατευμάτων από την Κωνσταντινούπολη”. Η έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν ολέθρια για την ελληνική πλευρά, ωστόσο οι συνέπειές της αξιολογούνται θετικά, καθώς χάρις σε αυτήν κινητοποιήθηκε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπήρξε διεθνής συγκίνηση για τη θυσία των ανδρών του Ιερού Λόχου και ευνοήθηκε σε έναν βαθμό η εξέγερση στην υπόλοιπη χώρα.
Το 1820 είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη η 25η Μαρτίου. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού. Παρ' ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στη Μολδοβλαχία και ξέσπασε νωρίτερα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε ορισμένες περιοχές άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία με τις πολιορκίες των κάστρων, με εξέγερση ή τελετουργικά. Την έναρξη της εκστρατείας από την Καλαμάτα προς την Τριπολιτσά την 25 Μαρτίου αναφέρει ο Νικηταράς στην πολύ περιληπτική διήγησή του και ο Φραντζής με περισσότερες λεπτομέρειες.
Στην Πελοπόννησο ορισμένοι προεστοί και αρχηγοί μεγάλων οικογενειών πρότειναν να μετατεθεί η κήρυξη της Επανάστασης για μετά το Πάσχα (10 Απριλίου 1821) διότι έβλεπαν ότι ήταν ανέτοιμοι ενώ ταυτόχρονα οι Τούρκοι κρατούσαν δικούς τους ανθρώπους ομήρους στην Τριπολιτσά. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης έγραψε στους ευρισκόμενους στην Αγία Λαύρα "να μήν κάμουν κίνημα διότι απόλλυνται οι εισελθόντες εις Τριπολιτσάν. Και ούτος δε και άλλοι από τους συγγενείς και οικειους των δεν ήθελον να γενή επανάστασις, διότι εφοβούντο μη σφάξωσι οι Τούρκοι και εκείνους και όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς". Ο Φραντζής προσθέτει ότι λόγος αναβολής ήταν και η παντελής έλλειψη πολεμοφοδίων. Ο Δεληγιάννης αναφέρει ότι εν όψει αυτής της κατάστασης "οι συναχθέντες εις την Αγίαν Λαύραν, βλέποντες το μέγεθος του κινδύνου και των εκτάκτων εκείνων περιστατικών ... απεφάσισαν να διαλυθούν και να απέλθουν", ελπίζοντας ότι το Πάσχα οι Τούρκοι θα απελευθέρωναν τους ομήρους.[91] Ενώ κάποιοι πρόκριτοι δίσταζαν αρχικά να εξεγερθούν, σε περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς διάφορες ένοπλες ομάδες, ενίοτε με τις οδηγίες άλλων προκρίτων, πραγματοποίησαν επιθέσεις εναντίον των Οθωμανών, συνήθως με ενέδρες. Κατά ορισμένες απόψεις αυτό έγινε για να εκβιάσουν την έναρξη της επανάστασης.[50] Κατ' άλλους αυτές ήταν κοινές ληστρικές ενέργειες επειδή κάποιοι ανέμεναν ότι σε λίγο θα γινόταν πόλεμος και δεν θα υπήρχε εξουσία να τους τιμωρήσει, και δεν θεωρούνται κήρυξη επανάστασης. Ο Τρικούπης χαρακτηρίζει αυτά τα περιστατικά "μη επαναστατικά" και ο Οικονόμου "μεμονωμένα και άσχετα". Ως τέτοια τα αντελήφθησαν και οι Τούρκοι.
Επιθέσεις εναντίον Τούρκων έγιναν το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μωριά. Πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών στην Αγία Λαύρα, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις "γυφτοχαρατσήδες" (εισπράκτορες του χαρατσιού) και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη. Στις 16 Μαρτίου 1821, με τις οδηγίες του Ασημάκη Ζαΐμη, προεστού των Καλαβρύτων, του Ασημάκη Φωτήλα και του επισκόπου Καλαβρύτων Προκοπίου, δύο κλέφτες τους οποίος ο πρώτος είχε κατηχήσει στην υπόθεση της Επανάστασης, ο Γιάννης Χοντρογιάννης και ο Πετιώτης, επιτέθηκαν στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «σαράφη» (τραπεζίτη) Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά.[94] Από ορισμένους αυτό θεωρείται τυπική περίπτωση ληστείας. Μετά την Επανάσταση οι Χονδρογιανναίοι που έκαναν την επίθεση καταδικάστηκαν για ληστεία. Ο Τρικούπης ισχυρίζεται ότι τα χρήματα της ληστείας προορίζονταν για τον Αγώνα, αλλά πιστεύεται ότι αν ίσχυε αυτό δεν θα καταδικάζονταν. Ο Φραντζής πιστεύει ότι η επίθεση έγινε "διότι ο ανόητος ενθουσιασμός ήτον εξηπλωμένος και εκεί", ενώ ο Σπηλιάδης αναφέρει ως εκδοχή ότι έγινε για να ωφεληθούν οι προεστοί οφειλέτες του Ταμπακόπουλου οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από αυτόν.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά. Αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά θα θεωρούνταν απλώς ληστρικές και όχι επαναστατικές ενέργειες αν δεν είχαν συνέχεια. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Απ. Δασκαλάκης που αναφέρει ότι τέτοιες ενέργειες ήταν συνηθισμένες κατά την τουρκοκρατία. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Α. Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Παρά το γεγονός ότι η παράδοση έγινε με τον όρο της ασφάλειας των Τούρκων, οι περισσότεροι άνδρες σφαγιάστηκαν, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά δόθηκαν ως σκλάβοι ή έγιναν υπηρέτες σε σπίτια Ελλήνων. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της. Οι εξεγερμένοι Πατρινοί ζήτησαν βοήθεια από τους προκρίτους που από την Αγία Λαύρα είχαν καταφύγει σε «ασφαλή μέρη» και αυτοί προέβησαν σε στρατολόγηση και κατέβηκαν να συμβάλλουν στην πολιορκία.
Στην έναρξη του αγώνα το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων προερχόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου· αυτοί θα αποτελούσαν το κυριότερο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης. Το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε στη Βέρβαινα στις 25 Μαρτίου, από τον Αναγνώστη Κοντάκη με πολεμιστές από τον Άγιο Πέτρο, τα Δολιανά, καμπίσιους Τριπολιτσιώτες, και από τους επ. Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Π. Βαρβιτσιώτη. Εκεί σταδιακά συγκεντρώθηκαν οπλαρχηγοί και πολεμιστές από διάφορα μέρη και εκεί οργανώθηκε και η πρώτη μονάδα εφοδιασμού ("φροντιστήριο" κατά τον Φωτάκο).
Στη Μάνη η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Ο Κολοκοτρώνης έφτασε εκεί τις 6 Ιανουαρίου και ετοίμαζε τον ξεσηκωμό της Μάνης, πρώτης απ' όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου ώστε να δώσει το παράδειγμα, για την 25 Μαρτίου. Φιλοξενήθηκε από τον πατρικό του φίλο Παναγιώτη Μούρτζινο και μέχρι στις 22 Μαρτίου φρόντιζε για κατάπαυση των αντιζηλιών που υπήρχαν ανάμεσα στις οικογένειες τοπικών προυχόντων. Μετά έστειλε ανθρώπους σε διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου με την ειδοποίηση "την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των Τούρκων των τοπικών, και να τους πολιορκήσουν εις τα διάφορα φρούρια". Εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Αυτές οι κινήσεις προκαλούσαν τις υποψίες των Τούρκων κάνοντας τους Μανιάτες να κινηθούν ενωρίτερα. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη. Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο ήταν και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη.
Η μελέτη των πρώτων γεγονότων της Επανάστασης δείχνει ότι οι προεστοί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί με τους παλιούς κλέφτες και τους οπλαρχηγούς των περιοχών τους έκαναν τις πρώτες επιθέσεις κατά των Τούρκων και έδωσαν το έναυσμα για την Επανάσταση. Η Φιλική Εταιρεία είχε μικρή παρουσία στους αρματολούς της κεντρικής Ελλάδας. Η θέση, ωστόσο, των αρματολών στα εδάφη που ήλεγχε ο Αλή Πασάς ήταν αβέβαιη μετά την αναμενόμενη ήττα του από τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, η διάδοση της επαναστατικής δραστηριότητας κινδύνευε να τους στερήσει την εξουσία στις περιοχές τους, αλλά και να τους εκθέσει στις Οθωμανικές αρχές. Έτσι, οι αρματολοί της Στερεάς ξεπέρασαν τις επιφυλάξεις τους και τέθηκαν οι ίδιοι επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων στα αρματολίκια τους.
Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη Μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής. Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί. Στη φωτό, "Η κατάληψη του κάστρου των Σαλώνων 1821", του ζωγράφου Louis Dupré (1825)
Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα, Καλάβρυτα (21 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Πάτρα (25 Μαρτίου), Γαλαξίδι (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτσάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτσάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.
Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν τα κάστρα στο Ρίο και στο Αντίρριο, της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς. Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Τα κάστρα ήταν επί το πλείστον κτισμένα παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από τον οθωμανικό στόλο, εκτός από το κάστρο της Τρίπολης. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, εκτός από τους Λαλαίους Αλβανούς, είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη. Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό τη διοίκηση ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί. Ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά, η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως έλεγχε το οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.
Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε κίνημα στην Ύδρα από τον πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου, με σκοπό να πιέσει τους πρόκριτους του νησιού, να στηρίξουν την επανάσταση. Οι νοικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγκελαρία. Υπό την πίεση του κινήματος του Οικονόμου, άλλα και λόγω της απόφασης των γειτονικών Σπετσών να συμμετάσχουν στην επανάσταση οι Υδραίοι πρόκριτοι άλλαξαν στάση και τάχτηκαν υπέρ της επανάστασης, η οποία κηρύχθηκε επισήμως στο νησί στις 15 Απριλίου.
Ήδη από τις 3 Απριλίου είχαν ξεσηκωθεί από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά, να σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βαθύ. Από τις 8 Μαΐου ανέλαβε την ηγεσία της επανάστασης στο νησί ο Φιλικός Λυκούργος Λογοθέτης.
Η είδηση για την Επανάσταση στη Βλαχία είχε φτάσει στην Κων/πολη την 1 Μαρτίου και τότε είχαν αρχίσει τα πρώτα αντίποινα κατά των Ελλήνων. Η είδηση για την Πελοπόννησο έφτασε στον Βρετανό διπλωμάτη Λόρδο Strangford στην Κωνσταντινούπολη το απόγευμα της 2ας Απριλίου, σταλμένη από τον Βρετανό πρόξενο στην Πάτρα. Αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε την Πύλη. Τότε ο Μέγας Βεζίρης κάλεσε επειγόντως τον Πατριάρχη και τον Δραγουμάνο Κ. Μουρούζη, κατηγορώντας τους ότι γνώριζαν για την εξέγερση και συνεργάζονταν με τον Π. Μαυρομιχάλη. Ο Σουλτάνος ζήτησε "φετφά" από τον Σεΐχ-ουλ-Ισλάμ ανακοινώνοντας Ιερό Πόλεμο εναντίον των Ελλήνων απίστων. Αυτός αρνήθηκε την έκδοση φετφά, λόγος για τον οποίο εκτελέστηκε και αντικαταστάθηκε από περισσότερο συνεργάσιμο ιερωμένο. Ο Πατριάρχης, αφού συνάντησε τον Σουλτάνο, κάλεσε τους ηγέτες και άλλους λαϊκούς εκ των Ελλήνων για να συζητήσουν για την κατάσταση, τασσόμενος κατά της επανάστασης. Ο Σουλτάνος Μαχμούντ είχε απαιτήσει τον αφορισμό όσων είχαν ξεσηκωθεί και είχαν σκοτώσει αθώους Τούρκους. Ο Πατριάρχης προέτρεψε τους Έλληνες να φύγουν από την Πόλη, λέγοντας ότι ο ίδιος θα παραμείνει: "Πιστεύω ότι το τέλος μου πλησιάζει αλλά πρέπει να παραμείνω στη θέση μου για να πεθάνω. Αν μείνω, οι Τούρκοι δεν θα βρουν πρόσχημα για να σφαγιάσουν τους Χριστιανούς της πρωτεύουσας". Η επιστολή αφορισμού εμφανίστηκε την Κυριακή των Βαΐων 4 Απριλίου σε όλες τις εκκλησίες της Πόλης, υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη, τον Πολύκαρπο Ιεροσολύμων και 21 άλλους επισκόπους. Αυτό όμως δεν έπεισε τον Σουλτάνο για την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων ηγετών. Την ίδια Κυριακή διέταξε την εκτέλεση του Κων. Μουρούζη. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε) και άλλοι επίσκοποι.
Το σώμα του Πατριάρχη, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου. Η εκτέλεση του Πατριάρχη έδωσε το έναυσμα για διωγμούς κατά των Χριστιανών κατά τις επόμενες εβδομάδες. Μουσουλμανικός όχλος περιφερόμενος στους δρόμους μπήκε στις εκκλησίες και τις λεηλάτησε. Περίπου 14 ναοί υπέστησαν βαριές καταστροφές, ενώ εισβολή και καταστροφές έγιναν και στο Πατριαρχείο. Έλληνες καταδιώκονταν και εκτελούνταν στους δρόμους, γεγονότα που περιγράφονται και από ξένους που βρίσκονταν στην Πόλη. Αρχικά φονεύονταν μεμονωμένα άτομα, κυρίως ηγέτες της κοινότητας. Κατά τον Μάιο έγιναν και ομαδικοί φόνοι. Εκατοντάδες άτομα αναγκάζονταν να επιβιβαστούν σε πλοία με τη δικαιολογία ότι δήθεν θα εξοριστούν, αλλά πνίγονταν στη θάλασσα. Παρά τους φοβερούς διωγμούς, δεν αναφέρεται καμιά περίπτωση αρνησιθρησκείας, αν και σχεδόν πάντοτε, πριν από τη θανάτωση, στα θύματα προτεινόταν η αλλαξοπιστία για να σώσουν τη ζωή τους.[ Τα αντίποινα κατά των αμάχων περιγράφει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων σε ομιλία του τον Οκτώβριο του 1821 στην Οδησσό. Μεταξύ άλλων εξηγεί ότι πολλοί χριστιανοί θανατώνονταν με πνιγμό στη θάλασσα γιατί ήταν εποχή ραμαζανίου όπου απαγορεύεται να χύνεται αίμα δημοσίως.
Διωγμοί έγιναν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί), η Ρόδος και η Κύπρος. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη.
Μια από τις φρικτές εικόνες της εποχής ήταν η σύλληψη αμάχων (κυρίως γυναικοπαίδων) και η πώλησή τους ως δούλων. Μεγάλος αριθμός δούλων προήλθε από τη Χίο μετά την καταστροφή του 1822, και από την Πελοπόννησο κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες δούλοι που μεταφέρθηκαν στην Άιγυπτο κατά την Επανάσταση και μέχρι το 1827 εκτιμώνται σε 8.000 - 15.000. Με βάση τους εισπραχθέντες φόρους (ένα τάληρο για κάθε δούλο), υπολογίζονται σε 8.000-9.000, ενώ ο πατριάρχης Αλεξανδρείας τους εκτιμά έως 15.000
Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.
Στις 3 Μαΐου 1821 εκδόθηκε φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' προς το στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των καζάδων (επαρχιών) και τους προκρίτους των Μουσουλμάνων που διέτασσε γενική σφαγή των επαναστατών, καταστροφή των περιουσιών τους και εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων.
Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[8] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουστάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 23 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου (500 άντρες) που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[9] και πέθανε με φρικτά βασανιστήρια[140]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας.
Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στη Μενδενίτσα.
Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουστάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά, διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο.
Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουστάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουστάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη.
Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.
Οι πολιορκημένοι της Μονεμβασιάς και του Νεόκαστρου παραδόθηκαν στους επαναστάτες τον Ιούνιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Την άλωση ακολούθησε γενική σφαγή ενόπλων και αμάχων, Μουσουλμάνων και Εβραίων. Η σφαγή άμαχου πληθυσμού και γυναικόπαιδων στην Τρίπολη σημειώνεται ως μια ιδιαίτερα μελανή σελίδα της ελληνικής επαναστατικής περιόδου.
Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίευσε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).
Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη).
Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους.
Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο.
Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι. Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.
Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στη Μακεδονία. Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.
Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαΐου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία. Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων.
Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες, στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.
Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Τοπικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν και επεκτάθηκαν στις περιοχές Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας, Μάκρης, Μαρώνειας και Κεσσάνης. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάλθηκαν εντός του χρόνου με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.
Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.
Οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας αρχικά απέφυγαν να εμπλακούν στην εξέγερση.[146] Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γεώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.
Οι Έλληνες επαναστάτες δεν διέθεταν πολεμικό στόλο, ωστόσο κατάφεραν να μετασκευάσουν σε πολεμικά τα πολλά εμπορικά τους καράβια, κυρίως των τριών ναυτικών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) ενώ σημαντική ναυτική δύναμη διέθετε και η Κάσος και με αυτά να πετύχουν την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο.Οταν άρχισε η Επανάσταση,τα τρία νησιά είχαν 176 φορτηγά πλοία,τα οποία μετέτρεψαν σε πολεμικά γιά το καλό της πατρίδας.Τα περισσότερα(92) και μεγαλύτερα ανήκαν στην Ύδρα.Οι Σπέτσες είχαν 44 καί τα Ψαρά 40.= Ιδιαίτερα αποτελεσματικά ήταν επίσης τα πυρπολικά που κατασκεύασαν, τα οποία κατέστησαν, σταδιακά, τεράστια απειλή για τα βαριά και δυσκίνητα σε σχέση με τα ελαφρότερα ελληνικά, Οθωμανικά καράβια. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος για τον οποίο οι Έλληνες υπερτερούσαν στη θάλασσα ήταν το γεγονός πως τα ελληνικά πληρώματα ήταν έμπειρα λόγω προηγούμενης προϋπηρεσίας τους για λογαριασμό των ίδιων των Τούρκων ή των Άγγλων (στα Επτάνησα). Στον αντίποδα, τα τουρκικά σκάφη δεν διέθεταν ανάλογης ποιότητας πληρώματα.
Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.
Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε παμπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.
Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης (κυρίως Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, Γαλλία και Πρωσία) συναντήθηκαν στο Παρίσι το 1815 όπου συνήψαν μια συμφωνία με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ελλάδα, οι μεγάλες δυνάμεις ήταν ήδη απασχολημένες με τις επαναστάσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας και η ελληνική επανάσταση ήταν κάτι ανεπιθύμητο. Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέτερνιχ, δυσαρεστημένος από τα νέα για την επανάσταση, προσπάθησε να πείσει τον τσάρο της Ρωσίας να τηρήσει στάση εναντίον των Ελλήνων. Ο φόβος του Μέτερνιχ, όπως και των άλλων δυνάμεων, ήταν ότι εμπλοκή της Ρωσίας σε πόλεμο κατά της Τουρκίας θα άλλαζε τις ισορροπίες στην Ευρώπη καθώς θα ισχυροποιούσε τη Ρωσία και θα την έφερνε στη Μεσόγειο.
Η Βρετανία είχε την πλέον αρνητική στάση έναντι της επανάστασης κατά το πρώτο έτος της. Ήλπιζε στη γρήγορη καταστολή της προτού η Ελλάδα τεθεί υπό την προστασία του Ρώσου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου. Ο τότε υπουργός εξωτερικών Castleragh περίπου συμμεριζόταν τις απόψεις του Μέτερνιχ, αν και έδειχνε σημεία κατανόησης της υπόθεσης των Ελλήνων. Στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο, οι Βρετανικές αρχές των Ιονίων και οι προξενικές αρχές στην Πάτρα και αλλού τήρησαν σαφώς φιλοτουρκική στάση. Η ρωσική κυβέρνηση επίσης είδε αρνητικά την επανάσταση, διότι αφ' ενός μεν έθεσε εμπόδια στις ρωσικές εξαγωγές σιτηρών προς την Ευρώπη μέσω των Δαρδανελίων, αφ' ετέρου δε δεν ήθελε να αλλάξει το status quo στην Ευρώπη και να κινδυνεύσει η μοναρχία. Έτσι ο τσάρος τήρησε ουδέτερη στάση. Εν τούτοις, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν αρχικά την ψευδαίσθηση ότι θα βοηθηθούν από τη Ρωσία.
Η ηγεσία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, σχεδόν ταυτόχρονα με την κήρυξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, απευθύνθηκε εγγράφως στις χριστιανικές χώρες της δύσης, αναζητώντας τη διεθνή στήριξη. Έτσι, αμέσως μετά την κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821) και τη συνακόλουθη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, οι ιθύνοντές της συνέταξαν σχετικό έγγραφο το οποίο αποτελεί την πρώτη διεθνούς δικαίου πράξη της επαναστατημένης χώρας. Παράλληλα, επιφανείς έλληνες που διαβιούσαν στο Παρίσι (Αδαμάντιος Κοραής, Πίκκολος, Βογορίδης κ.α.) και στην Πίζα (μητροπολίτης Ιγνάτιος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Καρατζάς) κοινοποίησαν εκκλήσεις προς την παγκόσμια πνευματική κοινότητα, ζητώντας βοήθεια και συμπαράσταση προς την επανάσταση. Το πρώτο κράτος το οποίο ανταποκρίθηκε στον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η Δημοκρατία της Αϊτής (που είχε κατακτήσει την ελευθερία της την 1 Ιανουαρίου του 1804[151]), της οποίας ο τότε πρόεδρος, Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ δι' επισήμου εγγράφου προς την προαναφερόμενη ελληνική επιτροπή του Παρισιού, αναγνώριζε την ελληνική προσωρινή διοίκηση και ευχόταν για την επικράτηση της επανάστασης[152] Είχε προηγηθεί επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Μπουαγιέ, μετά από προτροπή του πρώην επισκόπου Βλαισών (Bois Γαλλίας) Γρηγορίου και του φιλέλληνα στρατηγού Λαφαγέτ. Ο Γρηγόριος όπως και ο Λαφαγέτ είχαν επαφές με την Αμερική.
Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους ήταν η πτώση του Αλή Πασά που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ, κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει την μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά.[154] Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών. Οι Έλληνες για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, επιχείρησαν αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου κοντά στις εκβολές του Αχέροντα άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποσύρθηκαν τον Δεκέμβριο του 1822.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι την μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει πίσω στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε.[155] Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο. Στη φωτογραφία ο πίνακας του Νικηφ. Λύτρα, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (π. 1866-1870). Λάδι σε μουσαμά, 143 εκ. x 109 εκ. Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο.
Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού (25.000 περίπου) σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.
Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλεινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα. Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Την νύχτα, 28 του Οκτώβρη του 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.
Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, του Κιλκίς, του Καρασουλίου, του Λαγκαδά και της περιοχής γύρω από τη Νάουσα. Στο μεταξύ, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, εκπροσωπούμενη από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τη Βογδάντσα (από ένα μέλος), στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822. Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάιο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης.
Σημαντικό από πολιτική άποψη ήταν το γεγονός ότι η Βρετανία το Μάρτιο του 1822 αναγνώρισε de facto στους Έλληνες επαναστάτες το δικαίωμα να κάνουν ναυτικό αποκλεισμό. Η προσωρινή κυβέρνηση των επαναστατών, επικαλούμενη "το Δίκαιο των Εθνών και της Ευρώπης", την 13/25 Μαρτίου 1822 ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών του εχθρού σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, την Εύβοια, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Πλοία υπό διάφορες σημαίες που θα παραβίαζαν τον αποκλεισμό, θα συλλαμβάνονταν σύμφωνα με το διεθνές Δίκαιο. Σε σχέση με αυτή τη διακήρυξη, η Βρετανία δήλωσε ότι θα τηρήσει ουδέτερη στάση, κάτι που ισοδυναμούσε με αναγνώριση κατάστασης πολέμου μεταξύ των Ελληνικών αρχών και της Τουρκικής κυβέρνησης. Ακόμα και πλοία των υπό βρετανική διοίκηση Ιονίων Νήσων δεν προστατεύονταν πλέον από το Βρετανικό Ναυτικό. Η επίσημη αναγνώριση της ελληνικής πλευράς ως εμπολέμου έγινε το επόμενο έτος.
Στα τέλη του 1822 έγινε σύνοδος των μεγάλων δυνάμεων στη Βερόνα με κύριο θέμα την κατάσταση στην Ισπανία και την Ιταλία, αλλά το "Ανατολικό ζήτημα" δεν συζητήθηκε επίσημα. Ανεπίσημα όμως γίνονταν έντονες προσπάθειες αλληλοεπηρεασμού των δυτικών δυνάμεων. Ο Castlereagh πέθανε λίγο πριν από την σύνοδο της Βερόνας και τον διαδέχτηκε ο G. Canning ο οποίος θεωρείται και ο κύριος παράγων της μεταστροφής της Βρετανικής πολιτικής υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Εν τούτοις, στους πρώτους μήνες της υπουργίας του ο Κάνινγκ τήρησε ουδέτερη πολιτική φοβούμενος την επέμβαση των άλλων δυνάμεων στην Ελλάδα και την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης. Η πρώτη κίνηση υπέρ της Ελλάδας από τη Βρετανία έγινε τον Μάρτιο του 1823 με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων και του δικαιώματός τους να εφαρμόζουν ναυτικό αποκλεισμό. Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε. Αν και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση, το μικρό νεοσύστατο κράτος της Καραϊβικής, η Αϊτή, έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Σέρεζλης πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελληνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θάνατος του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη.
Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Αναστάσιος Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε μία συμφωνία στους Τούρκους προκειμένου να παραδοθεί η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία. Πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στην συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.
Από το 1823 αναμίχθηκε στην ελληνική υπόθεση μετά από επίσημη πρόταση της κυβέρνησης ο Άγγλος φιλόσοφος Ιερεμίας Μπένθαμ, μεταξύ άλλων συγγράφοντας παρατηρήσεις για τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του νέου κράτους και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάφραση έργων του στα ελληνικά, αλλά μετά από δύο χρόνια μάταιων προσπαθειών εγκατέλειψε απογοητευμένος. Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε από μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας που το αντικατέστησε από μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου, στα τέλη του 1823. Στις 21 Ιουνίου (Νέο Ημ.) η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θεωρεί νόμιμο πόλεμο (legitimate warfare) αυτόν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Είχε προηγηθεί μια άτυπη αναγνώριση αυτής της κατάστασης από τις 25 Μαρτίου 1822 (Νέο Ημ.) όταν η προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έχει το δικαίωμα να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό σε λιμάνια. Η Αυστριακή κυβέρνηση του Μέτερνιχ συνέχιζε να θεωρεί τους Έλληνες όχι εμπόλεμους αλλά "αντάρτες".
Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη. Ο Σουλτάνος, διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέης έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση.
Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς στράφηκε κατά των Ψαρών της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και παρά την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο.
Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι Έλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε. Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων. Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στην μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις Ρουμελιωτών και Σουλιωτών.
Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση. Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση Πελοποννησίων προκρίτων οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας συγκρότησε στρατό από την Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα. Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες απασχολημένοι με τον εμφύλιο δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στάλθηκε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του επέδωσε ξανά τον τίτλο του αρχιστράτηγου.
Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Στη μάχη στο Μανιάκι οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε (20 Μαΐου 1825).[164] Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγό τον Ιωάννη Μακρυγιάννη στους Μύλους της Λέρνας. Επίκουροι έφτασαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καθώς και εκατό Κρητικοί. Στις 13 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση αλλά οι Έλληνες με καταιγιστικό πυρ τους ανάγκασαν να γυρίσουν στην Τρίπολη. Προς το τέλος του χρόνου ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825. Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.
Οι Ζακυνθινοί πατριώτες Διονύσιος Ρώμας, Παναγιώτης Στεφάνου και Κωνσταντίνος Δραγώνας είχαν δημιουργήσει στα Επτάνησα, με την ανοχή του Άγγλου Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ, μια Επιτροπή Βοήθειας των επαναστατημένων Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτής της επιτροπής είχαν συντάξει και κυκλοφορήσει ευρέως στον ελληνικό χώρο, ένα κείμενο που ζητούσε επίσημα την μετατροπή της Ελλάδας σε βρετανικό προτεκτοράτο. To κείμενο της "Αιτήσεως του Ελληνικού Έθνους προς το Βρετανικόν" συνέταξε ο Δ. Ρώμας στις 18 Ιουνίου 1825. Το αίτημα βασιζόνταν στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της κυριότητας, στις επικρατούσες αρχές της θρησκείας και της ελευθερίας, και στο φυσικό δίκαιο της προσωπικής ασφάλειας. Tο πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε από τον Σπ. Τρικούπη, από τον Ν. Σπηλιάδη, Ι.Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους. Με αφορμή αυτό το έγγραφο, και λόγω των επιτυχιών που είχε ο Αιγυπτιακός και Οθωμανικός στρατός, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προώθησε και την ιδέα της υπαγωγής στην Αγγλική προστασία.
Σε έκτακτη συνεδρίαση της κυβέρνησης στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1825 πέτυχε την συγκατάθεση όλων στο διάβημα που σχεδίαζε: «...να καταθέση επισήμως η Ελλάς τον αγώνα αυτής ενώπιον της Αγγλίας και να ζητήσει την αναγνώριση της πολιτικής προστασίας της Μεγάλης Βρετανίας.(...)» . Το κείμενο που έμεινε γνωστό και σαν «Πράξη Υποταγής», ("Act of Submission") εγκρίθηκε από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα την 1η Αυγούστου του 1825. Κατόπιν προωθήθηκε (και αφού το είχαν υπογράψει περίπου 2.000 προύχοντες και οπλαρχηγοί, εξαιρουμένων των Κουντουριώτη, Τομπάζη, Κωλέττη, Γκούρα και Υψηλάντη), στον Άγγλο Υπουργό των Εξωτερικών Τζωρτζ Κάνινγκ αλλά και στον Άγγλο Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ. Ο Κάνινγκ αρνήθηκε την πρόταση και ούτε καν δέχτηκε τον κομιστή του κειμένου, Δημήτριο Μιαούλη, ωστόσο συνέχιζε να υποστηρίζει υπογείως τις προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων. Η ελληνική κοινή γνώμη, εν τω μεταξύ, ενθαρρυμένη από κάποιες στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες, άλλαξε γνώμη για την αναγκαιότητα αυτής της χειρονομίας και στράφηκε κατά του Μαυροκορδάτου.
Από τις αρχές του έτους οι ενωμένες στρατιές του Ιμπραήμ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνομένους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (10 Απριλίου) με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (11 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και την διαδέχτηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Η τρίτη εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στην μάχη της Αράχωβας απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης που συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη και να διαθέτει ακέραιο το στρατιωτικό της δυναμικό καθώς δεν είχε εμπλακεί στον Ελληνικό εμφύλιο, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Διρό, στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.
Το 1827 υπήρξε το πλέον κρίσιμο έτος για την εξέλιξη της υπόθεσης του ελληνικού αγώνα, κατά το οποίο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα, τα οποία επιτάχυναν τις εξελίξεις προς την τελική λύση του ελληνικού αιτήματος για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για την σωτηρία της Ακρόπολης συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στην μάχη του Κερατσινίου άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.
Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, ξεκίνησαν οι εργασίες της τρίτης εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα.
Η τρίτη εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο. Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο (Ναύπλιο) και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασσαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί.
Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε την συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ελληνικού κράτους
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος κυβερνήτης της χώρας από την τρίτη εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας, σε μία περίοδο που η επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή και η οικονομία ήταν κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο. Μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο, ακολούθησε μετάβασή του στην Αίγινα, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η Αντικυβερνητική Επιτροπή. Παράλληλα με το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό του έργο προχώρησε άμεσα στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, με σκοπό την επιτυχή συνέχιση της επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην Τροιζηνία τα στρατεύματα των ατάκτων και έδωσε εντολή στον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τακτικό στρατό. Βασική μονάδα του τακτικού στρατού ορίστηκε η χιλιαρχία. Επίσης προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στόλου. Από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβε ο στόλος υπό την ηγεσία του Μιαούλη και του Κανάρη ήταν να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο. Κυριότερα κέντρα της πειρατείας στο Αιγαίο ήταν οι Βόρειες Σποράδες, η Θάσος, η Γραμβούσα, το Καστελόριζο κ.α.. Με τη δράση του ελληνικού στόλου και την παράλληλη υποστήριξη του αγγλικού και γαλλικού στόλου τα ορμητήρια των πειρατών καταστράφηκαν. Οι επιχειρήσεις αυτές κατά τις πειρατείας, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα σημεία της Ελληνικής επανάστασης καθώς εκτός από τους πειρατές τέθηκαν στο στόχαστρο και πολλοί Έλληνες επαναστάτες σε περιοχές οι οποίες οι Δυτικοί ήθελαν να επιστραφούν στους Οθωμανούς. Κατά την περίοδο όπου ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την πάταξη της πειρατείας βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στη Χίο, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου με χρηματοδότηση Χίων εμπόρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1828, χωρίς να έχει τελικά αίσια κατάληξη. Η εκστρατεία αυτή δεν στηρίχτηκε επαρκώς από την κυβέρνηση Καποδίστρια, καθώς κρίθηκε ασύμφορο να δαπανηθούν σημαντικές δυνάμεις, τη στιγμή που τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων δεν περιλάμβαναν τη Χίο στο νέο ελληνικό κράτος.
Στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό κόλπο η μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον Φρανκ Χέϊστιγξ, είχε έντονη δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβρη του 1827 ο Χέϊστιγξ είχε εμπλακεί σε ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας και με το πλεονέκτημα που του παρείχε το ατμόπλοιο Καρτερία, το πρώτο ατμόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πολεμικές επιχειρήσεις, βύθισε τουρκική ναυαρχίδα και άλλα εχθρικά πλοία. Τον Νοέμβριο του 1827 άρχισε επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού υποστηρίζοντας τις χερσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε ο Ρίτσαρντ Τσωρτς. Αφού κατέλαβε τις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά προχώρησε σε αποκλεισμό του Αιτωλικού, άλλα σε μία απόπειρα προσέγγισης του οικισμού, τον Μάιο του 1828, τραυματίστηκε θανάσιμα. Ενώ στη θάλασσα υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις αρχές του 1828, στη στεριά επικρατούσε στασιμότητα. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να ελέγχει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου. Τον Φεβρουάριο του 1828 πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Τριπολιτσάς καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1828 αποφασίστηκε να αποσταλεί γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι ήρθαν σε συμφωνία με τον Μωχάμετ Άλη στην Αλεξάνδρεια για την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο. Η γαλλική εκστρατευτική αποστολή υπό την αρχηγία του Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνος αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη Αυγούστου και λίγες ημέρες αργότερα άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Οι Αιγύπτιοι που είχαν έρθει αρχικά στην Ελλάδα υπολογίζονταν σε 40.000, ο στρατηγός Μαιζών υπολόγισε 21.000 αυτούς που αποχώρησαν. Οι Γάλλοι στη συνέχεια κατέλαβαν αμαχητί τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου και της Πάτρας και μόνο στο κάστρο του Ρίου συνάντησαν κάποια αντίσταση που τους στοίχισε 25 άντρες. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν απέμενε κανένα κάστρο της Πελοποννήσου στην κυριαρχία των Οθωμανών. Το 1828 ο Πατριάρχης συνέταξε ένα σχέδιο για την επιστροφή στην κατάσταση όπως είχε πριν από την επανάσταση: οι επαναστάτες θα ζητούσαν συγχώρεση από το Σουλτάνο και σε αντάλλαγμα θα τους δινόταν χάρη για τις πράξεις τους και θα εξαιρούνταν από την καταβολή του οφειλόμενου φόρου για τα προηγούμενα χρόνια, ενώ αφηνόταν να εννοηθεί ότι θα διατηρούσαν τις περιουσίες τους. Οι επαναστάτες, ωστόσο, δεν επιθυμούσαν να υπαχθούν και πάλι στην οθωμανική εξουσία, ενώ οι Οθωμανοί δε δέχτηκαν εξωτερική διαμεσολάβηση.
Στη Στερεά οι κυριότερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1828. Τις προσπάθειες ανακατάληψης της περιοχής ευνοούσε το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1828. Στις 11 Αυγούστου 1828 οι δυνάμεις στις οποίες ήταν επικεφαλής ο Κίτσος Τζαβέλας μεταφέρθηκαν από το Λουτράκι στην παραλία της Σεργούλας, ανατολικότερα της Ναυπάκτου. Από εκεί στράφηκαν προς το Μαλανδρίνο και το Λιδωρίκι, αναγκάζοντας τους Τούρκους της περιοχής να αποσυρθούν στην Λομποτινά.
Τα τουρκικά σώματα που στάλθηκαν να τους ενισχύσουν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στο Μερμηγκάρι, στο Καστέλλι και κυρίως στην Γραμμένη Οξυά και στην Τέρνοβα. Απομονωμένες πλέον οι Οθωμανικές δυνάμεις στην Λομποτινά αποφάσισαν να διαφύγουν προς τη Ναύπακτο στις 22 Οκτωβρίου. Κατά την έξοδό τους έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες και στην μάχη που ξέσπασε σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά ο Δημήτριος Υψηλάντης. Κατέλαβε αρχικά την Δομβραίνα, στη συνέχεια το Δίστομο και ακολούθησε η κατάληψη της Αράχωβας. Οι Οθωμανικές δυνάμεις της περιοχής φοβούμενες μην εγκλωβιστούν αποχώρησαν με αποτέλεσμα να καταληφθούν εύκολα από τον Δημήτριο Υψηλάντη, η Λιβαδειά, τα στενά της Πέτρας και το κάστρο της Βουδουνίτσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος Υψηλάντης αφού ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις κατέλαβε την στρατηγική περιοχή της Άμπλιανης στον δρόμο Γραβιάς-Άμφισσας, η οποία του επέτρεψε την κατάληψη της Άμφισσας στις 17 Νοεμβρίου του 1828. Λίγες ημέρες μετά, στις 23 Νοεμβρίου 1828, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα εισήλθαν στο Καρπενήσι απελευθερώνοντας την πόλη. Στη δυτική Ελλάδα το βάρος των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Αμβρακικού. Τον Δεκέμβριο του 1828 σημειώθηκε η πρώτη σημαντική επιτυχία με την κατάληψη της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου).
Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε την άνοιξη του 1828 με την άφιξη στο νησί του οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο στην περιοχή των Σφακίων, άλλα στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή τον Μάιο, το στρατιωτικό του σώμα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κατά την αποχώρησή του το τουρκικό σώμα αντιμετώπισε ενέδρες Σφακιανών που εκμεταλλεύονταν το δύσβατο έδαφος της περιοχής με τα συνεχή φαράγγια, ενώ κατά τη διέλευσή του από την κοιλάδα του Κόρακα δέχτηκε επίθεση που του προξένησε μεγάλες απώλειες. Τον Ιούνιο ο Καποδίστριας διόρισε αρμοστή της Κρήτης τον Βαρώνο Ράινεκ. Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται. Κυριότερη επιχείρηση των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Σητείας τον Δεκέμβριο του 1828.
Η αναζωπύρωση της επανάστασης και οι επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διαπραγματευτική δυνατότητα να επιδιώξει στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ευνοϊκότερη συνοριακή γραμμή για το νέο ελληνικό κράτος. Παρά τις ενέργειες του Καποδίστρια, το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828 περιόριζε το ελληνικό κράτος μόνο στην Πελοπόννησο και τα κοντινά της νησιά. Ακολουθεί χάρτης με τις επεκτάσεις του κράτους:μεσκούρο μπλε το αρχικό ελληνικό κράτος που όριζε το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Αυγούστου 1832
Στις αρχές του 1829 τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 6.000 στρατιωτών ξεκίνησε από τη Λαμία με αρχηγό τον Μαχμούτ Πασά και προέλασε προς τη Λιβαδειά. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση ανακατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες όμως οχύρωσαν τα ορεινά περάσματα γύρω της και ο Μαχμούτ φοβούμενος μην αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού του έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα να ανοίξει δρόμο προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Κατά την πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπο στο Μαρτίνο με την 6η χιλιαρχία του ελληνικού στρατού, αρχηγός της οποίας ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες η άφιξη νέων ελληνικών σωμάτων στη Βοιωτία ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν ξανά στη Λαμία.
Στις 23 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας όρισε πληρεξούσιο κυβερνήτη της επαρχίας Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στο επόμενο διάστημα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα για την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρχικά έπεσε το κάστρο του Αντιρρίου και ακολούθησε η πτώση της Ναυπάκτου. Οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου που είχε εισέλθει στον Αμβρακικό με την κατάληψη του κάστρου της Βόνιτσας και του Καρβασαρά, απομόνωσαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, οι φρουρές των οποίων παραδόθηκαν λίγες ημέρες αργότερα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου το σύνολο σχεδόν της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων.
Οι μόνες περιοχές νότια της Λαμίας που παρέμεναν ακόμα στον έλεγχο των Οθωμανών ήταν η Εύβοια και η Αθήνα. Για τον ανεφοδιασμό τους ξεκίνησε από την Λάρισα τον Αύγουστο του 1829 εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Ασλάνμπεη. Το σώμα του Ασλάνμπεη είχε επιπλέον αποστολή να συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες και να τους μεταφέρει στα ανοικτά μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Επιστρέφοντας η στρατιά του Ασλάνμεη από την Αττική βρέθηκε αντιμέτωπη στα στενά της Πέτρας με τον ελληνικό στρατό του Υψηλάντη που είχε οχυρώσει το πέρασμα. Στην μάχη που δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες. Επειδή κύρια αποστολή της εκστρατείας των Τούρκων ήταν η μεταφορά στρατιωτών στα μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η διέλευση από το πέρασμα χωρίς μεγάλες απώλειες φαινόταν αδύνατη, ο Τούρκος διοικητής πρότεινε στον Υψηλάντη συνθηκολόγηση. Με την συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα νότια της Λαμίας, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καράμπαμπα. Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της επανάστασης, καθώς με αυτή ολοκληρώθηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης της Στερεάς Ελλάδας.
Στο διπλωματικό πεδίο, ένα νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου του 1829 (παλιό ημερολόγιο) ανέτρεπε το δυσμενές για την ελληνική πλευρά πρωτόκολλο του Νοεμβρίου του 1828. Με το νέο πρωτόκολλο τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού. Παράλληλα, η Ελλάδα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Η νέα συμφωνία εξακολουθούσε να αφήνει ανικανοποίητη την ελληνική πλευρά που στόχευε στην ανεξαρτησία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της απέρριψε αρχικά το πρωτόκολλο, όμως μετά την ήττα της από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο, υποχρεώθηκε στις 15 Αυγούστου 1829 να το δεχτεί, καθώς συμπεριλαμβανόταν στους όρους της Συνθήκης της Αδριανούπολης.
Η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1830 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αναφέρει ότι «Η Ελλάδα θα αποτελέσει ανεξάρτητο Κράτος και θα απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα οποία συνδέονται με πλήρη ανεξαρτησία.»[183] Τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως τα καθόριζε το Πρωτόκολλο, το οποίο έγινε γνωστό ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας», ήταν οι ποταμοί Ασπροπόταμος (Αχελώος) στα δυτικά και Σπερχειός στα βόρεια.
Η επαναφορά των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού έγινε με μεταγενέστερο πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1832. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του 1832, έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας παρέμενε η Κρήτη στην οποία η επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 1829. Μετά την συμφωνία για ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στόλος των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε την ειρήνευση στο νησί. Πολλοί Κρήτες τότε από επαναστατημένες περιοχές του νησιού κατέφυγαν σε περιοχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα κύματα προσφύγων. Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρέμενε και η Σάμος. Με το πρωτόκολλο όμως του Λονδίνου του 1832, το νησί αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, γνωστή ως Ηγεμονία της Σάμου. Η Σάμος διατήρησε αυτό το καθεστώς για ογδόντα χρόνια, μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα το 1912.
Η αυτοκρατορική δομή του οθωμανικού κράτους που περιλάμβανε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνοδευόμενη από την οικουμενική ιδεολογία τόσο της μουσουλμανικής όσο και της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, ήταν το ακριβώς αντίθετο του εθνικού κράτους και της αντίστοιχης ιδεολογίας. Δεν διαμόρφωναν, δηλαδή, ούτε καν τις πλέον υποτυπώδεις πρωτο-εθνικές αναπαραστάσεις. Το κατ’ εξοχήν κοινωνικό θεμέλιο της εθνικιστικής ιδεολογίας, ο αστικός πληθυσμός, ήταν ισχνός στην Οθωμανική αυτοκρατορία και συχνά διάσπαρτος στα κέντρα της διεθνούς αγοράς. Ο πληθυσμός των χωρικών της υπαίθρου, αυτή η συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών της οθωμανικής επικράτειας, λειτουργούσε με τον δημοσιονομικό κανόνα της εποχής που συνοψιζόταν στο ότι σε κάθε οικογένεια αναλογούσε και ένας κλήρος γης. Ο κανόνας αυτός περιθωριοποιούσε το αγροτικό ζήτημα, ιδίως κατά τη διάρκεια της επανάστασης, καθιστώντας τη συμμαχία μεταξύ των επαναστατημένων ελίτ και των επαρχιακών πληθυσμών ισχνή και μάλλον ευκαιριακή.
Η Ελληνική Επανάσταση είχε έντονη την κοινωνική διάσταση από την αρχή γιατί είχε πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία. Παραλίγο να μετατραπεί και σε πιο καθαρόαιμα κοινωνική επανάσταση το 1823. Αλλά η εμφύλια σύγκρουση που ακολούθησε είχε περισσότερο παραδοσιακές παρά πρώιμα ταξικές, όπως φάνηκε στην αρχή, διαστάσεις. Οι Ελληνες επαναστάτες όταν εξεγέρθηκαν δεν αποτελούσαν παρά μια μικρή ομάδα, συνασπισμός κοινωνικά ετερογενών ελίτ στο πλαίσιο μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Η μεγάλη γεωγραφική διασπορά τους και οι μάλλον ισχνές εσωτερικές κοινωνικές συμμαχίες οδήγησαν γρήγορα τις ηγετικές ομάδες της επανάστασης στη σύμπηξη ποικίλων προνομιακών σχέσεων με μεγάλες δυνάμεις. Από το 1825, τότε που η επανάσταση άρχιζε να καταρρέει εμφανώς, συζητούνταν πλέον όλες οι εκδοχές προκειμένου να μη χαθούν εντελώς οι επιτυχίες της πρώτης επαναστατικής περιόδου: μια μικρή ηγεμονία υπό Ρώσο ή Γάλλο πρίγκιπα, μια συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς που θα άφηνε τον Μοριά ως ημιανεξάρτητο κρατίδιο, μια λύση σερβικού τύπου που θα άφηνε τον Μοριά υπό την κοινή προστασία της Πύλης και μιας μεγάλης δύναμης, και ακόμη μια σκέτη συνθηκολόγηση, «προσκύνημα». Όλες οι λύσεις που προτείνονταν την περίοδο της ήττας είχαν τα κοινά χαρακτηριστικά ότι συρρίκνωναν δραστικά την επικράτεια που έλεγχε η τουρκική Διοίκηση και εξάλειφαν σχεδόν πλήρως το πολιτικό και ιδεολογικό πρόταγμα συγκρότησης ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Τότε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αντιλαμβανόμενος την αλλαγή της πολιτικής στρατηγικής της Μεγάλης Βρετανίας, συντάσσει την περίφημη «δήλωση υποτέλειας» προς τη Μεγάλη Βρετανία.
"Σας προσφέρουμε διαρκή συμμαχία αν σώσετε την ελληνική επανάσταση".
Αυτή είναι η πολιτική πρότασή του προς την κατ’ εξοχήν φιλελεύθερη δύναμη της εποχής, την οποία συνυπέγραψαν εξαναγκασμένοι ή αυτοβούλως και άλλοι Ελληνες ηγέτες. Η ελληνική επανάσταση είχε ήδη τύχει μιας οιονεί διεθνούς αναγνώρισης από τα δύο δάνεια που είχε εξασφαλίσει στο κέντρο της διεθνούς χρηματαγοράς, στο City, επίσης είχε κυριολεκτικά ξεσηκώσει τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες και είχε, επιπλέον, περιβληθεί ηρωικό χαρακτήρα επειδή πολεμούσαν λίγοι ενάντια σε μια ακόμα ισχυρή αυτοκρατορία που επιπλέον εθεωρείτο η πλέον σκοταδιστική της εποχής της. Τότε επιστρατεύτηκαν σύμβολα, δίκτυα αλληλεγγύης και πολιτικός εκβιασμός στην υπηρεσία της διάσωσης της εθνικής ιδέας. Εκβιασμός, επειδή η περίφημη αυτή επιστολή του Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας υπονοούσε πως, αν δεν ήταν αυτή η δύναμη που θα στήριζε την ελληνική επανάσταση, θα μπορούσε να είναι μια άλλη.
Η στρατηγική αυτή σύλληψη περιλάμβανε και μια ακόμη κίνηση, σχετική με τον εσωτερικό συσχετισμό αυτή: τη δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο ενάντια στους «προσκυνημένους» στον Ιμπραήμ. Ετσι πολιτικά γινόταν σαφές προς κάθε κατεύθυνση πως, παρά τις συντριπτικές ήττες που είχε υποστεί ήδη, η ελληνική επαναστατική ηγεσία δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τους στόχους της. Οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις εκμεταλλεύονταν την ανάγκη της Ελλάδας να αντλήσει για τις ανάγκες της τμήματα της τρίτης δόσης του δανείου των 60 εκατ. φράγκων, το οποίο είχαν εγγυηθεί συλλογικά, για να ασκήσουν πιέσεις. Η Γαλλία πρώτη αρνήθηκε την εγγύησή της με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα κινδύνευε να εκβαυαριστεί, ότι η Κυβέρνησή της έπρεπε να έχει εθνικό χαρακτήρα, ότι τα δημόσια έξοδα ήταν υπέρογκα κυρίως για τη συντήρηση του στρατού, ότι το ταξίδι του Λουδοβίκου στην Αθήνα θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, μιας και δημιουργούσε την υπόνοια στενότερης ακόμη πρόσδεσης της Ελλάδας με τη Βαυαρία. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να διασκεδάσει αυτή την εικόνα τονίζοντας στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Πετρούπολη βαρόνο Barante ότι ως προς τα οικονομικά ακόμη και ο παραλληλισμός με το βασίλειο της Βυρτεμβέργης που είχε την ίδια περίπου εδαφική έκταση με την Ελλάδα, δεν ήταν ορθός, γιατί ένα νεοπαγές κράτος χρειαζόταν περισσότερα χρήματα για να κινηθεί. Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες με την αποστολή των Βαυαρών θα είχαν αποφευχθεί αν παρέμενε το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Πελοπόννησο, όπως είχαν ζητήσει οι Έλληνες. Ως προς τον κίνδυνο του «Βαυαρισμού», ο Μαυροκορδάτος αντιπαρέθετε τις διαβεβαιώσεις σ’ αυτόν του ίδιου του Λουδοβίκου: «Δεν επιθυμεί να Βαυαρισθή η Ελλάς, ούτε δε να Γαλλισθή –η Ελλάς πρέπει να είναι ανεξάρτητος». Αυτήν τη de factο κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος για να οργανώσει πολιτικά το νέο κράτος (στην Επίδαυρο) και να το τοποθετήσει γεωπολιτικά στη Δύση.
Ο Μαυροκορδάτος αντιλαμβανόταν πόσο πιο ελεύθερη θα ήταν η Ελλάδα αν θα μπορούσε να συνάπτει δάνεια χωρίς ξένες εγγυήσεις και χωρίς επομένως τις συνακόλουθες εξαρτήσεις, όπως οδυνηρά φάνηκαν στην περίπτωση της τρίτης δόσης του δανείου των 60 εκατ. φράγκων. Ενθάρρυνε, λοιπόν, τα σχέδια για την ίδρυση Τράπεζας στην Ελλάδα, ώστε να περιοριστεί η τοκογλυφία και να διατεθούν κεφάλαια για οικονομικές δραστηριότητες. Παρακίνησε τον Eichthal να συμμετάσχει στη σχεδιαζόμενη σύσταση Τράπεζας από τον αγγλικό οίκο Wright και χρησιμοποίησε τη φιλία του με τον Γεώργιο Σίνα για να τον παρωθήσει να αναλάβει μια παρόμοια προσπάθεια. Τα "σινάφια" της αστικής τάξης ήδη συνασπίζονταν σε καθοριστικό βαθμό.
Σε ό,τι αφορά τη μεταστροφή του υπέρ της βασιλείας, φαίνεται ότι ο Μαυροκορδάτος πίστεψε ότι προείχε, μετά τα όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, ενώ η μορφή που θα λάμβαναν οι θεσμοί, η διαμόρφωση δηλαδή ενός θεσμικού πλαισίου συνταγματικής μοναρχίας, θα μπορούσε να διευθετηθεί σε δεύτερο χρόνο, με την προϋπόθεση ότι στο μεσολαβούν διάστημα θα διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις μιας ευνομούμενης πολιτείας. Το Σύνταγμα, σε διπλωματικό επίπεδο, θα το υπερασπιστεί μόνον ο Σπυρίδων Τρικούπης. Η αλλαγή των συνταγματικών θέσεων του Μαυροκορδάτου προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης της μοναρχίας μάλλον προέκυψε από την επαφή του με κράτη προηγμένα που δεν είχαν φιλελεύθερους θεσμούς, σε συνδυασμό με την προσδοκία συνταγματικών παραχωρήσεων εκ μέρους του νέου μονάρχη: αυτή η προσδοκία, βεβαίως, διαψεύσθηκε.
Επιπλέον, ο Μαυροκορδάτος προσπαθούσε να αποτρέψει τη διαμόρφωση της αντίληψης, που με την αυξανόμενη ρωσοφοβία στην Αγγλία κέρδιζε έδαφος, ότι η ορθόδοξη Ελλάδα ήταν δυνάμει προνομιακός χώρος της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής και επομένως κάθε ενίσχυσή της εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα έπρεπε να αποφευχθεί. Αντέστρεφε τη λογική αυτή με το επιχείρημα ότι η ικανοποίηση δίκαιων αιτημάτων της Ελλάδας, όπως η προσάρτηση της Κρήτης μετά τη λήξη της δεκάχρονης κατοχής της από τον επικίνδυνο για την ίδια την Πύλη Μεχμέτ Αλή, θα ήταν τελικά προς όφελος των Τούρκων. Όπως αντιλαμβάνεστε, η πολιτική επιλογή του πρόσφερε προνομιακή σχέση κατά προτεραιότητα στη Μεγάλη Βρετανία ή σε όποια δύναμη θα βοηθούσε τους Ελληνες. Ξεκίνησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη η (απελπισμένη στην πραγματικότητα) αντεπίθεση στον Μοριά, με την παράλληλη ενεργοποίηση των πιέσεων των ευρωπαίων φιλελλήνων προς τις κυβερνήσεις τους. Το σχέδιο οδήγησε σε θετική μεταστροφή της Μεγάλης Βρετανίας, συμφωνία των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής, συγκρότηση του συμμαχικού στόλου και ναυμαχία του Ναυαρίνου. Η ενεργός παρέμβαση των Βρετανών ανοίγει μια περίοδο ανταγωνισμού και πλειοδοσίας, η Ρωσία θα ακολουθήσει και θα είναι αυτή που, τελικώς, θα συντρίψει τους Οθωμανούς το 1829 και θα τους επιβάλει την αναγνώριση του ελληνικού κρατιδίου. Οι Γάλλοι θα μπουν στο παιχνίδι με διάφορους τρόπους, και με το εκστρατευτικό σώμα που θα εκδιώξει τους Αιγύπτιους το 1828. Το Πρωτόκολλο του Ιουλίου 1827 και η Ναυμαχία του Ναβαρίνου θέτουν ένα συμβατικό τέλος στα πολεμικά γεγονότα. Έτσι εγκαινιάζεται η ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους.
A N A K E Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η / Ε Π Α Ν Α Λ Η Ψ Η
Πριν από την επανάσταση του 1821, ένας σπουδαίος οραματιστής, ο Ρήγας Φερραίος (1757 – 1798), επηρεασμένος από το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης, είναι ο πρώτος που οραματίζεται ένα εθνικό κίνημα των Βαλκανίων. Ονειρεύεται τη συνύπαρξη όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά όλων των βαλκανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκροτορίας, ακόμη και των Τούρκων, στο πλαίσιο μιας βαλκανικής δημοκρατίας. Σχεδιάζει τον χάρτη και το Σύνταγμά της. Έχοντας επιλέξει ως τόπο δράσης του την πλούσια ελληνική παροικία της Βιέννης, εκδίδει βιβλία, ποιήματα, επαναστατικά φυλλάδια. Το 1798 όμως συλλαμβάνεται και εκτελείται στο Βελιγράδι. Το 1821, με την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, των κοντινών της νησιών και της νότιας Στερεάς Ελλάδας, συνέρχεται η Α΄ Εθνική Συνέλευση στην Πιάδα κοντά στην αρχαία Επίδαυρο. Συμμετέχουν 59 «παραστάτες», δηλαδή αντιπρόσωποι των απελευθερωμένων περιοχών. Την 1η Ιανουαρίου 1822 η Συνέλευση ψηφίζει το πρώτο Σύνταγμα του νέου ελληνικού κράτους υπό τον τίτλο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», με το οποίο η Ελλάδα συντάσσεται σε Δημοκρατία. Το 1823 συνέρχεται η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας που ψηφίζει τον «Νόμο της Επιδαύρου». Το 1827 συνέρχεται η Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα. Η εκτελεστική εξουσία παραδίδεται σε ένα πρόσωπο, τον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκλέγεται Κυβερνήτης της Ελλάδας για επτά έτη. Τον ίδιο χρόνο ψηφίζεται το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος». Πρόκειται για πρότυπο δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος που υπερβαίνει όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής ως προς την εφαρμογή δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεωδών. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μια σπουδαία πολιτική προσωπικότητα, αναλαμβάνει να οργανώσει και να θέσει σε λειτουργία τον κρατικό μηχανισμό της νεοσύστατης Ελλάδας, σχεδόν εκ του μηδενός και μέσα σε τεράστιες δυσχέρειες, εσωτερικές κι εξωτερικές. Χάρη και στις δικές του άοκνες προσπάθειες, η Ελλάδα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Το δημιουργικό έργο του Καποδίστρια ανακόπτεται απότομα με τη δολοφονία του το 1831. Η αναρχία που επακολουθεί επιτρέπει στις τρεις «προστάτιδες δυνάμεις» (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία), να επιβάλουν την απόλυτη μοναρχία, με μονάρχη της επιλογής τους, τον Όθωνα Α΄πρίγκιπα της Βαυαρίας. «Οι πολιτικοί νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων οι περιλαμβανόμενοι ες την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου θέλουν ισχύσειμεχρισού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδηξ του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη…». Ο ανήλικος βασιλιάς Όθων αποβιβάζεται το 1833 στο Ναύπλιο, προσωρινή πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, συνοδευόμενος από ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας. Η γενική δυσαρέσκεια από την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Μοναρχίας, που οι Έλληνες τη θεωρούν ξένη κατοχή, «ξενοκρατία», σε συνδυασμό και με την άθλια οικονομική κατάσταση του κράτους, ευνοεί κάθε είδος στασιαστικού κινήματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, ο στρατός της φρουράς των Αθηνών και ένοπλος λαός υπό τον στρατηγό Ι. Μακρυγιάννη πολιορκούν τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Το 1844 παραχωρείται Σύνταγμα, με το οποίο η απόλυτη μέχρι τότε μοναρχία περιορίζεται και καθίσταται συνταγματική μοναρχία. Κυρίαρχος παραμένει ο μονάρχης ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Η μη τήρηση του Συντάγματος από τον Όθωνα προκαλεί μεγάλη λαϊκή δυσφορία, που οδηγεί τελικώς στην επανάσταση του 1862. Ο Όθων εκθρονίζεται και εγκαταλείπει την Ελλάδα. Η Αγγλία βρίσκει νέο βασιλιά για το ελληνικό κράτος, τον πρίγκιπα Γουλιέλμο – Γεώργιο Γλύξμπουργκ της Δανίας. Το 1864 ψηφίζεται νέο Σύνταγμα που καθιερώνει και πάλι τη δημοκρατική αρχή στην Ελλάδα ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια από την ανάλογη διάταξη του Συντάγματος της Τροιζήνας: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους». Το 1875 σχηματίζει κυβέρνηση ο Χαρίλαος Τρικούπης. Με δική του πρωτοβουλία σημειώνεται σταθμός στη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας: Διακηρύσσεται η «αρχή της δεδηλωμένης», με την οποία αρχίζει η εφαρμογή του κοινοβουλευτικού συστήματος: «Οι Υπουργοί, τόσον ατομικώς, όσο και συλλογικώς ως Κυβέρνησις – που διορίζονται και παύονται υπό του Βασιλέως, εξαρτώνται από την εμπιστοσύνην της Βουλής». Ο πόθος της αλλαγής και της διόρθωσης των κακώς κειμένων και οι αποτυχίες της εθνικής πολιτικής οδηγούν το 1909 στην επανάσταση στου Γουδή. Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», μια μυστική ένωση στρατιωτικών, απαιτεί μεταρρύθμιση και εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Καλείται από την Κρήτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, γνωστός από τους θαρραλέους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του, που αναλαμβάνει την πολιτική και κοινωνική μεταρρύθμιση του κράτους. Επιβάλλει αναθεωρητική συνέλευση το 1911, η οποία επεξεργάζεται αναθεώρηση του Συντάγματος. Με το Σύνταγμα του 1911, την εφαρμογή του και τη νομοθεσία που επακολούθησε, ο Βενιζέλος κατορθώνει να δημιουργήσει πρώτος στην Ελλάδα κράτος δικαίου, ένα κράτος δηλαδή όπου η εξουσία ασκείται με βάση το Δίκαιο. Τονίζεται ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος, εκσυγχρονίζεται και εξασφαλίζεται η καλή λειτουργία της κρατικής μηχανής. Η Α΄ Εθνική Συνέλευση προβαίνει σε πανηγυρική διακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας: «Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Ο ανταγωνισμός και οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών αρχηγών της επανάστασης οδηγούν σε εμφύλια διαμάχη τα έτη 1824–1826, που δεν κόπασε παρά μόνο μετά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Τότε ακριβώς, τον Απρίλιο του 1826, συνέρχεται στην Επίδαυρο η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία όμως, λόγω του εμφυλίου πολέμου και της εισβολής του Ιμπραήμ, αναστέλλει τις εργασίες της. Οι νικηφόροι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 οδηγούν στην απελεύθερωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Κρήτης και των νήσων του Αιγαίου. Η Ελλάδα διπλασιάζεται εδαφικά και πληθυσμικά. Το 1914 ξεσπά ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και θέτει επί τάπητος το θέμα του διεθνούς προσανατολισμού της Ελλάδας, που για άλλη μια φορά αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Μετά τον πόλεμο, την επαύριο μιας εθνικής συμφοράς, της μικρασιατικής καταστροφής και ύστερα από δώδεκα χρόνια ταραχώδους εθνικού και πολιτικού βίου κηρύσσεται στις 25 Μαρτίου 1924, μέσα σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, η Ελληνική αβασίλευτη Δημοκρατία από την κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Η απόφαση αυτή εγκρίνεται από τον λαό με το δημοψήφισμα του 1924. Το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κατοχυρώνεται συνταγματικά μόλις το 1927, μετά από μια περίοδο πολιτειακών ταραχών και διαδοχικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το Σύνταγμα του 1927 καταργείται με την κατάλυση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, οκτώ μόλις χρόνια μετά την εγκαθίδρυσή της, με το πραξικόπημα του 1935. Στις 4 Αυγούστου 1936, ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς επιβάλλει με την ανοχή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ το «καθεστώς της 4ης Αυγούστου», μια «βασιλευόμενη δικτατορία». Η περίοδος που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από την αυταρχική άσκηση της εξουσίας από την κυβέρνηση Μεταξά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διαρκεί μέχρι τη γερμανική κατοχή (27 Απριλίου 1941). Κατά τη διάρκεια της τριπλής γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής κατοχής της χώρας (Απρίλιος 1941 - Οκτώβριος 1944), οι Έλληνες ανθίστανται σθεναρά και υποβάλλονται σε μεγάλες θυσίες. Με την απελευθέρωση, εγκαθίσταται στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως με συμμετοχή όλων των κομμάτων, υπό την προεδρία του Γεωργίου Παπανδρέου. Μεσολαβεί ο εμφύλιος πόλεμος (1946 – 1949) με διχασμό των Ελλήνων και τραγικές συνέπειες. Με το νέο Σύνταγμα του 1952 κατοχυρώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα υπό καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας. Οι θετικές συνέπειες της συνταγματικής και κυβερνητικής σταθερότητας δεν αργούν να έρθουν. Η επόμενη περίοδος όμως, 1963 – 1967, χαρακτηρίζεται από κυβερνητική αστάθεια, λόγω προβληματικής λειτουργίας των πολιτικών θεσμών. Την περίοδο αυτή ακολούθησε η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, η οποία κατέρρευσε το 1974 με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και τη διογκούμενη αντίσταση των Ελλήνων απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς. Το 1827 η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία συνάπτουν την Τριπλή Συμμαχία που αναλαμβάνουν ως «προστάτιδες δυνάμεις» τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην επαναστατημένη Ελλάδα και την οθωμανική αυτοκρατορία. Την ίδια χρονιά, στις 20 Οκτωβρίου, στη ναυμαχία του Ναυαρίνου καταστρέφεται ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος από τον ενωμένο ευρωπαϊκό και σώζεται η επανάσταση.
Η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού μετά το τέλος της δικτατορίας πραγματοποιείται με την έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 24 Ιουλίου 1974 και τον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, ο ελληνικός λαός αποφαίνεται υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και ανοίγει ο δρόμος για την επανένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το 1975 ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα που εγκαθιδρύει την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Καθιερώνει, επίσης, για πρώτη φορά τον κοινωνικό ρόλο του κράτους. Το 1986 η Βουλή ψηφίζει την αναθεώρηση 11 άρθρων του Συντάγματος. Καταργούνται ορισμένες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ψηφίζεται η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Το 2001 αναθεωρούνται 79 άρθρα του Συντάγματος με τη συναίνεση των 4/5 των βουλευτών. Ακολουθεί νέα αναθεώρηση το 2008. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, από την επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας, έχουν ψηφισθεί και αναθεωρηθεί πολλά Συντάγματα. Αυτό δείχνει τον ταραχώδη πολιτικό και συνταγματικό βίο της νεότερης ιστορίας μας. Δείχνει τον αγώνα των Ελλήνων για εθνική ενότητα και πολιτική ολοκλήρωση. Την αγωνία τους για τη διατήρηση της πλούσιας πολιτικής κληρονομιάς τους σε συνδυασμό με την ανάγκη προσαρμογής στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα. Από το 1974 και μετά, εμπεδώνεται ο ομαλός πολιτικός βίος. Σε αυτό συμβάλλει η εναλλαγή πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας.
Μαζί με τους ιστορικούς αυτής της περιόδου, ας μεταφερθούμε στις κορυφές των βουνών της Ελλάδας... ας στρέψουμε γύρω το βλέμμα μας... Τι απελπισία!... Παντού ερείπια! Άμορφοι όγκοι και χαλάσματα που ακόμα καπνίζουν, δακρυσμένες γυναίκες, οικογένειες χωρίς ψωμί! Μάταια αναζητούμε τις πόλεις, ούτε χωριά δεν υπάρχουν! Στα πόδια του Παρθενώνα, κάτω από το φωτοστέφανο του ένδοξου ονόματος της Αθήνας, κείτονται καλύβες, μισές πέτρα, μισές ξύλο. Μπροστά τους περνούν μονοπάτια, όχι δρόμοι, και αυτά ακόμα τα περάσματα ακατάστατα και λασπωμένα! Κανένα σύγχρονο μνημείο! Ιερά μάρμαρα μόνο, στοιχειωμένα από τις σκιές των παλαιών! Εδώ, φυτείες ξεραμένες, ξεριζωμένες, πυρπολημένες. Εκεί αμπέλια και ελαιώνες κατεστραμμένοι. Κανένας δρόμος, καμία απόδειξη λειτουργίας μιας προηγούμενης διοίκησης! Όλα πρέπει να γίνουν από την αρχή! Όλα πρέπει να αρχίσουν από το τίποτα! Και αυτά τα «όλα» πρέπει να γίνουν από μια χούφτα ανθρώπους, τους λίγους που μπορούν να διευθύνουν, να διδάξουν, να δημιουργήσουν το Έθνος! Τι εργασία αντάξια γιγάντων! Και μερικοί θα ήθελαν να έχουν ήδη ολοκληρωθεί όλα αυτά, να είναι τα πάντα στρωμένα, διαμορφωμένα! Πού και πότε έφθασαν λίγα μόλις χρόνια στη Δύση για να πετύχει ένα τέτοιο θαύμα;
Pierre Α. Moraïtinis, La Grèce telle qu’elle est, Paris, Athènes, Berlin, 1877 (ανατύπωση Δ.Ν. Καραβίας, 1987) Avant-propos, p. 7-8.
Πανοραμική θέα της δενδρόφυτης Αθήνας στο τέλος του 19ου αιώνα.
Ρωμαϊκό Θέατρο Ηρώδη του Αττικού (Ηρώδειο), 1869
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και η Πατησίων κατά το έτος ίδρυσής του.
Η Ακρόπολη και η περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ο πεζόδρομος Ηρώδου του Αττικού, το 1869.
Ο Πειραιάς, το 1875
Το Ζάππειο, το 1890
Μετά από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα δεν ήταν μόνο φτωχή, με απαρχαιωμένες παραγωγικές δομές. Ήταν επίσης μικρή στην έκταση και ολιγάνθρωπη. Η γραμμή Αμβρακικού- Παγασητικού αποτελούσε τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους. Από τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα ανήκαν μόνο οι Βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Ο κορμός της χώρας ήταν η Ρούμελη και ο Μωριάς, όπως στα επαναστατικά χρόνια. Το 1864 προστέθηκαν τα Ιόνια νησιά και το 1881 η Θεσσαλία. Έτσι, τα βόρεια σύνορα άγγιξαν τον Όλυμπο και τη Μακεδονία. Η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαινόταν από 15 (1828) σε 43 (1911) κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης οι ίδιοι αριθμοί ήταν τριψήφιοι. Οι εικόνες που μας έρχονται από εκείνη την εποχή μαρτυρούν την εξάντληση του τόπου και των ανθρώπων. Γύρω από τις πόλεις τα εδάφη ήταν γυμνά, εξαντλημένα από την υπερβόσκηση και την υλοτομία και τα χωράφια έμοιαζαν χέρσα, εξαιτίας της εκτεταμένης αγρανάπαυσης, με την οποία οι αγρότες πάσχιζαν να βελτιώσουν τις αποδόσεις τους. Τα περιφραγμένα περιβόλια πολύ λίγο βελτίωναν την αίσθηση εγκατάλειψης που απέπνεε το τοπίο. Παρ' όλα αυτά, ο πληθυσμός αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς ποτέ να εξαντλούνται τα περιθώρια δημογραφικής εξέλιξης σε μια τόσο αραιοκατοικημένη χώρα. Οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες και τα παραγωγικά πλεονάσματα πενιχρά. Σε περιόδους αστάθειας εύκολα ερχόταν η καταστροφή. Ο ναυτικός αποκλεισμός από τους Αγγλο-Γάλλους, το 1854, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, προκάλεσε πείνα, αρρώστια και ανθρώπινες απώλειες, επιβεβαιώνοντας τις μικρές δυνατότητες της χώρας. Οι πόλεις μεγάλωναν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν κάποια ομοιότητα, στο διάστημα που μας απασχολεί, με τα βιομηχανικά, εμπορικά, χρηματιστικά, αστικά κέντρα της Δύσης. Για τα ευρωπαϊκά μέτρα οι πόλεις της μικρής Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με μεγάλα χωριά. Η μετακίνηση ανθρώπων από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα δεν στόχευε αποκλειστικά σε εγκατάσταση στον αστικό χώρο, όπου η αργή ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν έδινε στους νεοφερμένους πολλές ευκαιρίες. Οι μεταναστεύσεις του αγροτικού πληθυσμού προς τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, προς το Δούναβη, τη Νότια Ρωσία, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο ήταν συχνό φαινόμενο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, άνοιξαν οι δρόμοι προς την Αμερική. Η σταφιδική κρίση εκείνης της εποχής προκάλεσε μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης πέρα από τον Ατλαντικό.
Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση, παρ' όλο που η τελευταία υπήρξε το ζητούμενο, το επιθυμητό, το σημείο αναφοράς όλα αυτά τα χρόνια. Απουσίαζαν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης, οι «ατμομηχανές» της οικονομικής και τεχνικής προόδου. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να υπάρξουν, όταν απουσίαζαν όλα όσα ήταν αναγκαία και προαπαιτούμενα για τη δημιουργία τους; Η χώρα δεν διέθετε σημαντικές πρώτες ύλες, δεν είχε πλεονάζον ειδικευμένο ή έστω φθηνό εργατικό δυναμικό, η συσσώρευση κεφαλαίου, ιδιωτικού και δημόσιου, ήταν ισχνή και η εσωτερική αγορά περιορισμένη έως ασήμαντη. Επιπλέον, η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτό της. Έξω από τα σύνορά της υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισμού, πνευματικά, οικονομικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το Δούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σμύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το μικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια μια κακή ανάμνηση μάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση με τη στασιμότητα και την ένδεια της μικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι' αυτούς οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σημασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων. Στο μεταξύ η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ' αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.
Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους καθήλωναν, σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε πολύ χαμηλά επίπεδα1. Μόνο προς τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημιουργήθηκε στις μεγαλύτερες πόλεις μια άξια λόγου εμπορική κίνηση, η οποία όμως, σε μεγάλο ποσοστό, τροφοδοτήθηκε από εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα. Για τους ίδιους λόγους, το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Έτσι λοιπόν, όταν εξετάζουμε το εμπόριο της Ελλάδας μέχρι το 1913, εννοούμε βασικά το εξωτερικό εμπόριο. Και καθώς αυτό το τελευταίο ήταν σχεδόν μόνιμα παθητικό για τη χώρα, η Ελλάδα δηλαδή αγόραζε από το εξωτερικό πολύ περισσότερα από όσα πωλούσε εκεί, το βασικό πρόβλημα ήταν το ισοζύγιο πληρωμών, η σχέση δηλαδή ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών. Παρ' όλα αυτά, η σημασία του εμπορίου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και την πλέον αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν πραγματικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων.
Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου ακολούθησε ρυθμούς ανάλογους με τη γενικότερη βελτίωση των εθνικών οικονομικών μεγεθών αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης της διεθνούς εμπορικής κίνησης. Στατιστικά, η αύξηση της αξίας των συναλλαγών παρουσιάζεται εντυπωσιακή. Το 1851 η συνολική αξία των εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας ήταν περίπου 36.000.000 χρυσές δραχμές, ποσό που αυξήθηκε στα 235.000.000 το 1901 και στα 315.000.000 το 1911. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο ίδιο διάστημα η Ελλάδα διευρύνθηκε με την προσάρτηση των Ιόνιων νησιών και της Θεσσαλίας και ότι ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 2,5 φορές. Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες. Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.
Οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανέπτυξε στο διάστημα αυτό εμπορικούς δεσμούς ήταν, ως επί το πλείστον, τα βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Η Αγγλία απορροφούσε το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών σταφίδας αλλά και ένα σημαντικό ποσοστό των μεταλλευμάτων (μολύβδου). Η Γαλλία αλλά και μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήταν π.χ. το Βέλγιο, ακολουθούσαν. Αντίθετα, οι εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αν και υπαρκτές, δεν βρίσκονταν στην πρώτη θέση από πλευράς όγκου και αξίας. Η ελληνική εμπορική δραστηριότητα δεν περιοριζόταν μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ισχυροί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι είχαν επεκτείνει τον ίδιο καιρό τις δραστηριότητές τους στις γύρω από την Ελλάδα περιοχές. Στη Νότια Ρωσία, στις χώρες από τις οποίες διέρχεται ο Δούναβης, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια, οι εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων αναπτύσσονταν ανταγωνιστικά ως προς τις δραστηριότητες όχι μόνο των εγχώριων εμπόρων, αλλά και των εμπορικών οίκων των ισχυρών βιομηχανικών κρατών της Δύσης.
Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε πολλές παραλιακές περιοχές του ελληνικού χώρου και σε νησιά. Η δραστηριότητα αυτή ευνοήθηκε από διάφορες συγκυρίες, και ιδιαίτερα από την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο που αναπτύχθηκε στα λιμάνια της περιοχής (λ.χ. στην Οδησσό) και της Μεσογείου. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα χριστιανικά -ελληνικά- πλοία προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ και έτσι ευνοήθηκε η ραγδαία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Λίγο αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. Η διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχε επιβάλει το αγγλικό ναυτικό στα γαλλικά λιμάνια, έφερνε μεγάλα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα η εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε κενά, πού έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ' αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες. Οι πρωτοβουλίες και οι συγκροτημένες προσπάθειες για την είσοδο της ελληνικής ναυτιλίας στην εποχή του ατμού ξεκίνησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την κατασκευή ή την αγορά και τη συντήρηση των ατμοπλοίων ήταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανατραπούν οι παραδοσιακές εφοπλιστικές σχέσεις που ίσχυαν για τα ιστιοφόρα και να αναζητηθούν κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων. Το κράτος, οι τράπεζες (η Εθνική Τράπεζα ιδιαίτερα) και οι εκτός συνόρων ομογενείς συμμετείχαν ενεργά σ' αυτές τις πρωτοβουλίες. Παρ' όλα αυτά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ο αυξημένος επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας. Η παρουσία της άρχισε να γίνεται αισθητή μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην κυριαρχία Ελλήνων επιχειρηματιών στις μεταφορές στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη αλλά και στην κίνηση στο ίδιο το ποτάμι. Ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, οι καταστροφές που προκάλεσε αλλά και οι μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε στα κράτη του Ευξείνου Πόντου, μετέβαλαν για μια ακόμα φορά τα δεδομένα. Το 1919 ο ελληνικός εμπορικός στόλος είχε υποδιπλασιαστεί, σε σχέση με το 1914. Στην ουσία χρειάστηκε μια νέα αρχή.
Από τα πολλά προβλήματα που κληροδότησε η οθωμανική κατοχή στο νέο ελληνικό κράτος, ξεχώριζε για την έκταση, τη σημασία και την πολυπλοκότητα του το ζήτημα των «εθνικών γαιών». «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηματικές ιδιοκτησίες των Οθωμανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης).
Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους. Η έκταση των γαιών αυτών μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση, καθώς το σχετικό με την έγγειο ιδιοκτησία οθωμανικό καθεστώς ήταν περίπλοκο, όπως και οι μηχανισμοί απογραφής των περιουσιακών στοιχείων. Υπολογίζεται ότι η έκταση των εθνικών κτημάτων ανερχόταν χονδρικά σε 4.000.000 έως 5.000.000 στρέμματα. Η διανομή των «εθνικών γαιών», αν και αποτελούσε γενική επιθυμία, συναντούσε πολλά προβλήματα στην πράξη. Πολλοί από τους καλλιεργητές των κτημάτων αυτών είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης από τα προεπαναστατικά χρόνια. Καλλιεργούσαν δηλαδή για πολλές γενιές τα χωράφια, αποδίδοντας ένα ποσοστό (περίπου 15%) στον κατ' όνομα ιδιοκτήτη, καθώς και το φόρο επί της παραγωγής, τη δεκάτη. Οπωσδήποτε είχαν ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη γη και ήταν δύσκολο για το κράτος να τους ζητήσει να την εξαγοράσουν καταβάλλοντας υψηλό τίμημα. Η εξαγορά, εξάλλου, προϋπέθετε και ξεκάθαρους τίτλους ιδιοκτησίας, προσδιορισμό δηλαδή του προς εξαγορά αντικειμένου, πράγμα που ήταν ανύπαρκτο στον οθωμανικό χώρο, όπου υπήρχαν συνήθως επάλληλα δικαιώματα επί της γης*.
Από την άλλη πλευρά, στη Στερεά Ελλάδα, ένα σημαντικό τμήμα των εθνικών γαιών, που δεν ήταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών στο τέλος του πολέμου, πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτών με απευθείας εξαγορά από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σε χαμηλή μάλιστα τιμή. Έτσι, το κράτος έχανε την ευκαιρία της διαμεσολάβησης και της αποκόμισης προσόδων. Δεν ήταν επίσης σπάνιες οι καταπατήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές ταραχών και κρίσης, καταπατήσεις που δύσκολα μπορούσαν να αποδειχθούν σε εδάφη με αμφισβητούμενα πιστοποιητικά ιδιοκτησίας. Στο χώρο της έγγειας ιδιοκτησίας, το οθωμανικό δίκαιο διέφερε σημαντικά από το βυζαντινορωμαϊκό, το οποίο υιοθέτησε το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η προσαρμογή των πραγματικών δεδομένων στη μεταβολή αυτή άφηνε μεγάλα περιθώρια για κάθε είδους ατασθαλίες. Γενικότερα όμως, οι τάσεις οδηγούσαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες και όχι στη συγκέντρωση μεγάλων κτημάτων στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων αλλά και στην τάση απόκτησης ακίνητης περιουσίας στις πόλεις, στην Αθήνα ιδιαίτερα. Η απόκτηση μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας δεν ήταν στις προθέσεις των πλουσίων, γεγονός που άμβλυνε τις αντιθέσεις και δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν σημαντικές κοινωνικές εντάσεις γύρω από το πρόβλημα των εθνικών γαιών. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, ευπρόσβλητων στις κρίσεις, έκθετων στις διαθέσεις της αγοράς και στις φορολογικές πιέσεις, ευνόησε την ανάπτυξη ενός συστήματος πολιτικής προστασίας: οι τοπικοί πολιτευτές αναλάμβαναν να περιορίσουν τις ασκούμενες πιέσεις, παρεμβαίνοντας στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του κράτους. Επρόκειτο για ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον των προεστών κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την περίοδο 1870-1871. Στόχος των νομοθετημάτων ήταν να εξασφαλιστούν κατά προτεραιότητα οι ακτήμονες χωρικοί, με την παροχή γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους. Ταυτόχρονα, το κράτος προσπαθούσε να εξασφαλίσει, μέσα από τη διαδικασία της εκποίησης, τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα, που θα έδιναν μια ανάσα στο διαρκές δημοσιονομικό αδιέξοδο. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και στην πραγματικότητα μόνο ο πρώτος επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι δικαιούχοι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν όση γη ήθελαν, με ανώτατο όριο τα 80 στρέμματα για ξηρικά εδάφη και τα 40 στρέμματα για αρδευόμενα. Από το 1870 ως το 1911 διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα με 370.000 παραχωρητήρια, πράγμα που δείχνει ότι οι φιλοδοξίες ή οι δυνατότητες των αγροτών για απόκτηση καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν περιορισμένες αλλά και ο πολυτεμαχισμός της γης ήδη μεγάλος. Πρέπει να επισημανθεί ότι για τις περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως φυτείες, ελαιόδεντρα και αμπέλια, ο μέσος όρος έκτασης των ιδιοκτησιών ήταν σαφώς μικρότερος εκείνων που προορίζονταν για καλλιέργεια δημητριακών. Επρόκειτο όμως για σημαντική διανομή καλλιεργήσιμων γαιών, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τα 600.000 στρέμματα εθνικών γαιών που είχαν διανεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια, από το 1833 μέχρι το 1870. Ωστόσο, μόνο το 50% περίπου του αντιτίμου των παραχωρούμενων γαιών πληρώθηκε τελικά στο κράτος από τους αγοραστές της εθνικής αυτής ιδιοκτησίας.
Η απουσία βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα περιόριζε το ενδιαφέρον για εκμετάλλευση του υπεδάφους. Οι δραστηριότητες στο χώρο αυτό είτε αποσκοπούσαν σε εξαγωγές, είτε στην εξυπηρέτηση των περιορισμένων τοπικών αναγκών. Για τις τελευταίες, οι δραστηριότητες των λατομείων και η παραγωγή οικοδομικών υλικών είχαν τον πρώτο λόγο. Για τις εξαγωγές, το βάρος έπεσε σε μεταλλευτικά προϊόντα που τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν ως πρώτες ύλες στη μεταλλουργία τους. Τα προϊόντα αυτά εξάγονταν ακατέργαστα, σε μορφή μεταλλεύματος, ή μετά από στοιχειώδη μόνο επεξεργασία. Η Ελλάδα, έστω και στις περιορισμένες διαστάσεις της του 19ου αιώνα, είχε ικανοποιητική ποικιλία κοιτασμάτων, συνήθως όμως σε μικρές ποσότητες. Η ενθάρρυνση της μεθοδικής τους εκμετάλλευσης στις αρχές της δεκαετίας του 1860 με νομοθεσία που επέτρεπε την «εκχώρηση» μεταλλευτικών δικαιωμάτων με ευνοϊκούς όρους, προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη του κλάδου. Την ίδια εποχή το ενδιαφέρον για μεταλλευτικά και οικοδομικά υλικά είχε ενισχυθεί εξαιτίας διαφόρων συγκυριών, όπως ήταν π.χ. τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (έργο που ολοκληρώθηκε το 1869) αλλά και το ίδιο το άνοιγμα της διώρυγας, που αναβάθμισε συνολικά την Ανατολική Μεσόγειο.
Η πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας υπήρξε, όπως και στην αρχαιότητα, το Λαύριο. Το 1866 άρχισε εκεί τις εργασίες της μία γαλλο-ιταλική εταιρεία (Σερπιέρι-Ρου) με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες», τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί εκεί στη διάρκεια των αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Από τις άλλες εκμεταλλεύσεις ξεχώριζαν εκείνες της Μήλου (θειάφι), της Νάξου (σμύριδα) και της Θήρας (θηραϊκή γη*, που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό σε μεγάλα έργα). Με την οικοδομική ανάπτυξη που γνώρισε η χώρα μετά τη δεκαετία του 1870, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο νέα υλικά, όπως το μάρμαρο. Η αξιοποίηση των θαυμάσιων μαρμάρων που διέθετε η χώρα πήρε σημαντικές διαστάσεις κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Σ' αυτήν την κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας μπορούμε να εντάξουμε και τις αλυκές, πηγή σημαντικών δημοσίων εσόδων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το θέμα της δημιουργίας κεντρικής τράπεζας, αλλά και τραπεζικού συστήματος αντάξιου εκείνων που λειτουργούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τις κυβερνητικές ανάγκες, τη διαχείριση του κρατικού δανεισμού, την έκδοση χαρτονομίσματος κ.λπ., αλλά θα έδινε λύση στο χρόνιο πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας. Θα εξασφάλιζε δηλαδή στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τα απαραίτητα κεφάλαια με όρους οργανωμένης αγοράς και όχι τοκογλυφίας. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων. Το μεγάλο βήμα έγινε το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια για την ίδρυσή της προήλθαν κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Οι κύριοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν ο κεφαλαιούχος Εϋνάρδος, το ελληνικό κράτος (20% του αρχικού κεφαλαίου), Έλληνες έμποροι και επιχειρηματίες της διασποράς, ξένες προσωπικότητες από το χώρο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Θεμελιωτής της και πρώτος διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου. Στις επόμενες διευρύνσεις του κεφαλαίου της Τράπεζας άρχισαν να μετέχουν κεφαλαιούχοι, έμποροι κυρίως, του ελληνικού χώρου (Σκουζές, Ράλλης κ.λπ.). Η δραστηριότητά της στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Προοδευτικά οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Η Τράπεζα κέρδισε την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του ελληνικού χώρου. Από τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα τραπεζικά και ασφαλιστικά ιδρύματα στη χώρα. Τα πιο σημαντικά απ' αυτά ήταν η Ιονική Τράπεζα (ιδρύθηκε το 1839 στα υπό αγγλική κατοχή τότε Ιόνια νησιά), η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, η Γενική Πιστωτική Τράπεζα, η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως κ.λπ.
Η εμφάνιση και ανάπτυξη της βιομηχανίας στον ελληνικό χώρο κατά το 19ο αιώνα, παρουσίασε ελάχιστα κοινά σημεία με όσα συνέβαιναν στο πεδίο αυτό στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία συνοπτικά ονομάστηκαν Βιομηχανική Επανάσταση. Στο μικρό ελληνικό κράτος η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν διαρκώς παρούσα στις συζητήσεις, στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις, συνήθως όμως ως σχέδιο ή πρόθεση, σπάνια ως εφαρμογή. Η ακτινοβολία των επιτευγμάτων των ευρωπαϊκών κρατών έφερνε διαρκώς στο προσκήνιο το ζήτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης, η απουσία όμως των απαραίτητων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας προϋποθέσεων οδηγούσε τις προθέσεις σε αδιέξοδο. Η εμφάνιση μονάδων παραγωγής, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βιομηχανικές, άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας με αποσπασματικό, ευκαιριακό ίσως τρόπο. Οι μονάδες αυτές αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών, οι οποίες σχετίζονταν με την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Επρόκειτο κυρίως για εξέλιξη των παραδοσιακών αλευρομύλων, των ελαιοτριβείων, των βυρσοδεψείων και των κλωστηρίων. Οι μονάδες όμως αυτές δεν αποτέλεσαν την αφετηρία για τη δημιουργία πιο σύνθετων βιομηχανικών συγκροτημάτων αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμειναν στάσιμες και περιορισμένες ως προς τα οικονομικά τους μεγέθη. Ο δισταγμός αυτός οφειλόταν ίσως στη μικρή έκταση της εγχώριας αγοράς, στην πίεση των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και στην έλλειψη πολυάριθμου, ειδικευμένου και φθηνού εργατικού δυναμικού.
Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα. Η βιομηχανία υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη. Ούτε η προσάρτηση των Επτανήσων (1864) και της Θεσσαλίας (1881) άλλαξαν τις παραπάνω περιοριστικές συνθήκες. Η αλλαγή των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Και τότε όμως οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας συνέχισαν να εμποδίζουν την ανάδειξή της σε κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά μέτρα.
Το 1830, οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμη πρωτόγονες. Γέφυρες, αμαξιτοί δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, όλα όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία του κράτους, είτε δεν υπήρχαν καθόλου, είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ήταν απόλυτα φυσικό να στραφεί το ενδιαφέρον της διοίκησης προς την κατασκευή των απαραίτητων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έργων. Οι προθέσεις, που ήταν και στον τομέα αυτό πολύ καλές, προσέκρουσαν στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, και ειδικότερα στην αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε με ένα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, την εξυπηρέτηση δηλαδή των δανείων που είχαν συναφθεί στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και αργότερα, στους δύσκολους καιρούς της κρατικής του συγκρότησης. Στις χερσαίες συγκοινωνίες αλλά και στα περισσότερα από τα δημόσια έργα που είχε ανάγκη η χώρα, η έλλειψη του ιδιωτικού ενδιαφέροντος ήταν δεδομένη, καθώς οι επενδύσεις στις βασικές αυτές υποδομές δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Το κράτος είτε απ' ευθείας, είτε μέσω των δήμων, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές με τις δικές του δυνάμεις. Η δραστηριότητα του ήταν μάλλον υποτονική, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1870, καθώς τα χρήματα έλειπαν και οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν δεν ήταν δημοφιλείς (για παράδειγμα, οι αγγαρείες των αγροτών στην κατασκευή δρόμων).
Η πύκνωση του οδικού δικτύου πέρασε στην πρώτη θέση των εθνικών και τοπικών προτεραιοτήτων προς το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Η οικονομική ανάπτυξη, οι πιο γρήγοροι ρυθμοί αστικοποίησης, η δημιουργία των κεντρικών σιδηροδρομικών αξόνων και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου ήταν παράγοντες που προώθησαν την κατασκευή οδικού δικτύου. Στους ανασταλτικούς παράγοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το μεγάλο κόστος της κατασκευής δρόμων σε ορεινά εδάφη αλλά και τον «ανταγωνισμό» των θαλάσσιων συγκοινωνιών που κυριαρχούσαν στις μεταφορές κοντά στα παράλια, δηλαδή σε πολύ μεγάλο τμήμα της χώρας. Από τα υπόλοιπα δημόσια έργα το κυριότερο ήταν η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων που καλύπτονταν από νερά λιμνών και ελών. Πέρα από το γεγονός ότι η αποξήρανση έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη, ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Εκτός από το σιδηροδρομικό δίκτυο, το μεγαλύτερο τεχνικό έργο που κατασκευάστηκε αυτήν την εποχή ήταν η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Το έργο ξεκίνησε το 1881 από μια υπερβολικά αισιόδοξη γαλλική τεχνική εταιρεία. Ύστερα από πολλές τεχνικές και οικονομικές περιπέτειες, το έργο ολοκληρώθηκε το 1893, βελτιώνοντας τους όρους της ναυσιπλοΐας, καθώς έκανε περιττό τον περίπλου της Πελοποννήσου. Επιπλέον, με τη διάνοιξη του πορθμού του Ευρίπου και την κατασκευή φάρων στις ακτές, η ναυσιπλοΐα ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή.
Η πιο χαρακτηριστική από τις αλλαγές που έφερε η βιομηχανική επανάσταση στα ανεπτυγμένα κράτη του 19ου αιώνα ήταν η εμφάνιση, η εξάπλωση και τελικά η κυριαρχία του σιδηροδρόμου στις χερσαίες μεταφορές. Το σιδηροδρομικό δίκτυο έλυνε το πρόβλημα της μεταφοράς μεγάλου όγκου προϊόντων με μικρό κόστος, σε αποστάσεις που μετριούνταν πλέον στην κλίμακα κρατών και ηπείρων. Η βιομηχανική επανάσταση, η αύξηση της παραγωγής και η δημιουργία μεγάλων πόλεων δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς αυτήν τη νέα δυνατότητα που εξασφάλιζε την τροφοδοσία των πόλεων με τρόφιμα, τα εργοστάσια με πρώτες ύλες και την αγορά με προϊόντα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν περίεργο που ο σιδηρόδρομος έγινε το σύμβολο των νέων καιρών και το συνώνυμο της ανάπτυξης κατά το 19ο αιώνα. Στις μικρότερες και πιο καθυστερημένες οικονομικά χώρες, η απόκτηση σιδηροδρομικού δικτύου παρουσιάστηκε από πολύ νωρίς ως σημαντική προϋπόθεση για την είσοδο τους στο χώρο των ανεπτυγμένων κρατών. Οι σχετικές με την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου συζητήσεις άρχισαν στη χώρα μας λίγα μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία της, ίσως το 1835. Ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες περιόριζαν τις συζητήσεις αυτές για πολλές δεκαετίες στο χώρο των θεωρητικών αναλύσεων και των απλών επιθυμιών. Η κατασκευή της σιδηροδρομικής υποδομής ήταν ιδιαίτερα πολυέξοδη υπόθεση και απαιτούσε κεφάλαια που το μικρό ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να εξοικονομήσει. Από την άλλη μεριά, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων, προϋπέθετε ότι το προς κατασκευή δίκτυο θα ήταν αποδοτικό, θα εξασφάλιζε δηλαδή τη μεταφορά πρώτων υλών, ζωτικών για τη βιομηχανία, και καταναλωτικών αγαθών, που οι τοπικές αγορές θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Το ενδιαφέρον λοιπόν των ξένων ή των ομογενών επενδυτών παρέμενε πολύ μικρό. Επιπλέον, η γειτνίαση της θάλασσας, στις περισσότερες περιοχές της χώρας, δεν βοηθούσε τα πράγματα, καθώς οι θαλάσσιες μεταφορές περιόριζαν την αποδοτικότητα του σιδηροδρομικού δικτύου. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 η μόνη σιδηροδρομική γραμμή που είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα ήταν αυτή που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά και είχε μήκος μόλις 9 χιλιομέτρων. Αλλά και αυτή χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και πολλές περιπέτειες για να κατασκευαστεί. Όλες οι υπόλοιπες περί σιδηροδρόμου διακηρύξεις και τα φιλόδοξα σχέδια παρέμεναν ανεφάρμοστα, καθώς η υλοποίησή τους συγκινούσε μόνο αμφίβολης αξιοπιστίας κερδοσκόπους. Οι γενικότερες αλλαγές όμως, που προοδευτικά μετέβαλαν τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ως το 1881, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για υλοποίηση των σχεδίων κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου. Την ίδια περίπου εποχή, γύρω από τη χώρα, προχωρούσε η κατασκευή μεγάλων συγκοινωνιακών αξόνων που συνέδεαν την Κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και την Ανατολή ως την Ινδία. Η σύνδεση της Ευρώπης με την Ανατολή γινόταν και ατμοπλοϊκά από το Πρίντεζι της Ιταλίας προς το Σουέζ και τον Ινδικό Ωκεανό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις (με πρωθυπουργό τον Τρικούπη, κυρίως) έκριναν ότι οι ελληνικές συγκοινωνιακές υποδομές έπρεπε ταχύτατα να προωθηθούν, ώστε να συνδεθεί η χώρα με τους διεθνείς άξονες. Το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας ολοκληρώθηκε σε τρεις περίπου δεκαετίες, από το 1880 και μετά. Η μεγάλη ώθηση δόθηκε στις πρώτες πρωθυπουργίες του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1892), οπότε και κατασκευάστηκαν 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος επιβράδυναν την κατασκευή του έργου στη δεκαετία του 1890 και το δίκτυο ολοκληρώθηκε μόλις το 1909. Στο μεγαλύτερο τμήμα του το δίκτυο ήταν μετρικό, με γραμμές πλάτους ενός μόνο μέτρου, τη στιγμή που οι διεθνείς προδιαγραφές προέβλεπαν γραμμές πλάτους 1,56 μέτρων. Αυτό σήμαινε ότι το δίκτυο σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί τοπικές κυρίως ανάγκες, χωρίς φιλοδοξίες να αποτελέσει τμήμα του διεθνούς δικτύου. Το κράτος ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του έργου και επωμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού, που έγινε κυρίως από ξένα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ιδιώτες συμμετείχαν με μικρότερο ποσοστό (περίπου 30%), σ' ένα έργο του οποίου η αποδοτικότητα ήταν πολύ αμφίβολη. Πραγματικά, το σιδηροδρομικό δίκτυο κλήθηκε να εξυπηρετήσει τη διακίνηση αγροτικών κυρίως προϊόντων και από την αρχή της λειτουργίας του παρουσίαζε σοβαρή υστέρηση στα έσοδά του σε σχέση με τους αισιόδοξους υπολογισμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στη διακοπή των περαιτέρω επενδύσεων στο χώρο του σιδηροδρόμου. Είναι αναμφίβολο ότι το σιδηροδρομικό δίκτυο πρόσφερε πολλά σε μία χώρα που δεν είχε ποτέ πριν γνωρίσει αξιόπιστο χερσαίο συγκοινωνιακό δίκτυο. Πρόσφερε επίσης πολλές υπηρεσίες στον καιρό των πολέμων, αφού επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση και τον εφοδιασμό του ελληνικού στρατού. Δεν κατόρθωσε όμως να φέρει την ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση στις περιοχές όπου έφτασε. Δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει όσες αναπτυξιακές προσδοκίες στηρίχθηκαν πάνω του. Για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να προκαλέσει την αλλαγή κοινωνικών και οικονομικών δομών. Και, φυσικά, ένα συγκοινωνιακό δίκτυο δύσκολα μπορεί να πετύχει τόσο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Από τα χρόνια της Επανάστασης, ο δανεισμός υπήρξε μία σημαντική παράμετρος της λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό ήταν φυσικό για ένα κράτος που ξεκινούσε από το μηδέν και δεν κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς οργανωμένο δημοσιονομικό σύστημα. Είναι γνωστές οι περιπέτειες των δανείων του Αγώνα στη χρηματαγορά του Λονδίνου καθώς και η σύναψη νέων δανείων, που συνόδευσε την άφιξη των Βαυαρών το 1832. Οι Οθωνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την αποπληρωμή των επαναστατικών δανείων, γεγονός που απομόνωσε τη χώρα από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές ως το 1861. Η αλλαγή των ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1860 και μετά, οδήγησε αναγκαστικά σε νέο δανεισμό. Οι περιορισμένοι πόροι της χώρας, σε συνδυασμό με τα έκτακτα έξοδα που επέβαλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις, καθιστούσαν αδύνατη την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου προϋπολογισμού της. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών, καθώς και των δαπανών των στρατιωτικών κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000 δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το 1889). Επίσης μεγάλα ποσά διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν.
Κατά το έτος 1893 η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της. Η «πτώχευση», όπως χαρακτηρίστηκε, δεν ήταν ασυνήθιστη επιλογή των φτωχότερων κρατών, στην Ελλάδα όμως της εποχής εκείνης είχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες συνεχίστηκαν μέχρι τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η υποχρέωση της Ελλάδας να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία έθεσαν το ζήτημα σε νέες βάσεις. Τα οικονομικά του ελληνικού κράτους οδηγήθηκαν σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Εκπρόσωποι έξι δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ρωσία, Ιταλία) ανέλαβαν τη διαχείριση βασικών κρατικών εσόδων. Επρόκειτο για τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, φωτιστικού πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, χαρτιού σιγαρέτων, τα έσοδα από την εξόρυξη της σμύριδας της Νάξου, το φόρο καπνού, τα λιμενικά δικαιώματα του Πειραιά, το φόρο χαρτοσήμου κ.λπ. Το ύψος αυτών των εσόδων ανερχόταν σε 28.000.000 έως 30.000.000 δραχμές. Στόχος αυτής της υποχρεωτικής διαχείρισης ήταν η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας προς την Οθωμανική αυτοκρατορία, δηλαδή η καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης ύψους 92.000.000 δραχμών και η εξυπηρέτηση των άλλων δανείων. Η διεθνής επιτροπή, που ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1898, αντιμετώπισε τις τρέχουσες ανάγκες με ένα μεγάλο δάνειο, που χορηγήθηκε με την εγγύηση των Δυνάμεων. Στη συνέχεια, εκτός από το βασικό της ρόλο, δηλαδή την εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων, λειτούργησε επιπρόσθετα ως τεχνικό συμβουλευτικό σώμα, συμβάλλοντας γενικότερα στη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά και έγιναν ορατά λίγα χρόνια αργότερα. Η εγγύηση των Δυνάμεων αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενώ ο έλεγχος απάλλαξε τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς από δυσλειτουργίες του παρελθόντος. Το 1910, παρά τα προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών εξαιτίας της σταφιδικής κρίσης και παρά το γεγονός ότι η αποπληρωμή των δανείων εξακολουθούσε να απορροφά το 1/3 των εθνικών εσόδων, τα δημόσια οικονομικά μπορούσαν να χαρακτηριστούν υγιή, οι προϋπολογισμοί ήταν ελαφρώς πλεονασματικοί και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους σαφώς αυξημένες. Αυτή η θετική εξέλιξη επέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, την πολεμική προετοιμασία και τη συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους, χωρίς τις δραματικές επιπτώσεις που είχαν στο οικονομικό πεδίο οι πολεμικές κινητοποιήσεις του παρελθόντος.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων είχαν εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα, στην Αίγυπτο, τη Νότια Ρωσία, τις εκβολές του Δούναβη και την Κωνσταντινούπολη, οι οικονομικές δραστηριότητες που βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για την εγχώρια οικονομία. Για το μικρό ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε στα περιορισμένα γεωγραφικά του όρια, η ύπαρξη αυτών των ισχυρών ομογενειακών ομάδων αποτελούσε οπωσδήποτε μια ελπίδα, μια χρυσή εφεδρεία. Οι σχέσεις όμως των Ελλήνων της διασποράς με το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν ήταν, για πολύ καιρό, οι καλύτερες δυνατές. Μέσα σ' ένα κλίμα ανάπτυξης και υψηλών αποδόσεων που χαρακτήριζε τις ευρωπαϊκές οικονομίες μέχρι τη δεκαετία του 1870, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είχαν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης στις αγορές των μεγάλων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου. Μόνο ένα ολιγάριθμο τμήμα του ελληνισμού της διασποράς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και ενσωματώθηκε σταδιακά στην αστική τάξη της χώρας. Για τους πολλούς και πιο ισχυρούς παράγοντες της ομογένειας, η μικρή Ελλάδα ήταν μια περιοχή χωρίς ενδιαφέρον.
Οι σχετικές με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ομογένειας συζητήσεις γενικεύθηκαν στη δεκαετία του 1860, όταν η αλλαγή δυναστείας και συνταγματικών θεσμών, η πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους, με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, και το τεράστιο κόστος της εμπλοκής στις κρητικές επαναστάσεις του 1866-1869 οδήγησαν στην αναζήτηση πολιτικών προσέλκυσης των ομογενών προς την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές απέδωσαν αρχικά πενιχρά αποτελέσματα. Όμως, την ίδια εποχή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία εφαρμόστηκαν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856)1 που έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νέες οικονομικές συνθήκες που νεες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδιναν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες στους ομογενείς από εκείνες που η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει.
Οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873, που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων. Η μετακίνηση αυτή πίεσε οικονομικά τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αναζήτησαν με τη σειρά τους νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα.
Οι τοποθετήσεις σε ακίνητα, τοποθετήσεις επίδειξης, που κόσμησαν την Αθήνα με λαμπρά νεοκλασικά αρχοντικά, δίνοντας σε μερικές κεντρικές περιοχές της αριστοκρατικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσαν τον προάγγελο της δραστηριοποίησης των ομογενών στη χώρα. Η διείσδυσή τους στην ελληνική αγορά έγινε με γνώμονα την αξιοποίηση ευκαιριών για υψηλά κέρδη. Η πώληση, λόγου χάρη, των τσιφλικιών της Θεσσαλίας σε χαμηλές τιμές από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ομογενείς κεφαλαιούχους. Λίγο αργότερα ακολούθησαν επενδύσεις στο εμπόριο, στις μεταλλευτικές δραστηριότητες, στα δημόσια έργα της τρικουπικής περιόδου και στο δανεισμό του δημοσίου. Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των επενδύσεων ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους. Το κύριο μέλημα φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης και επανεξαγωγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, στην πρώτη ένδειξη για επικερδέστερες τοποθετήσεις. Η ελληνική αγορά δεν έδινε τόσες υποσχέσεις, ώστε να επιχειρούνται τοποθετήσεις με μακροχρόνιες προοπτικές. Η εύκολη μετατρεψιμότητα της δραχμής ενίσχυε αυτά τα βραχύβια περάσματα του ομογενειακού κεφαλαίου από τη χώρα. Ο χαρακτηρισμός αυτής της οικονομικής συμπεριφοράς ως κερδοσκοπικής δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην Ανατολική Μεσόγειο, στις παρυφές δηλαδή του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το κεφάλαιο λειτουργούσε με βάση το κυνήγι της ευκαιρίας, της γρήγορης απόδοσης, την κερδοσκοπία, με λίγα λόγια. Σταθερότερη ήταν η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος. Στο μεταξύ όμως, το ίδιο αυτό κράτος είχε αλλάξει μορφή και οι δυνατότητές του είχαν διαφοροποιηθεί.
Το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Έλληνες της διασποράς δεν αποτέλεσε σταθερή βάση για την ανάπτυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία του δεν υπήρξε σημαντική. Το ευκαιριακό και κερδοσκοπικό έστω πέρασμά του από τη χώρα ενίσχυε τη ρευστότητα, έδινε πρόσκαιρες αλλά αναγκαίες λύσεις στην έλλειψη κεφαλαίων που ταλάνιζε τη χώρα και βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Θα ήταν οπωσδήποτε λάθος να ταυτίζουμε τους Έλληνες που ζούσαν έξω από τη χώρα με τους μεγάλους κεφαλαιούχους από τους οποίους η Ελλάδα προσδοκούσε την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων. Η μεγάλη μάζα των Ελλήνων της διασποράς ανήκε σε μεσοαστικά ή μικροαστικά στρώματα. Σε μεγάλο ποσοστό ήταν μετανάστες, διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις οικογένειες που άφησαν πίσω τους και έστελναν σημαντικό μέρος από το εισόδημά τους στους δικούς τους, στην πατρίδα. Αυτά τα εμβάσματα είχαν για την Ελλάδα μεγάλη σημασία και οι επιπτώσεις τους στην εθνική οικονομία ήταν τουλάχιστον το ίδιο σημαντικές με τις αντίστοιχες των μεγάλων κεφαλαίων της ομογένειας.
Στην Ελλάδα, η περίοδος από τη δεκαετία του 1870, κατά την οποία άρχισε να πρωταγωνιστεί ο Χαρίλαος Τρικούπης [1832-1896), μέχρι την κρίση του 1893, ήταν περίοδος ανάπτυξης σε πολλούς και διάφορους τομείς. Αναπτυξιακά έργα όπως ο πρώτος σιδηρόδρομος, λιμάνια, δημόσια κτίρια, αρδευτικά έργα κ.ά., η σημασία που δόθηκε στη βιομηχανία και τη ναυτιλία και γενικότερα στην αύξηση της παραγωγής, ήταν επενδύσεις που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τους κρατικούς πόρους και έτσι, ως αποτέλεσμα, ο Τρικούπης κήρυξε πτώχευση και στη χώρα επιβλήθηκε Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος(ΔΟΕ). Ο ΔΟΕ απορροφούσε μεγάλο μέρος των εθνικών εσόδων προκειμένου να λάβουν οι δανειστές τμήμα τουλάχιστον του ποσού που είχαν δανείσει στην Ελλάδα. Ο Τρικούπης έμεινε στο πολιτικό προσκήνιο μέχρι τις εκλογές του 1895, στις οποίες έχασε την έδρα του και αποσύρθηκε από την πολιτική.
Στις 8 Νοεμβρίου 1898 ανατέθηκε η ηγεσία του κόμματος στον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος όμως δεν είχε την ενεργητικότητα του προκατόχου του. Ο Γεώργιος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1844 και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Θεοτόκηδων, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε νομικά στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Γενεύης και Παρισίων. Το 1868 επέστρεψε στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε για λίγο με τη δικηγορία, αφού γρήγορα τον απορρόφησε η πολιτική. Απέτυχε δύο φορές ως υποψήφιος βουλευτής, αλλά εκλέχθηκε δύο φορές Δήμαρχος Κερκυραίων το 1880 και το 1884. Η επιτυχημένη του πορεία στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης του άνοιξε τον δρόμο της Βουλής, το κατώφλι της οποίας διάβηκε το 1885, εκλεγείς βουλευτής Κερκύρας με την παράταξη του Χαρίλαου Τρικούπη. Στις κυβερνήσεις Τρικούπη ανέλαβε τα χαρτοφυλάκια των Ναυτικών, της Παιδείας και των Εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Υπουργείο Ναυτικών παραγγέλθηκαν στη Γαλλία τα θωρηκτά «Σπέτσες», «Ύδρα» και «Ψαρά».
Μετά τον θάνατο του Τρικούπη, ο Θεοτόκης ανέλαβε την αρχηγία του «Νεωτερικού Κόμματος» και στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899 πλειοψήφησε και ανέλαβε τον σχηματισμό κυβέρνησης στις 2 Απριλίου. Οι πρώτες του προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην ανασύνταξη του στρατού, που βρισκόταν σε αποσύνθεση, μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Επίσης, προσπάθησε να απαλλάξει τη χώρα από τη ληστεία, με έναν πρωτότυπο τρόπο, διευκολύνοντας πολλούς παρανόμους να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Παρά τη σθεναρή στάση που επέδειξε στα λεγόμενα «Ευαγγελικά», αναγκάσθηκε να παραιτηθεί στις 10 Νοεμβρίου 1901.
Αναπάντεχη ήταν η πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1897. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας. Στις αρχές του 1896, επί Θεόδωρου Δηλιγιάννη, εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά της προβλήματα, η χώρα είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία.
Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.
Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι. Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι Μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'. Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας στις 5 Απριλίου 1897. Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.
Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκη διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκη, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι. Οι βασικότερες αιτίες για την ελληνική ήττα του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών. Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…». Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης. Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981. Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913).
Η κρίση. σε συνδυασμό με την ταπεινωτική ήττα από την Τουρκία στον πόλεμο του 1897, κλόνισαν το έθνος και την πίστη του σε θεσμούς που λίγα χρόνια πριν δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Πλέον, η ανάγκη να ξεπεραστεί η κρίση είναι επιτακτική, καθώς οι οικονομικές συνέπειες της χρεωκοπίας γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, με τους υψηλούς φόρους και τη μη διανομή γης να πιέζουν τα λαϊκά στρώματα.
Ταυτόχρονα, και η αξιοπιστία των κομμάτων τέθηκε υπό μεγάλη αμφισβήτηση και οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έδωσαν στον Γεώργιο Α ́ τη δυνατότητα να ενισχύσει τη θέση του έναντι της Βουλής. Πρωθυπουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (1855-1936), ο οποίος είχε την ανοχή της Βουλής λόγω των διαπραγματεύσεων για τη συνθήκη ειρήνης.Ο κλονισμός της ελληνικής κοινωνίας από την ήττα του 1897 έθεσε και τα εκπαιδευτικά σε εντελώς νέα βάση. Το 1898 εκδόθηκε το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» (με διευθυντή τον Γ. Δροσίνη), το οποίο εξέφραζε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα με στόχο να βρει η χώρα τη χαμένη της αυτοπεποίθηση και να αποκτήσει νέα δυναμική.Το 1899, ο Γεώργιος Θεοτόκης, ως αρχηγός κόμματος πλέον, εντάσσει στο προεκλογικό πρόγραμμά του προτάσεις που αναφέρονται στη ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η αρχή της δεδηλωμένης
Στην Ελλάδα η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε άτυπα το 1875. Από το 1870 και μετά, είχε τεθεί αρκετές φορές ο προβληματισμός σημαντικού αριθμού βουλευτών για τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας. Ο προβληματισμός εκφράστηκε και από σημαντικούς πολιτικούς όπως ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο Λομβάρδος και ο Κουμουνδούρος. Καθοριστική παρέμβαση ήταν άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη στην εφημερίδα Καιροί της 29.6.1874 με τον τίτλο «Τίς πταίει», στο οποίο κατηγορούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α' ότι εφάρμοζε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, επειδή διόριζε κατά βούληση πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τα αποτελέσματα των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών.
Παρά την εκλογική αποτυχία του Τρικούπη, το 1875, επιτυχία του ήταν ότι ο Γεώργιος ο Α' δεσμεύτηκε τον Αύγουστο του 1875 στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η δέσμευση αυτή καθιερώθηκε άτυπα, καθώς δεν έγινε αμέσως πρόβλεψη του τότε Συντάγματος. Ρητή διάταξη έγινε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927 και διατηρήθηκε στα νεότερα Συντάγματα. Στο Σύνταγμα του 1975 και την αναθεώρησή του 1986 καθορίστηκαν οι ελευθερίες και υποχρεώσεις του Αρχηγού του Κράτους ως προς τα πρόσωπα στα οποία δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Μέχρι τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»[8][9][10]: ο εκάστοτε Βασιλιάς ή Πρόεδρος μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό οποιονδήποτε πίστευε ο ίδιος ότι θα μπορούσε να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης, κατά την ρήση του Παύλου του Α' ότι μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του. Με λεπτομερείς διατάξεις αποτρέπεται ο κίνδυνος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να περιφρονήσει την ιεραρχία του κόμματος και να διορίσει πρωθυπουργό άλλο στέλεχός του και να τον χρίσει πρωθυπουργό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να διορίσει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος (ή αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος) που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών [14]. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής και εφόσον αποτύχει διαδοχικά στους αρχηγούς των υπόλοιπων κομμάτων. Στο σημερινό μας Σύνταγμα η αρχή της δεδηλωμένης είναι ρητά κατοχυρωμένη στο άρθρο 37 παράγρ. 2 εδ. α΄. Κατά το άρθρο 84 μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας ύστερα από πρόταση μομφής. Η πρόταση εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 84, παρ. 6 γίνεται δεκτή με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ:
Με την ονομασία "Ευαγγελικά" έμειναν στην ιστορία τα αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1901, με αφορμή τη μεταγλώττιση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Ένα χρόνο μετά την οδυνηρή ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η Ελλάδα πορεύεται ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο γλώσσες, την καθομιλουμένη δημοτική και την επίσημη καθαρεύουσα. Ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος κρίνεται αναγκαίος και η αρχή επιχειρείται με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1898, όταν η βασίλισσα Όλγα έδωσε τη σχετική εντολή στη γραμματέα της και λογία Ιουλία Σωμάκη, προκαλώντας τη μήνη των αρχαϊστών. Τη μεταγλώτισση των Ευαγγελίων στη δημοτική ενθάρρυνε και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος Β’ (Οικονομίδης). Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο του Ματθαίου σε μετάφραση του λογοτέχνη και μέγα δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η “Ακρόπολις” το συνεχίζει». Η αντίδραση των καθηγητών και φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν άμεση. Σε ανακοίνωσή τους χαρακτηρίζουν τη μεταγλώττιση του Πάλλη «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων». Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν οι εφημερίδες «Σκριπ», «Καιροί» και «Εμπρός», που εμφανίζουν τους δημοτικιστές ως άθεους, προδότες και πράκτορες των Σλαύων, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας Όλγας. Στις 17 Οκτωβρίου το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αποδοκίμασε τη μεταγλώττιση ως «βέβηλη». Ο εκδότης της «Ακροπόλεως» βρέθηκε στριμωγμένος από την πληθώρα των αντιδράσεων και τρεις ημέρες αργότερα αποφάσισε τη διακοπή της δημοσίευσης.
Τις επόμενες ημέρες το κλίμα φανατίστηκε περισσότερο. Στις 5 και 6 Νοεμβρίου, οι φοιτητές, με την ενθάρρυνση της «δεληγιαννικής» αντιπολίτευσης, πραγματοποίησαν θορυβώδεις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Συγκρούστηκαν με την αστυνομία και λιθοβόλησαν τα γραφεία της «Ακροπόλεως». Στις 8 Νοεμβρίου διοργανώθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, με αίτημα τον αφορισμό των υπευθύνων της μεταγλώτισσης. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την αστυνομία, τρεις φοιτητές και πέντε πολίτες έχασαν τη ζωή τους (Ν. Πάνστρας, Α. Παπαναστασίου, Ε. Παπαντωνίου, Ε. Δράκος, Ι. Διβάρης, Φ. Ρήγος, Ι. Στεφανίδης, Στράτος, αγνώστων λοιπών στοιχείων), ενώ άλλοι 70 τραυματίστηκαν. Για λίγες ακόμη ημέρες, οι φοιτητές θα παραμείνουν οχυρωμένοι στο πανεπιστήμιο και θα αποχωρήσουν τελικά στις 12 Νοεμβρίου.
Την ίδια ημέρα και υπό το βάρος των αιματηρών εξελίξεων παραιτήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος Β’ και στις 11 Νοεμβρίου η κυβέρνηση του «τρικουπικού» Γεωργίου Θεοτόκη (11 Νοεμβρίου), αν και διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και την προηγουμένη είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Ένα μήνα αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου, οι φοιτητές συγκρότησαν και νέο συλλαλητήριο, αυτή τη φορά ειρηνικό, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Αφού πρώτα έκαψαν ένα αντίτυπο της μεταγλώττισης του Ευαγγελίου, στη συνέχεια ενέκριναν ψήφισμα, με το οποίο αξίωναν τη λήψη μέτρων για τη μη κυκλοφορία του μεταγλωττισμένου κειμένου του Ευαγγελίου στη δημοτική και την αυστηρή τιμωρία καθενός που θα επιχειρούσε μεταγλώττισή του στο μέλλον.
Σημαντικό ρόλο σε αυτά τα επεισόδια αλλά και στα «Ορεστειακά» που ακολούθησαν δύο χρόνια αργότερα έπαιξαν οι απόψεις και οι θέσεις του συντηρητικού Θεόδωρου Δηλιγιάννη (1824-1905) και του καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεωργίου Μιστριώτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η καθαρεύουσα είναι η βάση για την πολιτική συνέχεια και την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων. Έτσι, στις 8 Νοεμβρίου 1903, φανατικοί φοιτητές, που είχαν ξεσηκωθεί από τον Μιστριώτη και είχαν, ταυτόχρονα, την υποστήριξη του Δηλιγιάννη, θέλησαν να εμποδίσουν μια παράσταση της Ορέστειας, το κείμενο της οποίας είχε μεταφραστεί όχι στη δημοτική, αλλά στην απλή καθαρεύουσα. Το Εθνικό Θέατρο είχε χρησιμοποιήσει τη μετάφραση της τριλογίας «Ορέστεια», που επιμελήθηκε ο Γεώργιος Σωτηριάδης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, τότε, και της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, αργότερα.

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...