Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Ο Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Τα αίτια του καταστροφικού Α' Παγκοσμίου Πολέμου πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους, με τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας να οδηγεί στην όξυνση του ανταγωνισμού σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών. Για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις διατήρησαν μια ισχνή ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους, που διαταράχθηκε το 1848, όταν η Βρετανία πέρασε στη λεγόμενη "υπέροχη απομόνωση" και η Πρωσία αναδείχθηκε σε μεγάλη δύναμη υπό τον Ότο φον Μπίσμαρκ.
Η νίκη του Μπίσμαρκ στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870-1871 τού επέτρεψε να εδραιώσει τα γερμανικά κράτη σε μια Γερμανική Αυτοκρατορία υπό την Πρωσική ηγεσία. Η εκδίκηση για την ήττα του 1871, ή αλλιώς "ρεβανσισμός", και η ανάκτηση των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωρραίνης έγιναν τα κύρια αντικείμενα της γαλλικής πολιτικής για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Ταυτόχρονα, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε στον ανταγωνισμό της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια, καθώς τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, στάση που έβρισκε αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Προκειμένου να απομονώσει τη Γαλλία και να αποφύγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, ο Μπίσμαρκ διαπραγματεύτηκε τη Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων (γερμανικά: Dreikaiserbund) μεταξύ Αυστροουγγαρίας, Ρωσίας και Γερμανίας. Μετά τη νίκη της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, η Συμμαχία διαλύθηκε λόγω των αυστριακών ανησυχιών για τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, μια περιοχή που θεωρούσαν ζωτικής στρατηγικής σημασίας. Η Γερμανία,η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία σχημάτισαν την Τριπλή Συμμαχία, το 1882. Για τον Μπίσμαρκ, ο σκοπός αυτών των συμφωνιών ήταν να απομονώσουν τη Γαλλία, διασφαλίζοντας ότι οι τρεις αυτοκρατορίες θα επέλυαν τυχόν διαφορές μεταξύ τους. Μετά τη μη-ανανέωση της συμφωνίας το 1887, ο Μπίσμαρκ την αντικατέστησε με μια μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας που έθετε ως βασικό όρο την τήρηση ουδετερότητας στην περίπτωση που μια εκ των δύο χωρών δέχονταν επίθεση από κάποια άλλη Μεγάλη Δύναμη.
Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις «Μεγάλες Χίμαιρες», οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. 'Ομως, η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους, τις έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά. Και οι ηγέτες της αριστεράς, που τα προηγούμενα χρόνια υιοθετούσαν τις αναλύσεις των φιλελεύθερων αστών για την «παγκοσμιοποίηση» και τις «μεγάλες χίμαιρες» (= όχι μελλοντικοί πόλεμοι) έτρεξαν, για μια ακόμα φορά, να συμφωνήσουν μαζί τους: στη Γερμανία οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος - με μοναδική εξαίρεση τον Καρλ Λίμπκνεχτ - υπερψήφισαν τον προϋπολογισμό για τον πόλεμο.
Στη Ρωσία ο μαρξιστής Πλεχάνοφ και ο αναρχικός Κροπότκιν τάχθηκαν ανεπιφύλακτα στην πλευρά του Τσάρου.
Στη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα στήριξε ανεπιφύλακτα την «εθνική υπόθεση».Στη Βρετανία οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890-1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες από ότι το 1887.
Μόνο μια μειοψηφία επαναστατών τάχθηκε ανοιχτά και δυναμικά ενάντια στον πόλεμο: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο Τρότσκι, ο Λένιν και οι σύντροφοί τους. Παρά τις μικρές διαφορές στις απόψεις τους όλοι τους συμφωνούσαν ότι ο πόλεμος δεν οφειλόταν σε κάποια «εξωτερικά» ή «τυχαία» γεγονότα: ο πόλεμος ήταν παιδί του καπιταλισμού. Το σύστημα δεν πήγαινε συνεχώς «μπροστά», όπως έλεγαν οι ηγέτες της επίσημης αριστεράς: αντίθετα πήγαινε ολοταχώς προς τα πίσω. Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν μόνο η αρχή. Όσο περισσότερο σάπιζε το σύστημα τόσο μεγαλύτερες θα ήταν οι καταστροφές που θα επιφύλασσε για την ανθρωπότητα.
Έτσι, το 1914 οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης βρέθηκαν χωρισμένες σε δύο αντιμαχόμενες συμμαχίες, τις Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Entente ("Συνεννόηση") που αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, και την Τριπλή Συμμαχία, που αποτελούνταν από τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία. Οι εντάσεις στα Βαλκάνια κορυφώθηκαν στις 28 Ιουνίου του 1914, μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου (Φραντς Φέρντιναντ), του Αυστροουγγρικού κληρονόμου, από τον Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ.
Η Αυστροουγγαρία κατηγόρησε τη Σερβία και, στις 28 Ιουλίου, της κήρυξε τον πόλεμο. Η Ρωσία υπερασπίστηκε τη Σερβία και στις 4 Αυγούστου η σύγκρουση είχε επεκταθεί για να συμπεριλάβει τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, μαζί με τις αντίστοιχες αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Τον Νοέμβριο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γερμανία και η Αυστρία ενώθηκαν ως "Κεντρικές δυνάμεις", ενώ τον Απρίλιο του 1915 η Ιταλία προσχώρησε στις Συμμαχικές Δυνάμεις της Entente (Βρετανία, Γαλλίας Ρωσία και Σερβία).
Η πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας στράφηκε πρώτα και κύρια κατά της Γαλλίας. Για την καλύτερη ανάπτυξη των γερμανικών στρατευμάτων παραβιάστηκε η ουδετερότητα του Βελγίου, οι δυνάμεις του οποίου αντιστάθηκαν σθεναρά.
Οι γερμανικές δυνάμεις διέθεταν συντριπτική αριθμητική υπεροχή και ύστερα από μία περίπου εβδομάδα εισέβαλαν στη Γαλλία με κατεύθυνση το Παρίσι.
Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τη γερμανική προέλαση στον ποταμό Μάρνη, προωθώντας στο μέτωπο στρατεύματα με κάθε μέσο.
Τελικά το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και οι αντίπαλοι άνοιξαν χαρακώματα, τα οποία επρόκειτο να γίνουν το βασικότερο χαρακτηριστικό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Επί τέσσερα χρόνια οι αντίπαλοι πολέμησαν πίσω από τα χαρακώματα αυτά, όπου έμελλε να ταφεί το άνθος της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας, σε έναν πόλεμο στάσιμο και μονότονο, που φαινόταν πως δεν θα τελείωνε ποτέ.
Στο ανατολικό μέτωπο, όπου οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί πολεμούσαν κατά των Ρώσων, οι αντίπαλοι διατήρησαν μεγαλύτερη σχετική κινητικότητα, δεν μπόρεσαν όμως ούτε εκεί να καταφέρουν ο ένας στον άλλον αποφασιστικά πλήγματα πριν από το 1917, παρά τις τεράστιες απώλειες σε άνδρες και πολεμικό υλικό.
Για τη λύση του αδιεξόδου στο οποίο είχαν οδηγηθεί οι στρατοί των εμπολέμων από την αρχή ακόμη του πολέμου, επιστρατεύθηκε η τεχνολογία, η οποία, εκτός από τις τεχνικές βελτιώσεις και την ευρεία χρήση του πολυβόλου και του πυροβόλου, έδωσε τα δηλητηριώδη αέρια το 1915 και το άρμα μάχης το 1916.
Προσαρμόστηκαν επίσης στις απαιτήσεις του πολέμου των χαρακωμάτων δύο παλαιά όπλα, η χειροβομβίδα και το ολμοβόλο, και εισήχθη και διαδόθηκε ταχύτατα η χρήση του αυτοκινήτου στις μεταφορές.
Επιπλέον, άρχισε να διαφοροποιείται και να αυξάνεται η χρήση ενός ακόμη γνωστού πολεμικού μέσου, του αεροπλάνου. Από αναγνωριστικό στην αρχή, το αεροπλάνο εξελίχτηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου σε βομβαρδιστικό πρώτα και κατόπιν σε καταδιωκτικό, μορφές με τις οποίες και καθιερώθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου τα περισσότερα θύματα σε καιρό πολέμου τα προκαλούσαν όχι οι επιδημίες και οι κακουχίες αλλά τα φονικά όπλα των εμπολέμων.
Στο μεταξύ ο πόλεμος επεκτάθηκε γεωγραφικά και έγινε πραγματικά παγκόσμιος, καθώς οι αρχικοί αντίπαλοι προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τις ουδέτερες χώρες με κάθε δυνατό μέσο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που έσπευσε να ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων (Τριπλής Συμμαχίας) τον Νοέμβριο του 1914, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης που κατείχε.
Η έξοδος των Τούρκων στον πόλεμο λειτούργησε ως καταλύτης σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή και διευκόλυνε την έξοδο και άλλων χωρών. Την άνοιξη του 1915 οι Σύμμαχοι (Τριπλή Συνεννόηση) κατόρθωσαν να αποσπάσουν την Ιταλία από τους παλαιούς της συμμάχους, τη Γερμανία και την Αυστρία, με διάφορες εδαφικές υποσχέσεις σε βάρος της Αυστρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου οι Κεντρικές Δυνάμεις κατόρθωσαν να προσεταιριστούν τη Βουλγαρία, ενώ οι προσπάθειες των Συμμάχων να προσεταιριστούν την Ελλάδα πέτυχαν μόλις τον Ιούνιο του 1917, μέσα σε συνθήκες εθνικού διχασμού.
Στο μεταξύ η Σερβία είχε υποκύψει στα συντονισμένα πλήγματα από την Αυστρία και τη Βουλγαρία, ενώ οι Βρετανοί είχαν αποτύχει να εκπορθήσουν τα Στενά στη χερσόνησο της Καλλίπολης πολέμησαν με πείσμα και πέθαναν χιλιάδες στρατιώτες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (1915).
Στους ωκεανούς διεξαγόταν ένας εξίσου πεισματώδης πόλεμος υποβρυχίων, που προξένησε τεράστιες ζημιές στην εμπορική ναυτιλία τόσο των εμπολέμων όσο και των ουδετέρων. Η απεριόριστη χρήση του υποβρυχίου συνέβαλε στην έξοδο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από την ουδετερότητα το 1917, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και προειδοποιήσεις των Αμερικανών προς τη Γερμανία να τερματίσει τις επιθέσεις εναντίον αμερικανικών εμπορικών πλοίων.
Το έτος αυτό η έξοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, η άνοδος του ανένδοτου πολιτικού Κλεμανσό στη γαλλική πρωθυπουργία και η Ρωσική Επανάσταση υπήρξαν καθοριστικής σημασίας γεγονότα για την τελική έκβαση του πολέμου.
Στο δυτικό μέτωπο η γερμανική επίθεση το καλοκαίρι του 1918 δεν εξελίχτηκε στην κλίμακα και την έκταση που ανέμενε η γερμανική στρατιωτική ηγεσία. Με την αποτυχία της κατέρρευσε και η κλονισμένη ήδη πίστη των Γερμανών στη νίκη κατά των Συμμάχων. Από τον Αύγουστο το μέτωπο άρχισε να μετακινείται προς τα ανατολικά. Η τύχη του πολέμου είχε κριθεί.
Το φθινόπωρο του 1918 ηττήθηκαν και συνθηκολόγησαν η Βουλγαρία και λίγο αργότερα η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Αυστρία, η οποία ουσιαστικά δεν υπήρχε με την ίδια μορφή με την οποία είχε αρχίσει τον πόλεμο κατά της Σερβίας: Τσέχοι, Πολωνοί, Νοτιοσλάβοι και Μαγυάροι είχαν αποδεσμευτεί και βρίσκονταν στο στάδιο της ίδρυσης εθνικών κρατών. Το τέλος είχε φτάσει και για τη Γερμανία. Στις 11 Νοεμβρίου υπογράφτηκε η ανακωχή και σίγησαν τα κανόνια στο δυτικό μέτωπο.
Τελείωσε έτσι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ύστερα από τεράστιες καταστροφές και μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις. Από τα 65 εκατομμύρια άνδρες που επιστρατεύτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου πάνω από 10 εκατομμύρια σκοτώθηκαν στα διάφορα πεδία των μαχών και 20 εκατομμύρια τραυματίστηκαν. Τα θύματα ανάμεσα στους αμάχους δεν ήταν λιγότερα από τους νεκρούς στρατιώτες.
Δυσκολότερο να υπολογιστεί είναι το ηθικό τίμημα του πολέμου. Η προβολή της νίκης ως υπέρτατου σκοπού που δικαιολογεί όλα τα μέσα υποβίβασε τις βασικές αξίες του δυτικού πολιτισμού. Ο πόλεμος εξασθένισε και υπονόμευσε θεσμούς και αξίες, όπως την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και εισήγαγε ή επέτεινε άλλους θεσμούς, όπως τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία και την παρέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική.
Ο πόλεμος οδήγησε επίσης στην αναθεώρηση πολλών αρχών και δογμάτων που ρύθμιζαν έως τότε τις διεθνείς σχέσεις. Η δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον (Woodrow Wilson) για την αυτοδιάθεση των λαών (τα περίφημα «14 σημεία»), που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1918, προσέδωσε ιδεολογική υπόσταση στη σύρραξη και επιτάχυνε την αποσταθεροποίηση και τη διάλυση των δύο πολυεθνικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης, της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το κόστος του πολέμου αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσαν να υπολογίσουν το 1914 οι αντίπαλοι. Τόσο οι εδαφικές υποσχέσεις όσο και τα δάνεια περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τις διακρατικές σχέσεις, αύξησαν τις ξένες επιρροές και επεμβάσεις και υποβίβασαν γενικά το επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Για να κερδηθούν η Ιταλία και η Ελλάδα, οι Σύμμαχοι προέβησαν σε παραχωρήσεις σε βάρος της Αυστρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν χωρίς να προκαλέσουν αναστατώσεις που δε συνέφεραν ούτε στους ηττημένους ούτε στους νικητές. Ανάλογες ήταν οι επιδράσεις των συγκρουόμενων συμμαχικών υποσχέσεων στους Άραβες και στους Εβραίους. Τόσο η Βρετανία όσο και η Γαλλία, αλλά κυρίως η πρώτη, υποστήριξαν την επανάσταση των Αράβων και προώθησαν την εθνική αποκατάστασή τους, ενώ παράλληλα υποσχέθηκαν (η Βρετανία ανέλαβε επίσημα το 1917) να προωθήσουν την ίδρυση εθνικής εστίας των Εβραίων.
Συνθήκη των Βερσαλλιών, την 28η Ιουνίου 1919. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομ. χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε μια από τις αιτίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνθήκη Σεβρών, την 10η Αυγούστου 1920. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Τουρκία περιορίστηκε στο μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία, η Αραβία, η Παλαιστίνη στην Αγγλία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης κ.λπ. Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, η συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επέβαλε τελείως διαφορετικό ελληνοτουρκικό καθεστώς τόσο εδαφικά όσο και πληθυσμιακά.
Όλοι ξέρουν για τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, του διαδόχου του θρόνου της Αυστρίας, και της συζύγου του, από έναν εθνικιστή Βόσνιο στο Σεράγεβο την 28η Ιουνίου 1914. Ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά για τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο συγγραφέας Ken Follett γράφει: "Καθένας από τους αυτοκράτορες και τους πρωθυπουργούς έκανε μικρά, εντελώς λογικά βήματα που οδήγησαν στο χειρότερο πόλεμο που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα". Και διακρίνει τέσσερα στάδια στην πορεία προς έναν πόλεμο: τη σπίθα, την κλιμάκωση, την υπαρξιακή απειλή και την ανάληψη δράσης.
Σπίθα είναι η αφορμή.
Σημείο ανάφλεξης είναι ένα μέρος όπου σε μια σύγκρουση μπορεί να εμπλακούν οι μεγαλύτερες δυνάμεις.
Το επόμενο βήμα είναι η κλιμάκωση.
Τότε, το 1914, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ θεώρησε ότι έπρεπε να τιμωρήσει τη Σερβία, έναν αδύναμο και υποδεέστερο δορυφόρο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, έτσι της κήρυξε τον πόλεμο. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την κλιμάκωση.Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήταν ένας εξαιρετικά συντηρητικός, αυστηρός Καθολικός και ένας υπεροπτικός 83χρονος γέρος. Στην αυστριακή ελίτ που κυβερνούσε υπήρχαν κάποιοι που πίστευαν ότι η τιμωρία της Σερβίας, αν και αναγκαία, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με άλλα μέσα εκτός από τον πόλεμο. Γενικά, όμως, η ενέργεια του Φραγκίσκου Ιωσήφ θεωρήθηκε ότι ήταν λογική με βάση τα κριτήρια της εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, η κήρυξη του πολέμου κατά της Σερβίας ανησύχησε τους Ρώσους. Η Σερβία αποτελούσε μέρος της περιοχής των Βαλκανίων που συνόρευε τόσο με την Αυστρία όσο και με τη Ρωσία, δύο μεγάλες αυτοκρατορίες, και η καταπάτηση αυτής της ζώνης από οποιαδήποτε πλευρά θεωρούνταν επιθετική ενέργεια. Έτσι, ο τσάρος Νικόλαος Β΄ κινητοποίησε τον ρωσικό στρατό. Για άλλη μία φορά, μια πιο ήπια αντίδραση ίσως αρκούσε, αλλά οι Ρώσοι στρατηγοί είπαν στον τσάρο ότι ήταν αδύνατη η μερική επιστράτευση, κι έτσι επιστρατεύτηκε ολόκληρη η δύναμη των τριών εκατομμυρίων αντρών. Εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε ότι επρόκειτο για υπερβολική αντίδραση, αλλά εκείνη την εποχή θεωρήθηκε λογική. Ωστόσο, αυτό ήταν το δεύτερο βήμα κλιμάκωσης. Δεν κηρύχτηκε πόλεμος. Δεν πέθανε κανένας. Ο τσάρος Νικόλαος Β΄ δεν πίστευε ότι είχε ξεκινήσει μια σύγκρουση που έμελλε να έχει ολέθριες επιπτώσεις.
Ας αναλογιστούμε τώρα τη θέση του Γερμανού κάιζερ όταν τρία εκατομμύρια Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ρωσίας με τη Γερμανία και με την Αυστρία. Ο κάιζερ Γουλιέλμος ήταν αναγκασμένος να κηρύξει γενική επιστράτευση –οτιδήποτε άλλο θα συνιστούσε όντως παράλειψη καθήκοντος που θα ισοδυναμούσε με προδοσία. Έτσι, η Ευρώπη έκανε άλλο ένα μοιραίο βήμα προς τον όλεθρο.
Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Γερμανούς. Το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο πίστευε ότι μπορούσαν να νικήσουν είτε τη Ρωσία είτε τη Γαλλία, αλλά όχι και τις δυο μαζί. Γι’ αυτό η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε από τη Γαλλία να δεσμευτεί ότι θα τηρούσε ουδέτερη στάση σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας.
Οι Γερμανοί είχαν δίκιο που φοβόντουσαν ένα πισώπλατο χτύπημα. Σαράντα τρία χρόνια νωρίτερα, στο τέλος του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου, η Γερμανία είχε αποσπάσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη από τη Γαλλία και οι Γάλλοι ήθελαν να πάρουν πίσω τα εδάφη αυτά. Όμως η Γαλλία είχε υπογράψει αμυντική συμφωνία με τη Ρωσία, μια συνθήκη που θα παραβιαζόταν με μια δήλωση ουδετερότητας. Οι συμφωνίες μπορούν πάντα να παραβιαστούν, φυσικά, αλλά τη Γαλλία σαφώς τη συνέφερε να διατηρήσει έναν ισχυρό σύμμαχο όπως η Ρωσία.
Θα μπορούσαμε και εδώ να πούμε εκ των υστέρων ότι, αν ο Γάλλος πρωθυπουργός Ρενέ Βιβιανί είχε προχωρήσει σε κάποιο είδος ειρηνευτικών συνομιλιών με τον κάιζερ Γουλιέλμο, ίσως είχε σώσει τις ζωές εκατομμυρίων Γάλλων. Και πάλι, ελάχιστοι έβλεπαν έτσι τα πράγματα εκείνη την εποχή. Εν πάση περιπτώσει, ο Βιβιανί αρνήθηκε κατηγορηματικά να δώσει στον Γουλιέλμο τη διαβεβαίωση που ζητούσαν οι Γερμανοί. Για τον κάιζερ, αυτό αποτελούσε υπαρξιακή απειλή, μια απειλή για την ίδια την ύπαρξη της χώρας του – η οποία, ας μην το ξεχνάμε, ήταν μια χώρα μόλις 43 ετών. Η απλή ένταση μετατράπηκε σε άμεσο κίνδυνο. Η Γερμανία απειλούνταν τόσο από τα ανατολικά όσο και από τα δυτικά. Το Γενικό Επιτελείο στο Βερολίνο πίστευε, μάλλον δίκαια, ότι η μόνη τους πιθανότητα επιβίωσης προϋπέθετε την εξουδετέρωση της Γαλλίας, την οποία θεωρούσαν ότι μπορούσαν να νικήσουν πολύ γρήγορα –και είχαν δίκιο– για να μπορούν μετά, έχοντας εξασφαλισμένα τα νώτα τους, να στραφούν και να αντιμετωπίσουν τον πολύ πιο τρομερό εχθρό από τα ανατολικά.
Έτσι, φτάσαμε γρήγορα στο τελευταίο στάδιο, την ανάληψη δράσης. Η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία και ήρθε η καταστροφή. Το 1914 μόνο το πρώτο και το τελευταίο από τα ντόμινο είχαν πραγματικά δυνατότητα επιλογής. Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ θα μπορούσε να είχε επιλέξει μια λιγότερο εμπρηστική αντίδραση στη δολοφονία του Σεράγεβο. Και τώρα, τη στιγμή της τελευταίας μοιραίας απόφασης πριν αρχίσει το μακελειό, οι Βρετανοί έπρεπε να επιλέξουν αν θα συμμετείχαν ή όχι.
Η Βρετανία είχε αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, αλλά η συμφωνία αυτή μπορούσε να σπάσει με την αιτιολογία ότι η Γαλλία, με την άρνησή της να δηλώσει ουδετερότητα, είχε προκαλέσει μόνη της την εισβολή στα εδάφη της. Όμως οι Βρετανοί ήθελαν να συμμετάσχουν. Είναι ένα κλισέ της ιστορίας μας: οι Βρετανοί ανέκαθεν θεωρούσαν εχθρό τους την ισχυρότερη χώρα στην Ευρώπη και γι’ αυτό κατά κανόνα συντάσσονταν με το μέρος της δεύτερης κατά σειρά ισχυρότερης ευρωπαϊκής δύναμης, για να είναι σίγουροι ότι δε θα υπήρχε ποτέ σοβαρός αντίπαλος της βρετανικής ηγεμονίας. Έτσι, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέβη λίγο-πολύ κατά λάθος.
Στις δημοκρατίες, οι ηγέτες πρέπει να ανταποκρίνονται στην κοινή γνώμη. Οι άνθρωποι απεχθάνονται να δείχνει αδύναμη η χώρα τους και η πίεση που ασκούν ωθεί τους ηγέτες να παίρνουν αποφάσεις κάπως πιο ριψοκίνδυνες απ’ ό,τι θα ήθελαν. Oι αποφάσεις αυτές δεν αποβαίνουν απαραίτητα μοιραίες, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο. Ας ξαναδούμε τις επιλογές που είχαν οι ηγέτες πριν από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου:
Η κήρυξη πολέμου κατά της Σερβίας από τον Φραγκίσκο Ιωσήφ δεν απειλούσε υποχρεωτικά τη Ρωσία· και ο τσάρος και ο κάιζερ θα μπορούσαν να είχαν βρει έναν ειρηνικό τρόπο συνύπαρξης. Το 1914 οι Γερμανοί νόμιζαν ότι η Γαλλία και η Ρωσία θα τους τσάκιζαν σαν ένας τεράστιος καρυοθραύστης που θα τους πίεζε και από τα ανατολικά και από τα δυτικά και ότι η ευημερούσα χώρα που είχαν δημιουργήσει τον τελευταίο μισό αιώνα κινδύνευε να αφανιστεί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι χώρες ρισκάρουν.
Ο κάιζερ Γουλιέλμος δεν ήθελε πόλεμο, αλλά, αν τελικά γινόταν, ήθελε να πολεμήσει με τους δικούς του όρους. Έτσι, εισέβαλε στη Γαλλία. Όμως το θέμα δεν τελείωσε εκεί. Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να μην είχαν επέμβει, αλλά εισέβαλαν στη Γερμανία από τα ανατολικά. Η Ρωσία, ουσιαστικά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, στάση που έβρισκε αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Και οι Βρετανοί θα μπορούσαν να είχαν μείνει απ’ έξω, οπότε η μάχη της Γαλλίας θα ήταν σύντομη και πολλές ζωές θα είχαν σωθεί. Αλλά, για άλλη μία φορά, οι εθνικοί ηγέτες πήραν αποφάσεις που τους φάνηκαν λογικές, ίσως και αναπόφευκτες· και το αποτέλεσμα ήταν μια σφαγή που κράτησε τέσσερα χρόνια. Έναν πόλεμο τέτοιας κλίμακας ποτέ δεν τον είχαν φανταστεί.
Μια σειρά ασήμαντων συγκρούσεων, μία από τις οποίες είναι πιο σοβαρή απ’ ό,τι συνήθως· μια βαθμιαία κλιμάκωση, καθώς η κάθε χώρα αντιδρά όλο και πιο επιθετικά· μια κρίσιμη στιγμή που κάποια χώρα αισθάνεται ότι κινδυνεύει η ίδια της η ύπαρξη· και μετά η μεγάλη απόφαση, για το αν πρέπει να ξεκινήσει ή όχι ένας παγκόσμιος πόλεμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...