Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
1. Οι νέες πηγές πλούτου, που διευκόλυναν τη συντήρηση ενός ολοένα αυξανόμενου γραφειοκρατικού μηχανισμού. 2. Η διατήρηση ισχυρού και ετοιμοπόλεμου στρατού, λόγω των συνεχών πολέμων. 3. Επιβολή της κοσμικής εξουσίας στη θρησκευτική (καθοριστική σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η συμβολή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης). 4. Τα δεινά του Τριαντακονταετούς Πολέμου, σε συνδυασμό με την κοινωνική κρίση των μέσων του 17ου αιώνα, συνέτειναν στη δημιουργία ενός κλίματος για ισχυρές και σταθερές κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα. 5. Η συγκρότηση του σύγχρονου κράτους, τη λειτουργία του οποίου δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν μόνοι τους οι ευγενείς και οι κατακερματισμένες ομάδες της φεουδαρχίας. Στήριγμα της απόλυτης μοναρχίας, υπήρξε μια μορφωμένη υπαλληλία, ενώ κέρδισε την εύνοια των πλούσιων αστών. Η Απολυταρχία δεν ήταν απλά ένα σύστημα διακυβέρνησης. Πρωτίστως αποτέλεσε μια ιδέα, ένα ιδανικό που βρήκε τους θεωρητικούς εκφραστές της στα πρόσωπα κορυφαίων πολιτικών στοχαστών της εποχής:
Ο Γάλλος Ζαν Μποντέν (1530-1596) υποστήριξε ότι η βασιλική εξουσία έπρεπε να είναι απεριόριστη. Μοναδική της δέσμευση αποτελούσαν το θείο και ο φυσικός νόμος. Αντίθετα, δεν χρειάζονταν νομοθετικά και αντιπροσωπευτικά σώματα και ο λαός έπρεπε να υπακούει, χωρίς δικαίωμα εξέγερσης. Ο Μποντέν ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία της κυριαρχίας, δηλαδή της «δια βίου άσκησης της απόλυτης εξουσίας του μονάρχη επάνω στους υπηκόους του».
Ο δεύτερος μεγάλος θεωρητικός της απολυταρχίας ήταν ο Τόμας Χομπς (1588-1679). Όπως και ο Μποντέν,ο Τόμας Χομπς συνέθεσε το έργο του σε μιαν εποχή κρίσης της απολυταρχίας (Επανάσταση της Σφενδόνης στη Γαλλία, Εμφύλιος στην Αγγλία). Τα δύο του έργα De cive (1642) και Λεβιάθαν (1651) στηρίζουν την ιδέα πως οι άνθρωποι στην αρχή της ιστορίας τους ζούσαν σε μια φυσική κατάσταση, όπου κυριαρχούσε η αναρχία, η αθλιότητα, η βία και η ανασφάλεια. Στην προσπάθεια υπέρβασης της φυσικής κατάστασης (status naturalis) συνήψαν ένα σ υ μ β ό λ α ι ο, με το οποίο εκχώρησαν όλα τα δικαιώματά τους στον ηγεμόνα, με αντάλλαγμα την ασφάλειά τους. Αντίθετα με τη θεωρία του Μποντέν, η εξουσία του ηγεμόνα δε γνώριζε περιορισμούς από το φυσικό ή το θείο νόμο, ήταν απόλυτη, τελεσίδικη και αμετάκλητη. Στο σημείο που συγκλίνει με τον Μποντέν είναι στο ότι οι υπήκοοι όφειλαν υπακοή στο μονάρχη τους άνευ όρων (την ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου θα την ξανασυναντήσουμε στον Ρουσώ, ένα αιώνα μετά).
Στην εφαρμογή του ιδεώδους της Απολυταρχίας υπήρχε απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς στην πραγματικότητα οι απόλυτοι μονάρχες προσέκρουαν σε διάφορους περιορισμούς και δοκιμασίες. Το Κράτος των πρώιμων Νέων Χρόνων δεν ήταν ακόμα τόσο ισχυρό και τα περιθώρια επέμβασής του στην καθημερινότητα των κατοίκων όλης της επικράτειας ήταν περιορισμένα. Οι μονάρχες συνήθως σέβονταν τους γραπτούς και άγραφους νόμους, το εθιμικό δίκαιο και τις παραδόσεις των υπηκόων τους και δεν παρέβλεπαν τα συμφέροντα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, κυρίως των ευγενών και των εμπόρων. Έτσι, στην πραγματικότητα, η απόλυτη μοναρχία δεν κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά. Τα όργανα αντιπροσώπευσης των μεσαιωνικών τάξεων (των ευγενών, του κλήρου και, σε μικρότερο βαθμό, των αστών των πόλεων) λειτούργησαν ως αντίβαρο στη βασιλική εξουσία: αναφέρω χαρακτηριστικά τις επαρχιακές συνελεύσεις στη Γαλλία, το Parliament στην Αγγλία και στη Σικελία, τα Κόρτες στην Ισπανία, το Γενικό Συμβούλιο στις Κάτω Χώρες, η Σεμ στην Πολωνία, το Ρίκσνταγκ στη Σουηδία, το Ράιχσταγκ στη Γερμανική Αυτοκρατορία και τα Landtage (περιφεριακά κοινοβούλια) στα γερμανικά κράτη: αυτά τα αντιπροσωπευτικά όργανα των κυρίαρχων στρωμάτων σπανίως διαλύονταν από τους μονάρχες, οι οποίοι, ωστόσο, τα παράκαμπταν, παρακώλυαν τη λειτουργία τους, τα υπονόμευαν και σε πολλές περιπτώσεις τα αποδυνάμωναν. Οι αντιδράσεις των ευγενών και των τοπικών αρχόντων στις μεθοδεύσεις του εκάστοτε μονάρχη συχνά έπαιρναν τη μορφή εξεγέρσεων στην Ευρώπη των πρώιμων Νέων Χρόνων.
Οι κάτοικοι της Γαλλίας διακρίνονταν στους προνομιούχους και τον κοινό λαό. Οι προνομιούχοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία, περίπου το 2% του πληθυσμού. Αλλά αυτοί κατείχαν την περισσότερη γη, είχαν όλα τα αγαθά, ζούσαν μια τρομερά σπάταλη και πλούσια ζωή και κυβερνούσαν τον τόπο. Δύο τάξεις, ο κλήρος και οι ευγενείς αποτελούσαν τους προνομιούχους. Στον κλήρο ανήκαν 130.000 άτομα. Ο ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, ηγούμενοι) αριθμούσε 5-6 χιλιάδες ανθρώπους, εφοδιασμένους με πλούσια εισοδήματα. Ο κατώτερος κλήρος είχε πενιχρές αποδοχές και ζούσε όπως ο φτωχός λαός. Περίπου 40.000 ευγενείς ζούσαν από εισοδήματα και αργομισθίες. Παρόλα αυτά στον 18ο αιώνα εμφανίζονταν εξαιρετικά απαιτητικοί. Απέκλειαν από τα ανώτερα αξιώματα και τις προσοδοφόρες θέσεις όσους είχαν κατώτερη προέλευση, δηλαδή τους μη ευγενείς. Ο μεγάλος όγκος του λαού βρισκόταν απέναντι από την μειοψηφία αυτή των προνομιούχων. Όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι ονομάζονταν συνεκδοχικά με μια μεσαιωνική ονομασία: Tiers Etat, Τρίτη τάξη. Καλλιεργητές της γης, εργάτες και αστοί (έμποροι και επαγγελματίες των πόλεων) αποτελούσαν την τάξη αυτή.
Στη Γαλλία είχαν γίνει βήματα ενίσχυσης της μοναρχικής εξουσίας ήδη από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα, μέσω της συγκρότησης του αξιόπιστου γραφειοκρατικού μηχανισμού, της τακτικής είσπραξης φόρων από τους υπηκόους και της ύπαρξης ισχυρού στρατού, λόγω του Εκατονταετούς Πολέμου (ο πόλεμος συνέβαλε στον περιορισμό των αποσχιστικών τάσεων και την αποδυνάμωση της αριστοκρατίας. Επιπλέον, το 1516, ο Γάλλος βασιλιάς απέκτησε το προνόμιο διορισμού όλων των επισκόπων και ηγουμένων, εδραιώνοντας την πολιτική υπεροχή του έναντι της εκκλησίας. Δύο γεγονότα στη διάρκεια του 16ου αιώνα – οι συνεχείς πολεμοι με την Ισπανία των Αψβούργων στο Α’ μισό και ο εμφύλιος μεταξύ καθολικών και Ουγενότων (Huguenots) στο Β’ μισό – εξασθένισαν τη γαλλική μοναρχία για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Ερρίκος Δ’ (Ηenri III) της Ναβάρας απεκατέστησε την εσωτερική γαλήνη και, με τη βοήθεια του πρωθυπουργού Συλλύ, προώθησε τον οικονομικό εκσυγχρονισμό και στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής. Έδωσε θρησκευτική ελευθερία στους Ουγενότους με το Διάταγμα της Νάντης και κατέπαυσε τους θρησκευτικούς πολέμους, Περιόρισε τη δύναμη των ευγενών, βοήθησε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας, απέσπασε την συμπάθεια του λαού. Το 1610 δολοφονήθηκε και λόγω της ανηλικιότητας του διαδόχου Λουδοβίκου Η’ που τον επιτροπεύει η μητέρα του Μαρία των Μεδίκων, η βασιλική εξουσία εξασθενεί.
Ακολούθως, ο Λουδοβίκος ΙΓ’ με τη βοήθεια του παντοδύναμου πρωθυπουργού Ρισελιέ, κατά την περίοδο 1624-1642, εξόντωσε τους απείθαρχους ευγενείς και τους Ουγενότους. Ωστόσο, η μοναρχία φτάνει στο απόγειό της την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’, όταν η Γαλλία ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη. Ο Λουδοβίκος ενσάρκωσε την ιδέα της απόλυτης μοναρχίας και πίστευε πως ήταν μονάρχης "ελέω θεού" από τον οποίο εξαρτιόνταν η ευημερία του λαού του. Με τη βοήθεια του βασιλικού συμβουλίου και των υπουργών, κυβέρνησε ως επικεφαλής ενός βελτιωμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού που επεξέτεινε τις δικαιοδοσίες του σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής (διοίκηση, δίκαιο, οικονομία). Φορείς της βασιλικής εξουσίας στην επαρχία ήταν οι βασιλικοί επιμελητές που ασκούσαν τη διακυβέρνηση και οι στρατιωτικοί διοικητές. Ο μονάρχης, από την πλευρά του, ώφειλε να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, τους κανόνες διαδοχής, τη ρωμαιοκαθολική θρησκεία, τη ζωή και τα αγαθά των υπηκόων του. Εκτός της πολιτικής η απολυταρχία ήταν και οικονομική (μερκαντιλισμός=ανάμειξη του μονάρχη στις συναλλαγές και την οικονομική δραστηριότητα των υπηκόων του). Επίσης, στην περίοδο της βασιλείας του, ο Λουδοβίκος χειρίστηκε με αυταρχικό τρόπο τα θρησκευτικά ζητήματα και αποδυνάμωσε πολιτικά τους ευγενείς. Συγκεντρώνοντας τους ευγενείς του στην πιο λαμπρή αυλή της Ευρώπης κατάφερε να τους ελέγχει καλύτερα, ενώ ταυτόχρονα προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος στη βασιλεία του. Ωστόσο, η συγκεντρωτική πολιτική του Λουδοβίκου ΙΔ’ δεν βρήκε άξιους συνεχιστές κι έτσι από το 1715 μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση, στη Γαλλία επικράτησε η αυθαιρεσία, η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η σπατάλη. Τα φαινόμενα αυτά επιδείνωσαν τα ήδη οξυμμένα προβλήματα των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Το πρώτο μέρος της βασιλείας του Λουδοβίκου ( Louis XIV) περιλαμβάνει διοικητικές μεταρρυθμίσεις και αναρρύθμιση της φορολογίας (δημοσιονομικής πολιτικής): με τη δημιουργία του "βασιλικού οικονομικού συμβουλίου" ( Conseil royal des finances:12 Σεπτεμβρίου 1661) τα οικονομικά ρυθμίζονται από τον οικονομολόγο Κολμπέρ και από τον νομικό François-Michel Le Tellier, που τελικά χρηματοδοτεί όλους τους πολέμους του Λουδοβίκου. Υπάρχουν, επίσης, το "Ύψιστο Συμβούλιο" (Conseil d'en haut) που περιλαμβάνει ελάχιστους υπουργούς, το conseil des dépêches, που συνέρχεται κάθε Δευτέρα για να ρυθμίσει τα οικονομικά ζητήματα των επαρχιών της αυτοκρατορίας, το conseil des finances για ελάσσονα (κατά την εκτίμηση του Κολμπέρ, βεβαίως) οικονομικά ζητήματα, το Συμβούλιο των "επιμέρους" (des parties) για δικαστικές υποθέσεις και το Συμβούλιο της Καθολικής Θρησκείας ("των συνειδήσεων", des consciences, όπως αποκαλείται) για θρησκευτικές υποθέσεις. Όλα αυτά τα επιμέρους συμβούλια απλώς υπερτονίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό στις υποθέσεις της επικράτειας. Μέχρι το 1671, η "παρέα" του Κολμπέρ κυβερνά παρασκηνιακά με απόλυτο παρεμβατισμό: όταν ξεκινούν οι πολεμικές συγκρούσεις με την Ολλανδία, τα έξοδα φτάνουν σε αστρονομικά ποσά. Η τεράστια διαφορά ηλικίας του οικονομολόγου πολιτικού Κολμπέρ με τον βασιλιά Λουδοβίκο ( ο Κολμπέρ τότε ήταν 52 ετών ενώ ο Λουδοβίκος ήταν 33) είναι χαρακτηριστική του ελέγχου που ασκούσε η πολιτική του Κολμπέρ στις αποφάσεις του δεύτερου. Ο βασιλιάς δεν θα τον εμπιστευθεί για πολύ: θα στραφεί στον νεώτερο, πλησιέστερο στην ηλικία του οικονομολόγο Louvois, που έως το 1685 θα εγκρίνει όλα τα παράλογα, προκλητικά έξοδα εξοπλισμών και οργάνωσης πολέμων που θα διεξαγάγει ο Λουδοβίκος, προς μεγάλη οργή του λαού.
Το ανάκτορο των Βερσαλλιών είναι αντιπροσωπευτικό έργο της ακμής του ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΥ στην αρχιτεκτονική.
H αίθουσα των κατόπτρων (Βερσαλλίες)
Οι κήποι των Βερσαλλιών
Κάτοψη της αυλής των ανακτόρων
Ο πρώτος απόλυτος μονάρχης της Πρωσίας ήταν ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος (1640-1688) από την οικογένεια των Χοεντσόλερν. Φρόντισε να δημιουργήσει μόνιμο στρατό και συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης. Επιβλήθηκε στους ευγενείς και συγκρότησε ένα σώμα αξιωματούχων πιστών στον ηγεμόνα. Ο εγγονός του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α’ συνέχισε το έργο του προκατόχου του. Εισήγαγε την υποχρεωτική στράτευση και επέβαλε ένα συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, το οποίο εξαρτιόταν άμεσα από τον ίδιο. Αποτέλεσμα των προσπαθειών του ήταν η δημιουργία μιας αξιόπιστης υπαλληλίας. (186) Μεγάλος Πέτρος
Το απολυταρχικό κράτος διαφύλαξε το φεουδαρχικό κοινωνικό καθεστώς. Οι ευγενείς δεν έχασαν τα προνόμιά τους στην οικονομία και την κοινωνία αλλά συνάμα υπηρέτησαν το απολυταρχικό καθεστώς. Η απολυταρχία δεν εξαφάνισε τα αριστοκρατικά προνόμια, αντίθετα προστάτευσε και σταθεροποίησε την κοινωνική κυριαρχία της κληρονομικής αριστοκρατικής τάξης στην Ευρώπη. Εξάλλου τόσο η αριστοκρατία όσο και η μοναρχία έπεσαν θύματα της Γαλλικής επανάστασης. «…Σε όλη τη διάρκεια των Πρώιμων Νέων Χρόνων η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική τάξη ήταν η ίδια με τη μεσαιωνική εποχή: η φεουδαρχική αριστοκρατία. Αν και υπέστη βαθιές μεταβολές και μεταμορφώσεις μεταξύ 16ου & 18ου αιώνα, δεν εκτοπίστηκε ποτέ από την πολιτική εξουσία» Η Απολυταρχία, ως σύστημα διακυβέρνησης και ακόμα περισσότερο ως πολιτική φιλοσοφία, απέτυχε να σταθεροποιήσει το καθεστώς της στην Ευρώπη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Γαλλική Επανάσταση προκάλεσε βίαιες ανατροπές και βαθιά ρήγματα στο πολιτικό σύστημα της Ευρώπης, ενώ ο φιλελευθερισμός και ο κοινοβουλευτισμός ενέπνευσαν την παγκόσμια δύναμη του 19ου αιώνα (Μεγάλη Βρετανία) και την παγκόσμια υπερδύναμη του 20ου αιώνα (Η.Π.Α.).
Η φωτισμένη απολυταρχία δεν αποτελούσε ξεχωριστό πολιτικό σύστημα, εφόσον διατήρησε τα περισσότερα δομικά στοιχεία και μέσα επιβολής της απόλυτης μοναρχίας. Η φωτισμένη απολυταρχία (ή «δεσποτεία») προήλθε από τις επαφές ορισμένων ηγεμόνων με τις νεωτεριστικές ιδέες του Διαφωτισμού για το κράτος και την εξουσία και από την επιθυμία να τις εφαρμόσουν στα κράτη τους. Αν και τα αποτελέσματα υπήρξαν περιορισμένα, ενισχύθηκε η πίστη στην ορθολογική και όχι θεία προέλευση της μοναρχίας, προβλήθηκε η αντίληψη του κράτους ως αποπροσωποποιημένου και αφηρημένου θεσμού, όπως και του ηγεμόνα ως οργάνου της κοινωνίας.
Όπως θα δούμε παρακάτω, οι ιδέες του Διαφωτισμού θα βρουν αρκετή απήχηση ανάμεσα στους ("πεφωτισμένους") μονάρχες της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας. Και εκεί όμως θα παραμείνουν περιορισμένες, επιφανειακές και σύντομες. Επίσης, η εκδοχή της φωτισμένης απολυταρχίας θα επηρεάσει και μια σειρά μικρών κρατών και θα υιοθετηθεί ως τρόπος διακυβέρνησης από τους φιλομεταρρυθμιστές Γερμανούς ηγεμόνες της Βαϊμάρης, της Βάδης, της Βιττεμβέργης, της Σαξονίας και άλλων, όπως από τους μονάρχες (και υπουργούς) της Δανίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και των ιταλικών κρατών της Σαβοΐας, της Τοσκάνης, της Πάρμας και της Νεάπολης, τέλος δε από μερικούς Φαναριώτες ηγεμόνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας.
Οι γνωστότεροι εκπρόσωποι της "πεφωτισμένης" απολυταρχίας στην Ευρώπη του 18ου αιώνα ήταν ο Ιωσήφ Β’ της Αυστρίας (σε μικρότερο βαθμό και η μητέρα του Άννα Θηρεσία), ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας και η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας. Οι μεταρρυθμίσεις στην Αυστρία των Αψβούργων άρχισαν από την Μαρία Θηρεσία με την συμπαράσταση του πρωθυπουργού της Kaunitz, δημιούργησε τακτικό αυτοκρατορικό στρατό και περιόρισε την εξουσία της εκκλησίας προς όφελος του κράτους. Κρατικοποίησε τα σχολεία όλων των βαθμίδων και συνέβαλε στην προαγωγή και επέκταση της στοιχειώδους, μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης. Ακόμα πιο ένθερμος υποστηρικτής της φωτισμένης απολυταρχίας, υπήρξε ο γιος της Ιωσήφ Β’ (1780-1790), γνωστός και ως «εστεμένος επαναστάτης». Η ριζοσπαστική πολιτική που ακολούθησε προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του κλήρου και της αριστοκρατίας. Ο αυτοκράτορας έθεσε στόχο της πολιτικής του την βελτίωση της ποιότητας ζωής των χαμηλών στρωμάτων. Ωστόσο, τα σχέδιά του για απελευθέρωση των δουλοπάροικων, επιβολή φόρων στους ευγενείς, δημιουργίας κοσμικής παιδείας και μείωσης της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν υλοποιήθηκαν λόγω της αντίδρασης των ευγενών (κυρίως των Ούγγρων) και του κλήρου. Κατάφερε όμως να δημιουργήσει ένα προηγμένο γραφειοκρατικό σύστημα (καμεραλισμός) στην Αυστρία. Τη δημόσια διοίκηση στελέχωσαν άρτια καταρτισμένοι, επαγγελματίες και νομιμόφρονες γραφειοκράτες, που δρούσαν ανασχετικά απέναντι στα συμφέροντα των ευγενών, της εκκλησίας και των εθνοτήτων.
Προτεραιότητα του Φρειδερίκου Β’ (1740-1796) της Πρωσίας ήταν η χρηστή διακυβέρνηση του κράτους. Επηρεασμένος από το μεταρρυθμιστικό πνεύμα πρέσβευε πως ήταν ο «πρώτος υπηρέτης» του κράτους. Πήρε μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα και φρόντισε για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Όπως και ο Ιωσήφ της Αυστρίας δεν απελευθέρωσε τους δουλοπάροικους φοβούμενος την δυσαρέσκεια των ισχυρών ευγενών. Την ίδια στάση κράτησε και η τσαρίνα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη (1762-1796). Παρά τα σχέδιά της για βελτίωση της θέσης των δουλοπάροικων, κατέστειλε με σκληρότητα τη βίαιη εξέγερση των Ρώσων αγροτών (1773-1774). Διατηρούσε αλληλογραφία με Γάλλους φιλόσοφους και ασχολείτο με τη λογοτεχνία ως αναγνώστρια και ως συγγραφέας. Στον κοινωνικό τομέα, ίδρυσε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία. Η φωτισμένη απολυταρχία εντάσσεται στο τελικό στάδιο εξέλιξης της φεουδαρχικής κοινωνίας και ότι ενώ προσπάθησε να διορθώσει κάποιες κακές πλευρές του απολυταρχικού συστήματος δεν ήταν έτοιμη να εφαρμόσει πλήρως τη θεωρία του Διαφωτισμού και να διασαλεύσει την άρχουσα κοινωνική και πολιτική τάξη.
Η Αγγλία κατέχει μιαν ιστορική ιδιαιτερότητα που στη σφαίρα της πολιτικής. Η απόλυτη μοναρχία έχασε τα προνόμιά της αρκετά νωρίς σε σχέση με άλλες χώρες. Ο Ιάκωβος Α’ (1603-1625) των Στιούαρτ, κυβέρνησε απολυταρχικά και αδέξια Στην προσπάθειά του να ενισχύσει την εξουσία του, υιοθέτησε το δόγμα της «ελέω θεού» μοναρχίας, επέβαλε έκτακτους φόρους χωρίς τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου και ευνόησε τους υποστηρικτές του, αγνοώντας συνάμα τα συμφέροντα των επιφανών υπηκόων. Σαν απάντηση στις αντιδράσεις των βουλευτών για τους έκτακτους φόρους διέλυσε και τις δύο βουλές και ανέστειλε τη λειτουργία τους για δέκα χρόνια. Ακόμα σκληρότερη υπήρξε η πολιτική του γιού του Καρόλου Α’ (1642-1649), ξεσηκώνοντας μεγάλες αντιδράσεις. Η χώρα οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο(1642-1649). Ο βασιλιάς είχε συμμάχους ορισμένους μεγάλους ευγενείς και γαιοκτήμονες, την αγγλικανική εκκλησία και τους καθολικούς. Οι αντίπαλοί του ήταν οι μικροί γαιοκτήμονες, οι έμποροι, και οι βιοτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν πουριτανοί. Οι βασιλικοί ηττήθηκαν το 1646 και τρία χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς αποκεφαλίστηκε. Κύριος της κατάστασης έγινε ο Όλιβερ Κρόμγουελ, επικεφαλής μιας ριζοσπαστικής ομάδας πουριτανών και στρατιωτικός διοικητής των κοινοβουλευτικών
Ο Κρόμγουελ, διέλυσε τη βουλή των λόρδων και δημιούργησε τη μοναδική, έστω και ολιγαρχική, δημοκρατία στην αγγλική ιστορία, με ανώτατο εκτελεστικό όργανο το Συμβούλιο του Κράτους που αριθμούσε 41 μέλη και διοικούνταν από τον ίδιο. Μολονότι ο Κρόμγουελ προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, βρήκε μπροστά του την απροθυμία ενός «συντηρητικού» κοινοβουλίου, το οποίο ελέγχονταν από μεγαλοαστούς και από την επαρχιακή αριστοκρατία. Εκμεταλλευόμενοι τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, τα μέλη της κάτω βουλής βρέθηκαν με τριπλάσιες εκτάσεις γης από τους Λόρδους. Ο Κρόμγουελ συνειδητοποιώντας την ωφελιμιστική νοοτροπία των μελών του κοινοβουλίου, διέλυσε το κοινοβούλιο το 1653 και επέβαλε προσωποπαγή δικτατορία. Το καθεστώς του επιβίωσε με μεγάλες δυσκολίες κυρίως χάρη στις επιτυχίες στο εξωτερικό. Κατέστειλε άγρια την εξέγερση των Ιρλανδών, ανακατέλαβε τη Σκωτία, ανέκτησε τη Δουνκέρκη συμμαχώντας με τους Γάλλους εναντίον των Ισπανών. Στο εσωτερικό όμως εμφανίστηκαν κινήματα με ριζοσπαστικές ιδέες. Τα μεγαλύτερα ήταν οι Ισοπεδωτές που διεκδικούσαν: ίσα πολιτικά δικαιώματα, γραπτό σύνταγμα, καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άντρες, αναγνώριση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα πιο ριζοσπαστικοί ήταν οι Σκαπανείς, που έφτασαν να ζητούν την κοινωνική ισότητα και κοινοκτημοσύνη των αγαθών. Η Αγγλία των μέσων του 17ου αιώνα είχε γίνει εργαστήρι παραγωγής επαναστατικών ιδεών, οι οποίες έμελλε να καθοδηγήσουν τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των αστών από τον 18ο αιώνα και κυρίως της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Δυο χρόνια μετά το θάνατο του Κρόμγουελ το σύστημα που είχε δημιουργήσει κατέρρευσε. Έτσι το 1660 ο Κάρολος Β, γιος του απαγχονισμένου μονάρχη ανακηρύχθηκε βασιλιάς από το νεοεκλεγμένο κοινοβούλιο. Η παλινόρθωση της μοναρχίας έγινε εφικτή καθώς ο μονάρχης δεσμεύτηκε να σέβεται το κοινοβούλιο και τις αρχές της Μάγκνα Κάρτα. Αυταρχική ήταν η πολιτική των βασιλέων της Δυναστείας των Στιούαρτ από τις αρχές του 17ου αιώνα, η οποία οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και μετά από σύντομη επάνοδο της απόλυτης μοναρχίας, καταλήγει στην Ένδοξη Επανάσταση και στην εγκαθίδρυση της 1ης κοινοβουλευτικής (ή συνταγματικής) μοναρχίας στον κόσμο
Ωστόσο η φιλοκαθολική και αυταρχική στάση που υιοθέτησαν τόσο ο Κάρολος Β’ (1660-1685) όσο και ο αδελφός του Ιάκωβος Β’ (1685-1688), επέφεραν την Ένδοξη Επανάσταση (1688-1689), η οποία αποτέλεσε μια αναίμακτη και σημαντική για την πολιτική ιστορία της Αγγλίας και της Ευρώπης ενέργεια του κοινοβουλίου. Οι πολιτικοί της Αγγλίας κάλεσαν τον Γουλιέλμο της Οράγγης, σύζυγο της νόμιμης διαδόχου του θρόνου Μαίρης Στιούαρτ, να αναλάβει το θρόνο κάτω από νέους όρους και προϋποθέσεις. Η απόλυτη μοναρχία αποτελούσε οριστικά παρελθόν για την Αγγλία.
Κατοχυρώθηκαν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, Eξισορροπήθηκαν οι εξουσίες του θρόνου με τα δικαιώματα του κοινοβουλίου, Περιορίστηκαν τα περιθώρια αυθαιρεσίας του μονάρχη, με σαφή καθορισμό των προνομίων του.
Ο Χάρτης των Δικαιωμάτων του 1689 απαγόρευε στον βασιλιά να αναστέλλει την ισχύ των νόμων και να επιβάλει χωρίς λόγο σκληρές ποινές και πρόστιμα. Η πολιτική συγκυρία συνέβαλε στην εδραίωση της κοινοβουλευτικής μοναρχίας. Οι βασιλείς της δυναστείας του Ανόβερου, διέμεναν περισσότερο στη Γερμανία και έως το 1760 λίγο ενδιαφέρονταν για την αγγλική πολιτική ζωή. Το κυβερνητικό έργο ανέλαβε ένα υπουργικό συμβούλιο που στηρίζονταν στη πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Ο σερ Ρόμπετ Ουόλπολ ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που κυβέρνησε ως αρχηγός της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής παράταξης των Ουίγων. Στο κόμμα των Γουίκς αντιπαρατίθεται εκείνο των Τόρις, θέτοντας τις βάσεις του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος. Βέβαια, στην πραγματικότητα τα κόμματα αποτελούσαν αριστοκρατικές φατρίες, με επικεφαλής μεγαλογαιοκτήμονες που έλεγχαν πελατειακά δίκτυα σε όλη τη χώρα. Τόσο την Βουλή των Λόρδων όσο και την Βουλή των κοινοτήτων έλεγχε η αριστοκρατία, την οποία ευνοούσε το εκλογικό σύστημα. Το νέο πολιτικό καθεστώς προκάλεσε το θαυμασμό των φιλοσόφων και των διαφωτιστών, ενθάρρυνε τους αντιπάλους της απολυταρχίας στην ηπειρωτική Ευρώπη και λειτούργησε ως πρότυπο για την Αμερικάνικη και την Γαλλική επανάσταση. Πολλές από τις διατάξεις του αγγλικού Χάρτη των Δικαιωμάτων του 1689 συμπεριλήφθηκαν αργότερα στη γαλλική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι Ηνωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών ανέπτυξαν ένα ιδιότυπο καθεστώς ομοσπονδιακής δημοκρατικής ολιγαρχίας. Η ηγετική δύναμη ήταν η Ολλανδία αλλά κάθε επαρχία διατηρούσε την αυτονομία της, τη δική της Συνέλευση των Τάξεων και το δικό της Κυβερνήτη. Στη Γενική Συνέλευση των Τάξεων που συνέρχονταν στη Χάγη λαμβάνονταν αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική, για αποικιακά και δημοσιονομικά θέματα και απαιτούνταν ομοφωνία.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα, η Πολωνία δημιούργησε ένα ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα, μείγμα αριστοκρατικής δημοκρατίας και μοναρχίας, το οποίο στην ουσία την κατέστησε ακυβέρνητη και υποχείριο των γειτονικών ισχυρών μοναρχιών. Αποτέλεσμα ήταν ο διαμελισμός και η πολιτική της εξαφάνιση στα τέλη του 18ου αιώνα.
Τέλος το Οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης φάνταζε ξένο στα μάτια των Ευρωπαίων. Αυτή η έκφραση ανατολίτικου δεσποτισμού, διέφερε από την ευρωπαϊκή απολυταρχία σε όλες της τις εκδοχές. Όλες οι κτήσεις των Οθωμανών στη Ευρώπη άνηκαν στον σουλτάνο, ο οποίος ήταν ο ανώτερος κοσμικός και πνευματικός ηγέτης, διαθέτοντας απεριόριστες εξουσίες. Λόγω της παντελούς έλλειψης αντιπροσωπευτικών θεσμών και συλλογικών οργάνων ελέγχου, η εύρυθμη λειτουργία της αυτοκρατορίας εξαρτιόνταν από την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τις διοικητικές ικανότητες του εκάστοτε σουλτάνου.
Από τα τέλη του 14ου αιώνα συγκροτήθηκε μια αποκεντρωμένη και δημοκρατική συνομοσπονδία στα καντόνια της Ελβετίας.
Στην Ιταλία και την Γερμανία υπήρξαν πολιτικά ανεξάρτητες ή αυτόνομες νησίδες που δε γνώρισαν απολυταρχική και διακυβέρνηση. Πρόκειται για πόλεις κράτη, οι οποίες λειτουργούσαν ως εμπορικά, βιοτεχνικά, χρηματιστικά κέντρα στην ευρύτερη περιοχή, όπως Βενετία Γένοβα, Ραγούζα, Αμβούργο, Βρέμη, Λυβέκη. Το πολίτευμα ήταν ολιγαρχικό και η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων οικογενειών αριστοκρατών, εμπόρων, εφοπλιστών και χρηματιστών.
ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ
Το πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη κατά τον 16ο αιώνα διέφερε από το μεσαιωνικό κυρίως ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στην αριστοκρατία και τον μονάρχη. Η κρίση της φεουδαρχίας και η αύξηση των βασιλικών πόρων μέσω της φορολογίας επέτρεψε τη συντήρηση μεγάλων στρατών μόνιμου χαρακτήρα, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της μοναρχίας από τα τέλη του 15ου αιώνα σε Αγγλία, Ισπανία και Γαλλία και κατά το Β’ μισό του 17ου αιώνα σε Πρωσία, Αυστρία, Ρωσία. Τη θεωρητική θεμελίωση της απεριόριστης βασιλικής εξουσίας ανέλαβαν ο Άγγλος Χομπς και ο Γάλλος Μποντέν. Στην πράξη όμως η μοναρχία δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο ήθελε να δείχνει και κινδύνευε εάν δε διασφάλιζε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας. Πρότυπο της απόλυτης μοναρχίας αναπτύχθηκε στη Γαλλία τον 17ο αιώνα, κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η εδραίωση της απόλυτης μοναρχίας σηματοδότησε και τις απαρχές συγκρότησης του σύγχρονου κράτους με το συγκεντρωτικό του χαρακτήρα, το στρατό, τους αξιωματούχους, την υπαλληλία. Οι ηγέτες που επηρεάστηκαν από τα ανθρωπιστικά κηρύγματα του Διαφωτισμού, οδήγησαν στην φωτισμένη απολυταρχία κατά το Β’ μισό του 18ου αιώνα. Τα οράματά τους όμως εφαρμόστηκαν ελάχιστα και μόνο όταν ήταν ακίνδυνα για την τάξη των ευγενών. Η απόλυτη μοναρχία νικήθηκε οριστικά στην Αγγλία στα τέλη του 17ου αιώνα. Στους Πρώιμους Νέους Χρόνους, εκτός της μοναρχίας, υπήρξαν και αριστοκρατικές και αστικές ολιγαρχίες, δημοκρατίες πόλεων κρατών όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, ομοσπονδιακές συσσωματώσεις σε Ολλανδία και Ελβετία.
OI BAΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΟΥΣ
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, ως συνέχεια του Βασιλείου της Ανατολικής Φραγκίας, στο οποίο οφείλεται το όνομα Αυστρία (<αυγή + ρηγία >αυζή+ρηία >αυζρία = ανατολικό βασίλειο, Osterreich), στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, εκπροσωπούσε σε επίπεδο κράτους το σύνολο του Γερμανικού Έθνους, περιλαμβάνοντας εκτάσεις που σήμερα ανήκουν στην Αυστρία, την Γερμανία και την Ιταλία. Από το 1438 το κράτος είχε πρωτεύουσα την Βιέννη και άρχισε να συνδέεται όλο και περισσότερο με την σημερινή Αυστρία. Η Μεταρρύθμιση, που κατέληξε σε θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο (1546 – 1547), δίχασε ακόμη περισσότερο τις Γερμανικές χώρες, καθώς υποστηρίχθηκε για προσωπικούς λόγους από τους τοπικούς φεουδάρχες, οι οποίοι, μεταξύ των άλλων, αναζητούσαν αιτίες αντίδρασης προς την αυτοκρατορική εξουσία ή αποσκοπούσαν στην ιδιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ (1519 – 1556) αρχικά προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές, αλλά αργότερα επιχείρησε να καταπνίξει την Μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει τον Τουρκικό κίνδυνο στα νοτιοανατολικά σύνορα του κράτους του και την πολιτική της Γαλλίας για υποβοήθηση των Διαμαρτυρόμενων. Παράλληλα αποδύθηκε σε μακροχρόνιο πόλεμο με τους Γάλλους ευγενείς διεκδικώντας κτήσεις στην Ιταλία (1521 – 1559).
Κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης οι Αψβούργοι αποδείχτηκαν υπέρμαχοι του Καθολικισμού. Ο Φερδινάνδος Α΄ (1556 – 1564) ευνόησε την εγκατάσταση Ιησουϊτών στην Αυστρία, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε σχολεία και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο Μαξιμιλιανός Β΄ (1564 – 1576) τήρησε ηπιότερη στάση απέναντι στους Διαμαρτυρόμενους, αλλά στα χρόνια του Ροδόλφου Β΄ (1576 – 1612) η θρησκευτική αδιαλλαξία ανάγκασε τους Λουθηρανούς να σχηματίσουν την Ευαγγελική Ένωση το 1608, με την οποία αντιπαρατέθηκε ο Καθολικός Σύνδεσμος που ιδρύθηκε τον επόμενο χρόνο. Κατάληξη της θρησκευτικής διαμάχης που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση, ήταν ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648), αφετηρία του οποίου ήταν η υποψηφιότητα για τον αυτοκρατορικό θρόνο του καθολικού Φερδινάνδου Β΄ (1619 – 1687), που είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια πρόσκτησης της Βοημίας από τους Διαμαρτυρόμενους, με στόχο να αποκτήσουν υπεροχή μιας ψήφου στο σώμα των εκλεκτόρων.
Μια από τις συνέπειες του πολέμου, πέρα από την ανάδειξη της Γαλλίας σε πρώτη δύναμη της Ευρώπης και την καταστροφή της Γερμανίας, ήταν η δημιουργία του κράτους της Πρωσίας, με πρώτο δούκα τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο (1640 – 1688), ιδρυτή της δυναστείας των Χοεντσόλερν (Hohenzollern), το οποίο, περιλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της σημερινής Γερμανίας και μέρος της Πολωνίας, ανακηρύχθηκε βασίλειο το 1701 από τον Φρειδερίκο Α΄ (1688 – 1713) και απετέλεσε μία πολιτική δύναμη στήριξης των Διαμαρτυρόμενων και μία εστία ανταγωνισμού απέναντι στο κράτος των Αψβούργων. Στον νότο οι Αψβούργοι, έχοντας έδρα του κράτους τους την Βιέννη, μετά την απόκρουση των Τούρκων το 1683 και τις συνακόλουθες συνθήκες ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), και την κατάκτηση της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας το 1699 από τον Λεοπόλδο Α΄ (1658 – 1705) και σημαντικού μέρους της Ιταλίας το 1714 από τον Ιωσήφ Α΄ (1705 – 1711), προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από τα ζητήματα της Πρωσίας, όταν όμως το 1740 διακόπηκε η ανδρική γραμμή διαδοχής του θρόνου των Αψβούργων, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Β΄ ο Μέγας (1740 – 1786) αντέδρασε στην εκλογή της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας ως αυτοκράτειρας, με συνέπεια τον Πόλεμο για την Διαδοχή του Αυστριακού Θρόνου (1740 – 1748), ο οποίος συνεχίστηκε με τον Επταετή Πόλεμο (1756 – 1763). Οι πόλεμοι αυτοί έληξαν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, εκτός από την αύξηση του κύρους του Φρειδερίκου Β΄, ως κύριου εκπρόσωπου και προασπιστή του Γερμανικού κόσμου, καθώς η Μαρία Θηρεσία είχε συμμαχήσει με την Γαλλία και την Ρωσία. Από την άλλη μεριά όμως η Μαρία Θηρεσία (1740 – 1780) υπήρξε ο θεμελιωτής του σύγχρονου κράτους της Αυστρίας, με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, που είχαν σχέση με την νομοθεσία, την παιδεία, την φορολογία, τον περιορισμό της ισχύος των φεουδαρχών και της εξουσίας τους πάνω στους αγρότες και με διοικητικές ρυθμίσεις, όπως η ίδρυση του Συμβουλίου του Κράτους ως ανώτατου οργάνου άσκησης της διοικητικής εξουσίας.
Το σημαντικότερο γεγονός στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα ήταν οι αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός, του οποίου κατάληξη ήταν η Γαλλική Επανάσταση του 1789, στις οποίες το κράτος των Αψβούργων αντέδρασε δημιουργώντας ένα απολυταρχικό καθεστώς με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων από το πνεύμα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης που επικρατούσε στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Το 1806 ο Φραγκίσκος Β΄ (1792 -1835), μετά από δύο καταλήψεις της Βιέννης από τον Ναπολέοντα, κατέθεσε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και πήρε μόνο τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αυστρίας. Στις υποπαραγράφους που ακολουθούν εξιστορείται συνοπτικά η γραμμή των ηγεμόνων που κατέληξε στην σημερινή Αυστρία, ενώ η εξέλιξη της Πρωσίας εξετάζεται σε άλλη παράγραφο.
Από το 1438 μέχρι το 1806, το αυτοκρατορικό αξίωμα, μολονότι θεωρητικά ήταν αιρετό, πέρασε στα χέρια της οικογένειας των Αψβούργων (Habsburgs) που κυβέρνησαν την Γερμανία επί 368 έτη, καθιστώντας την Αυστρία κέντρο των δραστηριοτήτων τους, με έδρα την Βιέννη. Από αυτούς ο Μαξιμιλιανός Α΄ (1493 – 1519) έκανε σοβαρή προσπάθεια να τονώσει την αυτοκρατορική εξουσία, οργανώνοντας τις εσωτερικές σχέσεις του κράτους και συνενώνοντας υπό το σκήπτρο του όλες τις κτήσεις των Αψβούργων, στις οποίες με διάφορους τρόπους πρόσθεσε και καινούργιες, όπως το Τιρόλο, το Τρεντίνο, η Ουγγαρία και η Βοημία και ήρθε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους τοπικούς πρίγκιπες που επιδίωκαν περαιτέρω ενίσχυση της θέσης τους. Το έργο του όμως ανακόπηκε από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (1483 – 1546), η οποία, κρινόμενη με πολιτικούς όρους, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, από την οποία η χώρα συνήλθε μόνο μετά από τρεις και πλέον αιώνες.
Ο Αλβέρτος Β ο Μεγαλόψυχος (Albert the Magnanimous, 1397 – 1439), γιος του Αλβέρτου Δ δούκα της Αυστρίας και της Ιωάννας Σοφίας της Βαυαρίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (1438-1439), της Ουγγαρίας και Κροατίας (1437-1439) και της Βοημίας, καθώς και αρχιδούκας της Αυστρίας από το 1404 μέχρι το θάνατό του. Η επικράτησή του στο δουκάτο της Αυστρίας έγινε μετά από διαμάχες με τους θείους του Γουλιέλμο, Λεοπόλδο και Ερνέστο και σταθεροποιήθηκε μετά τον θάνατο του Λεοπόλδου το 1411. Το 1422 νυμφεύτηκε την Ελισάβετ του Λουξεμβούργου, κόρη του προηγούμενου βασιλιά της Γερμανίας Σιγισμόνδου, καταγόμενη από βασιλικές οικογένειες της Ουγγαρίας, Πομερανίας, Βοσνίας, Σερβίας και Πολωνίας και έτσι ο Αλβέρτος απέκτησε δικαιώματα σε εδάφη Σλαβικών βασιλείων της εποχής του. Μαζί της απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες, από τους οποίους ο Λαδίσλαος έγιναν βασιλιάς της Ουγγαρίας και Βοημίας. Συμπαραστάθηκε στον πεθερό του Σιγισμόνδο του Λουξεμβούργου στους αγώνες του εναντίον των Χουσιτών, κατά τη διάρκεια των οποίων τα εδάφη της Αυστρίας καταστράφηκαν αρκετές φορές μέχρι τη Μάχη του Ντομαζλίσε το 1431, όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα υπέστησαν δεινή ήττα. Με το θάνατο του Σιγισμόνδου το 1438 στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας και το 1438 εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους), χωρίς να στεφθεί ποτέ αυτοκράτορας. Υπερασπιζόμενος την Ουγγαρία απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων, πέθανε τον Οκτώβριο του 1439.
Ο Φρειδερίκος Γ΄ ο Ειρηνοποιός (Ίνσμπρουκ, 21 Σεπτεμβρίου 1415 – Λιντς, 19 Αυγούστου 1493), ήταν εκλεγμένος βασιλιάς της Γερμανίας από το 1440, Αρχιδούκας της Αυστρίας (ως Φρειδερίκος Ε΄) από το 1424 και έφερε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1452 μέχρι το θάνατό του το 1493. Γεννήθηκε στην πόλη Ίνσμπρουκ, γιος του δούκα Ερνέστου του Σιδηρού της Λεοπολδιανής γενιάς της οικογενείας των Αψβούργων, και κυβερνήτη του εσωτερικού της Αυστρίας, δηλαδή στα δουκάτα Στυρίας, Καρινθίας και Καρνιόλας. Έγινε δούκας της εσωτερικής Αυστρίας ως Φρειδερίκος Ε΄ μετά το θάνατο του πατέρα του στις 23 Νοεμβρίου 1424. Στις 2 Φεβρουαρίου 1440 εξελέγη Βασιλιάς των Γερμανών, και στέφθηκε στις 17 Ιουνίου 1442, ενώ στις 19 Μαρτίου 1452 στέφθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως Φρειδερίκος Γ΄, από τον Πάπα Νικόλαο Ε΄. Το 1452 επίσης, σε ηλικία 37 ετών, παντρεύτηκε την 18-χρονη Ινφάντα Ελεονώρα, κόρη του βασιλιά Εδουάρδου της Πορτογαλίας, της οποίας η προίκα τον βοήθησε να ανακουφίσει τα χρέη του και να εδραιώσει την εξουσία του. Το 1442, κατά τον πόλεμο της Παλαιάς Ζυρίχης (Alter Zürichkrieg), ο ίδιος ο Φρειδερίκος συμμάχησε με τον ηγεμόνα της Ζυρίχης, Rudolf Stüssi, εναντίον της Παλαιάς ελβετικής συνομοσπονδίας. Το 1448, μπήκε στο Κονκορδάτο της Βιέννης με την Αγία Έδρα, συμφωνία η οποία παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1806 και ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των Αψβούργων και της Αγίας Έδρας. Ο Φρειδερίκος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που στέφθηκε στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή αντιτάχθηκε στη μεταρρύθμιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήταν μόλις και μετά βίας σε θέση να αποτρέψει τους εκλογείς να μην εκλέξουν άλλο βασιλιά. Σε ηλικία 77 ετών, Φρειδερίκος Γ΄ πέθανε στο Λιντς, όταν ο ακρωτηριασμός του αριστερού ποδιού του, τον ανάγκασε να αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Ο τάφος του, που χτίστηκε από τον Nikolaus von Leyden Gerhaert, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της γλυπτικής τέχνης στα τέλη του Μεσαίωνα. Το ακρωτηριασμένο πόδι του θάφτηκε μαζί του. Το 1493, τον διαδέχτηκε ο γιος του Μαξιμιλιανός Α΄ μετά από δέκα χρόνια κοινής διακυβέρνησης.
Ο Μαξιμιλιανός Α΄ (Maximilian I, Νεάπολη Βιέννης, 22 Μαρτίου 1459 – Βελς, 12 Ιανουαρίου 1519, <μάκος [δωρική μορφή του "μήκος"] >μακρός >μάκιστος [υπερθετικός βαθμός] >μάξιμος = μακρύς, υψηλός, μεγάλος), γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ελεονώρας της Πορτογαλίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας, τυπικά από το 1486 και ουσιαστικά από το 1493 μετά τον θάνατο του πατέρα του (και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1493) μέχρι το θάνατό του, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν στέφθηκε από τον Πάπα, διότι το ταξίδι στη Ρώμη ήταν πάντα πολύ επικίνδυνο. Από το 1483 περίπου, κυβερνούσε από κοινού με τον πατέρα του (για τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου της βασιλείας του πατέρα του). Επέκτεινε την επιρροή του Οίκου των Αψβούργων μέσω του πολέμου και του γάμου του, το 1477, με την Μαρία της Βουργουνδίας, κληρονόμο του δουκάτου της Βουργουνδίας, αλλά επίσης έχασε από την Ελβετική συνομοσπονδία τα αυστριακά εδάφη στη σημερινή Ελβετία. Νυμφεύοντας τον γιο του Φίλιππο Α΄ της Καστίλης με τη μελλοντική βασίλισσα Ιωάννα Α΄ της Καστίλης το 1498, ο Μαξιμιλιανός κατάφερε να ιδρύσει την δυναστεία των Αψβούργων στην Ισπανία και το γεγονός αυτό επέτρεψε στον εγγονό του Κάρολο Ε΄ να κρατήσει τον θρόνο και των δύο στεμμάτων Λεόν–Καστίλλης και Αραγονίας, καθιστώντας τον πρώτο Γερμανό βασιλιά της Ισπανίας. Ο Κάρολος Ε (έχοντας επιβιώσει μετά τον πατέρα του Φίλιππο) διαδέχτηκε τον Μαξιμιλιανό στο θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1519, και κατά συνέπεια, κυβερνούσε ταυτόχρονα τόσο την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και την Ισπανική αυτοκρατορία.
Ο Κάρολος Ε΄ (Karel I, 24 Φεβρουαρίου 1500 – 21 Σεπτεμβρίου 1558) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1519 και, ως Κάρολος Α΄ της Ισπανίας (Carlos I de España) από το 1516 μέχρι την εθελοντική παραίτησή του το 1556 υπέρ του νεότερου αδελφού του, Φερδινάνδου Α', ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του γιου του, Φιλίππου Β΄, ως βασιλιά της Ισπανίας. Ως απόγονος τριών ηγεμονικών δυναστειών της Ευρώπης, του Οίκου των Αψβούργων· του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας και του Οίκου της Τρασταμάρα, έγινε ηγεμόνας των κτήσεων των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη, των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και των βασιλείων της Καστίλης και Αραγονίας. Ήταν επίσης κυρίαρχος εκτεταμένων περιοχών της Κεντρικής, Δυτικής, και Νότιας Ευρώπης καθώς και των ισπανικών αποικιών στην Αμερική και την Ασία. Ο Κάρολος ήταν πρεσβύτερος γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ και από την πλευρά της μητέρας του εγγονός των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου της Αραγονίας και Ισαβέλλας της Καστίλης. Όταν ο Φίλιππος ο Ωραίος πέθανε το 1506, ο Κάρολος έγινε κυβερνήτης των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και συμβασιλέας της μητέρας του στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1516. Καθώς ο Κάρολος ήταν το πρώτο πρόσωπο που κυβέρνησε την Καστίλη-Λεόν και την Αραγονία ταυτόχρονα, έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ισπανίας (η συμβασιλεία της μητέρας του Ιωάννας ήταν τυπική μόνο, δεδομένης της ψυχικής της αστάθειας). Το 1519, ο Κάρολος διαδέχθηκε τον πατέρα του Μαξιμιλιανό ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας. Από αυτό το σημείο και μετά, το βασίλειο του Καρόλου Ε, το οποίο έχει περιγραφεί ως "η αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν δύει ποτέ", κάλυπτε τέσσερα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ευρώπη, την Άπω Ανατολή και την Αμερική. Μεγάλο μέρος της βασιλείας του Καρόλου αφιερώθηκε στους Ιταλικούς Πολέμους (1521-1559) εναντίον των Γάλλων βασιλέων Φραγκίσκου Α΄ και Ερρίκου Β΄. Οι πόλεμοι αυτοί, αν και εξαιρετικά πολυέξοδοι, ήταν στρατιωτικά επιτυχημένοι, λόγω του αήττητων Ισπανικών σχηματισμών (tercio) και των προσπαθειών των πρωθυπουργών του Μερκουρίνο Γκαττινάρα και Φρανθίσκο ντε λος Κόμπος υ Μολίνα. Οι δυνάμεις του Καρόλου ανακατέλαβαν και το Μιλάνο και τη Φρανς-Κοντέ από την Γαλλία μετά την αποφασιστική νίκη των Αψβούργων στη Μάχη της Παβίας το 1525, η οποία ώθησε τον Φραγκίσκο Α να δημιουργήσει τη Γαλλοοθωμανική συμμαχία. Ο αντίπαλος του Καρόλου Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής κατέκτησε την Ουγγαρία το 1526 αφού νίκησε τους χριστιανούς στην Μάχη του Μοχάτς. Η Οθωμανική προέλαση ανακόπηκε όταν οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν τη Βιέννη το 1529. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Καρόλου στον αγώνα κατά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, που κήρυξε ο Μαρτίνος Λούθηρος από το 1517 και ο Καλβίνος στη Γενεύη από το 1541. Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Διαμαρτυρόμενους πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που με αφορμή τον Προτεσταντισμό επεδίωκαν ευρύτερη αυτονομία, και συγκάλεσε την Σύνοδο του Τριδέντου (Τρέντο) που υπήρξε η απαρχή της Αντιμεταρρύθμισης. Από τις κορυφαίες εκφράσεις του αντιμεταρρυθμιστικού πνεύματος της Συνόδου ήταν η επί βασιλείας του Καρόλου ίδρυση του Τάγματος των Ιησουϊτών. Επί της βασιλείας του επίσης η Ισπανία κατέκτησε το Μεξικό και το Περού και πραγματοποιήθηκε ο πρώτος περίπλους της Γης από τον Μαγγελάνο.
Ο Φερδινάνδος Α΄ (10 Μαρτίου 1503 - 25 Ιουλίου 1564) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, γιος του βασιλιά Φίλιππου Α' της Καστίλης και της Ιωάννας της Τρελής και αδελφός του Κάρολου Ε Κουίντου. Από τον παππού του Μαξιμιλιανό της Αυστρίας εξασφάλισε τη διαδοχή της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Όταν νυμφεύτηκε την Άννα της Ουγγαρίας (1521), ο αδελφός του Κάρολος Ε΄ αναγνώρισε με τη συνθήκη του Βορμς την κυριότητα του Φερδινάνδου στα πέντε κράτη των Αψβούργων και έπειτα τον τίτλο του διοικητή της Ν. Γερμανίας, του Τιρόλου και της Άνω Αλσατίας. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου Β΄ της Ουγγαρίας (1526) εκλέχτηκε βασιλιάς της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Αναγκάστηκε τότε να αντιμετωπίσει την επίθεση των Τούρκων κατά της Βιέννης. Δεν κατόρθωσε να καταλάβει την Βούδα και αναγκάστηκε να υπογράψει οκταετή ανακωχή, έναντι ετήσιας καταβολής φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο και να αναγνωρίσει στην Τρανσυλβανία την αντίπαλη δυναστεία του Ιωάννη Ζαπόλια. Αρκετά μετριοπαθής στα θρησκευτικά θέματα, υπήρξε ένας από τους κυριότερους εμπνευστές της ειρήνης του Άουγκσμπουργκ (1555). Στο εσωτερικό εγκαινίασε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που άνοιξαν τον δρόμο για τη μετατροπή της Αυστρίας σε σύγχρονο κράτος συγκεντρωτικό και οργανωμένο. Το 1551, μετά την παραίτηση του Καρόλου Ε', έγινε αυτοκράτορας της Γερμανίας.
Ο Μαξιμιλιανός Β΄ (Βιέννη, 31 Ιουλίου 1527 – Ρέγκενσμπουργκ, 12 Οκτωβρίου 1576), μέλος του οίκου των Αψβούργων, γιος του προκατόχου του, αυτοκράτορα Φερδινάνδου Α΄, ήταν βασιλιάς της Βοημίας και βασιλιάς της Γερμανίας από το 1562, βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας από το 1563, και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1564 μέχρι το θάνατό του. Μητέρα του ήταν η Άννα της Βοημίας και της Ουγγαρίας (1503–1547). Πήρε το όνομα του προπάππου του, αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄. Ο Μαξιμιλιανός Β πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1576 στο Ρέγκενσμπουργκ ενώ ετοιμαζόταν να εισβάλλει στην Πολωνία. Στο νεκροκρέβατό του, αρνήθηκε να λάβει τα τελευταία μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι θαμμένος στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Βίτου στην Πράγα. Με τη σύζυγό του Μαρία είχε εννέα γιους και έξι κόρες. Τον διαδέχθηκε ο παλαιότερος επιζών γιος του, Ροδόλφος Β΄, ο οποίος είχε επιλεγεί ως βασιλιάς τον Οκτώβριο του έτους 1575. Ένας άλλος από τους γιους του, ο Ματθίας, έγινε επίσης αυτοκράτορας. Άλλοι τρεις, ο Ερνέστος, ο Αλβέρτος και ο Μαξιμιλιανός, πήραν κάποιο μέρος στην κυβέρνηση από τα εδάφη των Αψβούργων ή των Κάτω Χωρών, και μια κόρη του, την Ελίζαμπεθ, την παντρεύτηκε ο Κάρολος Θ΄ της Γαλλίας.
Ο Ροδόλφος Β΄ (Βιέννη, 18 Ιουλίου 1552 – Πράγα, 20 Ιανουαρίου 1612), μέλος του οίκου των Αψβούργων, μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του προκατόχου του Μαξιμιλιανού Β΄, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1576-1612), βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας (ως Ροδόλφος Α΄ το διάστημα 1572-1608), βασιλιάς της Βοημίας (1575-1608/1611) και Αρχιδούκας της Αυστρίας (1576-1608). Μητέρα του ήταν η Μαρία της Ισπανίας, κόρη του Καρόλου Ε΄ και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Η βασιλεία του Ροδόλφου έχει παραδοσιακά συνδεθεί με τρεις ιδιότητές του: Ήταν ατελέσφορος κυβερνήτης του οποίου τα λάθη οδήγησαν άμεσα στον Τριακονταετή Πόλεμο, μεγάλος και ισχυρός προστάτης της τέχνης του μανιερισμού των βορείων και λάτρης των απόκρυφων τεχνών και της μάθησης που βοήθησε την άνθιση της επιστημονικής επανάστασης. Εκλέχθηκε βασιλιάς της Γερμανίας στις 27 Οκτωβρίου 1575 και στέφθηκε στο Ρέγκενσμπουργκ την 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Στη συνεχεία, έγινε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις 12 Οκτωβρίου του 1576. Ο νεότερος αδελφός του, Ματθίας, τον απογύμνωσε σταδιακά από κάθε ουσιαστική εξουσία, εκτός από τον κενό τίτλο του αυτοκράτορα, εννέα μήνες μετά, το 1612, ο Ροδόλφος πέθανε και πέντε μήνες αργότερα ο αδελφός του εξελέγη αυτοκράτορας ο ίδιος. Πέθανε άγαμος.
Ο Ματθίας (Matthias, Βιέννη, 24 Φεβρουαρίου 1557 - Βιέννη, 20 Μαρτίου 1619), μέλος του οίκου των Αψβούργων, αδελφός του προκάτοχού του Ροδόλφου Β, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1612-1619), βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας ως Ματθίας Β΄ (1608-1619) και βασιλιάς της Βοημίας (1611-1619). Το 1612 όταν ο Τούρκος σουλτάνος Αχμέτ Α΄ (1603-1617) επιτέθηκε στην Αυστροουγγαρία ο Ματθίας ετοίμασε στρατό 20.000 στρατιωτών και ετοιμάστηκε να τον πολεμήσει. Τον Νοέμβριο του 1612 κατάφερε να νικήσει τον Αχμέτ Α΄ στο Κέσκεμετ και λίγες μέρες αργότερα στο Ζάλαεγκερζεγκ. Ο Αχμέτ Α΄ παράτησε τα σχέδια του και κίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο του 1616 ο Αχμέτ Α΄ επιτέθηκε στο Παλέρμο κι έτσι ξανάρχισε ο πόλεμος όμως έχασε στη Μάχη της Τζέλα και έτσι απέσυρε τα σχέδια του. Τον Αύγουστο του 1616 ο Αχμέτ Α΄ επιτέθηκε στους Παξούς και τους κατάκτησε, ενώ τον Μάρτιο του 1617 κατέκτησε την Κέρκυρα. Στις 21 Νοεμβρίου ο Ματθίας επιτέθηκε και κατάκτησε την Ριγιέκα. Τον Νοέμβριο του 1618 ο Ματθίας επιτέθηκε στην Λιουμπλιάνα, αλλά μετά από μια σύντομη μάχη αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Πέθανε το 1619.
Ο Φερδινάνδος Β΄ (Ferdinand II, Γκρατς, 9 Ιουλίου 1578 – Βιέννη, 15 Φεβρουαρίου 1637), γιος του αρχιδούκα της Αυστρίας Καρόλου Β΄ και της Μαρίας Άννας της Βαυαρίας, αρχιδούκας της Αυστρίας και μέλος του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1619 μέχρι το 1637, βασιλιάς της Βοημίας τις περιόδους 1617–1619 και 1620–1637, καθώς και βασιλιάς της Ουγγαρίας από το 1618 μέχρι το 1625. Η θητεία του συνέπεσε με τον Τριαντακονταετή Πόλεμο. . Ήταν εκπαιδευμένος από τους Ιησουίτες και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1595, προχώρησε στα κληρονομικά εδάφη του (όπου ο μεγαλύτερος ξάδερφός του, ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός Γ΄ της Αυστρίας, είχε δράσει ως αντιβασιλέας μεταξύ του 1593 και του 1595) και έκανε ένα προσκύνημα στο Λορέτο και τη Ρώμη. Λίγο αργότερα, άρχισε να καταστέλλει όλα όσα ήταν ενάντια στην καθολική πίστη εντός της επικρατείας του. Ο Φερδινάνδος είχε τη στήριξη των Αψβούργων της Ισπανίας στη διαδοχή του άτεκνου ξαδέλφου του Ματθία, με αντάλλαγμα κάποιες παραχωρήσεις στην Αλσατία και την Ιταλία. Το 1617, εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας από τη Βουλή της Βοημίας, το 1618, βασιλιάς της Ουγγαρίας λόγω των ουγγρικών κτήσεών του, και το 1619, έγινε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πέθανε το 1637, αφήνοντας στο γιο του, Φερδινάνδο Γ΄, μια αυτοκρατορία που εξακολουθούσε να εμπλέκεται σε έναν μακρύ πόλεμο, ενώ οι περιουσίες τους εξασθενούσαν όλο και πιο πολύ.
Ο Φερδινάνδος Γ΄ (Γκρατς, 13 Ιουλίου 1608 – Βιέννη, 2 Απριλίου 1657), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β΄ των Αψβούργων από την πρώτη σύζυγό του, Μαρία Άννα της Βαυαρίας, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από τις 15 Φεβρουαρίου 1637 μέχρι το θάνατό του, καθώς και βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας, βασιλιάς της Βοημίας και αρχιδούκας της Αυστρίας. Εκπαιδευμένος από τους Ιησουίτες, έγινε βασιλιάς της Ουγγαρίας το 1625, βασιλιάς της Βοημίας το 1627 και αρχιδούκας της Αυστρίας το 1621. Το 1627, ο Φερδινάνδος ενίσχυσε την εξουσία του ορίζοντας ένα σημαντικό νομικό και στρατιωτικό καθεστώς, με την έκδοση ενός αναθεωρημένου διατάγματος, που στέρησε τα εδάφη της Βοημίας από το δικαίωμά τους να αυξήσουν τους στρατιώτες τους, καθώς το διάταγμα διατηρούσε την εξουσία αυτή αποκλειστικά για τον μονάρχη. Το 1634, μετά το θάνατο του Βάλλενσταϊν (ο οποίος στο παρελθόν είχε αρνηθεί την συνολική στρατιωτική διοίκηση της καθολικής πλευράς), έγινε τιμητικά επικεφαλής του αυτοκρατορικού στρατού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, και αργότερα το ίδιο έτος συντάχθηκε με τον ξάδελφό του, καρδινάλιο-πρίγκηπα Φερδινάνδο, που ήταν υπεύθυνος της κατάληψης των πόλεων Donauwörth και Ρέγκενσμπουργκ, καθώς και της ήττας των Σουηδών στη Μάχη του Νόρντλινγκεν το 1634. Ο ίδιος ως ηγέτης της αποστολής ειρήνης στο παλάτι, βοήθησε στις διαπραγματεύσεις για την Ειρήνη της Πράγας με τα προτεσταντικά κράτη, και ιδίως την Σαξονία το 1635. Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1637. Εξέφρασε την ελπίδα να είναι σε θέση να κάνει ειρήνη σύντομα με τη Γαλλία και τη Σουηδία, αλλά ο πόλεμος συνεχίστηκε για άλλα 11 χρόνια. Όταν τελείωσε το 1648 με την Ειρήνη της Βεστφαλίας (τη Συνθήκη του Μίνστερ με τη Γαλλία, και τη Συνθήκη του Όσναμπουργκ με τη Σουηδία), διαπραγματεύθηκε τις δύο συνθήκες ειρήνης με τον απεσταλμένο του Maximilian von Trauttmansdorff, έναν διπλωμάτη που είχε ορίσει το 1623 ο πατέρας του Φερδινάνδος Β΄. Κατά την τελευταία περίοδο του πολέμου, το 1644 ο Φερδινάνδος Γ΄ έδωσε σε όλους τους κυβερνήτες των γερμανικών κρατών το δικαίωμα να ασκούν τη δική τους εξωτερική πολιτική (ius belli ac Pacis). Με αυτό τον τρόπο ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να κερδίσει περισσότερους συμμάχους στις διαπραγματεύσεις με την Γαλλία και την Σουηδία. Αυτό το διάταγμα ήταν που συνέβαλε στη σταδιακή διάβρωση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το 1648 ο αυτοκράτορας ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση των όρων της Συνθήκης και με την απελευθέρωση της Γερμανίας από τα ξένα στρατεύματα. Το 1656 έστειλε στρατό στην Ιταλία για να βοηθήσει την Ισπανία στον αγώνα της με τη Γαλλία, και είχε μόλις συνάψει μια συμμαχία με την Πολωνία για να ελέγξει τις επιθέσεις του Καρόλου Ι΄ της Σουηδίας, όταν πέθανε στις 2 Απριλίου 1657.
Ο Λεοπόλδος Α΄ (Leopold Ignaz Joseph Balthasar Felician, Βιέννη, 9 Ιουνίου 1640 – Βιέννη, 5 Μαΐου 1705), δεύτερος γιος του Φερδινάνδου Γ΄ από την πρώτη του γυναίκα Μαρία Άννα της Ισπανίας, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας, επίσης κάτοχος του βασιλικού θρόνου στο Βασίλειο της Βοημίας. Έγινε προφανής κληρονόμος του θρόνου το 1654, από την ώρα του θανάτου του μεγαλυτέρου αδελφού του Φερδινάνδου Δ΄. Η βασιλεία του Λεοπόλδου είναι γνωστή για τις συγκρούσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα ανατολικά, και την αντιπαλότητα με τον σύγχρονό του και πρώτο ξάδελφό του, Λουδοβίκο ΙΔ΄ της Γαλλίας, στα δυτικά. Μετά από μία και πλέον δεκαετία πολέμου, ο Λεοπόλδος εξήλθε νικητής από τον μεγάλο Αυστρο-Τουρκικό Πολέμο (1683-1718), χάρη στην στρατιωτική ικανότητα του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας. Με την Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), ο Λεοπόλδος ανέκτησε σχεδόν στο σύνολό του το Βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό στα χρόνια μετά τη Μάχη του Μοχάτς, το 1526. Έκανε επίσης τρεις πολέμους κατά της Γαλλίας: Τον Ολλανδικό Πόλεμο (1672-1678), τον Πόλεμο των εννέα ετών (1686) και τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714). Σε αυτόν τον τελευταίο, ο Λεοπόλδος θέλησε να δώσει στον νεότερο γιο του, Κάρολο ΣΤ΄, το σύνολο της ισπανικής κληρονομιάς, παραβλέποντας το θέλημα του τελευταίου Ισπανού βασιλιά Καρόλου Β΄ (1665-1700). Για το σκοπό αυτό, ξεκίνησε έναν πόλεμο που έπληξε σύντομα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου πήγαν αρκετά καλά για την Αυστρία, με νίκες στη Μάχη του Σέλενμπεργκ και τη Μάχη του Μπλένχαϊμ. Αλλά εξελίχθηκε σε μία επίμονη σύγκρουση που κράτησε μέχρι το 1714, εννέα χρόνια μετά το θάνατο του Λεοπόλδου, και η οποία είχε σοβαρό αντίκτυπο στα αντιμαχόμενα έθνη της Ευρώπης. Όταν στο τέλος έγινε ειρήνη με την Συνθήκη του Ράστατ, η Αυστρία δεν είχε αποτελέσματα που θα μπορούσαν να την χαρακτηρίσουν νικήτρια.
Ο Ιωσήφ Α΄ (Βιέννη, 26 Ιουλίου 1678 – Βιέννη, 17 Απριλίου 1711), πρωτότοκος γιος του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ από την τρίτη σύζυγό του, Ελεονώρα Μαγδαληνή του Νόιμπουργκ, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1705 μέχρι το θάνατό του το 1711. Ο Ιωσήφ στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας σε ηλικία εννέα ετών το 1687, και βασιλιάς της Γερμανίας σε ηλικία έντεκα ετών το 1690. Όταν πέθανε ο πατέρας του, τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο, καθώς και στον θρόνο του Βασιλείου της Βοημίας. Ο Ιωσήφ συνέχισε τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, τον οποίο ξεκίνησε ο πατέρας του, εις βάρος του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, σε μια άκαρπη προσπάθεια να γίνει βασιλιάς της Ισπανίας ο νεώτερος αδελφός του Κάρολος ΣΤ΄ (μετέπειτα Κάρολος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τη διαδικασία, ωστόσο, κέρδισε ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας, λόγω των νικών που πέτυχε ως στρατιωτικός διοικητής, ενώ ο ίδιος κατάφερε να ιδρύσει αυστριακή ηγεμονία επί των εδαφών της Ιταλίας. Ο Ιωσήφ, επίσης, είχε να αντιμετωπίσει μια παρατεταμένη εξέγερση στην Ουγγαρία, υποκινούμενη από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, η οποία λύθηκε μόνο μετά τον πρόωρο θάνατό του. Το σύνθημά του ήταν "Με Αγάπη και Φόβο" (Amore et Timore).
Ο Κάρολος ΣΤ΄ (Βιέννη, 1 Οκτωβρίου 1685 – Βιέννη, 20 Οκτωβρίου 1740) διαδέχθηκε, το 1711, τον μεγάλο του αδερφό Ιωσήφ Α΄ στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, καθώς και στον θρόνο του Βασιλείου της Βοημίας (ως Κάρολος Β΄). Το 1700, προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τον θρόνο της Ισπανίας, ως Κάρολος Γ΄, μετά το θάνατο του ηγέτη της, και συγγενή του, Κάρολο Β΄ της Ισπανίας. Νυμφεύτηκε την Ελίζαμπεθ Κριστίν Μπράνσβικ-Βολφενμπάττελ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Μαρία Θηρεσία, που γεννήθηκε το 1717 και αργότερα έγινε αυτοκράτειρα των Αψβούργων, και την Μαρία Άννα, που γεννήθηκε το 1718 και έγινε κυβερνήτης της Αυστριακής Ολλανδίας. Ο αυτοκράτορας ευνόησε στη διαδοχή τις κόρες του, σε σχέση με αυτές του μεγαλύτερου αδελφού και προκατόχου του Ιωσήφ Α΄, αγνοώντας το διάταγμα που είχε υπογραφεί κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του πατέρα του, Λεοπόλδου Α΄. Ο Κάρολος τότε ζήτησε την έγκριση των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά του ζήτησαν σκληρούς όρους: Η Βρετανία απαίτησε από την Αυστρία την κατάργηση της εξωτερικής της εμπορικής εταιρείας. Συνολικά, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Σαξονία-Πολωνία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Βενετία, το Παπικό κράτος, η Πρωσία, η Ρωσία, η Δανία, η Σαρδηνία και η Βαυαρία αναγνώρισαν την κύρωση. Η Γαλλία, η Βαυαρία, η Σαξονία-Πολωνία και η Πρωσία αργότερα υπαναχώρησαν. Ο Κάρολος ΣΤ πέθανε το 1740, πυροδοτώντας τον Επταετή Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748) κατά τον οποίο Αυστρία, Αγγλία και Ρωσία βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις- Γαλλία, Ισπανία και Πρωσία επί οκτώ χρόνια.
Η Μαρία Θηρεσία (Maria Theresia, 13 Μαΐου 1717 – 29 Νοεμβρίου 1780, <θήρα [=κυνήγι] + άγω [>αγέτης, ηγέτης >ηγεσία] = πρώτη στο κυνήγι >Theresia >Tereza), κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄, ήταν αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, τελευταία στη σειρά των ηγεμόνων της ευθείας γραμμής του οίκου των Αψβούργων. Ήταν επίσης βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας, αρχιδούκισσα της Αυστρίας και μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, της Κροατίας, της Βοημίας, του Μιλάνου και της Πάρμας. Παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Φραγκίσκο Στέφανο της Λωρραίνης και ανήλθε στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1740. Βασίλεψε μαζί με τον σύζυγό της μέχρι τον θάνατο του το 1765 και μαζί με τον γιο της Ιωσήφ Β μέχρι τον δικό της θάνατο, συνολικά 40 χρόνια (1740-1780). Ενεπλάκη στον Επταετή Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748) και στον πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής με αποτέλεσμα να χάσει τη Σιλεσία. Στα 40 χρόνια της βασιλείας της η Μαρία Θηρεσία υπήρξε από τις πιο δυναμικές προσωπικότητες της Ευρώπης, με σημαντικό μεταρρυθμιστικό ρόλο και παράλληλα ενισχυτικό ρόλο της Αυστριακής μοναρχίας. Θεωρείται θεμελιώτρια του νεότερου αυστριακού κράτους. Έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στους Έλληνες εμπόρους και τους προστάτεψε από τον ανταγωνισμό των Σαξόνων. Πέθανε στη Βιέννη τον Νοέμβριο 1780. Με τον σύζυγο της αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄ απέκτησαν δώδεκα παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων. Ο Φραγκίσκος Α΄ (Φραγκίσκος Στέφανος 8 Δεκεμβρίου 1708 - 18 Αυγούστου 1765), δεύτερος γιος του Λεοπόλδου Ιωσήφ δούκα της Λωρραίνης και της συζύγου του Ελισάβετ Καρλόττας της Ορλεάνης κόρης του Φιλίππου δούκα της Ορλεάνης, ήταν, μέσω της συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1745 - 1765), όπου έγινε ο ιδρυτής του κλάδου των Αψβούργων της Λωρραίνης. Ήταν επίσης δούκας της Λωρραίνης (1729 - 1737) και μέγας δούκας της Τοσκάνης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1729 ως δούκας της Λωρραίνης και με τη μεσολάβηση της Μαρίας Θηρεσίας το 1732 έγινε διοικητής της Ουγγαρίας, θέση που του φαινόταν ανεπαρκής. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας καρδινάλιος Φλερύ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία με τον Πόλεμο Διαδοχής στην Πολωνία (1733-1735) για να πλήξει την Αυστρία. Με την συνθήκη της Βιέννης τον Νοέμβριο του 1738 ο Αύγουστος έγινε βασιλιάς της Πολωνίας, στον Στανίσλαο παραχωρήθηκε η Λωρραίνη, ενώ ο Φραγκίσκος έγινε διάδοχος του δούκα της Τοσκάνης τον οποίο διαδέχθηκε το 1737, αλλά για να κατοχυρωθούν οι ανταλλαγές έπρεπε να περιμένουν τον θάνατο του Γιάν Γκαστόνε τελευταίου Μέδικου μεγάλου δούκα της Τοσκάνης. Στις 31 Ιανουαρίου 1736 αποφάσισε να νυμφευτεί τη Μαρία Θηρεσία που του διαμήνυσε ότι θα έχανε την διαδοχή αν βρισκόταν ένας αρσενικός απόγονος του πατέρα της. Ο γάμος έγινε τελικά στις 31 Ιανουαρίου 1736 στην Αυγουστιάνειο εκκλησία της Βιέννης. Ο Φραγκίσκος δέχτηκε από τον πεθερό του, Κάρολο ΣΤ, την Τοσκάνη, ενώ ως τότε η Μαρία Θηρεσία ήταν δούκισσα της Λωρραίνης. Τον Ιανουάριο του 1737 τα Ισπανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Τοσκάνη και αντικαταστάθηκαν με 6.000 Αυστριακούς. Στις 9 Ιουλίου 1737 πέθανε ο δεύτερος ξάδελφος του Φραγκίσκου, Γιάν Γκαστόνε, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έφυγε για την Ουγγαρία για να πολεμήσει τους Τούρκους, τον Οκτώβριο επέστρεψε στην Βιέννη, και στις 20 Ιανουαρίου 1739 επισκέφτηκε για τρεις μήνες την Φλωρεντία μαζί με την σύζυγο του και τον αδελφό του Κάρολο. Το 1744 ο νεότερος αδελφός του Φραγκίσκου, Κάρολος, νυμφεύτηκε τη νεότερη αδελφή της συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας την αρχιδούκισσα Μαρία Άννα της Αυστρίας και έγινε διοικητής των Αυστριακών Κάτω Χωρών, παραμένοντας σε αυτή τη θέση έως τον θάνατο του το 1780. Η Μαρία Θηρεσία εξασφάλισε την εκλογή του Φραγκίσκου ως αυτοκράτορα στις 13 Σεπτεμβρίου 1745. Στάθηκε πιστός σύμβουλος στη σύζυγο του σε όλες τις υποθέσεις, αλλά ήταν επίσης διάσημος για τις πολλές εξωσυζυγικές του σχέσεις, με κυριότερη την Μαρία Βιλχεμίνα. Πέθανε αιφνίδια μέσα στην άμαξα ενώ επέστρεφε από την όπερα στις 18 Αυγούστου 1765.
Ο Ιωσήφ Β΄ (Βιέννη 13 Μαρτίου 1741 - 20 Φεβρουαρίου 1790), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ο 1ος αυτοκράτορας της Αυστρίας από τον κλάδο της Λωρραίνης του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους μαζί με την μητέρα του Μαρία Θηρεσία στο διάστημα 1765 - 1780, και μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο της μητέρας του στο διάστημα 1780 - 1790. Όπως και η μητέρα του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πεφωτισμένης μοναρχίας στην Ευρώπη μαζί με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και τον Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αλλά οι τεράστιες για την εποχή του μεταρρυθμίσεις που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει, τελικά δεν υλοποιήθηκαν, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσαν, αλλά και λόγω της κλονισμένης του υγείας πολλά χρόνια πριν τον θάνατο του. Τον Οκτώβριο του 1760 νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα της Πάρμας, η οποία πέθανε σύντομα (1763), ενώ το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, η Μαρία Θηρεσία, πέθανε το 1767. Στη συνέχεια (1765) παντρεύτηκε την Μαρία Ιωσηφίνα, αλλά και αυτή πέθανε σύντομα (1767) από ευλογιά, οπότε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ απογοητευμένος αποφάσισε να μην ξαναπαντρευτεί. Προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο δικαιότερο σύστημα φορολόγησης να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία στην Βιέννη πλήττοντας τους τοπικούς γαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα να συναντήσει από αυτούς σκληρές αντιδράσεις. Ξέσπασαν επαναστάσεις στο Βέλγιο και την Ολλανδία, εξαιτίας της προσπάθειας του να μειώσει την εξουσία των τοπικών κυβερνήσεων, ενώ προσπάθησε να αλλάξει τα έθιμα των τοπικών κοινωνιών, συναντώντας αντιδράσεις ακόμα και από τον αγροτικό κόσμο. Ειδικότερα η απόφαση του να πλήξει τις μεγάλες περιουσίες των γαιοκτημόνων, χωρίς να τις παραχωρήσει στους ακτήμονες, συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από τους πρώτους χωρίς να βρει υποστήριξη από τους δεύτερους. Ιδιαίτερα στην Ουγγαρία υπήρχαν 40.000 ευγενείς που αντέδρασαν σκληρά, γιατί είδαν να πλήττεται η προσωπική τους περιουσία. Στο θέμα της εκπαίδευσης προσπάθησε να καταργήσει την επίσημη τότε Λατινική γλώσσα, επιβάλλοντας τα Γερμανικά που ήταν άγνωστα σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, καθιέρωσε υποχρεωτική την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έδωσε πολλές υποτροφίες σε άπορους φοιτητές. Σημαντικότερη μεταρρύθμιση ήταν η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής (1787) η οποία επανήλθε τελικά το 1795. Στο θέμα της υγείας κατασκεύασε μεγάλο νοσοκομείο στην Βιέννη αποδυναμώνοντας πάλι τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες. Ο Ιωσήφ Β, σχετικά χαμηλής θρησκευτικής συνείδησης, προσπάθησε να περιορίσει την ισχυρή ως τότε επιρροή της Ρώμης στα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Επιχείρησε να ελέγξει ο ίδιος την εκλογή των ιερέων και επισκόπων, σπάζοντας τους ισχυρότατους δεσμούς που είχαν ως τότε με τον πάπα, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις. Οι κληρικοί έπρεπε να δίνουν πλέον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα αντί για τον πάπα, με αποτέλεσμα 700 μοναστήρια να κλείσουν και ο αριθμός των μοναχών να μειωθεί από 65.000 σε 27.000. Έδειξε μεγάλη θρησκευτική ανοχή σε όλες τις μη Καθολικές θρησκευτικές μειονότητες, δίνοντας περίπου ίδια προνόμια στους διαμαρτυρόμενους και τους Εβραίους. Ο πάπας Πίος ΣΤ΄, αρκετά ενοχλημένος από την στάση του, τον ανάγκασε να πληρώσει σε μια επίσκεψη του τον Ιούλιο του 1782. Η εξωτερική του πολιτική ήταν ο περισσότερο αποτυχημένος τομέας του. Μεγαλομανής, ήθελε απροετοίμαστος χωρίς ισχυρό στρατό να εμπλακεί σε πολέμους για να κάνει την δική του αυτοκρατορία ισχυρότερη στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα ήταν να αποκρουσθεί δύο φορές από τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας (1778, 1785), που είχε τον ισχυρότερο στρατό εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια ήρθε σε πόλεμο με τους Τούρκους στα Βαλκάνια (1787 - 1791) για να κερδίσει την συμπαράσταση της Ρωσίας. Τελικά ενώθηκε με τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων, αλλά ακολούθησαν νέες στρατιωτικές αποτυχίες στο Βελιγράδι, που έδειξαν τη μεγάλη ανικανότητα του Ιωσήφ στον στρατιωτικό τομέα. Επέστρεψε στην Βιέννη με βαριά επιδεινωμένη υγεία (1789), και από τότε βρισκόταν μέχρι τον θάνατο του σε κωματώδη κατάσταση. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Λεοπόλδος Β΄.
Ο Λεοπόλδος Β΄ (5 Μαΐου 1747 - 1 Μαρτίου 1792), τρίτος γιος του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ήταν αρχιδούκας της Αυστρίας και μέγας δούκας της Τοσκάνης (1765 - 1790), Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Ουγγαρίας (1790 - 1792), θεωρούμενος πρότυπο της πεφωτισμένης απολυταρχίας. Ως τρίτος γιος προοριζόταν για θεολογικές σπουδές, κάτι που τον έστρεψε αργότερα κατά της εκκλησίας. Με τον θάνατο του δεύτερου αδελφού του Καρόλου (1761) ορίστηκε ο ίδιος διάδοχος στο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του Φραγκίσκο Α΄ στις 18 Αυγούστου 1765. Ήταν διάσημος για τις πολλές εξωσυζυγικές του σχέσεις. Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που ήταν δούκας της Φλωρεντίας αναμόρφωσε πλήρως το Δουκάτο, κατάργησε τους αυστηρούς περιορισμούς που είχαν τεθεί στη βιομηχανία και στην ατομική ιδιοκτησία από τον Οίκο των Μεδίκων και είχαν διατηρηθεί από τον πατέρα του. Εισήγαγε νέο σύστημα δικαιότερο για την φορολογία, από τα έσοδα του οποίου εκτέλεσε μεγάλα δημόσια έργα. Παρόλα αυτά ήταν αντιπαθής στον Ιταλικό λαό λόγω της φιλαργυρίας του. Δεν μπόρεσε όμως να ελέγξει την εκκλησιαστική περιουσία και οι προσπάθειες του στο θέμα αυτό τον έφεραν σε σύγκρουση με τον πάπα. Η σημαντικότερη αναμόρφωσή του έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1786, όταν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία κατάργησε με νόμο την θανατική ποινή και τα βασανιστήρια. Παραχώρησε Σύνταγμα στους πολίτες, που είχε πολλές ομοιότητες με αυτό της Βιρτζίνια (1778), βασισμένο στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και στον διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα αυτό δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, γιατί ο Λεοπόλδος μετακινήθηκε στην Βιέννη (3 Μαρτίου 1790), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, αλλά και διότι ήταν πολύ προοδευτικό για την εποχή του και συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Έκανε και άλλες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, καθιέρωσε υποχρεωτικό το εμβόλιο για την ευλογιά, ενώ απαγόρευσε κάθε μορφή βασανιστηρίων στους ψυχικά ασθενείς, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα πολλά νοσοκομεία για την περίθαλψή τους. Τα τελευταία χρόνια είχε πολλές συναντήσεις με τον μεγαλύτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, που ήταν βέβαιο ότι θα τον διαδεχόταν σύντομα, επειδή ήταν άτεκνος και έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ενώ ήταν αρκετά αγαπημένοι, αρνήθηκε τη συμβασιλεία μαζί του γιατί δεν ήθελε να έχει φθορά από την αντιδημοτικότητά του. Μια από τις πρώτες ενέργειες του ως αυτοκράτορας ήταν η εκστρατεία του στο Βέλγιο, που είχε ανεξαρτητοποιηθεί προσωρινά τα τελευταία χρόνια βασιλείας του αδελφού του, και το προσάρτησε ξανά στην αυτοκρατορία. Αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα από τη Δύση με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, στη χώρα όπου βασίλευε η ίδια η αδελφή του Μαρία Αντουανέτα, η οποία είχε φυλακιστεί και κινδύνευε άμεσα η ζωή της. Στα ανατολικά τον απασχόλησαν οι φιλοδοξίες της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης που εκμεταλλεύτηκε τις αναταραχές για να προσαρτήσει την Πρωσία. Η αδελφή του ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ο Λεοπόλδος, που δεν είχε τις διαπραγματευτικές ικανότητες της μητέρας του, προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από την Αγγλία. Αναφέρεται μάλιστα η βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στον Γάλλο πρίγκηπα Κάρολο. Ο Λεοπόλδος συνέχισε τις διαπραγματεύσεις του για να βρει συμμάχους για επέμβαση στη Γαλλία, μετά την αποτυχία με Αγγλία, Ρωσία, και συναντήθηκε με τον βασιλιά της Πρωσίας στις 25 Αυγούστου 1791, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δήλωσε υπακοή στο νέο Σύνταγμα. Πέθανε αιφνίδια στην Βιέννη τον Μάρτιο του 1792. Με τη σύζυγο του Μαρία Λουίζα της Ισπανίας είχε 13 παιδιά μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του Φραγκίσκος Β΄.
Ο Φραγκίσκος Β΄ (Φλωρεντία 12 Φεβρουαρίου 1768 - 2 Μαρτίου 1835) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1792 - 6 Αυγούστου 1806), αφού, μετά την ήττα του από τον Μέγα Ναπολέοντα στη Μάχη του Αούστερλιτς, κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Το 1806 ίδρυσε την Αυστριακή Αυτοκρατορία, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας ως Φραγκίσκος Α΄ (1806 - 1835), ενώ είναι ο μοναδικός στην ιστορία που είχε τον τίτλο του διπλού αυτοκράτορα (1804 - 1806) Γερμανίας και Αυστρίας. Είχε επίσης τον τίτλο των βασιλέων της Ουγγαρίας- Κροατίας - Σλοβενίας και του πρώτου προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδίας (1815). Ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄ και της Μαρίας Λουίζας της Ισπανίας, κόρης του βασιλιά Καρόλου Γ΄ της Ισπανίας, και γεννήθηκε στην Τοσκάνη, όπου ο πατέρας του Λεοπόλδος ήταν μέγας δούκας (1765 - 1790). Είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία με λαμπρές σπουδές στην Βιέννη, αφού προοριζόταν από τον πατέρα του και τον άτεκνο θείο του Ιωσήφ ως μελλοντικός αυτοκράτορας. Εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο τον θείο του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β με μεγάλη αυστηρότητα και πειθαρχία. Με τον θάνατο του άτεκνου θείου του Ιωσήφ Β (1790) ο πατέρας του Λεοπόλδος Β έγινε αυτοκράτορας και ο ίδιος ο Φραγκίσκος διάδοχος του θρόνου. Με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Λεοπόλδου στις 1 Μαρτίου 1792 έγινε ο ίδιος ο Φραγκίσκος αυτοκράτορας σε ηλικία 24 ετών, πολύ νωρίτερα απ' ότι περίμενε. Βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με τις απειλές του Ναπολέοντα για ελευθερία και ισότητα και είχε ιδιαίτερες σχέσεις φόβου με την Γαλλία, αφού η θεία του, Μαρία Αντουανέτα, αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα από τους Γάλλους επαναστάτες. Οδήγησε την χώρα του σε τρεις Συνασπισμούς (Γ το 1805, Δ το 1806 και Ε το 1809) εναντίον του Ναπολέοντα, όπου γνώρισε διαδοχικές ήττες. Μετά την τελική ήττα στην μάχη του Αούστερλιτς συνάντησε τον ίδιο τον Ναπολέοντα τον Δεκέμβριο του 1805. Το 1809 γνώρισε νέα ήττα από τον Ναπολέοντα στο Βάγκραμ, οπότε αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί του δίνοντας του την κόρη του Μαρία Λουίζα ως σύζυγο, και παρέμεινε υποτελής της γαλλικής αυτοκρατορίας ενώ οι πόλεμοι του με τον Ναπολέοντα εξασθένησαν σημαντικά την Αυστρία. Το 1813 η Αυστρία ηγήθηκε στον ΣΤ Συνασπισμό κατά του Ναπολέοντα μαζί με τις Βρετανία, Ρωσία, Πρωσία και Σουηδία και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οριστική ήττα του Ναπολέοντα στη Λειψία. Αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα να δημιουργήσει με τον καγκελάριο Μέτερνιχ την Ιερά Συμμαχία (1815), στην οποία συμμετείχαν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας, ενώ έκαναν μυστική συμφωνία για την επαναφορά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ΄ στον θρόνο της Γαλλίας. Διέθετε εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων στην αυτοκρατορία του και την καλύτερη αστυνομία της εποχής του. Αν και απολυταρχικός, ήταν ένας ανοιχτός μονάρχης προσπελάσιμος στον λαό. Αναφέρεται και σαν άριστος οικογενειάρχης με αγαπημένη οικογένεια, καθώς με την δεύτερη σύζυγο του Μαρία Θηρεσία της Νάπολης και της Σικελίας απέκτησαν επτά παιδιά. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδος Α.
Η Πρωσία (Preußen, λατ.: Borussia, Prussia, <προ + Ρωσία [<ρουσίζω ροδίζω, ο>ου, δ>σ - είμαι κοκκινωπός] = η χώρα που βρίσκεται πριν από τη Ρωσία) ονομάστηκε η περιοχή της Γερμανίας, που μέχρι το 1945 αποτελούσε την πιο εκτεταμένη περιφέρεια της χώρας, με 13 επαρχίες, στην οποία ανήκε και η πρωτεύουσα Βερολίνο. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέρη του ανατολικού τμήματος της Πρωσίας ανήκουν στην Πολωνία και στην Ρωσία. Η Πρωσία εκτεινόταν από τα γαλλικά σύνορα ως τα σύνορα με την άλλοτε ΕΣΣΔ. Στο νότο τα σύνορά της σχηματίζονταν από τον ποταμό Μάιν και τον Θουριγγικό Δρυμό. Αρχικά ήταν μικρή περιοχή στην σημερινή Μαζουρία της βόρειας Πολωνίας, στο Καλίνινγκραντ και στην περιοχή Κλάιπεντα της Λιθουανίας. Το έδαφος της Πρωσίας περιέλαβε την Παλαιά Πρωσία (Δυτική Πρωσία και Ανατολική Πρωσία), την Πομερανία, το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας, το Βραδεμβούργο, τη Λουσιτανία, τη επαρχία της Σαξονίας, του Αννόβερου, του Σλέσβιχ-Χολστάιν, της Βεστφαλίας, της Έσσης - Νασσάου, της Ρηνανίας. Υπήρξαν όμως μερικές περιοχές στη βόρεια Γερμανία που δεν έγιναν ποτέ τμήμα της Πρωσίας, όπως το Όλντενμπουργκ, το Μέκλενμπουργκ και οι πόλεις - κράτη της Χανσεατικής Ένωσης. Αν και η Πρωσία ήταν κυρίως προτεσταντικό γερμανικό κράτος, υπήρξαν σημαντικοί ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί στη Ρηνανία και σε διάφορες περιοχές, όπως το Πόζεν, η Σιλεσία, η δυτική Πρωσία και Βάρμια της ανατολικής Πρωσίας. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί τα καθολικά νότια γερμανικά κράτη, ειδικά η Αυστρία και η Βαυαρία, αντιστάθηκαν στην Πρωσική ηγεμονία για πολύ καιρό. Από το 1466 μέχρι το 1772, η περιοχή αυτή ήταν χωρισμένη σε δύο τμήματα, το Βασίλειο της Πρωσίας που ήταν υπό την διοίκηση της Πολωνίας, και την περιοχή του Τευτονικού Τάγματος. Μετά το τέλος της Δυναστείας των Πρώσων η περιοχή αυτή το 1618 πέρασε ως κληρονομιά στο πριγκιπάτο του Βρανδεμβούργου. Το 1657 με την συνθήκη του Βέλαου η περιοχή αυτή αποσπάσθηκε και απόκτησε την ανεξαρτησία της. Ο πρίγκηπας Φρειδερίκος Α (1688-1713) έγινε μονάρχης της περιοχής.
To 1211 o Ανδρέας Β' της Ουγγαρίας παραχώρησε στους Τεύτονες Ιππότες περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες υπήρξαν απείθαρχοι, με συνέπεια, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Β΄ να τους εκδιώξει από την Τρανσυλβανία. Το 1226 προσέλαβε τους Τεύτονες στην υπηρεσία του ο Κορράδος, δούκας της Μαζοβίας, με σκοπό να τον βοηθήσουν να υποτάξει και να προσηλυτίσει τις παγανιστικές φυλές της Πρωσίας. Κατά την διάρκεια των επόμενων 60 ετών οι Τεύτονες υπέταξαν τους τοπικούς πληθυσμούς, πραγματοποιώντας εκτεταμένες σφαγές, και στα υποδουλωμένα εδάφη δημιούργησαν ένα δικό τους κράτος με έδρα το Μαρίενμπουργκ. Ταυτόχρονα με την υποταγή της Πρωσίας οι Τεύτονες κινήθηκαν ανατολικότερα και, αφού απορρόφησαν το Λιβονικό Τάγμα του Ξίφους, το οποίο έλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Εσθονίας, εξαπλώθηκαν σε μεγάλο τμήμα της Βαλτικής. Η πορεία τους ανατολικότερα ανακόπηκε το 1242, όταν ηττήθηκαν από τους Ρώσους της Ηγεμονίας του Νόβγκοροντ στην Μάχη των Πάγων. Οι Τεύτονες τα επόμενα χρόνια στράφηκαν κατά των Λιθουανών. Μετά από πολυετείς μάχες ηττήθηκαν τελικά απ’ αυτούς και τους συμμάχους τους Πολωνούς, στη Μάχη του Τάννενμπεργκ το 1410. Τα σύνορα μεταξύ της Πρωσίας και της Λιθουανίας καθορίστηκαν τελικά με την Συνθήκη του Μέουνο, το 1422. Το 1454 πόλεις της Δυτικής Πρωσίας επαναστάτησαν εναντίον του Τευτονικού τάγματος και ζήτησαν την βοήθεια της Πολωνίας. Μετά από πόλεμο 13 ετών οι Τεύτονες ηττήθηκαν και με την Δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν, που υπογράφηκε το 1466, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν την Δυτική Πρωσία στην Πολωνία.
Το 1525 ο Μέγας Μάγιστρος του τάγματος των Τευτόνων Ιπποτών, Αλβέρτος της Πρωσίας, του οίκου των Χοεντσόλερν, αφού έγινε Προτεστάντης Χριστιανός, μετέτρεψε τα Τευτονικά εδάφη σε κοσμικό κράτος, ιδρύοντας το Δουκάτο της Πρωσίας, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Δούκας. Το Δουκάτο εκτεινόταν σε μία στενή έκταση ανατολικά του Βιστούλα και έδρα του ήταν η Καινιξβέργη. Δύο γενεές αργότερα η Πρωσία ενώθηκε με το Βρανδεμβούργο, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό του κράτους της Πρωσίας-Βρανδεμβούργου. Η εγγονή του Αλβέρτου της Πρωσίας Άννα, κόρη του Δούκα Αλβέρτου-Φρειδερίκου, παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Ιωάννη Σιγισμούνδο του Βρανδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Αλβέρτου-Φρειδερίκου, χωρίς να αφήσει αρσενικούς απογόνους, ο Ιωάννης Σιγισμούνδος κληρονόμησε το Δουκάτο της Πρωσίας, ενώνοντάς το με την επικράτεια του Βρανδεμβούργου. Το νέο κράτος περιλάμβανε γεωγραφικά αποκομμένες μεταξύ τους περιοχές από τον Ρήνο μέχρι τη Βαλτική. Κατά την πρώτη φάση του Δεύτερου Βορείου πολέμου (1664-1660) ο δούκας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄ έθεσε το δουκάτο υπό το στέμμα της Σουηδίας. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στο στέμμα της Πολωνίας. Την περίοδο αυτή το Δουκάτο της Πρωσίας αύξησε τον βαθμό αυτονομίας του και έθεσε της βάσης της μετατροπής του σε Βασίλειο.
Στις 18 Ιανουαρίου 1701 ο Φρειδερίκος Α΄, γιος του Εκλέκτορα του Βραδεμβούργου και Δούκα της Πρωσίας Φρειδερίκου Γουλιέλμου, αναβάθμισε την Πρωσία σε βασίλειο, ενώ ο διάδοχός του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄ υπήρξε ο δημιουργός της ισχυρής Πρωσίας, αφού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του, η Πρωσία επεκτάθηκε αποκτώντας την μισή Σουηδική Πομερανία, με τη συνθήκη της Στοκχόλμης του 1720. Τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α διαδέχτηκε το 1740 ο Φρειδερίκος Β΄ που απέκτησε το προσωνύμιο Μέγας. Την χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Φρειδερίκος Β τα πρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην αφύλακτη Σιλεσία. Το γεγονός υπήρξε αφορμή για τρεις πολέμους που ονομάστηκαν Σιλεσιανοί. Ο τρίτος Σιλεσιανός πόλεμος υπήρξε μέρος του Επταετούς Πολέμου για την διαδοχή του Αυστριακού θρόνου (1740-1748) που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη. Στον επταετή πόλεμο ο Φρειδερίκος Β συμμάχησε με την Μεγάλη Βρετανία, το Ανόβερο και την Έσση, ενώ εναντίον του συνασπίστηκαν η Αυστρία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Σαξονία. Με το τέλος του πολέμου η Πρωσία κατάφερε να διατηρήσει την Σιλεσία. Το 1772 η Πρωσία επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο έπειτα από τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας. Η Πρωσία συμμετείχε στους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Το 1795 υπέγραψε ανακωχή και αποσύρθηκε. Αναμίχθηκε όμως στη συνέχεια στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στους οποίους αρχικά ηττήθηκε και μετατράπηκε σε κράτος-δορυφόρο της Γαλλίας. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στην Ρωσία η Πρωσία εισήλθε πάλι στον πόλεμο στον αντιγαλλικό συνασπισμό. Στο Συνέδριο της Βιέννης η Πρωσία ωφελήθηκε αποκτώντας την Ρηνανία και την Βεστφαλία. Οι κτήσεις αυτές ήταν ζωτικής σημασίας για την μετέπειτα ισχυροποίηση της χώρας, που την κατέστησαν πρωταγωνίστρια της Γερμανικής ενοποίησης.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος (Friedrich Wilhelm 1620 – 1688), μέλος του οίκου των Χοεντσόλερν, γιος του Εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου Γεωργίου Γουλιέλμου και της Ελισάβετ Καρλότας του Παλατινάτου, ήταν επίσης Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας από το 1640 μέχρι το θάνατό του. Η στρατιωτική ανδρεία του και οι πολιτικές του ικανότητες τον έκαναν δημοφιλή, γνωστό ως Μεγάλο Εκλέκτορα. Τηρώντας πολιτική θρησκευτικής ανοχής, ήταν πιστός οπαδός του Καλβινισμού, που συνδέθηκε με την ανερχόμενη εμπορική τάξη, και πέτυχε την ανοικοδόμηση του κράτους του μετά τον 30ετή Πόλεμο. Στο στρατιωτικό πεδίο είχε σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Σουηδών, που εισέβαλαν στη χώρα του, αλλά αποκρούστηκαν οριστικά το 1678. Ο ίδιος διέγνωσε τη σπουδαιότητα ου εμπορίου και το υποστήριξε δυναμικά. Οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε, ισχυροποίησαν την Πρωσία στον πολιτικό χάρτη της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648) και προετοίμασαν την αναβάθμισή της από δουκάτο σε βασίλειο, που υλοποιήθηκε από τον γιο και διάδοχό του Φρειδερίκο Α. Ο Φρειδερίκος Α (Friedrich I, 1657 –1713), μέλος της δυναστείας Χοεντσόλερν, γιος του προηγούμενου Εκλέκτορα και Δούκα Φρειδερίκου Γουλιέλμου, ήταν (ως Φρειδερίκος Γ) Εκλέκτορας του Βραδενβούργου (1688–1713) και Δούκας της Πρωσίας και επομένως της ένωσης Βρανδεμβούργου-Πρωσίας, την οποία, μετά από έγκριση του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους Λεοπόλδου Α, αναβάθμισε σε βασίλειο, και έγινε ο πρώτος βασιλιάς «στην Πρωσία» (1701–1713), αποφεύγοντας τον τίτλο «βασιλιάς της Πρωσίας» για να μην θίξει τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Λεοπόλδου Α. Από τη μεριά της μητέρας του, ήταν εξάδελφος, του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου Γ. Αναδείχτηκε προστάτης των τεχνών, ιδρύοντας την Καλλιτεχνική Ακαδημία στο Βερολίνο το 1696.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α (Friedrich Wilhelm I, 1688 –1740), γιος του προηγούμενου βασιλιά Φρειδερίκου Α και της Σοφίας Καρλότας του Αννόβερου, γνωστός ως «Στρατιώτης Βασιλιάς», ήταν βασιλιάς στην Πρωσία και Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου από το 1713 μέχρι τον θάνατό του. Ως βασιλιάς προσπάθησε να βελτιώσει την κατάσταση της Πρωσίας. Αντικατάστησε την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία με φόρο, ενθάρρυνε την γεωργία, αποξήρανε βαλτώδεις περιοχές, θέσπισε κανόνες για τους αξιωματούχους του δημοσίου και μερίμνησε για την εξασφάλιση της άμυνας της χώρας του. Εφάρμοσε αυστηρή οικονομική πολιτική που άφησε τα ταμεία του κράτους γεμάτα. Πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στον πρωσικό στρατό, που συνέβαλαν στην ισχυροποίησή του τα επόμενα χρόνια. Μεταχειρίστηκε με σκληρότητα τον γιο του και διάδοχό του Φρειδερίκο Β και τον πέρασε από στρατοδικείο και τον φυλάκισε επί 65 μήνες, όταν προσπάθησε να δραπετεύσει στην Αγγλία, προκαλώντας την παρέμβαση του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ.
Ο Φρειδερίκος Β΄ (Friedrich II, 24 Ιανουαρίου 1712 - 17 Αυγούστου 1786), ο επικαλούμενος και Μέγας, μέλος του Οίκου των Χοεντσόλερν, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ και εγγονός του Φρειδερίκου Α΄, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας (1740-1786). Ο πατέρας του προσπάθησε να τον αναθρέψει με την άκαμπτη αυστηρότητα που έδειχνε στα στρατιωτικά γυμνάσια, με το πλέον βαρύ και αυστηρό πρωτόκολλο που χαρακτήριζε τη πρωσική βασιλική αυλή. Ο μικρός Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί, αποστήθιζε μεγάλες προσευχές, φορούσε πάντα στρατιωτική στολή, ακολουθούσε ένα απαράβατο πρόγραμμα ακαδημαϊκών σπουδών και γυμναστικών ασκήσεων και κοιμόταν πολύ νωρίς. Η μητέρα του, αντίθετα, είχε έντονο ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά θέματα και η επιρροή της στον νεαρό Φρειδερίκο εξόργιζε τον πατέρα του, ο οποίος, για να σκληραγωγήσει τον γιο του, τον μεταχειριζόταν με τρόπο που έφθανε στα όρια της κτηνωδίας. Ο έφηβος Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να γευματίζει καθισμένος στην πιο υποτιμητική θέση του τραπεζιού μακριά από τους γονείς του. Ο πατέρας του συχνά τον κτυπούσε μπροστά σε ξένους επισκέπτες και μία φορά τον έσυρε από τα μαλλιά στους διαδρόμους του ανακτόρου. Σε ηλικία 18 ετών ο Φρειδερίκος επιχείρησε να φύγει από την Πρωσία και να αναζητήσει άσυλο στον θείο του, βασιλιά της Αγγλίας, αλλά το σχέδιο του προδόθηκε και ο διάδοχος συνελήφθη και κατέληξε στην απομόνωση στο κάστρο του Κυστρίν, αφού προηγουμένως μπροστά στα μάτια του διατάχθηκε η εκτέλεση του φίλου του αξιωματικού φον Κάττε, που προσπάθησε να τον βοηθήσει στη δραπέτευσή του. Μετά την αποφυλάκισή του, πεπεισμένος πλέον ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση στην πατρική βούληση ήταν ανώφελη, ακολούθησε πιστά τις προσταγές του πατέρα του, και υποχρεώθηκε να αναλάβει τη διοίκηση ενός συντάγματος γρεναδιέρων και να ασχολείται με τα κοινά του κράτους. Το 1732 υπό τη πίεση του πατέρα του νυμφεύθηκε τη Γερμανίδα πριγκήπισσα Ελισάβετ Κριστίνα της Βρουνσβίκης-Μπέβερν, χωρίς να ερωτηθεί. Όταν τελικά ανέβηκε στο θρόνο της Πρωσίας σε ηλικία 28 ετών, το 1740, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης της οικονομίας και ενίσχυσης του στρατού, ο οποίος αποτελούσε και την κυριότερη μέριμνα του. Ως βασιλιάς υπήρξε ιδιαίτερα συγκεντρωτικός και αυταρχικός, και έδειχνε ελάχιστη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, τρέφοντας μία μόνιμη καχυποψία ("Όσοι περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί, τόσοι περισσότεροι κλέφτες"). Η εφευρετικότητα του σε ό,τι αφορούσε την πολεμική τέχνη ήταν αδιαμφισβήτητη. Η εμπειρία και το σωματικό σθένος, που του εξασφάλισε η σκληρή διαπαιδαγώγηση ("Είμαι πάνω στο άλογο μου ακόμη και άρρωστος, όταν άλλοι στη θέση μου θα βρίσκοταν στο κρεβάτι κλαψουρίζοντας"), συνδυάστηκε με την οξύνοια και την αποφασιστικότητά του. Επέκτεινε το κράτος του σε σημαντικό βαθμό, αντιμετωπίζοντας τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τον Επταετή Πόλεμο διαδοχής του Αυστριακού Θρόνου (1740 – 1748), με το τέλος του οποίου η Πρωσία είχε καταστεί μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη. Οι εξαιρετικές ικανότητές του στην διπλωματία και στο πεδίο της μάχης, η μεγάλη του μόρφωση, και οι γνωριμίες με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βολταίρος, του χάρισαν την προσωνυμία Φρειδερίκος ο Μέγας. Πέθανε σε ηλικία 74 ετών και είναι θαμμένος έξω από το θερινό ανάκτορο στο πάρκο Σανσουσί (Sans Souci = χωρίς σκοτούρες) στο Πότσδαμ μαζί με τα 11 κυνηγετικά σκυλιά του.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β΄ (Friedrich Wilhelm II.; 1744 –1797), γιος του πρίγκηπα Αύγουστου Γουλιέλμου (δεύτερου γιου του βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α και αδελφού του προηγούμενου βασιλιά Φρειδερίκου Β), ήταν βασιλιάς της Πρωσίας, διάδοχος του άτεκνου Φρειδερίκου Β. Ο νωχελικός και φιλήδονος χαρακτήρας του ήταν αντίθετος με αυτόν του προκατόχου και θείου του. Η Πρωσία εξασθένησε εσωτερικά και εξωτερικά και δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στις προκλήσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Η θρησκευτική πολιτική του, που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση ενός παραδοσιακού Προτεσταντισμού, ήταν αντίθετη με το πνεύμα του Διαφωτισμού της εποχής του. Ήταν όμως προστάτης των τεχνών, πάτρονας του Μπετόβεν και του Μότσαρτ, ταλαντούχος τσελίστας και ο ίδιος, και υπεύθυνος για την ανέγερση αξιόλογων κτιρίων, όπως ο Πύργος του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Απέκτησε επτά παιδιά με την δεύτερη σύζυγό του, αλλά διατήρησε μόνιμη εξωσυζυγική σχέση με την Βιλχελμίνα Ένκε κόμισσα του Λίχτενάου, μια φιλόδοξη και μορφωμένη γυναίκα, με την οποία απέκτησε πέντε εξώγαμα παιδιά. Ως βασιλιάς έγινε δημοφιλής, όταν προσπάθησε να ελαφρύνει τα οικονομικά βάρη των πολιτών, αναμορφώνοντας το καταπιεστικό φορολογικό σύστημα των προκατόχων του, καταργώντας το κρατικό μονοπώλιο του καφέ, του καπνού και της ζάχαρης και κατασκευάζοντας δρόμους και αρδευτικά κανάλια. Παράλληλα ενθάρρυνε τη χρήση της γερμανικής γλώσσας και τη φοίτηση σε σχολεία και πανεπιστήμια. Το 1788 εξέδωσε θρησκευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε τη διδασκαλία κηρυγμάτων που δεν περιέχονταν στα επίσημα βιβλία των ιερέων, ενώ λόγιοι όπως ο Εμμανουήλ Καντ απαγορευόταν να ομιλούν στο κοινό για θρησκευτικά θέματα. Με δεδομένη τη διαίρεση της γερμανικής κοινωνίας σε καλβινιστές, λουθηρανούς και καθολικούς, το διάταγμα αυτό συνέβαλε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Στον στρατιωτικό τομέα και στα εξωτερικά ζητήματα η πολιτική του δεν είχε επιτυχία. Η εκστρατεία στην Ολλανδία το 1787 και η προσπάθεια συμμαχίας με τη Ρωσία και Αυστρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, συμμετέσχε στην προσπάθεια της Αυστρίας για την αποκατάσταση του Λουδοβίκου ΙΣΤ, λαμβάνοντας προσωπικά μέρος στους ανεπιτυχείς πολέμους του 1792-93, εναντίον της Γαλλίας. Μολονότι η εδαφική έκταση της Πρωσίας αυξήθηκε μετά τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1795, τα νέα εδάφη απορρόφησαν σημαντικά ποσά για την αποτελεσματική διοίκησή τους. Πέθανε σε ηλικία 53 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ.
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ' (Friedrich Wilhelm III, 3 Αυγούστου 1770 - 7 Ιουνίου 1840) ήταν βασιλιάς της Πρωσίας κατά τα έτη 1797-1840. Ανέβηκε στον θρόνο λίγο πριν από την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων και, παρά τη θέλησή του, έλαβε μέρος στον Δ Συνασπισμό εναντίον του Ναπολέοντα το 1806 (Πρωσία, Ρωσία, Αγγλία κατά της Γαλλίας, μάχες στην Ιένα, Άουερστεδ, Φρίντλαντ, Συνθήκη Τιλσίτ 1807). Έζησε το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, το 1806, όταν μετά την ήττα στο Αούστερλιτς ο Φραγκίσκος Β κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Συμμετέσχε στον ΣΤ Συνασπισμό το 1813 (Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας, Σουηδίας, Αυστρίας κατά της Γαλλίας, μάχες στο Λούτσεν και Μπάουτσεν, ήττα Ναπολέοντος στη Λειψία) και στον Ζ Συνασπισμό το 1815 που κατέληξε στην τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, όπως και στο Συνέδριο της Βιέννης που καθόρισε την τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, μετά την ήττα του Γάλλου ηγεμόνα.. Το 1815 συμμετείχε στην ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, μετά την οποία η Πρωσία αύξησε για πρώτη φορά την επιρροή της στα γερμανικά κρατίδια, με τελική κατάληξη την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία της Πρωσίας το 1871.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...