Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

HOBBES (ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ)- LEIBNIZ (ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ)

Άγγλoς φιλόσοφος, γιος προτεστάντη κληρικού, ο Τόμας Χομπς [Thomas Hobbes, 5 Απριλίου 1588 – 4 Δεκεμβρίου 1679] ήταν ένας από τους πρώτους διανοητές-θεμελιωτές του σύγχρονου κράτους και ιδρυτής της πολιτικής φιλοσοφίας. Αν και σήμερα ο Χομπς αναφέρεται περισσότερο για το έργο του στην πολιτική φιλοσοφία, συνέβαλε και σε άλλους τομείς, όπου συμπεριλαμβάνονται η ιστορία, η γεωμετρία, υ ηθική, η γενική φιλοδοφία και η αποκαλούμενη σήμερα πολιτική επιστήμη. Ο Τόμας Χομπς ξεκίνησε την καριέρα του ως δάσκαλος της οικογένειας Κάβεντις (Cavendish), της κομητείας του Ντέβονσαϊρ (Devonshire) και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και τη φυσική. Έζησε σε μια από τις πλέον ταραγμένες περιόδους της ευρωπαϊκής ιστορίας. Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι θεωρίες του μιλούν απαισιόδοξα για την ανθρώπινη φύση. Το 1610 γνώρισε τον Φραγκίσκο Βάκωνα και συναντώντας προσωπικά τον Γαλιλαίο το 1636, πείστηκε πως έπρεπε να μεταφέρει τις ιδέες του σε ένα σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας. Εκμεταλλεύτηκε πλήρως τα ταξίδια του μαθητή του στην Ευρώπη, για να συναντήσει διάφορους επιστήμονες. Κατά την αγγλική επανάσταση ο Χομπς εγκαταστάθηκε το 1640 στο Παρίσι, όπου συναντούσε συχνά τον Καρτέσιο. Υπό την επιρροή των φιλελευθέρων φέρεται ότι δημοσίευσε το «de cive» (περί του πολίτη).
Ο Χομπς επέστρεψε στην Αγγλία το 1651 για να μην υποχρεωθεί να μεταστραφεί στον καθολικισμό. Αυτή η τοποθέτηση σχετιζόταν λιγότερο με την πίστη και την προσκόλλησή του στον Προτεσταντισμό και περισσότερο με τον αντικληρικαλισμό του και τις πεποιθήσεις περί της προτεραιότητας την οποίαν πρέπει να έχει το κράτος έναντι της εκκλησίας. Κατόπιν δημοσίευσε τον Λεβιάθαν, τον οποίο είχε συγγράψει ήδη στη Γαλλία. Εξ αιτίας αυτού του έργου αλλά και των υπόλοιπων (Περί της ελευθερίας και της ανάγκης, Περί της πολιτικής, Περί της ανθρώπινης φύσης) ο αγγλικός κλήρος τον κατηγόρησε για αντιθρησκευτική δράση. Αναζήτησε τότε καταφύγιο στο Τσάτσγουορθ, (Chatsworth) στον κόμη του Ντέβονσαϊρ (Devonshire). Οι θρησκευτικοί πόλεμοι στη Γαλλία και οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αγγλία τον έτρεψαν να αναπτύξει μια φιλοσοφία κατά την οποία μόνον η απολυταρχία του κράτους είναι σε θέση να συντηρήσει το δίκαιο και την ειρήνη. Έτσι αρνήθηκε τη δύναμη του θείου δικαίου. Όσον αφορά την ηθική του, θεώρησε ότι το άτομο πρέπει να ενεργεί κατά έναν «χρησιμοθηρικό εγωισμό» αυξανόμενο από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης (conatus) και της θέλησης για κυριαρχία. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Χομπς το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης καταδίκασε τα έργα του «de cive» και «Leviathan» και έκαψε στην πυρά. O Χομπς θεωρείται εκ των πιο σημαντικών φιλοσόφων του φυσικού δικαίου κατά τον 17ο αι. και άσκησε τεράστια επιρροή στις αγγλοσαξονικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες.
Το 1651 έγραψε τον Λεβιάθαν, (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Comonwealth Ecclesiastical and Civil) το σπουδαιότερο έργο του.
Ο άνθρωπος δεν έχει αγαθή φύση, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, αλλά είναι εκ φύσεως εγωιστής και ηδονιστής. Το ότι τα ανθρώπινα κίνητρα σχηματίζονται εκ φύσεως από προσωπικό συμφέρον, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Ανεξέλεγκτοι οι άνθρωποι, και καθοδηγούμενοι από την εσωτερική δυναμική, το πιθανότατο είναι πως θα αλληλοκαταστραφούν. Για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς δημιουργεί κάποιο τέχνασμα, τον Λεβιάθαν, το Κράτος, είτε με τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το Κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας. Ως ανταπόδοση προς τον άνθρωπο το Κράτος ασκεί αυτήν την απόλυτη εξουσία μόνον υπέρ της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης: «Ιδού, λοιπόν, η γένεση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν, ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού, στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο θεό, την ειρήνη και την διαφέντεψή μας». Ο Λεβιάθαν λοιπόν αναλαμβάνει την προστασία των πολιτών από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες, μέσω του στρατού και της αστυνομίας. Άλλο σημαντικό καθήκον είναι επίσης η προστασία των πολιτών από τον ίδιο τον Λεβιάθαν. Από αυτήν την ιδέα πηγάζει το Σύνταγμα ως αυτοπεριορισμός της εξουσίας. Ο Χομπς με τη θεωρία αυτήν αρνείται το δικαίωμα επανάστασης εναντίον του κοινωνικού συμβολαίου (έννοια η οποία θα ονομαστεί έτσι αργότερα από τον Λοκ). Όταν όμως ο Λεβιάθαν δεν φροντίζει πια για την ειρήνη και άμυνα των πολιτών, τότε το συμβόλαιο ακυρώνεται και το κράτος μπορεί να διαλυθεί. Οι άνθρωποι γυρίζουν στον φυσικό νόμο, έως ότου γίνει κάποιο νέο συμβόλαιο.
Η ηθική φιλοσοφία του Χομπς (εγωιστικό σύστημα ή «selfish system», όπως επεκράτησε να λέγεται αργότερα) χαρακτηρίζεται από ηθικό νατουραλισμό, ο οποίος ξεκινά εκ της κεντρικής παραδοχής ότι η ανθρώπινη φύση καθορίζεται ουσιαστικά από εγωιστικά κίνητρα. O Άγγλος φιλόσοφος υποστηρίζει ότι το κύριο καθοριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι ο εγωισμός ή η ορμή της αυτοσυντήρησης, η οποία αποτελεί μία απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων. «Η υλιστική μεταφυσική και η αισθησιοκρατική ψυχολογία δίδασκαν ότι αυτή η ορμή της αυτοσυντήρησης είναι προσανατολισμένη στη διατήρηση και την προαγωγή της ατομική ύπαρξης. Όλα τ’ άλλα μέσα είναι απλώς μέσα για την επίτευξη του ανώτατου υλικού σκοπού. Κατ’ αυτήν την αρχή, για τον ως φυσικό ον άνθρωπο δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνον η ωφέλεια ή η ζημιά που προκύπτει από αυτά». Συνεπής υποστηρικτής αυτής της διδασκαλίας, που κατά πολλούς επαναλαμβάνει με νέους τεχνικούς όρους τη φιλοσοφία του Επικούρου, ο Χομπς θεωρεί ότι το μοναδικό δυνατό περιεχόμενο της ανθρώπινης βούλησης είναι η ωφέλεια ή η βλάβη του ατόμου. Άρα το κριτήριο της ηθικής πράξης εξετάζεται καθαρά μέσα από ένα ωφελιμιστικό και ψυχολογικό πρίσμα, και τελικά αυτό το ηθικό κριτήριο δεν ανταποκρίνεται μόνο σε κάτι γενικά παραδεκτό, αλλά και στην ανάγκη να θεμελιωθεί η ηθική σε καθαρά εμπειρικές-ψυχολογικές και όχι σε μεταφυσικές βάσεις.
Ο Χομπς θέτει τα κριτήρια της ηθικής αξιολόγησης μέσα στον άνθρωπο, και ταυτόχρονα με βάση τις ανάγκες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Η εγκόσμια ευδαιμονία δεν έγκειται στην ηρεμία ενός ικανοποιημένου πνεύματος, διότι δεν υφίσταται κανένας απώτατος μεταφυσικός σκοπός (finis ultimus) ή ύψιστο αγαθό (summum bonum): «Η ευδαιμονία είναι η διαρκής πορεία της επιθυμίας από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του πρώτου δεν είναι παρά ο δρόμος για το επόμενο. Αυτό οφείλεται στο ότι σκοπός της ανθρώπινης επιθυμίας δεν είναι μια μοναδική και στιγμιαία απόλαυση, είναι αντίθετα η εξασφάλιση της ικανοποίησης και των μελλοντικών επιθυμιών δια παντός. Οι θεληματικές λοιπόν πράξεις και οι διαθέσεις όλων των ανθρώπων τείνουν όχι μόνον στην κατάκτηση, αλλά και στην εξασφάλιση ευτυχισμένης ζωής».
Οι διαφορές πηγάζουν αποκλειστικά από την ποικιλία των παθών των ανθρώπων, αλλά και από τη διαφορετική γνώση και γνώμη καθενός. Η ευδαιμονία την οποία περιγράφει ο Χομπς δεν είναι απόλαυση της ηδονής, αλλά απόκτηση δύναμης, ασίγαστη επιθυμία για ισχύ που εξασφαλίζει τη δυνατότητα ικανοποίησης κάθε επιθυμίας και σταματά μόνο με τον θάνατο. Κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τον Άγγλο φιλόσοφο δεν έχει άλλη επιλογή εκτός του να συσσωρεύει δύναμη για να διασφαλίζει την αυτοσυντήρησή του, εξ αιτίας του φόβου ότι εαν δεν το κάνει ο ίδιος, θα το κάνει κάποιος άλλος, και έτσι θα βρεθεί στο έλεος του άλλου. Η φύση βέβαια έχει κάνει τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, διότι και ο πιο αδύναμος έχει τη δύναμη να σκοτώσει τον δυνατότερο, είτε με δόλο είτε συνασπιζόμενος με άλλους. «Πράγματι η σωφροσύνη δεν είναι παρά εμπειρία που σε ίσο χρόνο κατανέμεται εξ ίσου σε όσους ανθρώπους ασχολήθηκαν εξ ίσου με τα ίδια πράγματα. Εκείνο που ίσως κάνει μια τέτοια ισότητα να φαίνεται απίστευτη, δεν είναι παρά η έπαρση κάποιων για τη σοφία τους». Αυτή η ισότητα ικανοτήτων γεννά και ίσες ελπίδες για την επίτευξη των σκοπών των ανθρώπων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν δύο άνθρωποι «επιθυμούν το ίδιο πράγμα, χωρίς εν τούτοις να μπορούν αμφότεροι να το αποκτήσουν, γίνονται εχθροί. Και στην πορεία προς τον σκοπό τους (που είναι κυρίως η αυτοσυντήρηση, αλλά και ορισμένες φορές η ευχαρίστησή τους μόνο) προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλο».
Οι πρωταρχικές αιτίες διαμάχης που προέρχονται από τη φύση του ανθρώπου είναι τρεις: ο ανταγωνισμός, η δυσπιστία και η δόξα. Η φύση διαιρεί τους ανθρώπους και προτρέπει να αλληλοσυγκρούονται και να αλληλοεξοντώνονται. Στην ουσία ο αχαλίνωτος στη φυσική κατάσταση εγωισμός πρέπει να πειθαρχηθεί από κάποιαν ανώτερη ρυθμιστική αρχή, έτσι ώστε να συμπέσει η ατομική ωφέλεια με την ωφέλεια του συνόλου. Αυτή η ανώτερη ρυθμιστική αρχή πηγάζει από τη φύση. Ο νόμος της φύσης (lex naturalis) είναι μια εντολή ή ένας γενικός κανόνας, που έχει ανακαλυφθεί μέσω του λόγου και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προχωρήσει σε πράξη που θα είναι καταστροφική για τη ζωή ή που θα τον στερήσει από τα μέσα συντήρησής της. Η επιστήμη των νόμων της φύσης είναι η μοναδική αληθινή ηθική φιλοσοφία, είναι η επιστήμη για την αμοιβαία συναναστροφή και την κοινωνία του ανθρώπινου είδους. «Τα πάθη που ωθούν τους ανθρώπους προς την ειρήνη είναι ο φόβος του θανάτου, η επιθυμία των πραγμάτων που απαιτούνται για μιαν άνετη διαβίωση και η ελπίδα ότι αυτά θ’ αποκτηθούν με την εργατικότητα. Ο ορθός λόγος προβάλλει τους κατάλληλους όρους για ειρήνη, έτσι ώστε οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε συμφωνία. Αυτοί οι όροι αποκαλούνται, αλλιώτικα, Νόμοι της Φύσης…».
Το φυσικό δικαίωμα που προκύπτει σύμφωνα με τον Χομπς από τον ορθό λόγο είναι η ελευθερία που διαθέτει κάθε άνθρωπος να χρησιμοποιήσει την ισχύ του κατά βούληση για να συντηρήσει τη ζωή και κατ’ ακολουθία η ελευθερία να κάνει οτιδήποτε τ’ οποίο κατά τη λογική του κρίση θα θεωρήσει κατάλληλο μέσο για αυτόν τον σκοπό. Βέβαια «το άλυτο για κάθε ωφελιμιστική ηθική πρόβλημα είναι πώς να συμβιβάσει τη φιλαυτία με την αλληλεγγύη και την αμοιβαιότητα, τον εγωισμό με την αυτοθυσία που είναι αναπόσπαστη από την έννοια της αρετής». Απαντώντας στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ο Χομπς ξεκινά με τον νόμο της φύσης, που ορίζει ότι οι άνθρωποι οφείλουν να τηρούν τις συμβάσεις τους. Αυτός ο νόμος της φύσης αποτελεί το θεμέλιο και την απαρχή της δικαιοσύνης. Όταν έχει συναφθεί μία σύμβαση, η παραβίασή της είναι άδικη, και ως εκ τούτου η μη τήρηση μιας σύμβασης αποτελεί τον ορισμό της αδικίας. Οτιδήποτε δεν είναι άδικο, είναι δίκαιο. Για να αποκτήσουν νόημα τα ονόματα δίκαιο και άδικο πρέπει τελικά να υπάρξει το καταφύγιο μιας εξαναγκαστικής εξουσίας, που επιβάλλει σε όλους εξίσου την τήρηση των συμβάσεων, απειλώντας με τιμωρία μεγαλύτερη του οφέλους που προσδοκούν να αποκομίσουν από την αθέτησή τους. Η φύση της δικαιοσύνης έγκειται στην τήρηση έγκυρων συμβάσεων, η οποία δεν αρχίζει παρά με τη σύσταση πολιτικής εξουσίας. Το homo homini lupus, που διατυπώνει ο Χομπς, αναθέτει τελικά στην πολιτεία, ως έκφραση του ορθού λόγου, την εξουσία και τη δύναμη να το περιορίσει.
“Υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος συγκρότησης κοινής εξουσίας, ικανής να προστατεύει τους ανθρώπους από τις έξωθεν επιβολές και τις μεταξύ τους αδικοπραγίες, και να τους παρέχει ασφάλεια, έτσι ώστε να ζουν ικανοποιημένοι, συντηρούμενοι από την εργασία τους και τους καρπούς της γης. Ο τρόπος είναι ο εξής: όλοι εκχωρούν ολόκληρη τη δύναμη και την ισχύ τους σ’ έναν άνθρωπο ή σε μια συνέλευση ανθρώπων, στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατή, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η αναγωγή όλων των βουλήσεων σε μία. Με άλλα λόγια, αναθέτουν σ’ ένα άτομο ή σε μια συνέλευση ατόμων να τους εκπροσωπεί, έτσι ώστε ο καθένας να ορίζει και να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως αυτεξούσιο εντολοδότη οποιασδήποτε ενέργειας επιτελεί ή προκαλεί ο εκπρόσωπος όλων για θέματα σχετικά με την κοινή ειρήνη και ασφάλεια, υποτάσσοντας ο καθένας τη βούλησή του στη βούληση του τελευταίου και την κρίση του στην κρίση του. Και τούτο είναι παραπάνω από απλή συγκατάθεση ή συμφωνία, πρόκειται δηλαδή για πραγματική ενοποίηση όλων σ’ ένα και το αυτό πρόσωπο, δημιουργημένη μέσω της σύμβασης κάθε ανθρώπου με κάθε άλλον άνθρωπο, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο σαν να έλεγε κάθε άνθρωπος σε κάθε άλλον άνθρωπο: “εξουσιοδοτώ αυτό το άτομο ή συνέλευση ατόμων και απεμπολώ το δικαίωμά μου να αυτοκυβερνώμαι υπό τον όρο ότι θα απεμπολήσεις και εσύ το ίδιο δικαίωμά σου και θα εξουσιοδοτήσεις τις πράξεις του κατά τον ίδιο τρόπο”. Αφού γίνει αυτό, το πλήθος που ενοποιείται έτσι σε ένα πρόσωπο ονομάζεται πολιτική κοινότητα και στα λατινικά civitas. Ιδού λοιπόν η γέννηση εκείνου του μεγάλου Λεβιάθαν ή μάλλον (για να μιλήσουμε με μεγαλύτερο σεβασμό) εκείνου του θνητού θεού στον οποίο οφείλουμε, ύστερα από τον αθάνατο θεό, την ειρήνη και τη διαφέντευσή μας. Διότι, χάρη στην εξουσιοδότηση η οποία του δόθηκε από το κάθε μέλος της πολιτικής κοινότητας, έχει στη διάθεσή του τόση εξουσία και δύναμη, ώστε επισείοντάς τες να μπορεί να κατευθύνει τη βούληση όλων προς τους σκοπούς της εσωτερικής ειρήνης και της αμοιβαίας αρωγής έναντι των εξωτερικών εχθρών”. (Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν)
ΣΑΣ ΔΙΝΩ ΘΕΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΙΝ: Η ικανοποιητικότερη θεώρηση της νομιμότητας των πολιτικών θεσμών βασίζεται στην ιδέα ενός υποθετικού συμβολαίου μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Οι άνθρωποι φαίνεται ότι μπορούν να συμφωνήσουν να ζουν μαζί ακολουθώντας αρχές τις οποίες κανένα ορθολογικό άτομο δε θα απέρριπτε, υπό τον όρο να συμμορφώνονται με αυτές τις αρχές και όλοι οι άλλοι. Φαίνεται δηλαδή να πιστεύουν ότι η αμοιβαία εφαρμογή αυτών των αρχών θα εξυπηρετεί σε κάποιον βαθμό τα βασικά συμφέροντα όλων. Φυσικά μιλάμε για υποθετική ή νοερή συμφωνία και συγκατάθεση, εφόσον τα μέλη μιας κοινωνίας δεν υπογράφουν πραγματικά κάποιο συγκεκριμένο συμβόλαιο, αλλά αποφασίζουν να πράττουν σαν να το είχαν υπογράψει. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα Συντάγματα των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών, τα οποία έχουν ψηφιστεί από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων του λαού, αποτελούν ένα είδος πραγματικής συμφωνίας μεταξύ των πολιτών. Ορισμένες αρχικές συλλήψεις ενός τέτοιου “κοινωνικού συμβολαίου” δεν εξασφαλίζουν την ύπαρξη πραγματικά δημοκρατικών θεσμών, εφόσον μπορεί να πρόκειται για κοινή συμφωνία υποταγής σε έναν κυρίαρχο μονάρχη. Κατά τον Άγγλο φιλόσοφο Τόμας Χομπς, ο μόνος τρόπος να προστατευτούμε από την ανεξέλεγκτη επιδίωξη της ικανοποίησης εγωιστικών συμφερόντων σε βάρος των άλλων -επιδίωξη που χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους- είναι να εκχωρήσουμε την εξουσία της διακυβέρνησης σε μια κεντρική αρχή η οποία θα επιβάλλει την τάξη και θα ρυθμίζει τις σχέσεις μας έτσι, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και να ικανοποιούνται οι βασικές μας ανάγκες. Πάντως, κι αν ακόμη δεχτεί κανείς την αναπόφευκτη επιβολή της εξουσίας ενός μονάρχη ή ηγεμόνα πάνω στους άλλους, η εξουσία αυτή δεν εκπηγάζει από κάποια θεϊκή αυθεντία, όπως πιστευόταν τον Μεσαίωνα, αλλά από τη βούληση του ίδιου του λαού - και η εξουσία αυτή έχει όρια.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
1. Οι νέες πηγές πλούτου, που διευκόλυναν τη συντήρηση ενός ολοένα αυξανόμενου γραφειοκρατικού μηχανισμού. 2. Η διατήρηση ισχυρού και ετοιμοπόλεμου στρατού, λόγω των συνεχών πολέμων. 3. Επιβολή της κοσμικής εξουσίας στη θρησκευτική (καθοριστική σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η συμβολή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης). 4. Τα δεινά του Τριαντακονταετούς Πολέμου, σε συνδυασμό με την κοινωνική κρίση των μέσων του 17ου αιώνα, συνέτειναν στη δημιουργία ενός κλίματος για ισχυρές και σταθερές κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα. 5. Η συγκρότηση του σύγχρονου κράτους, τη λειτουργία του οποίου δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν μόνοι τους οι ευγενείς και οι κατακερματισμένες ομάδες της φεουδαρχίας. Στήριγμα της απόλυτης μοναρχίας, υπήρξε μια μορφωμένη υπαλληλία, ενώ κέρδισε την εύνοια των πλούσιων αστών.
Η Απολυταρχία δεν ήταν απλά ένα σύστημα διακυβέρνησης. Πρωτίστως αποτέλεσε μια ιδέα, ένα ιδανικό που βρήκε τους θεωρητικούς εκφραστές της στα πρόσωπα κορυφαίων πολιτικών στοχαστών της εποχής
Η φωτισμένη απολυταρχία δεν αποτελούσε ξεχωριστό πολιτικό σύστημα, εφόσον διατήρησε τα περισσότερα δομικά στοιχεία και μέσα επιβολής της απόλυτης μοναρχίας. Η φωτισμένη απολυταρχία (ή «δεσποτεία») προήλθε από τις επαφές ορισμένων ηγεμόνων με τις νεωτεριστικές ιδέες του Διαφωτισμού για το κράτος και την εξουσία και από την επιθυμία να τις εφαρμόσουν στα κράτη τους. Αν και τα αποτελέσματα υπήρξαν περιορισμένα, ενισχύθηκε η πίστη στην ορθολογική και όχι θεία προέλευση της μοναρχίας, προβλήθηκε η αντίληψη του κράτους ως αποπροσωποποιημένου και αφηρημένου θεσμού, όπως και του ηγεμόνα ως οργάνου της κοινωνίας.
Η Αγγλία κατέχει μιαν ιστορική ιδιαιτερότητα που στη σφαίρα της πολιτικής. Η απόλυτη μοναρχία έχασε τα προνόμιά της αρκετά νωρίς σε σχέση με άλλες χώρες. Ο Ιάκωβος Α’ (1603-1625) των Στιούαρτ, κυβέρνησε απολυταρχικά και αδέξια Στην προσπάθειά του να ενισχύσει την εξουσία του, υιοθέτησε το δόγμα της «ελέω θεού» μοναρχίας, επέβαλε έκτακτους φόρους χωρίς τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου και ευνόησε τους υποστηρικτές του, αγνοώντας συνάμα τα συμφέροντα των επιφανών υπηκόων. Σαν απάντηση στις αντιδράσεις των βουλευτών για τους έκτακτους φόρους διέλυσε και τις δύο βουλές και ανέστειλε τη λειτουργία τους για δέκα χρόνια. Ακόμα σκληρότερη υπήρξε η πολιτική του γιού του Καρόλου Α’ (1642-1649), ξεσηκώνοντας μεγάλες αντιδράσεις. Η χώρα οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο(1642-1649). Ο βασιλιάς είχε συμμάχους ορισμένους μεγάλους ευγενείς και γαιοκτήμονες, την αγγλικανική εκκλησία και τους καθολικούς. Οι αντίπαλοί του ήταν οι μικροί γαιοκτήμονες, οι έμποροι, και οι βιοτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν πουριτανοί. Οι βασιλικοί ηττήθηκαν το 1646 και τρία χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς αποκεφαλίστηκε. Κύριος της κατάστασης έγινε ο Όλιβερ Κρόμγουελ, επικεφαλής μιας ριζοσπαστικής ομάδας πουριτανών και στρατιωτικός διοικητής των κοινοβουλευτικών
Ο Κρόμγουελ, διέλυσε τη βουλή των λόρδων και δημιούργησε τη μοναδική, έστω και ολιγαρχική, δημοκρατία στην αγγλική ιστορία, με ανώτατο εκτελεστικό όργανο το Συμβούλιο του Κράτους που αριθμούσε 41 μέλη και διοικούνταν από τον ίδιο. Μολονότι ο Κρόμγουελ προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, βρήκε μπροστά του την απροθυμία ενός «συντηρητικού» κοινοβουλίου, το οποίο ελέγχονταν από μεγαλοαστούς και από την επαρχιακή αριστοκρατία. Εκμεταλλευόμενοι τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, τα μέλη της κάτω βουλής βρέθηκαν με τριπλάσιες εκτάσεις γης από τους Λόρδους. Ο Κρόμγουελ συνειδητοποιώντας την ωφελιμιστική νοοτροπία των μελών του κοινοβουλίου, διέλυσε το κοινοβούλιο το 1653 και επέβαλε προσωποπαγή δικτατορία. Το καθεστώς του επιβίωσε με μεγάλες δυσκολίες κυρίως χάρη στις επιτυχίες στο εξωτερικό. Κατέστειλε άγρια την εξέγερση των Ιρλανδών, ανακατέλαβε τη Σκωτία, ανέκτησε τη Δουνκέρκη συμμαχώντας με τους Γάλλους εναντίον των Ισπανών. Στο εσωτερικό όμως εμφανίστηκαν κινήματα με ριζοσπαστικές ιδέες. Τα μεγαλύτερα ήταν οι Ισοπεδωτές που διεκδικούσαν: ίσα πολιτικά δικαιώματα, γραπτό σύνταγμα, καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άντρες, αναγνώριση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα πιο ριζοσπαστικοί ήταν οι Σκαπανείς, που έφτασαν να ζητούν την κοινωνική ισότητα και κοινοκτημοσύνη των αγαθών. Η Αγγλία των μέσων του 17ου αιώνα είχε γίνει εργαστήρι παραγωγής επαναστατικών ιδεών, οι οποίες έμελλε να καθοδηγήσουν τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες των αστών από τον 18ο αιώνα και κυρίως της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Κρόμγουελ, το σύστημα που είχε δημιουργήσει κατέρρευσε. Έτσι το 1660 ο Κάρολος Β, γιος του απαγχονισμένου μονάρχη ανακηρύχθηκε βασιλιάς από το νεοεκλεγμένο κοινοβούλιο. Η παλινόρθωση της μοναρχίας έγινε εφικτή καθώς ο μονάρχης δεσμεύτηκε να σέβεται το κοινοβούλιο και τις αρχές της Μάγκνα Κάρτα. Αυταρχική ήταν η πολιτική των βασιλέων της Δυναστείας των Στιούαρτ από τις αρχές του 17ου αιώνα, η οποία οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και μετά από σύντομη επάνοδο της απόλυτης μοναρχίας, καταλήγει στην Ένδοξη Επανάσταση και στην εγκαθίδρυση της 1ης κοινοβουλευτικής (ή συνταγματικής) μοναρχίας στον κόσμο
Ωστόσο η φιλοκαθολική και αυταρχική στάση που υιοθέτησαν τόσο ο Κάρολος Β’ (1660-1685) όσο και ο αδελφός του Ιάκωβος Β’ (1685-1688), επέφεραν την Ένδοξη Επανάσταση (1688-1689), η οποία αποτέλεσε μια αναίμακτη και σημαντική για την πολιτική ιστορία της Αγγλίας και της Ευρώπης ενέργεια του κοινοβουλίου. Οι πολιτικοί της Αγγλίας κάλεσαν τον Γουλιέλμο της Οράγγης, σύζυγο της νόμιμης διαδόχου του θρόνου Μαίρης Στιούαρτ, να αναλάβει το θρόνο κάτω από νέους όρους και προϋποθέσεις. Η απόλυτη μοναρχία αποτελούσε οριστικά παρελθόν για την Αγγλία.
Κατοχυρώθηκαν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, Eξισορροπήθηκαν οι εξουσίες του θρόνου με τα δικαιώματα του κοινοβουλίου, Περιορίστηκαν τα περιθώρια αυθαιρεσίας του μονάρχη, με σαφή καθορισμό των προνομίων του.
Ο Χάρτης των Δικαιωμάτων του 1689 απαγόρευε στον βασιλιά να αναστέλλει την ισχύ των νόμων και να επιβάλει χωρίς λόγο σκληρές ποινές και πρόστιμα. Η πολιτική συγκυρία συνέβαλε στην εδραίωση της κοινοβουλευτικής μοναρχίας. Οι βασιλείς της δυναστείας του Ανόβερου, διέμεναν περισσότερο στη Γερμανία και έως το 1760 λίγο ενδιαφέρονταν για την αγγλική πολιτική ζωή. Το κυβερνητικό έργο ανέλαβε ένα υπουργικό συμβούλιο που στηρίζονταν στη πλειοψηφία του κοινοβουλίου. Ο σερ Ρόμπετ Ουόλπολ ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που κυβέρνησε ως αρχηγός της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής παράταξης των Ουίγων. Στο κόμμα των Γουίκς αντιπαρατίθεται εκείνο των Τόρις, θέτοντας τις βάσεις του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήματος. Βέβαια, στην πραγματικότητα τα κόμματα αποτελούσαν αριστοκρατικές φατρίες, με επικεφαλής μεγαλογαιοκτήμονες που έλεγχαν πελατειακά δίκτυα σε όλη τη χώρα. Τόσο την Βουλή των Λόρδων όσο και την Βουλή των κοινοτήτων έλεγχε η αριστοκρατία, την οποία ευνοούσε το εκλογικό σύστημα. Το νέο πολιτικό καθεστώς προκάλεσε το θαυμασμό των φιλοσόφων και των διαφωτιστών, ενθάρρυνε τους αντιπάλους της απολυταρχίας στην ηπειρωτική Ευρώπη και λειτούργησε ως πρότυπο για την Αμερικάνικη και την Γαλλική επανάσταση. Πολλές από τις διατάξεις του αγγλικού Χάρτη των Δικαιωμάτων του 1689 συμπεριλήφθηκαν αργότερα στη γαλλική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι Ηνωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών ανέπτυξαν ένα ιδιότυπο καθεστώς ομοσπονδιακής δημοκρατικής ολιγαρχίας. Η ηγετική δύναμη ήταν η Ολλανδία αλλά κάθε επαρχία διατηρούσε την αυτονομία της, τη δική της Συνέλευση των Τάξεων και το δικό της Κυβερνήτη. Στη Γενική Συνέλευση των Τάξεων που συνέρχονταν στη Χάγη λαμβάνονταν αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική, για αποικιακά και δημοσιονομικά θέματα και απαιτούνταν ομοφωνία.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα, η Πολωνία δημιούργησε ένα ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα, μείγμα αριστοκρατικής δημοκρατίας και μοναρχίας, το οποίο στην ουσία την κατέστησε ακυβέρνητη και υποχείριο των γειτονικών ισχυρών μοναρχιών. Αποτέλεσμα ήταν ο διαμελισμός και η πολιτική της εξαφάνιση στα τέλη του 18ου αιώνα.
Τέλος το Οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης φάνταζε ξένο στα μάτια των Ευρωπαίων. Αυτή η έκφραση ανατολίτικου δεσποτισμού, διέφερε από την ευρωπαϊκή απολυταρχία σε όλες της τις εκδοχές. Όλες οι κτήσεις των Οθωμανών στη Ευρώπη άνηκαν στον σουλτάνο, ο οποίος ήταν ο ανώτερος κοσμικός και πνευματικός ηγέτης, διαθέτοντας απεριόριστες εξουσίες. Λόγω της παντελούς έλλειψης αντιπροσωπευτικών θεσμών και συλλογικών οργάνων ελέγχου, η εύρυθμη λειτουργία της αυτοκρατορίας εξαρτιόνταν από την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τις διοικητικές ικανότητες του εκάστοτε σουλτάνου.
Από τα τέλη του 14ου αιώνα συγκροτήθηκε μια αποκεντρωμένη και δημοκρατική συνομοσπονδία στα καντόνια της Ελβετίας.
Στην Ιταλία και την Γερμανία υπήρξαν πολιτικά ανεξάρτητες ή αυτόνομες νησίδες που δε γνώρισαν απολυταρχική και διακυβέρνηση. Πρόκειται για πόλεις κράτη, οι οποίες λειτουργούσαν ως εμπορικά, βιοτεχνικά, χρηματιστικά κέντρα στην ευρύτερη περιοχή, όπως Βενετία Γένοβα, Ραγούζα, Αμβούργο, Βρέμη, Λυβέκη. Το πολίτευμα ήταν ολιγαρχικό και η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων οικογενειών αριστοκρατών, εμπόρων, εφοπλιστών και χρηματιστών.
ANAKEΦΑΛΑΙΩΣΗ
Το πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη κατά τον 16ο αιώνα διέφερε από το μεσαιωνικό κυρίως ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στην αριστοκρατία και τον μονάρχη. Η κρίση της φεουδαρχίας και η αύξηση των βασιλικών πόρων μέσω της φορολογίας επέτρεψε τη συντήρηση μεγάλων στρατών μόνιμου χαρακτήρα, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της μοναρχίας από τα τέλη του 15ου αιώνα σε Αγγλία, Ισπανία και Γαλλία και κατά το Β’ μισό του 17ου αιώνα σε Πρωσία, Αυστρία, Ρωσία. Τη θεωρητική θεμελίωση της απεριόριστης βασιλικής εξουσίας ανέλαβαν ο Άγγλος Χομπς και ο Γάλλος Μποντέν. Στην πράξη όμως η μοναρχία δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο ήθελε να δείχνει και κινδύνευε εάν δε διασφάλιζε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας. Πρότυπο της απόλυτης μοναρχίας αναπτύχθηκε στη Γαλλία τον 17ο αιώνα, κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η εδραίωση της απόλυτης μοναρχίας σηματοδότησε και τις απαρχές συγκρότησης του σύγχρονου κράτους με το συγκεντρωτικό του χαρακτήρα, το στρατό, τους αξιωματούχους, την υπαλληλία. Οι ηγέτες που επηρεάστηκαν από τα ανθρωπιστικά κηρύγματα του Διαφωτισμού, οδήγησαν στην φωτισμένη απολυταρχία κατά το Β’ μισό του 18ου αιώνα. Τα οράματά τους όμως εφαρμόστηκαν ελάχιστα και μόνο όταν ήταν ακίνδυνα για την τάξη των ευγενών. Η απόλυτη μοναρχία νικήθηκε οριστικά στην Αγγλία στα τέλη του 17ου αιώνα. Στους Πρώιμους Νέους Χρόνους, εκτός της μοναρχίας, υπήρξαν και αριστοκρατικές και αστικές ολιγαρχίες, δημοκρατίες πόλεων κρατών όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, ομοσπονδιακές συσσωματώσεις σε Ολλανδία και Ελβετία.
Ο Λάιμπνιτς γεννήθηκε το 1646 στη Λειψία και πέθανε στο Αννόβερο το 1716. Ήταν όχι μόνο γερμανός φιλόσοφος αλλά και επιστήμονας, μαθηματικός, διπλωμάτης, φυσικός, ιστορικός, βιβλιοθηκονόμος και διδάκτορας των λαϊκών και εκκλησιαστικών Νομικών. Ο Λάιμπνιτς ήταν ένας από τους βασικούς φιλοσόφους του 17ου και του 18ου αιώνα και θεωρείται ως καθολικό πνεύμα της εποχής του (homo universalis): έχει αποκληθεί «ο πολυμαθέστερος ανήρ μετά τον Αριστοτέλην»). Ο πατέρας του ήταν νομικός και καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη νομικού. Ο Λάιμπνιτς ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος διαβάζοντας στη περιεκτική βιβλιοθήκη του πατέρα του και μελετώντας τα Ελληνικά και τα Λατινικά από μόλις οχτώ χρονών. Στα δώδεκα του ανέπτυξε ήδη τις αρχές μιας μαθηματικής νοηματικής γλώσσας εξετάζοντας λογικά προβλήματα. Άρχισε να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Λειψίας φιλοσοφία, αλλά αργότερα πήρε μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της Jena γιατί ήθελε να ασχοληθεί με πυθαγόρεια προβλήματα κοντά στο μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο Erhard Weigel. Έφυγε όμως ξανά για το πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης για να σπουδάσει Νομικά. Σε ένα από τα ταξίδια του γνωρίστηκε με τον φιλόσοφο Σπινόζα. Στη διάρκεια παραμονής του στο Παρίσι και στο Λονδίνο στα έτη 1672-1676 ως διπλωματικός εκπρόσωπος, μελέτησε τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες της εποχής του.
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι (1672-1676), εισάγεται στον κόσμο της νέας επιστήμης και γνωρίζει τους σημαντικότερους εκπροσώπους της, φτάνει στην ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού και θέτει τα θεμέλια του συστήματός του. Ο απειροστικός λογισμός του χρησιμεύει για την εφαρμογή των μαθηματικών στη φυσική και με την ανακάλυψη αυτή ξεπερνά τον Ντεκάρτ στα μαθηματικά. Για τον Λάιμπνιτς, και σε αυτό συμφωνεί με τον Σπινόζα, το σώμα δεν αποτελεί παθητική ύλη (δηλ. το σώμα δεν κινείται επειδή του δίνει εντολή ο νους). Η τάξη του πνεύματος και η τάξη του σώματος και της πράξης, ενώ λαμβάνουν χώρα αυτόνομα, συμφωνούν χωρίς η μία να επιβάλλεται ή να ανάγεται στην άλλη. Ο Λάιμπνιτς διατύπωσε φιλοσοφικές θεωρίες με στόχο να συμφιλιώσει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και γενικότερα να διευθετήσει φιλοσοφικές αντιφάσεις. Π.χ. ένα αίτιο δεν μπορεί να έχει την ίδια φύση με τη δράση που προκαλεί, οπότε ο θεός βρίσκεται έξω από την αιτιοκρατική εξάρτηση αίτιο-δράση και όχι ως πρώτο αίτιο αυτής της αλυσίδας. Διατύπωσε, επίσης, σημαντικά στοιχεία της Θεωρίας της Αιτιολογίας, εγκαινιάζοντας την στορία της Μαθηματικής Λογικής που διατυπώθηκε αργότερα σε αυστηρή μορφή από τον Ράσελ. Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν για την επανένωση της προτεσταντικής και της καθολικής εκκλησίας και για τη διάδοση των θετικών επιστημών με την ίδρυση κατάλληλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το 1684 δημοσίευσε τις «Αρχές του Διαφορικού Λογισμού», ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον Νεύτωνα, ο οποίος διεκδικούσε την πατρότητα αυτών των ιδεών. Το 1693 ακολούθησε η εισαγωγή από τον Λάιμπνιτς της έννοιας της ορίζουσας στα Μαθηματικά και η ανάπτυξη τού δυαδικού συστήματος με τα ψηφία 0 και 1. Εκτός από φιλόσοφος και μαθηματικός, ο Λάιμπνιτς ήταν επίσης φυσιοδίφης και τεχνικός. Το 1673 κατασκεύασε μία αριθμομηχανή, η οποία βρίσκεται σήμερα σε τεχνικό μουσείο της Γερμανίας. Ο Λάιμπνιτς διέθετε το σπάνιο προνόμιο μιας παιδείας που περιλάμβανε τη γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας, της λατινικής γραμματείας και του αριστοτελικού σχολαστικισμού· ήταν προσεκτικός μελετητής των σύγχρονών του θεωριών και φιλοσοφικών συστημάτων και επιπλέον διέθετε μια πλούσια εμπειρία των πολιτικών πραγμάτων. Αντιλήφθηκε όμως ότι καμία επιστημονική θεωρία, κανένα φιλοσοφικό σύστημα και καμία αρχή, είτε πολιτική είτε θρησκευτική, δεν εκπληρώνει από μόνη της τις προϋποθέσεις για την πολύπλευρη σύλληψη και αντιμετώπιση των νέων σύνθετων προβλημάτων. Στο ύστερο και πιο ώριμο έργο του, τη «Μοναδολογία» (1714), συνθέτει σε ένα σύστημα την αποδεικτική επιστήμη, τη φιλοσοφία και την ηθική· τη μηχανιστική φυσική με το ύψιστο αγαθό, τις μονάδες στον βέλτιστο δυνατό κόσμο. Ο Λάιμπνιτς εκφράζει τη σύλληψη ενός κόσμου που διέπεται από την «αρχή του βελτίστου»· σύμφωνα με αυτή την αρχή, ο κόσμος διέπεται από γενικές αρχές και κανόνες και προβάλλεται το καθεστώς συμφωνίας μέσα στην πολλαπλότητα των αυτόνομων μονάδων. Αυτή η αισιοδοξία, την οποία διακωμώδησε ο Βολταίρος διακρίνοντάς την και στον Ρουσσώ, καλύπτει σαν μάσκα την ανησυχία απέναντι στον πόλεμο ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα και τα διαφορετικά φιλοσοφικά και επιστημονικά κριτήρια. Είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους, αναγνώρισε την προοπτική για τη γνώση που προσφέρει η παρατήρηση των φαινομένων και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση. Στην εποχή του ήδη είχαν διατυπωθεί οι εντυπωσιακοί νόμοι για την περιγραφή της κίνησης των σωμάτων επάνω στη γη αλλά και για τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων (Κοπέρνικος, Κέπλερ, Γαλιλαίος, Νεύτων) και είχαν πληθύνει οι φωνές και τα βιβλία που εξέφραζαν τις προοπτικές του ανθρώπινου πνεύματος όταν αυτό ερευνά τη φύση και βασίζεται σε παρατηρήσεις της εμπειρίας και την αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεολογικών απόψεων (όπως ο Φρ. Μπέϊκον και ο Λοκ). Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και από τους πρώτους ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό και η δομή της τότε ήταν τελείως άγνωστη. Ο ρόλος της ύλης περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια (μηχανική) δραστηριότητα, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, όπου επικρατούσε η πιο αρχαία άποψη για το πνεύμα, σαν κάποια άυλη ουσία ή σαν μια υπερφυσική δύναμη. Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση). Η εσωτερικότητα δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί, αν δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία ονόμασε "μονάδα". Διαπι­στώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της αντίληψης και της σκέψης, ο Λάιμπνιτς απέδωσε στη μονάδα την εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Διότι έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν η μονάδα, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωτερική και όπως ειδικότερα επέλεξε, με αλλαγή αντιληπτική. Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπέθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας και διαστρε­βλώνοντας την έννοια της ουσίας (η "ουσία" κατ'αυτόν ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς δεν μπορούσε να διανοηθεί μία ουσία κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, αφού έτσι δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα. Το βέβαιο ήταν ότι η απλή ύλη δεν αρκούσε για να εξηγηθούν τα πιο σύνθετα φαινόμενα και τότε ο Θεός, η πίστη στον οποίον ήταν γερά ριζωμένη στην εποχή του Λάιμπνιτς, θα υπήρχε αφ'εαυτού, χωρίς σκοπό και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μιαν ακόμα φορά, το πρόβλημα της ύπαρξης ή μη ύπαρξης του Θεού μετατέθηκε στον ρυθμιστικό ή μη ρόλο του στα φαινόμενα της φύσης. Κάθε μονάδα είναι διαφορετική και αναπαριστά από τη δική της, ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί ν’ αλλάζει με μια δόση τυχαιότητας, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία θεϊκή προ­ταξινόμησή τους. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής των μονάδων είναι η αντίληψη. Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχεται άμεσα από την ύπαρξη της κάθε μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τη δράση όλων των υπολοίπων. Γιατί αυτή η αρμονική σχέση (ή σύμπτωση) των μονάδων προετοιμάζεται διαρκώς από τον Θεό, βάσει της σοφίας του και μίας ηθικής αναγκαιότητας, από την Αρχή που Εκείνος δημιουργεί. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται με τρόπο που θα επιφέρει μία καθαρότερη αντίληψη, τότε αποτελούν μιαν ευρύτερη σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του Λάιμπνιτς ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη υπάρχουν μόνο φαινομενικά, ως μορφές που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις των μονάδων. Έτσι, η θεωρία του Λάιμπνιτς περιόρισε τον χρόνο, τον χώρο και την ύλη μόνο μέσα στην αντίληψη, σαν να ήταν ιδεατά - παρόμοια όπως έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για όλη την εξωτερική πραγματικότητα - και δεν εκτιμώνται ως μορφές προ­ϋπάρχουσες (a priori) ή ως πρωταρχικές ουσίες.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΪΜ\ΠΝΙΤΣ: " Η κίνηση, αν δεν θεωρήσουμε σ' αυτήν παρά μόνο ό,τι περιέχει ακριβώς και τυπικά, δηλαδή μια μεταβολή θέσης, δεν είναι κάτι τελείως πραγματικό. Κι' όταν πολλά σώματα αλλάζουν θέση μεταξύ τους, δεν είναι γι' αυτά δυνατό να καθορίσουμε μόνο με τη θεώρηση αυτών των μεταβολών, σε ποιο απ' όλα πρέπει να αποδοθεί η κίνηση ή η στάση. Αυτό θα μπορούσα να το αποδείξω γεωμετρικά αν δεν ήθελα τώρα να σταματήσω εδώ. Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο πραγματικό (...) Όμως αυτή η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, το σχήμα και την κίνηση, κι' από αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι η έννοια των σωμάτων δεν συνίσταται αποκλειστικά στην έκταση και τις μεταβολές της, όπως το φαντάζονται οι σύγχρονοί μας. Έτσι είμαστε ακόμη υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε ορισμένα όντα ή μορφές που αυτοί έχουν αποκηρύξει. Και μολονότι όλα τα επί μέρους φαινόμενα της φύσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν μαθηματικά ή μηχανικά από αυτούς που τα καταλαβαίνουν, παρόλ' αυτά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι οι γενικές αρχές της σωματικής φύσης και της ίδιας της μηχανικής είναι περισσότερο μεταφυσικές παρά γεωμετρικές (...) "
Ο φιλομαθής και αφελής "Καντίντ" (Candide) του Βολταίρου (18ος αιώνας) διαθέτει τον περίφημο «κοινό νου», διδάσκεται από τις περιπέτειές του και σταδιακά από επώνυμος ήρωας μεταμορφώνεται σε φιλόσοφο, όπως ο Τηλέμαχος του Φενελόν. Οι διάλογοι του κειμένου εντάσσονται στη φιλοσοφική αναζήτηση του 18ου αιώνα πάνω στον φαταλισμό και την ύπαρξη του Κακού και διακομωδούν τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, έναν αιώνα μετά. Όταν γράφει το «Καντίντ» ο Βολταίρος (François-Marie Arouet) είναι επηρεασμένος από δυο ιστορικά γεγονότα: πρώτο, από τον καταστροφικό σεισμό της Λισαβόνας, την 1η Νοεμβρίου του 1755, και δεύτερο, από την αρχή του Επταετούς Πολέμου (1756). Το 1755 ένας ισχυρός σεισμός πλήττει τις ακτές της Πορτογαλίας και ισοπεδώνει τη Λισαβόνα. Μαζί με τις επιδημίες και το τσουνάμι της ίδιας χρονιάς, πάνω από 100.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό του πληθυσμού της πόλης και στο ένα τρίτο του πληθυσμού της Πορτογαλίας. Ο σεισμός έχει τεράστιο αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη και οι θεολόγοι της εποχής, σε προφανή αμηχανία, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς η οργή του Θεού ξέσπασε σε μια πόλη πιστών καθολικών με αναρίθμητες εκκλησίες που κατέρρευσαν στη στιγμή, τη μέρα της θρησκευτικής εορτής των Αγίων Πάντων. Ο Βολταίρος στέλνει ένα ποίημά του στη Λισαβόνα που χάθηκε: «Poème sur la désastre de Lisbonne» στον Ρουσσώ κι εκείνος του απαντά με μιαν επιστολή περί της Θείας Πρόνοιας. Ο Βολταίρος εξομολογείται, στο ένατο βιβλίο των Confessions του, ότι το φιλοσοφικό μυθιστόρημα «Καντίντ» θα ήταν η απάντησή του στην επιστολή αυτήν του Ρουσσώ. Το έργο δημοσιεύθηκε στη Γενεύη το 1759, δήθεν μεταφρασμένο εκ της Γερμανικής από κάποιον υποτιθέμενο Δόκτορα Ραλφ. Ένα χρόνο μόλις πριν είχε δημοσιευθεί η «Encyclopédie» των Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ, στην οποία συμμετείχε και ο Βολταίρος. Ο Καντίντ διατρέχει την υδρόγειο κατασκευάζοντας νοητούς άξονες: Βεστφαλία στον Βορρά, Περού στη Δύση, Βενετία στον Νότο, Κωνσταντινούπολη στην Ανατολή: αυτοί είναι οι κυριώτεροι τόποι όπου εκτυλίσσεται η αφήγηση και όπου θα λάβει χώρα το μυητικό ταξίδι του ήρωα. Η αφήγησή του μετατρέπεται σε γλωσσική imago και, στη συγκεκριμένη θεατρική διασκευή, μεταστρέφεται σε θεατρική ενέργεια επί σκηνής. Αλλά θα επανέλθουμε στον Βολταίρο όταν μιλήσουμε για τον Διαφωτισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...