Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟ ΜΠΑΡΟΚ, της αποφοίτου μας Παναγιώτας Τσικνάκη

Η περίοδος από το 1600 έως το 1750 περίπου αποτελεί στην Ιστορία της μουσικής μία ενιαία εποχή από απόψεως ύφους που αποκαλείται Μπαρόκ ή η εποχή του συνεχούς βάσιμου (RIEMANN) ή η εποχή του ύφους κοντσερτάντε (HANDSCHIN). Κεντρικό θέμα του μπαρόκ είναι η αναπαράσταση του πάθους και των ψυχικών καταστάσεων.
Το Μπαρόκ αναβιώνει την αρχαία θεωρία της αρμονίας των σφαιρών. Επιστρέφει στους Πυθαγόρειους, οι οποίοι πίστευαν ότι η κίνηση των ουρανίων σωμάτων, αντίστοιχα με τις αρμονικές αναλογίες τους, που εμφανίζονται και στην μουσική, παρήγε συγκεκριμένους φθόγγους.
Ο Μεσαίωνας συνέδεσε την αρχαία ειδωλολατρική θεωρία της αρμονίας των σφαιρών με την ουράνια δόξα του θεού (musica coelestis) και τις χορωδίες των αγγέλων (musica angelica). Ακολουθώντας την Αριστοτελική άποψη περί θεωρίας, πρακτικής και ποιητικής, ο κύκλος των ανθρωπιστών διαιρούσε την μουσική σε musica theoretica, practica και poetica (θεωρία, εκτέλεση, σύνθεση).
Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται στο μπαρόκ προέρχονται από την πλούσια συλλογή οργάνων της Αναγέννησης. Στην έντεχνη μουσική κατατάσσονται το βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, λαούτο, κιθάρα, θεόρβη, άρπα, τσέμπαλο, εκκλ. όργανο, φλάουτο, όμποε, κορνέττο, τρομπέτα, κόρνο και τύμπανα. Στην λαϊκή μουσική τα μουσικά όργανα των χωρικών ή των ζητιάνων ήταν το μικρό βιολί, βιέλλα, κιθάρα, σαντούρι, άρπα, στόματος, πλάγιος αυλός, σαλμέλι, γκάϊντα, κρουμόρνη, τύμπανο, καστανιέτες, ξυλόφωνο, κουδούνια, ξύστρες και flageolet. Στα νυκτά χορδόφωνα ανήκουν η Τσέτρα, τσέτρα-θεόρβη, Θεόρβη, Λαούτο-θεόρβη και Κιταρρόνε.
Α) Η Τσέτρα, όργανο της κατηγορίας των λαούτων, του οποίου οι διπλές μεταλλικές χορδές περνούν πάνω από τον καβαλάρη και είναι στερεωμένες με καρφιά στο κάτω μέρος του σκάφους. Η πρώιμη τσέτρα του 14ου αι. μοιάζει με την βιέλλα. Την εποχή της άνθησής της (16ος-18ος αι.), η τσέτρα είχε αχλαδόσχημο σκάφος με επίπεδα πλαϊνά, κοντά στο μπράτσο φαρδύτερα από ότι στο κάτω μέρος. Η τσέτρα – θεόρβη του 17ου αι. είχε μονές ελεύθερες χορδές και διπλές χορδές πάνω στην ταστιέρα. Η τσέτρα εκτοπίστηκε το 18ο αι. στην Ιταλία από το μαντολίνο και στις αρχές του 19ου αι. στη Γερμανία από την κιθάρα.
Β) Στη Θεόρβη το πρώτο κεφαλάρι είναι στο επίπεδο του μπράτσου και το δεύτερο είναι λίγο ψηλότερα και δίπλα στο πρώτο. Οι χορδές της είναι άλλοτε διπλές και άλλοτε μονές. Έχει οχτώ χορδές για δακτυλισμούς και οχτώ ισοκράτες των οποίων το κούρδισμα διαφέρει ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο. Η Θεόρβη εμφανίστηκε το 16ο αι. στην Πάδοβα και κράτησε έως το 18ο αι. Η θεόρβη (ιτ.: tiorba και tuorbe, γαλ.: théorbe, γερμ.: Theorbe, αγγλ.: Theorbo) είναι έγχορδο μουσικό όργανο, που υπάγεται στην υποκατηγορία των νυκτών. Το όνομα θεόρβη χρησιμοποιείται ιστορικά για να περιγράψει μια σειρά από είδη λαούτου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται το ιταλικό liuto attiorbato, η γαλλική théorbe des pièces, το αγγλικό theorbo, το αρχιλαούτο, το γερμανικό μπαρόκ λαούτο και η angélique ή angelica. Η ετυμολογία του ονόματος παραμένει ασαφής, αν και κάποιες πηγές ισχυρίζονται τη σύνδεσή της με την τούρκικη ή σλαβική λέξη "torba" (ελλ. τορβάς), που σημαίνει σάκος ή τουρμπάνι. Η χρυσή εποχή της θεόρβης τοποθετείται στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν άνθιζε η τεχνοτροπία του συνεχούς βάσιμου· η επέκταση της χαμηλής έκτασης των οργάνων υπήρξε αναγκαία για την πρωτοεμφανιζόμενη όπερα, αλλά και την άνοδο της μονωδίας. Ως εκ τούτου, οι μουσικοί τροποποίησαν το λαούτο, προσθέτοντας έναν μεγαλύτερο βραχίονα (μανίκι), ώστε να συμπεριλάβουν ανοιχτές μπάσες χορδές. Το όργανο που προέκυψε ονομάστηκε εξίσου κιταρόνε και θεόρβη· αν και στην ουσία πρόκειται για το ένα και το αυτό, το κιταρόνε κατάγεται από την ιταλική κιθάρα, εξ ου και το όνομά του. Παρόμοιες τροποποιήσεις στην κατασκευή μικρότερων οργάνων οδήγησαν στο liuto attiorbato και το αρχιλαούτο, τα οποία αν και παρόμοια, έχουν διαφορετικό χόρδισμα. Στην εκτέλεση του συνεχούς βάσιμου, η θεόρβη συχνά συνδυάζεται με ένα μικρό όργανο, ή μια βιόλα ντα γκάμπα· ως σολιστικό όργανο διαθέτει ελάχιστο ρεπερτόριο -κυρίως από Άγγλους συνθέτες- καθώς χρησιμοποιήθηκε εν γένει σε ορχήστρες και οργανικά σχήματα. Ορισμένοι συνθέτες και δεξιοτέχνες της εποχής περιλαμβάνουν τους Ιταλούς Τζιοβάννι Τζιρόλαμο Κάπσμπέργκερ και Αλεσσάντρο Πιτσίνι, ενώ στη Γαλλία εκπροσωπείται κυρίως από τους Νικολά Οτμάν και Ρομπέρ ντε Βιζέε. Η χρήση της θεόρβης διακόπτεται περί τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και το συνεχές βάσιμο χάνει την πρωτοκαθεδρία στη μουσική. Εν αντιθέσει με το αναγεννησιακό λαούτο και το αρχιλαούτο, οι περισσότερες θεόρβες διαθέτουν 14 μονές χορδές (κατασκευασμένες από έντερο), αν και ορισμένες μεγάλου μεγέθους φτάνουν τις 19. Οι τελευταίες (ψηλότερες) δύο χορδές εκπίπτουν μία οκτάβα, περιορίζοντας έτσι την άνω έκταση του οργάνου, όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχεδιάγραμμα. Όσον αφορά τη σημειογραφία της θεόρβης, όπως και στο λαούτο και άλλα νυκτά όργανα, χρησιμοποιείται κυρίως η ταμπλατούρα, που δείχνει την τοποθέτηση των δακτύλων, παρά τους φθόγγους αυτούς καθεαυτούς.
Γ) Το Λαούτο – Θεόρβη είτε έμοιαζε με τη Θεόρβη έχοντας όμως διπλές χορδές, όπως το λαούτο, είτε είχε το πρώτο του κεφαλάρι με κλίση προς τα πίσω όπως και τα άλλα λαούτα, ενώ το δεύτερο για τις ελεύθερες χορδές βρισκόταν ίσιο από πάνω. Τη διάταξη αυτή χρησιμοποιούν και άλλα λαούτα.
Δ) Το Κιταρρόνε (chitarrone ή ρωμανική θεόρβη) κατασκευάζεται όπως η θεόρβη, έχει όμως αισθητά μακρύτερες ελεύθερες χορδές και αντιστοίχως μακρύτερο μπράτσο ανάμεσα στα δύο κεφαλάρια. Οι χορδές ισοκράτες είναι μονές ενώ οι χορδές δακτυλισμών διπλές και τριπλές.
Η βιόλα ντα γκάμπα (αγγλ. viol, ιτ. viola da gamba, γαλλ. viole (de gambe)) είναι έγχορδο μουσικό όργανο, η κατασκευή και η μουσική για το οποίο αναπτύχθηκε την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Προέρχεται από το μεσαιωνικό όργανο βιχουέλα και ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια οργάνων, τα οποία καλύπτουν έκταση αντίστοιχη μ' αυτήν της οικογένειας του βιολιού. Το προσωνύμιο ντα γκάμπα (από το ιτ. gamba = πόδι, γάμπα) είναι ενδεικτικό της στάσης παιξίματος (στη φωτό, παρακάτω, η παλιά βιόλα ντα μπράτσο), καθώς στηρίζεται ανάμεσα στις γάμπες και όχι στο έδαφος, όπως το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο.
Για την βιόλα ντα γκάμπα γράφτηκε ένας μεγάλος όγκος μουσικής, τόσο ως μέρος συνόλου ή ορχήστρας, όσο ως σολιστικό όργανο. Το απόγειο θεωρείται πως έφτασε με τους Γάλλους συνθέτες της εποχής του Μπαρόκ, όπως τον Αντουάν Φορκερέ και τον Μαρέν Μαραί, ενώ στην Αγγλία του 17ου αιώνα αναπτύχθηκαν περισσότερο τα σύνολα βιόλας ντα γκάμπα (συνήθως πέντε ή έξι όργανα διαφόρων μεγεθών), τα οποία ονομάζονται viol consort (πρβλ. κουαρτέτο εγχόρδων). Η γκάμπα (όπως έχει επικρατήσει να λέγεται) είναι επίσης αναφαίρετο μέρος του συνεχούς βάσιμου (κοντίνουο) και η χρήση της επικράτησε μέχρι τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και εκτοπίστηκε από την οικογένεια του βιολιού. Υπάρχουν έξι μεγέθη βιόλας ντα γκάμπα, τα οποία είναι τα εξής:
Pardessus de viole (υψίφωνη γκάμπα) με πέντε χορδές (Σολ-Ρε-Λα-Ρε-Σολ). Χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στη Γαλλία του 18ου αιώνα για το ρεπερτόριο του βιολιού, το οποίο την εποχή θεωρείτο υποδεέστερο και "χυδαίο".
Dessus de viole (ιτ. Soprano, αγγλ. Treble - επίσης υψίφωνη γκάμπα) με έξι χορδές (Ρε-Σολ-Ντο-Μι-Λα-Ρε).
Alto (αγγλ. Mean - μεσόφωνος γκάμπα) με έξι χορδές (ιστορικό χόρδισμα Ντο-Φα-Σι♭-Σολ-Ντο). Tenor (χαμηλή μεσόφωνος γκάμπα) με έξι χορδές (Σολ-Ντο-Φα-Λα-Ρε-Σολ). Basse de viole (αγγλ. Bass, ιτ. Bassa - βαθύφωνος γκάμπα) με έξι χορδές (Ρε-Σολ-Ντο-Μι-Λα-Ρε). Είναι η πιο συνηθισμένη γκάμπα, η οποία και χρησιμοποιείται στο συνεχές βάσιμο. Μια έβδομη χορδή προστέθηκε στη Γαλλία (χαμηλό Λα) για την εξυπηρέτηση της σολιστικής μουσικής, ενώ μια μικρότερη εξάχορδη εκδοχή της εμφανίζεται στην Αγγλία με το όνομα Division Viol για τη χρήση της σε σύνολα. Ένα ακόμη μικρότερο μέγεθός της ονομάστηκε Lyra Viol, το οποίο ήταν ακόμη πιο άνετο στην εκτέλεση περίτεχνων και διανθισμένων μελωδιών. Το όνομά του προήλθε από τον τρόπο παιξίματος των συγχορδιών, που προσιδιάζει μ'αυτόν που χρησιμοποιείται στο όργανο λιρόνε.
Violone (ιτ. Contrabassa - υπερβαθύφωνος γκάμπα) με έξι χορδές (Σολ-Ντο-Φα-Λα-Ρε-Σολ), το οποίο χρησιμοποιούνταν για τον διπλασιασμό της χαμηλότερης φωνής και εμφανίζεται σε διάφορα μεγέθη (απ' αυτό μιας μικρής μπάσας έως αυτό ενός μεγάλου κοντραμπάσου), με ανάλογο σε κάθε περίπτωση χόρδισμα.
Δύο ακόμη όργανα που σχετίζονται κατασκευαστικά αλλά και μουσικά με τη βιόλα ντα γκάμπα είναι το βαρύτονο (γαλλ. baryton) και η βιόλα ντ' αμόρε. Όλα τα μέλη της οικογένειας της γκάμπας παίζονται είτε ανάμεσα στις γάμπες, ή τοποθετημένα κάθετα πάνω στα γόνατα (αφορά τα μικρότερα μεγέθη). Σε σχέση με την οικογένεια του βιολιού έχουν πολύ μεγαλύτερο πλάτος, ενώ το μανίκι φέρει τάστα, τα οποία συνήθως είναι φτιαγμένα από παλιές χορδές και είναι κινητά, ώστε να είναι δυνατή η τροποποίηση του συγκερασμού. Ο κύριος τρόπος παιξίματος γίνεται με δοξάρι, αλλά και ο τρόπος πιτσικάτο είναι εξίσου ενδεδειγμένος. Το δοξάρι μιας γκάμπας είναι περισσότερο κυρτό απ' αυτό του βιολιού και κρατιέται από κάτω, όπως περίπου γίνεται στη γερμανική σχολή του κοντραμπάσου. Αντίθετα με το βιολί, ο εκτελεστής σπρώχνει το δοξάρι για να παίξει τη θέση ενός μέτρου (γαλλ. pousser), ενώ το τραβάει για να παίξει σιγανότερα (γαλλ. tirer). Σε πολλές παρτιτούρες της εποχής αναγράφεται η τεχνική αυτή με τις συντομογραφίες p και t. Οι χορδές, τέλος, είναι κατασκευασμένες από έντερο, το οποίο προσδίδει έναν πιο μουντό και ένρινο τόνο, ενώ υπάρχουν πολλά εναλλακτικά χορδίσματα, μια ιδιοτροπία που ονομάζεται σκορντατούρα.
Το τσέμπαλο (Ιταλ.:Cembalo) ή κλαβεσέν (Γαλλ.:Clavecin), είναι πληκτροφόρο όργανο, πρόγονος του σημερινού πιάνου. Το παλαιότερο τσέμπαλο χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Έχει χορδές τεντωμένες οριζόντια και παράλληλα, και έκταση που ξεκινά από 4 οκτάβες με πλήρη χρωματική κλίμακα ή με την παράλειψη κάποιων φθόγγων στο κατώτερο άκρο της έκτασής του, εξοικονομώντας έτσι χώρο ώστε να μπορεί να παίζει τις πιο βασικές χαμηλές νότες. Παράδειγμα: Ντο-ρε-μι (παραλείποντας το ντο και ρε δίεση) και συνεχίζει χρωματικά. Πολλά τσέμπαλα έχουν δύο πληκτρολόγια και συνδυάζουν τρία ή και περισσότερα ρετζίστρα. Το όργανο παράγει ήχο με τη βοήθεια μηχανισμού που συνδέει τα πλήκτρα με ένα μικρό κάθετο κομμάτι ξύλο, πάνω στο οποίο είναι στερεωμένη μια πένα από φτερό ή σκληρό δέρμα. Σήμερα οι πένες κατασκευάζονται από βινύλιο. Το πλήκτρο του οργάνου, με την πίεση του δαχτύλου, ενεργεί ως μοχλός πάνω στο ξύλο που ανασηκώνεται, οπότε η πένα χτυπά τη χορδή κι αφού προκαλέσει τον ήχο ξαναγυρίζει στη θέση του. Κάθε πλήκτρο έχει το δικό του μηχανισμό που χτυπάει την αντίστοιχη χορδή. Ο ήχος του τσέμπαλου είναι νυκτός και δεν έχει τη δυνατότητα της πολυεπίπεδης αυξομείωσης της έντασης που έχει το πιάνο. Παρόλα αυτά είναι ένα πολύ διαδεδομένο συνοδευτικό όργανο για το παίξιμο της μουσικής της εποχής του Μπαρόκ, ενώ έχει και πλουσιότατο δικό του ρεπερτόριο.
Η μουσική για το Τσέμπαλο γράφεται σε δύο πεντάγραμμα όπως και του πιάνου. Παρόμοια όργανα με το Τσέμπαλο είναι:
Το Σπινέττο (από το όνομα του Βενετσιάνου κατασκευαστή Τζιοβάννι Σπινέτους), που είχε σχήμα τραπεζίου.
Το Βίρτζιναλ, που είχε μικρότερη έκταση.
Το κλαβίχορδο είναι πληκτροφόρο χορδόφωνο μουσικό όργανο που πρωτοεμφανίστηκε περίπου το 15ο αιώνα, ενδεχομένως και νωρίτερα. Ήταν σε χρήση σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη κατά την περίοδο της Αναγέννησης και στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα[1]. Αποτελείται συνήθως από ένα ηχείο ορθογώνιου σχήματος, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν χορδές που συνδέονταν με τα πλήκτρα μέσω μεταλλικών εφαπτόμενων γλωσσιδίων. Πιέζοντας τα πλήκτρα, ο οργανοπαίκτης θέτει σε κίνηση τις γλωσσίδες, οι οποίες με τη σειρά τους χτυπούν τις χορδές ώστε να παραχθεί ο ήχος του οργάνου. Τα παλαιότερα κλαβίχορδα διέθεταν «τάστα», δηλ. κάθε ζευγάρι χορδών μπορούσε να χτυπηθεί από περισσότερες από μία γλωσσίδες, παράγοντας διαφορετικές νότες, αλλά μόνο μία νότα κάθε φορά. Κλαβίχορδα χωρίς τάστα, στα οποία κάθε γλωσσίδα μπορούσε να χτυπά τη δική της χορδή, εμφανίζονται στα τέλη του 17ου αιώνα[1]. Ο όρος κλαβίχορδο εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Der Minne Regel (1404) του ποιητή Έμπερχαρντ φον Κέρσνεαπό το Μίντεν. Ακόμα και τα μεγαλύτερων διαστάσεων κλαβίχορδα ήταν αρκετά αδύναμα για να χρησιμοποιηθούν σε ορχήστρα ή σε μεγάλους χώρους. Παρόλα αυτά, επειδή οι χορδές του οργάνου πάλλονταν όσο τα πλήκτρα παρέμεναν πατημένα, το κλαβίχορδο πρόσφερε στον εκτελεστή τη δυνατότητα να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό την ένταση του ήχου, ώστε να αυξομειώνει το δυναμικό εύρος της εκτέλεσης από την περιοχή του πιάνο (piano) μέχρι την περιοχή του φόρτε (forte). Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το κλαβίχορδο παρέμεινε τόσο αγαπητό όργανο για εξάσκηση μέχρι το 19ο αιώνα. Κλαβίχορδα συνέχισαν να κατασκευάζονται περίπου μέχρι το 1820, μετά την επινόηση του τετράγωνου πιάνου, ενώ αργότερα, στα τέλη του 1890, ο μουσικός και κατασκευαστής οργάνων Άρνολντ Ντόλμετς συνέβαλε στην αναβίωσή τους. Έκτοτε η κατασκευή και χρήση τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...