Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΠΩΣ ΕΚΚΟΛΑΦΘΗΚΕ Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ

Η Γερμανία ανακηρύχθηκε de facto Δημοκρατία, στις 9 Νοεμβρίου του 1918 όταν ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας παραιτήθηκε των θρόνων της Πρωσίας και της Γερμανίας, ενώ de jure ανακηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1919, όταν ανώτατη κυβερνώσα αρχή ορίστηκε ο Πρόεδρος του κράτους. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το γερμανικό Ράιχ (εθνικό κράτος) απαρτίζονταν από 17 ομόσπονδα κρατίδια, το καθένα με δική του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό συμβούλιο.Το σύνταγμα καθόριζε ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο ήταν το λεγόμενο Ράιχσταγκ και πρωτεύουσα του κράτους το Βερολίνο.
Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).
Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα της Βαϊμάρης αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα. Οι κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική σειρά δολοφονιών.
Κατά μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση (λιγότερο εξιδανικευμένη, δηλαδή),η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια «υποθηκευμένη» - ανάπηρη δημοκρατία από τη συγκρότησή της που περιείχε εξαρχής το σπέρμα της ανατροπής της από τα δεξιά. Χαρακτηριστικό είναι το ότι το Σύνταγμα του 1919 έδωσε την ευκαιρία στους Εθνικοσοσιαλιστές, στους Ναζί με όπλα την προπαγάνδα και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως τα SA - "Sturmabteilung" - «αποσπάσματα Εφόδου» και τα SS να την καταλύσουν χρησιμοποιώντας το δημοκρατικό οπλοστάσιο. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος του Ράιχ απολάμβανε ιδιαίτερες εξουσίες γι' αυτό ονομάστηκε μονάρχης.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ: Τον Νοέμβριο του 1918, η Γερμανία είχε ήδη καταργήσει το μοναρχικό καθεστώς και προσδοκούσε μια δίκαιη ειρήνη, που σήμαινε για την κάθε κοινωνική ομάδα διαφορετικά πράγματα. Οι περισσότεροι ανέμεναν ότι τα εδάφη της αυτοκρατορικής Γερμανίας θα παρέμεναν ανέπαφα, με εξαίρεση την Αλσατία και τη Λωρραίνη που θα επέστρεφαν στη Γαλλία, καθώς και τις περιοχές της Πρωσίας όπου ο πληθυσμός μιλούσε Πολωνικά, που θα επέστρεφαν στην Πολωνία. Η εξουσία κατ’ αρχήν είχε παραχωρηθεί στα Εργατικά και Στρατιωτικά Συμβούλια τα οποία θα αποφάσιζαν για τις τύχες του τόπου. Το Δεκέμβριο του 1918 συνεκλήθη στο Βερολίνο το Α’ Γενικό Συνέδριο των Συμβουλίων, το οποίο όπως αποδείχθηκε ήλεγχε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πλειοψηφίας που διέθετε 300 από του 514 αντιπροσώπους, ενώ άλλους 100 διέθετε το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που πρέσβευε πιο σκληρές σοσιαλιστικές θέσεις. Κάποιους αντιπροσώπους διέθεταν οι αριστεροί φιλελεύθεροι και οι κομμουνιστές. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν η εξουσία να παραμείνει στα συμβούλια και να οδηγηθούμε σε «δικτατορία του προλεταριάτου». Τελικά επικράτησε με μεγάλη πλειοψηφία η άποψη ότι το κράτος έπρεπε να οδηγηθεί σύντομα σε Συνταγματική Εθνοσυνέλευση μέσω εκλογών. Η ιδέα της δημιουργίας «σοβιέτ» θα ήταν τουλάχιστον αστεία σε μια κοινωνία που διέθετε βιομηχανική παραγωγή γι’ αυτό και δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε καν από την ίδια την εργατική τάξη. Έτσι ορίστηκαν εκλογές για τις 19 Ιανουαρίου 1919.
Εν τω μεταξύ, στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 τελειώσαν οι εργασίες του ιδρυτικού συνεδρίου του Κομμουνιστικού κόμματος και 5 ημέρες μετά, από τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας αποπέμφθηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, των αποκαλούμενων Σπαρτακιστών. Την επόμενη, από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές ξεσπούν ταραχές στο Βερολίνο οι οποίες κρατούν ως τις 12 Ιανουαρίου. Κατά την εξέγερση υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες και αυτή έληξε με την παρέμβαση του στρατού και συγκεκριμένα των Freikorps. Η επέλαση των Freikorps συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών και στις 15 Ιανουαρίου δολοφονήθηκαν οι κομμουνιστές ηγέτες Καρλ Λιμπνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι τελευταίοι πάντως δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεύθυνοι για το αίμα που είχε χυθεί προηγουμένως. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε πλέξει το εγκώμιο των επαναστατημένων μαζών, αν και οι ενέργειές τους έρχονταν πολλές φορές σε αντίθεση με όσα η ίδια διακήρυττε.
Τέσσερεις ημέρες αργότερα είχαμε τις πρώτες εκλογές για τη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο. Σε αυτές δεν έλαβε μέρος το Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού διαφωνούσε με τη διενέργειά τους. Έλαβαν, ωστόσο μέρος, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πλειοψηφίας, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου (φιλελεύθεροι αριστεροί), το Λαϊκό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που αποτέλεσε το συνασπισμό της Δεξιάς. Τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν οι νικητές των εκλογών. Το κόμμα της πλειοψηφίας πήρε το 37,9% των ψήφων και το ανεξάρτητο πήρε το 7,6%. Το κόμμα του κέντρου πήρε 19,7% και το Δημοκρατικό κόμμα 18,5%. Το Εθνικό Λαϊκό κόμμα 10,3% και το Λαϊκό κόμμα 4,4%. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου το κοινοβούλιο ψήφισε προσωρινό πρόεδρο του Ραϊχ τον Φρίντριχ Έμπερτ. Αυτός με τη σειρά του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Φίλιπ Σάιντεμαν.
Τότε στο Μόναχο εξεγέρθηκαν οι Κομμουνιστές, κατέλυσαν την τοπική κυβέρνηση και εγκατέστησαν τη Δημοκρατία των Συμβουλίων. Αυτή η διακυβέρνηση σύντομα έγινε περίγελως, αφού διέκοπτε την επικοινωνία με το Ράιχ και αποκαθιστούσε την επικοινωνία με τον Λένιν και τη Σοβιετική Ένωση. Η εξέγερση και εδώ κατεστάλη με τη βίαιη επέμβαση των Freikorps. Η εν λόγω εξέγερση συνέβαλε τα μέγιστα στη μετατροπή του Μονάχου σε προπύργιο των ακροδεξιών ομάδων.
Στις τάξεις του στρατού οι περισσότεροι αξιωματικοί διαφωνούσαν με τις επιταγές της συνθήκης των Βερσαλλιών. Ειδικά με τις μειώσεις στο στράτευμα και με την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στους συμμάχους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στις 13 Μαρτίου, ο Γενικός Έπαρχος της Ανατολικής Πρωσίας Wolfgang Kapp, να εισέρθει στο Βερολίνο, επικεφαλής μιας ναυτικής ταξιαρχίας, πραγματοποιώντας πραξικόπημα. Ο στρατός έκρινε μάταιο το να του αντισταθεί. Τα ελεύθερα συνδικάτα που ελέγχονταν από σοσιαλδημοκράτες κήρυξαν γενική απεργία για τις 15 Μαρτίου και στις 17,ο Kapp παραιτείται. Οι Κομμουνιστές που δε βοήθησαν την κατάσταση εξεγέρθηκαν στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, όπου διατηρούσαν μεγάλη δύναμη. Η εξέγερση συνετρίβη μετά από παρέμβαση του στρατού και ορισμένων παραστρατιωτικών οργανώσεων. Στις 27 Μαρτίου σχηματίστηκε από τους κυβερνητικούς εταίρους νέα κυβέρνηση, υπό τον Μίλερ η οποία οδηγησε τη χώρα σε νέες εκλογές στις 6 Ιουνίου. Σε αυτές παρουσιάστηκε μια σχετική άνοδος των δεξιών κομμάτων με παράλληλη πτώση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διατηρησαν την πλειοψηφία αλλά το μεν της πλειοψηφίας έπεσε αρκετά (21,6%), το δε ανεξάρτητο ανέβηκε (18,6%). Στις 25 Ιουνίου δημιουργήθηκε τελικά κυβέρνηση η οποία στηρίζόταν από τα δύο φιλελεύθερα κόμματα και το κόμμα του κέντρου, με την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Fehrenbach (κόμμα του κέντρου).
Το 1923 υπήρχε παράλληλα με τα παραπάνω γεγονότα και μια σύγκρουση της κεντρικής κυβέρνησης με τη Βαυαρία. Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ, εκλέχτηκε αρχηγός της «Γερμανικής Μαχητικής Ένωσης», μιας οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν οι πιο πολλές πατριωτικές οργανώσεις. Στη συνέχεια, ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων απελάθηκαν από τη Βαυαρία. Ο Χίτλερ και οι πολιτικοί του σύμμαχοι δεν είχαν την πρόθεση, να αποσχιστεί η Βαυαρία από τη Γερμανία. Αντίθετα επιθυμούσαν να μετατρέψουν τη Γερμανία στα πρότυπα της Βαυαρίας. Στις 8-9 Νοεμβρίου, επιχειρήθηκε από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του πραξικόπημα στο Μόναχο. Στις 9 Νοεμβρίου η Βαυαρική αστυνομία, έβαλε τέλος στο πραξικόπημα. Ο Χίτλερ συνελήφθη δυο μέρες αργότερα. Τελικά καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Σε έξι μήνες, ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερος, εξαιτίας του ότι κρίθηκε πως η απόπειρα ανατροπής της Δημοκρατίας έγινε "έχουσα πατριωτικά ελατήρια".
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Δεκεμβρίου είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 20,5%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 3%, Λαϊκό Κόμμα 10%, Κόμμα του Κέντρου 13,6%, Δημοκρατικό Κόμμα 6,3%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 26%, Κομμουνιστικό Κόμμα 9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,7%.
Στις προεδρικές εκλογές η Δεξιά αναζήτησε νέο υποψήφιο, με μεγαλύτερη επιρροή. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του ζωντανού θρύλου, για τους Γερμανούς, και υπεύθυνου για πολλές νίκες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατηγού εν αποστρατεία, Πάουλ Φον Χίντεμπουργκ. Πράγματι, σε εκλογές με πολύ μεγάλη συμμετοχή (77%), ο Χίντεμπουργκ έλαβε το 48,3% και ο Marx το 45,3% (Ο Κομμουνιστής Τέλεμαν πήρε 6,4%). Έτσι ο στρατηγός έγινε ο πρώτος, εκλεγμένος από το Λαό, Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η κυβέρνηση δεν άλλαξε με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, αφού ήταν της αρεσκείας του Προέδρου Χίντεμπουργκ και οι δυνατότητες που του παρείχε το Σύνταγμα ήταν αυξημένες. Ωστόσο, στις αρχές του 1931 ο αριθμός των ανέργων ανερχόταν στα 4500000. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, που έτσι κι αλλιώς τα κόμματα είχαν υπό την εποπτεία τους, βρίσκονταν σε διαρκείς διαμάχες, σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Την πρωτοκαθεδρία, βέβαια στις επιθέσεις την είχαν τα Τάγματα Εφόδου, των Εθνικοσοσιαλιστών. Το Ραϊχσταγκ, λειτουργούσε ελάχιστα, μιας και οι κυβερνώντες θεωρούσαν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα δινόταν ιδιαίτερο βήμα στους 107 βουλευτές του Χίτλερ, ούτε και στους Κομμουνιστές, που θα ήθελαν, ο καθένας από τη μεριά του, την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Ο καλπασμός της ανεργίας συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά. Στις αρχές του 1932, οι άνεργοι προσέγγισαν τα 6000000. Στις νέες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν, επανεξελέγη ο ήδη 84χρονος, Χίντεμπουργκ. Αυτή τη φορά η εκλογή συνέβη, περισσότερο με τη στήριξη των Σοσιαλδημοκρατών και υπό την απειλή του Χίτλερ. Τρεις μέρες μετά την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ, στις 13 Απριλίου και μετά από πολλά επεισόδια καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, τα SA και τα SS, τέθηκαν εκτός νόμου. Την 1η Ιουνίου ορκίστηκε καγκελάριος, ο πρώην στρατιωτικός, Von Papen, που αποτελούσε καθαρά προεδρική επιλογή. Η βουλή, ωστόσο που είχε προκύψει δεν ήταν να δώσει σταθερή κυβέρνηση. Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Έτσι προκηρύχθηκαν για τις 31 Ιουλίου νέες εκλογές. Πριν απ’ αυτές πραγματοποιήθηκε αυτό που αποκαλείται «Βιασμός της Πρωσίας». Συγκεκριμένα, από το μεγάλο κρατίδιο, απομακρύνθηκε η εκλεγμένη κυβέρνηση και ο Von Papen ανέλαβε, ο ίδιος επίτροπος της Πρωσίας.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου ήταν σαρωτική η άνοδος των Εθνικοσοσιαλιστών και σημαντική η άνοδος των Κομμουνιστών. Τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 5,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 37,4%, Λαϊκό Κόμμα 1,2%, όμμα του Κέντρου 12,5%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21,6%, Κομμουνιστικό Κόμμα 14,3% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,2%. Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν, ο Χίτλερ διεκδικεί την καγκελαρία, αλλά ο Χίντεμπουργκ προβάλει σθεναρή αντίσταση. Λέγεται πως είπε σε συνεργάτες του τη φράση: «Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε έναν δεκανέα να με κυβερνήσει». Τελικά στις 12 Σεπτεμβρίου, το Ραϊχσταγκ ανέτρεψε την κυβέρνηση Papen και η χώρα οδηγήθηκε εν νέου σε εκλογές. Σε αυτές σημειώθηκαν τα αποτελέσματα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 8,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 33,1%, Λαϊκό Κόμμα 1,9%, Κόμμα του Κέντρου 11,9%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 20,4%, Κομμουνιστικό Κόμμα 16,9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,1%. Η πτώση των Εθνικοσοσιαλιστών ήτα σημαντική. Ωστόσο από αυτή την εκλογική αναμέτρηση βγήκαν ουσιαστικά κερδισμένοι. Ο λόγος βρίσκεται στην άνοδο των Κομμουνιστών. Οι τελευταίοι φάνταζαν τώρα σαν το αντίπαλο δέος για τον Χίτλερ. Αυτό δημιούργησε μία περεταίρω συσπείρωση του αστικού κόσμου γύρω από τους Εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία.
Στο επίπεδο της κοινωνίας οι αναταραχές συνεχίστηκαν. Οι επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου εντάθηκαν, το ίδιο και οι μάχες με τους Κομμουνιστές. Τελικά, ο γερασμένος Χίντεμπουργκ δεν μπόρεσε να αντισταθεί άλλο στις πιέσεις κι έτσι στις 30 Ιανουαρίου του 1933, όρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Κατόπιν, μέσα από ένα κύμα τρομοκρατίας και διωγμών κατά των πολιτικών αντιπάλων, η χώρα οδηγήθηκε εκ νέου σε εκλογές. Σε αυτές οι Εθνικοσοσιαλιστές έλαβαν το 43,9% και μαζί με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που έλαβε το 8% , διέθετε πλέον την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1933, το Ραϊχσταγκ αυτοκαταργήθηκε δια νόμου. Στις 31 Μαρτίου καταργήθηκαν τα Γερμανικά κρατίδια. Στις 2 Μαΐου διαλύθηκαν τα συνδικάτα. Τέλος μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του ίδιου έτους καταργήθηκαν όλα τα κόμματα εκτός από το Εθνικοσοσιαλιστικό.
Μια από τις ιστορικές αναλογίες που ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ σήμερα είναι η αγριότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, απόρροια μιας ταξικής πολιτικής που διαλύει το «κοινωνικό κράτος» ενισχύοντας τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί συμμαχούν με το άκρο των παραστρατιωτικών πραξικοπηματιών ενάντια στην Αριστερά και τους εργάτες, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που, αυθαίρετα τελείως, χαρακτηρίζονται «ακραίοι», "ριζοσπάστες", ή και «αναρχικοί».
ΤΙ ΔΗΛΩΣΕ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ Η αντιπαράθεση με τα ναζιστικά εγκλήματα συνέβαλε στο γεγονός ότι η χώρα μας είναι φιλελεύθερη σήμερα, γράφει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας σε άρθρο του στην γερμανική Die Welt. «Είναι όμως συγκλονιστικό το γεγονός ότι πολλοί νέοι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για το Ολοκαύτωμα» επισημαίνει λέει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών και προσθέτει: «Και όμως δεν ήταν ποτέ τόσο εύκολο να βρούμε πληροφορίες. Οι μηχανές αναζήτησης όπως η Google χειρίζονται καθημερινά αρκετά δισεκατομμύρια αιτήματα. Η απάντηση σε σύνθετες ερωτήσεις είναι προφανώς απλά ένα κλικ του ποντικιού. Η ψηφιοποίηση μας δίνει πρόσβαση σε μια άπειρη, συνεχώς διαθέσιμη ποσότητα γνώσεων. Παρόλα αυτά, αυτή η ελευθερία της γνώσης δεν μας προστατεύει από τη στενότητα του μυαλού. Δεν μας διασφαλίζει έναντι της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Αντίθετα: Το μίσος μπορεί να εξαπλωθεί πιο γρήγορα, να οδηγήσει σε ταραχές. Και στη χειρότερη περίπτωση, στη βία. Βλέπουμε πώς ο εθνικισμός μεταδίδεται σε όλη την Ευρώπη και ότι οι εικόνες του εχθρού χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν τη φαιά ιδεολογία. Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές αρνούνται το Ολοκαύτωμα -γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο ταμπού θα φέρει τη μέγιστη προσοχή. Οι ακροδεξιοί δείχνουν ξανά το χαιρετισμό του Χίτλερ στο δρόμο, παιδιά Εβραίων κακοποιούνται. Η πλειοψηφία των Γερμανών παρατηρεί αύξηση του αντισημιτισμού, όπως αποκάλυψε πρόσφατη μελέτη της ΕΕ. Όσοι πλήττονται άμεσα είναι πιο σαφείς: Σχεδόν το 90% των Εβραίων πολιτών της ΕΕ λένε ότι ο αντισημιτισμός αυξάνεται στη χώρα τους. Εάν οι Εβραίοι στην Ευρώπη φοβούνται και πάλι, αυτό είναι ντροπιαστικό.». Η κουλτούρα της μνήμης καταρρέει, υπό την πίεση των ακροδεξιών. Πόσο επικίνδυνη είναι η άγνοια των νεαρών Γερμανών το αποκάλυψε έρευνα του CNN. Το 40% δεν γνωρίζουν σχεδόν καθόλου για το Ολοκαύτωμα. «Αυτό είναι ένα συγκλονιστικό νούμερο που δεν μας επιτρέπει να παραμείνουμε αδρανείς» προειδοποιεί ο Μάας «Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα ως φοιτητής, οι ναζιστικές φρικαλεότητες ήταν ακόμα νωπές. Πολλοί στο περιβάλλον μου ανήκαν στην γενιά της εμπειρίας. Σήμερα, τα παιδιά και οι έφηβοι δεν έχουν πλέον αυτή τη σύνδεση. Για όποιον γεννιέται σήμερα, για παράδειγμα, η νύχτα του πογκρόμ κατά των Εβραίων είναι τόσο μακρινή όσο όταν γεννήθηκε ο καγκελάριος Μπίσμαρκ. Αυτό αλλάζει τη μνήμη, δημιουργεί περισσότερη απόσταση» σημειώνει ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. «Η αντιπαράθεση με τα ναζιστικά εγκλήματα συνέβαλε στη χώρα μας να είναι φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη και ειρηνική σήμερα. Αλλά δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτό. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι νέες προσεγγίσεις για τη χρήση ιστορικών εμπειριών για το παρόν. Η ιστορία μας πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερο ένα έργο μνήμης με γνώση. Για να πετύχει αυτό, οι χώροι μνημείων πρέπει να είναι όχι μόνο χώροι μνήμης αλλά και τόποι μάθησης. Η ανάμνηση δεν πρέπει να είναι μουσειακή αλλά παρούσα», τονίζει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών και προσθέτει: «Δεν πρέπει μόνο να διατηρήσουμε την ιστορική γνώση αλλά να την μετατρέψουμε σε κοινωνική συμπεριφορά. Υπάρχουν θετικά παραδείγματα για αυτό. Για παράδειγμα, η Δράση Συμφιλίωσης εξακολουθεί να εργάζεται για τη συμφιλίωση με τα θύματα του παρελθόντος. Αλλά δεσμεύεται επίσης για τους ανθρώπους που σήμερα είναι κοινωνικά μειονεκτικοί και περιθωριοποιημένοι, για παράδειγμα, για τους πρόσφυγες .Δεν πρέπει ποτέ να είμαστε αδιάφοροι. Πρέπει να υποστηρίξουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας. Εξαρτάται από εμάς».
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ 'ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ' ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΙΝΕΙ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (2019) ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ: Για τρίτη φορά σε τρεις μήνες η Αγγλία πλήττεται από τρομοκρατική επίθεση και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο και ενώ το κατεστημένο έχει κλονιστεί από τις οικονομικές ανακατατάξεις που θα επιφέρει η έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. Αξιοσημείωτο είναι ότι η τελευταία τρομοκρατική επίθεση έγινε σε μια συγκυρία που το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπιν είχε μειώσει τη διαφορά από τους Συντηρητικούς στο 4%. Το Λονδίνο, όπου πάμπλουτες οικογένειες από τη Μέση Ανατολή έχουν επενδύσει σε real estate πάνω από 12 δισ. ευρώ από το 2006, ενώ δισεκατομμύρια αραβικά πετροδολάρια ανταλλάσσονται καθημερινά στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα του Σίτι, δέχεται πλήγματα από ισλαμιστές, ωσάν η «επένδυση» να ανακυκλώνεται μέσω προμελετημένης βίας. Η βασιλική οικογένεια του Αμπου Ντάμπι έχει αγοράσει τις περισσότερες ιδιοκτησίες στο Μέιφερ, την πλουσιότερη και ακριβότερη συνοικία του Λονδίνου, δεύτερη μετά τον Δούκα του Ουέστμινστερ. Η καπιταλιστική γαιοπρόσοδος χρηματιστικοποιείται εισερχόμενη στον σκιώδη μηχανισμό του Σίτι για να λάβει τη δική της ανταλλακτική ροή και κερδοφορία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι το εγχώριο πλαίσιο στο οποίο γίνονται οι εκλογές της Πέμπτης. Το διεθνές πλαίσιο χαρακτηρίζεται από τη ρήξη Γερμανίας-ΗΠΑ, την ανοιχτή είσοδο της Κίνας στις ευρωπαϊκές αγορές και τη σθεναρή υποστήριξη της Μόσχας και της Τεχεράνης στο καθεστώς του Ασαντ, τη στιγμή που η συνοχή της Δύσης είναι κλονισμένη από την οικονομική κρίση και την τάση για οικονομική αυτοτέλεια και προστατευτισμό. Η τρομοκρατία και η άνοδος της Ακροδεξιάς ζουν και βασιλεύουν στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. εισάγουν μέτρα που πλήττουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, αποσύροντας δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που είχαν εμπεδωθεί έπειτα από σκληρούς εργατικούς αγώνες. Στην αθέατη σελίδα αυτού του νέου καθεστώτος εξαίρεσης και αυταρχισμού που μαστίζει την Ευρώπη εδώ και χρόνια, βρίσκεται ένα αδυσώπητο καθεστώς λιτότητας για το οποίο λίγοι μιλούν, ακριβώς επειδή επισκιάζεται από το «τρομοκρατικό γεγονός». Αυτό, με τη σειρά του, έχει γίνει επικό τηλεθέαμα που ο πολίτης είναι ευνουχιστικά αναγκασμένος να βλέπει και να αξιολογεί μέσα από τον μεγεθυντικό και άκρως αναξιόπιστο φακό των ΜΜΕ. Αυτό είναι το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο των εκλογών στη Βρετανία. Η εικόνα μπορεί να παρασταθεί με τον ακόλουθο κύκλο αλληλουχίας και αλληλεπικάλυψης: πρώτα σοβεί μια οικονομική ή πολιτική κρίση, με παγκόσμιες ή όχι διαστάσεις, έπειτα, ή και ταυτόχρονα, αλυσιδωτά κύματα βίας μέσα στην κοινωνία, για να ακολουθήσουν μέτρα αυταρχισμού και, σε μερικές περιπτώσεις, ανοιχτού πολιτικού αυταρχισμού. Ταυτόχρονα, το παγκόσμιο σύστημα υπόκειται σε μια περίοδο ηγεμονικής μετάλλαξης, όπου η κυρίαρχη δύναμη, οι ΗΠΑ, δεν μπορεί να ασκήσει οικονομική ηγεμονία. Θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Βεβαίως. Πρόκειται για την επανέκδοση του Μεσοπολέμου. Ο φασισμός έρχεται στην εξουσία μετά την αποτυχία του φιλελευθερισμού του συστήματος Τζιολίτι να επανενώσει οικονομικά την Ιταλία και να σταθεροποιήσει πολιτικά τη χώρα. Ο ναζισμός έρχεται στην εξουσία μετά την αποτυχία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση και την πολιτική αστάθεια, που ενέτεινε η χρηματιστηριακή κρίση του 1929-32. Αυταρχισμός, δικτατορίες και οικονομικός προστατευτισμός γίνονται ο κανόνας για όλη τη Δύση του Μεσοπολέμου, βάζοντας τέλος στα ιδεαλιστικά όνειρα της ευρωπαϊκής ενότητας του Αριστείδη Μπριάντ. Το κομμουνιστικό κίνημα χρησιμοποιείται ως αποδιοπομπαίος τράγος για να εμπεδωθούν οι δικτατορίες και ο Κανόνας του Χρυσού -ένα είδος συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως και το ευρώ- καταρρέει. Η Αγγλία δεν μπορούσε πλέον να σταθεροποιήσει το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα και το τέλος της ηγεμονίας της ήταν γεγονός. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ζήτημα χρόνου. Οι ομοιότητες και αλληλουχίες των γεγονότων του Μεσοπολέμου με τη συγκυρία των τελευταίων χρόνων είναι συναρπαστικές. Υπάρχουν, βέβαια, και διαφορές. Μία διαφορά είναι ότι ενώ στην περίπτωση του Μεσοπολέμου ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν ο κομμουνισμός, σήμερα εμφανίζεται να είναι η ισλαμιστική τρομοκρατία για να υπονομευτεί η άνοδος αριστερών κινημάτων αντι-λιτότητας και να εμπεδωθεί ο νέος αυταρχισμός. Μία άλλη διαφορά είναι η κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ, η απώλεια δηλαδή της ικανότητάς τους να σταθεροποιήσουν το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...