Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Ο ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Στις αρχές του 17ου αιώνα οι θρησκευτικές αντιθέσεις συνεχίζονται και η Ευρώπη ζει ένα έντονο πολεμικό κλίμα. Οι εξελίξεις δεν αποκάλυψαν μόνο τον εύθραυστο χαρακτήρα της Ειρήνης της Αυγούστας (1555) αλλά συσσώρευσαν και νέες αντιθέσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές ξέσπασε Ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648). Η πολεμική αυτή αναμέτρηση αποτέλεσε το αποκορύφωμα των θρησκευτικών συγκρούσεων στην Ευρώπη και προσέλαβε πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, αφού ελάχιστες χώρες απέφυγαν την εμπλοκή τους σ' αυτόν. Εκτός από τους γερμανούς ηγεμόνες, έλαβαν μέρος η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, ιταλικά και ελβετικά κράτη. Οι εμπόλεμοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους. Εν τούτοις ο πόλεμος είχε έντονο πολιτικό χαρακτήρα, αφού τον προκάλεσαν και τον συντήρησαν τοπικά συμφέροντα, η φιλοδοξία πολλών γερμανών ηγεμόνων να απαλλαγούν από την κηδεμονία των Αψβούργων αυτοκρατόρων και η επιδίωξη μικρών ή μεγάλων κρατών να επικρατήσουν πολιτικά και οικονομικά στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η εκπαραθύρωση της Πράγας (23 Μαίου 1618) αποτέλεσε και το έναυσμα του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648). Χαρακτικό από το βιβλίο του Matthaus Marians "Theatrum Europaeum"
Ο Τριακονταετής Πόλεμος άρχισε στη Βοημία όπου η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν λουθηρανοί και καλβινιστές. H ανάρρηση στον θρόνο του βασιλείου της Βοημίας του φανατικού οπαδού της Αντιμεταρρύθμισης Φερδινάνδου των Αψβούργων το 1618, ένα χρόνο δηλαδή προτού στεφθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Φερδινάνδος B', τρόμαξε τους προτεστάντες. Ετσι στις 23 Μαΐου 1618 μια ομάδα από δυσαρεστημένους προτεστάντες ευγενείς με επικεφαλής τον Χάινριχ Ματίας, κόμητα Φον Τουρν, εισέβαλε στα βασιλικά ανάκτορα της Πράγας και πέταξε από το παράθυρο δύο ρωμαιοκαθολικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ωστόσο όχι μόνο δεν σκοτώθηκαν αλλά ούτε καν τραυματίστηκαν, επειδή, κατά την εκδοχή των προτεσταντών, «προσγειώθηκαν πάνω σε έναν σωρό κοπριά» ή, κατά την εκδοχή των ρωμαιοκαθολικών, «η Παναγία άκουσε τις προσευχές τους και έστειλε αγγέλους που τους απίθωσαν απαλά στη γη».
Οι στασιαστές πήραν γρήγορα υπό τον έλεγχό τους τη Βοημία με τη βοήθεια της Τρανσυλβανίας, εξέλεξαν βασιλιά τον καλβινιστή εκλέκτορα του Παλατινάτου Φρειδερίκο E', ηγέτη της Ευαγγελικής Ενωσης, και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν εναντίον της Βιέννης. Ο Φερδινάνδος B' δεν είχε ούτε χρήματα ούτε τον απαραίτητο στρατό. Ζήτησε λοιπόν βοήθεια από τον Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας και από τον εξάδελφό του Φίλιππο Δ', βασιλιά της Ισπανίας. Ο Φίλιππος Δ' είχε και ο ίδιος συμφέρον να παταχθούν οι προτεστάντες ώστε να μπορέσει να επιβληθεί ξανά στις επαναστατημένες Κάτω Χώρες, δεδομένου ότι η δωδεκαετής ανακωχή που είχε συναφθεί ανάμεσα σε αυτές και στην Ισπανία το 1609 πλησίαζε στο τέλος της.
Με αυτούς τους δύο συμμάχους ο Φερδινάνδος κατάφερε να κατατροπώσει τους στασιαστές στη μάχη του Λευκού Ορους έξω από την Πράγα στις 7/8 Νοεμβρίου 1620 και να αποκαταστήσει στη Βοημία τον ρωμαιοκαθολικισμό και την αυτοκρατορική εξουσία με τον πλέον βίαιο τρόπο: εκτέλεσε 27 αρχηγούς, δήμευσε τις περιουσίες τους και τις έδωσε σε άλλους, πιο πιστούς στην αυτοκρατορική εξουσία, εξανάγκασε σε εξορία 130.000 Τσέχους και κατάργησε όλους τους θεσμούς αυτοδιοίκησης.
Γύρω στο 1623, μετά τη μάχη του Στάτλον, ο Φερδινάνδος B' και οι ρωμαιοκαθολικοί σύμμαχοί του κατέλαβαν και το Παλατινάτο του Φρειδερίκου E'. Ο αυτοκράτορας έδωσε το Ανω Παλατινάτο στον Μαξιμιλιανό και το Παραρρήνιο Παλατινάτο στους Ισπανούς, γεγονός που διευκόλυνε αφάνταστα τον Φίλιππο Δ' να αρχίσει τις εχθροπραξίες εναντίον των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών.
Αλλά αν ο Φερδινάνδος B' και οι ρωμαιοκαθολικοί σύμμαχοί του επικράτησαν πλήρως στη Νότια Γερμανία, στον Βορρά οι προτεστάντες ηγεμόνες προσπάθησαν να ανακόψουν την ορμή των Αψβούργων συνάπτοντας συμμαχίες και με χώρες εκτός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο αυτοκράτορας τότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να βασίζεται μόνο στους συμμάχους του. Ετσι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Αλμπρεχτ φον Βάλενσταϊν να συγκροτήσει έναν αυτοκρατορικό στρατό, πράγμα που είχε να δει η Αυτοκρατορία από την εποχή του Μεσαίωνα. Γεννημένος λουθηρανός, ο Βάλενσταϊν έγινε ρωμαιοκαθολικός για να πετύχει την εύνοια του αυτοκράτορα. Σίγουρα η θρησκεία ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Βάλενσταϊν. Αριστος στρατιωτικός αλλά υπέρμετρα φιλόδοξος, ο Βάλενσταϊν προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, ζητώντας ωστόσο για κάθε επιτυχία του αδρή αμοιβή. Κερδίζοντας όλο και περισσότερη εξουσία ο Βάλενσταϊν άρχισε να γίνεται επικίνδυνος για την ίδια την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχίζοντας μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους πίσω από την πλάτη του αυτοκράτορα. Ο Φερδινάνδος B', μη βρίσκοντας καλύτερο τρόπο για να απαλλαγεί από τον Βάλενσταϊν και τις δολοπλοκίες του, έβαλε να τον δολοφονήσουν το 1634.
Ωστόσο, προτού παρασυρθεί από την υπέρμετρη φιλοδοξία του και γίνει αντιπαθής στον αυτοκράτορα, ο Βάλενσταϊν είχε καταφέρει να αλλάξει την πορεία του πολέμου καθιστώντας νικηφόρα τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Από θέση ισχύος πλέον ο Φερδινάνδος B' είχε δύο επιλογές: είτε να δεχτεί τη συμβουλή του Βάλενσταϊν και να χρησιμοποιήσει τη μεγάλη πλέον δύναμή του για να καταστήσει τη Γερμανία περισσότερο συγκεντρωτική είτε να ικανοποιήσει την απαίτηση των ρωμαιοκαθολικών να αποδοθούν στην Εκκλησία οι εδαφικές εκτάσεις οι οποίες είχαν παραχωρηθεί στους προτεστάντες με τη Συνθήκη του Αουγκσμπουργκ το 1555. Αν διάλεγε το πρώτο, θα δυσαρεστούσε τους καθολικούς ηγεμόνες οι οποίοι από τη μια δεν ήθελαν τους προτεστάντες αλλά από την άλλη δεν ήθελαν να αυξηθεί η εξουσία του αυτοκράτορα και να μειωθούν τα δικά τους προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης.
Αν επέλεγε να επιστρέψει στην Εκκλησία τα εκκοσμικευμένα εδάφη των μονών που είχαν περιέλθει στους προτεστάντες, ήταν βέβαιο ότι θα τρομοκρατούσε τους εναπομείναντες πιστούς στην Αυτοκρατορία προτεστάντες ηγεμόνες. Ο δισταγμός του Φερδινάνδου B' δεν διήρκεσε πολύ. Ως φανατικός ρωμαιοκαθολικός και οπαδός της Αντιμεταρρύθμισης, ο αυτοκράτορας προτίμησε να τα βάλει με τους προτεστάντες. H επιλογή αυτή ήταν η χειρότερη που θα μπορούσε να κάνει διότι ουσιαστικά η σύγκρουση ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών μόνο φαινομενικά ήταν μια σύγκρουση θρησκειών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για σύγκρουση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην κεντρική εξουσία του αυτοκράτορα.
Ο πόλεμος αυτός ήταν πολύ καταστρεπτικός και οι αντίπαλοι συμπεριφέρονταν με ξεχωριστή βιαιότητα. Λίγες ήταν οι μάχες κατά παράταξη, ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν οι πολυετείς πολιορκίες, οι σφαγές αμάχων, οι λεηλασίες και οι πυρπολήσεις των αντιπάλων στρατοπέδων από τους μισθοφόρους και τους απείθαρχους στρατιώτες. Ο άτακτος αυτός στρατός αντικατόπτριζε και το χαρακτήρα των ηγετών του, που δεν υπηρετούσαν κάποια ιδεολογία παρά μόνο τα προσωπικά τους συμφέροντα. Στους παράγοντες αυτούς οφειλόταν και η απουσία πολεμικής τακτικής, που είχε ως συνέπεια τη μεγάλη διάρκεια του πολέμου. Η τραγική αυτή κατάσταση ανάγκασε τελικά τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φερδινάνδο Γ' να ζητήσει διακοπή των εχθροπραξιών και να υπογράψει την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648). Με τη συνθήκη αυτή ρυθμίστηκαν πολιτικά, θρησκευτικά και εδαφικά ζητήματα.
Ο Καλβινισμός αναγνωρίστηκε ως ισότιμος με τα δύο άλλα δόγματα, τον Καθολικισμό και το Λουθηρανισμό. Οι Διαμαρτυρόμενοι κράτησαν πολλά από τα εκκλησιαστικά εδάφη που είχαν καταλάβει ή απαλλοτριώσει στη διάρκεια του πολέμου, Κατακυρώθηκαν γερμανικά εδάφη στη Σουηδία και στη Γαλλία. Περιορίστηκε η δύναμη του γερμανού αυτοκράτορα με την αναγνώριση πλήρων κυριαρχικών δικαιωμάτων στους γερμανούς ηγεμόνες, οι οποίοι στο εξής μπορούσαν να συνάπτουν συνθήκες μεταξύ τους ή με ξένα κράτη. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ολλανδικής και της Ελβετικής Ομοσπονδίας.
Ο ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΜΠΡΕΧΤ
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, "Η ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ" Άνοιξη του 1624, όταν η Σουηδία στρατολογεί κόσμο για τον πόλεμο κατά της Πολωνίας. Xαρακτηριστική μορφή γυρολόγισσας του 17ου αιώνα, η Άννα Φίρλινγκ, με τον αραμπά της και τα τρία παιδιά της περιφέρεται στα πεδία των μαχών της ρημαγμένης Ευρώπης στην περίοδο του 30ετούς πολέμου (1618-1648) και προμηθεύει τα αντίπαλα στρατόπεδα για να επιβιώσει, θεωρώντας, φυσικά, τον πόλεμο ευλογία. Χωρίς να παίρνει φανερά το μέρος κανενός παρεμποδίζει τη στρατολόγηση των γιων της. Η γυναίκα αυτή ξέρει τι παιγνίδι παίζεται και παρ' όλα αυτά ακολουθεί τον πόλεμο που οδηγεί στην καταστροφή, γιατί πιστεύει ότι θα της αποφέρει κέρδος. Όμως θα χάσει, το ένα μετά το άλλο, και τα τρία παιδιά της και θα μείνει ολομόναχη, να σέρνει τον κουρελιασμένο αραμπά της με τη σκισμένη σημαία και τις κρεμασμένες αρβύλες και τα μπουκάλια του μπράντι. Ο Μπρεχτ προσφέρει «στο πιάτο» τις αντιφάσεις αυτής της προσωπικότητας, έτσι ώστε να προβληματίσει το κοινό του για τον βάρβαρο παραλογισμό που διέπει τον γερμανικό λαό στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Γράφει το «Μάνα Κουράγιο» (Mutter Courage und ihre Kinder) το 1939, κατά τα χρόνια της εξορίας του στη Δανία, παρατηρώντας τον κόσμο από τη σκοπιά του ασήμαντου ανθρώπου και επιθυμώντας διακαώς να τον αλλάξει. Έτσι εξηγείται ο χαρακτήρας «φυλλαδίου» που έχει το συγκεκριμένο έργο, που συνοψίζει την ανθρώπινη υπαρξιακή συνθήκη σε μια τοιχογραφία όπου αναμειγνύονται σε ένα βαθμό ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, η λαϊκή σοφία, η βλασφημία και η ποιητική πρόθεση. Το έργο είναι εμπνευσμένο από δύο αφηγήσεις του γερμανού μυθιστοριογράφου Χανς Γιακόμπ Κριστόφελ φον Γκριμελσχάουζεν (1622-1676) που αναφέρονται στον Τριακονταετή Πόλεμο.
Καταπίεση, έξαρση των ευτελέστερων ενστίκτων επιβίωσης, υποκρισία και δαιμόνια εφευρετικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, χιούμορ και μητριαρχικός αυταρχισμός, παράλληλα με βαθύτατο αίσθημα τραγικότητας στην απώλεια των παιδιών της, όλα συνοψισμένα στον χαρακτήρα της Μάνας Κουράγιο.
Γερμανοί, Σουηδοί, Φιλανδοί, Πολωνοί, Τσέχοι και άλλοι λαοί εμπλέκονται στη δίνη του «θρησκευτικού» Τριακονταετούς Πολέμου με την ψευδαίσθηση πως μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους: ο Μπρεχτ αναπτύσσει τον μύθο του πολέμου ντύνοντας τα ταπεινά, ευτελισμένα πρόσωπα με τις ιδέες του για τον διαλεκτικό υλισμό και αναθέτοντας στον θεατή τον ρόλο του κριτή. Όλα τα πρόσωπα του έργου απομακρύνονται από τις αρχικές διαστάσεις τους και αποκτούν ανεξάρτητη ύπαρξη, συχνά αντίθετη προς το συγγραφικό του κίνητρο. Υφίστανται, με άλλα λόγια, την Αλλοτρίωση (Αποξένωση: Verfremdung) για την οποία μιλούν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην Αλληλογραφία τους. «Τα μεγάλα εμπορικά αλισβερίσια στους πολέμους δεν γίνονται από τους μικρούς», λέει ο Μπρεχτ: «…ο πόλεμος μετατρέπει τις ανθρώπινες αρετές σε θανατηφόρες –ακόμη και για τους κατόχους τους– και για την καταπολέμηση του πολέμου καμία θυσία δεν είναι υπερβολικά μεγάλη». Όπως λέει ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης, «…το εμπόριο με όλες τις μορφές του διολισθαίνει και διαπερνά όλες τις κοινωνικές τάξεις, διέρχεται χωρίς διαβατήριο όλα τα εθνικά σύνορα, μεγαλύνει τον αμοραλισμό, ανυμνεί την κερδοσκοπία και αποτελεί τη μοναδική καύσιμη ύλη στις κρεατομηχανές του πολέμου». Κύριο γνώρισμα της Μάνας Κουράγιο είναι η απληστία, γνώρισμα, επίσης, ενός κόσμου όπου η γενιά των πατεράδων εκποιεί τις αξίες και την ποιότητα ζωής της γενιάς των παιδιών. Όπως είπε σε συνέντευξή της η Λυδία Φωτοπούλου, η Μάνα Κουράγιο «…είναι ένας χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος. Έχει το στοιχείο της επιβίωσης, της ικανότητας να μπορεί να ελιχθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί μπροστά του (…) Όσο ο άνθρωπος συνεχίζει να είναι αυτό το «ζώο», μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα, που ο ίδιος φτιάχνει, η «Μάνα Κουράγιο» θα είναι εκεί, θα προσπαθεί να επιβιώσει, πολλές φορές πατώντας επί πτωμάτων. Δηλαδή δεν είναι ένας θετικός χαρακτήρας, που υπομένει και ανθίσταται. Αντίθετα, είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει, για να βρεθεί πάνω στη βάρκα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα πνίγονται γύρω της. Αυτή επιβιώνει και τα παιδιά της πεθαίνουν δίπλα της. Επιβιώνει κλέβοντας τους ηττημένους. Είναι απόλυτα ενταγμένη στην κατάσταση της ζούγκλας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει ούτε να κάνει κάτι άλλο, όσο δεν αλλάζει το περιβάλλον του».
Το έργο πρωτοανέβηκε στο Schauspielhaus της Ζυρίχης, το 1941. Με την Τερέζα Γκίζε στον ρόλο, η αντίδραση του κοινού ήταν τελείως διαφορετική απ’ την προσδοκώμενη: οι θεατές συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων από τα βάσανα μιας δύστυχης γυναίκας, που χάνει τα τρία της παιδιά, μα συνεχίζει ηρωικά τον γενναίο αγώνα της κι αρνείται να υποκύψει – την κατανόησαν σαν ενσάρκωση των αιώνιων αρετών του απλού λαού. Ο Μπρεχτ εκνευρίστηκε και ξαναέγραψε το έργο, δίνοντας έμφαση στην εκποίηση των αισθημάτων και στην ευτέλεια του χαρακτήρα. Επέβλεψε δε αυτοπροσώπως τη βερολινέζικη παράσταση του 1949, όπου τον επώνυμο ρόλο υποδύθηκε η τότε σύζυγός του Έλενα Βάιγκελ, πιο κοντά στη γραμμή της πρόθεσης του συγγραφέα. Θρυλικό υπήρξε το ανέβασμα, το 1951, του έργου από τον Ζαν Βιλάρ, που επανέλαβε την παράσταση το 1959 και το 1960 στο φεστιβάλ της Αβινιόν. Το 2014 το έργο, με την ίδια μουσική, ανέβηκε από τον Κλάους Πεϊμάν στο Théâtre de la Ville του Παρισιού. Στην Ελλάδα έμειναν στην ιστορία του θεάτρου η Κατίνα Παξινού και η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην υπόδυση του συγκεκριμένου ρόλου. Η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου στο Εθνικό με την Αντιγόνη Βαλάκου ήταν κάπως διαφορετική. Η «Μάνα Κουράγιο» έχει ανέβει άλλη μια φορά στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, το 1982, με τη Λίνα Λαμπράκη στον ομώνυμο ρόλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...