Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΑΝΑΒΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ 1- ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Πριν από περίπου έναν χρόνο, από αυτές εδώ τις σελίδες παρουσιάζαμε το «Άννα Φρανκ, Ενα Κόμικ - Βιογραφία» των Σιντ Γιάκομπσον και Ερνι Κολόν (εκδόσεις Πατάκη), μια εξαιρετική και ευσύνοπτη απόδοση των γραπτών της μικρής Εβραίας που, όπως γράφαμε τότε, «κατορθώνει να οπτικοποιήσει με ιδανικό τρόπο τα απομνημονεύματα και τις σκέψεις του μικρού κοριτσιού». Με απώτερο σκοπό, φυσικά, να διατηρήσει ζωντανό το έργο και να υπενθυμίσει τι συνέβαινε στην Ευρώπη πριν από λιγότερο από έναν αιώνα.
Στον ίδιο στόχο είναι ταγμένο και το νέο «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ - Graphic Diary» (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση: Μαρίζα Ντεκάστρο) που, αξιοποιώντας τη γλώσσα των κόμικς αναπλάθει τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της νεαρής κοπέλας, αναπαριστώντας με συναρπαστικό τρόπο την τραγική περιπέτειά της.Ο Ισραηλινός σεναριογράφος του Αρι Φόλμαν και ο Ουκρανός σχεδιαστής Νταβίντ Πολόνσκι συνεργάζονται για ακόμη μια φορά με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς το «Ημερολόγιό» τους (με την υποστήριξη του Ιδρύματος Άννας Φρανκ) είναι γεμάτο από πρωτότυπες ιδέες, καινοτομίες στην παρουσίαση και τολμηρές, καλλιτεχνική αδεία, «αυθαιρεσίες» που αναδεικνύουν το νόημά του και το περιεχόμενό του ακόμη περισσότερο.
Μέχρι σήμερα, άλλωστε, το Ημερολόγιο έχει μεταφερθεί τόσες πολλές φορές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο, έχει προσαρμοστεί σε κόμικς, σε παιδικά αναγνώσματα κ.λπ. που ακόμη μια «πιστή» απόδοσή του θα αποτελούσε μια αναίτια επανάληψη. Γι’ αυτό οι Φόλμαν και Πολόνσκι καταθέτουν σε πολλές από τις σκηνές τους την προσωπική τους ματιά και δεν αποπειρώνται να εικονοποιήσουν την κατάσταση, όπως θα το έκανε αν είχε τα μέσα και τις δυνατότητες η Άννα. Όπως γράφουν στο επιλογικό τους σημείωμα: «Σε καμιά περίπτωση δεν προσπαθήσαμε να φανταστούμε πώς θα εικονοποιούσε η Άννα το ημερολόγιό της αν ήταν εικονογράφος αντί για συγγραφέας. Θα ήταν άλλωστε αδύνατο. Αντίθετα, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε τη δυνατή αίσθηση του χιούμορ, τον σαρκασμό της [...] και την εμμονική ενασχόλησή της με το φαγητό, στην οποία αναφέρεται συστηματικά στο ημερολόγιο, ώστε να δείξει πόσο δύσκολο ήταν να αποδεχτεί τη διαρκή πείνα που την ταλαιπωρούσε την περίοδο που κρυβόταν.
Όσον αφορά τις περιόδους κατάθλιψης και απελπισίας της Άννας, επιλέξαμε να τις μετατρέψουμε, τις περισσότερες φορές, σε φανταστικές σκηνές (όπως π.χ. όταν οι Εβραίοι ξαναχτίζουν τις πυραμίδες κάτω από το μαστίγιο των ναζί) ή να τις αποδώσουμε μέσα από όνειρα». Αν και αυτές οι σκηνές είναι που κυριαρχούν στο βιβλίο των Φόλμαν και Πολόνσκι και του δίνουν το στίγμα του ιδιαίτερου και του ξεχωριστού σε σύγκριση με κάθε προηγούμενη εικο-νοποιημένη μεταφορά του, σε ορισμένα σημεία του έργου η γραφή της Αννας Φρανκ εκ των πραγμάτων δεσπόζει και επιβάλλεται επί των εικόνων. «Καθώς το ημερολόγιο προχωράει, το συγγραφικό ταλέντο της Αννας ανθίζει και γύρω στο 1944, όταν ερωτεύεται παράφορα τον Πέτερ, τα κείμενά της από συναισθηματικά γίνονται πολύ πιο βαθιά και ώριμα. Θεωρήσαμε ότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να τα παραλείψουμε για χάρη της εικονογράφησης, κι έτσι αποφασίσαμε να παραθέσουμε αυτούσιες σελίδες του κειμένου» ξεκαθαρίζει ο Φόλμαν.
Έτσι, λοιπόν, δίπλα σε έναν καβγά της Άννας με τη μητέρα της που περιγράφεται από το ακριβές κείμενό της, η Άννα παρουσιάζεται να ουρλιάζει δανειζόμενη τη μορφή και τη στάση της αποστεωμένης φιγούρας από την «Κραυγή» του Μουνκ ή να ποζάρει με αυταρέσκεια σαν μια ηδυπαθής φιγούρα του Κλιμτ.
Λίγο αργότερα, η Άννα φαντάζεται τον εαυτό της σαν σταρ του Χόλιγουντ και εικονογραφείται σαν Μπέτι Ντέιβις, Τζόαν Φοντέιν, Κάρολ Λόμπαρντ, Κάθριν Χέπμπορν, Ίνγκριντ Μπέργκμαν ή Μάρλεν Ντίτριχ, ενώ ακριβώς στην επόμενη σελίδα όλοι οι συγκάτοικοί της στην κρυψώνα αποδίδονται γελοιοποιημένοι σαν μεταλλικά κουρδιστά παιχνίδια της εποχής.Και εξίσου δυνατές, διανθισμένες πάντα με ένα υπόγειο χιούμορ όπως αυτό που υπάρχει, παρά τις αφόρητες συνθήκες, στις τελευταίες εξομολογήσεις της Άννας, είναι οι σκηνές της συνειδητοποίησης του έρωτά της προς τον Πέτερ αλλά και της «ενηλικίωσής» της που σημαδεύει το σώμα της και τις απόψεις της για την ανθρωπότητα, την κατάσταση του γυναικείου φύλου, τη χειραφέτησή της, έστω και ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής, το πάθος της για τη δημοσιογραφία που δεν πρόλαβε να ασκήσει ποτέ.
«Πολλές φορές έπιασα πάτο, αλλά ποτέ δεν απελπίστηκα. Βλέπω τη ζωή μας στην Κρυψώνα σαν μια ενδιαφέρουσα ρομαντική περιπέτεια γεμάτη κινδύνους. Στο ημερολόγιό μου αντιμετωπίζω κάθε στέρηση με χιούμορ. Αποφάσισα να ζήσω τη ζωή μου διαφορετικά από τα άλλα κορίτσια και να μη γίνω μια τυπική νοικοκυρά. Όσα βιώνω εδώ αποτελούν μια καλή αρχή για να ζήσω μια ενδιαφέρουσα ζωή, και είναι ο λόγος –ο μοναδικός λόγος– που πάντα βλέπω, ακόμα και τις πιο επικίνδυνες στιγμές, την αστεία πλευρά της υπόθεσης» γράφει η Άννα στο ημερολόγιό της και αντιγράφουν οι Φόλμαν και Πολόνσκι, σχεδιάζοντάς την ως επιτυχημένη επαγγελματία μπροστά σε μια γραφομηχανή, όπως ίσως θα συνέβαινε αν στις 4 Αυγούστου του 1944 δεν συλλαμβανόταν μαζί με όλους τους εκουσίως έγκλειστους από τα Ες Ες.
Μεταφέρθηκε σε φυλακή του Άμστερνταμ και έπειτα σε ένα στρατόπεδο μεταγωγής των Εβραίων από όπου οδηγήθηκε στο Άουσβιτς και τελικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου και πέθανε κατά τη διάρκεια της επιδημίας τύφου, πιθανώς στα τέλη Φεβρουαρίου του 1945, ενάμιση μήνα πριν από την απελευθέρωση από τα βρετανικά στρατεύματα.
Η συγκλονιστική περιπέτεια της Άννας Φρανκ, που μπήκε στην κρυψώνα ως δεκατριάχρονο κοριτσάκι και βγήκε δυο χρόνια αργότερα ως συγγραφέας και ώριμη γυναίκα για να δολοφονηθεί λίγο μετά, αποτελεί ένα μοναδικό ντοκουμέντο για τη ναζιστική κτηνωδία και την αντίσταση του ανθρώπου απέναντι στον φασισμό. Το χιούμορ, τα συναισθήματα, οι εξομολογήσεις και τα όνειρα της Άννας Φρανκ, που καταγράφηκαν στο ημερολόγιο, μεταφέρονται με έναν υπέροχο και ευφυώς αποδοσμένο τρόπο από τους Φόλμαν και Πολόνσκι σε ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διδάσκεται σε κάθε σχολείο ως αντίδοτο στον νεοναζισμό και τις απειλητικές παραφυάδες του.
ΘΕΜΑ Α: Το κείμενο είναι του Γ.Κουκουλά , πρόκειται για βιβλιοπαρουσίαση και τιτλοφορείται: «Η νίκη του ανθρώπου ενάντια στον ναζισμό». Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 18.03.2018 και αντλήθηκε από το ΔΙΚΤΥΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, "ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ" (σελ. 102-106}. Να κάνετε μια περίληψη του κειμένου αυτού σε 80 λέξεις περίπου.
KEIMENO 2
Έως την εποχή όπου προορίστηκε για Γερμανοεβραίους κρατούμενους, το γκέτο/στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερέζιενστατ (Theresienstadt) αφορούσε κυρίως Τσέχους κρατουμένους εβραϊκής καταγωγής. Στα τέλη του 1941 αριθμούσε 7,545 κρατουμένους από την Πράγα και το Μπρνο. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες έφτασαν εκεί 26,524 Εβραίοι από τη Βοημία και τη Μοραβία, ενώ μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του 1942 ο αριθμός των Τσέχων κρατουμένων διπλασιάστηκε και σταδιακά αντικαταστάθηκε από 53,000 Γερμανοεβραίους and 13,000 Εβραίους από την Αυστρία.
Η Χέλγκα Βάις και η οικογένειά της ήταν αυτόπτες μάρτυρες των παρακάτω: στις 9 Ιανουαρίου του 1942 εννέα αγόρια απαγχονίστηκαν γιατί συνελήφθησαν να διακινούν αλληλογραφία στο γκέτο. Ακολούθησε ο ολοένα αυξανόμενος τρόμος της μετακίνησης των κρατουμένων στη Ρίγα και η βεβαιότητα ότι το γκέτο ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μελλοθανάτων. Μέχρι τα μέσα του 1942, οι Εβραίοι που διακομίζονταν εκεί είχαν διαχωριστεί με βάση το φυλο τους και ζούσαν απόλυτα απομονωμένοι.
Ο Άιχμαν και το δεξί του χέρι, ο Ζίγκφριντ Ζιντλ, ο άμεσα υπεύθυνος του γκέτο, διόρισαν ως επικεφαλής των παραπηγμάτων τον Γιάκομπ Έντελσταϊν και τον Όττο Τσούκερ: και οι δύο είχαν πείρα κοινωνικής εργασίας και ήταν σιωνιστές. Παράλληλα, μια Φρουρά Τάξεως (‘Ordnungswache’) γυρνούσε στους δρόμους και συνόδευε όσους Εβραίους επισήμως κινούνταν μέσα και έξω απ'αυτήν.Στις 5 Mαρτίου του 1942 οι οδηγίες προς τους δυο επικεφαλής έγιναν σαφέστερες: οικογένειες με παιδιά μικρής ηλικίας δεν θα χωρίζονταν, όμως οι κατηγορίες θα διαμορφώνονταν με τα εξής κριτήρια: η πρώτη κατηγορία θα ήταν όσοι είχαν διακρίσεις ή παράσημα κατά τη στρατιωτική τους θητεία. Η δεύτερη κατηγορία ήταν οι τραυματίες πολέμου. Η τρίτη κατηγορία ήταν όσοι ασθενούσαν ή υπερέβαιναν το εξηκοστό πέμπτο έτος ηλικίας. Όλοι όσοι είχαν ξένη υπηκοότητα, πλην των Πολωνών, των Ρώσων και των Εβραίων που κατάγονταν από το Λουξεμβούργο. ¨Ολοι αυτοί θα κρατούνταν στο γκέτο. Οι υπόλοιποι θα μεταφέρονταν άμεσα.
Με την άφιξή τους, οι νέοι κάτοικοι του γκέτο άρχιζαν να κτίζουν στέγες για νέους ενοίκους και για τα SS. Οι μαρτυρίες συνηγορούσαν υπέρ της άποψης ότι επρόκειτο για ένα σχετικά "ασφαλές" σημείο ενδιάμεσου κόμβου πριν την οριστική διαμετακόμιση των Εβραίων προς κάποιο στρατόπεδο εξολόθρευσης. Οπότε η παραμονή τους ή όχι στο Τερέζιενσταντ θα εξαρτιόταν κυρίως από το "μέσον" που θα είχαν στους διοικούντες, ώστε να ΜΗΝ δουν το όνομά τους στην επόμενη "φορτωτική". Ο τρόμος της επικείμενης μετακίνησης κυριολεκτικά παρέλυε καθημερινά τους ενοίκους του γκέτο. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η εσωτερική έριδα και ο αλληλοσπαραγμός που παρήγαγε αυτή η επικείμενη μετακίνηση από το Theresienstadt σε κάποιο από τα γνωστά στρατόπεδα, όπως το Άουσβιτς λόγου χάριν.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους του γκέτο ήταν, λοιπόν, πιεσμένες, αλλοτριωμένες, φορτισμένες με το άγχος της επιβίωσης.
Τον Ιούλιο του 1942 έφτασαν στο γκέτο ο 62χρονος βετεράνος του Α'Παγκοσμίου Πολέμου Philipp Manes και η σύζυγός του. Το γουναράδικο που είχε ανοίξει στο Βερολίνο είχε κλείσει από τους Ναζί και οι λεπτομέρειες της σταδιακής καταστροφής του αναγράφονταν στο προσωπικό του ημερολόγιο. Είχαν τέσσερα παιδιά. Δεν μπορούσαν να συλλάβουν το μέγεθος της οικογενειακής τους τραγωδίας, μέχρι τη στιγμή όπου διατάχθηκαν να αφήσουν ό,τι είχαν στα 37 χρόνια του γάμου τους στα χέρια των Ναζί. Ένα πρωϊνό δύο αξιωματικοί της Γκεστάπο τούς είχαν συνοδεύσει σε ένα φορτηγό που θα τους πήγαινε στον οίκο ευγηρίας της οδού Grosse Hamburger μαζί με δεκάδες άλλους ομοεθνείς τους. Την επομένη είχαν μάθει πως όλη η περιουσία τους είχε κατασχεθεί γιατί είχαν κριθεί ένοχοι "κομμουνιστικής δραστηριότητας", ενώ στα διαβατήριά τους υπήρχε η σφραγίδα "εκκενώθηκαν από Βερολίνο στις 23 Ιουλίου" και η υποσημείωση: "Η ζωή τους ως γερμανών πολιτών είχε τελειώσει οριστικά". Το επόμενο πρωί, χαράματα, στις τρεις, είχαν ήδη μεταφερθεί στον σταθμό Ανχάλτερ. Και η άφιξή τους στο Theresienstadt τούς είχε γεμίσει με ελπίδες επιβίωσης, αν μη τι άλλο.
Όμως αυτό που συνάντησαν ήταν το ακριβώς αντίθετο. Με το που έφτασαν τούς πήραν τις βαλίτσες και τα υπάρχοντά τους. Τους υποχρέωσαν να φορέσουν μες στο κατακαλόκαιρο τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα που φορούσαν στο ταξίδι. Τους οδήγησαν σε έναν σταύλο με τούβλα στον τοίχο και τους υποχρέωσαν να κοιμηθούν κατάχαμα. Υπήρχε μόνο μια βρύση και ένας βρώμικος νιπτήρας. Ακολούθησε ο χωρισμός του άντρα από τη γυναίκα. Και μετά άρχισε η πείνα.
Με άδεια των Γερμανών, σύντομα ο Manes έβγαζε λόγους σε πενήντα με εξήντα ηλικιωμένους Εβραίους του γκέτο. Χρησίμευε ως διερμηνέας ανάμεσα στην Τσέχικη και στη Γερμανόφωνη πτέρυγα. Όμως, μια βαθειά αντιπάθεια εκφραζόταν εκ μέρους των Τσέχων, που οφειλόταν στη γερμανική καταγωγή των υπολοίπων και στο στρίμωγμα και την επιδείνωση των συνθηκών υγιεινής που είχε προκαλέσει η άφιξή τους.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 σαρανταοκτώ Εβραίοι είχαν πεθάνει στο γκέτο. Μέχρι τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς ο αριθμός ανέβηκε στους 259, ενώ τον Ιούλιο του 1942 γύρω στα 32 άτομα τη μέρα πέθαιναν απαραιτήτως και μέχρι τον Αύγουστο ο αριθμός των νεκρών είχε ανέλθει στους 2,327 και οι καθημερινοί θάνατοι μέχρι τον Σεπτέμβριο έφτασαν στους 131 κατά μέσον όρο.
Τον Σεπτέμβριο του 1942 οι Γερμανοί διέταξαν τον εκτοπισμό των πιο ηλικιωμένων, έτσι ώστε ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού του γκέτο να κατεβεί στα 45 έτη.
Μέσα σε δύο μήνες, 17,780 ηλικιωμένοι ή άρρωστοι Εβραίοι περνούσαν τη ράμπα ‘Schleuse’ που οδηγούσε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Και, από εκεί, μεταφέρονταν στον τόπο του θανάτου τους.
ΘΕΜΑ Β1. Το κείμενο 2 είναι ρεπορτάζ. Να εντοπίσετε με ποιον τρόπο αναπτύσσεται το θέμα του στην πρώτη παράγραφο.
ΘΕΜΑ Β2. Να εντοπίσετε ποια είναι τα κοινά σημεία ανάμεσα στο ΚΕΙΜΕΝΟ 1 και στο ΚΕΙΜΕΝΟ 2.
ΚΕΙΜΕΝΟ 3: † 13-12-43 του Γιώργου Ιωάννου (από τη συλλογή "Για ένα φιλότιμο", 1964)
Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σ' εκείνον τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.
Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του.
Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει.
Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά.
Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως, η κάποια διαφορά είναι που με καίει.
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;
Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό: Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες, που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια, φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...
Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων στα Καλάβρυτα. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες.
Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν--- από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...
Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν, αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή!
Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους. Μου 'ρθε να πέσω απάνω σ' εκείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.
Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.
Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.
θΕΜΑ Γ: Να εντοπίσετε τρεις (3) κειμενικούς δείκτες με τους οποίους ο Γιώργος Ιωάννου δηλώνει τις πολιτικές του απόψεις, και συγκεκριμένα απέναντι στον ναζισμό.
ΘΕΜΑ Δ: Σε επιστολή σας προς την Υπουργό Πολιτισμού, να αναφέρετε μια σειρά από δραστηριότητες με τις οποίες θα οργανώνατε μια ημερίδα μαθητικών εκδηλώσεων κατά του ναζισμού.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΑΣ:ΠΩΣ ΕΚΚΟΛΑΦΘΗΚΕ Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ
Η Γερμανία ανακηρύχθηκε de facto Δημοκρατία στις 9 Νοεμβρίου του 1918 όταν ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας παραιτήθηκε των θρόνων της Πρωσίας και της Γερμανίας, ενώ de jure ανακηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1919, όταν ανώτατη κυβερνώσα αρχή ορίστηκε ο Πρόεδρος του κράτους. Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το γερμανικό Ράιχ (εθνικό κράτος) απαρτίζονταν από 17 ομόσπονδα κρατίδια, το καθένα με δική του κυβέρνηση και κοινοβούλιο, τα οποία εκπροσωπούνταν στο κεντρικό συμβούλιο.Το σύνταγμα καθόριζε ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο ήταν το λεγόμενο Ράιχσταγκ και πρωτεύουσα του κράτους το Βερολίνο.
Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).
Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα της Βαϊμάρης αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα. Οι κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική σειρά δολοφονιών.
Κατά μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση (λιγότερο εξιδανικευμένη, δηλαδή),η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια «υποθηκευμένη» - ανάπηρη δημοκρατία από τη συγκρότησή της που περιείχε εξαρχής το σπέρμα της ανατροπής της από τα δεξιά. Χαρακτηριστικό είναι το ότι το Σύνταγμα του 1919 έδωσε την ευκαιρία στους Εθνικοσοσιαλιστές, στους Ναζί με όπλα την προπαγάνδα και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως τα SA - "Sturmabteilung" - «αποσπάσματα Εφόδου» και τα SS να την καταλύσουν χρησιμοποιώντας το δημοκρατικό οπλοστάσιο. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος του Ράιχ απολάμβανε ιδιαίτερες εξουσίες γι' αυτό ονομάστηκε μονάρχης.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ: Τον Νοέμβριο του 1918, η Γερμανία είχε ήδη καταργήσει το μοναρχικό καθεστώς και προσδοκούσε μια δίκαιη ειρήνη, που σήμαινε για την κάθε κοινωνική ομάδα διαφορετικά πράγματα. Οι περισσότεροι ανέμεναν ότι τα εδάφη της αυτοκρατορικής Γερμανίας θα παρέμεναν ανέπαφα, με εξαίρεση την Αλσατία και τη Λωρραίνη που θα επέστρεφαν στη Γαλλία, καθώς και τις περιοχές της Πρωσίας όπου ο πληθυσμός μιλούσε Πολωνικά, που θα επέστρεφαν στην Πολωνία. Η εξουσία κατ’ αρχήν είχε παραχωρηθεί στα Εργατικά και Στρατιωτικά Συμβούλια τα οποία θα αποφάσιζαν για τις τύχες του τόπου. Το Δεκέμβριο του 1918 συνεκλήθη στο Βερολίνο το Α’ Γενικό Συνέδριο των Συμβουλίων, το οποίο όπως αποδείχθηκε ήλεγχε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πλειοψηφίας που διέθετε 300 από του 514 αντιπροσώπους, ενώ άλλους 100 διέθετε το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που πρέσβευε πιο σκληρές σοσιαλιστικές θέσεις. Κάποιους αντιπροσώπους διέθεταν οι αριστεροί φιλελεύθεροι και οι κομμουνιστές. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν η εξουσία να παραμείνει στα συμβούλια και να οδηγηθούμε σε «δικτατορία του προλεταριάτου». Τελικά επικράτησε με μεγάλη πλειοψηφία η άποψη ότι το κράτος έπρεπε να οδηγηθεί σύντομα σε Συνταγματική Εθνοσυνέλευση μέσω εκλογών. Η ιδέα της δημιουργίας «σοβιέτ» θα ήταν τουλάχιστον αστεία σε μια κοινωνία που διέθετε βιομηχανική παραγωγή γι’ αυτό και δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε καν από την ίδια την εργατική τάξη. Έτσι ορίστηκαν εκλογές για τις 19 Ιανουαρίου 1919.
Εν τω μεταξύ, στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 τελειώσαν οι εργασίες του ιδρυτικού συνεδρίου του Κομμουνιστικού κόμματος και 5 ημέρες μετά, από τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας αποπέμφθηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, των αποκαλούμενων Σπαρτακιστών. Την επόμενη, από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές ξεσπούν ταραχές στο Βερολίνο οι οποίες κρατούν ως τις 12 Ιανουαρίου. Κατά την εξέγερση υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες και αυτή έληξε με την παρέμβαση του στρατού και συγκεκριμένα των Freikorps. Η επέλαση των Freikorps συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών και στις 15 Ιανουαρίου δολοφονήθηκαν οι κομμουνιστές ηγέτες Καρλ Λιμπνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι τελευταίοι πάντως δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεύθυνοι για το αίμα που είχε χυθεί προηγουμένως. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε πλέξει το εγκώμιο των επαναστατημένων μαζών, αν και οι ενέργειές τους έρχονταν πολλές φορές σε αντίθεση με όσα η ίδια διακήρυττε.
Τέσσερεις ημέρες αργότερα είχαμε τις πρώτες εκλογές για τη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο. Σε αυτές δεν έλαβε μέρος το Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού διαφωνούσε με τη διενέργειά τους. Έλαβαν, ωστόσο μέρος, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πλειοψηφίας, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου (φιλελεύθεροι αριστεροί), το Λαϊκό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που αποτέλεσε το συνασπισμό της Δεξιάς. Τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν οι νικητές των εκλογών. Το κόμμα της πλειοψηφίας πήρε το 37,9% των ψήφων και το ανεξάρτητο πήρε το 7,6%. Το κόμμα του κέντρου πήρε 19,7% και το Δημοκρατικό κόμμα 18,5%. Το Εθνικό Λαϊκό κόμμα 10,3% και το Λαϊκό κόμμα 4,4%. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου το κοινοβούλιο ψήφισε προσωρινό πρόεδρο του Ραϊχ τον Φρίντριχ Έμπερτ. Αυτός με τη σειρά του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Φίλιπ Σάιντεμαν.
Τότε στο Μόναχο εξεγέρθηκαν οι Κομμουνιστές, κατέλυσαν την τοπική κυβέρνηση και εγκατέστησαν τη Δημοκρατία των Συμβουλίων. Αυτή η διακυβέρνηση σύντομα έγινε περίγελως, αφού διέκοπτε την επικοινωνία με το Ράιχ και αποκαθιστούσε την επικοινωνία με τον Λένιν και τη Σοβιετική Ένωση. Η εξέγερση και εδώ κατεστάλη με τη βίαιη επέμβαση των Freikorps. Η εν λόγω εξέγερση συνέβαλε τα μέγιστα στη μετατροπή του Μονάχου σε προπύργιο των ακροδεξιών ομάδων.
Στις τάξεις του στρατού οι περισσότεροι αξιωματικοί διαφωνούσαν με τις επιταγές της συνθήκης των Βερσαλλιών. Ειδικά με τις μειώσεις στο στράτευμα και με την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στους συμμάχους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στις 13 Μαρτίου, ο Γενικός Έπαρχος της Ανατολικής Πρωσίας Wolfgang Kapp, να εισέρθει στο Βερολίνο, επικεφαλής μιας ναυτικής ταξιαρχίας, πραγματοποιώντας πραξικόπημα. Ο στρατός έκρινε μάταιο το να του αντισταθεί. Τα ελεύθερα συνδικάτα που ελέγχονταν από σοσιαλδημοκράτες κήρυξαν γενική απεργία για τις 15 Μαρτίου και στις 17,ο Kapp παραιτείται. Οι Κομμουνιστές που δε βοήθησαν την κατάσταση εξεγέρθηκαν στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, όπου διατηρούσαν μεγάλη δύναμη. Η εξέγερση συνετρίβη μετά από παρέμβαση του στρατού και ορισμένων παραστρατιωτικών οργανώσεων. Στις 27 Μαρτίου σχηματίστηκε από τους κυβερνητικούς εταίρους νέα κυβέρνηση, υπό τον Μίλερ η οποία οδηγησε τη χώρα σε νέες εκλογές στις 6 Ιουνίου. Σε αυτές παρουσιάστηκε μια σχετική άνοδος των δεξιών κομμάτων με παράλληλη πτώση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διατηρησαν την πλειοψηφία αλλά το μεν της πλειοψηφίας έπεσε αρκετά (21,6%), το δε ανεξάρτητο ανέβηκε (18,6%). Στις 25 Ιουνίου δημιουργήθηκε τελικά κυβέρνηση η οποία στηρίζόταν από τα δύο φιλελεύθερα κόμματα και το κόμμα του κέντρου, με την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Fehrenbach (κόμμα του κέντρου).
Το 1923 υπήρχε παράλληλα με τα παραπάνω γεγονότα και μια σύγκρουση της κεντρικής κυβέρνησης με τη Βαυαρία. Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ, εκλέχτηκε αρχηγός της «Γερμανικής Μαχητικής Ένωσης», μιας οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν οι πιο πολλές πατριωτικές οργανώσεις. Στη συνέχεια, ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων απελάθηκαν από τη Βαυαρία. Ο Χίτλερ και οι πολιτικοί του σύμμαχοι δεν είχαν την πρόθεση, να αποσχιστεί η Βαυαρία από τη Γερμανία. Αντίθετα επιθυμούσαν να μετατρέψουν τη Γερμανία στα πρότυπα της Βαυαρίας. Στις 8-9 Νοεμβρίου, επιχειρήθηκε από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του πραξικόπημα στο Μόναχο. Στις 9 Νοεμβρίου η Βαυαρική αστυνομία, έβαλε τέλος στο πραξικόπημα. Ο Χίτλερ συνελήφθη δυο μέρες αργότερα. Τελικά καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Σε έξι μήνες, ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερος, εξαιτίας του ότι κρίθηκε πως η απόπειρα ανατροπής της Δημοκρατίας έγινε "έχουσα πατριωτικά ελατήρια".
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Δεκεμβρίου είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 20,5%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 3%, Λαϊκό Κόμμα 10%, Κόμμα του Κέντρου 13,6%, Δημοκρατικό Κόμμα 6,3%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 26%, Κομμουνιστικό Κόμμα 9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,7%.
Στις προεδρικές εκλογές η Δεξιά αναζήτησε νέο υποψήφιο, με μεγαλύτερη επιρροή. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του ζωντανού θρύλου, για τους Γερμανούς, και υπεύθυνου για πολλές νίκες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατηγού εν αποστρατεία, Πάουλ Φον Χίντεμπουργκ. Πράγματι, σε εκλογές με πολύ μεγάλη συμμετοχή (77%), ο Χίντεμπουργκ έλαβε το 48,3% και ο Marx το 45,3% (Ο Κομμουνιστής Τέλεμαν πήρε 6,4%). Έτσι ο στρατηγός έγινε ο πρώτος, εκλεγμένος από το Λαό, Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η κυβέρνηση δεν άλλαξε με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, αφού ήταν της αρεσκείας του Προέδρου Χίντεμπουργκ και οι δυνατότητες που του παρείχε το Σύνταγμα ήταν αυξημένες. Ωστόσο, στις αρχές του 1931 ο αριθμός των ανέργων ανερχόταν στα 4500000. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, που έτσι κι αλλιώς τα κόμματα είχαν υπό την εποπτεία τους, βρίσκονταν σε διαρκείς διαμάχες, σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Την πρωτοκαθεδρία, βέβαια στις επιθέσεις την είχαν τα Τάγματα Εφόδου, των Εθνικοσοσιαλιστών. Το Ραϊχσταγκ, λειτουργούσε ελάχιστα, μιας και οι κυβερνώντες θεωρούσαν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα δινόταν ιδιαίτερο βήμα στους 107 βουλευτές του Χίτλερ, ούτε και στους Κομμουνιστές, που θα ήθελαν, ο καθένας από τη μεριά του, την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Ο καλπασμός της ανεργίας συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά. Στις αρχές του 1932, οι άνεργοι προσέγγισαν τα 6000000. Στις νέες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν, επανεξελέγη ο ήδη 84χρονος, Χίντεμπουργκ. Αυτή τη φορά η εκλογή συνέβη, περισσότερο με τη στήριξη των Σοσιαλδημοκρατών και υπό την απειλή του Χίτλερ. Τρεις μέρες μετά την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ, στις 13 Απριλίου και μετά από πολλά επεισόδια καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, τα SA και τα SS, τέθηκαν εκτός νόμου. Την 1η Ιουνίου ορκίστηκε καγκελάριος, ο πρώην στρατιωτικός, Von Papen, που αποτελούσε καθαρά προεδρική επιλογή. Η βουλή, ωστόσο που είχε προκύψει δεν ήταν να δώσει σταθερή κυβέρνηση. Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Έτσι προκηρύχθηκαν για τις 31 Ιουλίου νέες εκλογές. Πριν απ’ αυτές πραγματοποιήθηκε αυτό που αποκαλείται «Βιασμός της Πρωσίας». Συγκεκριμένα, από το μεγάλο κρατίδιο, απομακρύνθηκε η εκλεγμένη κυβέρνηση και ο Von Papen ανέλαβε, ο ίδιος επίτροπος της Πρωσίας.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου ήταν σαρωτική η άνοδος των Εθνικοσοσιαλιστών και σημαντική η άνοδος των Κομμουνιστών. Τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 5,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 37,4%, Λαϊκό Κόμμα 1,2%, όμμα του Κέντρου 12,5%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21,6%, Κομμουνιστικό Κόμμα 14,3% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,2%. Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν, ο Χίτλερ διεκδικεί την καγκελαρία, αλλά ο Χίντεμπουργκ προβάλει σθεναρή αντίσταση. Λέγεται πως είπε σε συνεργάτες του τη φράση: «Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε έναν δεκανέα να με κυβερνήσει». Τελικά στις 12 Σεπτεμβρίου, το Ραϊχσταγκ ανέτρεψε την κυβέρνηση Papen και η χώρα οδηγήθηκε εν νέου σε εκλογές. Σε αυτές σημειώθηκαν τα αποτελέσματα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 8,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 33,1%, Λαϊκό Κόμμα 1,9%, Κόμμα του Κέντρου 11,9%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 20,4%, Κομμουνιστικό Κόμμα 16,9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,1%. Η πτώση των Εθνικοσοσιαλιστών ήτα σημαντική. Ωστόσο από αυτή την εκλογική αναμέτρηση βγήκαν ουσιαστικά κερδισμένοι. Ο λόγος βρίσκεται στην άνοδο των Κομμουνιστών. Οι τελευταίοι φάνταζαν τώρα σαν το αντίπαλο δέος για τον Χίτλερ. Αυτό δημιούργησε μία περεταίρω συσπείρωση του αστικού κόσμου γύρω από τους Εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία.
Στο επίπεδο της κοινωνίας οι αναταραχές συνεχίστηκαν. Οι επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου εντάθηκαν, το ίδιο και οι μάχες με τους Κομμουνιστές. Τελικά, ο γερασμένος Χίντεμπουργκ δεν μπόρεσε να αντισταθεί άλλο στις πιέσεις κι έτσι στις 30 Ιανουαρίου του 1933, όρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Κατόπιν, μέσα από ένα κύμα τρομοκρατίας και διωγμών κατά των πολιτικών αντιπάλων, η χώρα οδηγήθηκε εκ νέου σε εκλογές. Σε αυτές οι Εθνικοσοσιαλιστές έλαβαν το 43,9% και μαζί με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που έλαβε το 8% , διέθετε πλέον την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1933, το Ραϊχσταγκ αυτοκαταργήθηκε δια νόμου. Στις 31 Μαρτίου καταργήθηκαν τα Γερμανικά κρατίδια. Στις 2 Μαΐου διαλύθηκαν τα συνδικάτα. Τέλος μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του ίδιου έτους καταργήθηκαν όλα τα κόμματα εκτός από το Εθνικοσοσιαλιστικό.
Μια από τις ιστορικές αναλογίες που ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ σήμερα είναι η αγριότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, απόρροια μιας ταξικής πολιτικής που διαλύει το «κοινωνικό κράτος» ενισχύοντας τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί συμμαχούν με το άκρο των παραστρατιωτικών πραξικοπηματιών ενάντια στην Αριστερά και τους εργάτες, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που, αυθαίρετα τελείως, χαρακτηρίζονται «ακραίοι», "ριζοσπάστες", ή και «αναρχικοί».
ΤΙ ΔΗΛΩΣΕ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ Η αντιπαράθεση με τα ναζιστικά εγκλήματα συνέβαλε στο γεγονός ότι η χώρα μας είναι φιλελεύθερη σήμερα, γράφει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας σε άρθρο του στην γερμανική Die Welt. «Είναι όμως συγκλονιστικό το γεγονός ότι πολλοί νέοι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για το Ολοκαύτωμα» επισημαίνει λέει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών και προσθέτει: «Και όμως δεν ήταν ποτέ τόσο εύκολο να βρούμε πληροφορίες. Οι μηχανές αναζήτησης όπως η Google χειρίζονται καθημερινά αρκετά δισεκατομμύρια αιτήματα. Η απάντηση σε σύνθετες ερωτήσεις είναι προφανώς απλά ένα κλικ του ποντικιού. Η ψηφιοποίηση μας δίνει πρόσβαση σε μια άπειρη, συνεχώς διαθέσιμη ποσότητα γνώσεων. Παρόλα αυτά, αυτή η ελευθερία της γνώσης δεν μας προστατεύει από τη στενότητα του μυαλού. Δεν μας διασφαλίζει έναντι της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Αντίθετα: Το μίσος μπορεί να εξαπλωθεί πιο γρήγορα, να οδηγήσει σε ταραχές. Και στη χειρότερη περίπτωση, στη βία. Βλέπουμε πώς ο εθνικισμός μεταδίδεται σε όλη την Ευρώπη και ότι οι εικόνες του εχθρού χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν τη φαιά ιδεολογία. Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές αρνούνται το Ολοκαύτωμα -γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο ταμπού θα φέρει τη μέγιστη προσοχή. Οι ακροδεξιοί δείχνουν ξανά το χαιρετισμό του Χίτλερ στο δρόμο, παιδιά Εβραίων κακοποιούνται. Η πλειοψηφία των Γερμανών παρατηρεί αύξηση του αντισημιτισμού, όπως αποκάλυψε πρόσφατη μελέτη της ΕΕ. Όσοι πλήττονται άμεσα είναι πιο σαφείς: Σχεδόν το 90% των Εβραίων πολιτών της ΕΕ λένε ότι ο αντισημιτισμός αυξάνεται στη χώρα τους. Εάν οι Εβραίοι στην Ευρώπη φοβούνται και πάλι, αυτό είναι ντροπιαστικό.». Η κουλτούρα της μνήμης καταρρέει, υπό την πίεση των ακροδεξιών. Πόσο επικίνδυνη είναι η άγνοια των νεαρών Γερμανών το αποκάλυψε έρευνα του CNN. Το 40% δεν γνωρίζουν σχεδόν καθόλου για το Ολοκαύτωμα. «Αυτό είναι ένα συγκλονιστικό νούμερο που δεν μας επιτρέπει να παραμείνουμε αδρανείς» προειδοποιεί ο Μάας «Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα εθνικοσοσιαλιστικά εγκλήματα ως φοιτητής, οι ναζιστικές φρικαλεότητες ήταν ακόμα νωπές. Πολλοί στο περιβάλλον μου ανήκαν στην γενιά της εμπειρίας. Σήμερα, τα παιδιά και οι έφηβοι δεν έχουν πλέον αυτή τη σύνδεση. Για όποιον γεννιέται σήμερα, για παράδειγμα, η νύχτα του πογκρόμ κατά των Εβραίων είναι τόσο μακρινή όσο όταν γεννήθηκε ο καγκελάριος Μπίσμαρκ. Αυτό αλλάζει τη μνήμη, δημιουργεί περισσότερη απόσταση» σημειώνει ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. «Η αντιπαράθεση με τα ναζιστικά εγκλήματα συνέβαλε στη χώρα μας να είναι φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη και ειρηνική σήμερα. Αλλά δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτό. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι νέες προσεγγίσεις για τη χρήση ιστορικών εμπειριών για το παρόν. Η ιστορία μας πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερο ένα έργο μνήμης με γνώση. Για να πετύχει αυτό, οι χώροι μνημείων πρέπει να είναι όχι μόνο χώροι μνήμης αλλά και τόποι μάθησης. Η ανάμνηση δεν πρέπει να είναι μουσειακή αλλά παρούσα», τονίζει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών και προσθέτει: «Δεν πρέπει μόνο να διατηρήσουμε την ιστορική γνώση αλλά να την μετατρέψουμε σε κοινωνική συμπεριφορά. Υπάρχουν θετικά παραδείγματα για αυτό. Για παράδειγμα, η Δράση Συμφιλίωσης εξακολουθεί να εργάζεται για τη συμφιλίωση με τα θύματα του παρελθόντος. Αλλά δεσμεύεται επίσης για τους ανθρώπους που σήμερα είναι κοινωνικά μειονεκτικοί και περιθωριοποιημένοι, για παράδειγμα, για τους πρόσφυγες .Δεν πρέπει ποτέ να είμαστε αδιάφοροι. Πρέπει να υποστηρίξουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία μας. Εξαρτάται από εμάς».
Παρατηρεί ο Αλέξανδρος Δελμούζος: "Υπερτίμηση του εαυτού μας, εθνικό μονοπώλιο κάθε αρετής, ξιπασμός εθνικός, αδιαφορία ή υποτίμηση και πιο πολύ περιφρόνηση των άλλων, μίσος ή εκδίκηση, αυτό ήταν συχνότατα το κύριο περιεχόμενο της εθνικής αγωγής". Είναι, όπως ξέρετε, ίσως, μια παρατήρηση ρεαλιστική· πρόκειται για μια πραγματικότητα που ταλάνιζε και ταλανίζει όλους τους λαούς. Γι' αυτό και όλοι μαζί είναι ανάγκη να κάνουν παράλληλα βήματα, συγχρόνως, για να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της εθνικής αγωγής αυτού του είδους. Αυτό είναι αλήθεια. Όπως επίσης αλήθεια είναι ότι η εθνική αγωγή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα αποκτούσε, και αποκτά, τη διάσταση της απροκάλυπτης προπαγάνδας. Στις περιπτώσεις αυτές δε μιλούμε πια για εθνική αγωγή. Δε μιλούμε καν για αγωγή ή για παιδεία. Μιλούμε για ανεπίτρεπτη προπαγάνδα, για βάναυση κακομεταχείριση των παιδιών από το ίδιο το κράτος, για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κι αυτό θα δοκιμάσουμε να προσεγγίσουμε τώρα.
Το περιεχόμενο μιας εθνοκεντρικής παιδείας συγκροτείται από θέματα (καθεστωτικές επετειακές γιορτές και πανηγύρεις, προγραμματισμός και δημιουργία έργων, ύμνοι εγκωμιαστικοί του καθεστώτος κτλ.) κοινά και προσφιλή σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, και χαρακτηρίζονται από τον τρόπο με τον οποίο οι δικτατορίες περνούν με την προπαγάνδα τη βούλησή τους και προβάλλουν τα "έργα" τους.
Η γλώσσα που επιστρατεύει μια εθνοκεντρική παιδεία διακρίνεται από γλυκερούς τόνους, δογματισμό, εθνικισμό, επίμονη ηθικολογία, διακρίνεται δηλαδή από τα γνωρίσματα της εξουσιαστικής γλώσσας. Προσέξτε ιδιαίτερα την υποκριτικά και παραπλανητικά φιλική και οικεία γλώσσα με την οποία εκφράζονται και κολακεύουν τους λαούς οι δικτατορίες, ενώ είναι γνωστό ότι δεν τους σέβονται, αφού, για να επικρατήσουν, καταλύουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα και όχι μόνον αυτά. Στις βασικές επιδιώξεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι να εξανδραποδίσουν τους νέους, δηλαδή, με ιδεολογήματα και ιδεοληψίες και ποικίλους άλλους τρόπους, να κάμψουν τη βούλησή τους και την ηθική τους αντίσταση και την προσωπική τους στάση απέναντι στη ζωή, και να τους μεταβάλουν σε πειθήνια όργανά τους, ώστε να εκτελούν τυφλά τις θελήσεις τους. Με άλλα λόγια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δε σέβονται τον νέο, γιατί γενικά δε σέβονται το άτομο και την ατομική ζωή, όπως δε σέβονται και την παιδεία· νοθεύουν τα πάντα, διότι τα πάντα τα υποτάσσουν στη δύναμη της εξουσίας· έτσι μόνον αισθάνονται ασφαλή. Μία από τις πάγιες τακτικές τους π.χ. είναι η οργάνωση των νέων από την τρυφερή τους ακόμη ηλικία σε κατευθυνόμενες ομάδες, όπου με γλώσσα συνθηματική και δογματική, αντιδιαλεκτική και αντικριτική, ασαφή και αόριστη, μεγαλόστομη και εθνικιστική, προσπαθούν να τους χειραγωγήσουν και να τους χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με τους σχεδιασμούς τους. Δε λείπουν, φυσικά, από τέτοιους σχεδιασμούς και οι διάφοροι ύμνοι των νέων, οι οποίοι εγκωμιάζουν το καθεστώς και υψώνουν σε μοναδικό ίνδαλμα τον δικτάτορα. Εννοείται ότι η γλώσσα αυτών των κατασκευασμένων ύμνων είναι φθηνή, όπως φθηνός είναι και ο στίχος τους και η μουσική τους. Μ' αυτούς τους ύμνους, που αναπαράγονται πανομοιότυποι σχεδόν από τα διάφορα ολοκληρωτικά καθεστώτα, καλλιεργείται πνεύμα αγελαίο και ομαδικό, ένα πνεύμα στο οποίο οφείλει σε κάθε ευκαιρία να δηλώνει, με λόγο και με έργο, πίστη και αφοσίωση μέχρι θυσίας. Άλλωστε μέσα από την ομάδα το καθεστώς οργανώνει τον νέο, τον κατευθύνει, τον ελέγχει: τον αφομοιώνει. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει καμία σχέση με τον φιλελεύθερο εθνικισμό των αρχών του 19ου αιώνα , αφού στην περίπτωση του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού το γνήσιο έθνος ταυτίζεται με μια περιούσια φυλή, η οποία έχει ως αποστολή να κυριαρχήσει πάνω στις κατώτερες φυλές και μερικές μάλιστα να τις εξοντώσει για το καλό της ανθρωπότητας (εβραίοι , τσιγγάνοι). Η εθνική ιδεολογία των εθνικοσοσιαλιστών διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού. Σύμφωνα με την ψευοδοεπιστημονική αυτή θεωρία, όπως στη Φύση επικρατεί ο αγώνας όλων εναντίον όλων και στον αγώνα αυτόν επιβιώνει ο ικανότερος, έτσι και στην ανθρωπότητα επικρατεί ένας θανάσιμος αγώνας μεταξύ εθνών διαφορετικής ράτσας . Η ισχυρότερη , υγιέστερη και καθαρόαιμη ράτσα είναι η μόνη που θα υπερισχύσει και θα έχει ως αποστολή να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα στο δρόμο της προόδου. Ο πόλεμος καθαγιάζεται , λειτουργεί μάλιστα ως καθαρτήριο , προκειμένου να απαλλαχτεί το έθνος από τα μιάσματα της νέας εποχής , τον ατομικισμό και το σοσιαλισμό. Μέσα από τον πόλεμο , υποστηρίζουν οι εθνικοσοσιαλιστές , το έθνος αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως ο μυθικός φοίνικας. Άλλωστε ο Oswald Spengler στο βιβλίο του «Η Παρακμή της Δύσεως» είχε διακηρύξει πως «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα αρπακτικό ζώο». Με τον ολοκληρωτικό εθνικισμό των γερμανών εθνικοσοσιαλιστών η ιδέα του έθνους απομακρύνεται από το ιδανικό της αρμονίας των συνεργαζόμενων μεταξύ τους και ισότιμων εθνών που εξέφραζε το κοσμοείδωλο της φιλελεύθερης αστικής τάξης των αρχών του 19ου αιώνα. Αντίθετα το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες του έθνους διέπει ο αγώνας, η πάλη μέχρι θανάτου των εθνών για την εξασφάλιση ζωτικού χώρου. Είναι φανερό λοιπόν πως ο ρατσισμός βρίσκεται στον πυρήνα του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά ας δώσουμε το λόγο στον αρχηγό των SS Χίμλερ , ο οποίος περιγράφει στον λόγο του στο Πόζεν (4 Οκτωβρίου 1943) ως εξής την ιδιαιτερότητα της εθνικής ιδεολογίας των εθνικοσοσιαλιστών: «Υπάρχει μια απόλυτη αρχή για τα SS : οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπο έντιμο , άψογο, πιστό και φιλικό απέναντι σ’ εκείνους που ανήκουν στο δικό μας αίμα, αλλά σε κανέναν άλλο. Δεν δίνω πεντάρα για το τι γίνονται οι Ρώσοι και οι Τσέχοι. Το καθαρό αίμα των άλλων λαών που συγγενεύει με το δικό μας θα το οικειωθούμε, κλέβοντας στην ανάγκη τα παιδιά τους και ανατρέφοντάς τα. Ποτέ δεν θα φανούμε ωμοί και άκαρδοι , αν δεν υπάρχει φυσικά ανάγκη. Εμείς οι Γερμανοί , οι μόνοι στον κόσμο που φερνόμαστε με λεπτότητα στα ζώα , θα κάνουμε το ίδιο και προς αυτά τα ανθρώπινα κτήνη (zu diesen Menschentieren). Θα ήταν όμως έγκλημα κατά του ιδίου του αίματός μας να σκοτιζόμαστε γι’ αυτά και να τους αποδίδουμε κάποιο ιδανικό…»
H ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΊΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ "ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ" ΑΠΟ ΤΟΥΣ "ΑΛΛΟΥΣ": Ο εθνικισμός, είναι αλήθεια , θεμελιώνεται πάνω στη διάκριση Εμείς και οι Άλλοι. Ο Άλλος είναι απαραίτητος για να αποκτήσει μια κοινότητα συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της και της συλλογικής της ταυτότητας. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται τόσο στη διάκριση αυτή όσο στη δαιμονοποίηση του Άλλου, του μισητού Ξένου . Όταν δηλαδή ο Άλλος θεωρείται διαρκής απειλή, όταν φορτώνεται με όλα τα αρνητικά στερεότυπα, για να φτάσει στο τέλος να ταυτιστεί με το απόλυτο κακό. Όταν το έθνος υποστασιοποιείται καταλαμβάνοντας τη θέση του Θεού και απολυτοποιείται ως αξία διαγράφοντας όλες τις άλλες , τότε εκμηδενίζεται ο άνθρωπος ως πρόσωπο και καταργείται η ελευθερία του. Τότε βρισκόμαστε στον ολισθηρό δρόμο του ολοκληρωτικού εθνικισμού.
Στερεοτυπικές πεποιθήσεις στην Ιστορία προκύπτουν, συχνά, από την εσφαλμένη ιστοριογραφική ερμηνεία των γεγονότων. Όταν γενικεύθηκε η αποδοχή της θεωρίας του Δαρβίνου περί της Εξέλιξης των Ειδών, κάποιοι κοινωνιολόγοι και ιστορικοί την παρερμήνευσαν, εφαρμόζοντάς την και στην Κοινωνική Εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτή η τάση ονομάστηκε "κοινωνικός δαρβινισμός", και απέβλεπε στην ερμηνεία της προόδου OΡΙΣΜΕΝΩΝ μόνο φυλών βάσει μιας εσφαλμένης εικασίας: πως οι "ικανοί" και οι "ισχυρότεροι βιολογικά" επιβιώνουν μέσα στην εξέλιξη της Ιστορίας, ενώ κάποιοι "αδύναμοι" ή "υποδεέστεροι" εκφυλίζονται και χάνονται. Αυτήν τη θεωρία την "αγκάλιασαν" με μεγάλη χαρά οι ναζιστές επιστήμονες,όσοι δηλαδή εργάστηκαν πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην οικοδόμηση του τερατουργήματος του ναζισμού στη χιτλερική Γερμανία.
Στη φωτογραφία προσέξτε το αποβλακωμένο ύφος αυτών των γυναικών, που έχουν πεισθεί από τα επιχειρήματα των Ναζί.
Η προπαγάνδα μπορεί να μετατρέψει γενιές ολόκληρες παιδιών σε φασίστες.Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα αναπτύχθηκε από το γερμα-νικό κίνημα völkisch . Οι οπαδοί του επεδίωκαν την επιστροφή στις παραδόσεις ενός μυθικού γερμανικού μεσαιωνικού παρελθόντος . Ο Χίτλερ είχε μεγαλύτερη εμμονή με ένα συγκεκριμένο όραμα της Αρχαίας Ελλάδας ως υπόδειγμα για το Ράιχ, άλλοι κορυφαίοι Ναζί όπως ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Χάινριχ Χίμλερ, ένα από τα ισχυρότερα μέλη του καθεστώτος, θαύμαζαν και προωθούσαν τη σκέψη völkisch.
"Ο φέρων τον δαυλόν": ναζιστική γλυπτική στα αρχαιοελληνικά πρότυπα
Συνήθως η ναζιστική προπαγάνδα περιλαμβάνει αφίσες και διαφημιστικές εκστρατείες όπου ο 'ηγέτης' (στον πίνακα/αφίσα ο Χίτλερ ο ίδιος) "αγκαλιάζει" τις νέες γενεές με "τρυφερότητα".
Το "αυγό του φιδιού" έπιασε τόπο και γέννησε νεαρούς φασίστες στη μουσολινική Ιταλία. Η μέθοδος είναι κλασική: ανατρέφεις μια ολόκληρη γενιά παιδιών, διδάσκοντάς τους ψεύτικες ιδέες στα σχολεία. Τους γαλουχείς με μίσος κατά κάποιων κατηγοριών ανθρώπων, τους δίνεις την ψευδαίσθηση ότι ανήκουν σε κάποιον "εκλεκτό" λαό. Μετά, ο δρόμος προς τον φασισμό/ναζισμό είναι ανοιχτός....
Στη μεσοπολεμική Γερμανία, διάφορες οργανώσεις υποστήριζαν την αντικατάσταση της δημοκρατίας από μια «Νέα Τάξη», όπου οι Γερμανοί θα είχαν την πιο σεβαστή θέση. Μια από αυτές ήταν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (ναζιστικό κόμμα), που είχε ιδρυθεί το 1919. Ένα από τα πρώτα μέλη του ήταν και ο άσημος τότε Αδόλφος Χίτλερ. Κερδίζοντας οπαδούς από τα κοινωνικά στρώματα που είχαν πληγεί περισσότερο (αγρότες, μικροαστοί, άνεργοι), το ναζιστικό κόμμα ισχυροποιήθηκε την ίδια στιγμή που ενισχυόταν και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Σε αυτές τις συνθήκες, μια μερίδα ισχυρών Γερμανών κεφαλαιούχων αποφάσισε να υποστηρίξει τον Χίτλερ, για να αντιμετωπίσει τους κομμουνιστές, ελπίζοντας ότι αργότερα θα απαλλασσόταν εύκολα από αυτόν. Στις εκλογές του 1932 οι ναζί συγκέντρωσαν το 37,4% των ψήφων και τον Ιανουάριο του 1933 ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος (πρωθυπουργός) της Γερμανίας. Λίγο αργότερα οι ναζί πυρπόλησαν τη γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ) αποδίδοντας το γεγονός στους κομμουνιστές. Αμέσως προχώρησαν σε συλλήψεις χιλιάδων κομμουνιστών και σοσιαλιστών, ενώ το Ράιχσταγκ έθεσε εκτός νόμου όλους τους κομμουνιστές βουλευτές και παραχώρησε στον Χίτλερ απόλυτες εξουσίες για τέσσερα χρόνια. Λίγο αργότερα, ο Χίτλερ ανέλαβε και τη θέση του αρχηγού του κράτους και ονομάστηκε φύρερ (οδηγός, ηγέτης). Παράλληλα, οι ναζί διέλυσαν όλα τα πολιτικά κόμματα, εκτός από το ναζιστικό. Όπως ακριβώς στην Ιταλία, η νεολαία χειραγωγούνταν και η προπαγάνδα οργίαζε. Επιπλέον, οι ναζί οργάνωναν συγκεντρώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων για να φανατίσουν τον γερμανικό λαό. Τα βιβλία που δεν ήταν αρεστά καίγονταν δημοσίως και πολλοί διανοούμενοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία (π.χ. Αϊνστάιν, Μπρεχτ κ.ά.). Εφαρμόζοντας επιθετική ρατσιστική πολιτική, οι ναζί περιόρισαν ή εξόντωσαν όλους όσοι ήταν διαφορετικοί (πολιτικοί αντίπαλοι, τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι). Αυτοί οι οποίοι κυριολεκτικά εξολοθρεύτηκαν ήταν οι Εβραίοι, οι οποίοι αρχικά υποχρεώθηκαν να κυκλοφορούν φορώντας ένα κίτρινο άστρο, σταδιακά περιορίστηκαν στις γειτονιές και στα σπίτια τους, σύντομα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν όλοι μαζί σε ειδικά κατασκευασμένα "γκέτο" σε υποβαθμισμένες γειτονιές όλων των ευρωπαϊκών πόλεων που τελούσαν υπό γερμανική κατοχή, και στο τρίτο έτος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν να φορτώνονται (χωριστά οι άντρες και χωριστά τα γυναικόπαιδα) σε επιταγμένα τραίνα και να αναχωρούν μαζικά για τις "Μονάδες Εργασίας" του Άουσβιτς, του Νταχάου και του Μπίρκεναου, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος της απομάκρυνσής τους: δηλαδή η μαζική εξολόθρευση με χρήση αερίων και η καύση τους σε ομαδικούς φούρνους. Η ρατσιστική φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει δια παντός κηλιδώσει τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία και δεν εξαλείφεται με τίποτα. Ένα ολόκληρο έθνος, καθώς και μια σειρά από ανθρώπινες ομάδες που δεν ενέπιπταν στο φυλετιστικό πρότυπο του ναζισμού, υπέστησαν απάνθρωπους διωγμούς και εξολοθρεύτηκαν με μεθόδους που κάνουν κάθε άνθρωπο να ανατριχιάζει.
Το φαινόμενο του ρατσισμού (φυλετισμού) οδήγησε στις αποτρόπαιες και ασυγχώρητες για την ευρωπαϊκή ιστορία καταστάσεις του Β'Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κηλίδωση της αξιοπρέπειας, ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων με κίτρινα, ροζ και μαύρα αστέρια, η εξορία τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ακατάπαυστος βασανισμός τους και η τελική εξολόθρευσή τους με αέρια σε θαλάμους όπου οδηγούνταν μαζικά, και όλα αυτά με τη σιωπηρή συναίνεση των ευρωπαίων πολιτικών και των θρησκευτικών ηγετών της ηπείρου μας, αποτελούν όνειδος που θα πρέπει να μας βάζει σε πολύ σοβαρές σκέψεις σχετικά με την ποιότητα του πολιτισμού μας.
Δυστυχώς, στη θεωρητική υποστήριξη της παράλογης ναζιστικής μηχανής συνέβαλε και μια σειρά ακαδημαϊκών, ανθρώπων του πνεύματος, διανοουμένων και φιλοσόφων. Για παράδειγμα, στο «Είναι και χρόνος», ο Χάιντεγκερ εξομοιώνει το είναι ενός λαού με το είναι ενός ατόμου. Εφόσον τα διάφορα συστατικά ενός ατόμου (όργανα, μόρια) δεν έχουν καμία αυτονομία, με κίνδυνο την παθολογική αποδιοργάνωση και τον θάνατο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα συστατικά ενός λαού, δηλαδή τους πολίτες, κάτι το οποίο αποτελεί τη φιλοσοφική δικαιολογία για την καταδίκη της δημοκρατίας.
Το 1963, η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ προκάλεσε σκάνδαλο με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού. Είχε προηγηθεί η παρουσία της ως δημοσιογράφου στη δίκη κατά του διοργανωτή του Ολοκαυτώματος, τον οποίο δεν περιέγραφε, όπως θα περίμενε κανείς, ως ένα απλό σαδιστή, ή ως κάποιον άνθρωπο με σατανικά στοιχεία στον χαρακτήρα του, αλλά ως ένα σχολαστικό γραφειοκράτη που λειτουργούσε ως πειθήνιος, υπάκουος υποτελής του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαιχθηκε για όλους τους συνοδοιπόρους, τους «κλακαδόρους» και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία. Ακόμη, άσκησε κριτική στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης καθώς και σε ορισμένες μορφές συνεργασίας των Εβραίων με τους ναζί. Πολλοί από τους Εβραίους φίλους της διέκοψαν, κατόπιν αυτού, τις σχέσεις τους μαζί της, ενώ η ίδια δέχτηκε τα πυρά ποικίλων εντύπων του Τύπου. Λίγα χρόνια πριν, το 1958, η Χάνα Αρεντ έχει δημοσιεύσει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό έργο της με τίτλο Vita activa oder vom tätigen Leben (Η ανθρώπινη κατάσταση – Vita active). Σε αυτό ασκούσε κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. Με αυτό, πάλι, δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους. Σε μιαν εποχή όπου σε όλους τους σημαντικούς πολιτικούς χώρους η δημοκρατία θεωρείται μια κοινωνικά ευρέως νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία, η Αρεντ στράφηκε στην αρχαία ελληνική «πόλη», όπου άπαντες οι πολίτες συμμετείχαν ενεργά. Την πολιτική την αντιλήφθηκε ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεώρησαν ότι με τη θέση της αυτή διάνοιξε τον δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας. Και πράγματι, η Αρεντ εξέφρασε τη συμπάθειά της προς τις διάφορες μορφές συμβουλίων, τόσο στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 όσο και στη Γερμανική Επανάσταση του 1918.
Οι έχοντες εθνικά φρονήματα ενοχλήθηκαν από τη θέση της Αρεντ ότι η παρακμή του έθνους-κράτους ευθυνόταν για τον αντισημιτισμό και την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Επιπλέον, προασπίστηκε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, που οδηγεί σε έναν κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό, τον οποίο ακόμη και στις ΗΠΑ δεν βρήκε παρά σε πρωτόλεια μορφή – για παράδειγμα, στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη της δεκαετίας του ’60. Στο βιβλίο της Über die Revolution (Για την επανάσταση) υποστήριξε πως μόνο η Αμερικανική Επανάσταση πέτυχε τον σκοπό της, αφού κατάφερε να δημιουργήσει θεσμούς που διασφάλιζαν τις δημοκρατικές δυνατότητες συμμετοχής, ενώ τόσο η Γαλλική όσο και η Ρωσική Επανάσταση απέτυχαν στο κοινωνικό ζήτημα: μια θέση με την οποία δεν συμφωνούν στο σύνολό τους ούτε οι Γάλλοι Συντηρητικοί, ούτε οι Φιλελεύθεροι ούτε οι Αριστεροί. Στο κύριο φιλοσοφικό της έργο, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό της, Vom Leben des Geistes [Για τη ζωή του πνεύματος] συμμερίστηκε τις θέσεις του Μάρτιν Χάιντεγκερ, με τον οποίο οι φιλικές της σχέσεις αποκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο, παρά τη σχέση του με τους ναζί. Το γεγονός αυτό δεν ενίσχυσε ιδιαίτερα την εκτίμησή της στους κόλπους του γερμανικού και του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού κόσμου – όπου ο Χάιντεγκερ εν γένει είτε ήταν «αποκαθηλωμένος» για τα πολιτικά του πιστεύω, είτε θεωρούνταν παράλογος από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Εξαιτίας της πνευματικής της συγγένειας προς τον Χάιντεγκερ η Αρεντ συγκαταλέχθηκε στους υπαρξιστές φιλοσόφους, οι οποίοι επίσης δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Ως «κοσμική» Εβραία, η Αρεντ σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έργο της ανέπτυξε μια θεώρηση του ανθρώπου συνδεδεμένη με τη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου – ο οποίος ήταν και το θέμα της διατριβής της. Εντούτοις, χαρακτηρίζοντας ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου το γεγονός της γέννησης (Gebürtlichkeit), και διαπιστώνοντας ότι με κάθε άνθρωπο έρχεται στον κόσμο κάτι νέο, ένα ιδιαίτερο ξεκίνημα, όχι μόνο τόνισε τον ατομισμό και τον πλουραλισμό, που αποδοκιμάζονταν τότε από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και προσήψε στον χριστιανισμό την κατηγορία πως, αναγνωρίζοντας ως σημαντικότερη θρησκευτική εορτή το Πάσχα, προσανατολίζεται προφανώς περισσότερο προς τον πόνο και τον θάνατο παρά προς τη γέννηση, που γιορτάζεται τα Χριστούγεννα. Η Χάνα Αρεντ υπήρξε μια αιρετική στο χώρο της διανόησης, που ποτέ δεν ξέχασε ότι οι ρίζες της σκέψης της βρίσκονταν στον γερμανικό πνευματικό πολιτισμό, αλλά που το Ολοκαύτωμα την μετέτρεψε σε αντιπροσωπευτική αμερικανίδα.
Να σχολιάσετε το παρακάτω απόσπασμα: «Δεν υπάρχουν ποιοτικά ανώτεροι και ποιοτικά κατώτεροι πολιτισμοί. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πολιτισμοί, ο καθένας από τους οποίους είναι μια ξεχωριστή κατάθεση στην πανανθρώπινη πολιτισμική προσπάθεια».
Διαβάστε τις παρακάτω απόψεις του Ουμπέρτο Έκο:ποιους κινδύνους διαβλέπει ο Ουμπέρτο Έκο στη σημερινή εποχή;
"Αν σκεφτούμε τις ολοκληρωτικές κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την Ευρώπη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε εύκολα να πούμε ότι θα ήταν δύσκολο γι' αυτούς να επανεμφανιστούν στην ίδια μορφή σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Αν ο φασισμός του Μουσολίνι βασίστηκε στην ιδέα ενός χαρισματικού ηγέτη, στο συντεχνιακό κράτος, στην ουτοπία του Αυτοκρατορικού Πεπρωμένου της Ρώμης, σε μια ιμπεριαλιστική θέληση να κατακτήσει νέα εδάφη, σ' έναν έξαλλο εθνικισμό, στο ιδανικό ενός ολόκληρου έθνους πειθαρχημένου μέσα σε μαύρα πουκάμισα, στην απόρριψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον αντισημιτισμό, τότε δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω, ότι σήμερα η Ιταλική Εθνική Συμμαχία, που γεννήθηκε από το μεταπολεμικό Φασιστικό κόμμα MSI, και ασφαλώς κόμμα της δεξιάς πτέρυγας, έχει πρός το παρόν πολύ λίγα κοινά με τον παλιό φασισμό. Στο ίδιο πνεύμα, ακόμη και αν και είμαι πολύ ανήσυχος για τα διάφορα Ναζιστοειδή κινήματα που έχουν προκύψει εδώ κι εκεί στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, δεν νομίζω ότι ο Ναζισμός, στην αρχική του μορφή, είναι στα πρόθυρα να επανεμφανιστεί ως κίνημα με εθνικές διαστάσεις. Παρ' όλα αυτά, αν και τα πολιτικά καθεστώτα μπορούν να ανατραπούν, άν και οι ιδεολογίες μπορούν να επικριθούν και να αποκηρυχθούν, πίσω από κάθε καθεστώς και την ιδεολογία του υπάρχει πάντα ένας τρόπος σκέψης και μια αίσθηση, ένα σύνολο πολιτισμικών νοοτροπιών και συνηθειών, σκοτεινών ενστίκτων και ανεξιχνίαστων ροπών. Αυτές οι ροπές έχουν επανεμφανιστεί στην εποχή μας".
Οι φασιστικοί μύθοι διακρίνονται από τη δημιουργία μιας "ένδοξης" εθνικής ιστορίας, στην οποία τα μέλη του επίλεκτου έθνους κυβερνού-σαν άλλους χάρη σε κατακτήσεις και θεμελιώδη επιτεύγματα πολιτισμού. Η λειτουργία του μυθικού παρελθόντος στη φασιστική πολιτική είναι να χαλιναγωγήσει το συναίσθημα της νοσταλγίας στο άρμα των κεντρικών αρχών της φασιστικής ιδεολογίας – αυταρχισμός, ιεραρχία, καθαρότητα και πάλη. Στο πλαίσιο της ρητορικής των ακραίων εθνικιστών, το "ένδοξο παρελθόν" χάθηκε από την ταπείνωση που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση, ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός, ο σεβασμός σε «καθολικές αξίες» όπως η ισότητα. Αυτές οι αξίες υποτίθεται ότι έκαναν το έθνος αδύναμο να αντιμετωπίσει τις πραγματικές προκλήσεις που απειλούν την ύπαρξή του.Η πατριαρχική οικογένεια είναι ένα ιδανικό που οι φασίστες πολιτικοί σκοπεύουν να δημιουργήσουν στην κοινωνία – ή στο οποίο επιδιώκουν να επιστρέψουν, όπως ισχυρίζονται. Η πατριαρχική οικογένεια παρουσιάζεται πάντα ως κεντρικό στοιχείο των παραδόσεων του έθνους, που έχει υποβαθμιστεί πρόσφατα από την εξάπλωση του φιλελευθερισμού και του κοσμοπολιτισμού. Οι πατριαρχικοί ρόλοι των φύλων αποτελούν κεντρικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας και είναι μέρος του «ένδοξου παρελθόντος» της «λευκής Ευρώπης». Ακόμη, σύμφωνα και πάλι με τον ίδιο, το παρελθόν όχι μόνο υποστηρίζει τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, αλλά επιπλέον διαχωρίζει τις ομάδες που υποτίθεται ότι τηρούσαν αυτούς τους ρόλους από εκείνες που δεν τις τηρούσαν (οπαδοί των ελεύθερων προγαμιαίων σχέσεων, ομοφυλόφιλοι, άθεοι κλπ.). Ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν εκλέχθηκε το 2010 και από τότε επιβλέπει την αποδιοργάνω-ση των φιλελεύθερων θεσμών αυτής της χώρας, με σκοπό τη δημιουργία ενός κράτους που ο ίδιος ο Όρμπαν το περιγράφει ανοιχτά ως ανελεύθερο.
Είναι τυπικό για τους φασίστες πολιτικούς να παρουσιάζουν την πραγματική ιστορία της χώρας σε συνωμοσιολογική βάση, ως ένα αφήγημα επινοημένο από τη φιλελεύθερη διανόηση και τους κοσμοπολίτες για να θυματοποιήσουν τον λαό του αληθινού «έθνους» . Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα μνημεία της Συνομο-σπονδίας εμφανίστηκαν πολύ μετά το τέλος της εμφύλιας διαμάχης Βορείων και Νοτίων ως μέρος μιας μυθολογικής ιστο-ρίας η οποία περιέγραφε το ηρωικό παρελθόν του Νότου που μείωνε τη φρίκη της δουλείας. Ο πρόεδρος Τραμπ καταδίκασε τη σύνδεση αυτού του μυθολογικού παρελθόντος με τη δουλεία θεωρώντας τη μια προσπάθεια στοχοποίησης των λευκών Αμε-ρικανών επειδή τιμούσαν την «κληρονομιά» τους.
Το Άρθρο 301 του τουρκικού ποινικού κώδικα επί προεδρίας Ερντογάν κηρύσσει ως παράνομη την «προσβολή της τουρκικής ταυτότητας», συμπεριλαμβανομένων των αναφορών στη γενοκτονία των Αρμενίων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο . Τέτοιες προσπάθειες νομοθέτησης της αλλοίωσης του παρελθόντος ενός έθνους αποτελούν χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων.
Όμως η Ιστορία δεν διαγράφεται, όσο κι αν το προσπαθεί ο κάθε Ερντογάν: οι σφαγές των Αρμενίων είναι ιστορικό γεγονός, είναι μια ολόκληρη γενοκτονία που την χρεώνεται το "ένδοξο" τουρκικό έθνος. Και μόνο η ιστορική μνήμη μπορεί να αποκαταστήσει την αλήθεια. Ωστόσο, βλέπουμε πως στη Γαλλία, η διάδοχος του Λεπέν στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, η Μαρίν Λεπέν, που ήλθε δεύτερη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές το 2017 (και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, όπως καταλαβαίνετε) αρνήθηκε τη συνενοχή της Γαλλίας στη σύλληψη ενός ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού Γαλλοεβραίων, κατά την οποία συγκέντρωσαν χίλια τριακόσια άτομα στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο και από εκεί τα έστειλαν στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Η κυρία Λεπέν μπορεί να παραποιεί την ιστορία στο όνομα μιας κάποιας "εθνικής υπερηφάνειας", όμως η αλήθεια είναι πως ο ρόλος της γαλλικής αστυνομίας υπό την κυβέρνηση του Βισύ στη σύλληψη Γαλλοεβραίων για να σταλούν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι καλά τεκμηριωμένος.
7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020: Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ "ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ".
Χρειάστηκαν εφτά χρόνια και ένας τεράστιος όγκος δικογραφίας μέχρι να φτάσει το δικαστήριο στην τελευταία συνεδρίαση της πιο σημαντικής δίκης της μεταπολίτευσης, μετά από εκείνη των Συνταγματαρχών. Η εκδίκαση της απόφασης για τον ναζιστικό και εγκληματικό χαρακτήρα του κόμματος "Χρυσή Αυγή". Τρομοκρατική οργάνωση; Ναι,γιατί η Χρυσή Αυγή, υπεύθυνη για δολοφονικές επιθέσεις και τελικά δολοφονίες, έδρασε στην Ελλάδα για τρεις δεκαετίες, στιγματίζοντας με μία μεγάλη ήττα τη δημοκρατία όταν το 2012 εισήλθε για πρώτη φορά στη Βουλή. Η αναμφίβολα νεοναζιστική συμμορία, αναδυόμενη από βίαιες επιθέσεις, σκληρή προπαγάνδα και την υπόσχεση ότι «θα ξεβρώμιζε τον τόπο» από ανθρώπους που βρέθηκαν στη χώρα μας ως μετανάστες, προσπάθησε να κρύψει τις σβάστικες και τους μαιάνδρους που ήταν ζωγραφισμένα στα σώματα των βουλευτών τους και συστήθηκε ως… «εθνικιστικό, πατριωτικό κόμμα». Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε το 1980 από το Νίκο Μιχλολιάκο με ξεκάθαρη ναζιστική τοποθέτηση (ως οργάνωση με ναζιστική ιδεολογία), αλλά περιορίζεται κυρίως στην στρατολόγηση και την έκδοση ομότιτλου περιοδικού. Την εμφάνισή της κάνει το 1990, κατά την περίοδο της (τότε) κρίσης του μακεδονικού ζητήματος. Τότε αναφέρθηκαν δεκάδες επιθέσεις τόσο σε Έλληνες, όσο και σε μετανάστες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Χρυσή Αυγή πραγματοποιεί συστηματικές επιθέσεις εναντίον Αλβανών μεταναστών στον Πειραιά και το 1998 έρχεται η δολοφονική επίθεση κατά του Δημήτρη Κουσουρή. Το 1993 ιδρύεται επίσημα ως κόμμα, αλλά λαμβάνει παταγώδεις εκλογικές αποτυχίες. Ωστόσο «διεθνοποιείται» φιλοξενώντας νεοναζιστικά κάμπινγκ νεολαίας με εκπροσώπους από όλη την Ευρώπη, ενώ μέλη της οργάνωση πολεμούν στη Σεμπρένιτσα, συμμετέχοντας στη γενοκτονία εις το όνομα της ορθοδοξίας. Τον Ιούνιο του 1998, ο Δημήτρης Κουσουρής, μέλος της ΕΦΕΕ και της αριστερής οργάνωσης ΝΑΡ καθόταν σε καφετέρια απέναντι από τα δικαστήρια της Ευελπίδων μαζί με τον φοιτητή Ηλία Φωτιάδη και τον εκπαιδευτικό Ιωάννη Καραμπατσόλη. Τότε υπαρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης ήταν ο διαβόητος «Περίανδρος», ο κατά κόσμον Αντώνης Ανδρουτσόπουλος. Οι τρεις δέχτηκαν επίθεση από τα μέλη της Χρυσής Αυγής και ο Κουσουρής αφέθηκε αιμόφυρτος με πολλαπλά κατάγματα στο σώμα και το κεφάλι, χωρίς τις αισθήσεις του. Σύμφωνα με το βούλευμα, ο Κουσουρής κατάφερε να γλιτώσει επειδή τον είχαν για νεκρό. Από την δολοφονική επίθεση εναντίον του Κουσουρή και τις επακόλουθες κατηγορίες εις βάρος της οργάνωσης, η Χρυσή Αυγή αλλάζει λεξιλόγιο, σταματώντας να προσδιορίζεται ως (φιλο)ναζιστική οργάνωση, αλλά υιοθετώντας τον τίτλο των εθνικιστών ή και των πατριωτών. Εισχωρεί μαζικά και στα γήπεδα με τη «Γαλάζια Στρατιά», μία νεοναζιστική γκρούπα οπαδών της εθνικής Ελλάδας (είχε προηγηθεί η ΝΟΠΟ τη δεκαετία του ’80 στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν ευδοκίμησε). Το 2004 έγινε ένα πογκρόμ στην Ομόνοια κατά τους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου από την εθνική ομάδα, εις βάρος Αλβανών και υπό το σύνθημα «δε θα γίνεις ‘Ελληνας ποτέ».
Κατά την ίδια δεκαετία, η ναζιστική οργάνωση δημιουργεί δεσμούς – παρακλάδια με το κόμμα «Πατριωτική Συμμαχία». Και ενόσω ο «Περίανδρος» είναι εξαφανισμένος, η Χρυσή Αυγή συνεχίζει το έργο της, πιο προσεκτικά, αλλά και πιο διεισδυτικά σε ό,τι αφορά την στρατολόγηση.
Το 2005 ο Περίανδρος θα παραδοθεί οικειοθελώς και θα παραπεμθεί σε δίκη, στην οποία και καταδικάστηκε σε ένα κατάμεστο δικαστήριο, με τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής να πανηγυρίζουν, αφού η καταδίκη ήταν μάλλον ευνοϊκή σε σχέση με τις κατηγορίες. Στο δικαστήριο κατά την απολογία του έκανε σαφείς αναφορές στην Άρια Φυλή, φέρνοντας ως παράδειγμα τον ίδιο. Ωστόσο, ο Περίανδρος, γνωστός και ως ο «διαβασμένος» της Χρυσής Αυγής, θα αποστασιοποιηθεί αργότερα, μέσα από τη φυλακή, εγκαλώντας τη χρυσή Αυγή ως… «σοφτ» φασίστες, που, ούτε λίγο, ούτε πολύ, πρόδωσαν τα ναζιστικά ιδανικά της οργάνωσης για μία θέση στο κοινοβούλιο.
Το 2008 η Χρυσή Αυγή κάνει αισθητή την παρουσία της για πρώτη φορά τόσο μαζικά, εισχωρώντας στις γειτονιές με προπύργιο τον Άγιο Παντελεήμονα και πρωτεργάτρια την Θέμιδα Σκορδέλη. Όσο η ναζιστική οργάνωση έκανε μαζικές επιθέσεις σε μετανάστες, η Θέμιδα Σκορδέλη, η οποία έχει επίσης καταδικασθεί, συστήνει στο ευρύ κοινό τον όρο του «αγανακτισμένου κατοίκου», χωρίς να εκθέτει (ακόμα) την πολιτική της ταυτότητα. Η συμμορία εισέβαλε σε περιοχές που βρίσκονται σε αναβρασμό ή, στην πιο απάνθρωπη από τις περιπτώσεις, στα σχολεία, με τους «αγανακτισμένους γονείς» να μη δέχονται τα προσφυγόπουλα. Ο Άγιος Παντελεήμονας ήταν και η αρχή. Την επόμενη χρονιά, το 2010, εκλέγεται για πρώτη φορά στην Αθήνα ένας δημοτικός σύμβουλος εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής και το 2012 εισέρχονται στη βουλή, δυστυχώς, πανηγυρικά.
Με την είσοδο στη Βουλή, η ναζιστική οργάνωση ένιωσε άτρωτη. Οι επιθέσεις κλιμακώθηκαν, η πρώτη φρικώδης έρχεται όταν μέλη της συμμορίας επιτίθενται σε 14χρονο (!) παιδί από το Αφγανιστάν, χαράσσοντας το πρόσωπο του αγοριού με σπασμένο μπουκάλι. Λίγο μετά, έρχεται και η πρώτη δολοφονία, του μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα. Το 2013 δολοφονείται ο Παύλος Φύσσας στο Κερατσίνι από το Τάγμα εφόδου της περιοχής, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο νυν ευρωβουλευτής Γιάννης Λαγός.
Ο Παύλος Φύσσας μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από τον Γιάννη Ρουπακιά κι αυτό έμελλε να γίνει η αρχή του τέλους της Χρυσής Αυγής, με τη δικογραφία να ανοίγει και να αποκαλύπτει δεκάδες ποινικές υποθέσεις, από επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και πολίτες, έως ακόμα και μαστροπεία, «προστασία» σε μαγαζιά και άλλες «μαφιόζικες» δράσεις. Κατά την κοινοβουλευτική της θητεία, η Χρυσή Αυγή βρήκε πρόθυμους συμμάχους στο πρόσωπο εκπροσώπων της εκκλησίας, του μητροπολίτη Άνθιμου και του μητροπολίτη Αμβρόσιου. Με τον Ηλία Παναγιώταρο να αναλαμβάνει την… υπεράσπιση της ορθοδοξίας (sic), σημειώθηκαν επιθέσεις στον Ελαιώνα, όπου και επρόκειτο να χτιστεί τζαμί.
Επίθεση σημειώθηκε και στο θέατρο Χυτήριο για την παράσταση Corpus Cristi και στη Θεσσαλονίκη, για την παράσταση «Η Ώρα Του Διαβόλου», στην διαμαρτυρία κατά της οποίας συμμετείχαν και βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Επιθέσεις έχουν καταγραφεί και εις βάρος ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, αλλά όχι οργανωμένες, όπως ήταν οι παραπάνω. Κάθε κοινοβουλευτική τοποθέτηση μελών της οργάνωσης ήταν όνειδος, ένας οχετός γεμάτος μίσος, ρατσισμό, ομοφοβία. Εκτός των κοινοβουλευτικών τειχών, τα λόγια γινόντουσαν πράξεις: Δεκάδες επιθέσεις υπογράμμισαν τις θέσεις της Χρυσής Αυγής.
Η τρομοκρατική επίθεση στο σπίτι των Αιγύπτιων Ψαράδων και ο τραμπουκισμός των λιμενεργατών στο Πέραμα, όπως και ο τραυματισμός συνδικαλιστών του ΚΚΕ (για όλες αυτές τις περιοχές υπεύθυνος ήταν ο Γιάννης Λαγός), επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους, όπως στο «Συνεργείο» στην Ηλιούπολη, μία φρικτή προπαγάνδα κατά την οποία υποστήριζαν ότι σώζουν ηλικιωμένες κυρίες από τα τέρατα που πετυχαίνει κανείς στις λαϊκές. Δωροδοκίες πάμφτωχων οικογενειών, με σκοπό να οργανωθούν οι «αγανακτισμένοι γονείς» και, φυσικά, η on camera βία με το χαστούκι του Ηλία Κασιδιάρη στην Λιάνα Κανέλλη σε εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη. Η πτώση Όταν άνοιξε ο ποινικός φάκελος της Χρυσής Αυγής πολλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το καράβι ή να κλαίνε από βήματος της βουλής λέγοντας ότι… παραπλανήθηκαν, άλλοι, όπως ο Ηλίας Κασιδιάρης θέλει να ακολουθήσει σόλο καριέρα με την ίδρυση δικού του κόμματος (αν δεν μπει στη φυλακή), αλλά κυρίως οι δράσεις έπρεπε να είναι πιο προσεκτικές και πιο καλυμμένες.
Έτσι, βλέπουμε παρακλάδια ή φίλα προσκείμενες φασιστικές οργανώσεις, όπως είναι οι Μαίανδροι ή η Combat 18, παρακλάδια της ναζιστικής συμμορίας, να ευθύνονται για δεκάδες βεβηλώσεις εβραϊκών μνημείων, για επιθέσεις κατά Ρομά στο Μενίδι, για την απερίγραπτη επίθεση της Δάφνης, στο σπίτι μικρού μετανάστη που επρόκειτο να παρελάσει με την ελληνική σημαία γιατί είχε βγει πρώτος μαθητής στην τάξη του.
¨Ολα αυτά τα χρόνια, ο περίφημος.. Περίανδρος (Αντώνιος Ανδρουτσόπουλος) λογοτεχνούσε κατά της "μπολσεβικικής λαίλαπας" που "δηλητηριάζει τα μυαλά των ελλήνων". Ο λόγος για συγγραφείς όπως ο Λουντέμης, ο Σαχτούρης, η Άλκη Ζέη, η Λιλή Ζωγράφου και άλλοι αριστεροί συγγραφείς. Πρωταγωνιστής σε μια λογοτεχνίζουσα βλακεία που έγραψε ο εν λόγω Περίανδρος είναι ο πειρατής Ομάρ Γιουνάνκουρτ, ο οποίος έχει γάντζο στη θεση του ενός του χεριού και από τη στιγμή που ανακαλύπτει την ελληνική εθνική του συνείδηση μεταμορφώνεται σε δολοφονική μηχανή, συνεχίζοντας να πολεμά «με το κορμί του τρυπημένο από βέλη και μαχαίρια». Γιατί έγινε και άτρωτος, παράλληλα. «Ο Ομάρ σήκωσε το δεξί του χέρι και κτύπησε το ραβίνο στο στήθος. Ο πειρατικός του γάντζος τρύπησε ελαφρά τη σάρκα του Σαμπεθάι που κρεμάστηκε πάνω του και ούρλιαξε σαν τρελός. […] Ο γάντζος βρήκε το κόκαλό του κι εισχώρησε βίαια. […] Ο Ομάρ Γιουνάνκουρτ πίεσε το γάντζο δυνατά προς τα μέσα και το αίμα έβρεξε το ιερατικό ένδυμα του ραβίνου… Η καρδιά του Σαμπεθάι γαντζώθηκε στο χέρι του σχεδόν ζωντανή και κατακόκκινη. Την πέταξε με μανία στα τοιχώματα της Συναγωγής που τα ράντισε μ’ ένα χρώμα καυτής ζεματιστής πορφύρας. Απ’ τα στήθια του ξεπήδησε μια επιθανάτια πολεμική κραυγή. Ξύπνησε απ’ την αιμοβόρα του έκσταση μ’ έναν πάταγο απ’ τα σπασμένα ξύλα της θύρας και στη στιγμή αντίκρισε τους θηριώδεις μαύρους φρουρούς που εισχωρούσαν ορμητικά στην αίθουσα με τα στόματα αφρισμένα και τα γιαταγάνια στον αέρα.[…] Η λόγχη του Ομάρ διέγραψε μια καμπύλη τροχιά κι έσκισε σε δύο κομμάτια το προτεταμένο καρύδι του λαιμού του νέγρου που σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός».
Σε άλλη λογοτεχνική απόπειρα βλέπουμε τον Ηλία Κασιδιάρη να ονειρεύεται τα βουνά μας κόκκινα από το αίμα των αλβανών, ενώ ο «Καιάδας», γνωστός στην ελληνική White Power σκηνή (δηλαδή μέταλ μουσική για ναζί) έχει γράψει πολλά άσματα, αλλά περισσότερο μας έχει αποτυπωθεί το «μίλα ελληνικά ή ψόφα». Την πρώτη θέση στο “Πάνθεον” των νεοναζιστών της μεταπολίτευσης με λογοτεχνικές ανησυχίες καταλαμβάνει χωρίς αμφιβολία ο Αριστοτέλης Καλέντζης. Μεταξύ βομβιστικών επιθέσεων, πολύκροτων δικών και πολύχρονων φυλακίσεων, ο Καλέντζης γράφει αδιάκοπα. Για να μας πείσει τσιτάρει Χίτλερ, Γκέμπελς, Ντίτριχ και Ντιτς στην εισαγωγή του σημαντικότερου λογοτεχνικού του πονήματος (“Σε Σένα”). Η ποίησή του είναι ηρωική, με αναφορές στην Αρχαία Ελλάδα, όπως αυτή κατανοήθηκε και μελετήθηκε από τους θεωρητικούς του εθνικοσοσιαλισμού. Αφιερώνεται στους “εθνικοκοινωνιστές συντρόφους της Βαυαρίας” και στους “φυλακισμένους ιταλούς συντρόφους του Ορντινε Νουόβο”. Το όραμα του συγγραφέα αποτυπώνεται σε αυτοσχέδια εμβατήρια που θρηνούν την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας: “Τεύτονες, μεγαλώνυμοι, δεν κύρτωσαν κι ας κλάψαν όταν ο Ηγέτης έπεσε κι εσίγησε ο Ζιγκφρίδος Τα δάχτυλα δεν ξέφυγαν καθόλου απ’ τις σκανδάλες Μα Πίστη ορκιστήκανε στον Επερχόμενο Ανδρα.”
Είναι προφανές ότι ο σπόρος, ακόμα κι όταν είναι αρρωστημένος, αν βρει τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να γεννήσει αρρωστημένα φρούτα. Ο σπόρος του φασισμού, βρήκε τέτοιο έδαφος. Γόνιμο. Βρήκε μία οικονομία διαλυμένη. Μία χώρα στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης, στο χείλος της οικονομικής και ηθικής της καταστροφής. Γιγαντώθηκε μέσα από τις λογικές του ισοπεδωτισμού, όπου όλα ήταν ίσα, όμοια, μέσα σε ένα καζάνι που έβραζε τα χλωρά με τα ξερά. Είναι ευτυχές που η δικαιοσύνη φώτισε όλες εκείνες τις μαύρες πτυχές μιας «οργάνωσης» που διεκδικούσε, πέρα από την ψήφο μας και λίγη από την οργή μας, αλλά και αρκετή από τη… σωματική μας ρώμη, προκειμένου να τιμωρήσει όσους εκείνη θεωρούσε υπαίτιους των δεινών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...