Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Απριλίου 2022

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Η κινεζική επανάσταση του 1925-27 υπέταξε την κινεζική εργατική τάξη στην αποκαλούμενη δημοκρατική αστική τάξη υπό τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύθηκε, όταν ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ οργάνωσε τη σφαγή των Κομμουνιστών στη Σαγκάη. Το τσάκισμα της κινεζικής εργατικής τάξης καθόρισε το χαρακτήρα της Κινεζικής Επανάστασης στη συνέχεια. Τα υπολείμματα του κομμουνιστικού κόμματος διέφυγαν στην επαρχία, όπου ξεκίνησαν να οργανώνουν αντάρτικο πόλεμο, βασιζόμενοι στην αγροτιά. Η Επανάσταση του 1949 πέτυχε και εξαιτίας του απόλυτου αδιεξόδου της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού στην Κίνα. Στο τέλος, η Κίνα ήταν τόσο εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό όσο ήταν πάντα, το αγροτικό ζήτημα παρέμεινε άλυτο και η Κίνα παρέμενε μια καθυστερημένη, μισο-φεουδαρχική, μισο-αποικιακή χώρα. Η κινεζική αστική τάξη ήταν συνυφασμένη με τον ιμπεριαλισμό, σχηματίζοντας ένα αντιδραστικό μπλοκ, που αντιστεκόταν στην αλλαγή.
Η αποσύνθεση της κινεζικής αστικής τάξης αποκαλύφθηκε όταν οι Ιάπωνες εισέβαλαν στη Μαντζουρία, το 1931. Κατά τη διάρκεια της πάλης ενάντια στους Ιάπωνες εισβολείς, οι κινέζοι κομμουνιστές προσέφεραν ένα ενιαίο μέτωπο στους αστούς εθνικιστές του Κουομιντάνγκ υπό την ηγεσία του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Αλλά, στην πραγματικότητα, το επίπεδο της συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων του Μάο και του Κουομιντάνγκ, κατά τη διάρκεια στου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μηδαμινό. Η συμμαχία του ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας) και του Κουομιντάνγκ ήταν ένα ενιαίο μέτωπο μόνο κατ’ όνομα.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τεράστια ενίσχυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της Ρωσίας του Στάλιν, και η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ τους ήταν ήδη έκδηλη πριν από το τέλος του πολέμου. Στις 9 Αυγούστου του 1945, οι σοβιετικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εντυπωσιακή στρατηγική επιθετική επιχείρηση της Μαντζουρίας, στα σύνορα της Κίνας με τη Μογγολία. Ο σοβιετικός στρατός κατατρόπωσε τον ιαπωνικό στρατό και κατέλαβε τη Μαντζουρία. Εφτακόσιες χιλιάδες Ιάπωνες στρατιώτες εγκατεστημένοι στην περιοχή παραδόθηκαν και ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Μαντσουκούο, το Μενγκιάνγκ (κεντρική Μογγολία), τη Βόρεια Κορέα, τη Νότια Σαχαλίνη και τις Κουρίλες Νήσους. Η γρήγορη ήττα του ιαπωνικού στρατού από τον Κόκκινο Στρατό δεν αναφέρεται από κανέναν σήμερα, όμως ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την παράδοση της Ιαπωνίας και τον τερματισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αμερικανοί φοβούνταν ότι ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός θα προήλαυνε μέσω της Κίνας και θα εισέβαλλε μέσα στην ίδια την Ιαπωνία, όπως είχε κάνει προηγουμένως στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ιαπωνία τελικά παραδόθηκε στις ΗΠΑ, αφού η αεροπορία των ΗΠΑ έριξε ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ο κύριος σκοπός της εξολόθρευσης αυτών των ιαπωνικών πόλεων ήταν να δείξουν οι ΗΠΑ στον Στάλιν ότι τώρα κατείχαν ένα νέο και τρομακτικό όπλο στο οπλοστάσιό τους.
Μετά την παράδοση των Ιαπώνων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν ήταν πολύ ξεκάθαρος σχετικά με αυτό που περιέγραψε ως «χρήση των Ιαπώνων, για να συγκρατηθούν οι Κομμουνιστές». Στα απομνημονεύματά του, γράφει: «ήταν απόλυτα ξεκάθαρο σε μας ότι, αν λέγαμε στους Ιάπωνες να αφήσουν τα όπλα τους αμέσως και να βαδίσουν προς την ακτή, ολόκληρη η χώρα θα είχε καταληφθεί από τους Κομμουνιστές. Γι’ αυτό, έπρεπε να κάνουμε το ασυνήθιστο βήμα να χρησιμοποιήσουμε τον εχθρό ως φύλαξη, μέχρι να μπορέσουμε να μεταφέρουμε από αέρος τους Κινέζους στρατιώτες στη Νότια Κίνα και να στείλουμε πεζοναύτες να φυλάσσουν τα λιμάνια».
Ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν τους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δεν πίστευε ότι θα πετύχαιναν να καταλάβουν την εξουσία. Η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει τις φιλικές της σχέσεις με την κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι-Σεκ, παρά να υποστηρίξει την Κινεζική Επανάσταση. Μετά την επανάσταση, ο Μάο παραπονιόταν έντονα ότι ο τελευταίος πρέσβης που εγκατέλειψε τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ ήταν ο Σοβιετικός πρέσβης. Ο Στάλιν παρότρυνε τον Μάο να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το Κουομιντάνγκ, μια ιδέα που ο Μάο αρχικά αποδέχτηκε/ Στο τέλος οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν και ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε, όπως ήταν αναπόφευκτο. Οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τους εθνικιστές με στρατιωτικές προμήθειες και εξοπλισμό αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οι σοβιετικές δυνάμεις αποσυναρμολόγησαν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Μαντζουρίας (αξίας ως και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων), στέλνοντας πίσω στην ΕΣΣΔ ολόκληρα εργοστάσια. Ο Στάλιν ήταν σκεπτικιστής σχετικά με την προοπτική επιτυχίας του Μάο, και προσπαθούσε να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Επομένως, η σινοσοβιετική ρήξη δεν ήταν μια ιδεολογική ρήξη, αλλά απλά μια σύγκρουση συμφερόντων δυο εχθρικών μεταξύ τους γραφειοκρατιών, η καθεμία εκ των οποίων με ζήλο υπεράσπιζε τα «δικά της» στενά εθνικά συμφέροντα, τα εδάφη, τις πηγές, την εξουσία και τα προνόμιά της. Αυτός ο στενόμυαλος εθνικισμός βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το θαρραλέο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού των Λένιν και Τρότσκι.
Τον Ιούλιο του 1946, με την ενεργή υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, το Κουομιντάνγκ οδήγησε την Κίνα σε έναν τερατώδη εμφύλιο πόλεμο πρωτοφανούς βιαιότητας. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ εξαπέλυσε μια αντεπαναστατική επίθεση εναντίον του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Είχε κάνει προσεκτικές προετοιμασίες και, εκείνη τη στιγμή, είχε σχεδόν τρεισήμισι φορές περισσότερους στρατιώτες από τον PLA, ενώ και τα υλικά του αποθέματα υπερτερούσαν κατά πολύ. Είχε πρόσβαση σε σύγχρονες βιομηχανίες και σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Υποσχόμενος γη στους αγρότες, ο PLA κατάφερε να κινητοποιήσει τεράστιο αριθμό ανθρώπων τόσο σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στις μάχες όσο και σε ό,τι αφορά την προσφορά υλικοτεχνικής υποστήριξης. Αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό. Ο στρατός του Τσιανγκ είχε πιθανώς το μεγαλύτερο ποσοστό λιποταξίας από κάθε άλλο στρατό στην ιστορία. Αν και οι Αμερικανοί (όπως πάντα) συνέχισαν το μύθο ότι αυτός είναι ένα πόλεμος μεταξύ «κομμουνισμού και δημοκρατίας», στην πραγματικότητα, η κινεζική μαριονέτα τους, ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ, ήταν ένας στυγνός δικτάτορας. Πιθανά υπό την πίεση της Ουάσινγκτον, ωστόσο, ο Τσιανγκ παρίστανε ότι εισάγει μια σειρά «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων», ώστε να σωπάσει τις κριτικές εναντίον του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ανακοίνωσε ένα νέο σύνταγμα και μια Εθνοσυνέλευση, από την οποία, φυσικά, εξαιρέθηκαν οι Κομμουνιστές. Αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» αποκηρύχτηκαν αμέσως ως απάτη από τον Μάο Τσε Τουνγκ. Η μάζα του πληθυσμού ασχολιόταν περισσότερο με την αχαλίνωτη διαφθορά στην κυβέρνηση και το πολιτικό και οικονομικό χάος, ειδικά το μαζικό υπερπληθωρισμό, που οδηγούσε σε μια κατάρρευση των συνθηκών διαβίωσης. Γίνονταν μαζικές πανεθνικές φοιτητικές διαδηλώσεις ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Λίγα χρόνια μετά τη νίκη της κινεζικής επανάστασης, το 1949, και την αποτίναξη του ζυγού των ξένων αποικιοκρατών και εκείνης της μερίδας της κινεζικής ελίτ που συνδεόταν με τους ξένους, άρχισε μία διαπάλη ανάμεσα στον Μάο και τους οπαδούς του, από τη μια πλευρά, που ήθελαν κάποιο είδος "κινεζικού σοσιαλισμού", και εκείνων, από την άλλη, που επιδίωκαν μια εθνικοαστική ανάπτυξη της χώρας. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ήταν στενότατος συνεργάτης του Μάο επί δεκαετίες, εκπροσωπούσε όμως συνειδητά την εθνικοαστική αντίληψη. Ο Κινεζικός Εμφύλιος Πόλεμος τέλειωσε το 1949 με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ ο Τσάνγκ Κάι Σεκ με τους υποστηρικτές του πέρασε στο νησί Ταϊβάν. Εκεί εγκατέστησε την εξόριστη Δημοκρατία της Κίνας και συνέχισε να διεκδικεί τον τίτλο του αποκλειστικού νόμιμου εκπροσώπου της Κίνας, με απώτερο σκοπό να επανέλθει δια των όπλων στην ηπειρωτική Κίνα και να καταλύσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Το ΚΚΚ υπό τον Μάο από την άλλη ίδρυσε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας, που σταδιακά αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το μοναδικό κινεζικό κράτος και έγινε μέλος του ΟΗΕ. Η εφαρμογή της μαοϊκής σκέψης στην Κίνα μπορεί να ήταν υπεύθυνη για πάνω από 70 εκατομμύρια θανάτους σε περίοδο ειρήνης. Από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις ή καπιταλισμό. Για να ωθήσουν τη χώρα προς μια σύγχρονη, βιομηχανοποιημένη κομμουνιστική κοινωνία ο Μάο Τσε Τουνγκ κίνησε το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αν και αυτό είχε ανάμεικτα οικονομικά αποτελέσματα. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και το συνακόλουθο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ και η νέα κινεζική ηγεσία άρχισε τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την κίνηση προς μια περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά μικτής οικονομίας κάτω από την ηγεσία ενός κόμματος. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας καταργήθηκε και τα χωράφια ιδιωτικοποιήθηκαν με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Το 1978, η ΛΔΚ ξεκίνησε την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με την Ιαπωνία, η οποία εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό ξένο χορηγό. Η σύγχρονη Κίνα χαρακτηρίζεται κυρίως ως μια οικονομία της αγοράς που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία ακινήτων, και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα του κρατικού καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τις μετά-Μάο μεταρρυθμίσεις της αγοράς, ενθαρρύνθηκε μια ευρεία ποικιλία ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ η κυβέρνηση χαλάρωσε τους ελέγχους των τιμών και την προώθηση ξένων επενδύσεων. Το εξωτερικό εμπόριο χαρακτηρίζεται ως ένα σημαντικό μέσο ανάπτυξης, που οδηγεί στη δημιουργία των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), πρώτα στο Σενζέν και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Κίνας. Οι ανεπαρκείς κρατικές επιχειρήσεις (ΚΕ) αναδιαρθρώθηκαν με την εισαγωγή δυτικού τύπου συστήματα διαχείρισης, με το κλείσιμο των μη επικερδών μονάδων, με αποτέλεσμα τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2010, η Κίνα αντέστρεψε ορισμένες οικονομικές πρωτοβουλίες της απελευθέρωσης, με κρατικές εταιρείες να αγοράζουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στις βιομηχανίες χάλυβα, αυτοκινήτων και ενέργειας.
H Πολιτιστική Επανάσταση ήταν μια κοινωνικο-πολιτική κίνηση που έλαβε χώρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας από το 1966 έως το 1976. Την άρχισε ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Μάο Τσετούνγκ, με στόχο να ενδυναμώσει τον κομμουνισμό στη χώρα με την άρση του καπιταλισμού, παραδοσιακών και πολιτιστικών στοιχείων την κινεζικής κοινωνίας και την επιβολή του Μαοϊσμού μέσα στο Κόμμα. Η επανάσταση σηματοδότησε την επιστροφή του Μάο Τσετούνγκ σε θέση εξουσίας μετά το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός. Ο Μάο ισχυρίστηκε ότι αστικά στοιχεία διείσδυσαν στην κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα, με σκοπό την επαναφορά του καπιταλισμού. Επέμεινε ότι αυτοί οι «αναθεωρητές» πρέπει να απομακρυνθούν μέσω μιας βίαιης ταξικής πάλης. Η νεολαία της Κίνας απάντησε στην έκκληση του Μάο σχηματίζοντας ομάδες ερυθροφρουρών σε όλη τη χώρα. Το κίνημα εξαπλώθηκε στον στρατό, τους εργαζόμενους στις πόλεις και την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες διαμάχες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην κορυφή της ηγεσίας, οδήγησε σε μια μαζική εκκαθάριση των ανωτέρων υπαλλήλων οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για τη λήψη ενός «καπιταλιστικού δρόμου», κυρίως του Λιου Σάο Σι και του Τενγκ Σιαοπίνγκ.
Τα μέλη των ερυθροφρουρών προέρχονταν αυστηρά από τις πέντε "αγνές τάξεις" (εργάτες, αγρότες, στρατιώτες, κομματικά στελέχη και "μάρτυρες της επανάστασης") αλλά και από την "αστική τάξη" εφ' όσον αποδείκνυαν ότι την είχαν απαρνηθεί. Εκείνοι που απορρίπτονταν εντάσσονταν στους "επαναστάτες φοιτητές" και έχαιραν των ιδίων προνομίων, αν και δεν μπορούσαν να φέρουν το κόκκινο περιβραχιόνιο. Σκοπός τους ήταν να πατάξουν τα "τέσσερα παλαιά": τις παλιές ιδέες, τον παλαιό πολιτισμό, τις παλαιές συνήθειες και τις παλαιές παραδόσεις. Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς μεγάλη έμφαση δόθηκε στην πλήρη αναδιοργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αν και σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις συνοδεύονταν από το "εν ευθέτω χρόνω". Τα πανεπιστήμια όφειλαν να "αποτινάξουν τον πολιτισμικό ζυγό των αστών διανοουμένων" και να ανοίξουν τις πύλες τους στους "επαναστάτες γιους των εργατών, αγροτών και στρατιωτών". Στις θεωρητικές επιστήμες, κύρια εργαλεία θα ήταν τα έργα του Μάο και κύριο αντικείμενο μελέτης η πάλη των τάξεων. Το κυριότερο δε, η ακαδημαϊκή παιδεία έπρεπε να αναμιχθεί σε ίσες δόσεις με προσωπική εργασία στους αγρούς και τα εργοστάσια. Το τελικό σύνθημα για την ολομέτωπη επέλαση της Πολιτιστικής Επανάστασης δόθηκε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Κίνας, η οποία συνήλθε από την 1η ως τις 12 Αυγούστου στο Πεκίνο. Στις 8 Αυγούστου η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε ένα πρόγραμμα 16 σημείων που πρότεινε ο Μάο για την πραγματοποίηση της Πολιτιστικής Επανάστασης, το οποίο συμπεριλάμβανε και πρόσκληση προς τους σπουδαστές να συμμετάσχουν ενεργά στις επαναστατικές εξελίξεις.
Έτσι, αμέσως μετά τη μεγάλη διαδήλωση της 18ης Αυγούστου οι νεαροί ερυθροφρουροί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Πεκίνου και όλων των μεγάλων πόλεων με το "Κόκκινο Βιβλιαράκι" ανά χείρας για να ξεριζώσουν "όλα τα έθιμα που είναι αστικά" ή υποθάλπουν τον "σοβιετικό ρεβιζιονισμό" ή τη θρησκεία. Στους κουρείς απαγορεύτηκε να κόβουν τα μαλλιά των πελατών τους κατά τον δυτικό τρόπο και στους καταστηματάρχες να πωλούν δυτικά ρούχα. Όσοι είχαν μακριά μαλλιά υποχρεώνονταν να κουρευτούν και όσοι φορούσαν στενά παντελόνια να τα σκίσουν, ενώ οι γυναίκες που είχαν κάνει περμανάντ υποχρεώθηκαν να ισιώσουν εκ νέου την κόμη τους. Η πώληση οινοπνευματωδών ποτών, ειδών καπνιστού, αρωμάτων και καλλυντικών απαγορεύονταν αυστηρά, όπως αυστηρά απαγορεύτηκαν το μασάζ, το μανικιούρ και το πεντικιούρ. Οι πάσης φύσεως αντίκες (ανήκαν άλλωστε στο φεουδαρχικό παρελθόν) τέθηκαν εκτός νόμου, ενώ τα γραφεία φιλοτελισμού και τα ανθοπωλεία έκλεισαν, καθώς η διακόσμηση των σπιτιών με άνθη και η συλλογή γραμματοσήμων ήταν "αστικές συνήθειες". Στα βιβλιοπωλεία, τα βιβλία με περιεχόμενο πολιτικό ή λογοτεχνικό παραχώρησαν τη θέση τους στις συλλογές κειμένων του Μάο, ενώ ανακοινώθηκε οτι κάθε έργο που δεν συμβαδίζει με "τη σκέψη του Μάο Τσετούνγκ" θα πρέπει να καεί. Η πώληση έργων τέχνης που δεν απεικόνιζαν τον Μάο απαγορευόταν αυστηρά, τα ταξί, τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και η πρώτη θέση στα τρένα κηρύχθηκαν επίσης καταδικαστέες αστικές συνήθειες, ενώ οι επιβάτες των τρίτροχων ποδήλατων αμαξιδίων, που αποτελούσαν την κλασική κινεζική μέθοδο μετακίνησης, υποχρεώνονταν να παραχωρήσουν τη θέση τους στους οδηγούς και να τους σύρουν οι ίδιοι. Στα φανάρια της τροχαίας, οι κανόνες ανατράπηκαν με το πράσινο να σηματοδοτεί τη στάση και το κόκκινο την κίνηση, ενώ τα νεαρά ζευγάρια που κάθονταν στα πάρκα της πρωτεύουσας καταδιώκονταν όταν "έκαναν πράγματα που καίνε τα μάτια" ή όταν "ξενυχτούν συντάσσοντας ερωτικές επιστολές". Το επίσημο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Σιν Χουά (Νέα Κίνα) ανακοίνωσε ότι "οι ξένες κλασικές μορφές τέχνης, όπως το μπαλέτο, η συμφωνική μουσική και η γλυπτική έχουν υποβληθεί σε επαναστατικό μετασχηματισμό". Ο κινεζικός Τύπος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "οι ιδέες του Σαίξπηρ εντάσσονται στην ιδεολογία των εκμεταλλευτριών τάξεων και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη διάδοσή τους". Η Άννα Καρένινα του Λέοντα Τολστόι "έχει ρεβιζιονιστική οπτική". Οι ιδέες του Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήταν "γελοίες και λανθασμένες". Η κλασική μουσική "παραλύει την επαναστατική διάθεση", η Ενάτη Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν είναι "διαποτισμένη με αστικό, ανθρωπιστικό έρωτα", ενώ η Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ αποτελούσε προσπάθεια "διάδοσης της λατρείας του σεξ και του ατομικισμού". Το μπαλέτο, τέλος, "δίνει στη νεολαία κακές ιδέες", η δε Ζιζέλ "θεμελιώνεται πλήρως και απόλυτα στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης". Πολύ γρήγορα οι ερυθροφρουροί παρεκτράπηκαν από τον επαναστατικό ζήλο στην επαναστατική βία. Ομάδες εφήβων εισέβαλλαν σε ιδιωτικές κατοικίες και πετούσαν στο δρόμο "αστικά" αντικείμενα, όπως κοσμήματα και δυτικού τύπου ρούχα, ενώ πολλοί πολίτες υπέστησαν δημόσιους ξυλοδαρμούς με σχοινιά, άλλοι υποβλήθηκαν σε ξύρισμα του κρανίου τους ή διαπομπεύτηκαν στους δρόμους φορώντας μεγάλα κωνικά καπέλλα και πλακάτ στα οποία κατήγγειλαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Γιατροί και νοσοκόμοι υποχρεώθηκαν να φορέσουν επιγραφές στις οποίες έγραφαν οι ίδιοι "Αντιδραστικός διανοούμενος" και "Σκυλάκι της μπουρζουαζίας". Τα μουσεία αποτελούσαν κατ' εξοχήν στόχο των εφήβων επαναστατών, καθώς φιλοξενούσαν κειμήλια του φεουδαρχικού και αστικού καθεστώτος που εκείνοι σκόπευαν να σβήσουν. Οι επιθέσεις τους ωστόσο δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω της φρούρησης των κτιρίων από το στρατό. Όλες οι απεικονίσεις του Βούδα και του Κομφούκιου καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ταυτόχρονα, εντάθηκε η προσωπολατρία του Μάο, ο οποίος αποκαλείτο πλέον "η μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα του καιρού μας" και, για πρώτη φορά, "ο ηγέτης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και των επαναστατών ανταρτών όλου του κόσμου", η δε "σκέψη" του, "η μεγαλύτερη αλήθεια που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου", καθώς, όπως ήταν σαφές από τους προπαγανδιστές, είχε ως πεδίο εφαρμογής όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, από τη χειρουργική μέχρι το πινγκ πονγκ. Tο τρομερό κύμα βίας που εξαπέλυσαν οι ερυθροφρουροί προκάλεσε γρήγορα την ανάλογη αντίδραση του πληθυσμού, η οποία άρχισε από τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, για να κορυφωθεί στο τέλος του 1966, φέρνοντας την Κίνα στα πρόθυρα του κατακλυσμού την άνοιξη του 1967. Στις 11 Σεπτεμβρίου η Λαϊκή Ημερησία ανέφερε ότι "ορισμένοι τοπικοί αξιωματούχοι έφθασαν στο σημείο να εξωθήσουν τους εργάτες και αγρότες που δεν αντιλαμβάνονται την κατάσταση να αντισταθούν στους επαναστάτες φοιτητές". Επίσημες ανακοινώσεις δεν εκδόθηκαν για τη μορφή που έλαβε η "αντίσταση" αυτή, αλλά οι Εφημερίδες Τοίχου έβριθαν λεπτομερειών. Οι ερυθροφρουροί επιχείρησαν να καταλάβουν τα κατά τόπους γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος ή και εργοστάσια, αλλά συχνά συναντούσαν αποφασιστική αντίσταση για να επακολουθήσουν πολύωρες και ενίοτε πολύνεκρες μάχες. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1967, αναφέρθηκε στις Εφημερίδες Τοίχου ότι από τον Αύγουστο έχουν σημειωθεί 1.788 "αντεπαναστατικά επεισόδια". Είναι προφανές ότι πίσω από τις υπερβολές, τις ακρότητες ή και τα εγκλήματα ακόμη των ερυθροφρουρών μαινόταν μια άλλη σύγκρουση, πολύ βαθύτερη από την απλή αντιπαράθεση προσώπων, αν και συμπεριλάμβανε και τον παράγοντα αυτόν.
Ο Μάο κατάλαβε ότι πλησιάζει πλέον το πολιτικό του τέλος. Έχοντας χάσει τη μάχη της οικονομίας, έχοντας χάσει σχεδόν τη μάχη στην ηγεσία του κόμματος, αποφάσισε να κινητοποιήσει για μία ακόμη φορά τις μάζες, ώστε να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ του. Έτσι εξαπέλυσε την Πολιτιστική Επανάσταση. Ο Τσου Εν Λάι υποψιάστηκε έγκαιρα τη δυναμική αυτής της κίνησης του Μάο και έσπευσε να συμβιβαστεί πολιτικά μαζί του πριν ακόμη εκδηλωθεί η Πολιτιστική Επανάσταση προς τα έξω. Έτσι, μετά την αποπομπή της ηγεσίας της οργάνωσης του κόμματος στο Πεκίνο, στο στόχαστρο μπήκαν ο πρόεδρος Λιου Σαοσί και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Τενγκ Χσιαοπίνγκ. Και οι δύο καταγγέλθηκαν το Νοέμβριο του 1966 από Εφημερίδες Τοίχου γραμμένες από άτομα με προφανή γνώση των τεκταινομένων στο εσωτερικό του κόμματος, ως "ηγέτες αντικομματικής ομάδας", ο δε Τενγκ κατηγορήθηκε επιπροσθέτως ότι "διαδίδει το μαύρο δηλητήριο του Χρουστσόφ". Υποβλήθηκαν σε έντονη αυτοκριτική ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής στις 23 Οκτωβρίου. Ο Ντενγκ αναγνώρισε ότι ήταν "αστός αντιδραστικός" και ότι οργάνωνε την αντίσταση στους ερυθροφρουρούς, ενώ η αυτοκριτική του Λιου Σαοσί καταγγέλθηκε (από την ίδια Εφημερίδα Τοίχου) ως "επιδερμική και ανειλικρινής". Η σύζυγός του, Ουάνγκ Κουάνγκ Μέι, ομολόγησε ότι τα πολιτικά πάθη που είχε διαπράξει οφείλονταν "στο δηλητήριο της αστικής παιδείας και σε καπιταλιστικές επιρροές".
Ενθαρρυνόμενοι από την ανώτατη ηγεσία, οι "Ερυθροί Επαναστάτες" ανέλαβαν το δύσκολο έργο της ανακατάληψης των βιομηχανικών μονάδων από τους απεργούς και, κυρίως, των διοικητικών κέντρων των επαρχιών που είχαν αποσπαστεί από την κεντρική εξουσία. Η επιτυχής κατάληψη της Σαγκάης στις 11 Ιανουαρίου του 1967 επιδοκιμάστηκε από την ηγεσία, πυροδοτώντας έτσι ένα ευρύτατο κύμα ανάλογων επιχειρήσεων σε όλες τις επαρχίες, με αποτελέσματα ανάμικτα. Αν και σε πολλές επαρχίες και το ίδιο το Πεκίνο, η άλωση των διοικητικών κέντρων και των κομματικών οργανώσεων επιτυγχάνεται ως τις αρχές Φεβρουαρίου, σε άλλες απαιτήθηκε η παρέμβαση του στρατού, όπως στο Τσινγκ Τάο της επαρχίας Σανντόνγκ. Μια παρέμβαση που δεν ήταν πάντοτε εγγυημένη, καθώς αρκετές μονάδες είχαν προσχωρήσει στους εχθρούς του Μάο, παρά το ότι ο υπουργός Άμυνας στρατάρχης Λιν Πιάο αποτέλεσε στη δύσκολη αυτή στιγμή τον στενότερο σύμμαχό του, μαζί με τον μετριοπαθή πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι. Ο Τσου Εν Λάι μπόρεσε να προστατέψει από τα χειρότερα και τον Τενγκ, τη στιγμή που ο Λιου Σάο Σι διώκοταν ανελέητα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες όπως ότι διέδιδε τη "γελοία ρεβιζιονιστική και αντεπαναστατική ιδέα ότι η ενημέρωση πρέπει να είναι αντικειμενική, δίκαιη, ειλικρινής και πλήρης", ενώ για τους ερυθροφρουρούς "μοναδικό έργο του δημοσιογράφου είναι η διάδοση της σκέψης του Μάο Τσετούνγκ". Η επιβολή σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της "σκέψης του Μάο", όπως αυτή εκφραζόταν στο "κόκκινο βιβλιαράκι", ήταν απόλυτη. Για τη μεγάλη προπαγανδιστική μηχανή του κόμματος, η σκέψη του Μεγάλου Τιμονιέρη καθοδηγούσε σε κάθε τους βήμα τους εργάτες αλλά και τα παιδιά του νηπιαγωγείου, τους αγρότες, τους γιατρούς και τους ασθενείς τους, τους αθλητές όπως και τους αεροπόρους. Αρκούσε οι εργάτες, οι αγρότες, οι πολεμιστές κ.ο.κ. να βρίσκονταν στο πλευρό του Τιμονιέρη, οι γιατροί να μην ξεχνούν την επιστήμη τους και οι αθλητές την προπόνηση. Παράλληλα, στα στάδια οι Επαναστατικές Μάζες συμμετείχαν, ως θεατές και πρωταγωνιστές, σε μεγάλα επναστατικά δρώμενα, όταν δεν συγκεντρώνονταν στους ίδιους χώρους ως λαϊκά δικαστήρια για να παρακολουθήσουν τον εξευτελισμό των εχθρών του Μάο, την καταδίκη τους και, συχνά, την εκτέλεσή τους στις παρυφές των πόλεων. Οι κατηγορίες που απαγγέλλονταν στους ηττημένους ήταν συχνά παράδοξες και κατά κανόνα παραπλανητικές.
Η Κίνα κλείστηκε στον εαυτό της, αλλά ο Μάο αντιλήφθηκε ότι με τη χώρα σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, έπρεπε επειγόντως να βρεθεί μία διέξοδος. Η λύση που επιλέχθηκε ήταν η απλούστερη, η πυροδότηση του κινεζικού εθνικισμού και η διοχέτευσή του στους δύο ευκολότερους στόχους: τη Σοβιετική Ένωση και το Χονγκ Κονγκ. Το Πεκίνο αξίωσε την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ, κινητοποιώντας τον κινεζικό πληθυσμό της βρετανικής αποικίας.
Συμπληρώνονται φέτος 30 χρόνια από τη βίαιη καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας, στην πλατεία Τιεν-αν-μεν στο Πεκίνο, στις 4 Ιουνίου του 1989. Οι μαζικές διαμαρτυρίες που είχαν αρχίσει από τα μέσα Απριλίου με αιτήματα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, έμοιαζαν να απειλούν τις πανίσχυρες Αρχές της Κίνας. Μετά από διαταγή της κινεζικής ηγεσίας υπό τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, επενέβη ο στρατός για να διαλύσει την εξέγερση στην υπό κατάληψη πλατεία Τιεν-αν-μεν («Πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης»), όπου ήταν συγκεντρωμένοι φοιτητές και άλλες κοινωνικές ομάδες, σκοτώνοντας χιλιάδες πολίτες. Η πρωτοφανής βία και οι εκτελέσεις διαδηλωτών που ακολούθησαν, προκάλεσαν παγκόσμια φρίκη και σειρά διαμαρτυριών από πολλές χώρες του κόσμου. Όλα ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου του 1976 στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου και σύμβολο του Μαοϊκού καθεστώτος. Περίπου 200.000 άνθρωποι οι περισσότεροι φοιτητές, γιόρτασαν την "Ημέρα των νεκρών" με μια μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία της "Ουράνιας Γαλήνης", Τιεν Αν Μεν, προς τιμήν του πρωθυπουργού Τσου Εν Λάι, που είχε πεθάνει τον Γενάρη. Η παράδοση θέλει τους ζωντανούς να αφήνουν μηνύματα και ποιήματα στους τάφους των αγαπημένων τους, όμως η κομμουνιστική εκδοχή του αρχαίου κινέζικου εθίμου της "Ημέρας των νεκρών", έφερε τους ερυθροφρουρούς και τα μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας όχι στα νεκροταφεία, αλλά στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου, όπου άφησαν επαναστατικά τετράστιχα. Η συγκέντρωση εξελίχθηκε γρήγορα σε διαδήλωση διαμαρτυρίας, όταν φοιτητές του Πανεπιστημίου Ξένων Γλωσσών του Πεκίνου άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα και να αφήνουν ποιήματα με "αντεπαναστατικό" περιεχόμενο και έντονη κριτική κατά της χήρας του προέδρου Μάο. Επενέβη η αστυνομία, το πλήθος διαλύθηκε, χιλιάδες μηνύματα καταστράφηκαν, όμως πολλά διασώθηκαν και εκδόθηκαν σε μπροσούρες που κυκλοφόρησαν παράνομα από χέρι σε χέρι. Έμειναν στην ιστορία ως τα "Ποιήματα της Τιεν Αν Μεν". Η αστυνομία έκανε έρευνες και συνέλαβε εκατοντάδες από τους ποιητές. Μεταξύ αυτών και τον μαθητή Ουάνγκ Γιουν-τάο, που έγραψε το πιο δημοφιλές από τα ποιήματα. Το περιστατικό αυτό ήταν η "μήτρα" που γέννησε 13 χρόνια αργότερα τη δεύτερη μεγάλη εξέγερση στην ίδια πλατεία. Η αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων έμεινε στην ιστορία ως η «Σφαγή της Πλατείας Τιεν-αν-μεν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...