Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Το 717 ο Λέων ο Γ΄ ανεβαίνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του έμελλε να σφραγιστεί από δύο σημαντικά γεγονότα. Από τη μία πλευρά στο εξωτερικό συνέβηκε η συντριβή των Αράβων. Έτσι, εκείνοι για αρκετά χρόνια σταμάτησαν να αποτελούν σημαντική απειλή για το Βυζάντιο. Παράλληλα στο εσωτερικό, η έριδα της εικονομαχίας ταλανίζει τους Βυζαντινούς. «Εικονομαχία» είναι το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν το Θεό η τους αγίους. Στον αντίποδα της υπήρχε η εικονολατρία. Η διαμάχη αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους από το 727 ή 730 έως το 787 και από το 815 έως το 843. Η πρώτη φάση ξεκίνησε, όταν ο Λέων Γ΄ επέβαλε την κατάργηση των εικόνων και έληξε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δικαίωσε θεολογικά τους εικονόφιλους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε, όταν κατά τους χρόνους του Λέοντα Ε΄ αναζωπυρώθηκε το κίνημα της εικονομαχίας μέχρι το 843 που η αυτοκράτειρα Θεοδώρα το καταδίκασε τελειωτικά και συγχρόνως αναστήλωσε τις εικόνες στις Εκκλησίες. Αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός ήταν ότι η εικονομαχία δίχασε τον λαό σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους με οδυνηρές συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας. Η εικονομαχία ως γεγονός είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αλλά και να φωτιστούν όλες οι πτυχές της λόγω της μη διάσωσης των εικονομαχικών κειμένων και διαταγμάτων. Αντίθετα έχουν διασωθεί έργα με εικονολατρικές αντιλήψεις, τα οποία μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εικονομαχία και τα επιχειρήματα των εικονοφίλων.
Οι δύο βασικές ιστορικές πηγές της εποχής είναι τα έργα του Θεοφάνους του Χρονογράφου και του πατριάρχη Νικηφόρου. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης, κυρίως, για τη θεολογία των εικόνων τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Θεόδωρου Στουδίτη[4] αλλά και τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787). Απλά ερμηνευομένη, η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων. Στα χρόνια αυτά υπήρχε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν την στράτευση η τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων η χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή και όχι την κύρια αιτία του θεολογικού και λατρευτικού ζητήματος που συντάραξε για σχεδόν δύο αιώνες -8ο και 9ο- τα θεμέλια της αυτοκρατορίας.
Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, κυρίως από το 19ο έως σήμερα, προσπάθησαν να εξηγήσουν τα βαθύτερα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών, τον ωριγενισμό και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. Ταυτόχρονα την εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή.
Ο Λέων Γ΄ είχε επηρεασθεί από την πολιτική του χαλίφη Γιαζίντ του Δεύτερου (720-724) σχετικά με την απαγόρευση ανάρτησης εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του της επικράτειάς του. Επιχείρησε, λοιπόν, να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο και στο Βυζάντιο από το 726. Ως δικαιολογία για το συγκεκριμένο εγχείρημα χρησιμοποίησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμωρούσε τους Βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, όταν κατόπιν διαταγής του, βασιλικοί άνθρωποι προσπάθησαν να αφαιρέσουν την εικόνα του Χριστού από της μεγάλης Χαλκής Πύλης των ανακτόρων. Η εικόνα αντικαταστάθηκε με τον τρισόλβιο τύπο του σταυρού. Η αντίδραση υπήρξε μεγάλη. Συνέπεια των εικονοκλαστικών γεγονότων ήταν ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός να εκστρατεύσει κατά της Βασιλεύουσας, χωρίς η εκστρατεία του να έχει αίσιο τέλος. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας εκθρονίζει τον πατριάρχη Γερμανού, μην πετυχαίνοντας να κερδίσει τη συμπαράστασή του. Το 730 νέος πατριάρχης ορίστηκε ο πατριαρχικός σύγκελλος Αναστάσιος. Η αντίδραση των εικονοφίλων άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο πάπας Γρηγόριος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τον καλούσε να αφήσει την εικονομαχική πολιτική. Ο ίδιος ο πάπας την καταδίκασε σε σύνοδο το 732. Ως απάντηση στη στάση του πάπα, ο Λέων αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα πολιτικά μέτρα, όπως η φυλάκιση των παπικών απεσταλμένων κ.α.Το 741 ο Λέων πέθανε, έχοντας σώσει εξωτερικά την αυτοκρατορία από τους Άραβες, εξανθρωπίσει τους νόμους αλλά και διχάσει στο εσωτερικό με τη στάση του απέναντι στις εικόνες. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ο Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 743.
Οι δύο πρώτοι Ίσαυροι (Λέων Γ' και Κωνσταντίνος Ε') υπήρξαν πρωτεργάτες του κινήματος της Εικονομαχίας, το οποίο συντάραξε για περισσότερο από έναν αιώνα το Βυζαντινό Κράτος (726-843). Αλλά η εικονομαχία δεν μπορεί να θεωρηθεί καρπός της βούλησης ενός ή δύο αυτοκρατόρων με ιδιότυπες θρησκευτικές ιδέες. Ιδεολογική βάση του κινήματος αυτού υπήρξαν οι ανεικονικές αντιλήψεις των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών, οι οποίες στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι η απεικόνιση του θείου με ανθρώπινη μορφή δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού ως καθαρά πνευματικής θρησκείας. Εξάλλου, οι υπερβολές της λατρείας των εικόνων και των λειψάνων, μιας λατρείας που άγγιζε τα όρια της δεισιδαιμονίας ανάμεσα στο λαό, ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές επαρχίες, προκαλούσαν σοβαρές αντιδράσεις.
Η πρώτη ξεκάθαρη πράξη του Λέοντα Γ΄ εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε η ηφαιστειακή έκρηξη που σημειώθηκε στο νησί της Θήρας το 726. Η θεαματική αυτή έκρηξη ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του (σπαθαροκανδιδάτο) να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.
Τα μέτρα που έλαβε η κεντρική εξουσία για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κατά τις αρχές του 8ου αιώνα, δικαιολογούνται από την κρισιμότητα των περιστάσεων που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία την περίοδο αυτή: τα αραβικά πλοία όργωναν τις βυζαντινές θάλασσες και λεηλατούσαν ακτές, νησιά και πόλεις, παραλύοντας το εμπόριο και απειλώντας ακόμη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Την ίδια εποχή οι βυζαντινές επαρχίες στη Βαλκανική είχαν κατακλυσθεί από Σλάβους και υπέφεραν από τις επιδρομές ενός νέου γείτονα, των Βουλγάρων. Μέσα στις συνθήκες αυτές ήταν φανερό ότι η σωτηρία της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τους αγροτικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας, που υπηρετούσαν στους θεματικούς στρατούς και απέρριπταν την ιδέα της αναπαράστασης του θείου. Η εικονομαχική πολιτική ήταν η μόνη που θα μπορούσε να συμφιλιώσει την κεντρική εξουσία με τους πληθυσμούς αυτούς και την πολιτική αυτή αποφάσισαν να εφαρμόσουν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων. Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονοκλαστικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός με το στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εξεστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι εξ αρχής η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Το 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν.
ΠΗΓΗ: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ.
Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες [...]. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα [...]. Πληροφόρησέ με ποιος μας κληροδότησε αυτή την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, ενώ ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού. (Από επιστολή του Λέοντα Γ΄ στον πάπα Γρηγόριο Β΄, Travaux et mémoires 3)
Ο Λέων απέτυχε να επιβάλει την εικονομαχία στην απόμερη Ιταλία και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονομαχικού διατάγματος ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος κι αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους του πάπα στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.
Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας Σύρος που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις «Περὶ εἰκόνων» λόγοι του αποτελούν, αν όχι το γνωστότερο, πάντως το πιο πρωτότυπο και λογοτεχνικά αρτιότερο έργο του: στους λόγους του αυτούς απέκρουε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο απόδοσης της ενσάρκωσης του Χριστού, άρα και της ανθρώπινης σωτηρίας.
Η ένταση της διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μονών που ήταν προπύργια εικονολατρίας.
ΠΗΓΗ: Επιχειρήματα των εικονολατρών: Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν. (Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, Λόγος δεύτερος κεφ. 19, Migne, Patrologia Graeca)
Ο Κωνσταντίνος διόρισε στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα.Οι εικονολάτρες, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή ο πατριάρχης Γερμανός, στήριζαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού στο γεγονός της ενσάρκωσης, ενώ ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από μαγικές ανατολικές αντιλήψεις, υποστήριζε την πλήρη ταυτότητα ακόμη και την ομοουσιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο και απέρριπτε τη δυνατότητα της πραγματικής απεικονίσεως του Χριστού, επιμένοντας στη θεία του φύση. Συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία, αλλά χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονολάτρες υποστήριξαν το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονιστεί, εφόσον οι δύο φύσεις του δεν συγχέονται· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονολατρικής παράταξης, ενώ εξυμνήθηκε ο αυτοκράτορας και χαρακτηρίστηκε "ισαπόστολος". Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια. Άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Είναι χαρακτηριστική η απόφαση του αυτοκράτορα να τιμωρήσει δεκαεννέα εικονολάτρες αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς με την κατηγορία της συνωμοσίας. Μετά από διαπόμπευση στον Ιππόδρομο, εκτέλεσε δύο απ’ αυτούς και, αφού τύφλωσε ορισμένους, τους υπόλοιπους τους εξόρισε. Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και η περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Κάποιοι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες. Δεν είναι τυχαίο το ότι η εκκλησιαστική ιστορία αποκάλεσε τον Κωνσταντίνο τον Ε "Κοπρώνυμο".
Μεταβατική περίοδο αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.
Το 769 η Ειρήνη, μια πανέμορφη Αθηναία, είχε παντρευτεί τον Λέοντα Δ’. Το πώς επιλέχθηκε η ορφανή Αθηναία παραμένει άγνωστο, σε αντίθεση με την ταραχώδη ζωή της. Ο σύζυγός της και ο πατέρας του ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’, ήταν φανατικοί εικονομάχοι και επέλεξαν μία γυναίκα από την Αθήνα, την περιοχή της Αυτοκρατορίας που κατοικούσαν ως επί το πλείστον εικονολάτρες. Για να διασφαλίσει τη θέση της, ορκίστηκε στον Αυτοκράτορα ότι θα συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των εικόνων. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πέθανε το 775. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λέων Δ’ και η Ειρήνη, ως σύζυγός του, έγινε συναυτοκράτειρα. Ο Λέων όμως έπασχε από φυματίωση και μετά από πέντε χρόνια πέθανε κι αυτός.Την εξουσία ανέλαβε η εικονόφιλη χήρα του Ειρήνη, ως επίτροπος και προς το παρόν συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄.
Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στον θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομαχικά στοιχεία,προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές της Ειρήνης έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.
Το πρώτο που έκανε h Ειρήνη η Αθηναία ήταν να απολύσει όλους τους υπουργούς και αξιωματικούς του πεθερού της και να προσλάβει δυο ευνούχους που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Οι Άραβες ξαναγύρισαν στη Μ. Ασία οχυρώνοντας τις πόλεις κλειδιά και οι Βούλγαροι ξανάστησαν την ηγεμονία τους. Μόνον οι Σλάβοι δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν. Η Ειρήνη αναζήτησε στηρίγματα στη Δύση. Μια πρεσβεία στάλθηκε στον Κάρολο των Φράγκων που δεν βρισκόταν και στην καλύτερή του φόρμα. Παρά το γεγονός ότι συνεχώς βρισκόταν σε εκστρατεία και πόλεμο, ο Κάρολος δεν είχε καταφέρει να νικήσει τους Άραβες της Ισπανίας και να επεκτείνει το κράτος του νότια των Πυρηναίων.
Στη μάχη του Ρονσεβάλ (778 μ.Χ.), σκοτώθηκε ο ανιψιός του Ρολάνδος. Ο θάνατός του τραγουδήθηκε από τους Φράγκους, που δημιούργησαν το «Έπος του Ρολάνδου», αντίστοιχο προς το Βυζαντινό «Έπος του Διγενή Ακρίτα». Πρόκειται για το παλαιότερα χρονολογημένο μεγάλο έργο της γαλλικής λογοτεχνίας και έχουν σωθεί διάφορα χειρόγραφά του, γεγονός που δείχνει την τεράστια και διαρκή δημοτικότητα που είχε από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα. Το πιο παλαιό αξιόπιστο χειρόγραφο είναι γραμμένο στην Αγγλο-Νορμαδική διάλεκτο της παλαιάς γαλλικής γλώσσας. Γράφτηκε μεταξύ 1040 και 1115, τρεις αιώνες αργότερα από τα γεγονότα που ιστορεί: το έργο άρχισε το 1040 και καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές σταδιακά έγιναν προσθήκες και αλλαγές μέχρι το 1115 περίπου. Το τελικό κείμενο έχει περίπου 4.000 στίχους στην παλιά μορφή του (και 9000 σε ένα χειρόγραφο του τέλους του 13ου αιώνα). Αυτό το επικό και ηρωικό ποίημα είναι ένα από τα πιο εκλεκτά παραδείγματα επικού άσματος, μιας λογοτεχνικής μορφής που άνθισε μεταξύ του 11ου και του 15ου αιώνα και υμνούσε τις θρυλικές πράξεις και τα ηρωικά κατορθώματα των ιπποτών. Πρωταγωνιστής του άσματος είναι ο Φράγκος ιππότης Ρολάνδος, αρχιπαλαδίνος του Καρλομάγνου. Δύο χειρόγραφα βρέθηκαν το 1832 και το 1835. Το άσμα του Ρολάνδου αναγνωρίσθηκε ως εθνικό έπος της Γαλλίας όταν δημοσιεύθηκε σε μια έκδοση το 1837.
Η Βυζαντινή αντιπροσωπεία έφτασε στο παλάτι του τυλιγμένη στη χλιδή και την επισημότητα. Η πρόταση ήταν σαφής. Γράφει ο χρονογράφος της εποχής: «Απέστειλεν η Ειρήνη Κωνσταντίνον σακελλάριον (=εκκλησιαστικό αξιωματούχο) και Μάμαλον τον πριμικήριον (=αυλικό αξιωματούχο) προς Κάρουλον τον ρήγα των Φράγκων, όπως την αυτού θυγατέρα, Ερυθρώ λεγομένην, νυμφεύσηται τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω υιώ αυτής». Ο Κάρολος είχε μια κόρη που η Βυζαντινοί ονόμαζαν Ερυθρώ. Η Ειρήνη είχε γιο τον ανήλικο ακόμα Κωνσταντίνο. Αν τους πάντρευαν, οι Φράγκοι θ’ αποκτούσαν ισχυρούς συμμάχους στ’ ανατολικά. Η τιμή ήταν από αυτές που δεν μπορεί κανένας να τις αρνηθεί. Το βασιλόπουλο του παραμυθιού γαμπρός ενός ταλαίπωρου μονάρχη της άγριας Ευρωπαϊκής Δύσης. Φυσικά και δέχτηκε. Ήταν το 781 μ.Χ. Οι αρραβώνες έγιναν με αλληλογραφία. Κι ενώ ο Κάρολος βυθίστηκε σε σκέψεις για το νόημα της αυτοκρατορικής χειρονομίας, η Ειρήνη «κατέλιπεν Ελισαίον τον ευνούχον και νοτάριον (=στενογράφο) προς το διδάξαι αυτήν (δηλαδή την Ερυθρώ) τα τε των Γραικών γράμματα και την γλώσσαν και παιδεύσαι αυτήν τα ήθη της Ρωμαίων βασιλείας». Η Ειρήνη χρειαζόταν τη συμμαχία για να τα βγάλει πέρα στο εσωτερικό της χώρας, καθώς οι παλιοί στρατιωτικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ερωτοτροπίες της με τα μοναστήρια και την αποδυναμωμένη Εκκλησία. Ο πάπας ευλόγησε τη συμμαχία, καθώς την είδε σαν μια καλή ευκαιρία για την ανάδειξη της Ρώμης στην πρωτοκαθεδρία της χριστιανοσύνης. Πρωτοκαθεδρία που τότε ανήκε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Και ο Κάρολος πολεμούσε:
Κατάφερε να καταλύσει το κράτος των Λογγοβάρδων της Ιταλίας (783 μ.Χ.), να διαλύσει το κράτος των Αβάρων και να ενώσει στο σκήπτρο του όλα τα εδάφη που σήμερα απαρτίζουν τα κράτη Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας. Στην Κωνσταντινούπολη, οι καλόγεροι έπεισαν την Ειρήνη να αποκαταστήσει τη λατρεία των εικόνων (787 μ.Χ. Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας) και, τον επόμενο χρόνο, να διαλύσει τον αρραβώνα του γιου της με την κόρη του Καρόλου και να τον παντρέψει με τη Μαρία από την Παφλαγονία. Ο Κάρολος δεν αντέδρασε αμέσως.
Στα 790 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ενηλικιώθηκε, οπότε αναγκαστικά η Ειρήνη παραμερίστηκε. Όμως, ο νέος αυτοκράτορας δε φημιζόταν για την εξυπνάδα του. Δυο χρόνια αργότερα προσέλαβε τη μητέρα του ως συμβασίλισσα, κάνοντας τους στρατιωτικούς να βγουν από τα ρούχα τους. Στα 795 μ.Χ. έδιωξε και τη γυναίκα του για να παντρευτεί κάποια Θεοδότη, υπάλληλο της Αυλής, οπότε εκκλησιαστικοί και μοναχοί στράφηκαν εναντίον του. Άλλο που δεν ήθελε η Ειρήνη! Στα 796 μ.Χ. οι Βούλγαροι ξεκίνησαν εκστρατεία κι έφτασαν ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, αποκαλύπτοντας στον λαό την ανικανότητά του. Η Ειρήνη καλλιέργησε την αντιδημοτικότητα του γιου της και οργάνωσε δολοφονική απόπειρα εναντίον του (797 μ.Χ.). Ο Κωνσταντίνος το έσκασε στην ασιατική ακτή, όπου τον πρόλαβαν οι άνθρωποι της μητέρας του και τον έσυραν στο παλάτι. Ήταν Δεκαπενταύγουστο, όταν, με εντολή της Ειρήνης, τον τύφλωσαν. Η "φιλόστοργη" μητέρα έμεινε μόνη στον θρόνο, ενώ, στη Δύση, μεσουρανούσε το άστρο του Καρόλου.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ. ο πάπας Λέων ο Γ’ (795 μ.Χ. - 816 μ.Χ.) αναγόρευσε τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο) αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν πια ο Charlemagne, ο πιο μεγάλος αυτοκράτορας της Ευρωπαϊκής Δύσης. Φράγκος αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος, αυτοκράτειρα στο Βυζάντιο η Ειρήνη. Ο Φράγκος συνέλαβε το φιλόδοξο σχέδιο: Της πρότεινε να παντρευτούν. Θα ένωναν τα κράτη τους σε μια απέραντη αυτοκρατορία από τον Ατλαντικό ως τη Συρία. Η Ειρήνη δέχτηκε. Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν αλλά παρατράβηξαν. Το πράγμα κολλούσε στο ότι μια τέτοια κίνηση σήμαινε ντε φάκτο αναγνώριση Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Και το μόνο κράτος που δικαιούταν να ονομάζεται Ρωμαϊκό (συνεχιστής και διάδοχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) ήταν το Βυζαντινό. Ο γάμος ακυρώθηκε αλλά τα σύνορα Φραγκικού κράτους και Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν στην Ιταλία στα όρια του δουκάτου του Βενεβέντο (που εξαρχής το διεκδικούσαν τόσο οι Φράγκοι, όσο και οι Βυζαντινοί).
Πάνω στις συζητήσεις για το πώς μπορούσε να διευθετηθεί το ζήτημα, επαναστάτησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανέτρεψαν την αυτοκράτειρα, ξέχασαν πως ο γιος της ζούσε ακόμα κι αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον υπουργό Νικηφόρο (802 μ.Χ.). Η Ειρήνη βρέθηκε εξόριστη στο Πριγκιπονήσι (κοντά στη Μυτιλήνη), όπου και πέθανε το 803 μ.Χ.
Η Ειρήνη συγκάλεσε οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. 350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών μετείχαν στις εργασίες της συνόδου και δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονομαχική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της "αίρεσης και πλάνης" στην οποία είχαν περιπέσει. Από τη μια πλευρά μίλησαν οι εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι "ζηλωτές", οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση και στη λατρεία των εικόνων. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη. Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με την άποψη του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και ότι δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΗΓΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ;
"Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες γινόταν όλο και πιο φανερό, ότι η σωτηρία της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους αγροτικούς πληθυσμούς του εσωτερικού της Μ. Ασίας Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι η εικονομαχική πολιτική, που ήταν εντελώς αντίθετη σ' ότι θύμιζε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την παλιά ιδεολογία, θα μπορούσε να συμφιλιώσει την Κωνσταντινούπολη με τους αγροτικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μ. Ασίας, που εξαθλιωμένοι και πάμφτωχοι αποζούσαν από τη γη, που τώρα όφειλαν να υπερασπίσουν από τους επιδρομείς". (Ελένη Γλύκατζη -Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία του Βυζαντινού Κράτους, με τ. Τ. Δρακοπούλου, Αθήνα 1977. 34)
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ : Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών, τον ωριγενισμό και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. Ταυτόχρονα την εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή.
ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΣΑΣ ΔΙΝΩ (ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΣ) ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ (ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ), ΝΑ ΠΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΣΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ.
Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες. Ομως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα. Πληροφόρησέ με ποιος μας άφησε ως κληρονομιά αυτήν την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού. Επιστολή του Λέοντος Γ' στον πάπα Γρηγόριο Β', στο: Μ. Kaplan, Βυζάντιο και Ελλάδα, μετ. Μ. Βαρέπας, εκδ. Α. Δεληθανάσης, Αθήνα 1994, 158.
Προσκυνώ και σέβομαι το Σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και το σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι βασάνισαν και ύβρισαν και τέλος σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανο του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων. Πώς λοιπόν, να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη, είναι φανερό. Διότι, αν καταστραφεί το σχήμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, το ρίχνω στη φωτιά να καεί. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν καταστραφεί, Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, μετ. Λ.Τσακτσίρας, στο: Λ. Τσακτσίρας-Ζ. Ορφανουδάκης-Μ. Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999, 183. Η όλο και ισχυρότερη κρατική υπόσταση του Βυζαντίου θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη. "Ην δε ούτος ο Φώτιος ου των αγενών τε και ανωνύμων, αλλά και των ευγενών κατά σάρκα και περιφανών σοφία τε κοσμική, συνέσει των εν τη Πολιτεία στρεφομένων ευδοκιμώτατος πάντων ενομίζετο. Γραμματικής γε μεν γαρ και ποιήσεως, ρητορικής τε και φιλοσοφίας και δη ιατρικής και πάσης ολίγου δειν επιστήμης των θύραθεν τοιούτον εαυτώ το περιόν [= η υπεροχή], ως μη μόνον σχεδόν φάναι των κατά την αυτού γενεάν διενεγκείν, ήδη δε και προς τους παλαιούς αυτόν διαμιλλάσθαι. Πάντα γαρ συνέτρεχεν επ αυτώ, η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι' ον και βίβλος επ' αυτόν έρρει πάσα" (PG 105,509ΑΒ).
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η εικονομαχία αναζωπυρώθηκε από τους αυτοκράτορες Λέοντα Ε' και Θεόφιλο, χωρίς πάντως να έχει την ορμή και το φανατισμό της πρώτης περιόδου. Τελικά, το Μάρτιο του 843, η σύνοδος, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τη μητέρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', Θεοδώρα, και τους συνεργάτες της, Βάρδα και Θεόκτιστο, αποφάσισε την αποκατάσταση των εικόνων. Η απόφαση της συνόδου αυτής σήμανε την οριστική αποτυχία του κράτους να υποτάξει ολοκληρωτικά στη βούλησή του την Εκκλησία.
Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων.
"Η δε Βιβλιοθήκη του, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέφτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου" (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, στ. 27) Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιρπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον ως αιρετικό. Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας. Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους. Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική. Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες. Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. (ΠΗΓΗ: "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού).
Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...