Η Δυναστεία Ξία της Κίνας (2.100 περίπου-1.600 π.Χ. περίπου) είναι η πρώτη δυναστεία που περιγράφεται στα αρχαία ιστορικά κείμενα όπως τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού και τα Χρονικά Μπαμπού. Αν και υπάρχει διχογνωμία ως προς την ύπαρξη ή μη της συγκεκριμένης δυναστείας, υπάρχουν κάποιες αρχαιολογικές ενδείξεις ότι πιθανόν να υπήρξε. Ο ιστορικός Σιμά Κιαν (145-90 π.Χ.), ο οποίος έγραψε τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού και τα αποκαλούμενα Χρονικά Μπαμπού, χρονολογεί την ίδρυση της Δυναστείας Ξία 4.200 έτη πριν, χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικώς. Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι συνδέουν τους Ξία με ανασκαφές στο Ερλιτού στην κεντρική κινεζική επαρχία Χενάν. Πρώιμα γραπτά σημάδια από αυτή την περίοδο που βρέθηκαν σε αγγεία και σε όστρακα θεωρείται ότι είναι πρόγονοι των σύγχρονων κινεζικών γραμμάτων. Με λίγα καθαρά αρχεία να ταιριάζουν με τα μαντικά οστά της εποχής της δυναστείας Σανγκ και τους χαρακτήρες από ορείχαλκο στα πλοιάρια της εποχής της δυναστείας των Τσου, η εποχή των Ξία παραμένει σχετικώς ένα μυστήριο. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η δυναστεία τερμάτισε το βίο της γύρω στο 1.600 π.Χ, συνεπεία της μάχης του Μινγκτιάο και της ήττας της από τη φυλή Σανγκ.
Το όνομα της δυναστείας των Σανγκ (1600-1046 π.Χ. περίπου) προέρχεται από την τοποθεσία όπου βρίσκονταν τα κτήματα των γενών των φυλάρχων του Σανγκ. Το κράτος Σανγκ κατείχε περιοχές της σημερινής επαρχίας Γιουνάν. Περιβαλλόταν από διάφορες μισοανεξάρτητες και υποταγμένες φυλές.Η κτηνοτροφία και η γεωργία αρχίζει να παίζει πιο σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιόδου. Πλατιά διάδοση αρχίζει να γνωρίζει η χρήση του ορείχαλκου για την κατασκευή όπλων και γεωργικών εργαλείων. Στην γεωργία αρχίζουν να χρησιμοποιούν προδρομικά την άρδευση, μεταλλικά εργαλεία και ζώα. Σημαντική είναι η ανάπτυξη και της βιοτεχνίας. Εμπορικές σχέσεις αναπτύσσονται με τους Ινδούς, νομαδικές και ημινομαδικές φυλές βόρεια (Σιβηρία) και δυτικά. Η κοινωνική διάρθρωση τους κράτους των Σανγκ ήταν πυραμιδοειδής: στην κορυφή βρισκόταν ο βασιλιάς-ο ανώτατος ιδιοκτήτης όλης της γης που είχε το κράτος και ταυτόχρονα ο ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός και ανώτατος ιερέας: ήταν ο γιος του θεού Ουρανού. Ακολουθούσαν οι δουλοκτήτες, οι ελεύθεροι γεωργοί, και οι δούλοι. Η διάρθρωση του κράτους ήταν στρατιωτική: στρατιωτικοί διοικητές διαφόρων περιοχών. Οι αρχηγοί των υποτελών φυλών αποτελούσαν κι αυτοί τους αντιπροσώπους του κράτους των Σανγκ.
Η Κίνα από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ: η περίοδος από το 481 π.Χ. έως το 221 π.Χ. ονομάζεται των αντιμαχομένων βασιλείων ή Τσανγκό: τα πολλά βασίλεια που υπήρχαν στην Κίνα ήλθαν σε εμφύλια σύγκρουση μεταξύ τους και τελικά απόμειναν όχι περισσότερα από δέκα. Κατά την περίοδο αυτή αρχίζει να διαδίδεται η επεξεργασία του σιδήρου και των σχετικών εργαλείων. Η γεωργία συνιστά τη βάση της οικονομίας στην αρχαία Κίνα: σιτάρι, κεχρί και σόργο καλλιεργούνται στο Βορρά και ρύζι στο Νότο. Η αγροτική οικονομία στην Κίνα στηρίζεται στους ελεύθερους καλλιεργητές. Η οργωτή καλλιέργεια διαδίδεται στη χώρα άνισα και με αργούς ρυθμούς. Ανάπτυξη γνωρίζει και η μεταλλωρυχία η ο οποία βρίσκεται σε χέρια ιδιωτών. Ευρύνεται ο καταμερισμός της εργασίας: πλήθος βιοτεχνικών ειδικοτήτων αναπτύσσονται και σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε βασίλεια με μεγαλύτερη βιοτεχνική εξειδίκευση και ανάλογες επιδόσεις, όπως η υφαντουργία στο βασίλειο του Τσι, το οποίο φημιζόταν για τα μεταξωτά και λινά υφάσματά του. Συνακόλουθα αναπτύσσεται και το εμπόριο μεταξύ των κινεζικών βασιλείων και των βασιλείων και των διαφόρων φυλών. Από τις τελευταίες προμηθεύονταν δούλους, άλογα, κερασφόρα ζώα, πρόβατα, τομάρια, μαλλί, χρώματα, πολύτιμα μέταλλα και μαργαριτάρια. Η άνοδος της κοινωνικής σημασίας και του ρόλου των εμπόρων στην κοινωνική και πολιτική ζωή των βασιλείων αρχίζει να γίνεται αισθητή την περίοδο αυτή: στο βασίλειο Βέι ο έμπορος Μπάι Γούι (4ος αι.π.Χ.) έγινε σημαντικός αξιωματούχος και ο έμπορος αλόγων Λιούι μπου Βέι (3ος αι. π.Χ.) έγινε αρχισύμβουλος στο βασίλειο Τσιν. Το προηγούμενο σύστημα της κληρονομικής διαδοχής στα αξιώματα κλονίζεται. Εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου ήταν η ποικιλία νομισματικών συστημάτων και μέτρων και σταθμών αλλά και η πληθώρα τελωνειακών σταθμών. Η γιγάντωση των αστικών κέντρων είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό της περιόδου: πόλεις με δέκα χιλιάδες κατοίκους πολλαπλασιάζονται αν και στην αρχαιότητα οι πόλεις δεν υπερέβαιναν τις τρεις χιλιάδες κατοίκους. Η φορολόγηση των φυσικών προσώπων μεταβάλλεται: πριν ήταν η κοινότητα στο σύνολό της ενώ πλέον είναι η κάθε οικογένεια χωριστά. Θεσπίζεται ο έγγειος φόρος, δηλαδή το ποσοστό επί της σοδειάς και καταβαλλόταν σε γέννημα. Εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου ήταν η ποικιλία νομισματικών συστημάτων και μέτρων και σταθμών αλλά και η πληθώρα τελωνειακών σταθμών.
Τις κοινωνικές αντιθέσεις αντικατόπτριζαν τα θρησκευτικοφιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου: ο Ταοϊσμός και ο θεμελιωτής του, ο Λάο Τσε αν και δεν κρύβει τη συμπάθειά του στις λαϊκές μάζες και αποδοκιμάζει την αυθαιρεσία της αριστοκρατίας, προβάλλει μια «παθητική διαμαρτυρία της γεωργικής κοινότητας» και την «απραξία», την καρτερική συμμόρφωση με τους ρυθμούς του Τάο[20]. Από την περίοδο αυτή διασώζονται και τα ποιήματα του Κου Γουάν, σημαντικής μορφής της αρχαίας κινεζικής ποίησης.
H Κίνα από τα μέσα του 1ου αι.π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ: στο κράτος των Χαν υπάρχουν δύο τάσεις στην εξωτερική πολιτική: η μία ήταν υπέρμαχος των εκστρατειών και κατακτήσεων, ενώ η άλλη τις απέρριπτε από το φόβο εκδήλωσης εντός του κράτους αντιπερισπασμών. Κατά κύριο λόγο η εξωτερική πολιτική της δυναστείας των Χαν ήταν αμυντική. Η κυριότερη εκστρατεία που σημειώνεται είναι αυτή κατά των Ούννων (36 π.Χ), αλλά τελικά οι τελευταίοι θα αποκόψουν την πρόσβαση των Κινέζων προς τις δυτικές χώρες.Η εποχή Χαν σημαδεύεται από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων: η μεγάλη γαιοκτησία ενισχύεται ακόμα πιο πολύ σε βάρος της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Υπό την προοπτική λαϊκής εξέγερσης τα φορολογικά βάρη μετριάζονταν. Καθώς είχαν ξεσπάσει και λαϊκές εξεγέρσεις στα τέλη του 1ου αι. π.χ. από εξαθλιωμένους γεωργούς και κρατικούς δούλους, η αυτοκρατορία γίνεται πιο μετριοπαθής: η συγκέντρωση γης και δούλων με το διάταγμα Αϊντί (6-1 π.Χ) περιοριζόταν. Όμως η εφαρμογή του ανεστάλη.
Το 8 μ.Χ. όμως, ο Oυάνγκ Μανγκ ανέρχεται στν θρόνο και εμπνεόμενος από τις κομφουκιανές απόψεις περί χρυσού αιώνος κατά το παρελθόν, οπότε απουσίαζε ο πλούτος και η φτώχεια, εξαγγέλλει την απαγόρευση αγοραπωλησίας γης και δούλων. Χωρίς να επιδιώκει την ανακατανομή της ιδιοκτησίας ήθελε να μη μετατραπούν σε ακτήμονες και δούλους οι ελεύθεροι γεωργοί της κοινότητας. Όμως το σύνολο των μέτρων που έλαβε ενίσχυσε την κρατική δουλοκτησία. Επιχείρησε να ελέγξει τους τόκους των δανείων και τις τιμές της αγοράς. Επίσης ενίσχυσε τα διάφορα κρατικά μονοπώλια. Υπό την κοινωνική πίεση επέτρεψε το δουλεμπόριο και τη δουλοκτησία που την υπερφορολόγησε. Η υπερφορολόγηση που επέβαλε εξυπηρετούσε τη χρηματοδότηση των πολέμων κατά των Ούννων και τον υπερτροφικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, που σε συνδυασμό με την υποχρεωτική στράτευση εξαθλίωνε τις μάζες. Πράγματι πληθώρα λαϊκών κινημάτων εκδηλώνονται σαν αντίδραση σε όλα αυτά τα μέτρα, με πολλές ονομασίες. Τελικά σε μια από αυτές τις εξεγέρσεις ο Βανγκ Μανγκ σκοτώθηκε.
H Κίνα από τον 3ο αι. μ.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ: μετά την πτώση των Χαν ακολούθησε περίοδος διάφορων διαδοχικών βασιλείων και δυναστειών τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια της χώρας. Οι ιστορικοί την προσδιορίζουν ως Περίοδο των Έξι Δυναστειών. Η αυτοκρατορία κατατμήθηκε σε περιοχές διοικούμενες από ισχυρούς πρώην στρατηγούς των Χαν. Τα Τρία Βασίλεια κυριάρχησαν τον 3ο αι. (220-280): οι Γουέι, οι Σου και οι Γου. Από τα τρία αυτά ξεχώρισαν διάφορες δυναστικές φυσιογνωμίες: του κράτους Σου ο Τζούγκε Λιανγκ (181-234) που ξεχώρισε ως ήρωας της κινεζικής ιστορίας και λογοτεχνίας. Οι Γουέι αντάλλαξαν διπλωματικές επαφές με την Ιαπωνία. Τέλος οι Γου επικοινωνούσαν με περιοχές όπως η Ινδοκίνα και με βασίλεια στη σημερινή Καμπότζη και κεντρικό Βιετνάμ. Η δυναστεία Τζιν (265-420) καλύπτει μια περίοδο μερικής ενοποίησης. Η βόρεια Κίνα βρισκόταν υπό την εξουσία ηγεμόνων-φεουδαρχών οι οποίοι κυρίως ήταν αρχηγοί ξένων μειονοτήτων. Γνωστή ως Περίοδος των 16 κρατιδίων (304-439) οι ηγεμόνες στη βόρεια περιοχή εξουσίαζαν πλήθος αντιμαχόμενων κρατιδίων. Επί των Τζιν οι σχέσεις με την Ιαπωνία εμβαθύνονται: οι Κινέζοι μεταλαμπαδεύουν τεχνικές γνώσεις (κεραμική, ύφανση) και τον Κομφουκιανισμό δια των κειμένων του. Τότε και ο Βουδισμός έγινε γνωστός από τις Ινδίες στην Κίνα, ενώ απεσταλμένοι από τη Ρώμη έφτασαν στην αυλή των Τζιν. Διαφορετικές σειρές δυναστειών δεσπόζουν στην ιστορία της νότιας Κίνας: οι Νότιες Δυναστείες καλύπτουν το χρονικό διάστημα μεταξύ 420-589 μ.Χ.
Α’ ΜΕΡΟΣ: ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
Η Κίνα, μια χώρα πολυπληθής, χαρακτηρίζεται στην θρησκευτική της ζωή από μια πολυμορφία. Έτσι λοιπόν τρεις είναι οι θρησκείες που επικρατούν στη χώρα: ο Κομφουκιανισμός, ο Ταοϊσμός και ο Βουδισμός. Γνωρίζοντας κάθε μία από τις θρησκείες αυτές ανακαλύπτουμε ότι καλύπτουν και μια διαφορετική ανάγκη και εσωτερική αναζήτηση του λαού της Κίνας. Για τον λόγο αυτό, συχνά οι Κινέζοι δανείζονται στις θρησκευτικές τους εκδηλώσεις στοιχεία και από τις τρεις θρησκείες που προαναφέραμε.
O Κομφούκιος (孔夫子, 28 Σεπτεμβρίου 551 π.Χ. - 479 π.Χ.), Κονγκ Φούτζι ή Κ'ουνγκ-φου-τζου, κυρ. "Διδάσκαλος Κονγκ", ήταν Κινέζος διανοητής και κοινωνικός φιλόσοφος, οι διδασκαλίες και η φιλοσοφία του οποίου επηρέασαν βαθιά τη ζωή και τη σκέψη της Ανατολικής Ασίας. Υπήρξε ιδρυτής της Σχολής Ρου (Ru) της κινεζικής σκέψης. Οι διδασκαλίες του, όπως διατηρήθηκαν στα Ανάλεκτα, έθεσαν τα θεμέλια πολλών μεταγενέστερων κινέζικων απόψεων για την εκπαίδευση και την συμπεριφορά του ιδανικού άνδρα, πώς ένα τέτοιο άτομο θα πρέπει να ζει τη ζωή του και να αλληλεπιδρά με τους άλλους, και τα σχήματα της κοινωνίας και της διακυβέρνησης στα οποία θα πρέπει να συμμετέχει. Ο Fung Yu-lan, μια από τις μεγάλες αυθεντίες του 20ου αιώνα για την ιστορία της κινεζικής σκέψης, συγκρίνει την επιρροή του Κομφούκιου στην κινεζική ιστορία με εκείνη του Σωκράτη στη Δύση. Θεωρείται ηγετική μορφή του Κομφουκιανισμού.
Οι πηγές για τη ζωή του Κομφούκιου είναι μεταγενέστερες και σε πολλές περιπτώσεις δε διαχωρίζουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Συνεπώς τα περισσότερα από όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του θεωρούνται περιβεβλημένα από την αχλύ του μύθου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζε Μα Τσιεν, ο Κομφούκιος γεννήθηκε το 552 π.Χ. (220 έτος του Δούκα Σιάγκ), στη μικρή πόλη Λου της χερσονήσου Σαντόνγκ στη βορειοανατολική Κίνα. Εκείνη την εποχή, η Κίνα ήταν χωρισμένη σε μικρά κρατίδια, υπολείμματα του ενιαίου βασιλείου Ζου, που κατέρρευσε μετά τις βαρβαρικές εισβολές το 771 π.Χ., τα οποία σπαράσσονταν από εμφύλιες διαμάχες. Με τον καιρό, η επιβίωση γινόταν όλο και δυσκολότερη, ειδικά για την τάξη των Σι (shi) ("ακόλουθοι ευγενών" ή "ιππότες"), από όπου προερχόταν και ο ίδιος ο Κομφούκιος. Οι ηγεμόνες των διάφορων κρατιδίων άρχισαν να στηρίζονται στους διορισμένους διοικητές παρά στους τιμαριούχους ευγενείς ώστε να διοικούν τα εδάφη τους, αυτή η κατάσταση αποστέρησε τους Σι των προνομίων τους οδηγώντας τους στην παρακμή. Παρά ταύτα η γνώση των αριστοκρατικών παραδόσεών, τους βοήθησε να παραμείνουν πολύτιμοι για τους ανταγωνιζόμενους βασιλείς, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τον τρόπο να επανακτήσουν την ενότητα που είχε επιβάλει ο Ζου ενώ επεδίωκαν να τον μιμηθούν με την αντιγραφή τυπικών και τελετουργικών της έκπτωτης δυναστείας.
Σε μικρή ηλικία, περίπου 3 ετών, ο Κομφούκιος έχασε τον πατέρα του και ορφανός αντιμετώπισε το φάσμα της ένδειας. Δεν είναι γνωστό πού έλαβε την εκπαίδευσή του, αλλά η παράδοση μεταφέρει ότι σπούδασε τελετουργική με τον ταοϊστή δάσκαλο Λάο Νταν, μουσική με τον Τσανγκ Χονγκ, και βάρβιτο με το μουσικοδιδάσκαλο Ξιάνγκ. Στα δεκαεννέα του χρόνια ήταν ήδη παντρεμένος αποκτώντας από αυτό το γάμο ένα γιο και δύο κόρες. Αμέσως μετά το γάμο του εργάστηκε για την οικογένεια Κι, της οποίας η δικαιοδοσία περιλάμβανε την περιοχή Τσόου, πρώτα ως επιμελητής των αποθηκών, και έπειτα ως επιθεωρητής των κήπων και των βοσκών. Στα 22 του ξεκίνησε να διδάσκει παιδιά αριστοκρατικών οικογενειών ως οικοδιδάσκαλος. Σταδιακά φέρεται να δημιουργείται γύρω του μια ομάδα ακολούθων τους οποίους διδάσκει ενώ ταυτόχρονα αφιερώνεται στην πολιτική επιστήμη. Ο αριθμός των μαθητών του ποικίλει με τις πιο υπερβολικές μαρτυρίες να αναφέρονται σε τρεις χιλιάδες. Το πιθανότερο άθροισμα ακολούθων εγγίζει τους εβδομήντα ή εβδομήντα δύο, αν και οι δύο αριθμοί αποτελούν πιθανή ηλικία θανάτου του Κομφουκίου και μπορεί να δίνονται συμβολικά. Στα 517 π.Χ. επισκέφθηκε την πρωτεύουσα του βασιλείου μαζί με δύο μαθητές του. Εκεί μελέτησε τους θησαυρούς της βασιλικής βιβλιοθήκης, καθώς και μουσική, που είχε καλλιεργηθεί σε υψηλό επίπεδο στην Αυλή.
Το Βιβλίο X των Αναλέκτων περιέχει προσωπικές παρατηρήσεις για το πώς συμπεριφερόταν ο Κομφούκιος ως στοχαστής, δάσκαλος και αξιωματούχος. Παραδοσιακά, θεωρείται ότι παρέχει ένα πορτραίτο του Κομφούκιου και συνήθως διαβάζεται ως βιογραφικό σκιαγράφημα. Οι περισσότεροι σχολιαστές θεωρούν πως αποτελούσε ένα εγχειρίδιο τελετικών επιταγών προς τους ευγενείς που αργότερα ενσωματώθηκε στα Ανάλεκτα, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται αν το πρόσωπο που αναφέρεται είναι πράγματι ο Κομφούκιος
Ο Κομφουκιανισμός θα λέγαμε ότι αποτελεί περισσότερο ένα σύστημα «ηθικοθρησκευτικό», παρά μια θρησκεία. Σκοπός του είναι να εμπνεύσει στους πιστούς ένα σύστημα κοινωνικής ηθικής προκειμένου να συμπεριφέρονται στο κοινωνικό πλαίσιο με σεβασμό, σωστή συμπεριφορά και πειθαρχία, τιμώντας τις παραδόσεις και τους προγόνους τους. Στόχος τους είναι να γίνουν σωστοί πολίτες και ανώτεροι άνθρωποι.
Ο ιδρυτής της ο Κομφούκιος προσπάθησε να απαλλάξει τον λαό από τις δεισιδαιμονίες και να προτείνει έναν τρόπο συμπεριφοράς που θα εξασφαλίζει μια αρμονική κοινωνία. Τα έργα του, έχοντας και ένα παιδαγωγικό χαρακτήρα, επηρέασαν τη λειτουργία ολόκληρου του Κινεζικού κράτους από την οικογένεια μέχρι τη διοίκηση. Κεντρικός άξονας είναι η ιεραρχία, η τάξη και ο σεβασμός των κατώτερων μελών προς τους ανώτερους.
Σκοπός του κάθε πιστού είναι να κατακτήσει το Ζεν, δηλαδή να μπορεί να έχει έναν απόλυτο αυτοέλεγχο και να υποτάσσει τα κατώτερα επιθετικά του ένστικτα προκειμένου να προσφέρει αγάπη στην οικογένειά του και στον συνάνθρωπό του. Δημιουργός όλων, σύμφωνα με τη θρησκεία αυτή, είναι ο Ουρανός, που εκφράζει την αρετή και την καλοσύνη που πρέπει να έχει ο κάθε πιστός.
Στον Κομφουκιανισμό τα δικαιώματα θα πρέπει να συνυπάρχουν με τις υποχρεώσεις. Έτσι, από τη μία έχουμε την καλοσύνη και τη μεγαλοθυμία του πατέρα, άρχοντα και γέροντα , αλλά από την άλλη συνυπάρχει ο σεβασμός, η νομιμοφροσύνη και η υπακοή του γιου, του νέου, του πολίτη. Έτσι οδηγούμαστε σε μια ιδανική κοινωνία.
Τα κείμενα του Κομφούκιου αποτελούν τον «κομφουκιανό κανόνα» και διαμόρφωσαν τον τρόπο σκέψης των κατοίκων της Κίνας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τα γραπτά του Κομφούκιου σχετικά με τη διάπλαση του χαρακτήρα των ανθρώπων:
«Από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι όμοιοι. Μέσα από τη [διαφορετική] πράξη έχουν γίνει τόσο διαφορετικοί».
«Όσο οι γονείς ζουν υπηρέτησέ τους σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας. Όταν πεθάνουν, θάψε τους σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας και θυσίαζε σ' αυτούς σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας».
Στη συνέχεια αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της διδασκαλίας του Κομφούκιου που δείχνει πόσο σημαντικό θεωρεί τον δεσμό οικογένειας και κράτους, προκειμένου να υπάρχει ευνομία και ειρήνη:
Όταν η οικογένεια τακτοποιηθεί, το κράτος θα μπει σε τάξη. Και όταν το κράτος μπει σε τάξη θα υπάρχει ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Από το Γιο του Ουρανού ως τον κοινό λαό, όλοι πρέπει να θεωρούν την καλλιέργεια της προσωπικής ζωής ως τη ρίζα ή το θεμέλιο. Ποτέ δεν έχει υπάρξει περίπτωση η ρίζα να είναι σε αταξία και τα κλαδιά σε τάξη».
Ο Λάο Τσε (κινεζικά: 老子, πινγίν: Lǎozǐ, επίσης Lao Tzŭ, Lao Tse ή Laotze) είναι ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της κινέζικης φιλοσοφίας. Σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση, έζησε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν τη ζωή του στον 4ο αιώνα π.Χ. την περίοδο δηλαδή των “εκατό σχολών σκέψης” ενώ άλλοι αμφισβητούν την ιστορική του ύπαρξη. Στον Λάο Τσε αποδίδεται η συγγραφή του Ταοϊστικού έργου Τάο Τε Τσινγκ, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον ιδρυτή του Ταοϊσμού.
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο Λάο Τσε έγινε ένα σημαίνον πρόσωπο για τον κινέζικο πολιτισμό. Σύμφωνα με το μύθο, η μητέρα του τον εγκυμονούσε για 8 ή 80 χρόνια, και όταν γεννήθηκε είχε λευκά μαλλιά. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάο Τσε ήταν γηραιότερος σύγχρονος του Κομφούκιου και εργαζόταν στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της δυναστείας των Ζου. Εκεί και τον συνάντησε τυχαία ή εκ προθέσεως ο Κομφούκιος. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία, τους επόμενους μήνες, οι δύο άντρες συζητούσαν περί τύπων και ευπρέπειας, βασικών στοιχείων του Κομφουκιανισμού. Ο Λάο Τσε ερχόταν σε αντίθεση με αυτά καθώς τα θεωρούσε πρακτικές χωρίς ουσία. Τα διδάγματα των Ταοϊστών αναφέρουν ότι οι συζητήσεις αυτές αποδείχθηκαν πιο εποικοδομητικές για τον Κομφούκιο, παρά το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης.
Το έργο του Λάο Τσε, Τάο Τε Τσινγκ, είναι μια από τις σημαντικότερες πραγματείες της κινέζικης φιλοσοφίας. Καλύπτει πολλές πτυχές της φιλοσοφίας, από την εξατομικευμένη πνευματικότητα, μέχρι διαπροσωπικές δυναμικές και πολιτικές τεχνικές. Ο Λάο Τσε ανέπτυξε την έννοια του “Τάο” που συχνά μεταφράζεται ως “ο δρόμος”, και διεύρυνε τον ορισμό του σε μια αυθύπαρκτη τάξη και κατάσταση του σύμπαντος: ”Ο δρόμος που είναι η φύση”. Υπογράμμισε τη σημασία της “πράξης χωρίς πράξη”. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να στέκεται απαθής και να μην κάνει τίποτα, αλλά ότι πρέπει να αποφεύγει τις προσβλητικές ή επιθετικές πράξεις. Ο Λάο Τσε πίστευε ότι η βία πρέπει να αποφεύγεται όποτε είναι δυνατό, και ότι η στρατιωτική νίκη δεν πρέπει να είναι γιορτή αλλά πένθος για την αναγκαιότητα της βίας απέναντι σε ανθρώπινες υπάρξεις.
Ο Ταοϊσμός είναι περισσότερο ένα φιλοσοφικό κίνημα που σκοπό του έχει την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη Φύση, προκειμένου να οδηγηθεί σε ισορροπία και σε μακροζωία. Ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π. χ. από τον Λάο Τσε. Ο Λάο Τσε σε μια δύσκολη εποχή για την Κίνα, έψαχνε να βρει τη λύση μέσα από την επιστροφή του ανθρώπου στη φύση, όπως τότε που δεν υπήρχαν βασιλιάδες και φεουδάρχες να καταδυναστεύουν τους ανθρώπους. Ο Ταοϊσμός θεωρείται η λαϊκή θρησκεία της Κίνας. Υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να μειώσει στο ελάχιστο τις επιθυμίες του και να ενωθεί με τη φύση για να βρεθεί σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας.
Οι απόψεις των Ταοϊστών έχουν αντίκτυπο και στη διαπαιδαγώγηση που προτείνουν να έχουν οι άνθρωποι:
«Καλύτερα να βάλεις λιγότερο παρά να γεμίσεις μέχρι το χείλος. Διεκδίκησε πλούτη και τίτλους, και θα επακολουθήσει συμφορά. Παραιτήσου όταν ολοκληρωθεί το έργο. Αυτή είναι η οδός του ουρανού».
Κάποια στιγμή ο Ταοϊσμός από φιλοσοφικό κίνημα εξελίχθηκε σε θρησκευτικό. Η πλήρης ταύτιση των πιστών με τη φύση οδήγησαν σε αντιλήψεις σχετικές με το πόσο ανεπηρέαστοι είναι οι πιστοί από αρρώστιες και φθορές, ακόμα και από τον ίδιο τον θάνατο! Υποστήριζαν ότι με τον διαλογισμό, τη σωστή διατροφή και τον έλεγχο της αναπνοής μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αθανασία, να πετούν στα σύννεφα και να εξαφανίζονται όποτε ήθελαν. Στο πλαίσιο αυτών των δοξασιών, το Ταό είναι η αρχή των πάντων και από αυτό προέρχονται το γιν και το γιανγκ, δύο στοιχεία αντίθετα αλλά που αλληλοσυμπληρώνονται και οδηγούν στην ισορροπία του Σύμπαντος. Η ένωση αυτών των δύο στοιχείων μπορεί να οδηγήσει στην εύρεση του ελιξίριου της ζωής. Κάτω από το βάρος αυτών τω δοξασιών ο λαϊκός Ταοϊσμός βασίστηκε πολύ σε μαγικές πρακτικές και δεισιδαιμονίες και γι’ αυτό είχε τόση απήχηση στα λαϊκά στρώματα της Κίνας.
ΙΝΔΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ
Το όνομα της δυναστείας των Σανγκ (1600-1046 π.Χ. περίπου) προέρχεται από την τοποθεσία όπου βρίσκονταν τα κτήματα των γενών των φυλάρχων του Σανγκ. Το κράτος Σανγκ κατείχε περιοχές της σημερινής επαρχίας Γιουνάν. Περιβαλλόταν από διάφορες μισοανεξάρτητες και υποταγμένες φυλές.Η κτηνοτροφία και η γεωργία αρχίζει να παίζει πιο σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιόδου. Πλατιά διάδοση αρχίζει να γνωρίζει η χρήση του ορείχαλκου για την κατασκευή όπλων και γεωργικών εργαλείων. Στην γεωργία αρχίζουν να χρησιμοποιούν προδρομικά την άρδευση, μεταλλικά εργαλεία και ζώα. Σημαντική είναι η ανάπτυξη και της βιοτεχνίας. Εμπορικές σχέσεις αναπτύσσονται με τους Ινδούς, νομαδικές και ημινομαδικές φυλές βόρεια (Σιβηρία) και δυτικά. Η κοινωνική διάρθρωση τους κράτους των Σανγκ ήταν πυραμιδοειδής: στην κορυφή βρισκόταν ο βασιλιάς-ο ανώτατος ιδιοκτήτης όλης της γης που είχε το κράτος και ταυτόχρονα ο ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός και ανώτατος ιερέας: ήταν ο γιος του θεού Ουρανού. Ακολουθούσαν οι δουλοκτήτες, οι ελεύθεροι γεωργοί, και οι δούλοι. Η διάρθρωση του κράτους ήταν στρατιωτική: στρατιωτικοί διοικητές διαφόρων περιοχών. Οι αρχηγοί των υποτελών φυλών αποτελούσαν κι αυτοί τους αντιπροσώπους του κράτους των Σανγκ.
Η Κίνα από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ: η περίοδος από το 481 π.Χ. έως το 221 π.Χ. ονομάζεται των αντιμαχομένων βασιλείων ή Τσανγκό: τα πολλά βασίλεια που υπήρχαν στην Κίνα ήλθαν σε εμφύλια σύγκρουση μεταξύ τους και τελικά απόμειναν όχι περισσότερα από δέκα. Κατά την περίοδο αυτή αρχίζει να διαδίδεται η επεξεργασία του σιδήρου και των σχετικών εργαλείων. Η γεωργία συνιστά τη βάση της οικονομίας στην αρχαία Κίνα: σιτάρι, κεχρί και σόργο καλλιεργούνται στο Βορρά και ρύζι στο Νότο. Η αγροτική οικονομία στην Κίνα στηρίζεται στους ελεύθερους καλλιεργητές. Η οργωτή καλλιέργεια διαδίδεται στη χώρα άνισα και με αργούς ρυθμούς. Ανάπτυξη γνωρίζει και η μεταλλωρυχία η ο οποία βρίσκεται σε χέρια ιδιωτών. Ευρύνεται ο καταμερισμός της εργασίας: πλήθος βιοτεχνικών ειδικοτήτων αναπτύσσονται και σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε βασίλεια με μεγαλύτερη βιοτεχνική εξειδίκευση και ανάλογες επιδόσεις, όπως η υφαντουργία στο βασίλειο του Τσι, το οποίο φημιζόταν για τα μεταξωτά και λινά υφάσματά του. Συνακόλουθα αναπτύσσεται και το εμπόριο μεταξύ των κινεζικών βασιλείων και των βασιλείων και των διαφόρων φυλών. Από τις τελευταίες προμηθεύονταν δούλους, άλογα, κερασφόρα ζώα, πρόβατα, τομάρια, μαλλί, χρώματα, πολύτιμα μέταλλα και μαργαριτάρια. Η άνοδος της κοινωνικής σημασίας και του ρόλου των εμπόρων στην κοινωνική και πολιτική ζωή των βασιλείων αρχίζει να γίνεται αισθητή την περίοδο αυτή: στο βασίλειο Βέι ο έμπορος Μπάι Γούι (4ος αι.π.Χ.) έγινε σημαντικός αξιωματούχος και ο έμπορος αλόγων Λιούι μπου Βέι (3ος αι. π.Χ.) έγινε αρχισύμβουλος στο βασίλειο Τσιν. Το προηγούμενο σύστημα της κληρονομικής διαδοχής στα αξιώματα κλονίζεται. Εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου ήταν η ποικιλία νομισματικών συστημάτων και μέτρων και σταθμών αλλά και η πληθώρα τελωνειακών σταθμών. Η γιγάντωση των αστικών κέντρων είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό της περιόδου: πόλεις με δέκα χιλιάδες κατοίκους πολλαπλασιάζονται αν και στην αρχαιότητα οι πόλεις δεν υπερέβαιναν τις τρεις χιλιάδες κατοίκους. Η φορολόγηση των φυσικών προσώπων μεταβάλλεται: πριν ήταν η κοινότητα στο σύνολό της ενώ πλέον είναι η κάθε οικογένεια χωριστά. Θεσπίζεται ο έγγειος φόρος, δηλαδή το ποσοστό επί της σοδειάς και καταβαλλόταν σε γέννημα. Εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου ήταν η ποικιλία νομισματικών συστημάτων και μέτρων και σταθμών αλλά και η πληθώρα τελωνειακών σταθμών.
Τις κοινωνικές αντιθέσεις αντικατόπτριζαν τα θρησκευτικοφιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου: ο Ταοϊσμός και ο θεμελιωτής του, ο Λάο Τσε αν και δεν κρύβει τη συμπάθειά του στις λαϊκές μάζες και αποδοκιμάζει την αυθαιρεσία της αριστοκρατίας, προβάλλει μια «παθητική διαμαρτυρία της γεωργικής κοινότητας» και την «απραξία», την καρτερική συμμόρφωση με τους ρυθμούς του Τάο[20]. Από την περίοδο αυτή διασώζονται και τα ποιήματα του Κου Γουάν, σημαντικής μορφής της αρχαίας κινεζικής ποίησης.
H Κίνα από τα μέσα του 1ου αι.π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ: στο κράτος των Χαν υπάρχουν δύο τάσεις στην εξωτερική πολιτική: η μία ήταν υπέρμαχος των εκστρατειών και κατακτήσεων, ενώ η άλλη τις απέρριπτε από το φόβο εκδήλωσης εντός του κράτους αντιπερισπασμών. Κατά κύριο λόγο η εξωτερική πολιτική της δυναστείας των Χαν ήταν αμυντική. Η κυριότερη εκστρατεία που σημειώνεται είναι αυτή κατά των Ούννων (36 π.Χ), αλλά τελικά οι τελευταίοι θα αποκόψουν την πρόσβαση των Κινέζων προς τις δυτικές χώρες.Η εποχή Χαν σημαδεύεται από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων: η μεγάλη γαιοκτησία ενισχύεται ακόμα πιο πολύ σε βάρος της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Υπό την προοπτική λαϊκής εξέγερσης τα φορολογικά βάρη μετριάζονταν. Καθώς είχαν ξεσπάσει και λαϊκές εξεγέρσεις στα τέλη του 1ου αι. π.χ. από εξαθλιωμένους γεωργούς και κρατικούς δούλους, η αυτοκρατορία γίνεται πιο μετριοπαθής: η συγκέντρωση γης και δούλων με το διάταγμα Αϊντί (6-1 π.Χ) περιοριζόταν. Όμως η εφαρμογή του ανεστάλη.
Το 8 μ.Χ. όμως, ο Oυάνγκ Μανγκ ανέρχεται στν θρόνο και εμπνεόμενος από τις κομφουκιανές απόψεις περί χρυσού αιώνος κατά το παρελθόν, οπότε απουσίαζε ο πλούτος και η φτώχεια, εξαγγέλλει την απαγόρευση αγοραπωλησίας γης και δούλων. Χωρίς να επιδιώκει την ανακατανομή της ιδιοκτησίας ήθελε να μη μετατραπούν σε ακτήμονες και δούλους οι ελεύθεροι γεωργοί της κοινότητας. Όμως το σύνολο των μέτρων που έλαβε ενίσχυσε την κρατική δουλοκτησία. Επιχείρησε να ελέγξει τους τόκους των δανείων και τις τιμές της αγοράς. Επίσης ενίσχυσε τα διάφορα κρατικά μονοπώλια. Υπό την κοινωνική πίεση επέτρεψε το δουλεμπόριο και τη δουλοκτησία που την υπερφορολόγησε. Η υπερφορολόγηση που επέβαλε εξυπηρετούσε τη χρηματοδότηση των πολέμων κατά των Ούννων και τον υπερτροφικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, που σε συνδυασμό με την υποχρεωτική στράτευση εξαθλίωνε τις μάζες. Πράγματι πληθώρα λαϊκών κινημάτων εκδηλώνονται σαν αντίδραση σε όλα αυτά τα μέτρα, με πολλές ονομασίες. Τελικά σε μια από αυτές τις εξεγέρσεις ο Βανγκ Μανγκ σκοτώθηκε.
H Κίνα από τον 3ο αι. μ.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ: μετά την πτώση των Χαν ακολούθησε περίοδος διάφορων διαδοχικών βασιλείων και δυναστειών τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια της χώρας. Οι ιστορικοί την προσδιορίζουν ως Περίοδο των Έξι Δυναστειών. Η αυτοκρατορία κατατμήθηκε σε περιοχές διοικούμενες από ισχυρούς πρώην στρατηγούς των Χαν. Τα Τρία Βασίλεια κυριάρχησαν τον 3ο αι. (220-280): οι Γουέι, οι Σου και οι Γου. Από τα τρία αυτά ξεχώρισαν διάφορες δυναστικές φυσιογνωμίες: του κράτους Σου ο Τζούγκε Λιανγκ (181-234) που ξεχώρισε ως ήρωας της κινεζικής ιστορίας και λογοτεχνίας. Οι Γουέι αντάλλαξαν διπλωματικές επαφές με την Ιαπωνία. Τέλος οι Γου επικοινωνούσαν με περιοχές όπως η Ινδοκίνα και με βασίλεια στη σημερινή Καμπότζη και κεντρικό Βιετνάμ. Η δυναστεία Τζιν (265-420) καλύπτει μια περίοδο μερικής ενοποίησης. Η βόρεια Κίνα βρισκόταν υπό την εξουσία ηγεμόνων-φεουδαρχών οι οποίοι κυρίως ήταν αρχηγοί ξένων μειονοτήτων. Γνωστή ως Περίοδος των 16 κρατιδίων (304-439) οι ηγεμόνες στη βόρεια περιοχή εξουσίαζαν πλήθος αντιμαχόμενων κρατιδίων. Επί των Τζιν οι σχέσεις με την Ιαπωνία εμβαθύνονται: οι Κινέζοι μεταλαμπαδεύουν τεχνικές γνώσεις (κεραμική, ύφανση) και τον Κομφουκιανισμό δια των κειμένων του. Τότε και ο Βουδισμός έγινε γνωστός από τις Ινδίες στην Κίνα, ενώ απεσταλμένοι από τη Ρώμη έφτασαν στην αυλή των Τζιν. Διαφορετικές σειρές δυναστειών δεσπόζουν στην ιστορία της νότιας Κίνας: οι Νότιες Δυναστείες καλύπτουν το χρονικό διάστημα μεταξύ 420-589 μ.Χ.
Οι πρώτοι καλλιεργητικοί πολιτισμοί της Νοτιοανατολικής Ασίας αναπτύχθηκαν στους λόφους του Βαλουχιστάν, στα δυτικά της κοιλάδας του Ινδού, σε ένα ομοιογενές σύνολο που έγινε γνωστό ως πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού. Η πιο γνωστή περιοχή αυτού του αρχαίου πολιτισμού, το Μεχργκάρχ, αναπτύχθηκε περίπου το 6500 π.Χ. Τούτοι οι πρώτοι αγρότες καλλιέργησαν το σιτάρι και εξημέρωσαν διάφορα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των βοοειδών. Επίσης, ανέπτυξαν την αγγειοπλαστική ήδη από το 5500 π.Χ. Ο μεταγενέστερος πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού στηρίχθηκε στην τεχνολογική βάση αυτού του πολιτισμού, καθώς και στη γεωγραφική του επέκτασή στις αλλούβιες πεδιάδες που γνωρίζουμε σήμερα ως επαρχίες Σιντχ και Παντζάμπ, στο σύγχρονο Πακιστάν.
Ήδη από το 4000 π.Χ. γνωρίζουμε πλέον πως είχε αναπτυχθεί ένας διακριτός περιφερειακός πολιτισμός, προ-Χαράπειος, στην περιοχή. Τον ονομάζουμε προ-Χαράπειο επειδή τα υπολείμματα του βρίσκονται στα πρώιμα στρώματα των πόλεων του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού. Εκτενή εμπορικά δίκτυα τον συνέδεαν με τους σχετικούς περιφερειακούς πολιτισμούς και τις απόμακρες πηγές πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του lapis lazuli και άλλων υλικών για την παραγωγή διακοσμητικών χαντρών Οι χωρικοί, στο μεταξύ, εισήγαγαν πολυάριθμες καλλιέργειες, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το μπιζέλι, ο σπόρος του σουσαμιού, το βαμβάκι. Επίσης, εξημέρωσαν ένα ευρύ φάσμα κατοικίδιων ζώων, που περιλάμβαναν τον υδροβούβαλο, ένα ζώο ουσιαστικό ακόμη και σήμερα για τη γεωργική παραγωγή σε όλη την Ασία.
Ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού, 2600 π.Χ..-1500 π.Χ., δημιουργήθηκε κατά μήκος του Ινδού ποταμού στην ινδική υποήπειρο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι πιθανώς επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τον ινδουϊστικό πολιτισμό. Ξεχασμένος από την ιστορία, ως την ανακάλυψή του το 1920, τούτος ο πολιτισμός ταξινομείται μαζί με τους συγχρόνους του, τον Μεσοποταμιακό και τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, ως ένας από τους τρεις αρχαιότερους πολιτισμούς πάνω στον πλανήτη, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα στοιχεία της εμφάνισης πόλεων, της γεωργίας, της αρχιτεκτονικής και της γραφής. Από το 2600 π.Χ., ορισμένες προ-Χαράπειες εγκαταστάσεις έγιναν αστικά κέντρα με χιλιάδες ανθρώπους, που δεν είχαν ως πρώτιστο μέλημά τους τη γεωργία. Στη συνέχεια, προέκυψε ένας ενοποιημένος πολιτισμός σε όλη την περιοχή, που εξομοίωσε και αναδιαμόρφωσε όλες αυτές τις ξεχωριστές εγκαταστάσεις σε ακτίνα τουλάχιστον 1.000 χλμ. Τόσο ξαφνική ήταν η εμφάνιση αυτού του πολιτισμού, ώστε οι πρώτοι ερευνητές σκέφτηκαν πως μάλλον ήταν προϊόν εξωτερικής κατάκτησης ή μετανάστευσης. Όμως οι αρχαιολόγοι απέδειξαν με εκτεταμένες ανασκαφές ότι αυτός ο πολιτισμός ήταν αποτέλεσμα του προκατόχου του προ-Χαράπειου. Ό,τι φαίνεται ως ξαφνική εμφάνιση του πολιτισμού, είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας προγραμματισμένης και συνειδητής προσπάθειας. Για παράδειγμα, ορισμένες από τις παλαιότερες εγκαταστάσεις φαίνεται πως αναμορφώθηκαν, για να προσαρμοστούν σε ένα συνειδητά και καλά ανεπτυγμένο σχέδιο. Για αυτόν τον λόγο ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού θεωρείται πως είναι ο πρώτος που ανέπτυξε τον αστικό σχεδιασμό.
Χαρακτηριστικά, οι πόλεις διαιρούνται σε δύο τμήματα. Η πρώτη περιοχή περιλαμβάνει ένα χωμάτινο ανάχωμα που ονομάστηκε «ακρόπολη» από τους πρώτους αρχαιολόγους. Η δεύτερη περιοχή, η «κάτω πόλη», περιέχει σφιχτοδεμένα μεταξύ τους σπίτια και καταστήματα, σε καθορισμένες με σαφήνεια οδούς που σχεδιάστηκαν βάσει ακριβούς σχεδίου. Χρησιμοποιείτο ομοιόμορφο σύστημα μέτρων και σταθμών, ενώ οι δρόμοι και οι αλέες ήταν άκαμπτα δομημένες με ομοιόμορφο πλάτος σε όλες ουσιαστικά τις Χαράπειες περιοχές. Το κύριο οικοδομικό υλικό ήταν η πλίνθος, ψημμένη ή άψητη, σε αυστηρά τυποποιημένη μορφή. Οι μεγαλύτερες πόλεις αυτού του προ-ινδουϊστικού πολιτισμού φαίνεται πως φιλοξενούσαν τουλάχιστον 30.000 ανθρώπους. Όπως μαθαίνουμε από τη Χαράππα, το Μοχέντζο-ντάρο και το πρόσφατα ανακαλυμμένο Ρακχιγκάρχι (τις γνωστότερες και ενδεχομένως μεγαλύτερες πόλεις), ο αστικός σχεδιασμός φαίνεται πως περιελάμβανε και τα πρώτα γνωστά συστήματα αστικής υγιεινής. Μέσα στην πόλη οι μεμονωμένες κατοικίες ή ομάδες κατοικιών έπαιρναν νερό από τα φρεάτια. Από ένα ξέχωρο δωμάτιο που φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο για το λούσιμο, τα υγρά απόβλητα κατευθύνονταν έξω από την πόλη μέσω καλυμμένων αγωγών, κατά μήκος των σημαντικότερων οδών. Αν και το καλοχτισμένο σύστημα απομάκρυνε τα υγρά απόβλητα από την πόλη, φαίνεται πως οι κεντρικοί οδοί κυριαρχούνταν από δυσοσμία. Τούτο εξηγεί πιθανώς γιατί οι κατοικίες σε αυτές τις πρώιμες πόλεις είχαν ανοίγματα μόνο σε εσωτερικές αυλές και μικρότερες παρόδους. Ο σκοπός της «ακρόπολης» παραμένει ακόμη θέμα συζήτησης. Στην ίδια περίοδο στη Μεσοποταμία και την αρχαία Αίγυπτο δε χτίστηκε κάτι ανάλογο και δεν υπάρχει κανένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο ότι χρησιμοποιείτο ως παλάτι ή ναός. Μερικές από τις κατασκευές θεωρούνται μάλλον σιταποθήκες. Σε μια από τις πόλεις βρέθηκε ένα τεράστιο, καλοκτισμένο λουτρό, το οποίο θα μπορούσε να είναι δημόσιο. Αν και οι «ακροπόλεις» είναι περιτοιχισμένες, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι αυτές οι δομές ήταν αμυντικές. Θα μποορύσαν κάλλιστα να έχουν χτιστεί για να εκτρέπουν τα νερά που έφερναν οι εκτεταμένες πλημμύρες του ποταμού.
Οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων φαίνεται πως ήταν έμποροι ή τεχνίτες, οι οποίοι ζούσαν μαζί με άλλους που ακολουθούν το ίδιο επάγγελμα σε καθορισμένες συντεχνιακά γειτονιές. Τα υλικά από τις μακρινές περιοχές χρησιμοποιούνταν στις πόλεις για την κατασκευή σφραγίδων, χαντρών και άλλων αντικειμένων. Ανάμεσα στα χειροποίητα αντικείμενα που ανακαλύφθησαν, υπάρχουν όμορφες χάντρες, καμωμένες από βερνικωμένη πέτρα. Οι σφραγίδες φέρουν εικόνες ζώων, θεών και ενίοτε φέρουν επιγραφές. Μερικές από τις σφραγίδες χρησιμοποιούντο για να αποτυπώνουν στον άργιλο το είδος και την ποσότητα των εμπορικών αγαθών, αλλά είχαν πιθανώς και άλλες χρήσεις. Αν και μερικές κατοικίες φαίνεται πως ήταν μεγαλύτερες από άλλες, οι πόλεις αυτού του πολιτισμού είναι αξιοπρόσεκτες για την προφανή ισότητά τους. Για παράδειγμα, όλα τα σπίτια είχαν εξίσου πρόσβαση στις εγκαταστάσεις ύδατος και στο σύστημα διαχείρισης αποβλήτων. Ο παρατηρητής προσλαμβάνει εδώ την εντύπωση μιας απέραντης, κοινωνίας μεσαίων τάξεων.
Οι πρώτοι ιθαγενείς κάτοικοι της χώρας εξοντώθηκαν ή αφομοιώθηκαν από λαούς που κατέβηκαν από το Βορρά το 2.000 π.Χ. και επέβαλαν θρησκεία που τους ευνοούσε (το Βεδισμό). Ως αντίδραση σ' αυτήν την καταπίεση γεννήθηκε ο Βουδισμός, ο Ζαϊνισμός και πολλές αιρέσεις των τριών αυτών θρησκειών που προκάλεσαν φυλετικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στις κατά τόπους ηγεμονίες. Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος Α΄ επωφελήθηκε από τις διαμάχες αυτές και εισέβαλε στο παράκτιο δυτικό τμήμα της χώρας που το κατέλαβε το 517 π.Χ. Κατά την αρχαιότητα η Ινδία ήταν χωρισμένη σε 118 βασίλεια (όπως γράφει ο Μεγασθένης που έγραψε πρώτος για τον ινδικό κόσμο) και ο λαός του κάθε βασιλείου διαιρούνταν σε 7 τάξεις (ή κάστες) δηλαδή τους φιλόσοφους (Βραχμάνες), τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους τεχνίτες, τους στρατιώτες, τους επόπτες και τους συμβούλους του βασιλιά. Για πρώτη φορά οι Ινδοί ήρθαν σ' επαφή με το δυτικό κόσμο, με την προέλαση του Μεγάλου Αλέξανδρου μέχρι τον Ινδό ποταμό. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ινδούς υπήρξε βαθιά. Δείγματά της ανακαλύπτουμε πολλά στην ινδική τέχνη. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιουργήθηκαν ινδικά κρατίδια με Έλληνες ηγεμόνες που διατηρήθηκαν μέχρι το 50 π.Χ. (κατά την περίοδο αυτή διαδόθηκε ευρύτατα ο Βουδισμός που δημιουργήθηκε γύρω στα 1700 π.Χ. σαν αντίδραση προς το Βεδισμό). Από τότε νέα φύλα εισβάλλουν από την κεντρική Ασία στην Ινδία και επικρατούν. Τον 7ο αιώνα η Ινδία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη σε κρατίδια, από τα οποία σπουδαιότερα ήταν το Κασμίρ και το Νεπάλ. Από αυτήν την εξασθένηση της χώρας επωφελήθηκαν οι μουσουλμάνοι, που εισέβαλαν για πρώτη φορά το 711 και υπόταξαν τις χώρες γύρω από τον Ινδό. Η μουσουλμανική κατάκτηση της Ινδίας ολοκληρώνεται στις αρχές του 14ου αιώνα. Επικίνδυνοι αντίπαλοι των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχίζουν να γίνονται τότε οι Μογγόλοι. Στο τέλος του 14ου αιώνα εισέβαλε στην Ινδία ο Ταμερλάνος και οι ταταρικές ορδές που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Μετά την ταταρική εισβολή ακολούθησε η επικράτηση των Μογγόλων που τη διαδέχθηκε η αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής διείσδυσης υπήρξαν οι Πορτογάλοι. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, που ονομάστηκε αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας στην Ινδία το 1524, θεμελίωσε την εκεί πορτογαλική κυριαρχία. Αυτή διήρκεσε πολλές δεκάδες χρόνια και υπήρξε απόλυτη στη δυτική ακτή της ινδικής χερσονήσου. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους Πορτογάλους οι Ολλανδοί και κυρίως οι Άγγλοι. Αυτοί, με την «Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών» που έγινε πανίσχυρη, απέκτησαν σημαντικά πρακτορεία και προνόμια στην Ινδία. Επί δυο αιώνες (17ο και 18ο) αγγλικά και γαλλικά συμφέροντα ανταγωνίζονταν στην Ινδία με αποτέλεσμα να επεκτείνουν βαθμηδόν την επιρροή τους, άλλοτε με τη βία και άλλοτε με την υπογραφή συμφωνιών με τους ντόπιους ηγεμόνες σ' όλη την ινδική χερσόνησο. Τελικά επικράτησαν οι Άγγλοι, που, αφού αντιμετώπισαν εξεγέρσεις των ιθαγενών, καθαίρεσαν τον τελευταίο Μογγόλο ηγεμόνα το 1857 και μεταβίβασαν (το επόμενο έτος) την εξουσία από την «εταιρεία των Ινδιών» στο αγγλικό στέμμα. Το 1877 η βασίλισσα Βικτωρία ονομάστηκε «αυτοκράτειρα των Ινδιών».
Ινδουισμός, Ινδοϊσμός,[1] Βραχμανισμός και βραχμανική θρησκεία είναι ονομασίες με τις οποίες περιγράφονται οι πάμπολλες τοπικές θρησκείες, θρησκευτικές πρακτικές και επιμέρους σχολές (αιρέσεις, σαμπραντάγιας) της Ινδίας. Από τους ίδιους τους πιστούς της, η θρησκεία των Ινδών περιγράφεται συνήθως από τη σανσκριτική έκφραση सनातन धर्म, Σανατάνα Ντάρμα, που σημαίνει «αιώνιος νόμος», «αιώνια τάξη» ή «πατρική πίστη». Γενικά ο Ινδουισμός είναι θρησκεία.
Αναφέρεται συχνά ως η αρχαιότερη θρησκεία του κόσμου, καθώς κάποιες από τις ρίζες της ανάγονται στην Εποχή του Σιδήρου. Ο Ινδουισμός είναι η τρίτη μεγαλύτερη θρησκεία του κόσμου σε αριθμό πιστών, μετά το Χριστιανισμό και το Ισλάμ, με περίπου ένα δισεκατομμύριο πιστούς, εκ των οποίων πάνω από το 90% κατοικεί στην Ινδία. Ινδουιστικές κοινότητες βρίσκονται επίσης στο Νεπάλ, τη Σρι Λάνκα, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη, το Μαυρίκιο, τα Νησιά Φίτζι, τη Σουρινάμ, τη Γουιάνα, το Τρινιντάντ και Τομπάγκο, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ινδουισμός βασίζεται στα ιερά κείμενα, τις Βέδες καθώς και στη διδασκαλία των γκουρού (δασκάλων).
Βραχμανισμός είναι η επίσημη ονομασία της ινδικής θρησκείας. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από την ονομασία της κάστας των Ινδών ιερέων ή βραχμάνων (στα σανσκριτικά «Μπράχμανα») και χρησιμοποιείται από την πρώτη χιλιετία π.Χ., όταν η κάστα των ιερέων απέκτησε την κοινωνική της θέση.
Ο όρος Ινδουισμός είναι ξενικός, αλλά είναι αυτός που έχει επικρατήσει. Ετυμολογικά προέρχεται από τον ποταμό Ινδό και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους μουσουλμάνους που έφταναν στην Ινδία για να προσδιορίσει τους μη μουσουλμάνους Ινδούς.
Προβεδική περίοδος του Ινδουισμού ονομάζεται η περίοδος της ιστορίας του πριν την εμφάνιση των ιερών κειμένων, που ονομάζονται «Βέδες» («βέδα» στα σανσκριτικά σημαίνει «ιερή γνώση»). Η περίοδος αυτή, που ξεκινά από τα βάθη της ιστορίας, φτάνει μέχρι την κάθοδο των Αρίων στη χερσόνησο της Ινδίας, η θρησκεία των οποίων σταδιακά συγχωνεύτηκε με αυτή των γηγενών κατοίκων.
Οι αυτόχθονες Ινδοί ήταν λαοί πιθανόν νεγροειδείς, οι οποίοι είχαν αναπτύξει αγροτικό πολιτισμό, με μητριαρχικά χαρακτηριστικά. Από τις θρησκευτικές πρακτικές των αυτοχθόνων αυτών, εισήχθησαν στον Ινδουισμό και διατηρούνται μέχρι σήμερα συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η λατρεία του φαλλού και των θεών της γονιμότητας. Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στα βεδικά κείμενα. Εκτός από τη λατρεία του φαλλού (λίνγκαμ), ο σημερινός Ινδουισμός έχει διατηρήσει από αυτή την εποχή τη σβάστικα, ως σύμβολο του ήλιου, αλλά και τη λατρεία ιερών ζώων.
Τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. έφτασαν στην Ινδία οι Άριοι, περνώντας τα βουνά της βορειοδυτικής Ινδίας και εκτοπίζοντας τους αυτόχθονες προς το νότο. Ήταν λαός πολεμικός και είχε μια πλήρη θρησκεία με πολλούς θεούς. Η θρησκεία τους χαρακτηρίζεται ενοθεϊστική, καθώς διαφορετικοί θεοί λατρεύονται ξεχωριστά ως Υπέρτατο Ον, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η ύπαρξη και άλλων θεών.
Προχωρώντας οι Άριοι προς το νότο, κατέκτησαν ουσιαστικά τα εδάφη των αυτοχθόνων και εισήγαγαν για πρώτη φορά το σύστημα των καστών. Οι ίδιοι συγκρότησαν τις τρεις πρώτες κάστες, μεταξύ αυτών και την κάστα των βραχμάνων, ενώ οι αυτόχθονες αποτέλεσαν την τέταρτη κάστα, την κάστα των «Σούντρα». Η κάστα των βραχμάνων απέκτησε μεγάλη δύναμη, σε βαθμό που δεν υπάρχει σε καμία άλλη θρησκεία, καθώς ισχυρίζονται ότι ακόμη και οι θεοί υποτάσσονται στη γνώση τους. Το μονοπώλιο της γνώσης είναι ένα δικαίωμα της κάστας των βραχμάνων που διατηρείται μέχρι και σήμερα στον Ινδουισμό.
Κατά την κλασική περίοδο, από το 500 π.Χ. και μετά, ο Ινδουισμός πήρε τη σημερινή μορφή του και εξαπλώθηκε ραγδαία, με τη βοήθεια και της σανσκριτικής γλώσσας. Από αυτή την περίοδο και μετά, οι τελετές προς τιμήν των θεών δε γίνονταν πλέον υπαίθρια, αλλά σε ναούς με αγάλματα των θεών, μπροστά στα οποία οι πιστοί άφηναν τις προσφορές τους. Μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Ινδουισμός απειλήθηκε από την εξάπλωση του Βουδισμού, αλλά καθώς ο τελευταίος εξαπλώθηκε τελικά προς τα ανατολικά, ο Ινδουισμός ανέκαμψε σημαντικά και τον 4ο μ.Χ. αιώνα αναγνωρίστηκε επίσημα.
Ο Ινδουισμός είναι μια εντυπωσιακά ευπροσάρμοστη στις συνθήκες κάθε εποχής θρησκεία. Περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών πρακτικών και εξελίσσεται συνεχώς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Δεν έχει κάποιο ιερό κείμενο, ενώ οι κατά καιρούς διδάσκαλοι έδειξαν νέους «δρόμους σωτηρίας». Αρχικά, ως θρησκεία των αυτοχθόνων Ινδών, ήταν ουσιαστικά λατρεία της φύσης. Αργότερα εξελίχθηκε και συστηματοποιήθηκε από τους βραχμάνους. Απέκτησε την ιδέα ότι ο κόσμος διέπεται από κάποιο καθολικό νόμο (ντάρμα), η επίγεια έκφανση του οποίου είναι το αυστηρό, ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα των καστών, καθώς και την ιδέα ότι ο κόσμος συνεχώς φτάνει σε ένα τέλος και ξεκινάει από την αρχή (αυτή η συνεχής κυκλική κίνηση του χώρου και του χρόνου ονομάζεται Samsara και προκύπτει απο την πίστη των Ινδών στην μετενσάρκωση) .
Η λέξη Βούδας ή Μπούντχα (χ δασύ) στην αρχαία ινδική γλώσσα, που περιλαμβάνει την διάλεκτο Πάλι (Pāli) και τη Σανσκριτική, σημαίνει ο «Αφυπνισμένος» ή «Φωτισμένος». Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος μπουντχ, που σημαίνει αφυπνίζω, φωτίζομαι και κατανοώ.
Η λέξη βούδας, συνεπώς, δεν αφορά στον συγκεκριμένο θρησκευτικό δάσκαλο που έζησε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά ένα τύπο ανθρώπου που έφθασε σε σημείο πνευματικής επίτευξης. Ο ιστορικός Σιντάρτα Γκοτάμα είναι απλά ένας σε μια μεγάλη ακολουθία από Βούδες, η οποία κατευθύνεται είτε προς το άχρονο παρελθόν είτε στους μακρινούς ορίζοντες του μέλλοντος. Εντούτοις ξεχώρισε —και έγινε τελικά η ηγετική μορφή του Βουδισμού— καθώς δίδαξε και σε άλλους τον τρόπο για να ακολουθήσουν την πορεία του. Μερικοί πιστεύουν ότι δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που βρήκε το μονοπάτι που τον οδήγησε τελικά στη φώτισή του και το δίδαξε στους μαθητές του. Άλλοι τον θεωρούν ως τον τελευταίο μιας σειράς από Βούδες που ήρθαν στον κόσμο για να κηρύξουν ή να αναβιώσουν την ντάρμα (στην παλική, Ντάμα), η οποία αποτελεί την διδασκαλία ή την οδό του Βούδα. Κάποιοι άλλοι τον θεωρούν μποντισάτβα, έναν άνθρωπο που πέτυχε τη φώτιση αλλά ανέβαλε την είσοδό του στη Νιρβάνα για να βοηθήσει κι άλλους που αναζητούσαν τη φώτιση.
Ο Γκαουντάμα Σιντάρτα (δηλ. ο Βούδας) πιστεύεται πως έζησε στο βορειοδυτικό τμήμα της Ινδίας κάπου ανάμεσα στον 6ο και τον 4ο αιώνα π.Χ. Ασκητής; Επικεφαλής ενός
συστήματος ασκητισμού που προϋπήρχε στην περιοχή αυτήν; Ταξιδευτής και διδάσκαλος;Είναι η κυρίαρχη φιγούρα του Βουδισμού. Έγινε "βούδας" μυούμενος στα μυστικά της εσωτερικής αυτής πεποίθησης στην αναγέννηση του ανθρώπου. Στον Ινδουϊσμό Βαϊσναβά ο ιστορικός Βούδας θεωρείται το άβαταρ, η ένατη και πιο πρόσφατη ενσάρκωση επί γης του ινδουϊστικού θεού Βισνού.
Οι περισσότεροι βουδιστές πιστεύουν ότι ο Γκαουντάμα Σιντάρτα έζησε και δίδαξε κατά τη διάρκεια της δυναστικής εξουσίας των Μαγκαντά, και ότι πέθανε περίπου το 491 π.Χ. Ωστόσο, τα βιογραφικά του στοιχεία είναι αντιφατικά και μη διασταυρωμένα.
Ήταν, πιθανόν, μέλος της κάστας Shakya, μιας κοινότητας που γεωγραφικά και πολιτιστικά υπήρξε απομονωμένη από την υπόλοιπη Ινδία και δεν αποκλείεται να ήταν μια μικρή ολιγαρχία με επικεφαλής τον ίδιο του τον πατέρα. Κατ'άλλους γεννήθηκε στο σημερινό Νεπάλ. Η ζωή του συνέπεσε, κατά πάσαν πιθανότητα, με την άνθηση των σχολών Σραμάνα.
Οι σχολές αυτές δίδασκαν την άσκηση, τον ασκητισμό, τη μαθητεία στα μυστήρια της ζωής μέσα από τη νηστεία, και υπάρχουν αμφισβητήσιμες φιλολογικές μαρτυρίες πως οι δάσκαλοί του ήταν ο Αλάρα Κάλαμα και ο Ουντάκα Ραμαπούτα, δυο ιστορικές προσωπικότητες που δεν αποκλείεται να δίδαξαν στον Γκαουντάμα Σιντάρτα τις μεθόδους διαλογισμού της εφηβείας του. Ο Βούδας πρέπει λογικά να υπήρξε ανανεωτής της παραδοσιακής τεχνικής διαλογισμού που διδάχθηκε ως έφηβος από τους βεδιστές βραχμάνους. Η ζωή του συμπίπτει χρονολογικά με τη δυναστεία των Αχαιμενιδών στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού κατά τη βασιλεία του Δαρείου του Πρώτου= που πάει να πει με την αναβίωση του αρχαίου Ζωροαστρισμού, εναντίον της απολυτότητας του οποίου τάχθηκε ο μεταγενέστερος Βουδισμός.
Ο Μαχαγυάνα Βουδισμός είναι η τρίτη θρησκεία που απαντάται στην Κίνα. Έφτασε στην Κίνα από την Ινδία. Η λέξη Βούδας σημαίνει «φωτισμένος» και είναι μια κατάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει κάθε άνθρωπος, αν το θελήσει, μέσα από πολλές ενσαρκώσεις. Γι’ αυτό στην Κίνα υπάρχει μια έκφραση που λέει «τη στιγμή που ρίχνει το όπλο του μπορεί να γίνει ένας Βούδας» και σημαίνει ότι ποτέ δεν είναι αργά για τους ανθρώπους να μετανοήσουν.
Στη βουδιστική θρησκεία υπάρχει ιεραρχία. Έτσι στην ανώτατη θέση βρίσκονται τα άτομα τα οποία έχουν επιτύχει την υπέρτατη φώτιση και έχουν την απόλυτη βουδική φύση. Στη συνέχεια έχουμε όσα βρίσκονται στην τελευταία ενσάρκωση και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στον Βούδα και τέλος είναι τα φωτισμένα άτομα που πρόκειται να γίνουν Βούδες ύστερα από πολλές μετενσαρκώσεις, βοηθώντας και άλλα άτομα να οδηγηθούν προς την αρετή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Βουδισμός καλύπτει περισσότερο τις μεταθανάτιες αγωνίες των πιστών.
Και οι τρεις παραπάνω θρησκείες είναι σήμερα ζωντανές στην Κίνα και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τόσο της κοινωνικής τους οργάνωσης και ιεραρχίας όσο και των φιλοσοφικών αναζητήσεών τους για τη σχέση τους με το Σύμπαν αλλά και των μεταφυσικών αναζητήσεων για τη μεταθανάτια ζωή.
Β’ΜΕΡΟΣ: ΚΙΝΕΖΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ
Οι Κινέζικες θεότητες είναι πάρα πολλές, καθώς κάθε δυναστεία εμπλούτιζε το πάνθεον των θεών, προσθέτοντάς τους και άλλες ιδιότητες. Θα παρουσιάσουμε κάποιες από αυτές.
ΔΡΑΚΟΣ
Ποιος δεν γνωρίζει τον Κινέζικο Δράκο σύμβολο του λαού της Κίνας, ίσως το πιο θεϊκό πλάσμα στη συνείδηση κάθε Κινέζου. Αντιπροσωπεύει τη χάρη, τη δύναμη, το θάρρος και την ανδρεία. Ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την ομορφιά τη σοφία και την καλοσύνη, χαρακτηριστικά εντελώς διαφορετικά από αυτά που προσδίδουμε οι Δυτικοί στην εικόνα του δράκου. Κυρίαρχος του υγρού στοιχείου, σύμβολο δύναμης, καλοτυχίας και ευμάρειας, αποτελεί κομμάτι της εθνικής ταυτότητας της Κίνας. Η ζωτική του ενέργεια θεωρείται ότι προσφέρει γονιμότητα και ευημερία.
Θεωρείται ότι ο Δράκος του κίτρινου ποταμού παρέδωσε στον αυτοκράτορα Φου Σι το κινεζικό αλφάβητο. Οι Δράκοι ελέγχουν τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και την ίδια τη ζωή.
Οι Δράκοι είναι εννιά- συμβολικός αριθμός για τους Κινέζους. Η πιο τυπική μορφή Δράκου είναι του κερασφόρου, που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά εννιά ζώων: το κεφάλι της καμήλας, τα μάτια του δαίμονα, τα αυτιά του ταύρου, τα κέρατα του ελαφιού ή αγριοκάτσικου, το λαιμό του φιδιού, τα πέλματα της τίγρης, τα νύχια του αετού και τις 117 λέπια του κυπρίνου.
Χάρη στις υπερφυσικές τους ικανότητες μπορούσαν να αλλάζουν μορφή και να ζευγαρώνουν με όμορφες θνητές- όπως έκανε και ο Δίας στην αχαία Ελλάδα. Οι απόγονοί τους κληρονομούσαν όλες τις αρετές τους και ήταν-τι άλλο;- αυτοκράτορες! Οι Δράκοι είχαν μάλιστα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Έτσι οι λαικοί είχαν μόμο τέσσερα νύχια, ενώ οι αυτοκρατορικοί πέντε. Αλίμονο σε όποιον φτωχό ζωγράφιζε δράκο με πέντε νύχια. Η τιμωρία ήταν ο θάνατος!
ΓΙΟΥ ΧΟΥΑΝΓΚ ΣΑΝΓΚ ΤΑΙ
Πρόκειται για τον πατέρα- Θεό Αυτοκράτορα όλων των άλλων θεοτήτων.
ΚΟΥΑΝ ΤΑΙ
Είναι ο θεός του πολέμου και μάλιστα πρόκειται για ένα υπαρκτό πρόσωπο από τη δυναστεία των Χανγκ, που θεοποιήθηκε μετά τον θάνατό του.
ΚΟΥΑΝ ΓΙΝ
Πρόκειται για μια γυναικεία θεά η οποία συμβολίζεται σαν μια όμορφη γυναίκα με λευκά ρούχα καθισμένη σε λωτό που κρατάει ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Αντιπροσωπεύει τη φιλευσπλαχνία και τη συμπόνια.
ΤΣΑΟ ΓΟΥΑΝΓΚ
Είναι ο θεός της οικογενειακής εστίας. Από τη μία προστατεύει την οικογένεια, από την άλλη δίνει αναφορά στις ανώτερες θεότητες για τη συμπεριφορά της οικογένειας, την πίστη της και το ήθος της, Από αυτή την αναφορά εξαρτάται και η καλοτυχία ή η κακοτυχία της οικογένειας
Πλήθος άλλων θεοτήτων υπάρχουν στην Κινέζικη θρησκεία η καθεμιά με τα σύμβολά της και την ερμηνεία της. Όλες μαζί οι θεότητες, στην πολυμορφία της κινέζικης θρησκείας, όπως την παρουσιάσαμε παραπάνω, αποτελούν στοιχεία της κινέζικης κουλτούρας, πάντα γοητευτικής για τον Δυτικό κόσμο.
Στέφανος Καντιδάκης Γιώργος Ρουμπής ΛΑ2 Νίκος Ξένιος καθηγητής
Ήδη από το 4000 π.Χ. γνωρίζουμε πλέον πως είχε αναπτυχθεί ένας διακριτός περιφερειακός πολιτισμός, προ-Χαράπειος, στην περιοχή. Τον ονομάζουμε προ-Χαράπειο επειδή τα υπολείμματα του βρίσκονται στα πρώιμα στρώματα των πόλεων του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού. Εκτενή εμπορικά δίκτυα τον συνέδεαν με τους σχετικούς περιφερειακούς πολιτισμούς και τις απόμακρες πηγές πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του lapis lazuli και άλλων υλικών για την παραγωγή διακοσμητικών χαντρών Οι χωρικοί, στο μεταξύ, εισήγαγαν πολυάριθμες καλλιέργειες, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το μπιζέλι, ο σπόρος του σουσαμιού, το βαμβάκι. Επίσης, εξημέρωσαν ένα ευρύ φάσμα κατοικίδιων ζώων, που περιλάμβαναν τον υδροβούβαλο, ένα ζώο ουσιαστικό ακόμη και σήμερα για τη γεωργική παραγωγή σε όλη την Ασία.
Ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού, 2600 π.Χ..-1500 π.Χ., δημιουργήθηκε κατά μήκος του Ινδού ποταμού στην ινδική υποήπειρο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι πιθανώς επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τον ινδουϊστικό πολιτισμό. Ξεχασμένος από την ιστορία, ως την ανακάλυψή του το 1920, τούτος ο πολιτισμός ταξινομείται μαζί με τους συγχρόνους του, τον Μεσοποταμιακό και τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, ως ένας από τους τρεις αρχαιότερους πολιτισμούς πάνω στον πλανήτη, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα στοιχεία της εμφάνισης πόλεων, της γεωργίας, της αρχιτεκτονικής και της γραφής. Από το 2600 π.Χ., ορισμένες προ-Χαράπειες εγκαταστάσεις έγιναν αστικά κέντρα με χιλιάδες ανθρώπους, που δεν είχαν ως πρώτιστο μέλημά τους τη γεωργία. Στη συνέχεια, προέκυψε ένας ενοποιημένος πολιτισμός σε όλη την περιοχή, που εξομοίωσε και αναδιαμόρφωσε όλες αυτές τις ξεχωριστές εγκαταστάσεις σε ακτίνα τουλάχιστον 1.000 χλμ. Τόσο ξαφνική ήταν η εμφάνιση αυτού του πολιτισμού, ώστε οι πρώτοι ερευνητές σκέφτηκαν πως μάλλον ήταν προϊόν εξωτερικής κατάκτησης ή μετανάστευσης. Όμως οι αρχαιολόγοι απέδειξαν με εκτεταμένες ανασκαφές ότι αυτός ο πολιτισμός ήταν αποτέλεσμα του προκατόχου του προ-Χαράπειου. Ό,τι φαίνεται ως ξαφνική εμφάνιση του πολιτισμού, είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας προγραμματισμένης και συνειδητής προσπάθειας. Για παράδειγμα, ορισμένες από τις παλαιότερες εγκαταστάσεις φαίνεται πως αναμορφώθηκαν, για να προσαρμοστούν σε ένα συνειδητά και καλά ανεπτυγμένο σχέδιο. Για αυτόν τον λόγο ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού θεωρείται πως είναι ο πρώτος που ανέπτυξε τον αστικό σχεδιασμό.
Χαρακτηριστικά, οι πόλεις διαιρούνται σε δύο τμήματα. Η πρώτη περιοχή περιλαμβάνει ένα χωμάτινο ανάχωμα που ονομάστηκε «ακρόπολη» από τους πρώτους αρχαιολόγους. Η δεύτερη περιοχή, η «κάτω πόλη», περιέχει σφιχτοδεμένα μεταξύ τους σπίτια και καταστήματα, σε καθορισμένες με σαφήνεια οδούς που σχεδιάστηκαν βάσει ακριβούς σχεδίου. Χρησιμοποιείτο ομοιόμορφο σύστημα μέτρων και σταθμών, ενώ οι δρόμοι και οι αλέες ήταν άκαμπτα δομημένες με ομοιόμορφο πλάτος σε όλες ουσιαστικά τις Χαράπειες περιοχές. Το κύριο οικοδομικό υλικό ήταν η πλίνθος, ψημμένη ή άψητη, σε αυστηρά τυποποιημένη μορφή. Οι μεγαλύτερες πόλεις αυτού του προ-ινδουϊστικού πολιτισμού φαίνεται πως φιλοξενούσαν τουλάχιστον 30.000 ανθρώπους. Όπως μαθαίνουμε από τη Χαράππα, το Μοχέντζο-ντάρο και το πρόσφατα ανακαλυμμένο Ρακχιγκάρχι (τις γνωστότερες και ενδεχομένως μεγαλύτερες πόλεις), ο αστικός σχεδιασμός φαίνεται πως περιελάμβανε και τα πρώτα γνωστά συστήματα αστικής υγιεινής. Μέσα στην πόλη οι μεμονωμένες κατοικίες ή ομάδες κατοικιών έπαιρναν νερό από τα φρεάτια. Από ένα ξέχωρο δωμάτιο που φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο για το λούσιμο, τα υγρά απόβλητα κατευθύνονταν έξω από την πόλη μέσω καλυμμένων αγωγών, κατά μήκος των σημαντικότερων οδών. Αν και το καλοχτισμένο σύστημα απομάκρυνε τα υγρά απόβλητα από την πόλη, φαίνεται πως οι κεντρικοί οδοί κυριαρχούνταν από δυσοσμία. Τούτο εξηγεί πιθανώς γιατί οι κατοικίες σε αυτές τις πρώιμες πόλεις είχαν ανοίγματα μόνο σε εσωτερικές αυλές και μικρότερες παρόδους. Ο σκοπός της «ακρόπολης» παραμένει ακόμη θέμα συζήτησης. Στην ίδια περίοδο στη Μεσοποταμία και την αρχαία Αίγυπτο δε χτίστηκε κάτι ανάλογο και δεν υπάρχει κανένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο ότι χρησιμοποιείτο ως παλάτι ή ναός. Μερικές από τις κατασκευές θεωρούνται μάλλον σιταποθήκες. Σε μια από τις πόλεις βρέθηκε ένα τεράστιο, καλοκτισμένο λουτρό, το οποίο θα μπορούσε να είναι δημόσιο. Αν και οι «ακροπόλεις» είναι περιτοιχισμένες, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι αυτές οι δομές ήταν αμυντικές. Θα μποορύσαν κάλλιστα να έχουν χτιστεί για να εκτρέπουν τα νερά που έφερναν οι εκτεταμένες πλημμύρες του ποταμού.
Οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων φαίνεται πως ήταν έμποροι ή τεχνίτες, οι οποίοι ζούσαν μαζί με άλλους που ακολουθούν το ίδιο επάγγελμα σε καθορισμένες συντεχνιακά γειτονιές. Τα υλικά από τις μακρινές περιοχές χρησιμοποιούνταν στις πόλεις για την κατασκευή σφραγίδων, χαντρών και άλλων αντικειμένων. Ανάμεσα στα χειροποίητα αντικείμενα που ανακαλύφθησαν, υπάρχουν όμορφες χάντρες, καμωμένες από βερνικωμένη πέτρα. Οι σφραγίδες φέρουν εικόνες ζώων, θεών και ενίοτε φέρουν επιγραφές. Μερικές από τις σφραγίδες χρησιμοποιούντο για να αποτυπώνουν στον άργιλο το είδος και την ποσότητα των εμπορικών αγαθών, αλλά είχαν πιθανώς και άλλες χρήσεις. Αν και μερικές κατοικίες φαίνεται πως ήταν μεγαλύτερες από άλλες, οι πόλεις αυτού του πολιτισμού είναι αξιοπρόσεκτες για την προφανή ισότητά τους. Για παράδειγμα, όλα τα σπίτια είχαν εξίσου πρόσβαση στις εγκαταστάσεις ύδατος και στο σύστημα διαχείρισης αποβλήτων. Ο παρατηρητής προσλαμβάνει εδώ την εντύπωση μιας απέραντης, κοινωνίας μεσαίων τάξεων.
Οι πρώτοι ιθαγενείς κάτοικοι της χώρας εξοντώθηκαν ή αφομοιώθηκαν από λαούς που κατέβηκαν από το Βορρά το 2.000 π.Χ. και επέβαλαν θρησκεία που τους ευνοούσε (το Βεδισμό). Ως αντίδραση σ' αυτήν την καταπίεση γεννήθηκε ο Βουδισμός, ο Ζαϊνισμός και πολλές αιρέσεις των τριών αυτών θρησκειών που προκάλεσαν φυλετικούς και πολιτικούς αγώνες ανάμεσα στις κατά τόπους ηγεμονίες. Ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος Α΄ επωφελήθηκε από τις διαμάχες αυτές και εισέβαλε στο παράκτιο δυτικό τμήμα της χώρας που το κατέλαβε το 517 π.Χ. Κατά την αρχαιότητα η Ινδία ήταν χωρισμένη σε 118 βασίλεια (όπως γράφει ο Μεγασθένης που έγραψε πρώτος για τον ινδικό κόσμο) και ο λαός του κάθε βασιλείου διαιρούνταν σε 7 τάξεις (ή κάστες) δηλαδή τους φιλόσοφους (Βραχμάνες), τους γεωργούς, τους βοσκούς, τους τεχνίτες, τους στρατιώτες, τους επόπτες και τους συμβούλους του βασιλιά. Για πρώτη φορά οι Ινδοί ήρθαν σ' επαφή με το δυτικό κόσμο, με την προέλαση του Μεγάλου Αλέξανδρου μέχρι τον Ινδό ποταμό. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ινδούς υπήρξε βαθιά. Δείγματά της ανακαλύπτουμε πολλά στην ινδική τέχνη. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιουργήθηκαν ινδικά κρατίδια με Έλληνες ηγεμόνες που διατηρήθηκαν μέχρι το 50 π.Χ. (κατά την περίοδο αυτή διαδόθηκε ευρύτατα ο Βουδισμός που δημιουργήθηκε γύρω στα 1700 π.Χ. σαν αντίδραση προς το Βεδισμό). Από τότε νέα φύλα εισβάλλουν από την κεντρική Ασία στην Ινδία και επικρατούν. Τον 7ο αιώνα η Ινδία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη σε κρατίδια, από τα οποία σπουδαιότερα ήταν το Κασμίρ και το Νεπάλ. Από αυτήν την εξασθένηση της χώρας επωφελήθηκαν οι μουσουλμάνοι, που εισέβαλαν για πρώτη φορά το 711 και υπόταξαν τις χώρες γύρω από τον Ινδό. Η μουσουλμανική κατάκτηση της Ινδίας ολοκληρώνεται στις αρχές του 14ου αιώνα. Επικίνδυνοι αντίπαλοι των μουσουλμάνων ηγεμόνων αρχίζουν να γίνονται τότε οι Μογγόλοι. Στο τέλος του 14ου αιώνα εισέβαλε στην Ινδία ο Ταμερλάνος και οι ταταρικές ορδές που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Μετά την ταταρική εισβολή ακολούθησε η επικράτηση των Μογγόλων που τη διαδέχθηκε η αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής διείσδυσης υπήρξαν οι Πορτογάλοι. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, που ονομάστηκε αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας στην Ινδία το 1524, θεμελίωσε την εκεί πορτογαλική κυριαρχία. Αυτή διήρκεσε πολλές δεκάδες χρόνια και υπήρξε απόλυτη στη δυτική ακτή της ινδικής χερσονήσου. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους Πορτογάλους οι Ολλανδοί και κυρίως οι Άγγλοι. Αυτοί, με την «Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών» που έγινε πανίσχυρη, απέκτησαν σημαντικά πρακτορεία και προνόμια στην Ινδία. Επί δυο αιώνες (17ο και 18ο) αγγλικά και γαλλικά συμφέροντα ανταγωνίζονταν στην Ινδία με αποτέλεσμα να επεκτείνουν βαθμηδόν την επιρροή τους, άλλοτε με τη βία και άλλοτε με την υπογραφή συμφωνιών με τους ντόπιους ηγεμόνες σ' όλη την ινδική χερσόνησο. Τελικά επικράτησαν οι Άγγλοι, που, αφού αντιμετώπισαν εξεγέρσεις των ιθαγενών, καθαίρεσαν τον τελευταίο Μογγόλο ηγεμόνα το 1857 και μεταβίβασαν (το επόμενο έτος) την εξουσία από την «εταιρεία των Ινδιών» στο αγγλικό στέμμα. Το 1877 η βασίλισσα Βικτωρία ονομάστηκε «αυτοκράτειρα των Ινδιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου