Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

H KOMMOYNA TOY ΠΑΡΙΣΙΟΥ: 1871

Μετά από τα επαναστατικά κινήματα του 1820, του 1830 και του 1848, τα οποία εξαπλώθηκαν και αναδιαμόρφωσαν πολιτικά και χωροταξικά τον παγκόσμιο χάρτη, η Παρισινή Κομμούνα, αν και εγκλωβισμένη κατά κύριο λόγο στη γαλλική πρωτεύουσα, προκαλεί ισχυρότερους φόβους ή και ελπίδες στην εν πολλοίς σαστισμένη Ευρώπη. Εκτοτε πυροδοτεί το ενδιαφέρον διαφορετικών επιστημών, δεδομένου ότι αποτελεί ταυτοχρόνως μια ιστορία κοινωνική, πολιτική, ταξική· μια ιστορία του εργατικού κινήματος και των επαναστατικών ομάδων· μια ιστορία επιτήρησης, προπαγάνδας και καταστολής· μια ιστορία ιδεολογιών και εννοιών· μια ιστορία των πόλεων και όπως δείχνουν οι νέες κατευθύνσεις της ιστοριογραφίας, μια ιστορία διεθνισμού με παγκόσμιες προεκτάσεις. Το 2006 η αναθεωρημένη έκδοση μιας κριτικής βιβλιογραφίας για την Παρισινή Κομμούνα (Robert Le Quillec, Bibliographie critique de la Commune de Paris 1871, La Boutique de l’Histoire, 2006) κατέγραφε 5.000 εκδόσεις για την επανάσταση του 1871. Σε αυτές θα πρέπει πλέον να προστεθούν οι νεότερες δουλειές των τελευταίων δεκαετιών, που παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό στα διεθνή συνέδρια της χρονιάς που διανύουμε, καθώς και μια πλούσια εκδοτική παραγωγή στα είδη της μυθοπλασίας, κυρίως λογοτεχνίας και κόμικ. Αν σε όλα αυτά συμπεριλάβουμε τα εκατοντάδες αφιερώματα ηλεκτρονικών περιοδικών, εφημερίδων και ιστοσελίδων, το συνολικό υλικό μοιάζει απροσπέλαστο.
Με το τέλος του γαλλοπρωσικού πολέμου (1871) το Παρίσι βρισκόταν υπό πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, ενώ είχαν αντέξει πρωτύτερα την πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν τη συνακόλουθη πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο (Αντόλφ Τιερ) φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους και έτσι στις 18 Μαρτίου ο Γαλλικός Στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού όμως αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι. Ανακήρυξη Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομμούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς εύνοια των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά τη διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο και κατήργησε τους τόκους.
Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου και από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με το Παρίσι. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι, και σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 Παριζιάνοι ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι 147 Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000. Συγκριτικά, την περίοδο της τρομοκρατίας κατά την πρώτη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμιση χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν και 4.500 με 7.000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμα πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις δημιουργήθηκαν κομμούνες προς συμπαράσταση στο Παρίσι οι οποίες κατεστάλησαν και αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ-Ετιέν (Saint-Étienne), Λε Κρεζό (Le Creusot) και Μασσαλία (Marseille). Αναφορές & επιδράσεις Η επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της σε τοπικό επίπεδο, καταργώντας τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους, αποδείχθηκε θνησιγενής. Τα πιο γνωστά έργα που αναλύουν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας είναι Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία του Καρλ Μαρξ, γραμμένο λίγο καιρό μετά το τέλος της Κομμούνας, και το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν. Πληθώρα άλλων έργων σοσιαλιστών αναλυτών ασχολούνται με το θέμα. Η επίδραση της Παρισινής Κομμούνας στα επόμενα επαναστατικά εγχειρήματα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε μεγάλη, τόσο ως συμβόλου όσο και ως του πρώτου πειράματος εργατικής-σοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Η Παρισινή Κομμούνα προκαλεί το ενδιαφέρον καθώς στέκεται αινιγματική στο σταυροδρόμι των επαναστάσεων της νεότερης Ιστορίας. Αποτελεί μια νικηφόρα απόπειρα επανάστασης που προλαβαίνει να δημιουργήσει, έστω πρόσκαιρα, πολλαπλές αναπαραστάσεις ενός νέου, διαφορετικού κόσμου. Γι’ αυτό και η καταστολή που θα ακολουθήσει είναι συστηματική και διαρκεί χρόνια. Αποτυπώνεται στην εγκύκλιο που αποδέχονται οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τη δίωξη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, στις εκτελέσεις της αιματηρής εβδομάδας, στα στρατοδικεία, στις εξορίες, τις απελάσεις, στη διαπόμπευση των κρατουμένων και στις ποινές που επιβάλλονται ερήμην σε όσους κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Η καταστολή αντικατοπτρίζεται στην ανέγερση του ναού της Σακρέ-Κερ (Basilique du Sacré Cœur) στο ψηλότερο σημείο της πόλης για τον «εξαγνισμό» του Παρισιού, στην αναδιαμόρφωση της αστυνομίας των μεγάλων πόλεων, στην εντατικοποίηση του βαθμού επιτήρησης της ζωής των πολιτών, στη λογοκρισία που θα εφαρμοστεί για περίπου δέκα χρόνια, στην κρυφή χρηματοδότηση και φανερή βράβευση ευνοϊκών προς το καθεστώς εκδόσεων, από τις οποίες αρκετά αφηγήματα επικρατούν και αναπαράγονται ακόμα και σήμερα. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον που εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια γύρω από την επανάσταση του 1871 έχει να μας πει λοιπόν πολλά για τη σύνθετη ιστορία του 19ου αιώνα, ενώ επίσης αποκαλύπτει μια αγωνία απέναντι σε σημερινά αδιέξοδα.
Κατ’ αρχάς, στην Κομμούνα διακρίνεται –παραφθαρμένο μεν αλλά εντούτοις επίμονο και ευδιάκριτο– εκείνο το νήμα που τη συνδέει με την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι οι επίγονοι του Hébert και όχι μόνο. Οι κομμουνάροι εκδίδουν εφημερίδες με τίτλους χαρακτηριστικούς, οι οποίοι παραπέμπουν ευθέως στην εμπειρία και στην πολιτική μνήμη του 1793: L’ Ami du peuple, Le Père Duchêne, Le fils du Père Duchêne, Les lamentations de la mère Duchêne, L’ oeuil de Marat, La Montagne. Πρόκειται, με τρόπο ασαφή, ρευστό, αόριστο για μια σύγκρουση ενάντια σε ό,τι παραπέμπει πίσω στο Παλαιό Καθεστώς, μια μάχη απέναντι στη Μοναρχία και στην Εκκλησία, οι οποίες φέρονται να έχουν προδώσει τον λαό της πόλης. Μάλιστα, αυτή η συνιστώσα αριστερού γιακωβινισμού φέρει και μια ισχυρή πατριωτική διάσταση, που τώρα σχετίζεται άμεσα με την τραυματική ήττα στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και την κατοχή του Παρισιού. Είναι συνεπώς οι εξωτερικές εξελίξεις που τροφοδοτούν την άνοδο του πολιτικού θερμομέτρου στο εσωτερικό, σε μια αξεδιάλυτη αλληλεπίδραση του «έξω» με το «μέσα» και αντιστρόφως, την οποία η σύγχρονη έρευνα έχει συχνά υπογραμμίσει αναφορικά με τη μηχανική των επαναστατικών φαινομένων εν γένει.
Από την άλλη πλευρά, ένας τέτοιος λαϊκός δημοκρατικός ριζοσπαστισμός της République δεν μένει στάσιμος. Με προεξάρχουσα τη μορφή του Auguste Blanqui (Ωγκίστ Μπλανκί) και την επίκληση στη λαϊκή επαναστατική βούληση, που νομιμοποιεί τη βία εναντίον των «προνομιούχων», ανανεώνεται και εμπλουτίζεται ως προς τα κοινωνικά του αιτήματά, αναπροσαρμόζοντας τις προτεραιότητες και τις ζητήσεις. Η Κομμούνα δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία στη μικρή της κλίμακα, η οποία άλλωστε δεσπόζει στη γαλλική οικονομία, της οποίας ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός υστερεί σε σύγκριση με τους αγγλικούς αλματώδεις ρυθμούς. Η Κομμούνα εκφράζει τα συμφέροντα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων. Στις μέρες της, θεσπίζεται το πάγωμα των τιμών των ενοικίων, η απαγόρευση των τόκων, επιβάλλονται σκληροί περιορισμοί επί των ενεχυροδανειστηρίων, αναστέλλεται η αποπληρωμή των χρεών. Πίσω από όλα αυτά, διαφαίνεται η μορφή και η επίδραση της διδασκαλίας του Προυντόν. Κερδίζουν πλέον έδαφος τα αποκεντρωτικά και αντισυγκεντρωτικά στοιχεία, εκείνα που στρέφονται ανοικτά ενάντια στο κράτος: η παραγωγή στη μικρή κλίμακα, η αλληλοβοήθεια, ο μιουτουαλισμός, η κοοπερατίβα, ο συντεχνιακός συνδικαλισμός, η ομοσπονδία. Ολα διακρίνονται ακόμα ρευστά, απροσδιόριστα, σε μια μεθόριο αμφίσημη και δυσανάγνωστη, σε μια ιστορική στιγμή μετέωρη ανάμεσα στις παλιότερες επαναστατικές μνήμες και στις καινούργιες προτεραιότητες του εργατικού κινήματος.
Πράγματι, η παρουσία του εργατικού κόσμου στους κόλπους της Κομμούνας είναι κυρίαρχη. Μισθωτοί χειρώνακτες από κοινού με μικροτεχνίτες, μικροβιοτέχνες, μικρεμπόρους και υπαλλήλους. Πρόκειται πάντως για μια υπόθεση της πόλης, του άστεως, καθώς η ύπαιθρος, η μεγάλη αγροτική ενδοχώρα δεν ακολουθεί. Και οι ομόλογες της παρισινής Κομμούνες, π.χ. στη Μασσαλία, αφορούν και πάλι τα αστικά κέντρα. Εύστοχα λοιπόν έχει υποστηριχτεί πως πρόκειται για μια «εκδίκηση», για μια «ανακατάληψη» της πόλης, του κεντρικού αστικού ιστού από τους εργατικούς και πληβειακούς πληθυσμούς που είχαν ήδη αρχίσει να περιθωριοποιούνται στα περίχωρα και στις απομακρυσμένες, υποβαθμισμένες συνοικίες της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η είσοδος των μαζών στην πολιτική σκηνή είναι εκρηκτική. Και το γεγονός αυτό από μόνο του αρκεί, παρά τον ιδεολογικά μεταιχμιακό χαρακτήρα του 1871, προκειμένου η Κομμούνα να αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης και από τους δύο ισχυρούς πόλους της διασπασμένης ηγεσίας της πρώτης Διεθνούς. Για τον Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία συνιστά την πρώτη απόπειρα δημιουργίας μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου», παρότι οι προυντονικές και έκδηλα αναρχικές αποχρώσεις της Κομμούνας, όπως και ο πατριωτικός, αντιπρωσικός χαρακτήρας της, έθεταν εμφανή προσκόμματα στον γερμανικό επιστημονισμό του. Από την άλλη, για τον Μπακούνιν, που κατήγγειλε τον «αυταρχικό σοσιαλισμό» των μαρξιστών, η Κομμούνα μπορούσε να υιοθετηθεί μάλλον ευκολότερα, παραβλέποντας αρκετά επιλεκτικά τις γιακωβίνικης υφής καταβολές της.
Η λέξη “ουτοπία” χρησιμοποιείται από τον Τόμας Μορ ως τίτλος του βιβλίου του που εκδόθηκε το 1516 και περιγράφει ένα φανταστικό νησί στο οποίο έχει επιτευχθεί η ανθρώπινη ευτυχία. Ωστόσο, η έννοια υπάρχει από την εποχή του Πλάτωνα, η Πολιτεία του οποίου περιγράφει με λεπτομέρειες ένα μεγαλειώδες όραμα αρμονικής και δίκαιης συνύπαρξης των πολιτών μέσα σε μια κοινωνία όπου “οι φιλόσοφοι κυβερνούν” ή “οι κυβερνήτες φιλοσοφούν”.
Δυστυχώς, η απόπειρα του συγγραφέα της Πολιτείας να βάλει σε εφαρμογή τις ιδέες του, εκπαιδεύοντας κατάλληλα τον Διονύσιο τον Νεότερο, ηγεμόνα των Συρακουσών, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του. Αλλά και οι πολύ μεταγενέστερες ουτοπίες των νεότερων χρόνων, που ενσάρκωναν τα ηθικοπολιτικά ιδεώδη της εποχής του Διαφωτισμού, έμειναν στις περισσότερες περιπτώσεις στο επίπεδο του αφηρημένου οραματισμού, όπως τα πολιτικά μοντέλα των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα ΣαινΣιμόν και Φουριέ.
Οι ιδέες του Διαφωτισμού περί ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης για τους ουτοπιστές. Το έργο του Ρουσσώ Ο Λόγος περί ανισότητας άσκησε καθοριστική επίδραση στη μετέπειτα σοσιαλιστική σκέψη.
O Μπαμπέφ κληρονόμος της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού έσπρωξε έως τα άκρα τη διεκδίκηση της ισότητας. Έγινε εκφραστής της δυσαρέσκειας των μαζών και για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα σε κοινωνική βάση. Υποστήριξε όμως ότι η πραγματοποίηση του κομμουνισμού ήταν εφικτή μόνο μέσα από τη δράση των λίγων. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο της Βαντόμ στη Συνωμοσία των Ίσων όπου καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1797.
Εκπρόσωποι του ουτοπικού σοσιαλισμού (του Κωνσταντίνου Πετρίδη)
Η βάση της επιχειρηματολογίας των ουτοπιστών σοσιαλιστών είναι η κριτική της ισότητας του Μπαμπέφ και η ιδέα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Oι εκπρόσωποι του ουτοπικού σοσιαλισμού στη Γαλλία ήταν ο Σαιν Σιμόν, ο Κάρολος Φουριέ και στην Αγγλία ο Ρόμπερτ Όουεν. Ο Σαιν Σιμόν ανέλυσε τη Γαλλική Επανάσταση ως έναν αγώνα ανάμεσα στις τάξεις των ευγενών, των αστών και των ακτημόνων. Εισηγήθηκε μία βιομηχανική κοινωνία η οποία διευθύνεται από παραγωγούς. Η καλυτέρευση της εργατικής τάξης κατά τον Σαιν Σιμόν θα προέλθει από την κοινωνία και όχι από την ίδια την εργατική τάξη. Επίσης ο Σαιν Σιμόν υποστηρίζει ότι η πολιτική είναι μία έκφραση της οικονομίας και σύμφωνα με αυτή θα πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία.
Οι οπαδοί και συνεχιστές του Σαιν Σιμόν χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα το πολιτικό και το θρησκευτικό. Κατά τον Σαιν Σιμόν η καλυτέρευση του ανθρώπου ήταν ουσιώδες στοιχείο και προϋπόθεση για την καλυτέρευση της εργατικής τάξης. Στο έργο του Ο Νέος Χριστιανισμός αναπτύσσονται ιδέες για την ηθική ανύψωση του προλεταριάτου. Στο έργο του Σαιν Σιμόν συνδυάζεται η επιστήμη και η θρησκεία, μία θρησκεία όμως η οποία υπηρετεί κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο την παιδαγωγική.
Το έργο του Φουριέ αποκαλύπτει την υλική και ηθική αθλιότητα του αστικού κόσμου, καταγγέλλει την αστική κοινωνία. Η κριτική του εμπεριέχει το στοιχείο της ιστορικής αντίληψης. Η εξέλιξη κατά το Φουριέ διαιρείται στην αγριότητα, τη βαρβαρότητα, την πατριαρχία και τον πολιτισμό. Η ιστορία προοδεύει σύμφωνα με το Φουριέ και είναι ο πρώτος που διατυπώνει την αρχή της απελευθέρωσης της γυναίκας. Παράλληλα προτείνει μία μορφή μικρού κοινοβίου το Φαλανστήριο όπου οι άνθρωποι θα οργανωθούν σύμφωνα με τη φύση. Η εκπαίδευση παίζει βασικό ρόλο και ο άνθρωπος θα πρέπει να αναπτύξει όλες τις ικανότητές του. Επίσης δεν θα πρέπει να υπάρχει καταμερισμός της εργασίας, οι άνθρωποι θα πρέπει να μπορούν να απασχολούνται με πολλά πράγματα ώστε να διαμορφώνουν έναν πολύπλευρο χαρακτήρα.
Στην Αγγλία ο Όουεν θα επεξεργαστεί τον σοσιαλισμό από τη θέση της διεύθυνσης ενός εργοστασίου. Βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας, (μειώνοντας το ωράριο) διαβίωσης και εκπαίδευσης των εργατών του. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση των κερδών και η ηθική ανύψωση των εργατών. Ο Όουεν θεωρεί ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας εμποδίζεται από την ατομική ιδιοκτησία, τη θρησκεία και το θεσμό του γάμου. Εισηγείται τον ομοσπονδιακό συνδικαλισμό, τις επαγγελματικές ομοσπονδίες οι οποίες αντικατέστησαν τις οργανώσεις εργατών κατά επιχείρηση. Επίσης προσπαθεί να αποδείξει ότι ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης είναι οικονομικά εφικτό.
Στην Αγγλία ο Όουεν θα επεξεργαστεί τον σοσιαλισμό από τη θέση της διεύθυνσης ενός εργοστασίου. Βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας, (μειώνοντας το ωράριο) διαβίωσης και εκπαίδευσης των εργατών του. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση των κερδών και η ηθική ανύψωση των εργατών. Ο Όουεν θεωρεί ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας εμποδίζεται από την ατομική ιδιοκτησία, τη θρησκεία και το θεσμό του γάμου. Εισηγείται τον ομοσπονδιακό συνδικαλισμό, τις επαγγελματικές ομοσπονδίες οι οποίες αντικατέστησαν τις οργανώσεις εργατών κατά επιχείρηση. Επίσης προσπαθεί να αποδείξει ότι ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης είναι οικονομικά εφικτό.
Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος ιστορικά και θα τον διαδεχτεί ένα ανώτερο παραγωγικό σύστημα το κομμουνιστικό. Το ανώτερο αυτό σύστημα θα δημιουργηθεί από την εργατική τάξη και γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει η ίδια να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο. Η θεωρία του εμπεριέχει το στοιχείο της επαναστατικής διαδικασίας η οποία θα ανατρέψει την αστική τάξη. Ο πολιτικός συγκεντρωτισμός της αστικής τάξης θα πρέπει να αντικατασταθεί. Όπως η αστική τάξη ανέτρεψε το φεουδαλισμό, η εργατική τάξη μέσα από την ιστορική νομοτέλεια θα πρέπει να την ανατρέψει.
ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ, ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ: της Ζαφείρας Μαγουλά και της Αναστασίας Τζήκα
Oι εκπρόσωποι του ουτοπικού σοσιαλισμού στη Γαλλία ήταν ο Σαιν Σιμόν, ο Κάρολος Φουριέ και στην Αγγλία ο Ρόμπερτ Όουεν. Ο Σαιν Σιμόν ανέλυσε τη Γαλλική Επανάσταση ως έναν αγώνα ανάμεσα στις τάξεις των ευγενών, των αστών και των ακτημόνων. Εισηγήθηκε μία βιομηχανική κοινωνία η οποία διευθύνεται από παραγωγούς. Η καλυτέρευση της εργατικής τάξης κατά τον Σιμόν θα προέλθει από την κοινωνία και όχι από την ίδια την εργατική τάξη. Επίσης ο Σιμόν υποστηρίζει ότι η πολιτική είναι μία έκφραση της οικονομίας και σύμφωνα με αυτή θα πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία. Οι οπαδοί και συνεχιστές του Σαιν Σιμόν χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα το πολιτικό και το θρησκευτικό. Κατά το Σιμόν η καλυτέρευση του ανθρώπου ήταν ουσιώδες στοιχείο και προϋπόθεση για την καλυτέρευση της εργατικής τάξης. Στο έργο του "Ο Νέος Χριστιανισμός" αναπτύσσονται ιδέες για την ηθική ανύψωση του προλεταριάτου. Στο έργο του Σαιν Σιμόν συνδυάζεται η επιστήμη και η θρησκεία, μία θρησκεία όμως η οποία υπηρετεί κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο την παιδαγωγική.
Το έργο του Φουριέ αποκαλύπτει την υλική και ηθική αθλιότητα του αστικού κόσμου, καταγγέλλει την αστική κοινωνία. Η κριτική του εμπεριέχει το στοιχείο της ιστορικής αντίληψης. Η εξέλιξη κατά τον Φουριέ διέρχεται τις περιόδους της αγριότητας, της βαρβαρότητας, της πατριαρχίας και του πολιτισμού. Η ιστορία προοδεύει σύμφωνα με το Φουριέ και είναι ο πρώτος που διατυπώνει την αρχή της απελευθέρωσης της γυναίκας. Παράλληλα προτείνει μία μορφή μικρού κοινοβίου, το Φαλανστήριο όπου οι άνθρωποι θα οργανωθούν σύμφωνα με τη φύση. Η εκπαίδευση παίζει βασικό ρόλο και ο άνθρωπος θα πρέπει να αναπτύξει όλες τις ικανότητές του. Επίσης δεν θα πρέπει να υπάρχει καταμερισμός της εργασίας, οι άνθρωποι θα πρέπει να μπορούν να απασχολούνται με πολλά πράγματα ώστε να διαμορφώνουν έναν πολύπλευρο χαρακτήρα.
Ο Φουριέ αφιέρωσε τη ζωή του στην αποκάλυψη του καπιταλιστικού συστήματος και των κοινωνικών αντιθέσεων. Το έργο του ήταν διαποτισμένο από ανθρωπιστικό πάθος, από την επιθυμία να εγκαθιδρύσει μια τάξη πραγμάτων που θα εγγυόταν την εργασία, τα μέσα ύπαρξης και την ευημερία στους αδικημένους. Εκφραζόταν τολμηρά εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος. Το 1822 δημοσιεύει μια διατριβή (Πραγματεία για τον οικοκυρικό και γεωργικό συνεταιρισμό) που εκθέτει αναλυτικά τις φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές του απόψεις και δίνει μεγάλη προσοχή στην κοινωνική κριτική και την περιγραφή της αρμονικής κοινωνίας. Προσπάθησε να επεξεργαστεί λεπτομερειακά τη δομή και τον τρόπο ζωής στις κολεκτίβες εργασίας, που ονόμαζε φάλαγγες (φαλανστήρια). Πίστευε ότι αυτοί οι συνεταιρισμοί μπορούσαν να εγκαθιδρυθούν άμεσα, χωρίς αλλαγή στο κοινωνικό σύστημα, και πίστευε ακράδαντα πως κάποιος πλούσιος βιομήχανος θα εφάρμοζε και θα χρηματοδοτούσε το σύστημά του. Παρά τις αυταπάτες του για το χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, έδωσε σημαντική ώθηση με τις ιδέες του στο σοσιαλιστικό όραμα.
Ο Φουριέ έδειξε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι φορέας ανωμαλίας, αναρχίας και πολέμων, τρέφει την εγκληματικότητα και, όσο αναπτύσσεται και πλησιάζει στην παρακμή του, τόσο πιο αποκρουστικό γίνεται. Είδε ενδείξεις σήψης του σύγχρονου πολιτισμού και των διαστροφών του, κυρίως στην ανωμαλία και την αναρχία, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Με ζωηρές πινελιές απεικόνισε τα κερδοσκοπικά τεχνάσματα και τη στενομυαλιά που χαρακτηρίζουν το γαλλικό εμπόριο, έδωσε σατιρική περιγραφή των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων και της θέσης των γυναικών στην αστική κοινωνία. Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την ιδέα ότι ο βαθμός της ελευθερίας που έχει αποκτήσει μια δεδομένη κοινωνία, πρέπει να μετριέται με το βαθμό ελευθερίας που έχει δοθεί στις γυναίκες. Αν και δεν ήταν υλιστής, ο Φουριέ έδειξε ότι η κρατική εξουσία, η επιστήμη, η ηθική, η φιλοσοφία και η θρησκεία υπηρετούν τα συμφέροντα των πλουσίων, της άρχουσας τάξης. Μιλάει ειρωνικά για το αστικό σύνταγμα, τονίζοντας ότι υπόσχεται στους φτωχούς μόνο φανταστικά, εφήμερα δικαιώματα, ενώ τους αρνείται το πιο ζωτικό: ένα κομμάτι ψωμί. Επέκρινε αριστοτεχνικά το σύνθημα της αστικής τάξης, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στη Γαλλία εκείνη την εποχή: “Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα”. Κατέδειξε ότι το σύνολο των φτωχών τάξεων της κοινωνίας, εξαναγκαζόμενο να υποδουλώνεται με τη μισθωτή εργασία, δεν έχει καμιά απολύτως πολιτική ή κοινωνική ελευθερία. Αυτό το συμπέρασμα χαράζει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο Φουριέ και τους προηγούμενούς του φιλόσοφους του 18ου αιώνα.
Στην Αγγλία ο Όουεν θα επεξεργαστεί τον σοσιαλισμό από τη θέση της διεύθυνσης ενός εργοστασίου. Βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας, (μειώνοντας το ωράριο) διαβίωσης και εκπαίδευσης των εργατών του. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση των κερδών και η ηθική ανύψωση των εργατών. Ο Όουεν θεωρεί ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας εμποδίζεται από την ατομική ιδιοκτησία, τη θρησκεία και το θεσμό του γάμου. Εισηγείται τον ομοσπονδιακό συνδικαλισμό, τις επαγγελματικές ομοσπονδίες οι οποίες αντικατέστησαν τις οργανώσεις εργατών κατά επιχείρηση. Επίσης προσπαθεί να αποδείξει ότι ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης είναι οικονομικά εφικτό. Η βάση της επιχειρηματολογίας των ουτοπιστών σοσιαλιστών είναι η ιδέα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας.
ΠΡΟΥΝΤΟΝ- ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Ο Προυντόν ήταν τυπογράφος στο επάγγελμα, ο οποίος έμαθε μόνος του λατινικά, για να τυπώνει καλύτερα βιβλία σε αυτήν τη γλώσσα. Η γνωστότατη του φράση είναι ότι η ιδιοκτησία είναι κλεψιά, που περιέχεται στο πρώτο του μεγάλο έργο Περί ιδιοκτησίας (Qu'est-ce que la propriété? Recherche sur le principe du droit et du gouvernement), που εκδόθηκε το 1840.
Η έκδοση του βιβλίου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των γαλλικών αρχών, αλλά και την κριτική του Μαρξ, ο οποίος ξεκίνησε αλληλογραφία με το συγγραφέα. Οι δύο άντρες αλληλοεπηρεάστηκαν: Συναντήθηκαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του Μαρξ. Η φιλία τους τελικά έληξε, όταν ο Μαρξ απάντησε στο "Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας" του Προυντόν με το προκλητικά τιτλοφορημένο "Η αθλιότητα της φιλοσοφίας". H διαμάχη έγινε μία των πηγών ρήξης μεταξύ των αναρχικών και των μαρξιστικών πτερύγων της Πρώτης Διεθνούς. Ο Προυντόν προτιμούσε τα εργατικά σωματεία και τους εργατικούς συνεταιρισμούς, όπως και την ατομική εργατική/αγροτική ιδιοκτησία, παρά την κοινωνικοποίηση της γης και των χώρων εργασίας. Πίστευε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να επιτευχθεί με ειρηνικό τρόπο.
Στις "Εξομολογήσεις ενός επαναστάτη" ο Προυντόν ισχυρίστηκε ότι "η αναρχία είναι τάξη" (Anarchy is Order), μια φράση που πολύ αργότερα ενέπνευσε, κατά τη γνώμη κάποιων, το αναρχικό σύμβολο του Α μέσα σε κύκλο, σήμερα ένα από τα πιο κοινά γκράφιτι στις πόλεις. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει μια εθνική τράπεζα, η οποία θα χρηματοδοτείτο από φόρο εισοδήματος σε καπιταλιστές και μετόχους. Παρόμοια κατά κάποιον τρόπο με μια πιστωτική ένωση, θα παρείχε άτοκα δάνεια.
Στο τέλος της ζωής του ο Προυντόν τροποποίησε κάποιες από τις προηγούμενες απόψεις του. Στην "Αρχή του Φεντεραλισμού" (1863) άλλαξε την αρχική κατά του κράτους στάση του, παραθέτοντας επιχειρήματα για την "εξισορρόπηση της εξουσίας από την ελευθερία" διατυπώνοντας μια "θεωρία ομοσπονδιακής κυβέρνησης". Επίσης όρισε διαφορετικά τον αναρχισμό, "ο καθένας κυβερνά τον εαυτό του", που σήμαινε ότι "οι πολιτικές λειτουργίες περιορίστηκαν σε βιομηχανικές λειτουργίες και ότι το κοινωνικό σύστημα προκύπτει μονάχα από τις συναλλαγές και τις ανταλλαγές". Σε αυτό το έργο επίσης αποκάλεσε το οικονομικό του σύστημα "αγροτικο-βιομηχανική ομοσπονδία", υποστηρίζοντας ότι θα παρείχε συγκεκριμένες ομοσπονδιακές ρυθμίσεις, προστατεύοντας τους πολίτες των ομοσπονδιακών κρατών από τον καπιταλιστικό και τον οικονομικό φεουδαλισμό, τόσο μέσα όσο κι έξω από αυτά" κι έτσι θα σταματούσε την επανεισήγηση της "έμμισθης δουλείας". Αυτό, επειδή "τα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να ενισχύονται από την οικονομία". Στη "Θεωρία της ιδιοκτησίας", που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, υποστήριζε ότι "η ιδιοκτησία είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σταθεί ως αντίβαρο στο Κράτος". Επομένως, "ο Προυντόν μπορούσε να διατηρήσει την ιδέα της ιδιοκτησίας ως κλεψιάς και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα νέο της ορισμό ως ελευθερίας. Υπάρχει μια μόνιμη πιθανότητα κατάχρησης, εκμετάλλευσης, που σημαίνει κλεψιά. Ταυτόχρονα όμως η ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δημιούργημα της κοινωνίας και ένα οχύρωμα απέναντι στην καταπατητική δύναμη του κράτους".
Συνέχισε να αντιτίθεται στην ιδιοκτησία, τόσο καπιταλιστική όσο και κρατική. Στη "Θεωρία της Ιδιοκτησίας" υποστηρίζει: "Τώρα, το 1840, απορρίπτω κατηγορηματικά την ιδέα της ιδιοκτησίας, τόσο για το σύνολο όσο και για το άτομο", αλλά μετά διατυπώνει τη νέα του θεωρία για την ιδιοκτησία: "Η ιδιοκτησία είναι η μεγαλύτερη επαναστατική δύναμη που υπάρχει, με εκπληκτική ικανότητα να στέκεται ενάντια στην εξουσία" και "η κυριότερη λειτουργία της ιδιοκτησίας μέσα στο πολιτικό σύστημα θα είναι να στέκεται ως αντίβαρο στο κράτος, κι έτσι να ενισχύει την ελευθερία του ατόμου". Παρόλα αυτά, συνέχισε να αντιτίθεται στη συγκέντρωση πλούτου και ιδιοκτησίας, υποστηρίζοντας τη μικρής κλίμακας ιδιοκτησία των αγροτών και των τεχνιτών. Ακόμη αντετίθετο στην ιδιωτική ιδιοκτησία της γης: "Αυτό που δεν μπορώ να δεχτώ, σε σχέση με τη γη, είναι ότι το να καταβάλλεις δουλειά δίνει το δικαίωμα να κατέχεις αυτό στο οποίο δούλεψες". Επιπροσθέτως, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η "ιδιοκτησία" θα έπρεπε να είναι πιο ισοκατανεμημένη και περιορισμένη στο μέγεθος που πραγματικά χρησιμοποιούσαν τα άτομα, οι οικογένειες και οι ενώσεις εργατών. Υποστήριζε το δικαίωμα στην κληρονομιά, και το υπερασπιζόταν σαν "ένα από τα θεμέλια της οικογένειας και της κοινωνίας". Ωστόσο αρνιόταν να το επεκτείνει πέρα από τα προσωπικά υπάρχοντα, υποστηρίζοντας ότι "σύμφωνα με τους κανόνες της ένωσης, η μεταβίβαση πλούτου δεν αφορούσε τα μέσα εργασίας".
Ανακεφαλαίωση: Ο Αναρχισμός σχηματοποιείται στα πλαίσια μιας ιδέας που αποτελεί απότοκο κριτικής στις ιδέες που κυριάρχησαν κατά την περίοδο του γαλλικού διαφωτισμού.
Πρόκειται,για μια ιδέα που προτείνει την λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας προτάσσοντας ως κύρια στοιχεία της:την αυτονομία,την ισονομία και την ελευθερία μεταξύ των μελών της και υλοποιείται στα πλαίσια της ακρατικής,αταξικής κοινότητας.Δηλαδή μιας κοινότητας,χωρίς την πολιτική,δικαστική, αστυνομική και σοφρωνιστική αρχή,που στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και στην αλληλεγγύη.
Ο όρος αναρχισμός ίσως θα έπρεπε να αντικατασταθεί από αυτόν της αναρχίας,μιας και δεν αποτελεί σύστημα με την αυστηρή έννοια του όρου Στα πρώτα βήματά της,τη συναντάμε με τον όρο σοσιαλισμός.Ένας εκ των πρώτων που σκιαγράφησε την μορφή της,ήταν ο γάλλος σοσιαλιστής,φιλόσοφος Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν.Θεωρείται ένας εκ των ουτοπικών σοσιαλιστών που δέχτηκε κριτική από τον Κάρολο Μάρξ.Η κριτική αυτή όμως,δεν αναφέρεται στην ιδέα,μιας και ο ίδιος ο Μάρξ έχει ως στόχο την ακρατική,αταξική κοινωνία,αλλά στον τρόπο υλοποίησής της.
Αυτός που ξεκινάει να της δίνει μορφή είναι ο ρώσος επαναστάτης Μιχαήλ Μπακούνιν.Δεν άφησε κάποιο ολοκληρωμένο συγγραφικό έργο με την μορφή κάποιου βιβλίου,αλλά αποσπάσματα που οι μετέπειτα μελετητές του τα συνέδεσαν και προσπάθησαν να τα ολοκληρώσουν.Ο ίδιος συμμετείχε σε διάφορα επαναστατικά κινήματα και σε κύκλους διανοουμένων της εποχής του,με αποκορύφωση την δημιουργία της πρώτης διεθνούς ένωσης εργατών μαζί με τον Κάρολο Μάρξ.
Στην σχηματοποίησή της συνέβαλε αποφασιστικά ο ρώσος Πιοτρ Κροπότκιν.Ο κύριος όγκος του έργου του,προσπαθεί να αποδείξει ότι η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη αποτελούν φυσικό γεγονός για το ανθρώπινο είδος και όχι μόνο.Χαρακτηριστικό που του έχει αποδοθεί μετά τον θάνατό του,ως ο πιο τίμιος άνθρωπος του κόσμου.
ΕΙΝΑΙ Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΟΥΤΟΠΙΑ;
Η ευρύτερα διαδεδομένη σοβαρή εναλλακτική πρόταση στο φιλελεύθερο μοντέλο εκφράζεται τον 20ό αιώνα μέσα από τη διαμόρφωση της επαναστατικής ιδεολογίας που επιδιώκει τον ριζικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η σοσιαλιστική θεώρηση, που γεννιέται μέσα από την παράδοση του Διαφωτισμού και συνδέεται με τα ουτοπικά οράματα του 19ου αιώνα, για τα οποία κάναμε λόγο παραπάνω, τοποθετείται στα “αριστερά” της φιλελεύθερης ιδεολογίας, καθώς επαγγέλλεται την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατίας με την πραγμάτωση της ουσιαστικής οικονομικής ισότητας των πολιτών. Η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας προς την κατεύθυνση του κομμουνιστικού προτύπου, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ (19ος αιώνας) και στην πολιτική σκέψη του ηγέτη της ρωσικής επανάστασης Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, υποδεικνύει την υπέρβαση ορισμένων από τις θεμελιώδεις αρχές της θεωρούμενης ως ανεπαρκούς, περιορισμένης και υποκριτικής “αστικής”, φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως είναι ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων (ιδιαίτερα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας).
Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν, «Τάξεις ονομάζουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ’ ένα, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (... ) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας».
Στον ορισμό του Λένιν υπάρχει μια σύνθεση τριών κριτηρίων: α) της θέσης απέναντι στα μέσα παραγωγής, β) της θέσης μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, και γ) των τρόπων απόκτησης και το ύψος του εισοδήματος . Η κοινή συνισταμένη, που διατρέχει τα τρία αυτά κριτήρια του ορισμού του Λένιν, είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης.
Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ’ όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (Croix G., 1984: 94), είναι οι παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως, από τη μια πλευρά, τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και, από την άλλη πλευρά, η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται, καταρχήν, από την κατοχή των μέσων παραγωγής και, δευτερευόντως, από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η «ταξινόμηση» των φορέων κοινωνικών σχέσεων δεν αποτελεί μια διαδικασία στατική και εγκεφαλική. Αντίθετα, οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται μέσα από την ανταγωνιστική σχέση, την πάλη των τάξεων, που χαρακτηρίζει την κίνηση της ιστορίας. Αυτό σημαίνει πως τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων δημιουργούν μεταλλαγές στη θέση των κοινωνικών κατηγοριών και των κοινωνικών στρωμάτων κατά τρόπο που να μην αντιστοιχεί μια καθορισμένη κοινωνική θέση σε μια επαγγελματική κατηγορία.
Στο σοσιαλιστικό μοντέλο προβάλλεται η ανάγκη της εξουσίας της εργατικής τάξης (της “δικτατορίας του προλεταριάτου”) και της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, με σκοπό την επίτευξη της oυσιαστικής ισότητας των πολιτών, και αμφισβητείται η σημασία των θεωρούμενων τυπικών ελευθεριών της αστικής δημοκρατίας. Τελικός στόχος των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, η οποία θα επιτρέψει την προώθηση βασικών αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης με την κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης σε μια αταξική κοινωνία. Σύμφωνα με το όραμα του Μαρξ, στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος τα αγαθά θα παράγονται “από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του” και θα διανέμονται “στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”.
οι αναλύσεις των εννοιών της δικαιοσύνης και της ισότητας αλλά και η αναζήτηση της καλύτερης οργάνωσης της κοινωνικής συνύπαρξης αφορούν άμεσα την παγκόσμια κοινότητα των κρατών και των λαών τους και επηρεάζουν τη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου. Ορισμένοι φιλόσοφοι, ακολουθώντας τον Καντ, εκφράζουν την άποψη πως η επίτευξη μιας οικουμενικής ειρηνικής τάξης πραγμάτων που δε θα βασίζεται στην επιβολή της εξουσίας κάποιας πανίσχυρης υπερδύναμης, αποτελεί ρεαλιστική ουτοπία, δηλαδή ουτοπία που ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθεί.
Όπως παρατηρεί ο Τζον Ρολς, η πολιτική φιλοσοφία μπορεί να είναι ρεαλιστικά ουτοπική όταν μας βοηθά να διευρύνουμε τα όρια αυτού που θεωρούμε εφικτό, κατανοώντας τα σαφή πλεονεκτήματα της κατάστασης που θα προσπαθήσουμε να πραγματώσουμε. Γι’ αυτόν τον λόγο, εφόσον οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους, αλλά και επειδή όλες οι κοινωνίες που σέβονται κάποιες βασικές αρχές δικαίου μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να ενεργούν στο πλαίσιο μιας ειρηνικής διεθνούς κοινότητας, ίσως δεν είναι παράλογο να πιστέψουμε πως μπορεί τελικά να επιτευχθεί η εγκαθίδρυση και διατήρηση μιας τέτοιας κοινότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...