Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΣ: ορισμός της έννοιας και ένα σύγχρονο παράδειγμα αποτυχίας του αλυτρωτικού μοντέλου

Το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και ο αλυτρωτισμός, δηλαδή η εθνική πολιτική για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ιστορικών ελληνικών τόπων και την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δημιούργησαν ευρύτατη εθνική συναίνεση στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ιστορικών ελληνικών τόπων. Υπήρξαν βεβαίως επικρίσεις για την άσκηση της αλυτρωτικής πολιτικής. Εκείνοι όμως που διαφωνούσαν -πολιτικοί, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ή δημοσιογράφοι, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης- συνιστούσαν μειοψηφία, ενώ οι φωνές τους χάνονταν στον ορυμαγδό που προκαλούσαν οι θιασώτες του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός δέσποζε στον πολιτικό βίο της χώρας και επηρέαζε σοβαρά τα δημόσια πράγματα γενικώς, ήταν δε προϊόν της οργάνωσης του δημόσιου βίου της.
Κατ’ αρχάς, ο αλυτρωτισμός δεν είχε πάντοτε αρνητική φόρτιση. Ειδικότερα στα Βαλκάνια, όπου η ίδρυση εθνικών κρατών πραγματοποιήθηκε διαδοχικά, αφήνοντας εκτός συνόρων ομοεθνείς πληθυσμούς, ο αλυτρωτισμός επί πολλές δεκαετίες είχε νόημα και αντικειμενική βάση. Για παράδειγμα, η ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους αρχικά κάλυπτε μικρό μέρος των σημερινών εδαφών της Ελλάδας, με αποτέλεσμα μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί να παραμείνουν υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ο μετά το 1828 ελληνικός αλυτρωτισμός ήταν σύγχρονος και δίκαιος για τις τότε συνθήκες. Άλλα έθνη των Βαλκανίων δημιούργησαν τις εθνικές τους εστίες, αφήνοντας εκτός συνόρων μεγάλα τμήματα ομοεθνών τους, όπως συνέβη με την Αλβανία και τη Ρουμανία.
Με την ίδρυση του ΟΗΕ ως επιστεγάσματος της αντιφασιστικής νίκης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θεσμοθετήθηκε ως θεμέλιο για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια το απαραβίαστο των διεθνών συνόρων, δηλαδή η μη αλλαγή τους με πολέμους και βία. Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν και κατοχυρώθηκαν τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, με στόχο αυτές να μη χρησιμοποιούνται ως το «μακρύ χέρι» αποσταθεροποίησης των «μητέρων πατρίδων», όπως συνέβη στην Κύπρο. Σήμερα, θεωρούνται απειλή για την ειρήνη ιδεολογήματα του τύπου «μεγάλη Αλβανία» και «μεγάλη Ρουμανία», ενώ και η Ελλάδα εγκατέλειψε τη «Μεγάλη Ιδέα» μετά την καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία. Έτσι το να λέει κανείς σήμερα ότι «θα πάρουμε την Κωνσταντινούπολη» είναι παράνομο, θα έλεγα και κωμικό, διότι τέτοια διεκδίκηση δεν έχει αντικειμενική βάση, εκτός των άλλων διότι η Κωνσταντινούπολη σήμερα κατοικείται από είκοσι εκατομμύρια Τούρκους και περίπου τρεις χιλιάδες Έλληνες. Ακόμα και αν επιστρέψουν οι εκδιωχθέντες Έλληνες του 1955 ή οι απόγονοί τους, η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να αλλάξει. Ας δούμε τι συμβαίνει με μια σύγχρονη μορφή αλυτρωτισμού, τον αραβικό "αλυτρωτισμό".
Η μαζική εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη μετά τον μαζικό εκτοπισμό όσων Εβραίων επιβίωσαν από το χιτλερικό Ολοκαύτωμα (η «πρώτη Αλίγια») σχηματοποίησε ραγδαία την αραβική εθνική αφύπνιση σε μία μεγάλη Ιδέα: τον παναραβισμό. Χωρίς κάποια στιβαρή κεντρική οργάνωση και διεύθυνση (όπως λχ ήταν το σιωνιστικό κίνημα), ο φιλόδοξος πόθος που εγείρεται σε κύκλους αστών διανοουμένων μεταξύ Δαμασκού (πρωτίστως), Ιεροσολύμων, Βηρυτού και Βαγδάτης, αξιώνει την Ένωση όλων των Αράβων, από τον Κόλπο και την αρχαία κοιτίδα της αραβικής χερσονήσου, έως και τον Ατλαντικό (το σημερινό Μαρόκο), σε ένα σύγχρονο εθνικό κράτος ανεξάρτητο και αδιαίρετο. Αν και ανάγει τις αξιώσεις και τα δικαιώματά του στους χρυσούς αιώνες των μεσαιωνικών αραβικών χαλιφάτων, ο παναραβισμός θέτει ως πρωτεύουσα την αραβική ταυτότητα, και δευτερευόντως την ισλαμική, ακολουθώντας τις σύγχρονες αντιλήψεις περί έθνους που προκρίνουν τη γλώσσα ως το κρίσιμο κριτήριο καθορισμού. Σχεδόν αναπόφευκτα, η παναραβική ιδέα δεν θα γίνει ποτέ λαϊκή υπόθεση, ειδικά στην Παλαιστίνη, ενώ περιορίστηκε κυρίως σε εθνικιστικούς κύκλους μεσοαστών και μεγαλοαστών διανοουμένων, γύρω από εκπαιδευτικά ιδρύματα στις εξέχουσες πόλεις των αραβικών επαρχιών.
Η αραβική εξέγερση και η βρετανική εκστρατεία στο Σινά θα οδηγήσουν το 1918 στην οριστική εκδίωξη των οθωμανικών αρχών από την αραβική χερσόνησο, την Συρία, το Λίβανο, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Στην πιο μεγάλη του ώρα όμως, ο παναραβισμός θα αποδειχθεί μια χίμαιρα. Όλες αυτές οι επαρχίες είχαν ήδη μοιραστεί ανάμεσα σε Βρετανία και Γαλλία (και ολίγον από Ιταλία) στις διαβόητες μυστικές συνεννοήσεις Σάικς-Πικό του 1915-16. Για την συμβολή τους στην συμμαχική νίκη, παραχωρείται στους Άραβες μονάχα μια μικρή ανεξάρτητη (τυπικά) επικράτεια, αυτή της Συρίας με πρωτεύουσα τη Δαμασκό. Το βραχύβιο βασίλειο του Φεϊζάλ στάθηκε μεγάλη απογοήτευση για τους εθνικιστές, αφού από τη σύστασή του σχεδόν συνιστούσε ένα μεγαλοπρεπές «άδειασμα» του παναραβικού ονείρου.
Οι εθνικιστές αστοί της ευρύτερης περιοχής που έλαβαν μέρος στο εγχείρημα ως αξιωματούχοι, συνειδητοποίησαν τις διαφορές τους όσον αφορά τις προτεραιότητες, με βάση την στενή καταγωγή τους. Καταλύτης για τους εκ Παλαιστίνης προερχόμενους, στάθηκε η αποκάλυψη της Διακήρυξης Μπαλφούρ και η διαρκώς αυξανόμενη εβραϊκή μετοίκιση στην γενέτειρά τους, η οποία είχε πλέον τεθεί υπό βρετανική διοίκηση από το 1919. Γενικά, η αραβική ενοποίηση φαντάζει πλέον σαν ουτοπία και ο αραβικός εθνικισμός κατακερματίζεται σε τοπικά εθνικά κινήματα. Ενώ για τους Σύρους ή Ιρακινούς εθνικιστές ο στόχος είναι η εθνική ανεξαρτησία, για τους Παλαιστίνιους τίθεται ως προτεραιότητα η αντιμετώπιση της σιωνιστικής απειλής.
Στα χρόνια μέχρι τον «Πόλεμο των 7 Ημερών» του 1967, οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές ανανεώνουν την πίστη τους στον αναβιωμένο παναραβισμό. Πρόκειται για μια νέα γενιά μορφωμένων αστών, μελών επιφανών παλαιστινιακών οικογενειών, που οργανώνονται εκτός Παλαιστίνης στους πανεπιστημιακούς κύκλους των γειτονικών ανεξάρτητων αραβικών κρατών. Πρόσφυγες και οι ίδιοι στην πλειοψηφία τους, έχουν σημαντική απήχηση στους προσφυγικούς καταυλισμούς και πληθυσμούς, ενώ τα κράτη υποδοχής φαντάζουν επιφορτισμένα να δικαιώσουν την παλαιστινιακή υπόθεση, στο πλαίσιο μιας ιστορικής ρεβάνς του αραβικού κόσμου απέναντι στο Ισραήλ και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους του. Η σύγχρονη τότε ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και η ανάδειξη σοσιαλπατριωτικών καθεστώτων με τη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, καθιστά αυτή τη ρεβάνς κάτι πολύ παραπάνω από ευσεβή πόθο. Η μεγάλη ιστορική ήττα της Αιγύπτου και των υπολοίπων (Συρία, Ιορδανία, Λίβανος) στον «Πόλεμο των Επτά Ημερών» τον Ιούνη του 1967, και η εκ νέου επέκταση του Ισραήλ, στάθηκε η ταφόπλακα του παναραβικού προτάγματος γενικώς, αλλά και ειδικώς ως προτεραιότητα του παλαιστινιακού εθνικισμού. Συνειδητοποιώντας την πλήρη αποτυχία του νασσερικού οράματος, νέες οργανώσεις αναδύονται στην Παλαιστίνη ως ηγέτιδες πολιτικές δυνάμεις, που έθεταν πλέον την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ως πρώτη προτεραιότητα και υπόθεση του ίδιου του παλαιστινιακού λαού. Αυτό φυσικά σήμαινε αναπόφευκτη ένοπλη πάλη.
Σήμερα, η ευόδωση της ίδρυσης ενός ενιαίου ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, κυρίαρχου σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, φαντάζει σχεδόν το ίδιο μακρινή με το 1948. Από τη σκοπιά της Διεθνούς Αλληλεγγύης, η υποστήριξη των δικαίων του Παλαιστινιακού Ζητήματος έχει σαφώς επιδεινωθεί μέσα στη γενικότερη απαξία του ισλαμιστικού προτάγματος. Κάθε νέα καταστροφή οδηγεί στην επόμενη μετενσάρκωση του παλαιστινιακού εθνικισμού, ως διαρκές αδιέξοδο και ως θεμελιώδη εσωτερική δομική αστοχία του. Αλλά αυτή είναι η ιστορία και η ουσία του εθνικισμού, που είναι περισσότερο μια δηλητηριώδης κατασκευή, παρά δομικό στοιχείο του οποιουδήποτε έθνους. Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, πρόκειται για μια ανατροφοδοτούμενη στόχευση του «ενός κράτους για έναν λαό», η οποία εν προκειμένω προϋποθέτει την ταυτόχρονη εξάλειψη ενός άλλου υπάρχοντος εθνο-κράτους στην ίδια περιοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...