Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΚΑΙ ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (άσκηση χρονολογικής σύνθεσης από χάρτες)

Πώς ξεκίνησε ο αραβικός πολιτισμός
Οι Άραβες εμφανίζονται καταρχάς ως νομαδικοί σημιτικοί λαοί της αραβικής χερσονήσου και του δυτικού τμήματος της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής, στα σύνορα με άλλους πολιτισμούς. Σημίτες θεωρούνται οι άνθρωποι που μιλούν τις σημιτικές γλώσσες, που μιλιούνται στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια και την Ανατολική Αφρική, καθώς αποτελούν και τη βορειοδυτική υποοικογένεια των αφροασιατικών γλωσσών. Στο μεγαλύτερο μέρος της 1ης χιλιετίας π.Χ. εμφανίζονται ως επιδρομείς με συνεχείς διαρροές ομάδων και με μόνιμες εγκαταστάσεις σε κατοικημένες περιοχές (δηλ. σε βασίλεια). Μερικές από τις φυλές οργανώθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές διαμορφώνοντας τα δικά τους βασίλεια: οι Σαβαίοι (Σαββά),οι Κατταβανοί, οι Χιμιαρίτες/Ομηρίτες (Χατραμούτ), οι Μηναίοι (Μαΐν), οι Ναβαταίοι κ.τ.λ. Σαβαίοι (9ος αιώνα π.Χ. - 275 μ.Χ.): το όνομα αυτό δίνεται σε λαό της νοτιοδυτικής Αραβίας και στα απέναντι της Υεμένης παράλια, στη σημερινή Αιθιοπία, όπου κατά παράδοση μετανάστευσαν και επικράτησαν με άλλους αραβικούς λαούς όπως οι Χαμπασάτ, που ακόμη και σήμερα αυτή η περιοχή στα αραβικά και στα τουρκικά λέγεται Χαμπές. Ως επίκεντρο ανάπτυξής τους είχαν την Σαναά και η γλώσσα τους ήταν μια αρχαία αραβική διάλεκτος, τα Σαββανικά. Οι κύριες δραστηριότητές τους ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου σε ξηρά και θάλασσα, λόγω κυρίως της αδυναμίας καλλιέργειας εδαφών ή εξόρυξης πολύτιμων λίθων. Οι Σαβαίοι έλαμψαν με τρεις μεγάλες δυναστείες (των Μακάριμπ ή Μουκάριμπ, των Βασιλέων του Σαβά, των Χιμιαριτών) και παλαιότερα, που είχαν ιδρύσει το καθεαυτό Βασίλειο του Σαβά: η Βασίλισσα του Μακέδα μετέβη στον Σολομώντα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο ονόματι Μενελίκ Εμπνά Χακίμ, δηλαδή «γιο του σοφού».
Κατταβανοί (4ος αιώνας π.Χ.- 3ος αιώνας μ.Χ.): Κατοικούσαν προς τα στενά και τη διάβαση του αραβικού κόλπου «Μπάμπ-ελ-Μαντέμπ», πιθανώς στο σημερινό Κατάρ. Επρόκειτο για έναν αρχαίο αραβικό λαό με πρωτεύουσά του την Τιμνά και κύρια ενασχόλησή του το εμπόριο λιβανιού και μύρων. Γλώσσα επικοινωνίας τους τα Κατταβανικά. Όσον αφορά τη διοίκηση επικρατούσε βασιλεία με θεοκρατικό χαρακτήρα. Ως κύρια θεότητα λατρευόταν ο θεός Αμμ ή αλλιώς «ο Θείος». Οι Κατταβανοί αυτοαποκαλούνταν «παιδιά του Αμμ». Το τέλος τους επήλθε μετά την σύγκρουση τους με τους Χιμιαρίτες, μία από τις ισχυρότερες αραβικές φυλές.
Χιμιαρίτες/Ομιρείτες (2ος αιώνας π.Χ. – 3ος αιώνας μ.Χ.): Περί το 115 π.Χ. στη Νότια Αραβία επεκράτησαν οι Χιμιαρίτες ή Ομηρίτες ή Ομηρείτες, λαός προερχόμενος από το νοτιοδυτικό άκρο της Αραβίας (νοτιοανατολικά της σημ. Υεμένης). Οι νέοι ηγεμόνες έλαβαν τον τίτλο «Βασιλείς του Σαβά και Ραϊβάν». Από ορισμένες επιγραφές έγιναν γνωστά 26 βασιλείς εν ονόματι «Τομπά». Εδαφικό κέντρο αυτής της περιοχής ήταν το Ζαφάρ, με ομιλουμένη γλώσσα τα Χιμιαριτικά, τα οποία μιλούνταν εώς τον 10ο αιώνα μ.Χ. Ο λαός αυτός ασχολιόταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με το εξωτερικό εμπόριο λιβανιών και μύρων. Το βασίλειο Χιμιάρ είχε καταφέρει να κατακτήσει τις περιοχές των βασιλείων Σαββά και Κατταβάν. Οι μονάρχες του κατά τον 3ο αιώνα ασπάστηκαν τον Ιουδαϊσμό, με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλά στοιχεία πολιτισμικής κληρονομιάς σχετικά με την προηγούμενη θρησκεία.
Μηναίοι ( 7ος – 1ος αιώνας π.Χ.): Οι Μηναίοι υπήρξαν από τα πρώτα αραβικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν και ήταν το πρώτο από αυτά που εξαφανίστηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν διασώζονται παρά ερείπια από τα κτίσματά του, είναι ένα από τα λίγα βασίλεια που άφησε στο πέρασμα του τόσες πολλές γραπτές πληροφορίες. Το Βασίλειο των Μηναίων εκτεινόταν στα νότια της μέσης Αραβίας (Ντζαούφ) με κυριότερες πόλεις την Κάρνα ή Κάρνανα, την Μάιν και την Γιάθιλ. Οι Μηναίοι δεν άφησαν νομίσματα, αλλά οι επιγραφές τους είναι πολύ παλιές. Από αυτές είναι γνωστά τα ονόματα 25 Βασιλέων, οι περισσότεροι μεταξύ τους συγγενείς. Διaτηρήθηke όμως η ανάμνησή τους ως λαού πολύ ισχυρού αφού ο Στράβωνας, σε εποχή όπου ήδη είχαν εκλείψει, τους αναφέρει ως ένα των τεσσάρων εθνών της Αραβίας. Ως γλώσσα τους αναγνωριζόντουσαν τα Μηναϊκά, τα οποία εξαφανίστηκαν περίπου το 100 π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν δείξει στο εμπόριο μπαχαρικών, λιβανιού, μύρων, αλλά και στην αρκετά μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων. Σχετικά με την διοίκηση και την κοινωνική δομή επικρατούσε ιδιότυπη πολιτικοκοινωνική δομή: όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στον μονάρχη, όμως υπήρχε και ένα είδος «Βουλής των Γερόντων» απαρτιζόμενο από ιερείς και μέλη υψηλά ιστάμενων οικογενειών. Ο λαός ήταν χωρισμένος σε ομάδες από τον «Καμπίρ», ο οποίος επαναπροσδιόριζε τις ομάδες αυτές ανά δύο χρόνια.
Ναβαταίοι (3ος αιώνας π.Χ. – 102 μ.Χ.): Οι Ναβαταίοι ανέπτυξαν ανθηρό πολιτισμό με κύρια δραστηριότητα το εμπόριο και επίκεντρο την Πέτρα Ιορδανίας (ή αλλιώς «νεκρή πόλη», η οποία αποτελεί ακόμη και σήμερα μια πόλη με ασύγκριτα αρχιτεκτονικά αξιοθέατα καθώς ήταν χτισμένη μέσα σε βράχους), τη σημερινή περιοχή από τον Κόλπο της Άκαμπα στην Ερυθρά μέχρι τη Νεκρά Θάλασσα (στην οποία διαφαίνονται ισχυρές ελληνιστικές επιρροές) και σε μία περίοδο επικράτησαν σε όλη τη βόρεια Αραβία. Η γλώσσα αυτού του λαού θεωρούταν η εξέλιξη της Αραμαϊκής με πληθώρα στοιχείων της Αραβικής γλώσσας. Γενάρχης του βασιλείου τους φαίνεται κατά την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. 25,13) ο Ναβαϊώθ, πρωτότοκος του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ και της Άγαρ, εξ ου και οι Άραβες καλούνται γενικευμένα στη βυζαντινή περίοδο Αγαρηνοί. Φαίνεται από αυτούς να κατάγονται οι Ιδουμαίοι, ένας αραβικός λαός που μετανάστευσε στη νότια Ιουδαία μετά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία των Εβραίων. Επί αιώνες ασκούσαν το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Αιγύπτου και Μεσοποταμίας και, ακολούθως, μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αραβίας. Έδειχναν, λοιπόν, να έχουν ως έντονη ενασχόληση το εμπόριο, αλλά και μια μεγάλη αρχιτεκτονική ιδιότητα. Οι Ναβαταίοι διοικούνταν από έναν μονάρχη, αλλά οι θεσμοί τους επαινούνταν από τους συγχρόνους τους. Στο πλευρό του Βασιλιά υπήρχε δεύτερος αιρετός Βασιλιάς, σαν επίτροπος, καλούμενος "αδελφός". Επίσης, ο αριθμός των δούλων ήταν αρκετά μικρός, καθώς οι Ναβαταίοι ήταν αρκετά αλληλοεξυπηρετούμενοι.
Η εμφάνιση του Ισλάμ
Ο Μωάμεθ (Μουχάμαντ Μούσταφα ιμπν Αμπντ Αλλάχ, 22 Απριλίου 571 - 8 Ιουνίου 632) ήταν Άραβας ηγέτης από τη Μέκκα, ο οποίος ένωσε την Αραβία σε ένα ενιαίο θρησκευτικό κράτος υπό το Ισλάμ. Θεωρείται από τους Μουσουλμάνους ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτης ο οποίος στάλθηκε για να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Ισλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε με το θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες του την εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολος του Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε για να αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. (Κοράνιο 2:101· 5:13-19· 9:32, 33) Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς Μουσουλμάνους βιογράφους, γεννήθηκε περίπου το έτος 571 μ.Χ. στη Μέκκα (Μακκά) και πέθανε στις 8 Ιουνίου 632 μ.Χ. στη Μεδίνα (Μαντίνα)· και οι δυο αυτές πόλεις βρίσκονται στην περιοχή Χετζάζ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας. Κατά γράμμα, Μωάμεθ σημαίνει «ιδιαίτερα αξιέπαινος» στην αραβική γλώσσα.
Το κοινό όνομα Μουχαμάντ, που δηλώνει τον «αξιύμνητο», αποτελεί πλέον μέρος της καθημερινής προσευχής των μουσουλμάνων και συνοδεύεται από τη φράση «η ειρήνη και ευλογία του Θεού ας είναι μαζί του» Το πλήρες όνομά του είναι Αμπού αλ Κασίμ Μουχαμάντ ιμπν Αμπνταλλάχ αλ Χασιμί αλ Κουρασί (ابو القاسم محمد ابن عبد الله ابن عبد المطلب ابن هاشم). Περισσότερο αξιόπιστη πηγή για τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ θεωρείται το Κοράνιο, που είναι ωστόσο και η πλέον δύσκολη σε ό,τι αφορά τη χρήση της για την άντληση ιστορικών στοιχείων. Οι πρώιμες προσπάθειες καταγραφής γεγονότων που σχετίζονταν με τη ζωή του Μωάμεθ δύσκολα θα κατατάσσονταν στο είδος της βιογραφίας όπως αυτό εννοείται σήμερα. Περιλαμβάνουν έργα που καταγράφουν τις πολεμικές εκστρατείες του και συγχωνεύτηκαν από νωρίς με άλλες παραδοσιακές και προφορικές αφηγήσεις για τον Προφήτη, παραδοσιακές ερμηνείες του Κορανίου και ρήσεις του Μωάμεθ. Οι πηγές αυτές μεταφέρθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά πριν περάσουν στο γραπτό λόγο και καθώς δεν είχαν ως πρωταρχικό στόχο την καταγραφή της ζωής του Μωάμεθ εκτιμώνται από τους μελετητές υπό το πρίσμα του σκοπού που καθεμία καλείται να υπηρετήσει. Η προφορική παράδοση παραμένει ωστόσο σημαντική για την κατανόηση του προφήτη Μωάμεθ κατά το Ισλάμ. Ανήσυχη θρησκευτική φύση ο Μωάμεθ, φιλοσοφούσε πάνω σε προβλήματα της ζωής, της κοινωνίας, της αδικίας, της τελικής παγκόσμιας κρίσης και συχνά αποζητούσε τη μοναξιά των πολλών σπηλαίων στα όρη κοντά στην πόλη του, όπου καθόταν βυθισμένος σε περισυλλογή. Είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε από τις μονοθεϊστικές ιδέες και τα κινήματα που ήταν γνωστά στην Αραβία των αρχών του 7ου αιώνα. Έχει υποστηριχθεί πως η ανάδειξη του Μωάμεθ σε θρησκευτικό ηγέτη συντελέστηκε σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή με την αποκάλυψη του αρχάγγελου Γαβριήλ. Στο σπήλαιο του Χίρα κοντά στη Μέκκα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία περίπου 40 ετών (610 μ.Χ.) και κατά το μήνα του Ραμαντάν, οραματίστηκε τον Γαβριήλ στη μορφή ενός άνδρα, που τον βεβαίωσε ότι θα ήταν «ο απεσταλμένος του Θεού». Στη συνέχεια του ζήτησε να «απαγγείλει» και τον ασπάστηκε. Βέβαια η νέα θρησκεία που κήρυττε την πίστη σε έναν Θεό και ήταν αντίθετη στην ειδωλολατρεία και τον πολυθεϊσμό θα έθετε σε κίνδυνο την προνομιούχο θέση της Κάαμπας, που ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο διαφορετικών φυλών και συνεπώς θα επηρέαζε τις εμπορικές δραστηριότητες που συνόδευαν τις μετακινήσεις πιστών στη Μέκκα. Πολυάριθμες παραδόσεις κάνουν λόγο για την εχθρότητα που γνώρισε ο Μωάμεθ από τους πολυθεϊστές της Μέκκας. Κατά την παραμονή του στη Μέκκα, διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ δεν στόχευε στη δημιουργία μιας νέας θρησκείας, αλλά λειτουργούσε ως προφήτης των Αράβων, προσπαθώντας να προειδοποιήσει για την επερχόμενη Ημέρα της Κρίσεως.
Χωρίς να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια διάδοσης του μηνύματος του Ισλάμ, την περίοδο 620-1 ο Μωάμεθ ήρθε σε επαφή με αντιπροσωπείες από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib), βόρεια της Μέκκας, αποτελούμενη από μέλη των δύο σημαντικότερων φυλών της πόλης που σταδιακά ασπάστηκαν το Ισλάμ. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση στην πόλη Αλ-Ακαμπάχ το 622, επισημοποιήθηκε συμφωνία με τους κατοίκους της Γιαθρίμπ ώστε ο Μωάμεθ και οι ακόλουθοί του να μετεγκατασταθούν στην πόλη, όπου θα απολάμβαναν προστασία. Τότε, ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στους πιστούς να εγκαταλείψουν τη Μέκκα διακριτικά, σε μικρές ομάδες. Ο ίδιος αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ συνοδευόμενος από τον Αμπού Μπακρ. Η φυλή των Κουραΐς είχε ήδη αποφασίσει να εξοντώσει τον Μωάμεθ, ο οποίος τελικά κατάφερε να διαφύγει. Σύμφωνα με παραδοσιακή ισλαμική εξιστόρηση, που απορρίπτεται από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών της Δύσης, ο Μωάμεθ κρύφτηκε σε σπηλιά η οποία κατόπιν καλύφθηκε από ιστούς αραχνών και σπηλιές πουλιών. Όταν μέλη των Κουραΐς έφθασαν στη σπηλιά, αποφάσισαν να μην εισέλθουν καθώς οι απείραχτοι ιστοί μαρτυρούσαν πως κανένας δεν θα μπορούσε να είχε κρυφτεί εκεί. Η φυγή του Μωάμεθ, γνωστή ως Εγίρα ή Χιτζρά (Hijra, αραβ. هِجْرَة) ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 622 και θεωρείται τόσο σημαντικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία ώστε σηματοδοτεί την έναρξη του ισλαμικού ημερολογίου (βλ. έτος Εγίρας). Με την άφιξή του στη Γιαθρίμπ, η πόλη μετονομάστηκε «Μαντινάτ αλ Ναμπί», δηλαδή «πόλη του Προφήτη», ή Μεδίνα. Μέχρι την εμφάνιση του Χριστιανισμού η ιστορική έρευνα για τους Άραβες είναι πολύ δύσκολη, λόγω κυρίως έλλειψης μνημείων και κειμένων. Οι ίδιοι οι Άραβες ιστορικοί αποκαλούν όλη την περίοδο από την αρχαιότητα μέχρι της εμφάνισης του Μωάμεθ περίοδο "βακτ-ουλ-τζαχιλίγια" (= εποχή της άγνοιας). Τον δε Αβραάμ -Ιμπρα(χ)ήμ- τιμούν ως ιδρυτή του Μωαμεθανισμού αποκαλώντας τον, "Χαλίλ ουλλάχ" (= φίλο θεού). Την εποχή όπου εμφανίστηκε ο Μωάμεθ, τα αραβικά φύλα είτε είχαν ειδωλολατρική θρησκεία, είτε είχαν εκχριστιανισθεί στις πιο βόρειες περιοχές, ενώ συγκεκριμένα στην περιοχή της Μεδίνας υπήρχε μεγάλος πληθυσμός Εβραίων Αράβων. Την περίοδο που ακολούθησε το 610 μ.Χ. δηλαδή μετά την αρχή του κηρύγματος του Μωάμεθ, η πλειοψηφία των ειδωλολατρών των Αράβων προσηλυτίστηκε, ενώ παράλληλα οι Εβραίοι Άραβες πίστεψαν πως αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας κι έτσι τον ακολούθησαν. Ο Μωάμεθ με τον λαό να τον υποστηρίζει επιτέθηκε εναντίον του Βυζαντίου, όμως, αφού ηττήθηκε, στράφηκε προς την Μέκκα, την οποία και κατέλαβε. Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632 μ.Χ.) υπήρξε διχασμός ανάμεσα στον αραβικό λαό σχετικά με τον τρόπο συνέχειας της διοίκησης.
Οι Σουνίτες ξεπερνούσαν σε αριθμό τους Σιίτες, για αυτό και τελικά διάλεξαν ως ηγέτη τους τον επονομαζόμενο Χαλίφη. Οι Σιίτες δεν αποδέχθηκαν τον Χαλίφη και επέλεξαν να ακολουθήσουν τον θετό γιο του Μωάμεθ, τον Αλή, ως νέο τους Ιμάμη. Στην πορεία της ιστορίας υπάρχουν πολλά παραδείγματα Ιμάμηδων που δολοφονούνται από το γένος των Χαλίφηδων. Τα αραβικά βασίλεια αντικαταστάθηκαν από τα χαλιφάτα, δηλαδή πολιτικο-θρησκευτικά κράτη, τα οποία προφανώς διοικούνται από χαλίφηδες. Με το πέρασμα των αιώνων, αυτός ο τρόπος διοίκησης διαμορφώθηκε ανάλογα.
Τα εμιράτα ήταν η μορφή διοίκησης που διαδέχτηκε τα χαλιφάτα στον μουσουλμανικό χώρο και αποτελούν χαρακτηριστικό παρλαδειγμα διαδοχικής μοναρχίας, καθώς η εξουσία απαγορευόταν να φύγει από τα χέρια της οικογενείας του Εμίρη. Ο τίτλος του σουλτάνου ήταν μεταγενέστερος του χαλίφη ή του εμίρη και συνδέεται με μία θεωρητική εξουσιοδότηση από το ιδιο το πρόσωπο του Χαλίφη: δημιουργήθηκε από τον Μαχμούντ του Γκάζνι, ο οποίος όντας μουσουλμάνος δανείστηκε τον όρο sultah, που σημαίνει δύναμη/εξουσία, και χρησιμοποίησε τον νέο τίτλο για να νομιμοποιήσει την πολιτική ανεξαρτησία του από την κοσμική εξουσία του χαλίφη. Μεταγενέστερα της πτώσης των χαλιφάτων, ο σουλτάνος λειτουργούσε ως απόλυτος μονάρχης. Τον όρο αυτό κατήργησε το 1924 ο ηγέτης Μουσταφά Κεμάλ.
Αφού μελετήσετε τους παρακάτω χάρτες, προσπαθήστε να περιγράψετε με λόγια την εξέλιξη της αραβικής εξάπλωσης μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα μ.Χ:
O 7ος αιώνας σηματοδότησε και την απαρχή της αραβικής εξάπλωσης και επέκτασης. Aπό το 634 μέχρι το 646 οι αραβικές δυνάμεις κατέλαβαν κατά σειρά τη Δαμασκό, την Iερουσαλήμ και την Aίγυπτο, νικώντας τους Bυζαντινούς και καταλύοντας την τελευταία περσική δυναστεία των Σασσανιδών. Στη συνέχεια, ο χαλίφης Oσμάν προσπάθησε να ολοκληρώσει τα σχέδια για τον έλεγχο των πλούσιων ναυτικών εμπορικών δρόμων της Mεσογείου που ήλεγχαν μέχρι τότε οι Bυζαντινοί. Στο διάστημα από το 649- 654 ο αραβικός στόλος κατέλαβε την Kύπρο, την Kρήτη, τη Pόδο και τη Σικελία. Tο 661 αποτελεί κομβικό σημείο, σηματοδοτώντας την ίδρυση της δυναστείας των Oμαϊάδων από τον Mουαουίγια A' (Mωαβίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αραβικής αυτοκρατορίας στη Δαμασκό. Tο 655 ο αραβικός στόλος συνέτριψε το βυζαντινό στα ανοιχτά της Λυκίας αλλά το 670-672 ο Kωνσταντίνος Δ' απέκρουσε την αραβική πολιορκία της Kωνσταντινούπολης.
H αραβική επέκταση στη Βόρεια Aφρική (Λιβύη, B. Tυνησία, Mαρόκο, Aλγερία) υπήρξε καταιγιστική, απωθώντας τις ύστατες βυζαντινές εστίες αντίστασης. Bασικό ρόλο για την ταχύτατη εξάπλωση του Iσλάμ στη B. Aφρική διαδραμάτισε η στάση των βερβερικών φυλών, οι οποίες κατοικούσαν νοτιότερα, μακριά από τις παραλιακές βυζαντινές πόλεις, και είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους. Mπόρεσαν, έτσι, να εγκολπωθούν στο Iσλάμ, χωρίς φυσικά να λείπουν επαναστατικές τάσεις. Tο 710 ο στρατηγός Mούσα ιμπν Nουσαΐρ (διοικητής του Mαγκρέμπ, των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη αναγνωριστική στρατιωτική αποστολή στην ιβηρική χερσόνησο. Tον Iούλιο του 711 ακολούθησε το δεύτερο κύμα εισβολής και 12.000 στρατιώτες υπό τον Tαρίκ Zιγιάντ πέρασαν το Γιβραλτάρ, που ονομάστηκε έτσι από τον Tαρίκ (Γκίμπρ αλ-Tαρίκ, ο βράχος του Tαρίκ). Tο βησιγοτθικό βασίλειο της Iσπανίας ταλαιπωρούνταν από εσωτερικές διενέξεις και σε μάχη στον ποταμό Γκουαδαλέτε, στην περιοχή του Kαντίθ, οι αραβικές δυνάμεις συνέτριψαν αυτές του Pόντερικ, ο οποίος προδόθηκε από μέρος του στρατού του και σκοτώθηκε. Tο Tολέδο, η Γρανάδα, η Kόρδοβα και οι υπόλοιπες ισπανικές πόλεις έπεφταν σταδιακά στον αραβικό έλεγχο και έγιναν μέρος του χαλιφάτου της Aνδαλουσίας.
Kάποιοι χριστιανικοί πληθυσμοί που αντιστάθηκαν, κατέφυγαν στην περιοχή της Aστουρίας (βορειοδυτική Iσπανία). Eν τω μεταξύ το 713, ο Nουσαΐρ κλήθηκε πίσω στη Δαμασκό και καταδικάστηκε από το χαλίφη αλ-Oυαλίντ διότι είχε αναλάβει δράση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή του. Tο 719- 720 τα οχυρά της Kαρκασόν και Nιμ στη Σεπτιμανία (ονομάστηκε έτσι λόγω των βετεράνων της ρωμαϊκής 7ης - "σέπτιμα" - λεγεώνας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της περιοχής Colonia Julia Septimanorum Beaterrae) έπεσαν ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση. Στην Tουλούζη, όμως, ο βασιλιάς της Aκουιταίνης, Eύδης, απώθησε τους Aραβες. H εξάπλωση, όμως, του "σχίσματος" των Σιιτών προκαλεί ισχυρές πολιτικές δονήσεις στο χαλιφάτο. Mέσα στο πνεύμα αυτό διακρίνονται έντονες τάσεις αυτονομίας από μερίδα μουσουλμάνων διοικητών σε περιοχές βόρεια της Aνδαλουσίας (Bόρεια Iσπανία). Xαρακτηριστικά, ένας Bέρβερος ηγεμόνας, ο Mάνουσα, σύναψε συνθήκη με το βασιλιά της Aκουιταίνης, Eύδη. H προσπάθεια αυτή του Mάνουσα κατεστάλη, αλλά το μικρόβιο της απόσχισης, από μέρους των μουσουλμάνων της βόρειας Aνδαλουσίας, από την εξουσία των Oυμεϋαδών είχε απλωθεί. O χαλίφης Xισάμ Aμπντ- αλ Mαλίκ αποφάσισε να αναθέσει στον κυβερνήτη της ανατολικής Aνδαλουσίας Aμπντ- αρ Pαχμάν την αποστολή να θέσει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Aκουιτανίας και να καταπνίξει κάθε τάση απόσχισης στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Aνδαλουσία και την Aκουιταίνη.
Το πείραμα των διαδόχων του Καρλομάγνου να ιδρύσουν εθνικά κράτη απέτυχε, για να επανεμφανιστεί ως τάση στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την πρώιμη Αναγέννηση. Στο μεταξύ, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στο Βυζάντιο διαμορφωνόταν με βάση της σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κατά τις περιόδους "σχετικής" ειρήνευσης, οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας ευημερούσαν, ως ένα βαθμό, η δε αξιοποίηση των Σκλαβηνιών και των άλλων εγκαταστάσεων αλλοφύλων στο έδαφος της Αυτοκρατορίας απέδιδε καρπούς στην οικονομία και την άμυνα του κράτους που "υπολειπόταν" από τη συνεχή απώλεια εδαφών. Με άλλα λόγια, η σταδιακή συρρίκνωση της επικράτειας μπορεί μεν να απέβαινε εις βάρος της λάμψης και της ισχύος που η Αυτοκρατορία ανακλούσε στη συνείδηση των κατοίκων της, ωστόσο δεν επιβάρυνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας και των συναλλαγών: αντίθετα, τον ευνοούσε, με αποτέλεσμα την καλύτερη συλλογή των φόρων και τη δημογραφική αύξηση των πόλεων. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με αρκετή δόση βεβαιότητας πως το δεύτερο ήμισυ του 9ου μ.Χ. αιώνα, και πιο συγκεκριμένα η περίοδος 867-1081, ήταν για το βυζαντινό κράτος εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Η αναπροσάρτηση μερικών από τις χαμένες περιοχές των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Κρήτης, και η δημογραφική αύξηση, που πραγματοποιήθηκαν από τον 9ο αιώνα ως τα χρόνια του Βασίλειου Β' (976-1025), ήταν παράγοντες που επέδρασαν πολύ ευνοϊκά στην οικονομία.
Στον χάρτη αυτόν του 12ου αιώνα μπορεί κανείς να δει την κατάσταση των συνόρων στην Ευρώπη μέχρι την εποχή των Σταυροφοριών. Συγκεκριμένα η "ρωμαϊκή αυτοκρατορία" του Βυζαντίου φαντάζει απολύτως συρρικνωμένη. Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα: μιλάμε για την έναρξη της Υστεροβυζαντινής φάσης, δηλαδή για μια τελευταία αναλαμπή της κρατικής υπόστασης του Βυζαντίου, που θα προκαλέσει τον φθόνο και τον ανταγωνισμό των δυτικών, σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο φθόνος και η τάση ανταγωνισμού θα εκδηλωθεί τόσο στον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών οδών, όσο και στο θέμα των τελωνειακών δασμών και της αμφισβήτησης της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα. Μια πρώτη εκδήλωση αυτής της παρεμβατικής τάσης των δυτικών θα είναι το "πρώτο σχίσμα" του Φωτίου με τον Πάπα, κατά τον 9ον αιώνα, που θα προκύψει ως η (εύλογη) αγανάκτηση του βυζαντινού αρχιεπισκόπου για την απροκάλυπτη παρέμβαση του Πάπα στη διαδικασία εκχριστιανισμού και προσεταιρισμού των Βουλγάρων του Βόρη. "Ην δε ούτος ο Φώτιος ου των αγενών τε και ανωνύμων, αλλά και των ευγενών κατά σάρκα και περιφανών σοφία τε κοσμική, συνέσει των εν τη Πολιτεία στρεφομένων ευδοκιμώτατος πάντων ενομίζετο. Γραμματικής γε μεν γαρ και ποιήσεως, ρητορικής τε και φιλοσοφίας και δη ιατρικής και πάσης ολίγου δειν επιστήμης των θύραθεν τοιούτον εαυτώ το περιόν [= η υπεροχή], ως μη μόνον σχεδόν φάναι των κατά την αυτού γενεάν διενεγκείν, ήδη δε και προς τους παλαιούς αυτόν διαμιλλάσθαι. Πάντα γαρ συνέτρεχεν επ αυτώ, η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι' ον και βίβλος επ' αυτόν έρρει πάσα" (PG 105,509ΑΒ).
"Η δε Βιβλιοθήκη του, η "Μυριόβιβλος", είναι καθρέφτης των αναλυομένων μετά των μαθητών του και αξιολογουμένων συγγραμμάτων της κλασσικής και μεσαιωνικής περιόδου"
Κατά την δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως τον θρίαμβο τής Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα, φέροντας εις πέρας δύσκολες και υπεύθυνες αποστολές. Όταν στο θρόνο της Κων/πόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις ανέλθει ο πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867) άνθρωπος φιλόδοξος ο οποίος φρόντιζε να προβάλλει το Παπικό πρωτείο ακόμη και με χρήση χαλκευμένων κειμένων. Καθώς η άνοδος του Φωτίου πραγματοποιήθηκε, όταν ο προηγούμενος Πατριάρχης, Ιγνάτιος, είχε εξοριστεί από τον αυτοκράτορα και οντάς στην εξορία αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπό πίεση, οι υποστηρικτές του Ιγνατίου, αρνούμενοι να δεχτούν ως νόμιμη αυτή την παραίτηση, θεωρούσαν τον Φώτιο ως σφετεριστή. Ο Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστεί ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων της Ανατολής, και να επιβάλει τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματα στους πατριάρχες της Ανατολής. Επιπλέον, θα μπορούσε να λύσει το ζήτημα της εκκλησιαστικής (και έμμεσα της πολιτικής) εξάρτησης της Καλαβρίας, της Σικελίας και του Ιλλυρικού (δυτικής Βαλκανικής), που πριν ενάμιση σχεδόν αιώνα είχαν αποσπαστεί από τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης.
Όταν ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του σε αρχιρπίσκοπο, ο Νικόλαος δήλωσε πως, "πριν αναγνωρίσει τον Φώτιο, θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου". Γι' αυτό το 861 έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους αντιπροσώπους (λεγάτους), προσκαλώντας τους μάλιστα να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και τελικά, μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Οταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και γι' αυτό αποκήρυξε την απόφασή τους.
Ήταν προφανές πως ο Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά (863), μία σύνοδος που συνήλθε στη Ρώμη αθώωσε τον Ιγνάτιο και κατεδίκασε τον Φώτιο, σε μία ανήκουστη επέμβαση της Δυτικής στα διοικητικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε τον Φώτιο ν' ανταποδώσει: δεν μπορούσε βεβαίως να αμφισβήτησει την εκλογή του Νικολάου ως μή αρμόδιος να κάνει κάτι τέτοιο, οπότε έπρεπε να μετακίνησει το όλο θέμα στον δογματικό τομέα, και κυρίως, στο μέγα ζήτημα του Filioque (Φιλιόκβε). Όλο αυτό το διπλωματικό επεισόδιο, βέβαια, απηχούσε τη δυσαρέσκεια του Πάπα για τον προσεταιρισμό των Βουλγάρων από το Βυζάντιο.
Το έτος 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Αν και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ατυχή την επίθεση προς τον Πάπα, στην πραγματικότητα, ο Φώτιος εξωτερίκευε τις σκέψεις του επάνω σε ένα ζήτημα που ο Καρλομάγνος και οι σύμβουλοι του πριν από εβδομήντα χρόνια είχαν αναδείξει σε αντικείμενο διαμάχης, και τώρα ερχόταν στο προσκήνιο με την επικείμενη εισαγωγή του Filioque στη Βουλγαρία μαζί με άλλες λατινικές καινοτομίες που κατήγγειλαν οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον ως αιρετικό.
Σε αυτό το χρονικό σημείο, λοιπόν, επήλθε το λεγόμενο "πρώτο σχίσμα"μεταξύ των δύο εκκλησιών, της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Ανατολικής.
Λίγο μετά από τον Φώτιο, και με την έναρξη της επόμενης δυναστείας, η αναπροσάρτηση κάποιων εδαφών από τη Μακεδονική δυναστεία σήμανε για το κράτος αύξηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών: είχε πάλι στη διάθεσή του περιφέρειες σημαντικές οικονομικά, που παραδοσιακά εκμεταλλευόταν (κυρίως αγροτικά). Η ειρήνευση και η δημογραφική ανάπτυξη σήμαναν αύξηση και του παραγωγικού πληθυσμού. Τέλος, η κρατική παρέμβαση, η οργάνωση και ο έλεγχος έδωσαν ώθηση και έθεσαν στέρεες βάσεις για τη μεγάλη ανάπτυξη της αστικής οικονομίας.
Και τώρα προσπαθήστε να περιγράψετε με λόγια την εξέλιξη της αραβικής εξάπλωσης μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα μ.Χ.
Η προσφορά των Αράβων
Ο αραβικός πολιτισμός αναπτύχθηκε κυρίως μετά την ολοκλήρωση των αραβικών κατακτήσεων και τη διάσπαση του ενιαίου Χαλιφάτου σε τρία ανεξάρτητα Χαλιφάτα.
Στη Φιλοσοφία: η πολιτιστική ανάπτυξη άρχισε στο Χαλιφάτο των Αββασιδών με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη, όταν ο χαλίφης Αλ Μαμούν, στις αρχές του 9ου αιώνα, πρωτοστάτησε στη μετάφραση των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Η ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη επηρέασαν αποφασιστικά την εξέλιξη της σκέψης των Αράβων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έγινε γνωστή στη δυτική Ευρώπη μέσω αραβικών μεταφράσεων. Οι σημαντικότεροι Άραβες φιλόσοφοι, Γιακούρ Αλκένδι (9ος αι.), Αβικέννας (11ος αι.) και Αβερρόης (12ος αι.) επηρεάστηκαν κυρίως από την αριστοτελική φιλοσοφία. Η Φιλοσοφία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στη Βαγδάτη, όπου ο Αλ Μαμούν ίδρυσε τον Οίκο της Σοφίας, επιστημονικό κέντρο, όπου εργάστηκαν οι σημαντικότεροι μουσουλμάνοι διανοούμενοι, συγγράφοντας δεκάδες φιλοσοφικά συγγράμματα. Επίσης, σχετικά με την κοινωνιολογία, ο Ιμπν Καλντούν ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος-φιλόσοφος που ανέπτυξε και εξήγησε με επιχειρήματα τους γενικούς νόμους που καθορίζουν την άνοδο και την πτώση των πολιτισμών.
Στα Μαθηματικά:η προσφορά των Αράβων εδώ θεωρείται η πιο σημαντική παγκοσμίως. Δημιούργησαν το ινδο-αραβικό αριθμητικό σύστημα και εισήγαγαν το «ο» στον κόσμο των μαθηματικών, κάτι που οι Ευρωπαίοι μαθηματικοί αποδέχτηκαν τρεις αιώνες μετά την εμφάνισή του. Σημαντικότερος Άραβας μαθηματικός υπήρξε ο Αλ-Χουαρίζμι, ο οποίος δάνεισε το όνομά του στην λέξη «αλγόριθμος», ενώ επίσης το βιβλίο του με τίτλο « Kitab al-Jabr wa al-Muqabalah» που περιείχε την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση σύγχρονων μαθηματικών της εποχής, αποτέλεσε την έμπνευση για τη δημιουργία της λέξης «άλγεβρα».
Στην Αστρονομία: σ' αυτόν τον τομέα σημαντικότερη προσωπικότητα απεδείχθη ο Αλ-Μπατάνι, ο οποίος απέδειξε πως η απόσταση γης και ήλιου αλλάζει και ήταν ο πρώτος που αποδέχτηκε τις εκλείψεις του ήλιου σαν αστρονομικό φαινόμενο. Ο Αλ Ζαρκαλί εφηύρε έναν αστρολάβο μεγάλης ακριβείας και ακόμη κατάφερε να δημιουργήσει υδραυλικό ρολόι, το οποίο μετρούσε με ακρίβεια τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, καθώς και την ανάλογη ημερομηνία.
Στη Φυσική και Οπτική Θεωρία: στους τομείς της φυσικής ήταν κυρίως ο Άραβας Αλχάζεν που πρόσφερε πλήθος ανακαλύψεων πάνω στην οπτική θεωρία. Πιο συγκεκριμένα, συνέβαλε στη διερεύνηση των φαινομένων: εστίαση, μεγέθυνση, αναστροφή της εικόνας, διάθλαση, ανάκλαση κ.λ.π.
Στην Ιατρική και Φαρμακολογία: Άραβες επιστήμονες, όπως ο Αλ-Ραζί, ο Αλ-Κασίμ και ο Αβικέννας διέπρεψαν στην Ιατρική και, πιο συγκεκριμένα, στην εύρεση αντιδότων-φαρμάκων που θεράπευαν πολύ σοβαρές ασθένειες της εποχής, όπως η ευλογιά και η ιλαρά. Επιπλέον, ανακάλυψαν το που οφείλεται ο μεταδοτικός χαρακτήρας των ασθενειών αυτών και τις κατηγοριοποίησαν βάσει του πόνου που προκαλούσαν. Ως αποτίμηση, μπορεί να πει κανείς πως δημιούργησαν πάνω από 200 χειρουργικά εξαρτήματα, χρησιμοποίησαν ποικίλα βότανα και έγραψαν συνολικά εκατοντάδες βιβλία για την θεραπεία ασθενειών της εποχής, χωρίς να παραλείψουν να μεριμνούν για την ευαίσθητη ψυχολογία ενός ασθενή.
Χήμεία και Αλχημεία:η Αλχημεία ήταν μια αποκρυφιστική επιστημονική τεχνουργία που επεδίωκε δύο βασικούς σκοπούς: την μετατροπή των μη πολύτιμων μετάλλων σε χρυσό και την παρασκευή του ελιξιρίου της ζωής που θα παρείχε την αθανασία. Πατέρας της Αλχημείας θεωρείται από τους Άραβες ο Τζαμπίρ Ιμπν Χαϊγιάν. Ψάχνοντας καινούργια φίλτρα και ελιξίρια οδηγήθηκε σταδιακά στην πρακτική ανακάλυψη πολλών χημικών ενώσεων, σε μερικές από τις οποίες έδωσε και ονόματα. Έκτοτε, πολλά έθνη χρησιμοποίησαν τα ευρήματά του για να φτάσουν σε πρωτοποριακά νέα δημιουργήματα.
Στην Τέχνη και στη Λογοτεχνία: η αραβική θρησκευτική τέχνη είναι ανεικονική, εφόσον η ισλαμική θρησκεία απαγορεύει την απεικόνιση του θείου. Στη διαμόρφωσή της, η αραβική τέχνη επηρεάστηκε από την τέχνη της Ανατολής και του Βυζαντίου. Οι Άραβες οδηγήθηκαν στην ανάπτυξη άλλων μορφών καλλιτεχνίας, όπως τα αραβουργήματα, τα οποία είναι λεπτές δαντελωτές διακοσμητικές συνθέσεις.
Tα αραβικά γράμματα, που ξεκινούν μαζί με τις πρώτες αραβικές φυλές, φέρουν πολλά ιδιόμορφα στοιχεία. Τέλος, ποίηση παρουσιάζει δικά της μέτρα και ρυθμούς, ενώ η λογοτεχνία είναι ιδιαίτερα πλούσια εξαιτίας της μακροχρόνιας αραβικής παράδοσης πάνω σε μύθους και ιστορίες.
Το Ισλάμ επέβαλε ομοιομορφία στην αρχιτεκτονική και οι παραλλαγές που υπάρχουν οφείλονται όχι τόσο σε τοπικές ή εθνικές μορφολογικές διαφορές, όσο στις προσωπικές προτιμήσεις των χαλιφών. Τα πιο ενδιαφέροντα κτίσματα είναι τα τζαμιά και τα ανάκτορα. Σε αυτό το μεγαλοπρεπές αλλά και κομψό σύνολο ανακτόρων, κήπων, εξωστών και κρηνών, θριαμβεύει ο πλούσιος διάκοσμος με αραβουργήματα.
Το τέμενος του Ομάρ στα Ιεροσόλυμα (691), το αρχαιότερο ισλαμικό αρχιτεκτονικό μνημείο.
Το να είναι κάποιος Άραβας δεν σημαίνει πως είναι μουσουλμάνος. Για παράδειγμα, το 10% του πληθυσμού κάποιων αραβικών χωρών ασπάζεται τον Χριστιανισμό.
Η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό μουσουλμάνων είναι η Ινδονησία. Οι μουσουλμάνοι Άραβες αποτελούν μόνο το 18% του μουσουλμανικού πληθυσμού.
Ο αριθμός πιστών του Ισλάμ στην Ινδία ξεπερνά τον αριθμό των μουσουλμάνων σε όλες τις Αραβικές χώρες μαζί.
Όπως και για πολλά έθνη ανά τον κόσμο, έτσι και για τον Αραβικό πολιτισμό υπάρχουν πολλές παρεννοήσεις, οι οποίες έχουν προκληθεί κυρίως από τον φόβο και την ημιμάθεια. Όμως, είναι σημαντικό για έναν άνθρωπο να γνωρίζει τους πολιτισμούς που οδήγησαν την ανθρωπότητα στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα, και οι Άραβες είναι οπωσδήποτε ένας πολιτισμός που ευνόησε την πρόοδο του κόσμου κατά πολύ.
Πηγές: http://wikipedia.com/, https://www.slideshare.net/georgiasofi/ss-60079816, http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2698/Istoria_B-Lykeiou_html-empl/index5_4.html
ΤΙ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ;
Oι αναβατήρες εισήχθησαν στη Δύση από τον Kάρολο Mαρτέλο.
Ο αναβατήρας άλλαξε ριζικά τις πολεμικές τακτικές και ανέδειξε τη σημασία του βαρέος ιππικού. O έφιππος πάνοπλος ιππότης, στηριζόμενος με τα πόδια στον αναβατήρα, είχε τη δυνατότητα να ισορροπήσει και να συγκεντρώσει στο κτύπημα με βαρύτερη λόγχη όλο το βάρος του ίδιου και του αλόγου. Eπίσης, ο αναβάτης, στηριζόμενος από τις δύο πλευρές από τους αναβατήρες, μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τόξο. Σύγχρονες διατριβές ταυτίζουν τη χρήση αναβατήρα με το φαινόμενο του φεουδαρχισμού. O νέος ιππότης αποτέλεσε μία ελίτ αριστοκρατίας, διότι απλώς εκείνος που κατείχε πλούτο, μπορούσε πια μόνο να πολεμήσει με τις νέες τακτικές (αναβατήρας, άλογο, βαριά θωράκιση και προσωπικό για να κουβαλά τον εξοπλισμό του). Aυτή η ελίτ άρχισε να δημιουργείται την εποχή του Mαρτέλου στην περιοχή του φραγκικού κράτους, ωστόσο ο στρατός του Mαρτέλου ήταν κατά βάση πεζοπόρος.
Aντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι Aραβες στηρίζονταν στη δύναμη του ιππικού τους. Tο αραβικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δόρυ και ευέλικτα ξίφη και στόχο είχε να πλευροκοπήσει και να υπερφαλαγγίσει τις εχθρικές γραμμές. H νέα ασπίδα τους ήταν η εξέλιξη της παλιάς κυκλικής, με σκοπό να προστατεύει ολόκληρο το πλευρό ενός έφιππου πολεμιστή. Eκτός από τους πεζούς τοξότες υπήρχαν και οι έφιπποι, εξοπλισμένοι με ιδιαίτερα αποτελεσματικά τόξα (σύνθετα), όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Bυζαντινοί την ίδια εποχή. Tο νέο τόξο, αντίθετα με το τόξο που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, κατασκευαζόταν από συμπιεσμένα υλικά, όπως κόκκαλο, κέρατο, εντόσθια και ξύλα με μεγάλη αντοχή. Oι ακμές τους κύρτωναν προς τα έξω, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού, ενώ η κοιλιά του τόξου (στη μέση) καμπύλωνε προς τα μέσα. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη σταθερότητα, μεγαλύτερη ελαστικότητα και περισσότερη ισχύ.
Κατά την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β', η κατάσταση άρχισε να μεταστρέφεται εις βάρος της αυτοκρατορίας, η οποία είχε υπερβεί τις δυνάμεις της. Ως το 1081, το Βυζάντιο έχασε αρκετό έδαφος (μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και όλες τις αρχαίες κτήσεις του στη νότια Ιταλία), με τις ανάλογες οικονομικές απώλειες, κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Στον τομέα των δημόσιων οικονομικών επίσης άρχισαν σιγά σιγά να διαφαίνονται προβλήματα που θα εμφανιστούν καθαρά στους επόμενους αιώνες και θα επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την αγροτική παραγωγή και οικονομία του βυζαντινού κράτους ήταν η δημογραφική ανάπτυξη: η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε και στην αύξηση των εκμεταλλεύσιμων αγροτικά γαιών. Έτσι, το χρονικό διάστημα μεταξύ 9ου και πρώτου μισού του 11ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, από τα μέσα του 9ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν και πάλι σε θέση να εξασφαλίσει τα σύνορά της και να προστατεύσει τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα η αγορά και εκμετάλλευση γης να γίνει μια σίγουρη και κερδοφόρα οικονομική επένδυση για τους υπηκόους του κράτους.
Οι διαθέσεις των πιο πλούσιων απ' αυτούς, οι οποίοι έτειναν να συγκεντρώνουν πολύ μεγάλες εκτάσεις γης στα χέρια τους, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές. Έτσι, άρχισε την περίοδο αυτή (867-1081) μια φάση ανταγωνισμού ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους δυνατούς, όπως ονομάζονταν, και τους ελεύθερους μικρούς καλλιεργητές της γης, τους πένητες, που κυριαρχούσαν στο διάστημα 610-867.Από τα μέσα του 11ου αιώνα, ωστόσο, άρχισε μια περίοδος τελμάτωσης. Οι μικροϊδιοκτήτες, από τη μια, δεν μπορούσαν και οι μεγαλογαιοκτήμονες, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν σημαντικά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να παρουσιάσει ύφεση. Αυτή, βέβαια, η αλλαγή δεν παύει να εντάσσεται σ' ένα γενικά θετικό πλαίσιο καθώς έχει αυξηθεί η ποσότητα της γης υπό αγροτική εκμετάλλευση. Η αξιοποίηση της βυζαντινής γης (ιδιόκτητης ή μη) συνίστατο σε δραστηριότητα κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική, αλλά επίσης δασοπονική, υλοτομική και αλιευτική. Η απόκρουση, κατά τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα, των εχθρικών επιδρομών που είχαν κλονίσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία και αναστατώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή της, επέφερε αλλαγές στην εσωτερική ζωή του κράτους και, κατά συνέπεια, στην κοινωνία. Οι αλλαγές αυτές άρχισαν να φαίνονται στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που κυρίως με τα μέτρα τους υπέρ των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών, συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο σταθερής κοινωνίας. Αυτή παρέμεινε στη βάση της αγροτική, όπως άλλωστε οι περισσότερες μεσαιωνικές κοινωνίες.
Οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα αναπτύχθηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις που στην περίοδο αυτή της Μέσης Βυζαντινής εποχής (867-1081) άρχισαν γενικά να αναδιοργανώνονται. Η διάκριση σε τάξεις εξακολούθησε να υπάρχει, παγιώθηκε μάλιστα κατά κάποιον τρόπο με τη νομοθεσία των Μακεδόνων, ενώ ταυτόχρονα συστηματοποιήθηκε επίσημα η ιεραρχία των βυζαντινών αξιωματούχων με τα λεγόμενα "Τακτικά". Χαρακτηριστική της περιόδου υπήρξε η ενίσχυση της θέσης της Εκκλησίας και του μοναχισμού μετά τη λήξη της Εικονομαχίας. Επίσης, στη βυζαντινή ύπαιθρο κυριάρχησε η πάλη μεταξύ δυνατών και αδυνάτων, που οδήγησε στη νίκη των πρώτων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη βυζαντινή κοινωνία από τα τέλη της περιόδου αυτής.
Η μετατροπή των πόλεων σε κάστρα κατά την πρώτη περίοδο της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867) επέδρασε στην εξέλιξη της αστικής ζωής. Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε, η τοπική αυτοδιοίκηση αποδυναμώθηκε και η κοινωνική δομή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις νέες συνθήκες. Η επιτυχής απόκρουση όμως των εχθρικών επιδρομών, κυρίως από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, και η εξυγίανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που ακολούθησε οδήγησαν στην αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των πόλεων, το 10ο κυρίως αιώνα. Αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στις βαλκανικές πόλεις της αυτοκρατορίας, ενώ στη Μικρά Ασία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πόλεις διατήρησαν αγροτικό χαρακτήρα και υστέρησαν εμφανώς ως προς την αστική ανάπτυξη.
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στις πόλεις ανακόπτονταν από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό παρεμβατισμό. Ο κρατικός έλεγχος επιτυγχανόταν με τη συντεχνιακή οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληροφορίες μας για την οργάνωση αυτή προέρχονται από το "Επαρχικό Βιβλίο" του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, που περιλάμβανε διατάξεις σχετικές με την οργάνωση και τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία του επάρχου της πόλεως. Όλοι οι επαγγελματίες έπρεπε να είναι γραμμένοι μόνο σε ένα σωματείο, το οποίο και εξέλεγε τον πρόεδρό του. Oι ώρες εργασίας και οι μισθοί των εργατών ήταν καθορισμένα, ενώ η είσοδος νέων μελών στο σωματείο γινόταν με καταβολή ορισμένου ποσού. Επιπλέον, κάθε σωματείο είχε συγκεκριμένη θέση στο χώρο της αγοράς. Σκοπός της συντεχνιακής οργάνωσης ήταν η προστασία τόσο του κράτους όσο και των καταναλωτών, με τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων και αγαθών της αγοράς της Πρωτεύουσας. Δε γνωρίζουμε, ωστόσο, αν η οργάνωση αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Προς το τέλος της περιόδου, η συντεχνιακή οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, ενώ από τον 11ο ήδη αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά "αδελφότητες" που συνδέονταν όμως με ενοριακές εκκλησίες ή με μοναστήρια πόλεων, μια οργάνωση που συναντιέται εκτός από την Κωνσταντινούπολη και σε επαρχιακές πόλεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...