Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Σ

Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης. Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του, για αυτά τα γεγονότα. Στο εξώφυλλο του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια μητέρα, να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία. Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα εμπνέεται. Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει...» Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη
Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός: «Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»
Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της: «Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»
Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό: «Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα» [...] «Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο» [...] «Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη»
Μέρος IV: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται: «Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»
Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο: «Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα, καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.» [...] «Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα, θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»
Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου: «Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω» [...] «Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι; Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει» [...] «Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου. Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.» [...] «Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα; Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.» [...] «Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει; Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.» [...] «Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι, νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι.»
Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό: «Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.»
Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: «Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.» [...] «Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα – μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.» [...] «Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»
Μέρη XIV, XV, XVI, XVII, XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του: «Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω, γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.» [...] «Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα» «Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ'ὄνειρό σου νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.» [...] «Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –» [...] «Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»
Κεντρικός χαρακτήρας του ποιήματος είναι η μητέρα που θρηνεί. Πώς περιγράφονται οι συναισθηματικές μεταπτώσεις της και τι μαρτυρούν για την ίδια; (40-50 λέξεις)
Να συγκρίνετε το ποίημα με το "Γλυκύ μου έαρ" της ακολουθίας των Παθών, της Μεγάλης Παρασκευής: Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει. Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη. Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω; Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον. Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Η παραδοσιακή ποίηση προϋπήρξε της μοντέρνας, καθώς η δεύτερη αποτελεί τη μετεξέλιξή της. Η μετάβαση αυτή δε συνέβη απότομα, καθώς είχε προετοιμαστεί σταδιακά από κάποιους ποιητές (Καβάφης, Καρυωτάκης), που χωρίς να είναι «νεωτερικοί», παραμέρισαν στο έργο τους όλα σχεδόν τα παραδοσιακά στοιχεία. Η παραδοσιακή ποίηση σέβεται τους κανόνες του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας και της λογικής αλληλουχίας των νοημάτων. Αντιθέτως, στη μοντέρνα ποίηση παρατηρείται η τάση της κατάργησης ή και η παντελής απουσία του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας και των νοημάτων. Η πρώτη λοιπόν υπόκειται σε κανόνες, ενώ η δεύτερη αναιρεί τους κανόνες. Ειδικότερα, στην παραδοσιακή ποίηση υπάρχει πάντοτε ο ίδιος αριθμός στίχων σε κάθε στροφή, οι οποίοι διαθέτουν συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών και είναι μεταξύ τους ομοιοκατάληκτοι. Ο λόγος είναι φροντισμένος. Χρησιμοποιείται το ποιητικό λεξιλόγιο, καθώς τεχνηέντως αποφεύγεται η χρήση των καθημερινών λέξεων (αντιποιητικές λέξεις) όπως και καθετί που παραπέμπει στον πεζό λόγο, ενώ το ποίημα είναι γεμάτο από σχήματα λόγου. Επιπρόσθετα έχουμε τη λογική ανάπτυξη του αρχικού συλλογισμού, αφού ο τρόπος που παρουσιάζονται τα νοήματα είναι σαφής, ενώ το θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με τον προϊδεαστικό τίτλο του ποιήματος. Η χρήση των σημείων στίξης και της ορθής σύνταξης είναι αυστηρή, όπως κι ο σεβασμός στο μέτρο, καθώς υπάρχει λυρικότητα στο λόγο. Έτσι το ποίημα υπηρετεί πιστά το στόχο του: την αισθητική απόλαυση, την τέρψη του αναγνώστη, σεβόμενο πάντοτε τους ανωτέρω κανόνες.
Η μοντέρνα ποίηση έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την αμφισβήτηση κάθε κανόνα. Ο στίχος γίνεται ελεύθερος (αυτόματη γραφή), ενώ καταργούνται η ομοιοκαταληξία, το μέτρο κι ο ορισμένος αριθμός συλλαβών. Ο λόγος προσεγγίζει περισσότερο τον πεζό (χρήση καθημερινού/ απλού λεξιλογίου) και οι λέξεις συνδυάζονται μεταξύ τους με πρωτοτυπία, καθώς ορισμένες είναι φαινομενικά αταίριαστες. Συν τοις άλλοις κυριαρχούν οι συνειρμοί κι οι φράσεις γίνονται πολύσημες κι ελλειπτικές, ενώ καταργείται κάθε λογική νοηματική αλληλουχία, αφού το κεντρικό θέμα παραμένει κρυφό ή υπονοείται εμμέσως. Ο αναγνώστης πρέπει να το ανακαλύψει μόνος του, να το αισθανθεί κι όχι απαραίτητα να το αντιληφθεί. Η λυρικότητα της παραδοσιακής ποίησης απουσιάζει, καθώς εδώ δίνεται έμφαση στη δραματικότητα. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονται τολμηρές μεταφορές κι εικόνες. Η στίξη γίνεται χαλαρή, χρησιμοποιείται αναπάντεχα ή δεν υφίσταται καθόλου. Όσον αφορά στον τίτλο συχνά γίνεται προβληματικός, καθώς κατ’ ουσίαν είναι νοηματικά ανενεργός. Τέλος τα εξωραϊστικά στοιχεία και το φροντισμένο ύφος εγκαταλείπονται, διότι ορισμένες ιδέες και συναισθήματα είναι αδύνατο να εκφραστούν ακολουθώντας τους αυστηρούς κανόνες που διέπουν τη μοντέρνα ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...