Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

Στην Αμερική, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια, τα εθνικά κράτη που προέκυψαν από τις πρώην αποικίες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας φαίνονταν να είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων τους στην Ευρώπη. Γενικά, ο Νέος Κόσμος ήταν -ή, σωστότερα, φαινόταν να είναι- προέκταση του κόσμου της γηραιάς ηπείρου, από την άποψη των θεσμών, των αρχών και των αξιών που εισήχθησαν για τη συγκρότηση των νέων χωρών. Ωστόσο, η ελευθερία, οι αντιπροσωπευτικοί και συνταγματικοί θεσμοί και η κοσμική εξουσία, στη βάση των οποίων οικοδομήθηκαν οι νέες πολιτείες, εφαρμόστηκαν σε νέο περιβάλλον και για τον λόγο αυτόν οι πολιτείες που προέκυψαν ήταν διαφορετικές από τις πρωτότυπες.
Στις ΗΠΑ το δημοκρατικό πολίτευμα στηρίχτηκε σε ένα Σύνταγμα κατά βάση συντηρητικό, το οποίο αναθεωρήθηκε πολλές φορές, χωρίς να αλλοιωθεί η αρχική πρόβλεψη του διαχωρισμού των τριών κλάδων της εξουσίας και του μεταξύ τους ελέγχου. Μέσω των πολλαπλών ελέγχων και ισορροπιών, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επαρχιακό επίπεδο, το Σύνταγμα της υπερατλαντικής χώρας εξασφάλισε στην αμερικανική κοινωνία, η οποία υπήρξε μία από τις πιο φιλελεύθερες κοινωνίες των νεότερων χρόνων, εντυπωσιακή ευημερία, πρόοδο του πολιτισμού, των επιστημών και της τεχνολογίας, καθώς και αξιόλογη πολιτική ομαλότητα - μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865).
Με τον όρο "Αμερικανική Επανάσταση" ή "Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ" ορίζεται ο πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των 13 αποικιών της στην Αμερικανική ήπειρο (1775 - 1783). Ο ένοπλος αγώνας των αποικιών εναντίον της καταπιεστικής μητρόπολης ήταν η κορύφωση των πολιτικών διεργασιών του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα.
Χάρτης των ΗΠΑ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861 -1860), Μετά την εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν επτά πολιτείες του Νότου αποχώρησαν από την Ένωση σχηματίζοντας τη Συνομοσπονδία (Confedaration) τον Φεβρουάριο του 1861. Αργότερα ενώθηκαν μαζί τους τέσσερις ακόμη νότιες πολιτείες. Οι πέντε βορειότερες δουλοκτητικές πολιτείες παρέμειναν στην Ένωση, αν και μέρος του πληθυσμού τους υποστήριζε τη Συνομοσπονδία.
Οι Άγγλοι φορολογούσαν βαριά τις αποικίες τους, γεγονός που προκαλούσε τη δυσφορία των κατοίκων, ιδιαίτερα των πλουσιότερων οι οποίοι ήθελαν να ξεφύγουν από την οικονομική κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας. Η δυσφορία για τα φορολογικά μέτρα αρχικά αλλά κυρίως για τον φόρο του τσαγιού που διατηρήθηκε για λόγους γοήτρου έπειτα τις πρώτες αντιδράσεις των αποίκων, οδήγησε τους Αμερικανούς όχι μόνο να σταματήσουν να αγοράζουν τσάι αλλά να καταστρέψουν και μεγάλα φορτίου τσαγιού, πετώντας τα στην θάλασσα, στο λιμάνι της Βοστόνης στις 16 Δεκεμβρίου 1773. Οι Άγγλοι αντέδρασαν στέλνοντας 4.000 στρατιώτες να καταλάβουν τη Βοστόνη.
Όταν Αγγλικές δυνάμεις στάλθηκαν για να πάρουν στρατιωτικό υλικό από την πόλη Κόνκορντ της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, συνάντησαν αντίσταση από την πολιτοφυλακή της Μασαχουσέτης στο Λέξινγκτον και έπειτα στο Κόνκορντ. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να σταματήσουν τους Άγγλους και να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω στη Βοστόνη έχοντας βαριές απώλειες. Η σύγκρουση είχε αρχίσει. Στη συνέχεια, όλες οι αποικίες συγκέντρωσαν τις πολιτοφυλακές τους και τις έστειλαν στη Βοστόνη. Οι Αμερικανικές δυνάμεις περικύκλωσαν τη Βοστόνη από Βορρά, Νότο και Δύση, όμως άφησαν το λιμάνι υπό Αγγλικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να έρθουν ενισχύσεις και πολεμοφόδια. Ακολούθησαν πολλές μάχες μεταξύ του Ηπειρωτικού στρατού των επαναστατημένων αποικιών, του οποίου αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, και των Αγγλικών δυνάμεων. Η πολιορκία έληξε στις 17 Μαρτίου 1776 με νίκη των αποικιακών δυνάμεων και εκκένωση της πόλης από τους Άγγλους.
Κατά την περίοδο 1607 - 1732 δημιουργήθηκαν στα ανατολικά παράλια της Βορείου Αμερικής 13 αποικίες υπό Αγγλικό έλεγχο. Οι άποικοι ήταν κυρίως Άγγλοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί και Σουηδοί. Τεχνίτες και κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες, θύματα θρησκευτικών διώξεων αλλά και κατάδικοι, όλοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Οι αποικίες του βορρά είχαν, του 1763, 1.000.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους 40.000 περίπου ήσαν μαύροι σκλάβοι.
Σε οικονομικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της δυτικής Ευρώπης είχε αναπτυχθεί μια δυναμική αγροτική οικονομία, ενώ άκμαζε το εμπόριο με κέντρα τις μεγάλες πόλεις Βοστόνη, Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια. Τα πρώτα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον) ήταν χώροι διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι αποικίες του νότου είχαν, το 1763, 750.000 περίπου κάτοικους, 300.000 περίπου από αυτούς ήταν μαύροι σκλάβοι. Η οικονομία βασιζόταν στις μεγάλες φυτείες καπνού, ρυζιού και βαμβακιού. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών ήταν αποκλειστικά Ευρωπαίοι άποικοι, οι οποίοι και δέσποζαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Οι γη καλλιεργούταν από μαύρους σκλάβος που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Οι μεγάλες πόλεις ήταν λίγες. Κάθε πολιτεία διοικούταν από έναν κυβερνήτη, που διοριζόταν από την Αγγλία. Παράλληλα, υπήρχε μια συνέλευση αποίκων που είχε λόγο στην ψήφιση νόμων και στην έγκριση φόρων. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην συνέλευση αυτή είχαν μόνο ορισμένοι από τους πλούσιους αποίκους. Οι άποικοι δεν εκπροσωπούνταν στο αγγλικό κοινοβούλιο. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο των αποικιών ελεγχόταν πλήρως από την Αγγλία.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, οι μισθωτοί εργάτες συνυπήρχαν στις αποικίες «με τους υπηρέτες με σύμβαση χρόνου («indenture servants»), τους μαθητευόμενους, τους οικιακούς εργάτες που πληρώνονταν συνήθως σε είδος, τους ναύτες που στρατολογούνταν βίαια στο Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό και σε ορισμένες περιοχές τους επίμορτους καλλιεργητές». Οι υπηρέτες με σύμβαση χρόνου συγκροτούσαν «την πλειοψηφία της μη δουλικής εργατικής δύναμης» πριν την Αμερικανική Επανάσταση, «αποτελώντας το ήμισυ σχεδόν των μεταναστών που έφταναν στην Αμερική από την Αγγλία και την Σκωτία».
Τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά που αφορούν τις αφίξεις Γερμανών μεταναστών στο λιμάνι της Φιλαδέλφειας μεταξύ 1772 και 1835, υποδεικνύουν μεγάλη μείωση της προσφυγής στο σύστημα της υπηρεσίας με σύμβαση χρόνου μετά το 1820. Το 1772, πάντως, το 56% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στην Αμερική μέσω Φιλαδέλφειας είχαν υπογράψει συμβόλαια «εθελούσιας δουλείας» με τα οποία εξοφλούσαν τις δαπάνες της μετάβασής τους στην Αμερική. Το ποσοστό αυτό, ήδη εξαιρετικά μεγάλο, περιορίστηκε στο 38% το 1785, για να ανέβει και πάλι στο 42% το 1815.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1820 ο θεσμός αυτός είχε ήδη περιέλθει σε μαρασμό, καθώς αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στις ΗΠΑ. Η πλειοψηφία του μη δουλικού πληθυσμού ήταν κτηματίες που καλλιεργούσαν τις γαίες τους με την εργασία της οικογένειας και με τη βοήθεια υπηρετών με σύμβαση χρόνου και δούλων. Στις αποικιακές πόλεις η μισθωτή εργασία ήταν διαδεδομένη και διευρυνόταν συνεχώς μετά το 1750. Αυτό οφειλόταν «στην πληθυσμιακή αύξηση, την περιορισμένη πρόσβαση σε αγροτικούς κλήρους και την ολοκλήρωση του χρόνου υποχρεωτικής εργασίας των υπηρετών».
Αξιοσημείωτη ήταν και η ανάπτυξη της αλιείας, ιδιαίτερα της φαλαινοθηρίας. Η μεγαλύτερη, πάντως, συγκέντρωση εργασίας κατά την προεπαναστατική περίοδο παρατηρούνταν στις μεγάλες φυτείες των Μέσων και Νότιων Πολιτειών. Εκτός από την παραγωγή καπνού, βαμβακιού και άλλων αγροτικών προϊόντων ευδοκιμούσαν σε αυτές μια σειρά από βιοτεχνικές δραστηριότητες: από την υφαντουργία και την υποδηματοποιία, μέχρι τους αλευρόμυλους και τα σιδηρουργεία για την κατασκευή αγροτικών εργαλείων.
Εάν εξαιρεθούν οι μεγάλες φυτείες, «τους περισσότερους ημι-ειδικευμένους εργάτες που εργάζονταν σε ειδικευμένες γραμμές παραγωγής υπό ένα εργοδότη συγκέντρωναν οι κλίβανοι και τα σιδηρουργεία». Το εργοστασιακό συγκρότημα που ίδρυσε ο Πέτερ Χάζενκλεβερ (Peter Hasenclever) το 1776 στο Νιού Τζέρσεϋ, στο οποίο δούλευαν 500 Γερμανοί εργάτες, περιλάμβανε έξι υψικαμίνους, επτά σιδηρουργεία, έναν σπαστήρα μεταλλεύματος, τρία πριονιστήρια και έναν αλευρόμυλο. Ενδεικτικό της ανάπτυξης της μεταλλουργίας στις Αποικίες είναι το γεγονός ότι το 1776 απ’ αυτές προερχόταν το 14% της παγκόσμιας παραγωγής ακατέργαστου σιδήρου.
Οι συμφωνίες για τη μη εισαγωγή Αγγλικών προϊόντων, με τις οποίες οι άποικοι αντέδρασαν στην αλλαγή του φορολογικού και τελωνειακού καθεστώτος της Αυτοκρατορίας, διευκόλυναν τη δεκαετία του 1760 την ίδρυση αρκετών βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων. Παρόλο που η ανώνυμη μετοχική επιχείρηση δεν αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, οι μετοχικές εταιρείες στη δευτερογενή παραγωγή αυξήθηκαν στις δεκαετίες του 1760 και 1770. Παρόλο που οι πραγματικοί μισθοί των εργατών στις Αποικίες ξεπερνούσαν κατά 30% ως 100% τους αντίστοιχους μισθούς των Άγγλων, οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν ρόδινες. Η εποχιακή φύση της απασχόλησης, ιδιαίτερα στη Νέα Αγγλία, όπου οι ψαράδες, οι ναυτικοί, οι λιμενεργάτες και οι υπαίθριοι τεχνίτες αναγκάζονταν για ένα μεγάλο μέρος του χρόνου να διακόψουν της εργασίες τους, επέτεινε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι διακυμάνσεις στο εισαγωγικό εμπόριο.
Στις παραθαλάσσιες κοινότητες, στις οποίες διαβιούσε μεγάλος αριθμός χηρών και ορφανών που είχαν χάσει συζύγους και γονείς στη θάλασσα, εισέρρεαν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τις συνοριακές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια πολεμικών περιόδων. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα κονδύλια που διατίθεντο για τους φτωχούς απορροφούσαν σε πόλεις όπως η Βοστόνη και η Νέα Υόρκη έως και το 1/3 των ετήσιων δημοτικών δαπανών. Στις παραμονές της Επανάστασης στη Φιλαδέλφεια, το «ποσοστό των φτωχών ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερο από ότι πριν από είκοσι χρόνια και πτωχοκομεία κατασκευάζονταν και γέμιζαν όσο ποτέ πριν». Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι φτωχοί αυτοί έποικοι έλπιζαν στη μελλοντική εγκατάστασή τους σε κάποιο αγροτεμάχιο στην ενδοχώρα, αυξάνοντας έτσι την πίεση που το ρεύμα αυτό δημιουργούσε στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Βρετανική κυβέρνηση να θέσει τις Ινδιάνικες υποθέσεις μετά τον Επταετή Πόλεμο υπό την άμεση επίβλεψή της ώστε οι άποικοι να περιοριστούν ανάμεσα στην ανατολική ακτογραμμή και τα Απαλάχια Όρη και η ειρήνη να διατηρηθεί στην ενδοχώρα.
Η ανάγκη ώστε η Βρετανική διοίκηση να παρέμβει στις Αμερικανικές υποθέσεις έγινε επιτακτικότερη όταν οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν ότι οι άποικοι προσανατολίζονταν σε μια μορφή συνένωσης η οποία θα τους επέτρεπε, αφ’ ενός, να αμυνθούν αποτελεσματικότερα ενάντια στη Γαλλική διείσδυση στην ήπειρο και, αφ’ ετέρου, να αντιμετωπίσουν τους Ινδιάνους στη δυτική μεθόριο. Ο Τζων Άνταμς (1735 - 1826) θυμάται ότι το 1756 «ορισμένοι είχαν τη γνώμη ότι θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας καλύτερα χωρίς την Αγγλία παρά με αυτήν, εάν μας επέτρεπε μόνο να ενωθούμε και να ασκήσουμε τη δύναμη, την τόλμη και την επιδεξιότητά μας».
Όταν οι αντιπρόσωποι από έντεκα Βρετανικές Αποικίες συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1755 στο Όλμπανι της Νέας Υόρκης για να συζητήσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε ο ακήρυχτος ακόμη πόλεμος με τη Γαλλία, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπέβαλε ένα σχέδιο αποικιακής ενότητας, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο του Ώλμπανυ για την Ένωση» («Albany Plan of Union», 1755). Σύμφωνα με αυτό, μια αποικιακή κυβέρνηση θα φρόντιζε για την «κοινή άμυνα και την επέκταση των Βρετανικών εγκαταστάσεων στη Βόρεια Αμερική» και θα ρύθμιζε τις Ινδιάνικες υποθέσεις. Γεγονός που αποκάλυπτε την επιθυμία των αποίκων να επιληφθούν του ευαίσθητου αυτού ζητήματος ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Ο γενικός πρόεδρος της κυβέρνησης, που θα διοριζόταν από το Στέμμα και ένα αποικιακό κοινοβούλιο, μπορούσε «να κηρύσσει πόλεμο ή ειρήνη με τα Ινδιάνικα έθνη», να ρυθμίζει το εμπόριο και «όλες τις αγορές Ινδιάνικων γαιών που δεν βρίσκονταν στα όρια των επιμέρους αποικιών», και να μεριμνά για τις «νέες εγκαταστάσεις μέχρις ότου το Στέμμα κρίνει σκόπιμο να τις διαμορφώσει σε επιμέρους κυβερνήσεις».
Στις 4 Ιουλίου 1776 συγκαλείται συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή. Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα.
Ο Αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε στο Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία Αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783. Η γρήγορη ανάπτυξη των αποικιών έκανε πολλούς αποίκους, ιδίως τους πλουσιότερους, να δυσφορούν για την οικονομική κηδεμονία της Αγγλίας. Μετά τον Επταετή Πόλεμο των ετών 1756 - 1763, η Αγγλία όχι μόνο απαγόρευσε στους Αμερικανούς να εκμεταλλευτούν τον Καναδά και τη Φλόριντα, που μόλις είχε καταλάβει, αλλά και απαίτησε από αυτούς νέους φόρους για να καλύψει ένα μέρος των πολεμικών δαπανών. Οι άποικοι αντέδρασαν σταματώντας να αγοράζουν Αγγλικά προϊόντα. Η Αγγλία κατάργησε τους περισσότερους νέους φόρους, αλλά διατήρησε, ίσως για λόγους γοήτρου, τον φόρο στο τσάι. Οι άποικοι, ωστόσο, ήταν ανένδοτοι, όχι μόνο σταμάτησαν να αγοράζουν τσάι από την Αγγλία αλλά και προχώρησαν στην καταστροφή Αγγλικών φορτίων τσαγιού. Αντιδρώντας, η Αγγλία επέβαλε εμπορικούς περιορισμούς στο λιμάνι της Βοστόνης. Τότε, οι Αμερικάνοι συγκάλεσαν το Κογκρέσο (συνέλευση) της Φιλαδέλφειας το Σεπτέμβριο του 1774, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των αποικιών. Ενώ, όμως, η πλειοψηφία του Κογκρέσου έδειχνε διάθεση συμβιβασμού, ο Άγγλος Βασιλιάς Γεώργιος Γ’ διάλεξε την ένοπλη σύγκρουση.
Όλα ξεκίνησαν όταν, τον Μάιο του 1773, το βρετανικό κοινοβούλιο πέρασε το λεγόμενο “Tea Act” (Νομοθετική Πράξη του Τσαγιού), με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικά εξασθενημένης Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα μπορεί να ήταν ευχάριστο για την Εταιρεία, όχι όμως για τους κατοίκους των δεκατριών αμερικανικών αποικιών. Οι πολίτες των αποικιών θεωρούσαν πως το νομοθέτημα αυτό παραβίαζε τα δικαιώματα τους ως Βρετανών πολιτών. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1773, στην Βοστόνη, μια ομάδα ανδρών, ορισμένοι μεταμφιεσμένοι σε Ινδιάνους, ανέβηκε στα πλοία της εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και πέταξε όλο το τσάι στην θάλασσα.
“No taxation without representation” (“Καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση») διακήρυσσαν. Δηλαδή, όχι επιβολή φόρων από ένα κοινοβούλιο που δεν εκπροσωπείται από κανέναν. Το συγκεκριμένο κίνημα, που αργότερα ονομάστηκε “Boston Tea Party”, κατάφερε να μποϊκοτάρει το εμπόριο τσαγιού σε ακόμη τρεις αποικίες, ξεκινώντας μια κόντρα με την Βρετανική Αυτοκρατορία που σταδιακά θα οδηγούσε στην Αμερικανική Επανάσταση. Το Boston Tea Party, όμως, πέραν του να προετοιμάσει το έδαφος για την Αμερικανική Επανάσταση, σηματοδότησε και άλλο ένα μεγάλο γεγονός: την στροφή της Αμερικής, από το τσάι, στον καφέ.
Η νίκη των Αμερικανικών δυνάμεων στη μάχη του Λέξινγκτον τον Απρίλιο του 1775 σήμανε την οριστική ρήξη. Παράλληλα κυκλοφορούσαν μαχητικά φυλλάδια, γραμμένα από ριζοσπάστες διανοούμενους οπαδούς του Διαφωτισμού, όπως ο Τόμας Πέιν, που υποστήριζαν ότι η Αγγλία δε δικαιούταν να ασκεί εξουσία στις αποικίες. Την ίδια στιγμή, καθώς οι άποικοι συνειδητοποιούσαν τα κοινά τους στοιχεία, γεννιόταν η Αμερικανική εθνική συνείδηση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Κογκρέσο της Φιλαδέλφειας ψήφισε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου το 1776, ένα κείμενο που απηχούσε τις ιδέες του Διαφωτισμού και είχε συνταχθεί από τους Τόμας Τζέφερσον και Βενιαμίν Φραγκλίνο. Ο πόλεμος που ακολούθησε έμεινε γνωστός ως Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Αρχικά, οι Αμερικάνοι, με αρχιστράτηγο τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, αντιμετώπισαν προβλήματα. Μετά το 1778, όμως, εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, συνήψαν συμμαχίες με τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, οι οποίες επιδίωκαν τον περιορισμό της Αγγλίας. Η άφιξη Γαλλικών στρατευμάτων στην Αμερική επηρέασε την έκβαση της σύγκρουσης. Η ήτα των Άγγλων στη μάχη του Γιόρκταουν, τον Οκτώβριο του 1781, σήμανε και το τέλος του πολέμου.
Οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν επέβαλλαν μόνο δασμούς στα προϊόντα που εισάγονταν στις Αποικίες –αυτό επιχειρήθηκε για παράδειγμα με τον Νόμο περί της Ζάχαρης (Sugar Act, 1764) που φορολογούσε τα ενδύματα, τη ζάχαρη, το λουλάκι, τον καφέ και το κρασί– αλλά και σε άλλες πιο «άμεσες» επιβαρύνσεις όπως ήταν ο περίφημος Stamp Act (1765), δηλαδή ο νόμος που επέβαλε τον φόρο στο χαρτόσημο. Η πιο καταπιεστική για τους αποίκους διάταξη του Νόμου περί της Ζάχαρης ήταν εκείνη που αφορούσε τη μείωση του δασμού στην εισαγόμενη από τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες μελάσα. Το μέτρο αυτό, που στόχευε στην πάταξη του λαθρεμπορίου και, μέσω αυτού, στην αύξηση των εσόδων από τα τελωνεία, δυσαρέστησε όσους εισήγαγαν αδασμολόγητη μελάσα από τις Γαλλικές και Ισπανικές Δυτικές Ινδίες για να παρασκευάσουν ρούμι.
Το ρούμι των αποίκων ανταλλασσόταν στις ακτές της Δυτικής Αφρικής με δούλους, οι οποίοι πωλούνταν στις Δυτικές ­Ινδίες έναντι ζάχαρης και μελάσας, η οποία εισαγόταν στις Αποικίες για να τροφοδοτήσει αυτό το «διαβόητο τριγωνικό εμπόριο» αλλά και την αποικιακή οικονομία με το πολύτιμο μεταλλικό της νόμισμα, πριν το τελευταίο διοχετευτεί στην Αγγλία έναντι βιομηχανικών και άλλων προϊόντων.
Η μητρόπολη δεν στόχευε μόνο στον περιορισμό της λαθραίας εισαγωγής μελάσας, αλλά και του τσαγιού, του οποίου το μονοπώλιο στην εισαγωγή του κατείχε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (East India Company). Ο φόρος στο τσάι, μια από τις κυριότερες προσόδους του Στέμματος, μειωνόταν όταν αυτό επανεξαγόταν στην Αμερική. Το γεγονός, πάντως, ότι η τιμή του Αγγλικού τσαγιού ήταν διπλάσια από εκείνη του Ολλανδικού, που εισαγόταν στην Ολλανδία από τις Αποικίες της αδασμολόγητο, ευνοούσε το λαθρεμπόριο του πολύτιμου αυτού προϊόντος.
Το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1765 διαδηλώσεις εναντίον του Νόμου περί του Χαρτοσήμου σάρωναν όλες τις πόλεις της Βορείου Αμερικής, ενώ τόσο μεγάλη πίεση δέχονταν οι φοροεισπράκτορες ώστε συχνά κατέφευγαν σε άλλες Αποικίες από φόβο για τη ζωή τους. Όσοι κυβερνήτες προσπάθησαν να επιβάλουν την εκτέλεση του νόμου αντιμετώπισαν την οργή του «όχλου». Η δυναμική των διαδηλώσεων στη Βοστόνη οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου βρήκε την πόλη στη δίνη μιας μακρόχρονης ύφεσης η οποία είχε πλήξει τα μεσαία και φτωχότερα στρώματά της, ιδιαίτερα τους απασχολούμενους στη ναυπηγική βιοτεχνία. Η μεγάλη αύξηση των δαπανών για τους φτωχούς και οι καθυστερήσεις στην είσπραξη των φόρων αποτελούσαν ενδείξεις αυτής της ύφεσης.
Η ένταση στις σχέσεις μητρόπολης και αποικιών που παρατηρείται στη δεκαετία του 1760 δεν συνιστούσε απλή παρενέργεια της νέας Βρετανικής φορολογικής πολιτικής μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου, κατά συνέπεια, μια επιστροφή στο προ του 1763 καθεστώς, που θα άφηνε αμετάβλητες τις δομές του εμπορίου με τις Αποικίες, δεν επαρκούσε για να λυθούν τα εκατέρωθεν προβλήματα. Ακόμη και όσοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν το «παλαιό καθεστώς» των Βρετανικών προνομίων δεν ήταν εξίσου πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που προωθούσε η μητρόπολη. Από την άλλη μεριά, οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν ήταν διατεθειμένες να δεχθούν εν ονόματι της επίκλησης των αποίκων στα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως Άγγλων πολιτών οποιεσδήποτε «μαζικές παραβιάσεις των νόμων του εμπορίου», οι οποίες υπονόμευαν «την ακεραιότητα του ίδιου του μερκαντιλιστικού συστήματος». Οι αποικιακές αντιδράσεις εναντίον αυτού του συστήματος θεωρήθηκαν στη Μ. Βρετανία ως άρνηση του δικαιώματός της να υπάρχει ως αποικιακή δύναμη.
Η μητρόπολη είχε αποθαρρύνει συνειδητά την «εκβιομηχάνιση» των Αποικιών όχι μόνο στερώντας τον «ζωτικό χώρο» των βιοτεχνιών της, δηλαδή την ίδια την αποικιακή αγορά –για παράδειγμα, ο Νόμος περί Μάλλινων Ειδών (Wool Act) του 1699 ενώ επέτρεπε την κατασκευή μάλλινων ειδών στην Αμερική, απαγόρευε την εξαγωγή τους εκτός των ορίων της αποικίας στην οποία είχαν κατασκευαστεί– αλλά και ελέγχοντας τη ροή του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού ώστε να αποτρέψει τη μεταφορά τεχνογνωσίας στον Νέο Κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1699, το Βρετανικό Υπουργείο Εμπορίου (Board of Trade) απαγόρευσε τη μετανάστευση των εργατών που απασχολούνταν στη βιομηχανία μαλλιού, ενώ ανάλογοι περιορισμοί στη μετανάστευση ειδικευμένων τεχνιτών επιβλήθηκαν στην κλωστοϋφαντουργία (1750, 1774, 1781), την κατασκευή μηχανών (1782), τη σιδηροβιομηχανία και την εξόρυξη του άνθρακα. Από τα μέσα του 17ου αιώνα την αρχικώς επικρατούσα αντίληψη για τις αποικίες ως τόπων εγκατάστασης του πλεονάζοντος και κοινωνικά ανεπιθύμητου πληθυσμού της Αγγλίας αντικατέστησε η πεποίθηση, την οποία εξέφρασε το 1768 ο αρχιστράτηγος Τόμας Κέιτζ (Thomas Cage), ότι «θα ήταν καλό η μετανάστευση από τη Μ. Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία να εμποδιστεί. Και μιλάμε για την εποχή όπου η βιομηχανική επανάσταση βρισκόταν στο ξεκίνημά της στην Ευρώπη.
Η ψήφιση των επονομαζόμενων Καταναγκαστικών Νόμων (Coercive Acts, 31-3-1774), οι οποίοι έπλητταν το αποικιακό εμπόριο (αποκλείοντας το λιμάνι της Βοστόνης μέχρι να καταβληθεί αποζημίωση για το κατεστραμμένο τσάι) και διαμόρφωσαν ένα αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο (ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία και τη διοριζόμενη, πλέον, από το Στέμμα Άνω Βουλή της Μασαχουσέτης, δημεύοντας οικίες για τον στρατωνισμό των στρατιωτών και αναθέτοντας στον νέο Κυβερνήτη, αρχιστράτηγο Τόμας Κέιτζ, τον διορισμό των δικαστών και των αστυνόμων). Ώθησε τους αποίκους προς την επιλογή την οποία λίγοι ήταν πρόθυμοι στο παρελθόν να δεχθούν, αυτήν δηλαδή της ένοπλης αναμέτρησης με τη μητρόπολη. Η είδηση για την ουσιαστική κατάργηση του αποικιακού καταστατικού χάρτη (charter) της Μασαχουσέτης, ο οποίος είχε καθιερώσει από το 1691 ένα ευρύ πλαίσιο αυτοδιοίκησης, και η απαγόρευση κάθε δημόσιας συνάθροισης χωρίς την έγκριση των Αρχών συγκλόνισε την Αμερική. Ακόμη και οι συντηρητικοί Πρεσβυτεριανοί ιερείς της Βόρειας Καρολίνας διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτήν την αδικαιολόγητη επίδειξη αυταρχισμού εκ μέρους της Αυτοκρατορικής εξουσίας.
1773: Ταραχές στη Βοστώνη 1774: Οι αντιπρόσωποι των δεκατριών αποικιών συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια και έστειλαν στο Βασιλιά της Αγγλίας μια διακήρυξη δικαιωμάτων. 4 Ιουλίου 1776: Η συνέλευση της Φιλαδέλφειας ψηφίζει τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Θωμάς Τζέφερσον. Σεπτέμβριος 1783: Συνθήκη των Βερσαλλιών: Πλήρης ανεξαρτησία των 13 αποικιών. 1787: Το Συντακτικό Κογκρέσο κατορθώνει να συγκεράσει τις δύο αντίθετες τάσεις στη συνέλευση (ισχυρή κεντρική εξουσία - αυτονομία κάθε πολιτείας) και να ψηφίσει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η νουβέλα "Ριπ βαν Ουίνκλ" του Ουώσινγκτον Άιρουϊνγκ είναι ένα παραμύθι που αντικατοπτρίζει την αντίληψη των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ο κύριος χαρακτήρας, ο Ριπ, δεν είναι φιλόδοξος άνδρας, ο οποίος είναι καλός στο να αποφεύγει δύο πράγματα: την εργασία και τη σύζυγό του. Μία ημέρα, ενώ περιπλανάται στα βουνά με τον σκύλο του, ανακαλύπτει μία ομάδα παράξενα ντυμένων ανδρών που πίνουν και παίζουν παιγνίδια. Αφού δέχθηκε λίγο από το οινοπνευματώδες ποτό τους, ο Ριπ νυστάζει και κλείνει τα μάτια του για μια στιγμή. Όταν ανοίγει ξανά τα μάτια του, εκπλήσσεται που ανακαλύπτει ότι ο σκύλος του λείπει, το τουφέκι του έχει σκουριάσει και τώρα έχει μία μακριά γενειάδα. Ο Ριπ ταξιδεύει πίσω προς το χωριό του και ανακαλύπτει ότι τα πάντα έχουν αλλάξει. Η σύζυγός του έχει πεθάνει, οι φίλοι του έφυγαν και η αυτοπροσωπογραφία του Βασιλέως Γεωργίου Γ΄ στην ταβέρνα έχει αντικατασταθεί από μία αυτοπροσωπογραφία κάποιου τον οποίον δεν αναγνωρίζει -- του στρατηγού Γεωργίου Ουάσινγκτον. Ο Ριπ Βαν Ουίνκλ κοιμόταν επί 20 χρόνια! Και, στη διαδικασία, έχασε μία από τις πιο συναρπαστικές περιόδους στην ιστορία της χώρας του -- είχε κοιμηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της Αμερικανικής Επαναστάσεως.
Ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον διασχίζει τον ποταμό Ντελάγουερ (πίνακας του Λόιτσε)
Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας κράτησε επτά χρόνια και ήταν αρχικά πολύ δύσκολος για τον ανοργάνωτο στρατό των αποίκων.
Βενιαμίν Φραγκλίνος
Τόμας Τζέφερσον (πίνακας του Ρέμπραντ)
Τζωρτζ Ουάσινγκτον
Υπογραφή του πρώτου Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
Το 1781,οι αποικίες σχημάτισαν μία συνομοσπονδία πολιτειών υπό τα άρθρα της Συνομοσπονδίας αλλά κράτησε μόνο για έξι χρόνια.Έδωσε όλες τις δυνάμεις στις πολιτείες και σχεδόν καμία στην κεντρική κυβέρνηση.Η συνομοσπονδία δεν είχε πρόεδρο.Δεν μπορούσε να αφαιρέσει ιθαγενείς και Άγγλους από τα σύνορα και ούτε να σταματήσει επαναστάσεις του όχλου.
Το 1787,σχηματίστηκε το πρώτο σύνταγμα.Στον σχηματισμό του συνέβαλαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Τζέιμς Μάντισον,Τζορτζ Ουάσινγκτον και ο Αλεξάντερ Χάμιλτον.Ορισμένοι από αυτούς τους άνδρες αργότερα θα αποκτούσαν σημαντικές κυβερνητικές θέσεις.Το σύνταγμα δημιούργησε μία ισχυρότερη εθνική κυβέρνηση που είχε τρεις κλάδους:την διοικητική (ο πρόεδρος και το προσωπικό), τη νομοθετική (η Βουλή των Αντιπροσώπων και το Κογκρέσο) και τη δικαστική.
Κάποιες πολιτείες συμφώνησαν με το σύνταγμα γρήγορα.Σε άλλες πολιτείες πολλοί δυσαρεστήθηκαν με το σύνταγμα καθώς παραχωρούσε πολλά δικαιώματα στην κεντρική κυβέρνηση και καταπατούσε τα δικαιώματα των ανθρώπων.Για να διαδοθεί το σύνταγμα καταγράφηκαν ορισμένα άρθρα σε εφημερίδες με αποσπάσματα του.Αργότερα προστέθηκε η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Ήταν μία σειρά δέκα τροποποιήσεων που περιόριζαν τις δυνάμεις της κυβέρνησης και παραχωρούσαν δικαιώματα στους ανθρώπους.Όπως η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας έτσι και το σύνταγμα ήταν ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του κράτους και των πολιτών.Η κεντρική ιδέα του συντάγματος είναι ότι η κυβέρνηση είναι μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία,εκλεγμένη από τους ανθρώπους όπου όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα.Όμως αυτό δεν ίσχυε αρχικά καθώς μόνο οι λευκοί άνδρες που είχαν ιδιοκτησία μπορούσαν να ψηφίσουν.Κατά την διάρκεια της προεδρικής θητείας του Ουάσινγκτον έγινε μία επανάσταση κατά την οποία οι αγρότες προσπάθησαν να εμποδίσουν την κυβέρνηση να συγκεντρώνει φόρους για το ουίσκι. Το 1795 η κυβέρνηση υπέγραψε μία συνθήκη κατά την οποία ενισχύθηκαν οι εμπορικές συναλλαγές με την Βρετανία αλλά ως αντάλλαγμα οι Άγγλοι εγκατέλειψαν τα φρούριά τους στις Μεγάλες Λίμνες.
Ο Τζον Άνταμς νίκησε τον Τόμας Τζέφερσον στις εκλογές του 1796 και έγινε ο δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ.Αυτές ήταν οι πρώτες εκλογές ανάμεσα σε δύο πολιτικά κόμματα.Ως πρόεδρος ο Άνταμς ισχυροποίησε τον στρατό και το ναυτικό.
Στις εκλογές του 1800 ο Τζέφερσον νίκησε τον Άνταμς.Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έκανε ως πρόεδρος ήταν η Αγορά της Λουιζιάνας κατά την οποία αγοράστηκε μία μεγάλη έκταση γης από την Γαλλία.Ο Τζέφερσον επίσης προσπάθησε να σταματήσει το εμπόριο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας έτσι ώστε οι ΗΠΑ να μην εμπλακούν σε τυχόν πόλεμο που αυτές θα συμμετέχουν.Πόλεμος ξέσπασε μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας όταν ο Μάντισον ήταν πρόεδρος το 1812.Αυτός ο πόλεμος έμεινε γνωστός ως ο Πόλεμος του 1812.
Το μελανό σημείο αυτής της ιστορικής περιόδου ήταν η σκλαβιά.Μέχρι το 1861 πάνω από τρεις εκατομμύρια αφροαμερικανοί ήταν σκλάβοι στον Νότο.Αυτό σημαίνει ότι εργάζονταν για άλλους ανθρώπους αλλά δεν είχαν ελευθερία και δεν δέχονταν πληρωμή για την εργασία τους.Οι περισσότεροι δούλευαν σε εκτάσεις βαμβακιού.Μόνο λίγοι λευκοί κάτοικοι είχαν στην κατοχή τους καλλιεργήσιμες εκτάσεις.Οι περισσότεροι λευκοί του νότου δεν είχαν καν σκλάβους στην κατοχή τους.
Μετά την ανακάλυψη της εκκοκκιστικής μηχανής βαμβακιού το 1793 το βαμβάκι έγινε κορυφαίο σε παραγωγή.Υπήρχαν μερικές επαναστάσεις σκλάβων αλλά όλες απέτυχαν.Ο νότος ήθελε να διατηρήσει την σκλαβιά αλλά ο βορράς ήθελε να την απαγορεύσει. Μία άλλη διαφορά μεταξύ του βορρά και του νότου αφορούσε το θέμα του ρόλου της κυβέρνησης.Ο νότος ήθελε ισχυρές πολιτειακές κυβερνήσεις ενώ ο βορράς ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.
Μετά τον πόλεμο του 1812 το ομοσπονδιακό κόμμα έσβησε αφήνοντας μία "περίοδο καλών συναισθημάτων" στην οποία μόνο ένα κόμμα ήταν σημαντικό,υπό τον πρόεδρο Τζέιμς Μάντισον και Τζέιμς Μονρόε.Υπό τον Μονρόε η τακτική των ΗΠΑ στην Βόρεια Αμερική ήταν το δόγμα του Μονρόε το οποίο υποστήριζε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να σταματήσει να ελέγχει τις ΗΠΑ και άλλα ανεξάρτητα κράτη στην αμερικανική ήπειρο.Αυτή την περίοδο το Κογκρέσο απαίτησε κάτι αποκαλούμενο "το αμερικανικό σύστημα".Το αμερικανικό σύστημα σήμαινε δαπάνη χρημάτων σε τραπεζικά μεταφορικά και επικοινωνιακά θέματα. Οι πόλεις οικοδομούνταν σε πυρετώδη ρυθμό. Μέχρι το 1840 σιδηρόδρομοι και κανάλια είχαν κατασκευαστεί.Μέχρι το 1860 χιλιάδες μίλια σιδηρόδρομων είχαν κατασκευαστεί κυρίως στα βορειοανατολικά.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση έφτασε στην Αμερική.Πολλά εργοστάσια κτίστηκαν σε πόλεις όπως το Λόουελ στη Μασαχουσέτη.Τα περισσότερα έφτιαχναν ρούχα.Πολλοί εργάτες εργοστασίων ήταν γυναίκες και μερικοί ήταν παιδιά από την Γερμανία και την Ιρλανδία.Παρά την εκβιομηχάνιση αυτή οι ΗΠΑ παρέμεναν ένα αγροτικό κράτος.
Αυτή την περίοδο υπήρχε ένα θρησκευτικό κίνημα γνωστό ως Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση. Ξεκίνησε στην Νέα Υόρκη και αργότερα επεκτάθηκε στην Νέα Αγγλία.Κατά την διάρκεια της δεύτερης μεγάλης αφύπνισης πολύ κόσμος μαζεύτηκε σε μεγάλες θρησκευτικές συγκεντρώσεις γνωστές ως αναγεννήσεις.Οι εκπρόσωποι της ΔΜΑ πίστευαν ότι θα μπορούσαν να φέρουν μία χρυσή εποχή στις ΗΠΑ μέσω της θρησκείας.Νέα θρησκευτικά κινήματα όπως οι Μορμόνοι και ο Μεθοδισμός γεννήθηκαν. Τον 19ο αιώνα οι περισσότερες παντρεμένες γυναίκες έμεναν στα σπίτια και ανέτρεφαν τα παιδιά.Όπως και σε άλλες χώρες έτσι και στις ΗΠΑ οι γυναίκες ήταν υποχείρια του ανδρός.Οι γυναίκες που δεν παντρευόταν είχαν ελάχιστε επαγγελματικές ευκαιρίες και κυρίως σε εργοστάσια παρασκευής ρούχων.Έτσι σε γυναίκες όπως η Λουκριτία Μοττ αναπτύχθηκε η ιδέα ότι οι γυναίκες έπρεπε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα.Το 1848 πολλές από αυτές τις γυναίκες συναντήθηκαν και αποφάσισαν να πολεμήσουν για την απόκτηση δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα ψήφου.Πολλές γυναίκες που είχαν εμπλακεί σε κινήματα απόκτησης δικαιωμάτων είχαν επίσης εμπλακεί σε κινήματα κατά της σκλαβιάς.
Το 1828 ο Άντριου Τζάκσον εκλέχθηκε πρόεδρος.Ήταν ο πρώτος πρόεδρος που εκλέχθηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα (ΗΠΑ).Άλλαξε την κυβέρνηση με πολλούς τρόπους.Επειδή οι ψηφοφόροι του ήταν κυρίως φτωχοί άνθρωποι τους αντάμειψε με κυβερνητικές θέσεις.Ένα άλλο κόμμα σχηματίστηκε για να αγωνιστεί εναντίον του.Αυτό ονομάστηκε διπλοκομματικό πολιτικό σύστημα.Ο Τζάκσον ήταν κατά της εθνικής τράπεζας.Την έβλεπε ως σύμβολο των πλούσιων Αμερικάνων επιχειρηματιών.Ο Τζάκσον επίσης επέβαλε έναν υψηλό φόρο εισαγωγών που δυσαρέστησε τον Νότο.Το αποκαλούσαν "Ταρίφα της απέχθειας".Ο αντιπρόεδρος του Τζάκσον ήταν από τον Νότο.Έγραψε ότι ο νότος θα έπρεπε να σταματήσει την ταρίφα και πιθανόν να αποχωρήσει από την Ένωση.
Οι άνθρωποι κινήθηκαν δυτικά από τον ποταμό Μισισιπή και από τα Βραχώδη Όρη.Οι πρώτοι άνθρωποι που μετακινήθηκαν δυτικά ήταν εκείνοι που πουλούσαν δέρμα ζώων.Μέχρι το 1840 πολλοί άνθρωποι μετακινούνταν στο Όρεγκον με βαγόνια και ακόμα περισσότεροι πήγαν στα δυτικά μετά τον πυρετό χρυσού της Καλιφόρνια το 1849.Πολλές νέες πολιτείες προστέθηκαν στις αρχικές δεκατρείς.Αυτή την περίοδο πολλοί ιθαγενείς Αμερικάνοι έχασαν την γη τους.Το 1830 οι Ινδιάνοι εκδιώχθηκαν από την κεντρική χώρα και μέχρι το 1840 οι περισσότεροι είχαν μετακινηθεί δυτικά του ποταμού Μισισιπή.
Το 1845 το Τέξας που ήταν κράτος αφού αποχώρησε από το Μεξικό εισχώρησε στις ΗΠΑ.Το Μεξικό διαφώνησε και οι Αμερικάνοι ήθελαν εδάφη του στις δυτικές ακτές.Έτσι ξέσπασε ένας πόλεμος γνωστός ως Αμερικανομεξικανικός πόλεμος.Κατά την διάρκεια του πολέμου οι ΗΠΑ κατέλαβαν πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο,το Λος Άντζελες,το Βερακρούς, το Μοντερρέι και την Πόλη του Μεξικού.Ως αποτέλεσμα του πολέμου οι ΗΠΑ κατέλαβαν εδάφη στην Καλιφόρνια.Σε πολλούς ανθρώπους στον βορρά δεν άρεσε η έκβαση του πολέμου καθώς θεωρούσαν ότι ωφελούσε τις Νότιες Πολιτείες. Το 1840 και το 1850 ξεκίνησε μία αντιπάθεια μεταξύ των κατοίκων των βόριων και των νότιων πολιτειών σχετικά με θέματα της σκλαβιάς και της εξουσίας της κεντρικής κυβέρνησης.Οι άνθρωποι στην κυβέρνηση προσπάθησαν να συνάψουν συμφωνίες για να αποτρέψουν τον πόλεμο.Τέτοια ήταν ο συμβιβασμός του 1850 αλλά όλες απέτυχαν.Οι νότιοι εκνευρίστηκαν με τον βορρά σε σημεία όπως η έκδοση του βιβλίου Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά που έλεγαν ότι η σκλαβιά είναι λάθος.Οι βόρειοι εκνευρίστηκαν με αποφάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου όπως στην υπόθεση Ντρεντ Σκοττ όπου ο Σκοττ παρέμεινε σκλάβος.Βόρειοι και νότιοι ξεκίνησαν να αλληλοσκοτώνονται για θέματα που αφορούν την σκλαβιά στο Κάνσας.
Η συνύπαρξη πλούσιων φυσικών πόρων, άφθονων εργατικών χεριών, σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, σταθερότητας και ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής νοοτροπίας έφερε ραγδαία ανάπτυξη, ιδίως στις βόρειες πολιτείες. Έκφραση της οικονομικής ανάπτυξης υπήρξε και η επέκταση στα δυτικά. Άλλοτε με εξαγορά εδαφών κι άλλοτε με προσάρτησή τους ύστερα από συγκρούσεις με τους ντόπιους, οι ΗΠΑ κατάφεραν, στα μέσα του 19ου αιώνα, να εκτείνονται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό ωκεανό.
Οι τεράστιες αυτές εκτάσεις ήταν σχεδόν έρημες, προσφέρονταν, ωστόσο, για εκμετάλλευση. Η οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά στην περίοδο 1815-1850, χαρακτηρίστηκε από ένα συνεχές ρεύμα αποίκων, κυρίως Ευρωπαίων, που εγκατέλειπαν μια δύστυχη και οικονομικά τυραννημένη από τους πολέμους ήπειρο, για να κατοικήσουν μια νέα γη που η αφθονία του χώρου και η ευκαιρία για πλούτο ήταν για αυτούς πρωτόγνωρες. Οι περιοχές που υπάγονταν στις γνωστές τότε ΗΠΑ κάλυπταν σχεδόν τη μισή μόνο από την σημερινή τους έκταση, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους αποίκους να απλωθούν και αλλού. Έφτασαν μάλιστα να εγκατασταθούν και σε περιοχές που ανήκαν σε άλλη επικράτεια, όπως στην Καλιφόρνια και στο Τέξας, που ανήκαν αρχικά στο Μεξικό.
Η οικονομική ανάπτυξη όμως που ακολούθησε ήταν πολύ διαφορετική μεταξύ Νότου και Βορρά. Ο Νότος, λόγω κλίματος, ευνόησε τις μεγάλες φυτείες και από αυτές ειδικά το βαμβάκι που εξελίχτηκε σαν η πρώτη ύλη ένδυσης για την εποχή. Πέρα από το γεγονός πως αποτελούσε τον εφοδιαστή όλης της Βόρειας Αμερικής, ο Νότος εξήγαγε ήδη στην Ευρώπη μαζικά, μετατρέποντας αρκετούς πρώην αποίκους σε πλούσιους γαιοκτήμονες. Η εργασία σε τόσο μεγάλες εκτάσεις παρέμενε χειρωνακτική και οι νέγροι δούλοι που υπήρχαν ήδη από τον καιρό της αγγλοκρατίας κατάντησε το κυριότερο εργαλείο της. Η τρομερά γρήγορη ανάπτυξη αυτής της οικονομίας απαίτησε μοιραία και τη συνεχή αύξηση της δουλείας, οπότε ο Νότος έφτασε στο σημείο να κατοικείται κατά 20-30% από δούλους, κάτω από μια απειλητική ανοδική τάση που προμήνυε ότι στο μέλλον θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περιοχή με πολύ αραιό λευκό πληθυσμό. Αν και όλοι οι άποικοι στον Νότο δεν είχαν τα μέσα να έχουν δούλους, εντούτοις από το βαμβάκι εξαρτιόταν ήδη και κάθε άλλο είδος της εγχώριας οικονομίας. Έμμεσο αποτέλεσμα αυτού του ξέφρενου νεοπλουτισμού ήταν η παντελής παραμέληση της βιομηχανίας, επειδή το βαμβάκι μπορούσε άνετα να αγοράσει τα προϊόντα της με εισαγωγές από τον Βορρά, αλλά και κατευθείαν από την Ευρώπη.
Στον Βορρά υπήρχαν επίσης νέγροι δούλοι. Όμως το εκεί κλίμα και η εξέλιξη της οικονομίας αναπτύχθηκε γύρω από την βιοτεχνία και βιομηχανία, της οποίας η εργατική μάζα προήλθε από τους φτωχούς αποίκους που συνέρρεαν συνεχώς, κυρίως από την Ιρλανδία, που αντιμετώπιζε περίοδο μεγάλης πείνας και τις επιπτώσεις της βρετανικής κατοχής.
Η τάξη των Ιρλανδών και λοιπών αποίκων παρουσίαζε ένα εξαιρετικά εκμεταλλεύσιμο ανθρώπινο υλικό που εργαζόταν κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης και αμοιβής, γεγονός που, παρ'όλα αυτά, δεν ευνόησε την αύξηση των δούλων. Μερικοί έλεγαν ότι τόσο ο Βορράς, όσο και ο Νότος αναπτύχθηκαν χάρη σε δούλους, οι μεν με λευκούς και οι δε άλλοι με μαύρους. Αλλά το πλέον διαφορετικό στοιχείο ήταν ότι αυτή η κατηγορία των λευκών δούλων θα μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και οι απόγονοί τους θα γίνονταν πολίτες των ΗΠΑ. Έτσι, σε λίγα χρόνια, ο Βορράς ήταν μια πυκνοκατοικημένη βιομηχανική λευκή περιοχή που γρήγορα κατάλαβε ότι τα οικονομικά της συμφέροντα συγκρούονταν με εκείνα του Νότου. Η δουλεία, δηλαδή η άνευ αποδοχών εργασία, ήταν αφενός εντελώς απεχθής στους «λευκούς δούλους» και απειλητική για το μέλλον τους, αφετέρου τα προϊόντα της βιομηχανίας του Βορρά έβρισκαν ισχυρό ανταγωνισμό από τις εισαγωγές του Νότου από την Ευρώπη. Aντίθετα, τα γεωργικά προϊόντα του Νότου ήταν εντελώς αναγκαία για την επιβίωση του Βορρά.
Τελικά ο Νότος είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να καθορίζει την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ ο Βορράς, που βρισκόταν σε περίοδο κρίσιμης ανάπτυξης, ζητούσε να επιβάλει η κεντρική κυβέρνηση φόρους εισαγωγών, που τελικά θα πλήρωνε κυρίως ο Νότος. Aπό την άλλη, ο Βορράς απαιτούσε αναδιανομή του εθνικού πλούτου προς τις πιο πυκνοκατοικημένες του περιοχές, που ήταν τελικά οι Βόρειες Πολιτείες. Το επικίνδυνο για τον Νότο ήταν ότι η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον ψηφίζονταν από την πλειοψηφία των πολιτών, συνεπώς ο Βορράς μέσω της αριθμητικής του δύναμης θα μπορούσε μελλοντικά να επιβάλει στον Νότο τη θέλησή του. Υπήρχαν δε ήδη συζητήσεις, προ 30ετίας, για να δοθεί συνταγματικά στον πρόεδρο η εξουσιοδότηση να ρυθμίζει αυτός σε παμπολιτειακό επίπεδο την εθνική οικονομία.
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ βόρειων και νότιων πολιτειών οξύνθηκαν. Στο νότο, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διατηρούσαν φυτείες στις οποίες εργάζονταν μαύροι δούλοι. Στο βορρά, οι αστοί θεωρούσαν ότι η δουλεία εμπόδιζε τη βιομηχανική ανάπτυξη (οι δούλοι δεν είχαν, στην πραγματικότητα, εισόδημα και έτσι δεν μπορούσαν να αγοράζουν βιομηχανικά προϊόντα), ήταν ηθικά απαράδεκτη και έπρεπε να καταργηθεί.
Μετά την εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν ως προέδρου των ΗΠΑ (1860), οι νότιες πολιτείες αποσχίστηκαν και συγκρότησαν νέο κράτος. Η κρίση οδηγήθηκε σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο (πόλεμος Βορείων-Νοτίων) που έληξε με νίκη των Βορείων (1865), αφήνοντας πίσω του πάνω από 600.000 νεκρούς. Η ενότητα των ΗΠΑ αποκαταστάθηκε και θεσμοθετήθηκε η κατάργηση της δουλείας, αν και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να γίνουν ουσιαστικά βήματα για την εφαρμογή αυτής της απόφασης.
Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε το 1809 στο Κεντάκι και ήταν γιος ενός φτωχού αγρότη. Έχασε τη μητέρα του νωρίς και από μικρός δουλεύει κοντά στον πατέρα του, μην πηγαίνοντας σχολείο παρά μόνο για έξι μήνες. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται και η καινούρια του γυναίκα αγαπά τον Αβραάμ και τον παρακινεί να διαβάζει και να μορφώνεται. Ο Λίνκολν κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει-από εθελοντής στο στρατό μέχρι υπάλληλος σε εμπορικό- ενώ παράλληλα μελετά νομικά ενώ το 1836 αποκτά την άδεια επαγγέλματος και εξασκεί τη δικηγορία στην πολιτεία του Ιλλινόις. Εκεί αρχίζει να ασχολείται με τα κοινά, εκλέγεται τοπικός βουλευτής και αργότερα ομοσπονδιακός βουλευτής στο Κογκρέσο με το κόμμα των Ουίγων. Μια από τις πρώτες του ενέργειες στο Κογκρέσο ήταν να ταχθεί ανοιχτά υπέρ της κατάργησης της δουλείας. Το 1854 το κόμμα των Ουίγων διασπάται με αφορμή το αίτημα η κάθε πολιτεία να μπορεί να επιτρέψει τη δουλεία και ο ίδιος συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στην εκλογική αναμέτρηση για την έδρα της Πολιτείας του Ιλλινόις στη Γερουσία το 1858 κερδίζει ο αντίπαλός του των Δημοκρατικών Στίβεν Ντάγκλας, αλλά ο ίδιος βγάζοντας εμπνευσμένους λόγους για τη δουλεία όπως «σπίτι διχασμένο δεν μπορεί να επιβιώσει» ή «εκείνοι που αρνούνται την ελευθερία στους άλλους δεν τη δικαιούνται οι ίδιοι» γίνεται γνωστός σε πανεθνική κλίμακα και μια ομάδα επιχειρηματιών αποφασίζει να τον στηρίξει για την προεδρία του κόμματος. Στο συνέδριο, με αντιπάλους πλούσιους γαιοκτήμονες, θριαμβεύει και στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου εκλέγεται ο 16ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, δίχως όμως να ψηφιστεί από έστω και μια, νότια πολιτεία.
Την ίδια εποχή και με πρόταγμα τη διατήρηση της δουλειάς οι νότιες πολιτείες απειλούν με απόσχιση από την ένωση, σχηματίζουν δική τους κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια και ο Λίνκολν αφού δεν καταφέρνει να βρει συμβιβαστική λύση, αντιμετωπίζει την κατάσταση δυναμικά με πόλεμο. Δεν παίρνει έγκριση από τον Κογκρέσο για καμιά πολιτική ή στρατιωτική πρωτοβουλία, ανοίγει τα δημόσια ταμεία για να τον χρηματοδοτήσει τυπώνοντας χρήμα χωρίς καμία λογοδοσία στις τράπεζες, χάνει μάχες κατηγορώντας τους στρατηγούς για ανικανότητα, αλλά όταν ο ίδιος επιλέγει τον στρατηγό Γιουλίσες Γκραντ, η κατάσταση αντιστρέφεται. Το 1863 υπογράφει το διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων το οποίο δύο χρόνια αργότερα θα ενσωματωθεί στο αμερικανικό σύνταγμα ως 13η τροπολογία. «Ούτε δουλεία, ούτε μη εθελοντικός καταναγκασμός, εκτός εάν πρόκειται για ποινή για έγκλημα για το οποίο ο ενδιαφερόμενος θα έχει καταδικασθεί νόμιμα, δεν θα υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες ή σε οποιαδήποτε περιοχή υπό τον έλεγχο τους». To 1864 διακινδυνεύει επανεκλογή, με τον εμφύλιο να εξακολουθεί αλλά με τους Βόρειους χάρη στον Γκραντ να κερδίζουν τις μάχες, με μια σκληρή εσωτερική αντιπολίτευση που φοβόταν μήπως η κατάργηση της δουλείας χαλάσει τη σχέση της με την Εκκλησία και με τους τραπεζίτες να προβλέπουν οικονομική κατάρρευση μιας και οι πλούσιοι μεγαλογαιοκτήμονες του Νότου θα έχαναν τις περιουσίες τους που δημιούργησαν οι ελεύθεροι πια σκλάβοι. Επανεκλέγεται με ποσοστό 55%. Ακόμα και ο Μαρξ, ως εκπρόσωπος της A’ Διεθνούς, στέλνει συγχαρητήρια επιστολή στον Λίνκολν, με το σκεπτικό ότι η επικράτηση του Βορρά θα σήμαινε εν δυνάμει καλύτερες προϋποθέσεις για τη χειραφέτηση του συνόλου της εργατικής τάξης της Αμερικής, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματός τους. Η δεύτερη θητεία του θα διαρκέσει μόλις λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία του. Στις 14 Απριλίου και ενώ παρακολουθεί μια παράσταση στο θεωρείο του θέατρου Φόρντ στην Ουάσιγκτον δολοφονείται από έναν σκληρό Νότιο, τον ηθοποιό Τζον Μπουθ, ο οποίος φωνάζει μετά τον πυροβολισμό «sic semper tyrranis!» (έτσι πάντα στους τυρράνους). Ο Λίνκολν εκπνέει λίγες ώρες μετά δίχως να έχει τη χαρά να δει το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου ο οποίος κόστισε 600000 νεκρούς στα πεδία των μαχών, 500000 στον γενικό πληθυσμό και το 40% της οικονομίας να έχει καταστραφεί.
Η προεδρία του Λίνκολν είναι ίσως η πιο δραματική στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού ο αμερικανικός εμφύλιος είναι ο πιο αιματηρός που έζησε ποτέ. Η κατάργηση της δουλείας που διακήρυττε και κατόρθωσε ο Λίνκολν, αν και δεν προερχόταναπό την ηθική και ανθρώπινη πλευρά αλλά από την οικονομική υποστηρίζοντας ότι ένας ελεύθερος μαύρος αποδίδει διπλάσια από έναν σκλάβο μαύρο και δίχως να τους βλέπει ίσους με τους λευκούς αλλά υπό τη θέαση ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με αναφαίρετα δικαιώματα, εξαιτίας της επιμονής του απελευθερώθηκαν 3,5 εκατομμύρια Αφροαμερικανοί.
Το κίνητρό του για τον πόλεμο δεν ήταν η απελευθέρωση των σκλάβων αλλά η συντριβή της ανταρσίας του Νότου, βλέποντας ότι θα οδηγούσε σε διάλυση του αμερικάνικου κράτους. Ο βιομηχανικός Βορράς που ήταν σε περίοδο ανάπτυξης, αφενός έβλεπε το Νότο να τον ανταγωνίζεται στις εξαγωγές των προϊόντων στο εξωτερικό, και αφετέρου η άνευ αποδοχών εργασία ήταν εντελώς απεχθής στους λευκούς σκλάβους του Βορρά- κυρίως Ιρλανδούς με χαμηλά μεροκάματα και σε άθλιες συνθήκες εργασίας, μα με το δικαίωμα να είναι πολίτες των ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Λίνκολν θεωρείται ο πρόεδρος που διατήρησε τις ΗΠΑ και επέβαλε μια ισχυρή προεδρική θέση στην ομοσπονδιακή χώρα που σήμερα δρα ως ενιαίο κράτος, νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό και επεμβατικό περισσότερο από όσο το θέλησαν οι ιδρυτές του το 1776.
Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο άρχισε και η συστηματική διείσδυση των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική με τη μορφή, αρχικά, επένδυσης κεφαλαίων. Παράλληλα, οι ΗΠΑ φρόντιζαν να ελέγχουν και τα πολιτικά καθεστώτα της περιοχής διασφαλίζοντας τις επενδύσεις τους. Έτσι, στις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου πολέμου (1914) οι ΗΠΑ είχαν τον οικονομικό έλεγχο ολόκληρης της αμερικανικής ηπείρου.
Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι ΗΠΑ σημείωσαν τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Κορμός της αμερικανικής οικονομίας υπήρξε η βιομηχανία, που επεκτάθηκε αυτή την εποχή και στον αγροτικό, έως τότε, νότο. Η άφιξη νέων μεταναστών και η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου υπήρξαν, επίσης, γεγονότα καταλυτικά. Παράλληλα, την ίδια εποχή άρχισε και ο εποικισμός της αμερικανικής ενδοχώρας, η γνωστή «κατάκτηση της Δύσης», που συνοδεύτηκε από τον αφανισμό των ντόπιων Ινδιάνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν τις οικονομικά αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Αμερική, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια, τα εθνικά κράτη που προέκυψαν από τις πρώην αποικίες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας φαίνονταν να είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων τους στην Ευρώπη. Γενικά, ο Νέος Κόσμος ήταν -ή, σωστότερα, φαινόταν να είναι- προέκταση του κόσμου της γηραιάς ηπείρου, από την άποψη των θεσμών, των αρχών και των αξιών που εισήχθησαν για τη συγκρότηση των νέων χωρών. Ωστόσο, η ελευθερία, οι αντιπροσωπευτικοί και συνταγματικοί θεσμοί και η κοσμική εξουσία, στη βάση των οποίων οικοδομήθηκαν οι νέες πολιτείες, εφαρμόστηκαν σε νέο περιβάλλον και για τον λόγο αυτόν οι πολιτείες που προέκυψαν ήταν διαφορετικές από τις πρωτότυπες.
Το «Άγαλμα της Ελευθερίας» στη Νέα Υόρκη, με αρχική ονομασία «Η Ελευθερία που φωτίζει τον κόσμο», απεικονίζει μία γυναικεία μορφή η οποία έχει σπάσει τα δεσμά της τυραννίας. Στο δεξιό της χέρι κρατά έναν αναμμένο πυρσό, σύμβολο της ελευθερίας, ενώ στο αριστερό μία πλάκα με την επιγραφή 4 Ιουλίου 1776, με ρωμαϊκούς αριθμούς, ημέρα ανακήρυξης της αμερικανικής ανεξαρτησίας. Το αγκαθωτό στέμμα της, απεικόνιση του ήλιου, έχει επτά ακτίνες, που συμβολίζουν τις επτά θάλασσες. Το άγαλμα, που σχεδιάστηκε από τον Γάλλο γλύπτη Frederic-Auguste Bartholdi, δόθηκε ως δώρο της γαλλικής κυβέρνησης για τα 100 χρόνια της αμερικανικής ανεξαρτησίας.
Στις ΗΠΑ το δημοκρατικό πολίτευμα στηρίχτηκε σε ένα Σύνταγμα κατά βάση συντηρητικό, το οποίο αναθεωρήθηκε πολλές φορές, χωρίς να αλλοιωθεί η αρχική πρόβλεψη του διαχωρισμού των τριών κλάδων της εξουσίας και του μεταξύ τους ελέγχου. Μέσω των πολλαπλών ελέγχων και ισορροπιών, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επαρχιακό επίπεδο, το Σύνταγμα της υπερατλαντικής χώρας εξασφάλισε στην αμερικανική κοινωνία, η οποία υπήρξε μία από τις πιο φιλελεύθερες κοινωνίες των νεότερων χρόνων, εντυπωσιακή ευημερία, πρόοδο του πολιτισμού, των επιστημών και της τεχνολογίας, καθώς και αξιόλογη πολιτική ομαλότητα - μετά από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865).
Ο Εμφύλιος Πόλεμος στις ΗΠΑ δοκίμασε τους θεσμούς, τις αρχές και τις αξίες στις οποίες στηρίχτηκε η μεγάλη υπερατλαντική χώρα, καθώς και την ίδια την υπόστασή της. Ο πόλεμος προκλήθηκε από την άρνηση των νότιων πολιτειών της χώρας να καταργήσουν τη δουλεία και ιδίως από τη μετέπειτα απόσχισή τους από την ομοσπονδία και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους. Ο σκληρός πόλεμος ανάμεσα στον βιομηχανικό Βορρά και τον αγροτικό Νότο διεξήχθη με πρόεδρο τον Αβραάμ Λίνκολν, του οποίου πρωταρχικός στόχος υπήρξε η διάσωση της ομοσπονδιακής ένωσης των πολιτειών με οποιοδήποτε τίμημα. Ο Εμφύλιος Πόλεμος κόστισε στη χώρα 720.000 θύματα, πολλά από τα οποία προκάλεσαν ο κίτρινος πυρετός και η δυσεντερία.
Οι Νότιοι ηττήθηκαν, κυρίως επειδή δε διέθεταν τη βιομηχανική και γενικώς την οικονομική ισχύ των Βορείων, αλλά και επειδή πολεμούσαν για μια υπόθεση, τη διατήρηση της δουλείας, η οποία είχε προ πολλού καταργηθεί στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Τους Νοτίους δεν ευνοούσε ακόμη η εμμονή στις αρχές και τις αξίες μιας παρωχημένης κοινωνικής οργάνωσης, η οποία στηριζόταν σε μια γαιοκτητική αριστοκρατία που δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τους αστούς του Βορρά στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής και στην εν γένει οικονομική ανάπτυξη. Ο Εμφύλιος Πόλεμος μάλιστα αποτέλεσε την αφετηρία της ραγδαίας βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης στον αμερικανικό Βορρά.
Μετά από τον πόλεμο η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε με ρυθμούς χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του κόσμου. Τρεις ήταν οι κυριότεροι λόγοι για την ανάπτυξη αυτή- η χώρα διέθετε: α) ανεξάντλητο πλούτο πρώτων υλών, β) εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού (στη δεκαετία του 1870 έφθαναν στην υπερατλαντική δημοκρατία 2.000 περίπου μετανάστες την ημέρα!) και γ) ένα σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο μάλιστα δεν παρακώλυε την επιχειρηματική δραστηριότητα και εν γένει την οικονομική ανάπτυξη. Στις αρχές του 1870 οι ΗΠΑ διέθεταν το πιο εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο και ένα εργοστασιακό σύστημα με τη μεγαλύτερη ιπποδύναμη στον κόσμο, ενώ τα εργοστάσια της χώρας παρήγαν τα περισσότερα ρολόγια, τουφέκια, ραπτομηχανές και άλλα είδη ευρείας χρήσης. Στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα η χώρα παρήγε τις μεγαλύτερες ποσότητες δημητριακών, βαμβακιού και κρέατος. Ποτέ πριν δεν είχαν συγκεντρωθεί σε μια χώρα τόσος πλούτος και τέτοιες παραγωγικές δυνατότητες, όπως στις ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ γιόρτασαν την εκατοστή επέτειο της ίδρυσης τους, το 1876, με μια μεγαλειώδη διεθνή έκθεση στη Φιλαδέλφεια, στην οποία προέβαλαν την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της χώρας. Εκεί παρουσιάστηκε από τον εφευρέτη, τον Γκράχαμ Μπελ, ένα νέο τεχνολογικό επίτευγμα, το τηλέφωνο, που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο όσο ίσως κανένα άλλο επίτευγμα. Εκεί πρωτοπαρουσιάστηκε επίσης η γραφομηχανή και το κονσερβοποιημένο συμπυκνωμένο γάλα.
Στην εμπορική έκθεση της Φιλαδέλφειας η νέα χώρα φανέρωσε τις προοπτικές και τα πεδία στα οποία έμελλε να αναπτυχθεί και να αναδειχθεί στα επόμενα πενήντα χρόνια σε μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Με κινητήριες δυνάμεις έναν ισχυρό ατομισμό, πίστη στην ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αφοσίωση στις αρχές και τις αξίες τις οποίες κληρονόμησαν από τους Βρετανούς πολιτικούς στοχαστές, ιδίως από τον Τζον Λοκ, αποδοχή των νόμων της ελεύθερης και ακηδεμόνευτης αγοράς, οι πρώην Βρετανοί έποικοι και στη συνέχεια Αμερικανοί διαμόρφωσαν μια δυναμική και δημοκρατική πολιτεία, που έμελλε να σπεύσει δύο φορές κατά τον 20ό αιώνα, για να σώσει τη σπαρασσόμενη Ευρώπη σε δύο παγκόσμιους πολέμους - δύο πολέμους που τερμάτισαν την ηγεμονία της γηραιάς ηπείρου και μετέφεραν ισχύ από την Ευρώπη στην υπερατλαντική προέκτασή της.
Οι άλλες χώρες της αμερικανικής ηπείρου δεν ακολούθησαν τις ΗΠΑ στους τομείς της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης και στον τομέα της ανάπτυξης των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Με ανάλογο πλούτο πρώτων υλών, αλλά χωρίς τη σύνθεση του πληθυσμού και κυρίως χωρίς τους θεσμούς των ΗΠΑ, οι χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής δεν αναπτύχθηκαν αναλόγως και παρουσίασαν σοβαρές υστερήσεις. Σύντομα οι χώρες αυτές περιήλθαν, όπως άλλωστε και πολλές άλλες υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, σε ένα καθεστώς οικονομικής κηδεμονίας που ήλεγχαν οι ΗΠΑ και οι οικονομικά ισχυρές χώρες της Ευρώπης, ιδίως η Βρετανία και η Γερμανία, οι οποίες προοδευτικά εκτόπισαν ολοσχερώς τις παλαιές αποικιοκρατικές δυνάμεις, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ήταν η εποχή της νέας αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού*, όπως ονομάστηκε.
Στις αρχές του 19ου αιώνα οι πιο πολλές χώρες στη Λατινική Αμερική ήταν αποικίες που τις κατείχαν δυο φεουδαρχικά - απολυταρχικά κράτη, η Ισπανία και Πορτογαλία. Οι ισπανικές κτήσεις ήταν τα αντιβασιλεία Λα Πλάτα (τα σημερινά κράτη Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία), Νέα Ισπανία (Μεξικό, και ένα μέρος από την Κεντρική Αμερική), Νέα Γρανάδα (Κολομβία, Παναμάς, Βενεζουέλα, Ισημερινός) και Περού (τα σημερινά κράτη Περού και Χιλή). Ακόμη η Ισπανία κατείχε τις νήσους Κούβα, Πόρτο Ρίκο και ένα μέρος απ' τον Αγιο Δομήνικο. Στην Πορτογαλία ανήκε η Βραζιλία που έπιανε τη μισή σχεδόν έκταση της Νότιας Αμερικής.
Το ξέσπασμα του απελευθερωτικού κινήματος στη Λατινική Αμερική τοποθετείται περί το 1810 με τις πρώτες εξεγέρσεις στα μεγάλα αποικιακά κέντρα Καράκας, Μπουένος Αϊρες, Κίτο, Μπογκοτά και στη συνέχεια εξαπλώνεται σ' ολόκληρη τη Νότια και την Κεντρική Αμερική.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής έχει τεράστια ιστορική σημασία. Με τον αγώνα αυτό οι λαοί, που κατοικούσαν στις άλλοτε ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες, απέκτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία και αυτό εξυπηρετούσε τα ζωτικά τους συμφέροντα. Στην αμερικανική ήπειρο ιδρύθηκαν νέα κράτη - το Μεξικό, η Βολιβία, η Κολομβία, η Χιλή, το Περού, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Παραγουάη, και οι Ενωμένες Επαρχίες της Κεντρικής Αμερικής που χωρίστηκαν αργότερα σε πέντε δημοκρατίες (Γουατεμάλα, Ονδούρα, Κόστα Ρίκα, Νικαράγουα και Σαλβαδόρ). Η Ουρουγουάη που στα 1817 είχε κυριευτεί από τα βραζιλιάνικα στρατεύματα απελευθερώθηκε στα 1825. Ο αγώνας των λαών της Λατινικής Αμερικής για την ανεξαρτησία τους αντικειμενικά εξυπηρετούσε την καπιταλιστική ανάπτυξη, που εμποδιζόταν από το αποικιακό καθεστώς. Στο σύνολό του ο αγώνας ήταν πανεθνικός. Σ' αυτόν πήραν μέρος διάφορες τάξεις και στρώματα της αποικιακής κοινωνίας - οι ντόπιοι Ινδιάνοι αγρότες, οι νέγροι - δούλοι, οι βιοτέχνες, η αστική τάξη που τότε γεννιόταν, οι τσιφλικάδες, οι διανοούμενοι και ένα μέρος από τον κατώτερο κλήρο. Αποφασιστική δύναμη ήταν οι λαϊκές μάζες, ο βασικός πυρήνας στους στρατούς του Μπολιβάρ, του Σαν Μαρτίν, του Οχίγκινσον, του Ιντάλγκο, του Μορέλος και των άλλων ονομαστών αρχηγών του απελευθερωτικού πολέμου.
Η διάδοση του φιλελευθερισμού και η ανάδυση των εθνικών ιδεών στη Λατινική Αμερική οδήγησαν, στις αρχές του 19ου αιώνα, σε επαναστάσεις κατά της ισπανικής και πορτογαλικής αποικιακής κυριαρχίας και στην ίδρυση ανεξάρτητων κρατών (Αργεντινή, Παραγουάη, Χιλή, Περού, Μεξικό, Βραζιλία, Βολιβία, Ισημερινός, Βενεζουέλα, Κολομβία). Ηγετική φυσιογνωμία υπήρξαν ο Σιμόν Μπολίβαρ (1783-1830) από τη Βενεζουέλα, ο οποίος, αφού απελευθέρωσε μεγάλο τμήμα της Λατινικής Αμερικής (Βενεζουέλα, Κολομβία, Βολιβία), προσπάθησε να δημιουργήσει συνομοσπονδία λατινοαμερικανικών κρατών αλλά χωρίς επιτυχία.
Λίγοι μεγάλοι γαιοκτήμονες μονοπωλούσαν τη γη και τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, ενώ οι αγρότες, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Στην Αμερική, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια, τα εθνικά κράτη που προέκυψαν από τις πρώην αποικίες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας φαίνονταν να είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων τους στην Ευρώπη. Γενικά, ο Νέος Κόσμος ήταν -ή, σωστότερα, φαινόταν να είναι- προέκταση του κόσμου της γηραιάς ηπείρου, από την άποψη των θεσμών, των αρχών και των αξιών που εισήχθησαν για τη συγκρότηση των νέων χωρών. Ωστόσο, η ελευθερία, οι αντιπροσωπευτικοί και συνταγματικοί θεσμοί και η κοσμική εξουσία, στη βάση των οποίων οικοδομήθηκαν οι νέες πολιτείες, εφαρμόστηκαν σε νέο περιβάλλον και για τον λόγο αυτόν οι πολιτείες που προέκυψαν ήταν διαφορετικές από τις πρωτότυπες.
Στην Ισπανική Λατινική Αμερική, η Επανάσταση του 1848 εμφανίστηκε στη Νέα Γρανάδα, όπου Κολομβιανοί φοιτητές, φιλελεύθεροι και διανοούμενοι απαίτησαν την εκλογή του Στρατηγού Χοσέ Χιλάριο Λόπεζ. Αυτός ανέλαβε την εξουσία το 1849 και ξεκίνησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, καταργώντας τη δουλεία και τη θανατική ποινή και παρέχοντας ελευθερία τύπου και θρησκείας. Η προκύπτουσα αναταραχή στην Κολομβία διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες. Από το 1851 έως το 1885 η χώρα υπέφερε από τέσσερις γενικούς εμφύλιους πολέμους και 50 τοπικές επαναστάσεις.
Στη Χιλή οι επαναστάσεις του 1848 ενέπνευσαν τη Χιλιανή Επανάσταση του 1851.
Στη Βραζιλία η "Εξέγερση Παϊρέιρα", ένα κίνημα στο Περναμπούκου, διήρκεσε από το Νοέμβριο του 1848 έως το 1852. Ανεπίλυτες διαμάχες που είχαν απομείνει από την περίοδο της αντιβασιλείας και η τοπική αντίσταση στην εδραίωση της Αυτοκρατορίας της Βραζιλίας, που είχε ανακηρυχθεί το 1822, συνέβαλαν να φυτρώσουν οι σπόροι της επανάστασης. Στην παρακάτω γκραβούρα φαίνεται η επανάσταση στη Στοκχόλμη της Σoυηδίας:
Το αυτονομιστικό κύμα που σάρωσε τη Νότια Αμερική για να φέρει τις ισπανικές αποικίες στα χέρια των νόμιμων κατόχων τους έμελλε να μείνει γνωστό ως «Λατινοαμερικάνικοι Πόλεμοι Ανεξαρτησίας». Το Μεξικό ήταν η πρώτη χώρα που εξεγέρθηκε και προσπάθησε να πετύχει την πολυπόθητη ανεξαρτησία του, αν και η επανάσταση εκεί καταπνίγηκε στο αίμα. Και τότε ήρθε ο Σιμόν Μπολιβάρ! Με έδρα το Καράκας, ο επαναστατημένος άντρας ηγήθηκε του κινήματος για την ανεξαρτησία της Βενεζουέλας: παρά τις αρχικές του όμως επιτυχίες, που έδειχναν ότι το απελευθερωτικό μέτωπο θα πετύχαινε τους σκοπούς του, τα ισπανικά στρατεύματα επικράτησαν τελικά. Τότε, το 1815, το Μεξικό εξεγέρθηκε εκ νέου κατά του ισπανικού στέμματος, μετρώντας και πάλι φειδωλή επιτυχία, αν και οι Λατινοαμερικάνικοι Πόλεμοι Ανεξαρτησίας ήταν μόνο στην αρχή τους!
Την επόμενη χρονιά, ο Μπολιβάρ επέστρεψε στη Βενεζουέλα στρατολογώντας και πάλι όποιον μπορούσε να βρει, την ίδια ώρα που το 1817 ο Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν νικούσε τους Ισπανούς στη Χιλή, στην πρώτη μεγάλης κλίμακας νίκη των γηγενών Λατινοαμερικανών κατά του ισπανού αποικιοκράτη, αυτή που θα εγκαινίαζε μια πραγματική χιονοστιβάδα θριάμβων κατά των Κονκισταδόρων. Η ανεξαρτησία των χωρών της Νότιας Αμερικής δεν μπορούσε πια να ανακοπεί, αν και θα έφτανε στο απόγειό της λίγο αργότερα, όταν ο Μπολιβάρ μετέφερε τη φλόγα της επανάστασης σε κάθε γωνιά της ηπείρου, κατακτώντας το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Λατινικής Αμερικής. Το Μεξικό ήταν έτοιμο να πιάσει για άλλη μια φορά τα όπλα, την ίδια ώρα που τα απομεινάρια της ισπανικής ηγεμονίας στην περιοχή θα απομακρύνονταν λίγο αργότερα από το πρωτοπαλίκαρο του Μπολιβάρ, τον στρατηγό Αντόνιο Χοσέ ντε Σούκρε.
Με το που έγινε ανεξάρτητο κράτος η Ισπανική Αϊτή το 1822, όλο το σύμπλεγμα της Ισπανιόλας πέρασε γρήγορα στα χέρια του αϊτινού ζυγού, όπου και θα παρέμενε για τα επόμενα 22 χρόνια, μέσα σε καθεστώς διαφθοράς, αυθαιρεσιών και βίας.
Κι έτσι ο λαός του Δομίνικου αποφάσισε να αποτινάξει την κηδεμονία της Αϊτής βίαια, βρίσκοντας στον νεαρό πατριώτη Χουάν Πάμπλο Ντουάρτε το απόλυτο είδωλο του δίκαιου αγώνα του. Ο ίδιος, με μια σειρά ακόμα ηγετών, είχαν κηρύξει τον ανένδοτο στην Αϊτή μέσα από το αντάρτικο κίνημά τους ήδη από το 1838 (Λα Τρινιτάρια), όταν τα 9 αρχικά μέλη της Αντίστασης οργανώθηκαν σε τρεις ένοπλους θύλακες. Οι ομάδες των τριών αναπτύχθηκαν έτσι αυτόνομα, διατηρώντας πάντα την αυστηρή μυστικότητά τους με λίγη ή και καθόλου αλληλεπίδραση μεταξύ τους, στην προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες εντοπισμού τους από τις αϊτινές αρχές.
Το 1843 ήταν η καθοριστική χρονιά, όταν το αυτονομιστικό κίνημα συνεργάστηκε για πρώτη φορά με πολιτικό φορέα, ένα κόμμα που είχε ανατρέψει τον σκιώδη πρόεδρο. Στις 27 Φεβρουαρίου 1844 (πλέον η Μέρα Ανεξαρτησίας του Δομίνικου) οι αντάρτες κατέλαβαν την πρωτεύουσα αιφνιδιάζοντας και σκορπίζοντας στους τέσσερις ανέμους την αϊτινή φρουρά: μέσα σε δύο μέρες, όλοι οι αϊτινοί αξιωματούχοι είχαν εγκαταλείψει τον Άγιο Δομίνικο, δίνοντας έτσι υπόσταση στην ανεξάρτητη Δομινικανή Δημοκρατία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1821 ανακηρύσσονται ανεξάρτητα κράτη η Κόστα Ρίκα, η Γουατεμάλα, η Ονδούρα, η Νικαράγουα και το Σαλβαδόρ. Μια μέρα που συμβολίζει τον αγώνα των λαών της Λατινικής Αμερικής για την αποτίναξη των δεσμών της ισπανικής και πορτογαλικής αποικιοκρατίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, μετά την ανεξαρτησία ακολούθησε μια περίοδος μεγάλης αστάθειας. Σε κάποια κράτη εγκαθιδρύθηκαν δικτατορίες, που όξυναν, με την πολιτική τους, τα προβλήματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μεξικού, όπου η μακροχρόνια δικτατορία του Πορφίριο Ντίας (1876-1911) έφερε την ανάπτυξη για τους λίγους, αλλά οδήγησε την πλειονότητα στην εξαθλίωση, με αποτέλεσμα να ανατραπεί από τη μεξικανική επανάσταση των ετών 1910-1911 με επικεφαλής τους Εμιλιάνο Ζαπάτα και Πάντσο Βίγια.
Εξίσου εμβληματική φυσιογνωμία υπήρξε και ο Αργεντινός Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν. Ο Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν γεννήθηκε το 1778 στο Γιαπεγιού της Αργεντινής από οικογένεια κρεολών Ισπανών ευγενών, όπου λίγα χρόνια μετά την γέννησή του εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία. Το 1791 κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό και διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον του Μέγα Ναπολέοντα. Το 1811, ως αντισυνταγματάρχης, επέστρεψε στην Αργεντινή όπου έλαβε μέρος στον επαναστατικό αγώνα για την εκδίωξη των Ισπανών από την χώρα. Μετά την νικηφόρα μάχη του Σαν Λορένσο (1813), ανέλαβε την ηγεσία του επαναστατικού στρατού της Αργεντινής και συνέβαλε αποφασιστικά στην πλήρη επικράτηση του αγώνα.
Ο Σαν Μαρτίν κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες για την οργάνωση γενικότερου στρατηγικού σχεδίου για την επέκταση του απελευθερωτικού αγώνα και στις γειτονικές ισπανοκρατούμενες περιοχές, που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε πολιτική και εθνική ενοποίηση των λαών της Νότιας Αμερικής. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής, ο Σαν Μαρτίν οργάνωσε ισχυρές δυνάμεις, από Αργεντίνους και Χιλιανούς που πέρασε τις Άνδεις (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1817) και κατόρθωσε να νικήσει τους Ισπανούς στην μάχη στο Τσακαμπούκο, τον ίδιο χρόνο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία της Χιλής. Αμέσως μετά στράφηκε προς το Περού και με την βοήθεια του χιλιανού στόλου, απελευθέρωσε την Λίμα (Ιανουάριος 1821, λίγο πριν την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821). Για ένα διάστημα διατέλεσε προσωρινός κυβερνήτης του Περού, και εφάρμοσε πρωτοποριακές μεταρρυθμίσεις για την εποχή, όπως κατάργηση της δουλείας και βελτίωση της ζωής των εκεί Ινδιάνων.
Το 1822 ο Σαν Μαρτίν συναντήθηκε με τον Βενεζουελανό απελευθερωτή Σιμόν Μπολιβάρ, στον Ισημερινό αλλά δεν κατάφεραν να συντονίσουν τον στρατηγικό και την πολιτική τους, στα πλαίσια ενός κοινού απελευθερωτικού αγώνα και οι συζητήσεις κατέληξαν σε αποτυχία. Ως συνέπεια αυτής της αποτυχίας, όπως και άλλων διαφορών που είχαν ανακύψει στο επαναστατικό στρατόπεδο της Αργεντινής, ο Σαν Μαρτίν παραιτήθηκε, την 20 Σεπτεμβρίου 1822 και αυτοεξορίστηκε στις Βρυξέλλες του Βελγίου (1824). Πέθανε στην Βουλώνη της Γαλλίας. Σήμερα τιμάται ως εθνικός ήρωας στην Αργεντινή.
Περού: στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι περισσότερες χώρες της Νότιας Αμερικής πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους, το Περού παρέμενε πιστό στο Ισπανικό στέμμα. Η άρχουσα τάξη δίσταζε ανάμεσα στη χειραφέτηση και την Ισπανική μοναρχία, και τελικά η ανεξαρτησία έγινε πραγματικότητα μόνο μετά τις στρατιωτικές εκστρατείες του Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν και του Σιμόν Μπολίβαρ.
Κατά τα πρώτα χρόνια του νέου ανεξάρτητου κράτους του Περού, οι εσωτερικές έριδες μεταξύ των στρατιωτικών ηγετών για την εξουσία παρέτειναν την πολιτική αστάθεια. Η εθνική ταυτότητα ενδυναμώθηκε αυτή την περίοδο, καθώς τα σχέδια της γειτονικής Βολιβίας για μία ενιαία συνομοσπονδία όλων των κρατών της Λατινικής Αμερικής απέβησαν άκαρπα. Μεταξύ των δεκαετιών του 1840 και του 1860, το Περού διήνυσε μια περίοδο σταθερότητας υπό την προεδρία του Ραμόν Καστίγια, με αυξημένα κρατικά έσοδα από τις εξαγωγές γουανό (ενός μείγματος κοπριάς και στοιχείων επεξεργασμένης οργανικής ύλης που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο).
Μέχρι το 1870 όμως, η πλουτοπαραγωγική πηγή του γουανό εξαντλήθηκε και η χώρα βρέθηκε χρεωμένη, πυροδοτώντας για μία ακόμη φορά τις εμφύλιες διαμάχες.
Μετά την ήττα του από τη Χιλή στον Πόλεμο του Ειρηνικού το 1883, στο Περού ακολούθησε η σταθερότητα της ηγεσίας του Αστικού Κόμματος, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του αυταρχικού καθεστώτος του Αουγούστο Λεγκία. Η μεγάλη ύφεση στις αρχές του 20ου αιώνα, προκάλεσε την πτώση του Λεγκία, τροφοδότησε πολιτικές αναταραχές και ήταν η αιτία της ανόδου της Αμερικανικής Λαϊκής Επαναστατικής Συμμαχίας (APRA). Η διαμάχη μεταξύ της συμμαχίας, του πολιτικού κατεστημένου και του στρατού καθόρισε τη ζωή του Περού για τις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Το 1962 ο περουβιανός στρατός αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εκλογική νίκη του υποψηφίου της Αριστεράς, Ραούλ Άγια ντε λα Τόρε, με το σοσιαλδημοκρατικό APRA στις προεδρικές εκλογές. Η νίκη του Άγια ντε λα Τόρε μόνο με 6.000 ψήφους διαφορά και χωρίς απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή έκανε τους στρατιωτικούς να πιστεύουν ότι η εκλογή του θα αποτραπεί από το κογκρέσο. Πραγματικά, ο Άγια ντε λα Τόρε ήρθε σε συνδιαλλαγή με τον άσπονδο εχθρό του, στρατηγό Μανουέλ Οδρία και πραξικοπηματία ηγέτη της χώρας από το 1948 έως το 1956, για να υποστηρίξει αυτόν ως πρόεδρο. Στις 17 Ιουλίου τα τανκς κύλησαν στους δρόμους της Λίμας και ο στρατηγός Πέρες Γκοντόι ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, επικεφαλής 12μελούς χούντας. Το 1968, ο στρατός με την ηγεσία του στρατηγού Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο πραγματοποίησε πραξικόπημα για την ανατροπή του πρόεδρου Φερντάντο Μπελαούντε. Το νέο καθεστώς έκανε ριζικές αλλαγές για την προώθηση της ανάπτυξης αλλά δεν κατάφερε να έχει σημαντικό λαϊκό έρεισμα.
Το 1970 ένας σεισμός αφάνισε το ορεινό θέρετρο Γιουνγκάι. Την τραγωδία δεν την προκάλεσε τόσο η ίδια η δόνηση όσο ο τεράστιος όγκος πάγου, χωμάτων και βράχων που απελευθέρωσε από τους παγετώνες των Άνδεων και πέρασε με ταχύτητα σχεδόν 400 χλμ/ώρα από την κοιλάδα του Γιουνγκάι, θάβοντας και ισοπεδώνοντας πόλεις και χωριά από τα βουνά μέχρι τα παράλια του Ειρηνικού. "Ο ακριβής υπολογισμός του αριθμού των νεκρών ξεπερνά τις δυνατότητές μας", ομολόγησε ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης του Περού αλλά, συνολικά, πιστεύεται πως ξεπέρασαν τους 70.000, ενώ οι τραυματίες και οι άστεγοι υπολογίστηκαν σε εκατοντάδες χιλιάδων. Στο ίδιο το Γιουνγκάι, οι επιζώντες δεν ξεπέρασαν τους 130 ενώ από πολλά από τα δεκάδες χωριά που το περιέβαλαν δεν απέμεινε το παραμικρό ίχνος.
Το 1975 ο στρατηγός Φρανσίσκο Μοράλες Μπερμούδες επέβλεψε την επαναφορά της δημοκρατίας. Κατά τη δεκαετία του '80, το Περού αντιμετώπισε ένα σημαντικό εξωτερικό δημόσιο χρέος, συνεχώς αυξανόμενο πληθωρισμό, ανεξέλεγκτο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και έντονη πολιτική βία. Κατά την προεδρία του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι το διάστημα 1990-2000, η χώρα ανέκαμψε, αν και η κυβέρνηση παραιτήθηκε το 2000 με κατηγορίες αυταρχισμού, διαφθοράς και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά το τέλος της κυβέρνησης Φουτζιμόρι, το Περού προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη διαφθορά και να συντηρήσει την ανάπτυξη. Το 2006 τις εκλογές κέρδισε ο Άλαν Γκαρσία (Alan García), που τον διαδέχθηκε ο νικητής των εκλογών του 2011, Ογιάντα Ουμάλα. Έπειτα από τις εκλογές του 2016, πρόεδρος εξελέγη ο Πέδρο Πάμπλο Κουτσίνσκι.
Η Αργεντινή ενίσχυσε την ευημερία και τον πλούτο της μεταξύ του 1880 και του 1929, καθώς ήταν μία από τις δέκα πλουσιότερες χώρες στον κόσμο με μία επικερδή οικονομία βασισμένη στην αγροτική παραγωγή.
Με τη μετανάστευση και τη μείωση της θνησιμότητας, ο πληθυσμός σχεδόν πενταπλασιάστηκε και τα οικονομικά μεγέθη έγιναν σχεδόν 15 φορές μεγαλύτερα. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν συντηρητικά συμφέροντα με μη δημοκρατικά μέσα μέχρι το 1912, όταν ο πρόεδρος Ροκέ Σάενς Πένια καθιέρωσε την καθολική (μόνο για τους άντρες) και μυστική ψηφοφορία. Αυτό επέτρεψε στους παραδοσιακούς αντιπάλους των συντηρητικών, δηλαδή την κεντρώα Ριζοσπαστική Αστική Ένωση, να κερδίσει τις πρώτες ελεύθερες εθνικές εκλογές το 1916. Ο πρόεδρος Ιπόλιτο Ιριγόγιεν εφάρμοσε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυσε την υποστήριξη στις αγροτικές οικογένειες και τις μικρές επιχειρήσεις. Η μεγάλη οικονομική κρίση και η πολιτική απομόνωση όμως, οδήγησε στην παύση του από τον στρατό το 1930. Το διάδοχο συντηρητικό καθεστώς κυβέρνησε για μία δεκαετία, εφαρμόζοντας προστατευτικές πολιτικές. Η Αργεντινή παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για το μεγαλύτερο μέρος του Δεύτερου, ενώ ήταν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές εφοδίων και τροφής για τους Συμμάχους.
Η πολιτική αλλαγή οδήγησε στην προεδρία του Χουάν Περόν το 1946, ο οποίος υποστήριξε την εργατική τάξη και διέδωσε το συνδικαλισμό, εφαρμόζοντας παράλληλα κοινωνικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Η σύζυγος του Περόν, Εύα Περόν, γνωστή και ως Εβίτα, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο ως πρώτη κυρία κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν. Αποτελούσε την κινητήρια δύναμη για την επιτυχία του Περόν στην εργατική τάξη. Το 1947 ίδρυσε το Ίδρυμα Εύα Περόν με προσανατολισμό κοινωνικής προσφοράς[17].
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η χώρα προσανατολίζονταν στην κοινωνική πρόνοια, κάτι που συνάντησε την αντίδραση της ολιγαρχίας. Η Εβίτα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον μη εκφραστικό Περόν και τους υποστηρικτές του. Εισήγαγε την ψήφο των γυναικών και οργάνωσε το Γυναικείο Κόμμα Περονιστών[18]. Κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν ενισχύθηκε η βιομηχανική και αστική ανάπτυξη[16]. Μετά το θάνατο της Εβίτα το 1952 στην ηλικία των 33 ετών, η κυβέρνηση Περόν αποσυντονίστηκε μέσα από διαμάχες με την Καθολική Εκκλησία. Ο Περόν απομάκρυνε αρκετούς σημαντικούς και ικανούς συμβούλους του, ενώ προώθησε τον απολυταρχισμό. Ένα βίαιο πραξικόπημα τον ανέτρεψε το 1955, μετά από τον βομβαρδισμό της Κάσα Ροσάδα και το θάνατο πολλών πολιτών. Ο Περόν διέφυγε στο εξωτερικό και τελικά παρέμεινε στην Ισπανία.
Μετά από προσπάθειες υποβάθμισης της επιρροής του Περόν και τον εξοστρακισμό των Περονιστών από την πολιτική ζωή, οι εκλογές του 1958 έφεραν τον Αρτούρο Φροντίτσι στην κυβέρνηση, ο οποίος είχε την υποστήριξη μερικών οπαδών του Περόν, ενώ η πολιτική του ενίσχυσε τις απαιτούμενες επενδύσεις στη βιομηχανία και την ενέργεια, που παρουσίαζαν μεγάλο έλλειμμα για την Αργεντινή. Ο στρατός όμως παρενέβαινε συχνά υπέρ των συντηρητικών συμφερόντων και τα αποτελέσματα της πολιτικής ήταν αμφιλεγόμενα[16]. Ο Φροντίτσι υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 1962. Στις 8 Αυγούστου του 1962, ξέσπασε κρίση μεταξύ της κυβέρνησης και πραξικοπηματιών, η οποία έληξε στις 24 Σεπτεμβρίου με την επικράτηση μετριοπαθέστερων αντιπερονιστών, πιστών στον πρόεδρο του στρατιωτικού καθεστώτος Χοσέ Μαρία Γκουίντο.
Το 1963 εκλέχθηκε ο Αρτούρο Ουμπέρτο Ίγια και εφάρμοσε επεκτατικές πολιτικές. Παρά την ευημερία, οι προσπάθειές του να συμπεριλάβει περονιστές στην πολιτική σκηνή κατέληξε στην επέμβαση του στρατού για μία ακόμη φορά, με ένα αναίμακτο πραξικόπημα στις 27 Ιουνίου του 1966. Ο Ίγια είχε αρχίσει διαβουλεύσεις με τους περονιστές εν όψει των βουλευτικών εκλογών και των εκλογών για την ανάδειξη κυβερνητών τον επόμενο χρόνο. Ο στρατός, ανήσυχος λόγω της υψηλής δημοτικότητας των περονιστών, προειδοποίησε τον Ίγια να μην προχωρήσει σε τέτοια συνεργασία. Όταν αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επενέβη για πολλοστή φορά ο στρατός, κηρύσσοντας την "Αργεντίνικη Επανάσταση" -πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Την επομένη, πρόεδρος ορκίστηκε ο βετεράνος των πραξικοπημάτων, αντιπερονιστής Χουάν Κάρλος Ογκάνια.
Το πρωί της 8ης Ιουνίου του 1970, ο στρατός έζωσε το προεδρικό μέγαρο και το κεντρικό κτίριο του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών. Μία ακόμη στρατιωτική χούντα κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία. Με απόφαση των αρχηγών των τριών όπλων καθαιρέθηκε ο στρατηγός Χουάν Κάρλος Ονγκάνια. Στις 18 Ιουνίου, νέος πρόεδρος διορίστηκε ο στρατηγός Ρομπέρτο Μαρσέλο Λέβινγκστον. Η θητεία του αποδείχθηκε σύντομη, αφού καθαιρέθηκε και αυτός στις 22 Μαρτίου του 1971 και την εξουσία ανέλαβε απευθείας η χούντα. Η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξήθηκε στην πάντα διχασμένη ανάμεσα σε περονιστές και αντιπερονιστές Αργεντινή, που διατρέχεται από αριστερά κινήματα, όπως και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Η κρίση ξέσπασε το 1969. Ο Μάιος και ο Ιούνιος ήταν οι μήνες της κορύφωσης των ταραχών, με φοιτητικές και απεργιακές κινητοποιήσεις στα βιομηχανικά κέντρα του Ροσάριο και της Κόρδοβα. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1970 σημειώθηκαν 16 εκρήξεις βομβών στο Μπουένος Άιρες, στις 14 Νοεμβρίου δολοφονήθηκε ο ομοσπονδιακός επίτροπος Οσβάλντο Σαντοβάλ και στις 29 Δεκεμβρίου ομάδα ενόπλων γάζωσε με ριπές πολυβόλου το προεδρικό μέγαρο.
Αν και απολυταρχικό, το νέο καθεστώς του Βιντέλα συνέχισε να υποστηρίζει την τοπική ανάπτυξη και επένδυσε υψηλά ποσά σε δημόσια έργα. Η οικονομία μεγάλωσε δυναμικά, ενώ η φτώχεια μειώθηκε στο 7% το 1975. Η πολιτική βία όμως κλιμακώθηκε και ο Περόν από την εξορία στήριξε τις φοιτητικές και εργατικές διαμαρτυρίες, με συνέπεια τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών από το καθεστώς το 1973. Ο Περόν επέστρεψε από την εξορία και σχημάτισε κυβέρνηση. Ο θάνατός του το 1974, έφερε την αντιπρόεδρο και τρίτη σύζυγό του, Ισαμπέλ, στην εξουσία. Η Ισαμπέλ Περόν αποτέλεσε μία συμβιβαστική επιλογή ανάμεσα στα ρεύματα των Περονιστών, με σύντομο χρόνο ζωής, καθώς η σύγκρουση μεταξύ των ακραίων ρευμάτων προκάλεσε οικονομικό χάος με αποτέλεσμα ένα νέο πραξικόπημα στις 24 Μαρτίου του 1976, με επικεφαλής το στρατηγό Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70, ένοπλες αριστερές ομάδες, όπως ο Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός απήγαγαν και δολοφονούσαν πολίτες σχεδόν κάθε εβδομάδα. Το αυτονομαζόμενο καθεστώς της Εθνικής Διαδικασίας Αναδιοργάνωσης καταπίεζε την αντιπολίτευση και τα αριστερά ρεύματα με βίαια και παράνομα μέτρα, γνωστά και ως "ο βρώμικος πόλεμος". Χιλιάδες διαφωνούντες εξαφανίστηκαν, ενώ η μυστική υπηρεσία SIDA συνεργάζονταν με τη χιλιανή DINA και άλλες νοτιοαμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και την αμερικανική CIA, στην Επιχείρηση Κόνδορας. Πολλοί από τους στρατιωτικούς αρχηγούς που έλαβαν μέρος στον βρώμικο πόλεμο εκπαιδεύτηκαν σε σχολές με αμερικανική χρηματοδότηση, όπως οι Αργεντινοί δικτάτορες Ρομπέρτο Εντουάρντο Βιόλα και Λεοπόλντο Γκαλτιέρι (1981 - 1982).
Το πάγωμα μισθών και η απορρύθμιση της οικονομίας κατέληξε σε απότομη μείωση του επιπέδου ζωής και υψηλό δημόσιο χρέος. Η αποβιομηχάνιση, η κατάρρευση του πέσο της Αργεντινής και η πτώση των επιτοκίων, μαζί με τη διαφθορά, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την τελική ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο που εξαπέλυσε η Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ κατά της Αργεντινής για τη διεκδίκηση των νησιών Φόκλαντ, οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος και στις ελεύθερες εκλογές του 1983.
H "σιδηρά κυρία" Μάργκαρετ Θάτσερ ανάμεσα στους στρατιώτες που εξαπέλυσε κατά των Φόκλαντς.
Η κυβέρνηση του Ραούλ Αλφονσίν (1983) ανέλαβε δράση για την αποκατάσταση των διωγμένων, καθιέρωσε τον πολιτικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις και εδραίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τα μέλη των τριών δικτατοριών δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια, ωστόσο με παρέμβαση του στρατού και τις πιέσεις που ασκήθηκαν, μόνο οι πρωταίτιοι τιμωρήθηκαν ενώ οι υπόλοιποι, αργότερα αμνηστεύθηκαν. Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Επιτροπής για τους αγνοούμενους που δημοσιοποιήθηκε στα 1984, συνολικά 8.960 άτομα κάθε προέλευσης και φύλου "εξαφανίσθηκαν" κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1976 - 1983). Το δημόσιο χρέος που κληροδότησε το τελευταίο καθεστώς, άφησε την οικονομία της Αργεντινής σε κρίσιμη κατάσταση απέναντι στους ιδιώτες δανειστές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προτεραιότητα δόθηκε στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους σε βάρος των δημοσίων έργων και του εσωτερικού χρέους. Η αδυναμία του Αλφονσίν να επιλύσει τα συνεχώς διογκούμενα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην απώλεια της λαϊκής στήριξης. Μετά από μία νομισματική κρίση το 1989 και τον σχεδόν δεκαπενταπλασιασμό των τιμών, η κυβέρνηση παραιτήθηκε πέντε μήνες νωρίτερα από τη θητεία της.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Κάρλος Μένεμ ξεκίνησε τις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων και μετά από ένα δεύτερο επεισόδιο υπερπληθωρισμού το 1990, ζήτησε τη συνδρομή του οικονομολόγου Ντομίνγκο Καβάγιο, ο οποίος επέβαλε σταθερή ισοτιμία πέσο-δολαρίου το 1991 και υιοθέτησε μακροπρόθεσμες πολιτικές αγοράς, καταργώντας τον προστατευτισμό και επιχειρηματικούς κανονισμούς, επιταχύνοντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν σε σημαντικές αυξήσεις των επενδύσεων και της ανάπτυξης με σταθερές τιμές για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1990. Η σταθερή αξία του πέσο όμως μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με τη χρήση δολαρίων στην εγχώρια αγορά, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση του εξωτερικού χρέους. Το 1998 όμως, μία σειρά διεθνών κρίσεων στην οικονομία και η υπερεκτίμηση του πέσο προκάλεσαν σταδιακά μία εγχώρια οικονομική κρίση. Η αίσθηση της σταθερότητας και ευημερίας που επικρατούσε υποχώρησε γρήγορα.
Ο διάδοχος πρόεδρος Φερνάντο ντε λα Ρούα κληρονόμησε μειωμένη ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές, καθώς και χρόνια ελλείμματα. Ο κυβερνών συνασπισμός επανέφερε τον Καβάγιο στο Υπουργείο Οικονομικών, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως μία κίνηση πανικού από τις αγορές παραγώγων. Ο Καβάγιο αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για τα διαφυγόντα κεφάλαια και να αντιμετωπίσει την κρίση με πάγωμα των λογαριασμών. Η λαϊκή δυσφορία εντάθηκε και στις 20 Δεκεμβρίου του 2001 η Αργεντινή μπήκε στη χειρότερη θεσμική και οικονομική της κρίση από το 1890. Βίαιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις αρχές οδήγησαν σε τραυματισμούς και θανάτους. Το χαοτικό κλίμα που εντεινόταν και οι φωνές διαμαρτυρίας οδήγησαν τελικά στην παραίτηση του πρόεδρου ντε λα Ρούα. Σήμερα η κατάσταση στην Αργεντινή είναι εκρηκτική. Στις «στραπατσαρισμένες» φτωχογειτονιές και τα γκέτο στο Μπουένος Άιρες, το ναρκωτικό paco βρίσκει πάντα τον τρόπο να φτάνει στα χέρια των πιο ευάλωτων εξαθλιωμένων ανθρώπων ακόμα και νεαρών παιδιών που μετά βίας φτάνουν τα 12 χρόνια ζωής.
Το κίνημα ανεξαρτητοποίησης της Κολομβίας από την Ισπανία ξεκίνησε γύρω στο 1810, μετά από τη χορήγηση ανεξαρτησίας στο νησί Ισπανιόλα (σήμερα μοιράζεται από τη Δομινικανή Δημοκρατία και την Αϊτή) το 1804. Το γεγονός αυτό παρείχε σημαντική υποστήριξη στους μετέπειτα ηγέτες της κολομβιανής επανάστασης, δηλαδή τους Σιμόν Μπολίβαρ και Φρανσίσκο ντε Πάουλα Σανταντέρ. Ο Μπολίβαρ έγινε στη συνέχεια, μετά τη νικηφόρα μάχη της Μπογιακά, ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Κολομβίας, ενώ ο Σανταντέρ αντιπρόεδρος.
Μετά την αποχώρηση του Μπολίβαρ, ο Σανταντέρ τον διαδέχθηκε ως δεύτερος πρόεδρος της χώρας. Η επανάσταση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 1819, με την παραχώρηση της επικράτειας της ισπανικής Αντιβασιλείας της Νέας Γρανάδας στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Κολομβίας, η οποία ήταν μία ένωση των σημερινών κρατών της Κολομβίας, της Βενεζουέλας και του Εκουαδόρ. Ο Παναμάς αποτελούσε εκείνη την περίοδο αναπόσπαστο κομμάτι της κολομβιανής επικράτειας.
Οι εσωτερικές πολιτικές και εδαφικές διαμάχες οδήγησαν στην αποχώρηση της Βενεζουέλας και της περιοχής του Κίτο (δηλαδή του σημερινού κράτους του Εκουαδόρ) από την ένωση το 1830. Η επονομαζόμενη περιοχή της Κουντιναμάρκα υιοθέτησε την ονομασία Νέα Γρανάδα, την οποία και διατήρησε ως το 1856, όταν μετονομάστηκε σε Συνομοσπονδία της Γρανάδας. Μετά από έναν διετή εμφύλιο πόλεμο, ιδρύθηκαν το 1863 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Κολομβίας, σχήμα το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1886, όταν η χώρα υιοθέτησε επίσημα και οριστικά την ονομασία Δημοκρατία της Κολομβίας. Οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ αντίθετων πολιτικών δυνάμεων παρέμειναν ενεργές, πυροδοτώντας περιστασιακά αιματηρούς εμφύλιους πολέμους.
Πιο γνωστός είναι ο Εμφύλιος των Χιλίων Ημερών, το διάστημα 1899 - 1902, ο οποίος οδήγησε στο διαχωρισμό της περιοχής του Παναμά το 1903 και την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους. Ο πόλεμος αυτός θεωρείται και απόρροια των βλέψεων των ΗΠΑ να αποκτήσουν ερείσματα στην περιοχή και ιδιαίτερα στην κατασκευή και έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.
Στη συνέχεια, η Κολομβία ήρθε σε σύρραξη με το Περού για μία εδαφική διαφορά που αφορούσε την περιοχή Αμαζόνας και την πρωτεύουσά της Λετίσια. Μετά από αυτό το διάστημα, η χώρα πέτυχε έναν βαθμό πολιτικής σταθερότητας, η οποίο όμως ανατράπηκε από μία αιματηρή διαμάχη στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή με την ονομασία Λα Βιολένσια (Η Βία). Ακολούθησε η στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Γκαμπριέλ Παρίς Γκορδίγιο. Αργότερα οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, συμφώνησαν στη δημιουργία ενός εθνικού μετώπου με στόχο την κοινή διακυβέρνηση της χώρας. Η προεδρία θα εναλλάσσονταν μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων κάθε τέσσερα χρόνια, για τέσσερις θητείες, ενώ ο αριθμός των θεσμικών θέσεων θα κατανέμονταν ισοδύναμα. Η ίδρυση του εθνικού μετώπου έβαλε τέλος στην εποχή της Λα Βιολένσια και οι κυβερνήσεις του προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν ριζικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς σε συνεργασία με την παράταξη της Προοδευτικής Συμμαχίας. Δημιουργήθηκαν επίσημες ομάδες ανταρτών, όπως η FARC, η ELC και η M-19, με ένοπλη αντίσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες ομάδες είχαν μαρξιστικό χαρακτήρα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, παρατηρήθηκε η ανάπτυξη ισχυρών και βίαιων καρτέλ ναρκωτικών, τα οποία ενισχύθηκαν και τις επόμενες δεκαετίες. Το καρτέλ Μεδεγίν με αρχηγό τον Πάμπλο Εσκομπάρ και το καρτέλ Κάλι, είχαν παράλληλα ισχυρή παρουσία στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Κολομβίας. Με χρηματοδότηση και καθοδήγηση παράνομων ένοπλων ομάδων, τα καρτέλ επηρέαζαν όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας, ενώ συμμαχίες μεταξύ κοινών εχθρών ενέτειναν την ισχύ τους. Το νέο σύνταγμα της Κολομβίας το 1991 εγκρίθηκε από το συνταγματικό κοινοβούλιο και περιλάμβανε σημαντικές αποφάσεις για τα πολιτικά, εθνικά, ανθρώπινα και φυλετικά δικαιώματα. Το νέο σύνταγμα αρχικά απαγόρευε την έκδοση Κολομβιανών στο εξωτερικό, κάτι για το οποίο κατηγορήθηκε το κοινοβούλιο ως πάροχος προστασίας στα καρτέλ. Τα καρτέλ είχαν προσπαθήσει να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις με μία σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων και εκτελέσεων, αλλά και με τη διαφθορά των δημοσίων λειτουργών.
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ δεν ήταν ούτε ο πιο ευφυής ούτε ο πιο εφευρετικός από τους βαρόνους των ναρκωτικών. Ήταν απλά ο πιο βίαιος. Το Καρτέλ του Μεντεγίν δρούσε για χρόνια στην Κολομβία υπό καθεστώς ασυλίας επειδή τρομοκρατούσε οποιονδήποτε τολμούσε να αντισταθεί.
Στη δράση του καρτέλ εκτός από τα δισεκατομμύρια δολάρια που απέφερε στον Εσκομπάρ, αποδίδονται και οι θάνατοι 30 δικαστών, 400 αστυνομικών, η κατάρριψη ενός επιβατικού αεροσκάφους με 107 νεκρούς, πολλαπλές βομβιστικές επιθέσεις ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 3000 νεκρούς μόνο στο Μεντεγίν.
Στην ακμή του ο Εσκομπάρ πιστεύεται είχε στον έλεγχο του 80% της παγκόσμιας αγορά κοκαΐνης και ετήσιο κέρδος γύρο στα 30 δις δολάρια. Αγωνιώντας για την έκδοση του στις ΗΠΑ, ο Εσκομπάρ παραδόθηκε υπό όρους στην κυβέρνηση της Κολομβίας και του επιβλήθηκε περιορισμός σε μια πολυτελή έπαυλη.
Όπως καταλάβατε από τα παραδείγματα των τεσσάρων χωρών που σας παρέθεσα, η ανεξαρτησία από την ξένη αποικιοκρατία (που συνεχίστηκε, στο μεταξύ, με διαφορετικούς ρυθμούς και με άλλες μεθοδεύσεις, όπως μαρτυρεί ο πόλεμος των Φάλκλαντς και το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών της Κολομβίας που υποκινείται συστηματικά από τις δυτικές δυνάμεις και τις ΗΠΑ) δεν άλλαξε θεαματικά την κατάσταση. Η οικονομία παρέμεινε αγροτική και οι κοινωνικές ανισότητες επεκτάθηκαν, αντί να περιοριστούν.
ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗΣ: Από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μέχρι λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυβερνήσεις τής Ουρουγουάης ακολούθησαν με συνέπεια ένα πρόγραμμα ‘οικονομικού εθνικισμού’, το οποίο περιελάμβανε εκτεταμένες εθνικοποιήσεις λιμανιών, τραπεζών, σιδηροδρόμων και σφαγείων, καθώς και τη δημιουργία καταστάσεων κρατικού μονοπωλίου σε ζωτικούς τομείς τής οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η παραγωγή πετρελαίου, τα αλκοολούχα ποτά, η ασφάλιση των εργαζομένων, το ηλεκτρικό ρεύμα, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Σταδιακά, ο βαθμός εξάρτησης της Ουρουγουάης από το ξένο κεφάλαιο έφτασε να είναι ένας από τους χαμηλότερους σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Η Ουρουγουάη υπήρξε η πρώτη από τις χώρες τού λεγόμενου ‘Νότιου Κώνου’ [Cono Sur], στην οποία σχηματίστηκε ‘ριζοσπαστική’ κυβέρνηση. Ο ‘ριζοσπαστισμός’ [radicalismo] υπήρξε μία γενικότερη μεταρρυθμιστική τάση που εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική στις αρχές τού εικοστού αιώνα, με βασικά της προτάγματα την εδραίωση της δημοκρατίας, την ανακατανομή τού πλούτου και το μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και τη δημιουργία εθνικών οικονομιών βασισμένων στον κρατικό παρεμβατισμό και την προστασία των εθνικών εξαγωγικών προϊόντων.
Ως Πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο πρώτος ριζοσπάστης Πρόεδρος της Λ. Αμερικής, Χοσέ Μπάτγιε ι Ορδόνιες (1903-1907 και 1911-1915) ,“… επεδίωξε να καταστήσει τη χώρα του πρότυπο δημοκρατίας και να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική δικαιοσύνη, βασιζόμενος στη λογική τής κοινωνικής αρμονίας.” Σε αυτόν πρέπει να αποδοθούν οι βαθιές δημοκρατικές παραδόσεις τής Ουρουγουάης, με τη θέσπιση της καθολικής ψήφου, την αναγνώριση του δικαιώματος στο συνδικαλισμό και την απεργία, την υποχρεωτική οκτάωρη εργασία, τη θεσμοθέτηση ενός πλουραλιστικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, το οποίο επέτρεπε την άσκηση της εξουσίας από ένα εννεαμελές Εκτελεστικό Σώμα – με τη συμμετοχή και μελών τού αντιπολιτευτικού κόμματος των Λευκών֗ κλπ.
Ωστόσο, με το τέλος τού Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του λίγο μεταγενέστερου της Κορέας, οι προσωρινές συνθήκες τόνωσης της συνολικής ενεργού ζήτησης που είχαν δημιουργηθεί έπαψαν να υπάρχουν και τα πρώτα σημάδια κόπωσης του οικονομικού μοντέλου τής ‘αυτάρκειας’ – της δημιουργίας μίας αυτοδύναμης εθνικής οικονομίας, περιστρεφόμενης γύρω από μία ισχυρή βιομηχανία κι υπό την αιγίδα ενός έντονου κρατικού προστατευτισμού – έκαναν την εμφάνισή τους: η Ουρουγουάη είχε για καιρό εφησυχάσει στα απτά κι εντυπωσιακά αποτελέσματα του ‘Μπατγισμού’: σταδιακά έμεινε πίσω, από τεχνολογικής άποψης, στον καίριο για την οικονομία της τομέα τής βοσκής ζώων. Η παραγωγικότητά της παρέμεινε στάσιμη, ενόσω τα κόστη αυξάνονταν֗ υψηλό είχε καταστεί και το κόστος παραγωγής σιταριού, την καλλιέργεια του οποίου είχε ενθαρρύνει ενεργά η κυβέρνηση της Ουρουγουάης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο֗ το ίδιο πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας αντιμετώπιζε κι η εγχώρια βιομηχανία στο σύνολό της, η οποία, όπως σημειώθηκε ήδη, είχε θέσει ως στόχο της την εθνική αυτονομία κι αυτάρκεια, ωστόσο, πολύ γρήγορα έφτασε στα όριά της, λόγω εν πολλοίς και του μικρού μεγέθους τής εγχώριας αγοράς֗ το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας έφτασε επίσης σταδιακά στην εξάντλησή του και πλέον αποτελούσε ένα δυσβάστακτο για την οικονομία βάρος: ο μέσος Ουρουγουανός πολίτης είχε τη δυνατότητα να απασχολείται σε δύο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Σε κάθε μία απ’ αυτές μπορούσε να παρευρίσκεται για λίγες μόνο ώρες την ημέρα, με αντίστοιχα πενιχρές απολαβές. Σε καμία από αυτές δεν μπορούσε προφανώς να είναι παραγωγικός κι από καμία τους δεν αμειβόταν με αρκετά χρήματα, ώστε να μπορεί να βιοποριστεί αποκλειστικά και μόνο από αυτήν֗ ο μόνιμα ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός εγκατέστησε για τα καλά στη χώρα έναν ανεξέλεγκτο, καλπάζοντα πληθωρισμό, ήδη από τη δεκαετία τού ’50 και μετά. Αυτό έδωσε αφορμή στην εγκαθίδρυση δικατορικού καθεστώτος.
Κάπου εν μέσω της κρίσης, εμφανίζεται το κίνημα των Τουπαμάρος. Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική στιγμή τής εμφάνισης του, ούτε κι η κοινωνική προέλευση των πρωτεργατών του, ωστόσο, μπορούμε να πούμε, ότι προέκυψε ως μία αντίδραση στην ανικανότητα των διαδοχικών κυβερνήσεων τής Ουρουγουάης κι ειδικότερα αυτής του Πατσέκο (1967-1972), να αναγνωρίσουν το γεγονός, ότι η χώρα είχε προ πολλού εισέλθει σε φάση βαθιάς ύφεσης, η οποία υπέσκαπτε το εισόδημα των πιο φτωχών στρωμάτων τής ουρουγουανής κοινωνίας, απειλώντας την ίδια την επιβίωσή τους. Όπως συμβαίνει πάντοτε σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η λαϊκή αντίδραση στην κατακόρυφη πτώση τού βιοτικού επιπέδου αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση Πατσέκο με ολοένα και μεγαλύτερη καταστολή, η οποία με τη σειρά της πυροδότησε μία σειρά εξελίξεων, με κυριότερη τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων τού πληθυσμού και τη μετατόπισή τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα και γενικότερα την Αριστερά. Οι Τουπαμάρος ιδρύονται στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60, στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της ριζοσπαστικοποίησης, κατά πάσα πιθανότητα από μία μικρή ομάδα αριστερών διανοουμένων, – με επικεφαλής τον ιστορικό ηγέτη τους Ραούλ Σεντίκ (1926-1989), – προερχόμενων κυρίως από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο επίσης σταδιακά είχε μετακινηθεί από τις αρχικές σοσιαλδημοκρατικές του θέσεις προς ολοένα και πιο ακραίες αριστερές τοποθετήσεις.
Κατά τα πρώτα χρόνια τής δραστηριότητάς τους οι Τουπαμάρος οργανώνουν τις περίφημες ολιγομελείς, παράνομες ομάδες τους, οι οποίες δρουν με απόλυτη μυστικότητα κι αυτονομία μεταξύ τους֗ οπλίζονται, επιδιδόμενοι συστηματικά σε απαλλοτριώσεις όπλων και πυρομαχικών από εγκαταστάσεις της αστυνομίας και του στρατού֗ οργανώνουν κινητοποιήσεις αγροτών και φοιτητών֗ δημιουργούν ένα ολόκληρο υπόγειο σύστημα κρυπτών, νοσοκομειακών μονάδων, κέντρων στρατιωτικής εκπαίδευσης, κάτω από την πόλη τού Μοντεβιδέο, ώστε να υποστηρίξουν τον ένοπλο αντάρτικο πόλεμο πόλης για τον οποίον έχουν μείνει στην Ιστορία֗ κατακτούν γρήγορα το σεβασμό τού Ουρουγουανού λαού και περιβάλλονται με μία σχεδόν μυθική αχλύ, μέσω εντυπωσιακών ενεργειών τους, όπως οι κατασχέσεις φορτηγών μεγάλων σουπερμάρκετ κι οι διανομές τροφίμων σε φτωχογειτονιές. Κι η δράση τους κορυφώνεται με την εξίσου μυθική κατάληψη τής πόλης τού Πάντο το 1969, αλλά και με τις ολοένα συχνότερες βομβιστικές τους επιθέσεις κατά βορειοαμερικανικών εταιρειών, τις απαγωγές δικαστών, εισαγγελέων και πρακτόρων τής CIA, τις εκτελέσεις βασανιστών.
Μέχρι το 1972 έχει γίνει απολύτως κατανοητό από την ουρουγουανή ελίτ κι από τις Η.Π.Α., ότι το κίνημα των Τουπαμάρος έχει αποκτήσει πια βαθιά ερείσματα στον Ουρουγουανό λαό κι ότι πλέον, είναι άκρως επικίνδυνο για το status quo της χώρας και της ευρύτερης περιοχής τού Ρίο ντε λα Πλάτα. Στρατός, αστυνομία και μυστικοί σύμβουλοι των Η.Π.Α. εξαπολύουν εντός του 1972 μία άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των Τουπαμάρος και του Ουρουγουανού λαού, με δολοφονίες, εξαφανίσεις και άγρια βασανιστήρια. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι Τουπαμάρος έχουν χάσει την άνιση μάχη με έναν κατά πολύ ισχυρότερο κι αιμοσταγή εχθρό. 5.000 μαχητές έχουν συλληφθεί και μόνο περίπου 1.000 έχουν καταφέρει να διαφύγουν. Λίγο μετά, το 1973, μία από τις πλέον βίαιες δικτατορίες στην Ιστορία τής Λατινικής Αμερικής έχει αναλάβει την εξουσία κι “η Ουρουγουάη βυθίζεται σε μια μακρά νύχτα.” Μία νύχτα, η οποία για τα εννέα κορυφαία στελέχη τής ηγεσίας των Τουπαμάρος – αυτούς τους οποίους το απάνθρωπο στρατιωτικό καθεστώς θα ονομάζει εφεξής ‘ομήρους’ – θα διαρκέσει για κάτι περισσότερο από δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Η δημοκρατία κάποια στιγμή αποκαταστάθηκε και η Ουρουγουάη ευδοκίμησε ως χώρα. Φυσικά, κάποια σημεία παραμένουν σκοτεινά και αδιευκρίνιστα και η δικαιοσύνη δεν έχει, καθώς φαίνεται, επιβληθεί πλήρως. Για παράδειγμα, αξίζει να αναφέρουμε πως, τον Μάιο του 2018, στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης διοργανώθηκε πορεία γνωστή ως "η πορεία της σιωπής". Η πορεία γίνεται από ανθρώπους που συγκεντρώνονται μπροστά από το μνημείο των εξαφανισμένων της Λατινικής Αμερικής για μιαν ακόμη φορά ώστε να ζητήσουν αλήθεια και δικαιοσύνη για τους εξαφανισμένους από την τελευταία δικτατορία της Ουρουγουάης. Με το σύνθημα «Η ατιμωρησία, είναι ευθύνη του κράτους του χτες και του σήμερα», οι συγγενείς και οι φίλοι των αγνοουμένων οδήγησαν την κεφαλή της πορείας με τα πρόσωπα εκείνων που απήχθηκαν από τη δικτατορία, χωρίς να γνωρίζει κανείς τους τι έχουν απογίνει ή πού βρίσκονται τα λείψανά τους. «Πού είναι; Τι συνέβη; Πώς και πότε; Ποιοι το έκαναν;», αντηχούν οι αναπάντητες ερωτήσεις σε μια διαδήλωση που δεν έχει σημαίες πολιτικών κομμάτων. «Κάθε πορεία είναι ίδια με την περσινή, είναι όμως και διαφορετική. Σαν την κοίτη του ποταμού, που είναι ίδια αλλά που μέσα κυλάει πάντα καινούριο νερό», εξήγησαν οι διοργανωτές. Η επανάληψη του περσινού σλόγκαν είχε σκοπό να δείξει ότι σε αυτές τις 365 ημέρες δεν είχε προχωρήσει απολύτως τίποτα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και έτσι ο ισχυρισμός του πλήθους εξακολουθεί να αφορά την μη ανοχή στην ατιμωρησία. Καθώς βάδιζε το σιωπηλό κύμα, κόσμος προστίθετο ενώ μαζί με το πλήθος περπατούσαν η αντιπρόεδρος Lucía Topolansky και ο πρώην Πρόεδρος José Mujica, που και εκείνοι, παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να βρεθούν στα υψηλότερα αξιώματα, δεν προόδευσαν στην έρευνα του δικτύου συνενοχής σε αυτά τα εγκλήματα μέχρι σήμερα. Το πλήθος διάβαζε τα ονόματα καθενός από τους εξαφανισμένους, φωνάζοντας αμέσως μετά «παρών». Η τελετή ολοκληρώθηκε με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Αντίστοιχες εκδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις της Ουρουγουάης, στο Μπουένος Άιρες, στο Σαντιάγο της Χιλής, στο Παρίσι και στη Βαρκελώνη.
Στα θετικά της χώρας αυτής προσγράφεται το γεγονός ότι μεγάλο ρεύμα φιλελληνισμού καλλιεργήθηκε από το ίδρυμα "Τσάκος", που συντηρεί το ομώνυμο σχολείο για ελληνόφωνους μετανάστες και διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις λογοτεχνικού και ευρύτερα καλλιτεχνικού χαρακτήρα.
Στις πρώτες ριζοσπαστικές κυβερνήσεις της Ουρουγουάης, καθώς και στις σύγχρονες κυβερνήσεις της, πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα για την επέκταση σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης και για τον μοναδικό στον καθολικό κόσμο διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους (ήδη μέσω διατάξεων του Συντάγματος του 1917) κλπ., χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στη χώρα το προσωνύμιο ‘Ελβετία’ τής Λατινικής Αμερικής.
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι στην πολιτική ζωή της χώρας του, ο Χοσέ Μουχίκα, γνωστός ως ο «πιο φτωχός πρόεδρος» του κόσμου (El Presidente mas pobre) είπε «αντίο» στο δημόσιο βίο της Ουρουγουάης. Στη φωτογραφία ο πρόσφατα παραιτηθείς πρόεδρος, με γαλότσες, συνοδεύεται από τον νυν, Χουάν Μανουέλ Σάντος και την σύζυγό του, Λουσία Τοπολάνσκι. Η σημερινή (πρώτη γυναίκα) αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είχε απαρνηθεί την αστική καταγωγή της, συμμετέχοντας στο αντάρτικο των Τουπαμάρος. Μάλιστα, h φήμη της «σκληρής» που την περιέβαλλε, λόγω της φυλάκισης και των βασανιστηρίων της εποχής του αγώνα των Τουπαμάρος. Το ζεύγος Μουχίκα ζούσαν μία απλή ζωή, απαλλαγμένη από προνόμια και ανέσεις. Διέμεναν στο αγρόκτημά τους, ο πρόεδρος οδηγούσε ένα σκαραβαίο του 1987 (για την αγορά του οποίου το 2014 του πρόσφεραν ένα εκατομμύριο δολάρια, προσφορά που απέρριψε διότι, όπως είπε, δεν είχε άλλο μέσο να μεταφέρει την Εμανουέλα, τον υπέργηρο, τρίποδο σκύλο του), διέθετε το 90% της βουλευτικής του αποζημίωσης σε οργανώσεις (μένοντας σχεδόν με 780 δολάρια, κοινώς το μισθό του μέσου εργαζόμενου της Ουρουγουάης), κυκλοφορούσε χωρίς κοστούμια, λιμουζίνα και σωματοφύλακες.
«Δεν είμαι ο φτωχός πρόεδρος, όπως με αποκαλούν. Φτωχοί είναι οι άνθρωποι που χρειάζονται πολλά. Είμαι απλώς ένας ολιγαρκής πρόεδρος. Μου αρέσει να ζω όπως η πλειονότητα της χώρας μου. Πρόκειται για την ίδια πλειονότητα που με εξέλεξε. Και γι'αυτό ταυτίζομαι μαζί της. Ηθικά, δεν έχω το δικαίωμα να ζω όπως η μειοψηφία της χώρας μου», έλεγε λίγο μετά από την εκλογή του. Μουχίκα προσχώρησε στα επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική και τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 ήταν ο ηγέτης των Τουπαμάρος, αστικού αντάρτικου κινήματος με πρότυπο την Κουβανική Επανάσταση. Στην εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1973 συνελήφθη και πέρασε 14 χρόνια στη φυλακή – εκ των οποίων δύο στην απομόνωση. Ήταν εκεί που ατσαλώθηκε η ιδεολογία του, η δύναμή του, η ευγνωμοσύνη του για τη ζωή. «Κοιμόμουν επί χρόνια στο πάτωμα της φυλακής και τις νύχτες που είχα στρώμα, ήμουν ευτυχής. Επέζησα με το τίποτα. Γι’αυτό κι άρχισα να εκτιμώ τα μικρά πράγματα στη ζωή και τα όρια των πραγμάτων. Αν αφιερωθώ στην ευμάρεια, θα πρέπει να περάσω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στη συντήρησή της», έχει πει σε συνέντευξή του.
Οι επικριτές του δεν ξεχνούν πως ήταν κάποτε αντάρτης μιας οργάνωσης που λήστευε τράπεζες και απήγαγε ανθρώπους. Δεν είναι λίγοι – εκ των οποίων πολλοί από τους τότε συντρόφους του – που τον χαρακτήριζαν ως ένα γραφικό ηλικιωμένο που άφησε τα όπλα για να κάνει πράξη μια ουτοπία. Παρολά αυτά, ακόμη κι εκείνοι δεν μπορούν να του καταλογίσουν ανακολουθία μεταξύ λόγων και πράξης. Με ένα ρηξικέλευθο πρόγραμμα που έβαζε τα γυαλιά στην προοδευτική Αμερική και την ,«πεφωτισμένη» Ευρώπη, ο «Πέπε» νομιμοποίησε τους γάμους μεταξύ ομοφυλόφιλων, τις αμβλώσεις και τη χρήση κάνναβης. «Όταν κάτι περιβάλλεται από μία αύρα απαγορευμένη, ουσιαστικά προτρέπεις τον νέο να το δοκιμάσει. Παρόλα αυτά, αν το βγάλεις στην αγορά ως ελεγχόμενο προϊόν που μπορείς να αγοράσεις σε φαρμακείο – όπως άλλες ναρκωτικές ουσίες όπως η μορφίνη που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες συνταγές – απενοχοποιείς τη μαριχουάνα και χτυπάς και τους εμπόρους ναρκωτικών», είχε πει για τον πρωτοποριακό νόμο. Στην πενταετή θητεία του, η Ουρουγουάη βίωσε ιστορικό χαμηλό στην ανεργία και είδε αυξήσεις στους μισθούς – τη στιγμή που οι γείτονες «Αργεντινή» και Βραζιλία παρέπαιαν οικονομικά. Ο Χοσέ Μουχίκα κάθε άλλο παρά τυπικό δείγμα πολιτικού μπορεί να χαρακτηριστεί. Όχι μόνο λόγω πολιτικής πορείας αλλά και λόγω πολιτικού «τέλους». Για εκείνον το φυσικό τέλος της βουλευτικής διαδρομής δεν σηματοδότησε η λήξη της θητείας του (που έληγε το 2020) αλλά η εξάντληση των δυνάμεων και της θέλησης που θα περιόριζαν την επάρκειά του. Αυτό από μόνο του συνιστά, αν όχι κάτι πρωτοφανές, σίγουρα σπάνιο για πολιτικό – τουλάχιστον, όπως έχει παγιωθεί στη συνείδηση των περισσότερων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...