Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η Μουσική στον εικοστό αιώνα αποτύπωσε όλες τις μεταβαλλόμενες, ρευστές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων. Αποτύπωσε την έλλειψη μεταφυσικής στέγασης, την αλλοτρίωση, την εντατικοποίηση των ρυθμών ζωής. Αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αρμονίες και εξερεύνησε νέα μονοπάτια έκφρασης, πολύ συχνά συνεργαζόμενη με το θέατρο, τον κινηματογράφο και τον χορό.
“Θα ήταν αδιανόητο”, είπε ο Άρνολντ Σένμπεργκ (1874-1951), “να τα βάζουμε με τους ήρωες που κάνουν τολμηρές πτήσεις πάνω από τον ωκεανό ή φτάνουν στον Βόρειο Πόλο, γιατί τα επιτεύγματά τους είναι αποδεκτά από όλους. Όμως οι περισσότεροι τα βάζουν με όσους εξερευνούν τις περιοχές του πνεύματος τις πιο δυσπρόσιτες… Ποτέ η Νέα Μουσική δεν θα είναι ευχάριστη στο αυτί με το πρώτο άκουσμα!” Ο Άρνολντ Σένμπεργκ είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ανανέωση που έφερε από μορφολογικής κι εκφραστικής πλευράς, στη γερμανική ρομαντική μουσική παράδοση, η οποία είχε σημαδευτεί έντονα από το έργο των Γιοχάνες Μπραμς και Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Σένμπεργκ ωστόσο θεωρείται η επέκταση των ορίων της τονικότητας και κυρίως, η εισαγωγή της ατονικότητας. Είναι διάσημος για την θεμελίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, μιας μεθόδου με ευρύτατη επίδραση στην Σύγχρονη κλασική μουσική. Η μέθοδος αυτή αφορά στον χειρισμό ταξινομημένων σειρών από φθόγγους της χρωματικής δωδεκαφθογγικής κλίμακας, γι' αυτό και θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της σειραϊκής μουσικής. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ επεξεργάστηκε επίσης τον όρο εξελικτική ποικιλία, καθώς υπήρξε ο πρώτος συνθέτης ο οποίος εφάρμοσε τρόπους επεξεργασίας των μουσικών μοτίβων χωρίς την κυριαρχία μιας κεντρικής μελωδικής ιδέας. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ υπήρξε επίσης ζωγράφος και σημαντικότατος θεωρητικός της μουσικής, ενώ επίσης τεράστια υπήρξε η επίδρασή του στη διδασκαλία της σύνθεσης. Αν και ο ίδιος δεν είχε κάποιον επίσημο δάσκαλο, πλην του φίλου του κι αργότερα συγγενή του Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ, ο οποίος τον βοηθούσε στη μελέτη της σύνθεσης, ο Άρνολντ Σένμπεργκ είχε μια αξιόλογη σειρά από μαθητές, μεταξύ των οποίων ο Άλμπαν Μπεργκ, ο Άντον Βέμπερν, ο Τζων Κέιτζ, ο Λου Χάρισον και ο Ντέιβιντ Βαν Βακτορ. Πολλές από τις πρακτικές του Άρνολντ Σένμπεργκ, συμπεριλαμβανομένης της μορφοποίησης της συνθετικής μεθόδου και τη συνήθειάς του να προσκαλεί το κοινό μέσω των έργων του, ώστε να προσεγγίζουν τη μουσική αναλυτικά, απηχούν την αβάν-γκαρντ μουσική σκέψη των αρχών του 20ού αιώνα. Οι πολεμικές του απόψεις σε σχέση με ζητήματα της ιστορίας της μουσικής και της αισθητικής υπήρξαν κρίσιμα για τη διαμόρφωση του έργου πολλών σημαντικών μουσικολόγων και μουσικοκριτικών, συμπεριλαμβανομένων των Τέοντορ Αντόρνο, Τσαρλς Ρόουζεν και Καρλ Νταλχάους. Το αρχειακό υλικό του Άρνολντ Σένμπεργκ έχει συγκεντρωθεί και βρίσκεται στο Κέντρο Άρνολντ Σένμπεργκ στη Βιέννη.
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971)ήταν σημαντικός μουσικός συνθέτης του 20ού αιώνα. Το πολύπλευρο έργο του και οι παραδοξότητες ορισμένων εκφραστικών επιλογών του, προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις στον κόσμο της λόγιας σύγχρονης μουσικής. Οι σκληρές διαφωνίες και αρμονικές ελευθερίες, οι πιο ιδιόρρυθμοι συνδυασμοί ορχηστρικών χρωμάτων, εξωτικών κλιμάκων, πολυτονικότητας και πολυρυθμίας, μελωδικών στιλ και ρυθμών, όλα χρησιμοποιούνται στη μουσική του με ένα ιδιότυπο και ανήσυχο ύφος, αλλά πάντα στο πλαίσιο της τονικής μουσικής. Μόνο στα τελευταία έργα του ακολουθεί τη δωδεκάφθογγη τεχνική. Προσπαθούσε σε κάθε νέο του έργο να πει κάτι καινούριο και πρωτότυπο και να μην επαναλάβει τον εαυτό του όπως αυτός υπήρξε σε προηγούμενα έργα. Το στιλ του είναι πολύ καθαρό και η τέχνη του μπορεί να θεωρηθεί ότι «ανακεφαλαιώνει» όλα τα στιλ που προηγούνται από αυτόν, παραμένοντας βέβαια άρτια κατασκευασμένη. Το συνθετικό του έργο περιλαμβάνει όπερες, χοροδράματα με πιο γνωστά την Ιεροτελεστία της Άνοιξης, τον Πετρούσκα και Το Πουλί της Φωτιάς, κομμάτια για ορχήστρα, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, τραγούδια και κομμάτια για φωνή και ορχήστρα.
Ο Τζωρτζ Γκέρσουιν (1898-1937)ήταν Αμερικανός συνθέτης, τραγουδοποιός και πιανίστας, δημιουργός πολλών έργων για το μουσικό θέατρο και τον κινηματογράφο και με σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της τζαζ στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1920. Στις σημαντικότερες συνθέσεις του ανήκουν το κλασικό έργο για ορχήστρα και πιάνο Rhapsody in Blue και η φολκ όπερα Porgy and Bess, η πρώτη αμερικανική όπερα που εκτελέστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου. Συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους και πιο επιτυχημένους Αμερικανούς συνθέτες όλων των εποχών, που συνδύασε τις τεχνικές και τις φόρμες του κλασικού τραγουδιού με το είδος της τζαζ, ενώ παράλληλα το ύφος του σημαδεύτηκε από πρωτότυπες μετατροπίες και περίπλοκους ρυθμούς. Κύριος συνεργάτης του και στιχουργός πολλών συνθέσεών του υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν. Γόνος Ρώσων μεταναστών, εβραϊκής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1890, ο Γκέρσουιν πέθανε πρόωρα σε ηλικία 38 ετών, κληροδοτώντας πολλά τραγούδια που ανήκουν πλέον στο κλασικό τζαζ ρεπερτόριο, ηχογραφημένα σε πολυάριθμες εκτελέσεις και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους. Μετά το θάνατό του, οι ορχηστρικές συνθέσεις του επανεκτελέστηκαν περισσότερες φορές από τα έργα οποιουδήποτε Αμερικανού συνθέτη.
Ο Ντιουκ Έλλινγκτον (1899-1974)ήταν Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας της τζαζ μουσικής. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Στα τέλη του 1917 σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke's Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση. Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες από τις καλύτερες συνθέσεις του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρόλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει. Το 1962 ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν και τον Τσαρλς Μίνγκους.
Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975)ήταν Ρώσος συνθέτης της Σοβιετικής περιόδου. Η ζωή του σημαδεύθηκε από μια σύνθετη και αντιφατική σχέση με το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο δυο φορές αποκήρυξε τη μουσική του, το 1936 και το 1948, και κατά καιρούς απαγόρευε έργα του. Ταυτόχρονα, υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του και παρέλαβε πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις και κρατικά βραβεία, ενώ επίσης θήτευσε στο «Ανώτατο Σοβιέτ». Για την αποφοίτησή του από το Ωδείο (1925) συνέθεσε την 1η συμφωνία. Μετά την αποφοίτησή του αρχικά επιδόθηκε σε μια διπλή σταδιοδρομία κλασικού πιανίστα και συνθέτη, αλλά το στεγνό πιανιστικό στυλ του (το οποίο φαίνεται και στις ηχογραφήσεις του με δικά του έργα και αποδίδεται σε εξελισσόμενη προοδευτικά πάθηση των χεριών του) συχνά αποδοκιμαζόταν. Παρόλα αυτά, κέρδισε «τιμητική μνεία» στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου της Βαρσοβίας το 1927. Μετά τον διαγωνισμό ο Σοστακόβιτς συνάντησε τον μαέστρο Μπρούνο Βάλτερ, ο οποίος ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την Πρώτη Συμφωνία του συνθέτη, που την διηύθυνε στην πρεμιέρα του στο Βερολίνο αργότερα εκείνη τη χρονιά.
Από εκεί και στο εξής ο Σοστακόβιτς αφοσιώθηκε στη σύνθεση και σύντομα περιόρισε τις εμφανίσεις του, κυρίως σε εκτελέσεις δικών του έργων. Το 1927 έγραψε τη Δεύτερη Συμφωνία του (με υπότιτλο: Στον Οκτώβρη), έπειτα από παραγγελία για τις εκδηλώσεις εορτασμού της δέκατης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Καθώς έγραφε το έργο αυτό, παράλληλα ξεκίνησε την όπερα Η μύτη, η οποία βασιζόταν στην ομώνυμη ιστορία του Γκόγκολ. Ύστερα από μια αρχική περίοδο στο πνεύμα της «πρωτοπορίας», ο Σοστακόβιτς έγραψε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο φαίνεται μεταξύ άλλων και η έντονη επιρροή του Μάλερ. Συνδυάζει στοιχεία ρομαντισμού (δηλαδή στοιχεία πάθους και τραγικότητας) με ατονική γραφή και με περιστασιακή χρήση στοιχείων της σειραϊκής μουσικής -αν και γενικά εντάσσεται στην παράδοση της τονικής μουσικής. Συχνά η μουσική του περιέχει οξείες αντιθέσεις και έντονο το στοιχείο του γκροτέσκου, της ειρωνείας και του σαρκασμού. Θεωρείται ότι τα μεγαλύτερα έργα του είναι οι 15 συμφωνίες του και τα 15 κουαρτέτα εγχόρδων. Το έργο του επίσης περιλαμβάνει όπερες, 6 κοντσέρτα (για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο) και πολλή κινηματογραφική μουσική. Η απάντηση στην απαξίωσή του από τη σοβιετική λογοκρισία ήταν η 5η Συμφωνία του 1937, η οποία συνθετικά ήταν συντηρητικότερη από τα προηγούμενα έργα του και δεν διέθετε ανοιχτά πολιτικό περιεχόμενο. Έργο επικό και με αντιστοιχίες προς την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Η μουσική του Σοστακόβιτς αποκαλύπτει την επίδραση πολλών από τους συνθέτες που θαύμαζε: του Μπαχ στις φούγκες και τις πασσακάλιες (passacaglia), του Μπετόβεν στα τελευταία κουαρτέτα, του Μάλερ στις συμφωνίες και του Μπεργκ στη χρήση μουσικών κωδίκων. Από τους Ρώσους συνθέτες εκτιμούσε κυρίως τον Μοντέστ Μουσόργκσκι.
Τα έργα «μουσικής δωματίου» τού επέτρεπαν να πειραματίζεται και να εκφράζει ιδέες οι οποίες δεν θα γίνονταν αποδεκτές στα περισσότερο δημόσιου χαρακτήρα συμφωνικά κομμάτια του. Τον Σεπτέμβριο του 1937, άρχισε να διδάσκει σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας, το οποίο τού παρείχε κάποια οικονομική ασφάλεια αλλά παρεμβαλλόταν στην προσωπική του δημιουργική δουλειά. Το 1941 παραλαμβάνει το Βραβείο Στάλιν για το Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα. Στα χρόνια μετά το 1936 τα συμφωνικά έργα του Σοστακόβιτς ήταν συντηρητικότερα, χωρίς εμφανές πολιτικό περιεχόμενο. Την ίδια περίοδο όμως, στράφηκε και στα έργα δωματίου, «ένα πεδίο όπου θα μπορούσε να συνθέσει με την μεγαλύτερη σοβαρότητα και την λιγότερη εξωτερική πίεση». Παρ’ όλο που και αυτά είναι κυρίως τονικά, έδιναν στον Σοστακόβιτς διέξοδο για το σκοτεινό περιεχόμενο που δεν ήταν ευπρόσδεκτο στα πιο δημόσια έργα του. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στα τελευταία έργα δωματίου, σε πολλά από τα οποία χρησιμοποίησε και τεχνικές του σειραϊσμού. Τα έργα για φωνή είναι επίσης κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις τελευταίες συνθέσεις του, συχνά με κείμενα που αναφέρονται στον έρωτα, τον θάνατο και την τέχνη.
Ο Τζων Κέιτζ (1912-1992)ήταν πειραματιστής συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής, φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός καλλιτέχνης, χαράκτης, καθώς και ερασιτέχνης μελετητής και συλλέκτης μανιταριών. Ήταν πρωτεργάτης του αλεατορισμού (μουσική του τυχαίου), της ηλεκτρονικής μουσικής και της αντισυμβατικής χρήσης μουσικών οργάνων. Ήταν μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής αβάν-γκαρντ. Οι κριτικοί τον έχουν αναγορεύσει ως έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Επίσης είχε ουσιώδη συμβολή στην ανάπτυξη του μοντέρνου χορού, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον χορογράφο Μέρς Κάνιγχαμ.
Ο Κέιτζ είναι περισσότερο γνωστός για την σύνθεση του "4'33"" το 1952, το οποίο εκτελείται χωρίς να παιχτεί ούτε μια νότα. Το περιεχόμενο της σύνθεσης αυτής σκοπεύει να εκληφθεί ως οι ήχοι του περιβάλλοντος που ακούν οι ακροατές καθώς αυτό παίζεται, παρά ως 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα σιωπής. Το κομμάτι αυτό υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες συνθέσεις του 20ου αιώνα. Μια άλλη διάσημη δημιουργία του Κέιτζ είναι το "prepared piano" (προετοιμασμένο πιάνο -ένα πιάνο του οποίου ο ήχος μεταβάλεται τοποθετώντας χρηστικά αντικείμενα στις χορδές του), για το οποίο έγραψε έναν αριθμό χορευτικών έργων και μερικές συνθέσεις, με πιο γνωστή από αυτές τα "Sonatas and Interludes"
Ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν (1913-1976)ήταν Άγγλος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και πιανίστας. Η φήμη του ως συνθέτη καθιερώθηκε με τα χορωδιακά του έργα, που περιλαμβάνουν τον «Ύμνο στην Αγία Καικιλία» και το «Rejoice in the Lamb», καθώς και με το Πολεμικό ρέκβιεμ και την όπερα Peter Grimes. Άφησε ένα μεγάλο συνθετικό έργο που καλύπτει τα περισσότερα είδη (ορχηστρικά, χορωδιακά, τραγούδια, μουσική για τον κινηματογράφο κλπ), ενώ έγραψε και μουσική για παιδιά. Σε ένδειξη τιμής, ο Εσθονός συνθέτης Άρβο Περτ του αφιέρωσε μετά θάνατον το περίφημο Cantus in memoriam Benjamin Britten. Σημείο-σταθμός στη ζωή του Μπρίτεν αποτέλεσε η συνάντησή του με τον τενόρο Πήτερ Πήαρς το 1937.
Η όπερα "Peter Grimes" αποτέλεσε την πρώτη από μια σειρά επιτυχιών. Ακολούθησαν οι "Billy Budd" (1951), "Το Στρίψιμο της Βίδας" (1954) και η σαιξπηρική του όπερα "Όνειρο Θερινής Νυκτός" (1960). Κοινό σημείο αυτών των έργων αποτελεί ο χαρακτήρας του "παρία", ενός ανθρώπου κοινωνικά εξόριστου και παρεξηγημένου, κάτι που είναι εμφανές ακόμη και στην κωμική του όπερα "Albert Herring" του 1947. Στη δεκαετία του 1960 ο Μπρίτεν συνδέεται φιλικά με τον Ρώσσο τσελίστα Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και γράφει γι'αυτόν τις "Σουίτες για Βιολοντσέλο", τη "Σονάτα για τσέλο" και τη "Συμφωνία για τσέλο".
Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε και τα έργα του αντανακλούν ακριβώς αυτό. Είναι η εποχή που γράφει την όπερα "Owen Wingrave" (1970), τον περίφημο "Θάνατο στη Βενετία" (1971–1973), τη "Σουίτα πάνω σε Παραδοσιακές Αγγλικές Μελωδίες A Time There Was" (1974), τη δραματική καντάτα "Φαίδρα" (1975) και το "Τρίτο Κουαρτέτο Εγχόρδων" (1975).
Ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν (1918-1990) ήταν Αμερικανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, πιανίστας και μουσικός παιδαγωγός. Η φοίτηση του Bernstein στο Harvard σημαδεύτηκε από πολλά σημαντικά γεγονότα αλλά και από την σπουδαία τύχη να γνωρίσει μεγάλες μουσικές προσωπικότητες. Από τους καθηγητές του ξεχωρίζουν οι Edward Burlingame Hill, Arthur Tillman Merritt και Walter Piston. Την εποχή εκείνη επίσης συνάντησε και συνδέθηκε φιλικά με τον Δημήτρη Μητρόπουλο (ο οποίος έμελλε να γίνει εκτός από δια βίου φίλος, μέντορας και ίσως ο πιο σημαντικός δάσκαλός του στη σύνθεση, παρόλο που τα μαθήματά τους ήταν εντελώς «άτυπα».
Μετά την αποφοίτησή του από το Harvard, ο Bernstein έγινε δεκτός στο Curtis Institute, όπου σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας με τον Fritz Reiner και πιάνο με την Isabella Vengerova. Ωστόσο η μετριοπαθής κινησιολογία του Reiner δεν τον επηρέασε καθόλου. Το καλοκαίρι του 1940 παρακολουθεί το Berkshire Music Festival στο Tanglewood, όπου μελετά διεύθυνση ορχήστρας με τον Serge Koussevitzky, ο οποίος επίσης υπήρξε ένας από τους μέντορές του. Μετά την αποφοίτησή του από το Curtis το 1941, ο Bernstein διαθέτει πλέον γερές βάσεις στη διεύθυνση ορχήστρας και είναι ένα εξαιρετικός πιανίστας. Τον επόμενο χρόνο ολοκληρώνει την 1η του Συμφωνία («Jeremiah»), ένα έργο πραγματικά εντυπωσιακό για τα δεδομένα ενός νέου συνθέτη. Η καλύτερη θέση που πήρε ο Bernstein ήταν εκείνη του βοηθού μαέστρου στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, τον Αύγουστο του 1943. Μέσα σε ενάμισι χρόνο από την πρόσληψή του, ο Bernstein είχε γίνει ήδη διάσημος τόσο ως συνθέτης όσο και ως μαέστρο. Στις 14 Νοεμβρίου του 1943 αντικαθιστά στο πόντιουμ την τελευταία στιγμή τον Bruno Walter (λόγω ασθενείας) σε μια συναυλία που επρόκειτο να αναμεταδοθεί σε ολόκληρη την Αμερική κι έκτοτε η ζωή του δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Το 1949 παρουσιάζεται η 2η Συμφωνία του ("The Age of Anxiety", βασισμένη σε ένα ποίημα του W.H. Auden) η οποία αποτυπώνει απόλυτα και τη συνθετική πλέον ωριμότητα του Bernstein. Ο Bernstein ολοκλήρωσε τη συνεισφορά του στην παραστατική μουσική τη δεκαετία του '50 με τα κορυφαία επιτεύγματά του Candide (1956) και West Side Story (1957). Για τα δύο αυτά έργα δούλεψε ταυτόχρονα και οι πρεμιέρες τους πραγματοποιήθηκαν με διαφορά 9 μηνών.
Ο Πιερ Μπουλέζ (1925- 2016)ήταν Γάλλος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και συγγραφέας, από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας μεταπολεμικής μουσικής σκηνής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως μουσικός διευθυντής της θεατρικής εταιρείας «Ρενό-Μπαρό» (Renaud-Barrault) στο Παρίσι. Ως νεαρός συνθέτης, στη δεκαετία του 1950, έγινε γρήγορα ηγετική φυσιογνωμία στην πρωτοποριακή (avant-garde) μουσική, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του αποκαλούμενου καθολικού σειραϊσμού και αλεατορισμού. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, ήταν σκαπανέας του δομικού ηλεκτρονικού μετασχηματισμού (electronic transformation) της μουσικής σε πραγματικό χρόνο. Η τάση που είχε να αναθεωρεί προηγούμενες συνθέσεις του σήμαινε ότι, το σύνολο των έργων του ήταν σχετικά μικρό, αλλά περιελάμβανε κομμάτια που, πολλοί θεωρούσαν, ως ορόσημα για τη μουσική του 20ού αιώνα, όπως Το Σφυρί Χωρίς Αφέντη, Πτυχή προς Πτυχή και Απάντηση (ή Αντίφωνα). Παράλληλα με τις δραστηριότητές του ως συνθέτης, ο Μπουλέζ έγινε ένας από τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς της γενιάς του. Σε μια καριέρα που διήρκεσε πάνω από εξήντα χρόνια κατείχε τις θέσεις του Διευθυντή της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC, του Μουσικού Διευθυντή του «Εnsemble Intercontemporain» και του Διευθύνοντος Προσκεκλημένου Αρχιμουσικού της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου και της Ορχήστρας του Κλίβελαντ. Έκανε συχνές εμφανίσεις, ως προσκεκλημένος, με πολλές άλλες μεγάλες ορχήστρες του κόσμου, όπως τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τις εκτελέσεις έργων συνθετών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Ντεμπισί, Ραβέλ, Στραβίνσκι και Μπάρτοκ και της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, καθώς και έργων συγχρόνων του, όπως των Λίγκετι, Μπέριο και Κάρτερ. Το έργο του στην όπερα περιελάμβανε τη διεύθυνση του Jahrhundertrin - την παραγωγή του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν του Βάγκνερ για την εκατονταετηρίδα του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ - και την παγκόσμια πρεμιέρα τρίπρακτης εκδοχής της όπερας Λούλου του Μπεργκ. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις και τιμήθηκε με 26 βραβεία Γκράμι. Ίδρυσε μια σειρά μουσικών ιδρυμάτων στο Παρίσι, όπως το «Domaine musical», το «Ινστιτούτο Έρευνας και Συντονισμού για την Ακουστική/Μουσική» (IRCAM, ΙΕΣΑΜ), το «Εnsemble Intercontemporain», το «Cité de la Musique» («Πόλη της Μουσικής»), καθώς και την «Ακαδημία Φεστιβάλ της Λουκέρνης» στην Ελβετία.
Ο Φίλιπ Γκλας (γεν. 1937)είναι Αμερικανός μουσικός και συνθέτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και γνωστότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, καθώς επίσης και ως ο ιδρυτής του κινήματος του μινιμαλισμού στη μουσική, με μεγάλη επίδραση στον χώρο του. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του κλασικιστή, πράγμα που αποδίδει στις κλασικές σπουδές του στη μουσική. Ο Γκλας πρωτοήρθε σε επαφή με τη μουσική στο μαγαζί του πατέρα του. Ο Μπεν Γκλας, ο πατέρας του Φίλιπ Γκλας, ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού καταστήματος με την επωνυμία General Radio, στο οποίο πωλούσε μουσικούς δίσκους και επισκεύαζε ραδιόφωνα. Κάθε φορά που κάποιος δίσκος δεν πήγαινε καλά από πλευράς πωλήσεων, ο Μπεν τον έπαιρνε στο σπίτι του, τον άκουγε μαζί με τα τρία παιδιά του και προσπαθούσε να καταλάβει ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους συνέβαινε αυτό. Επηρεασμένος από ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο το μουσικό στοιχείο είχε έντονο ρόλο, ο Γκλας ξεκίνησε να κάνει μαθήματα μουσικής από μικρός. Σε ηλικία 6 ετών έμαθε να παίζει βιολί, και σε ηλικία 8 χρονών ξεκίνησε μαθήματα για φλάουτο. Αφού παρακολούθησε μαθήματα στο Ινστιτούτο Πίμποντι της Βαλτιμόρης, ο Γκλας γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου σε ηλικία 15 ετών, από όπου και αποφοίτησε με πτυχίο στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Μετά την αποφοίτησή του σε ηλικία 19 ετών, ήταν αποφασισμένος να γίνει συνθέτης. Για το λόγο αυτό μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Τζούλιαρντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...