Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ, μέρος 2ο- ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1848- Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ

Αυστροουγγαρία: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΨΒΟΥΡΓΩΝ
Ο Ιωσήφ Β΄ (Βιέννη 13 Μαρτίου 1741 - 20 Φεβρουαρίου 1790), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας από τον κλάδο της Λωρραίνης του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους μαζί με την μητέρα του Μαρία Θηρεσία στο διάστημα 1765 - 1780, και μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο της μητέρας του στο διάστημα 1780 - 1790. Όπως και η μητέρα του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πεφωτισμένης μοναρχίας στην Ευρώπη μαζί με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και τον Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αλλά οι τεράστιες για την εποχή του μεταρρυθμίσεις που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει, τελικά δεν υλοποιήθηκαν, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσαν, αλλά και λόγω της κλονισμένης του υγείας πολλά χρόνια πριν τον θάνατο του. Τον Οκτώβριο του 1760 νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα της Πάρμας, η οποία πέθανε σύντομα (1763), ενώ το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, η Μαρία Θηρεσία, πέθανε το 1767. Στη συνέχεια (1765) παντρεύτηκε τη Μαρία Ιωσηφίνα, αλλά και αυτή πέθανε σύντομα (1767) από ευλογιά, οπότε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ απογοητευμένος αποφάσισε να μην ξαναπαντρευτεί.
Ο Ιωσήφ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο δικαιότερο σύστημα φορολόγησης να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία στην Βιέννη πλήττοντας τους τοπικούς γαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα να συναντήσει από αυτούς σκληρές αντιδράσεις. Ξέσπασαν επαναστάσεις στο Βέλγιο και την Ολλανδία, εξαιτίας της προσπάθειας του να μειώσει την εξουσία των τοπικών κυβερνήσεων, ενώ προσπάθησε να αλλάξει τα έθιμα των τοπικών κοινωνιών, συναντώντας αντιδράσεις ακόμα και από τον αγροτικό κόσμο. Ειδικότερα η απόφαση του να πλήξει τις μεγάλες περιουσίες των γαιοκτημόνων, χωρίς να τις παραχωρήσει στους ακτήμονες, συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από τους πρώτους χωρίς να βρει υποστήριξη από τους δεύτερους. Ιδιαίτερα στην Ουγγαρία υπήρχαν 40.000 ευγενείς που αντέδρασαν σκληρά, γιατί είδαν να πλήττεται η προσωπική τους περιουσία. Στο θέμα της εκπαίδευσης προσπάθησε να καταργήσει την επίσημη τότε λατινική γλώσσα, επιβάλλοντας τα Γερμανικά που ήταν άγνωστα σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, καθιέρωσε υποχρεωτική την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έδωσε πολλές υποτροφίες σε άπορους φοιτητές. Σημαντικότερη μεταρρύθμισή του ήταν η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής (1787) η οποία επανήλθε τελικά το 1795. Στο θέμα της υγείας κατασκεύασε μεγάλο νοσοκομείο στην Βιέννη αποδυναμώνοντας πάλι τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες.
Ο Ιωσήφ Β, που είχε χαμηλή θρησκευτική συνείδηση, προσπάθησε να περιορίσει την ισχυρή ως τότε επιρροή της Ρώμης στα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Επιχείρησε να ελέγξει ο ίδιος την εκλογή των ιερέων και επισκόπων, σπάζοντας τους ισχυρότατους δεσμούς που είχαν ως τότε με τον πάπα, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις. Οι κληρικοί έπρεπε να δίνουν πλέον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα αντί για τον πάπα, με αποτέλεσμα 700 μοναστήρια να κλείσουν και ο αριθμός των μοναχών να μειωθεί από 65.000 σε 27.000. Έδειξε μεγάλη θρησκευτική ανοχή σε όλες τις μη Καθολικές θρησκευτικές μειονότητες, δίνοντας περίπου ίδια προνόμια στους διαμαρτυρόμενους και τους Εβραίους. Ο πάπας Πίος ΣΤ΄, αρκετά ενοχλημένος από την στάση του, τον ανάγκασε να πληρώσει σε μια επίσκεψη του τον Ιούλιο του 1782. Η εξωτερική του πολιτική ήταν ο περισσότερο αποτυχημένος τομέας του. Μεγαλομανής, ήθελε απροετοίμαστος χωρίς ισχυρό στρατό να εμπλακεί σε πολέμους για να κάνει την δική του αυτοκρατορία ισχυρότερη στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα ήταν να αποκρουσθεί δύο φορές από τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας (1778, 1785), που είχε τον ισχυρότερο στρατό εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια ήρθε σε πόλεμο με τους Τούρκους στα Βαλκάνια (1787 - 1791) για να κερδίσει την συμπαράσταση της Ρωσίας. Τελικά ενώθηκε με τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων, αλλά ακολούθησαν νέες στρατιωτικές αποτυχίες στο Βελιγράδι, που έδειξαν τη μεγάλη ανικανότητα του Ιωσήφ στον στρατιωτικό τομέα. Επέστρεψε στην Βιέννη με βαριά επιδεινωμένη υγεία (1789), και από τότε βρισκόταν μέχρι τον θάνατο του σε κωματώδη κατάσταση. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Λεοπόλδος Β΄.
Ο Λεοπόλδος Β΄ (5 Μαΐου 1747 - 1 Μαρτίου 1792), τρίτος γιος του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ήταν αρχιδούκας της Αυστρίας και μέγας δούκας της Τοσκάνης (1765 - 1790), Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Ουγγαρίας (1790 - 1792), θεωρούμενος πρότυπο της πεφωτισμένης απολυταρχίας. Ως νέος προοριζόταν για θεολογικές σπουδές, κάτι που τον έστρεψε αργότερα κατά της εκκλησίας. Με τον θάνατο του δεύτερου αδελφού του Καρόλου (1761) ορίστηκε ο ίδιος διάδοχος στο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του Φραγκίσκο Α΄ στις 18 Αυγούστου 1765.
Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που χρημάτισε δούκας της Φλωρεντίας αναμόρφωσε πλήρως το Δουκάτο, κατάργησε τους αυστηρούς περιορισμούς που είχαν τεθεί στη βιομηχανία και στην ατομική ιδιοκτησία από τον Οίκο των Μεδίκων και είχαν διατηρηθεί από τον πατέρα του. Εισήγαγε νέο σύστημα δικαιότερο για την φορολογία, από τα έσοδα του οποίου εκτέλεσε μεγάλα δημόσια έργα. Παρόλα αυτά ήταν αντιπαθής στον Ιταλικό λαό λόγω της φιλαργυρίας του. Δεν μπόρεσε όμως να ελέγξει την εκκλησιαστική περιουσία και οι προσπάθειες του στο θέμα αυτό τον έφεραν σε σύγκρουση με τον πάπα.
Η σημαντικότερη αναμόρφωσή του έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1786, όταν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία κατάργησε με νόμο την θανατική ποινή και τα βασανιστήρια. Παραχώρησε Σύνταγμα στους πολίτες, που είχε πολλές ομοιότητες με αυτό της Βιρτζίνια (1778), βασισμένο στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και στον διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα αυτό δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, γιατί ο Λεοπόλδος μετακινήθηκε στην Βιέννη (3 Μαρτίου 1790), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, αλλά και διότι ήταν πολύ προοδευτικό για την εποχή του και συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Έκανε και άλλες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, καθιέρωσε υποχρεωτικό το εμβόλιο για την ευλογιά, ενώ απαγόρευσε κάθε μορφή βασανιστηρίων στους ψυχικά ασθενείς, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα πολλά νοσοκομεία για την περίθαλψή τους. Τα τελευταία χρόνια είχε πολλές συναντήσεις με τον μεγαλύτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, που ήταν βέβαιο ότι θα τον διαδεχόταν σύντομα, επειδή ήταν άτεκνος και έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ενώ ήταν αρκετά αγαπημένοι, αρνήθηκε τη συμβασιλεία μαζί του γιατί δεν ήθελε να έχει φθορά από την αντιδημοτικότητά του.
Μια από τις πρώτες ενέργειές του ως αυτοκράτορα ήταν η εκστρατεία του στο Βέλγιο, που είχε ανεξαρτητοποιηθεί προσωρινά τα τελευταία χρόνια βασιλείας του αδελφού του, και το προσάρτησε ξανά στην αυτοκρατορία. Αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα από τη Δύση με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, στη χώρα όπου βασίλευε η ίδια η αδελφή του Μαρία Αντουανέτα, η οποία είχε φυλακιστεί και κινδύνευε άμεσα η ζωή της. Στα ανατολικά τον απασχόλησαν οι φιλοδοξίες της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης που εκμεταλλεύτηκε τις αναταραχές για να προσαρτήσει την Πρωσία. Η αδελφή του ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ο Λεοπόλδος, που δεν είχε τις διαπραγματευτικές ικανότητες της μητέρας του, προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από την Αγγλία. Αναφέρεται μάλιστα η βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στον Γάλλο πρίγκηπα Κάρολο. Ο Λεοπόλδος συνέχισε τις διαπραγματεύσεις του για να βρει συμμάχους για επέμβαση στη Γαλλία, μετά την αποτυχία με Αγγλία, Ρωσία, και συναντήθηκε με τον βασιλιά της Πρωσίας στις 25 Αυγούστου 1791, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δήλωσε υπακοή στο νέο Σύνταγμα. Πέθανε αιφνίδια στην Βιέννη τον Μάρτιο του 1792. Με τη σύζυγο του Μαρία Λουίζα της Ισπανίας είχε 13 παιδιά μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του Φραγκίσκος Β΄.
Ο Φραγκίσκος Β΄ (Φλωρεντία 12 Φεβρουαρίου 1768 - 2 Μαρτίου 1835) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1792 - 6 Αυγούστου 1806), αφού, μετά την ήττα του από τον Μέγα Ναπολέοντα στη Μάχη του Αούστερλιτς, κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Το 1806 ίδρυσε την Αυστριακή Αυτοκρατορία, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας ως Φραγκίσκος Α΄ (1806 - 1835), ενώ είναι ο μοναδικός στην ιστορία που είχε τον τίτλο του διπλού αυτοκράτορα (1804 - 1806) Γερμανίας και Αυστρίας. Είχε επίσης τον τίτλο των βασιλέων της Ουγγαρίας- Κροατίας - Σλοβενίας και του πρώτου προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδίας (1815). Ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄ και της Μαρίας Λουίζας της Ισπανίας, κόρης του βασιλιά Καρόλου Γ΄ της Ισπανίας, και γεννήθηκε στην Τοσκάνη, όπου ο πατέρας του Λεοπόλδος ήταν μέγας δούκας (1765 - 1790). Είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία με λαμπρές σπουδές στην Βιέννη, αφού προοριζόταν από τον πατέρα του και τον άτεκνο θείο του Ιωσήφ ως μελλοντικός αυτοκράτορας. Εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο τον θείο του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β με μεγάλη αυστηρότητα και πειθαρχία.
Με τον θάνατο του άτεκνου θείου του Ιωσήφ Β (1790) ο πατέρας του Λεοπόλδος Β έγινε αυτοκράτορας και ο ίδιος ο Φραγκίσκος διάδοχος του θρόνου. Με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Λεοπόλδου στις 1 Μαρτίου 1792 έγινε ο ίδιος ο Φραγκίσκος αυτοκράτορας σε ηλικία 24 ετών, πολύ νωρίτερα απ' ότι περίμενε. Βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με τις απειλές του Ναπολέοντα για ελευθερία και ισότητα και είχε ιδιαίτερες σχέσεις φόβου με την Γαλλία, αφού η θεία του, Μαρία Αντουανέτα, αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα από τους Γάλλους επαναστάτες.
Οδήγησε την χώρα του σε τρεις Συνασπισμούς (Γ το 1805, Δ το 1806 και Ε το 1809) εναντίον του Ναπολέοντα, όπου γνώρισε διαδοχικές ήττες. Μετά την τελική ήττα στην μάχη του Αούστερλιτς συνάντησε τον ίδιο τον Ναπολέοντα τον Δεκέμβριο του 1805. Το 1809 γνώρισε νέα ήττα από τον Ναπολέοντα στο Βάγκραμ, οπότε αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί του δίνοντας του την κόρη του Μαρία Λουίζα ως σύζυγο, και παρέμεινε υποτελής της γαλλικής αυτοκρατορίας ενώ οι πόλεμοι του με τον Ναπολέοντα εξασθένησαν σημαντικά την Αυστρία.
Το 1813 η Αυστρία ηγήθηκε στον ΣΤ Συνασπισμό κατά του Ναπολέοντα μαζί με τις Βρετανία, Ρωσία, Πρωσία και Σουηδία και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οριστική ήττα του Ναπολέοντα στη Λειψία. Αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα να δημιουργήσει με τον καγκελάριο Μέτερνιχ την Ιερά Συμμαχία (1815), στην οποία συμμετείχαν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας, ενώ έκαναν μυστική συμφωνία για την επαναφορά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ΄ στον θρόνο της Γαλλίας. Διέθετε εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων στην αυτοκρατορία του και την καλύτερη αστυνομία της εποχής του. Αν και απολυταρχικός, ήταν ένας ανοιχτός μονάρχης προσπελάσιμος στον λαό. Αναφέρεται και σαν άριστος οικογενειάρχης με αγαπημένη οικογένεια, καθώς με την δεύτερη σύζυγο του Μαρία Θηρεσία της Νάπολης και της Σικελίας απέκτησαν επτά παιδιά. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδος Α.
Αλλά ας δούμε τι συνέβαινε στη Γαλλία στα μέσα του 19ου αιώνα: με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, το Παρίσι του 1848 εξακολουθεί να είναι το Παρίσι του Παλαιού Καθεστώτος, με τα παλιά σπίτια και τα στενά δρομάκια. Η πόλη περιβάλλεται από το τείχος των Φοροεισπρακτόρων και από 52 πύλες διοδίων. Ένα είδος συνόρων μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της πόλης, που θα ξαναχαραχθούν με τραγικό τρόπο κατά την διάρκεια των Ημερών του Ιουνίου του 1848, από τη γραμμή μάχης, η οποία, από το βουλεβάρτο Rochechouart μέχρι το σημερινό βουλεβάρτο του Port Royal, θα διασχίσει την λεωφόρο Poissonnière, την οδό Saint-Denis, θα περάσει μέσα από το Île de la Cité και θα ανηφορίσει την οδό Σαιν Ζακ. Αν και αυτά τα σύνορα δεν είναι τόσο αυστηρά περιχαρακωμένα (οι λαϊκές γειτονιές που απλώνονται προς τα Ανατολικά, επεκτείνονται μέχρι το Καρτιέ Λατέν, το Δημαρχείο, το Λούβρο ή το Παλάτι του Κεραμεικού), εν τούτοις η διαφοροποίηση είναι σαφής ανάμεσα στις "προνομιούχες" (ή ανώτερες) τάξεις και το " λαϊκό Παρίσι". Η εργατιά είναι πολύ σημαντική στην πρωτεύουσα. Αν και παρέχει ένα μεγάλο μέρος της Eθνικής Φρουράς, της απαγορεύεται το δικαίωμα ψήφου λόγω φορολογικής υποτέλειας. Στο Παρίσι του 1848, οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες (σκληρή και επίπονη εργασία, εξαθλίωση, ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενισχύει την εγκληματικότητα). Η μεγάλη βιομηχανία έχει εκτοπιστεί στα χωριά περιφερειακά του Παρισιού, στην Βιλλέτ και την Μπατινιόλ. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται σε εργαστήρια που κατασκευάζουν είδη πολυτελείας (τα μισά από τα 64.000 εργαστήρια απασχολούν 1 ή 2 άτομα (τον ιδιοκτήτη μόνο του ή με ένα μόνο εργαζόμενο). Οι ειδικότητες είναι πολύ διαφορετικές (περισσότερα από 325 επαγγέλματα καταγεγραμμένα) όπου κυριαρχεί ο τομέας της ένδυσης (90.000 εργαζόμενοι) και της οικοδομής (41.000).
Ακόμη και μετά τις Τρεις Ένδοξες μέρες του 1830 (Les Trois Glorieuses - Ιουνιανή Εξέγερση) , που οδήγησαν στην αλλαγή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία, οι αντιπαλότητες εντείνονται, παράλληλα με τις επιδημίες χολέρας, την πείνα, την οικονομική κρίση, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την διαμάχη σχετικά με τα θρησκευτικά σχολεία. Τα επεισόδια εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην πρωτεύουσα απ'ότι στις επαρχίες, γεγονός που στη συνέχεια θα οδηγήσει ξανά στα οδοφράγματα. Στις 23 Ιουνίου 1848, οι κάτοικοι του Παρισιού εξεγέρθηκαν, γεγονός που έγινε γνωστό ως Εξέγερση του Ιουνίου - μια αιματηρή αλλά ανεπιτυχής εξέγερση από τους εργάτες του Παρισιού εναντίον μιας συντηρητικής στροφής στην πορεία της Δημοκρατίας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1848, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης εξελέγη πρόεδρος της Δεύτερης Δημοκρατίας, σε μεγάλο βαθμό με την υποστήριξη των αγροτών. Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα ανέστειλε την εκλεγμένη εθνοσυνέλευση, ιδρύοντας την Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1870. Ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας θα συνέχιζε ως ο τελευταίος Γάλλος μονάρχης. Η "επανάσταση του Φλεβάρη" καθιέρωσε την αρχή του «δικαιώματος στην εργασία» (droit au travail), και η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση δημιούργησε τα «Εθνικά Εργαστήρια" για ανέργους. Την ίδια στιγμή ένα είδος βιομηχανικού κοινοβούλιου ιδρύθηκε στο Παλάτι του Λουξεμβούργου, υπό την προεδρία του Λουί Μπλαν, με αντικείμενο την προετοιμασία ενός σχεδίου για την οργάνωση της εργασίας. Αυτές οι εντάσεις μεταξύ φιλελεύθερων Ορλεανιστών και Ριζοσπαστών Ρεπουμπλικάνων και Σοσιαλιστών οδήγησε στην Ιουνιανή Εξέγερση.
Η κινητοποίηση στη Γαλλία του 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο έντονος εθνικισμός. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στον λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκλιση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.
Το επαναστατικό πνεύμα επηρεάζει σαφώς και την Ιταλία. Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.

Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.




Το 1848 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της Ευρώπης. Φανέρωσε ακόμη μια φορά την προϊούσα παρακμή του «παλαιού καθεστώτος», το οποίο έμειναν να στηρίζουν, από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, η Αυστρία και η Ρωσία. Η παρισινή επανάσταση των εργατών και τεχνιτών το 1848 ανέτρεψε το φιλελεύθερο καθεστώς του Λουδοβίκου Φιλίππου, για να βρεθεί αντιμέτωπη με τον στρατό και με έναν νέο Βοναπάρτη, τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Γ', ο οποίος υποσχόταν στους Γάλλους τις δόξες ενός παρελθόντος, που είχαν ωστόσο περάσει ανεπιστρεπτί.
Στην Ουγγαρία ο Μαγυάρος πατριώτης Κοσούτ (Lajos Kossuth, 1802-1894) ζήτησε Σύνταγμα για τη χώρα του και καταδίκασε την αψβουργική απολυταρχία. Τον Απρίλιο του 1849 ο Κοσούτ ονομάστηκε κυβερνήτης της νεοσύστατης Δημοκρατίας. Οι επαναστατικές δυνάμεις όμως ηττήθηκαν από τον ρωσικό στρατό, που παρενέβη, για να βοηθήσει τους Αυστριακούς. Ο Κοσούτ κατέφυγε στο εξωτερικό, όπου συνέχισε να προωθεί την ιδέα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του έως τον θάνατο του.
Τα αιτήματα των Μαγυάρων πατριωτών προκάλεσαν ευρύτερη αναταραχή στην αυτοκρατορία, ιδίως δε στη Βιέννη, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και φοιτητών από το ένα μέρος και της αστυνομίας από το άλλο. Θύμα των ταραχών στην πρωτεύουσα υπήρξε ο κατ' εξοχήν αρχιτέκτονας της αψβουργικής απολυταρχίας, ο Μέτερνιχ, ο οποίος αποπέμφθηκε από την εξουσία, για να κατευναστούν τα πνεύματα.
Η αποπομπή του Μέτερνιχ ωστόσο ενθάρρυνε τους ηγέτες των εθνικών κινημάτων της αυτοκρατορίας να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Οι Μαγυάροι ανακήρυξαν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ισοδυναμούσαν με καθεστώς αυτονομίας, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι Τσέχοι, με ηγέτη τον εθνικό ιστοριογράφο Πάλατσκυ (Francis Palacky, 1798-1876), στη Βοημία.
Σε εθνικό γερμανικό επίπεδο οι συνταγματικοί θεσμοί προβλήθηκαν στην περίφημη Συνέλευση της Φρανκφούρτης τον Μάρτιο του 1848. Εκεί συγκεντρώθηκε το άνθος της γερμανικής λογιοσύνης, για να συντάξει τον καταστατικό χάρτη της ενωμένης Γερμανίας. Η φιλελεύθερη επανάσταση οδηγήθηκε όμως σταδιακά σε ναυάγιο, κυρίως επειδή αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την πανίσχυρη, τότε, πρωσική απολυταρχία.
Η Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης κατά την Επανάσταση του 1848. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' στήριζε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης, επηρεασμένος από το πολιτικό κλίμα της εποχής, αλλά αρνήθηκε το στέμμα της ενωμένης Γερμανίας.
Την ίδια κατάληξη είχαν και τα φιλελεύθερα και εθνικά κινήματα των υποτελών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Οι έριδες μεταξύ των Μαγυάρων, των Τσέχων, των Ρουμάνων, των Κροατών και των Σέρβων της αυτοκρατορίας διευκόλυναν τη δυναμική επέμβαση των Αυστριακών και την καταστολή των επαναστάσεων.
Με την Επανάσταση του 1848 στο Παρίσι συνδέθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες στοχαστές, ο Κάρολος Μαρξ, ο Γερμανός διανοούμενος και ακτιβιστής της κοινωνικής ανατροπής. Σ' ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα της εποχής, το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" (1848), ο Μαρξ υποστήριξε, απευθυνόμενος προς τους εργάτες, ότι «η ιστορία κάθε κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων»: «ελεύθεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, αφέντες και δουλοπάροικοι, βρίσκονταν πάντοτε μεταξύ τους αντιμέτωποι». Σε αντίθεση προς άλλους σοσιαλιστές της εποχής, όπως ο Βρετανός Ρόμπερτ Όουεν, ο οποίος υποστήριζε την αγαστή συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και των εργατών, ο Μαρξ πρέσβευε την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος από τους εργάτες, τους οποίους θεωρούσε ως την πιο προοδευτική τάξη, προορισμένη να ανατρέψει τον Καπιταλισμό και να επιτύχει την κοινωνική επανάσταση και την κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Ο Καρλ Μαρξ αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των τελευταίων αιώνων που κατάφερε να επηρεάσει την διανόηση του 19ου αιώνα στον τομέα της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας της οικονομίας αλλά και της ιστορίας. Η εργατική τάξη της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής χρωστάει πολλά στον ίδιο αλλά και στο πνευματικό έργο του. Με αρωγό το κριτικό του μάτι ο Καρλ Μαρξ διαπίστωσε ότι ολόκληρη η Ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε ιστορία ταξικών αγώνων. Η κοινωνίες ανέκαθεν χωρίζονταν σε τάξεις κυρίαρχες και κυριαρχούμενες. Κεντρικός άξονας που περιστρέφεται όλο το έργο του Καρλ Μαρξ είναι η βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία της κάθε εποχής είναι η οικονομική παραγωγή και κατά συνέπεια η διάρθρωση της κοινωνίας που απορρέει απ’ αυτήν. Στην παρούσα εργασία αναφερόμαστε στην πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση όπου διαμορφώθηκε και επικράτησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην οικονομία και κατ’ επέκταση στις εργαζόμενες τάξεις όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι σοσιαλιστικές θεωρίες. Επίσης θα αναφερθούμε στο βασικό περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας, την θεωρία της πάλης των τάξεων και την επαναστατική διαδικασία, μέσω της οποίας η κοινωνία θα γίνει αταξική. .
Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της.
Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες.
Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο.
Η επανάσταση στις ιταλικές χώρες κατά της αυστριακής κυριαρχίας κυρίως, αλλά με κύριο αίτημα την ενοποίηση των Ιταλών σε ενιαίο εθνικό κράτος, σημείωσε στην αρχή του 1848 εντυπωσιακή επιτυχία, σύντομα όμως εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Όταν άρχισε ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας των Ιταλών το 1859, η Ιταλία ήταν ακόμη -κατά την προσφιλή έκφραση του Μέτερνιχ- μια «γεωγραφική έκφραση», κατακερματισμένη σε πλήθος κρατών. Την ενοποίηση προωθούσαν οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, καθώς και οι έμποροι και άλλοι εκπρόσωποι των Ιταλών αστών, που επιδίωκαν την κατάργηση των κρατικών συνόρων και των δασμολογικών και άλλων νομικών φραγμών στις ιταλικές χώρες. Η αποτυχία μιας πανιταλικής επανάστασης, όπως αυτή που οραματίζονταν ο Ιταλός φιλελεύθερος στοχαστής Ματσίνι και άλλοι πατριώτες και που απέτυχε το 1848, έστρεψε στη συνέχεια πολλούς Ιταλούς προς το Πεδεμόντιο. Εκεί ένας ικανός φιλελεύθερος ηγέτης, ο Καβούρ, κατόρθωσε σε μικρό χρονικό διάστημα να εκσυγχρονίσει το μικρό βασίλειο του ιταλικού Βορρά και να το καταστήσει πρωταγωνιστή των ιταλικών πραγμάτων, ταυτόχρονα δε να το προβάλει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ως χώρα σεβαστή σε φίλους και σε αντιπάλους.
Τον Οκτώβριο του 1859 τα νοτιοϊταλικά κράτη ζήτησαν με δημοψήφισμα να ενωθούν με το Πεδεμόντιο. Τον Φεβρουάριο του 1860 συνήλθε στο Τορίνο, πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου, η πρώτη εθνοσυνέλευση της ενωμένης Ιταλίας, η οποία ανακήρυξε βασιλιά της χώρας τον Βίκτορα Εμμανουήλ Β'. Το 1866 οι διάδοχοι του Καβούρ, ακολουθώντας την πολιτική του, προσάρτησαν τη Βενετία, συμμαχώντας με την Πρωσία, ενώ το 1871 προσάρτησαν και τη Ρώμη, κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-1871). Τον Ιούλιο του 1871 η Ρώμη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ενωμένου ιταλικού κράτους. Ο πίνακας από κάτω απεικονίζει αλληγορικά την προσάρτηση της Ρώμης στο Ιταλικό Βασίλειο. Μια γυναίκα με παραδοσιακή φορεσιά της Ρώμης ρίχνει τη θετική της ψήφο κάτω από την προτομή του Βίκτορος Εμμανουήλ Β'.
ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΣ:


Το γαλλικό 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκληση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι, που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.



Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.



Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση. Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας. Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.


Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870) Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.



Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.





ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ (ένα μάθημα κατανόησης της νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας λίγο πριν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.

Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Κισλεϊθανία (Cisleithania, οι «εντεύθεν του ποταμού Λάιτα χώρες», δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ.Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπρνο και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.

Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.

Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.

(στο μάθημα θα σχολιάσουμε τη σταδιακή διαμόρφωση του αντισημιτισμού στη γερμανική κουλτούρα)
Ανάλογη πορεία ακολούθησε και το Γερμανικό Ζήτημα, με καταλύτη την Πρωσία, το πιο σύγχρονο και ισχυρό γερμανικό κράτος. Στην Πρωσία της δυναστείας των Χοχεντσόλερν (Hohenzollem) η γαιοκτητική αριστοκρατία των Γιούγκερς (Junkers), που ήλεγχε τον στρατό, και η φιλελεύθερη αστική τάξη, που ήλεγχε το κοινοβούλιο, συγκρούονταν σε πολλά ζητήματα, ιδίως στο ζήτημα της αύξησης της δύναμης του στρατού που προωθούσε ο νέος βασιλιάς της χώρας από το 1861, ο Γουλιέλμος Α' (1861-1871, αυτοκράτορας της Γερμανίας, 1871-1888), και που υπονόμευε το κοινοβούλιο. Τη χώρα έβγαλε από το αδιέξοδο ο νέος καγκελάριος, ο Βίσμαρκ, ο οποίος κατηύθυνε τις τύχες της Πρωσίας και στη συνέχεια της Γερμανίας (εν πολλοίς δε και της Ευρώπης) επί τρεις σχεδόν δεκαετίες. Ο Βίσμαρκ, στην επιδίωξή του να ενώσει τη Γερμανία υπό το σκήπτρο της Πρωσίας, είχε να αντιμετωπίσει τρεις αντιπάλους: α) τους φιλελεύθερους της Πρωσίας, β) την Αυστρία και γ) τη Γαλλία. Τους φιλελεύθερους αφόπλισε με σειρά μεταρρυθμίσεων κοινωνικού χαρακτήρα. Η Αυστρία αποδείχτηκε ευκολότερος αντίπαλος- ο αυστροπρωσικός πόλεμος του 1866 διήρκεσε επτά εβδομάδες και τερματίστηκε με την ολοκληρωτική ήττα της γερασμένης πολυεθνικής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Με τη Συνθήκη της Πράγας (23 Αυγούστου 1866) η Αυστρία αποδέχτηκε τον αποκλεισμό της από τα γερμανικά πράγματα. Ένα έτος αργότερα, το 1867, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων κατέστη δυαδική μοναρχία, όταν οι Μαγυάροι επιδίωξαν και πέτυχαν αναβάθμιση του ρόλου τους στην αυτοκρατορία.
Όπως ήταν φυσικό, οι επιτυχίες της Πρωσίας ανησύχησαν τη Γαλλία του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, που μάταια προσπάθησε να προσεταιριστεί την Αυστρία. Στην αυστρογαλλική σύμπραξη αντιδρούσαν οι Μαγυάροι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα πρόσφατα κέρδη τους. Η κήρυξη του πολέμου από τη Γαλλία εναντίον της Πρωσίας, στις 19 Ιουλίου 1870, κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα των γαλλικών δυνάμεων στη μάχη του Σεντάν (Sedan), κοντά στα γαλλοβελγικά σύνορα, την 1η Σεπτεμβρίου 1870. Την επομένη ο Ναπολέων υπέγραψε συνθηκολόγηση, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε επανάσταση στο Παρίσι και τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία ανακήρυξε τη Γ' Γαλλική Δημοκρατία πάνω στα ερείπια της Β' Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Το επαναστατημένο και πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι παραδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1871. Δέκα ημέρες πριν ο Γουλιέλμος της Πρωσίας είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας της Γερμανίας στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπου υπογράφηκε και η προσωρινή συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών στις 26 Φεβρουαρίου. Με την τελική Συνθήκη Ειρήνης της Φρανκφούρτης (10 Μαΐου 1871) η Γαλλία εκχώρησε στη Γερμανία τις δύο ανατολικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λορραίνης (βλ. χάρτη από κάτω) και κατέβαλε υψηλή πολεμική αποζημίωση. Οι εξελίξεις αυτές στην καρδιά της Ευρώπης αποτελούν σταθμό μείζονος σημασίας στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...