Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ (ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ)

Ο Ρενέ Ντεκάρτ (Γαλλικά: René Descartes προφέρεται: [ʁəˈne deˈkaʁt], 31 Μαρτίου 1596 – Στοκχόλμη, 11 Φεβρουαρίου 1650), πολύ γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Καρτέσιος, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών. Το πορτραίτο είναι του Franz Hals. Προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του, όμως, έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα.
Για τον Rene Descartes η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης στηρίζεται σε πεποιθήσεις που τίποτε απολύτως δεν μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο τέλος της διαδικασίας, αυτές για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε. Ο Ντεκάρτ πιστεύει πως οι βασικές μας ιδέες, αυτές που αποτελούν παραστάσεις των ουσιωδών χαρακτηριστικών των υλικών και των πνευματικών όντων, έχουν εμφυτευθεί στον νου μας από τον Θεό. Τις έμφυτες αυτές ιδέες τις συλλαμβάνουμε ενορατικά (διαισθητικά) και άμεσα, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κάποια συλλογιστική διαδικασία. Ακόμη και το “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” δεν χρειάζεται το συμπερασματικό “άρα”, εφόσον προβάλλεται στον νου μας με άμεση βεβαιότητα και δεν αποτελεί συμπέρασμα μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ντεκάρτ επιχειρεί να αξιοποιήσει την απόλυτη (αλλά πολύ περιορισμένη) αυτή βεβαιότητα και πάνω της να οικοδομήσει τη γνώση του πραγματικού κόσμου μελετάται και ερμηνεύεται από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα.
1. Ο Καρτέσιος δεν εμπιστευόταν τα δεδομένα που προκύπτουν από την αισθητηριακή παρατήρηση. Θεωρούσε ότι είναι δυνατό να είναι απατηλά [πχ παραισθήσεις- όνειρα]. Δεν ήταν βέβαια σκεπτικιστής με την αυστηρή πλήρως αγνωστικιστική έννοια. Είχε ως στόχο να ανατρέψει τη θολή εμπειρική φυσιοκρατία της αναγέννησης και να αποκαθάρει την επιστημονική μέθοδο.
2. Ο συλλογισμός του: αμφιβάλλω για τα πάντα εκτός από την ύπαρξη μου καθώς είμαι ένα ον που σκέπτεται [cogito] . Η πιο καθαρή ιδέα που μπορώ να σκεφτώ στη συνέχεια, είναι αυτή του Θεού που ως παντοδύναμος δημιουργός και εγγυητής με προικίζει με μια λογική ικανότητα [ φυσικό φώς] η οποία είναι εξ’ ίσου μοιρασμένη χωρίς διάκριση σε όλο το ανθρώπινο είδος. Με αυτή την ικανότητα μπορώ να γνωρίσω τα δημιουργήματα Του και αυτόν τον ίδιο ως ένα όριο [Μπορώ να φτάσω στη γνώση της ύπαρξης Του όχι όμως και στην πλήρη κατανόηση της δράσης Του].
3. Βασικές οντολογικές παραδοχές: α. Η πραγματικότητα είναι διαζευκτικά χωρισμένη σε αδρανή ύλη – με βασικές ιδιότητες την έκταση και την, εξωτερικά προκαλούμενη, κίνηση, και πνεύμα με βασική ιδιότητα την νόηση. β. Τα υλικά κατηγορήματα που έχουν βέβαιη υπόσταση είναι μόνο όσα συνδέονται με έκταση και κίνηση και ποσοτικοποιούνται [πρωτεύουσες ποιότητες π.χ. βάρος, ύψος]. Όλα τα άλλα[ δευτερεύουσες ποιότητες, π.χ. χρώμα, γεύση κλπ] είναι ασαφή και εξαρτώνται από τον παρατηρητή γ. κάθε πράγμα έχει την αιτία του ή αποτελεί και αιτία κάποιου άλλου. Σε μια αιτιακή αλυσίδα για τη μελέτη ενός φαινομένου, τα πράγματα που συλλαμβάνονται ως περισσότερο καθαρές ιδέες, έχουν περισσότερη τυπική πραγματικότητα και αποτελούν αιτίες των λιγότερο πραγματικών. Καθολικό αίτιο των πάντων η πιο καθαρή ιδέα, Ο Θεός.
4. Η μεθοδολογία: – Παραγωγή νόμων με αφετηρία πρώτες αρχές – Ανάλυση και σύνθεση Για τον Καρτέσιο τα δεδομένα της εμπειρίας είναι μια αφετηρία αλλά εγγενώς επισφαλής και αμφισβητήσιμη. Με τις ειδικότερες μεθοδολογικές προτάσεις επιχειρείται η αποκάθαρση της από τα ασαφή στοχεία – δευτερεύουσες ποιότητες και η ανάδειξη σε κάθε φαινόμενο των ουσιαστικών στοιχείων που θα οδηγήσουν στην εξήγηση του Ανάλυση: από τα ασαφή και σύμπλοκα εμπειρικά δεδομένα η σκέψη προχωρά σταδιακά σε όλο και ειδικότερα, απλούστερα και σαφέστερα στοιχεία στα οποία κυριαρχούν τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά που ποσοτικοποιούνται, φθάνοντας σε μια όσο το δυνατό πληρέστερη αποκωδικοποίηση του προς μελέτη τμήματος της πραγματικότητας. Σύνθεση : Με βάση υποθέσεις του ερευνητή που έχουν προκύψει από συνδυασμό των δεδομένων της ανάλυσης και των οντολογικών αρχών του, συνδυάζονται τα στοιχεία που προκύπτουν από την ανάλυση, αναδεικνύονται οι κρυμμένες αιτίες των φαινομένων της πραγματικότητας αυτής. Εδώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέθοδοι που χρησιμοποίησε και ο Bacon, όπως η συμφωνία, η διαφορά, η συνακόλουθη παραλλαγή. Επίσης μπορεί να προκύψει ρόλος και για το πείραμα για να επιλεγεί η περίσταση του δείκτη κατεύθυνσης που θα αναδείξει την πληρέστερη εξήγηση. Τα μαθηματικά, και μάλιστα η αναλυτική γεωμετρία της οποίας υπήρξε ο θεμελιωτής, είναι όχι απλά εργαλείο για τη συγκρότηση των επιχειρημάτων, αλλά δομικό χαρακτηριστικό τους ώστε να είναι έγκυρα. Με τα επιχειρήματα αυτά επιδίωκε λιγότερο την απόδειξη ενός γεγονότος και περισσότερο την εξήγηση του. Σκοπός του ήταν να δείξει ότι αν υπέθετε κανείς πως το εξεταζόμενο ισχύει, το σύστημα του ήταν σε θέση να δώσει την εξήγηση .
5. Για τον Καρτέσιο οι νόμοι προκύπτουν ως γενικό αποτέλεσμα ενός παραγωγικού συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται σε ακλόνητες αναμφισβήτητες οντολογικές αρχές. Έχουν τόσο πιο μεγάλη ισχύ όσο μεγαλύτερη καθαρότητα έχουν οι ιδέες που συνιστούν αιτίες των φαινομένων που εξηγούν οι νόμοι αυτοί. Και όπως είπαμε προηγούμενα η πιο καθολική καθαρή ιδέα αιτίου είναι ο ίδιος ο Θεός, εγγυητής της αλήθειας όλων των νόμων. 6. Οι εμπειρικές παρατηρήσεις και τα πειράματα, όσο μπορούμε να τα εμπιστευόμαστε, προσδιορίζουν απλά συνθήκες και δυνατότητες επιβεβαίωσης επιμέρους υποθέσεων εφαρμογής των γενικών νόμων σε διάφορες περιστάσεις. το Καρτεσιανό σύστημα έχουμε μια σειρά παραγωγικών συλλογισμών στους οποίους αφετηρία και τέρμα είναι η ενόραση των καθαρών ιδεών. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί, γενικεύσεις που προκύπτουν από πειράματα, έχουν στόχο απλά να δειχθούν οι εναλλακτικοί τρόποι δράσης του Θεού για την παραγωγή της πραγματικότητας και τα αποτελέσματα τους. 7. Με αφετηρία αυτές τις οντολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες, ο Καρτέσιος πρότεινε ένα μηχανιστικό σύστημα κοσμικής κίνησης με δίνες που βασίζεται στην έλλειψη κενού χώρου, καθώς η έκταση ταυτίζεται με την ύλη, και στη διατήρηση της ποσότητας κίνησης, όπως αρχικά την έχει προσδιορίσει ο Δημιουργός. Θεωρεί πως η ύλη είναι εγγενώς αδρανής και όταν ήδη κινείται, συνεχίζει με ευθύγραμμη ομαλή κίνηση αν δεν δέχεται εξωτερικές επιδράσεις [ πρώτη διατύπωση αρχής αδράνειας με ομαλή κίνηση την ευθύγραμμη] . 8. Βλέπουμε λοιπόν ότι η διαφορά του Βαcon από τον Descartes, δεν είναι τόσο στην δομή του επιχειρήματος, αν και ο πρώτος υποτιμά το ρόλο των μαθηματικών στην διαμόρφωση του, όσο στην οντολογική αφετηρία, η οποία για τον πρώτο βρίσκεται μόνο στα εμπειρικά δεδομένα, ενώ για τον δεύτερο στις καθαρές ιδέες του νου. Ακόμη, στον Bacon δεν υπάρχει σαφής διάκριση πρωτογενών και δευτερογενών ποιοτήτων. 9 Μια κριτική αποτίμηση: Θεμελίωσε το μηχανιστικό κοσμοείδωλο, διαχωρίζοντας το τμήμα της πραγματικότητας που μπορεί να έχει πρόσβαση ο ανθρώπινος νους, από αυτόν τον ίδιο. Η μεθοδολογία του αποσκοπούσε στην πλήρη υλοποίηση της πεποίθησης του πως αυτή η πρόσβαση μπορεί να είναι ολοκληρωτική καθορίζοντας με αυστηρότητα το πεδίο και τα βήματα εξερεύνησης του. Από την άλλη, η προσήλωση του σε δόγματα όπως η ποσοτικοποίηση, η έλλειψη κενού, η διχοτομική διαίρεση του είναι, προκάλεσε καίρια προβλήματα στο σύστημα του: οι δίνες στην κοσμολογία, η αδυναμία του να αντιληφθεί την δράση δυνάμεων από απόσταση όπως η βαρύτητα, και η μάλλον χονδροειδής λύση για την επικοινωνία ύλης –πνεύματος μέσα στο ανθρώπινο σώμα με όργανο την επίφυση αποτελούν μερικά από αυτά.
Τα Πάθη Της Ψυχής αποτελούν έργο προσδιοριστικό και θεμελιώδες για την κατάρτιση οποιουδήποτε, στο πεδίο της φιλοσοφίας και πιο ειδικά, στον καρτεσιανό λόγο και την καρτεσιανή επιστήμη. Το έργο αυτό ήταν το τελευταίο που δημοσίευσε ο Ντεκάρτ ενόσω ζούσε και ήταν εκείνο με το οποίο συγκροτήθηκε καταληκτικά η ηθικο-ψυχολογική του θεωρία, η οποία θα υποστήριζε πιο ειδικά την καρτεσιανή ολικότητα.
Στην προβληματική του Καρτέσιου αίρεται η εμπιστοσύνη προς τα συμπεράσματα της εμπειρίας. Για τον Γάλλο φιλόσοφο, η εμπειρία αδυνατεί να καταστεί θεμελιώδες εργαλείο κατανόησης της φύσης, καθώς η λειτουργία των αισθήσεων είναι συχνά παραπλανητική. Την θέση της, ως κριτήριο για την γνώση, καταλαμβάνει η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας. Αν και η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των αισθήσεων, γεννά αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο οι γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορούν να εξηγήσουν, μέσω της επιστήμης, οριστικά και αμετάκλητα την φυσική πραγματικότητα. Εντούτοις, ο Καρτέσιος διακατέχεται από την επιθυμία της προώθησης της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου, ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της συγκεκριμένης αμφιβολίας. Αναφορικά με τη δομή της πραγματικότητας, συνίσταται από φυσικά σώματα που φέρουν πρωταρχικές και δευτερογενείς ιδιότητες. Τις δεύτερες, αποτελούν όσες ιδιότητες γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, οπότε εξαρτώνται από τις αντιδράσεις των αισθητήριων οργάνων και συνεπώς έχουν υποκειμενική υπόσταση. Σε αντιδιαστολή, οι πρωταρχικές ιδιότητες των – εν κινήσει – σωμάτων, είναι ποσοτικά μετρήσιμες και γίνονται αντιληπτές μέσω του νου, ο οποίος έχει την ικανότητα να εισχωρεί στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας. Εξάλλου, η μοναδικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα έγκειται ακριβώς στην αυτοσυνειδησία του και στην ικανότητα να σκέφτεται και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται αυτή τη ικανότητα. Η διάνοια, είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει, και με τη λογική του μπορεί να φτάσει μέχρι τα θεμέλια του οντολογικού πυρήνα της πραγματικότητας και να κατακτήσει τον κόσμο. Όπως και για τον Γαλιλαίο, η λειτουργία της φύσης κατά τον Καρτέσιο είναι μηχανιστική, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εμφανές. Εδώ ακριβώς συνίσταται κι ο στόχος της επιστήμης. Στην ανάδειξη δηλαδή, της πραγματικής – αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων, μέσα από τον παραμερισμό των φαινομενικών παραμέτρων και των υποκειμενικών κρίσεων. Η επιστήμη οφείλει να παρουσιάσει την αληθινή υπόσταση των φυσικών όντων και να πετύχει μια πλατιά συναίνεση όλων των επιστημόνων, όσον αφορά τις θεμελιώδεις θεωρητικές αλήθειες του φυσικού κόσμου. Η χρήση του λογικού κι όχι των εμπειριών είναι το εργαλείο γι’ αυτή τη διαδικασία. Η καρτεσιανή μεθοδολογία, θεμελιώνεται στην αξιωματική μέθοδο ή μέθοδο της λογικής παραγωγής, η οποία είναι ενιαία για όλα τα πεδία της επιστημονικής έρευνας, ενώ πρότυπό της αποτελεί η λειτουργία του νου στη σφαίρα των μαθηματικών. Αφετηρία της επιστημονικής έρευνας, αποτελεί η νοητική σύλληψη των αξιωμάτων, δηλαδή αυταπόδεικτων αληθειών που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση (στο μέτρο που κάποιος δεν μπορεί να αποδείξει πως δεν ισχύουν) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη καθαρότητα και διακριτότητα απ’ όλες τις υπόλοιπες αλήθειες. Από τα αξιώματα προκύπτουν συνεπαγωγικά τα θεωρήματα, δηλαδή προτάσεις που συγκροτούν την επιστήμη ως πλήρες αληθειακό σύστημα. Κατά συνέπειαν, εφόσον τα αξιώματα υπάρχουν στη σφαίρα της νόησης και δεν αποτελούν συμπεράσματα της εμπειρίας, οι θεμελιώδεις αλήθειες των επιστημών προηγούνται της τελευταίας. Επιπλέον, βασικό συστατικό της μεθοδολογίας αποτελεί η ανάλυση, η οποία ακολουθεί την εξής διαδικασία: α) παραδοχή μόνο των αδιαμφισβητήτων και δεδομένων στοιχείων και αποφυγή υιοθέτησης αμφίβολων κρίσεων, β) διαίρεση των εξεταζόμενων ζητημάτων σε όσα τμήματα καθίσταται σωστό και αναγκαίο, γ) η εξέλιξη πορεύεται από τα απλούστερα και ευκολότερα ζητήματα στα πιο σύνθετα, και δ) επαλήθευση των δεδομένων, μέσω απαριθμήσεων και γενικών θεωρήσεων, ώστε να αποφευχθούν τυχόν παραλείψεις. Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καρτέσιο η επιστήμη είναι σε θέση να περιγράψει την φυσική πραγματικότητα, όχι επειδή η τελευταία είναι πρόθυμη να αποκαλύψει τα μυστικά της αν προσεγγίσουμε την εμπειρική αίσθηση όπως πίστευε ο Μπέϊκον, αλλά γιατί οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται μέσα στον ανθρώπινο νου κι εκείνο που χρειάζεται είναι αυτοσυγκέντρωση, ώστε να αναφανούν οι απόλυτα καθαρές αλήθειες. Η αντικειμενική περιγραφή των φυσικών πραγμάτων είναι το αιτούμενο από την επιστήμη κι αυτό προϋποθέτει τη χρήση της λογικής, αποκαθαρμένης από τις όποιες επιρροές της εμπειρίας. Ακόμα κι αυτή η ύπαρξη του Θεού αποτελεί ένα λογικό πρόβλημα, η επίλυση του οποίου δια της αξιωματικής μεθόδου, διασφαλίζει το ίδιο το κύρος της λογικής, όταν καταπιάνεται με ζητήματα όπως η οντολογική τάξη του σύμπαντος.
ΜΕΘΟΔΟΣ: Η εμπειρία αδυνατεί να καταστεί θεμελιώδες εργαλείο κατανόησης της φύσης, καθώς η λειτουργία των αισθήσεων είναι συχνά παραπλανητική. Την θέση της, ως κριτήριο για την γνώση, καταλαμβάνει η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας. Η καρτεσιανή μεθοδολογία, θεμελιώνεται στην αξιωματική μέθοδο ή μέθοδο της λογικής παραγωγής, η οποία είναι ενιαία για όλα τα πεδία της επιστημονικής έρευνας, ενώ πρότυπό της αποτελεί η λειτουργία του νου στη σφαίρα των μαθηματικών. Αφετηρία της επιστημονικής έρευνας, αποτελεί η νοητική σύλληψη των αξιωμάτων, δηλαδή αυταπόδεικτων αληθειών που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση (στο μέτρο που κάποιος δεν μπορεί να αποδείξει πως δεν ισχύουν) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη καθαρότητα και διακριτότητα απ’ όλες τις υπόλοιπες αλήθειες. Από τα αξιώματα προκύπτουν συνεπαγωγικά τα θεωρήματα, δηλαδή προτάσεις που συγκροτούν την επιστήμη ως πλήρες αληθειακό σύστημα. Κατά συνέπεια, εφόσον τα αξιώματα υπάρχουν στη σφαίρα της νόησης και δεν αποτελούν συμπεράσματα της εμπειρίας, οι θεμελιώδεις αλήθειες των επιστημών προηγούνται της εμπειρίας. Βασικό συστατικό της μεθοδολογίας αποτελεί η ανάλυση, η οποία ακολουθεί την εξής διαδικασία: α) παραδοχή μόνο των αδιαμφισβητήτων και δεδομένων στοιχείων και αποφυγή υιοθέτησης αμφίβολων κρίσεων, β) διαίρεση των εξεταζόμενων ζητημάτων σε όσα τμήματα καθίσταται σωστό και αναγκαίο, γ) η εξέλιξη πορεύεται από τα απλούστερα και ευκολότερα ζητήματα στα πιο σύνθετα, και δ) επαλήθευση των δεδομένων, μέσω απαριθμήσεων και γενικών θεωρήσεων, ώστε να αποφευχθούν τυχόν παραλείψεις. Το πείραμα έχει θέση στο μέτρο που χρησιμεύει: α) για να προσδώσει εκ των υστέρων εμπειρικό περιεχόμενο στη θεωρία, β) για την επιβεβαίωση μιας από τις δύο εναλλακτικές λογικές συνεπαγωγές που προκύπτουν από μια αρχική παραδοχή. Συνεπώς το πείραμα δικαιώνεται μόνο εάν επικυρώνει εκ των υστέρων τις ενοράσεις του επιστημονικού νου.
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ: COGITO ERGO SUM "ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ" COGITO ERGO SUM «ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ» Οι γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορούν να εξηγήσουν, μέσω της επιστήμης, οριστικά και αμετάκλητα την φυσική πραγματικότητα Η μοναδικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα έγκειται ακριβώς στην αυτοσυνειδησία του και στην ικανότητα να σκέφτεται και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται αυτή τη ικανότητα. Η διάνοια, είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει, και με τη λογική του μπορεί να φτάσει μέχρι τα θεμέλια του οντολογικού πυρήνα της πραγματικότητας και να κατακτήσει τον κόσμο. Η δομή της πραγματικότητας, συνίσταται από φυσικά σώματα που φέρουν πρωταρχικές και δευτερογενείς ιδιότητες. Τις δεύτερες, αποτελούν όσες ιδιότητες γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, οπότε εξαρτώνται από τις αντιδράσεις των αισθητήριων οργάνων και συνεπώς έχουν υποκειμενική υπόσταση. Σε αντιδιαστολή, οι πρωταρχικές ιδιότητες των – εν κινήσει – σωμάτων, είναι ποσοτικά μετρήσιμες και γίνονται αντιληπτές μέσω του νου, ο οποίος έχει την ικανότητα να εισχωρεί στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας. ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Η λειτουργία της φύσης κατά τον Καρτέσιο είναι μηχανιστική, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εμφανές. Εδώ ακριβώς συνίσταται κι ο στόχος της επιστήμης. Στην ανάδειξη δηλαδή, της πραγματικής – αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων, μέσα από τον παραμερισμό των φαινομενικών παραμέτρων και των υποκειμενικών κρίσεων. Η επιστήμη οφείλει να παρουσιάσει την αληθινή υπόσταση των φυσικών όντων και να πετύχει μια πλατιά συναίνεση όλων των επιστημόνων, όσον αφορά τις θεμελιώδεις θεωρητικές αλήθειες του φυσικού κόσμου. Η χρήση του λογικού κι όχι των εμπειριών είναι το εργαλείο γι’ αυτή τη διαδικασία.
Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Στην προβληματική του Καρτέσιου αίρεται η εμπιστοσύνη προς τα συμπεράσματα της εμπειρίας. Για τον Γάλλο φιλόσοφο, η εμπειρία αδυνατεί να καταστεί θεμελιώδες εργαλείο κατανόησης της φύσης, καθώς η λειτουργία των αισθήσεων είναι συχνά παραπλανητική. Την θέση της, ως κριτήριο για την γνώση, καταλαμβάνει η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας. Στο μέτρο που αμφισβητεί την εγκυρότητα των αισθήσεων, θεωρώντας μάλιστα πως γεννά αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο οι γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορούν να εξηγήσουν, μέσω της επιστήμης, οριστικά και αμετάκλητα την φυσική πραγματικότητα. Εντούτοις, ο Καρτέσιος διακατέχεται από την επιθυμία της προώθησης της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου, ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της συγκεκριμένης αμφιβολίας.
Η πραγματικότητα συνίσταται από φυσικά σώματα που φέρουν πρωταρχικές και δευτερογενείς ιδιότητες. Τις δεύτερες, αποτελούν όσες ιδιότητες γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, οπότε εξαρτώνται από τις αντιδράσεις των αισθητήριων οργάνων και συνεπώς έχουν υποκειμενική υπόσταση. Σε αντιδιαστολή, οι πρωταρχικές ιδιότητες των – εν κινήσει – σωμάτων, είναι ποσοτικά μετρήσιμες και γίνονται αντιληπτές μέσω του νου, ο οποίος έχει την ικανότητα να εισχωρεί στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας. Η μοναδικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα έγκειται ακριβώς στην αυτοσυνειδησία του και στην ικανότητα να σκέφτεται και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται αυτή τη ικανότητα. Η διάνοια, είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει, και με τη λογική του μπορεί να φτάσει μέχρι τα θεμέλια του οντολογικού πυρήνα της πραγματικότητας και να κατακτήσει τον κόσμο. Όπως και για τον Γαλιλαίο, η λειτουργία της φύσης κατά τον Καρτέσιο είναι μηχανιστική, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εμφανές. Εδώ ακριβώς συνίσταται κι ο στόχος της επιστήμης. Στην ανάδειξη δηλαδή, της πραγματικής – αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων, μέσα από τον παραμερισμό των φαινομενικών παραμέτρων και των υποκειμενικών κρίσεων. Η επιστήμη οφείλει να παρουσιάσει την αληθινή υπόσταση των φυσικών όντων και να πετύχει μια πλατιά συναίνεση όλων των επιστημόνων, όσον αφορά τις θεμελιώδεις θεωρητικές αλήθειες του φυσικού κόσμου. Η χρήση του λογικού κι όχι των εμπειριών είναι το εργαλείο γι’ αυτή τη διαδικασία.
Η καρτεσιανή μεθοδολογία, θεμελιώνεται στην αξιωματική μέθοδο ή μέθοδο της λογικής παραγωγής, η οποία είναι ενιαία για όλα τα πεδία της επιστημονικής έρευνας, ενώ πρότυπό της αποτελεί η λειτουργία του νου στη σφαίρα των μαθηματικών. Αφετηρία της επιστημονικής έρευνας, αποτελεί η νοητική σύλληψη των αξιωμάτων, δηλαδή αυταπόδεικτων αληθειών που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση (στο μέτρο που κάποιος δεν μπορεί να αποδείξει πως δεν ισχύουν) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη καθαρότητα και διακριτότητα απ’ όλες τις υπόλοιπες αλήθειες. Από τα αξιώματα προκύπτουν συνεπαγωγικά τα θεωρήματα, δηλαδή προτάσεις που συγκροτούν την επιστήμη ως πλήρες αληθειακό σύστημα. Κατά συνέπεια, εφόσον τα αξιώματα υπάρχουν στη σφαίρα της νόησης και δεν αποτελούν συμπεράσματα της εμπειρίας, οι θεμελιώδεις αλήθειες των επιστημών προηγούνται της τελευταίας. Βασικό συστατικό της μεθοδολογίας αποτελεί η ανάλυση, η οποία ακολουθεί την εξής διαδικασία: α) παραδοχή μόνο των αδιαμφισβητήτων και δεδομένων στοιχείων και αποφυγή υιοθέτησης αμφίβολων κρίσεων, β) διαίρεση των εξεταζόμενων ζητημάτων σε όσα τμήματα καθίσταται σωστό και αναγκαίο, γ) η εξέλιξη πορεύεται από τα απλούστερα και ευκολότερα ζητήματα στα πιο σύνθετα, και δ) επαλήθευση των δεδομένων, μέσω απαριθμήσεων και γενικών θεωρήσεων, ώστε να αποφευχθούν τυχόν παραλείψεις. Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καρτέσιο η επιστήμη είναι σε θέση να περιγράψει την φυσική πραγματικότητα, όχι επειδή η τελευταία είναι πρόθυμη να αποκαλύψει τα μυστικά της αν προσεγγίσουμε την εμπειρική αίσθηση όπως πίστευε ο Μπέϊκον, αλλά γιατί οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται μέσα στον ανθρώπινο νου κι εκείνο που χρειάζεται είναι αυτοσυγκέντρωση, ώστε να αναφανούν οι απόλυτα καθαρές αλήθειες. Η αντικειμενική περιγραφή των φυσικών πραγμάτων είναι το αιτούμενο από την επιστήμη κι αυτό προϋποθέτει τη χρήση της λογικής, αποκαθαρμένης από τις όποιες επιρροές της εμπειρίας. Ακόμα κι αυτή η ύπαρξη του Θεού αποτελεί ένα λογικό πρόβλημα, η επίλυση του οποίου δια της αξιωματικής μεθόδου, διασφαλίζει το ίδιο το κύρος της λογικής, όταν καταπιάνεται με ζητήματα όπως η οντολογική τάξη του σύμπαντος. Ο Καρτέσιος πίστευε ότι το πείραμα χρησιμεύει : για να προσδώσει εκ των υστέρων εμπειρικό περιεχόμενο στη θεωρία και για να επιβεβαιωθεί η μία ή η άλλη από δύο εναλλακτικές λογικές συνεπαγωγές.
COGITO H νόηση συμβάλει στην ανάδειξη σταθερότητας και βεβαιότητας. Για τον Ντεκάρτ υπάρχει διάκριση της νόησης σε ενόραση & απαγωγή. Τα μαθηματικά αποτελούν το μοντέλο πρότυπο της γνώσης, ενώ οι αισθήσεις & η φαντασία δίχως να χάνουν εντελώς την ισχύ τους δεν κατέχουν την ίδια δυνατότητα για βεβαιότητα της γνώσης. Η γνώση του εξωτερικού κόσμου εδράζεται στις ιδέες, οι οποίες εξάγονται από τη νόηση. Η νόηση, από τη μια γνωρίζει (ενορατικά) τον ίδιο τον εαυτό της, από την άλλη συμβάλει στη γνώση του αισθητού κόσμου. Ο άνθρωπος έχει «άμεση συνείδηση για ότι συμβαίνει μέσα του». Το μέσο για να κατακτήσει ο άνθρωπος τη βεβαιότητα είναι η ριζική αμφιβολία. Η αμφιβολία υπάρχει σε όλα τα επίπεδα τη σκέψης εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι λειτουργεί ως το μοναδικό στοιχείο βεβαιότητας, εφόσον γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι αμφιβάλουμε [ταυτολογία]. Η σκέψη, εκτός από την πράξη καθαυτή συμβάλλει και στη συνειδητοποίηση της ύπαρξης, αφού η δυνατότητα της σκέψης καταδεικνύει πως υπάρχω ως υποκείμενο. Η βεβαιότητα ακολουθεί τη διαδικασία της σκέψης. Ο Βασικός σκοπός του Καρτέσιου ήταν να αναβαθμίσει τη γνώση από την υποκειμενική σκοπιά του παρατηρητή, στην απόλυτη – καθολική και αντικειμενική μορφή της γνώσης του κόσμου. Η σιγουριά της πεποίθησης για την ύπαρξή μας είναι άμεση & ενορατική. Συνεπώς δεν χρειάζεται καμιά άλλη απόδειξη για να στηριχτεί, εφόσον αποτελεί καθαρή αλήθεια. Το αποδεικτικό μέσο για την σιγουριά της ύπαρξης διαδραματίζει η ίδια η αμφιβολία. Ακόμα και το σώμα δεν είναι απαραίτητο για την επαλήθευση της ύπαρξης, καθώς η σκέψη μας συγκροτεί την ακεραιότητα του είναι. Κατά συνέπεια, πρώτη έρχεται η γνώση του εαυτού και ακολουθεί η γνώση του εξωτερικού κόσμου. 1ος Μεθοδολογικός Κανόνας του Καρτέσιου: Αποδοχή μόνο των αναμφισβήτητων ιδεών. 2. Για την επίλυση των προβλημάτων χρειάζεται η κατάτμησή τους σε όσο το δυνατόν απλούστερα μέρη. 3. Πορεία από τις απλούστερες στις πιο σύνθετες ιδέες, υπό την σύνδεση μιας εσωτερικής τάξης. 4. Επανέλεγχος της πορείας σκέψης μας, ώστε να αποφεύγονται τυχόν παραλείψεις (35)
Ο ΘΕΟΣ & Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ Δυισμός μεταξύ πνεύματος (ψυχής) που δεν καταλαμβάνει έκταση & ύλης (σώματος) που το διακρίνει η ιδιότητα κατοχής έκτασης (χώρου). Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι σχεδόν αγεφύρωτο και το διακρίνει η δυσκολία επικοινωνίας Από την βεβαιότητα της ύπαρξης μου ως σκεπτόμενου όντος συνάγεται η έλλειψη της ανάγκης του εξωτερικού κόσμου και του σώματός μου για να θεμελιωθεί η ύπαρξή μου. Η νόηση αποτελεί τη γνώση του εξωτερικού κόσμου. Ωστόσο, ο Θεός αποτελεί το θεματοφύλακα (εγγυητή) της ορθότητας της σχέσης μεταξύ νόησης και πραγματικότητας. Η γνώση του κόσμου βρίσκεται σε συνάρτηση με τη βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού. Για την ύπαρξη του Θεού ο Ντεκάρτ προβαίνει σε οντολογική απόδειξη: Την ύπαρξη του τέλειου όντος αποδεικνύει η ύπαρξη της ιδέας του τέλειου όντος. Η έννοια της τελειότητας είναι έμφυτη και παραπέμπει σε ένα τέλειο ον. Δεν πηγάζει από τις αισθήσεις, εφόσον όλες οι εμπειρίες μας αποτελούν εμπειρίες πεπερασμένων όντων και συνεπώς είναι ατελείς. Άλλες έμφυτες ιδέες που δεν αποτελούν προϊόντα των αισθήσεων, αλλά ενυπάρχουν στο νου είναι, με στόχο την οργάνωση των δεδομένων των αισθήσεων: Η ιδέα της ύπαρξης Ο αριθμός Η διάρκεια Επίσης, υπάρχουν ιδέες που έχουν αναφορά στον υλικό κόσμο, όπως: Η έκταση Η μορφή Η κίνηση
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΥΛΗΣ –ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Από το δυισμό ύλης- πνεύματος γεννάται ο προβληματισμός του τρόπου της μεταξύ τους επικοινωνίας Η επικοινωνία μεταξύ των δίχως έκταση τμημάτων του πνεύματος με εκείνα των υλικών που καταλαμβάνουν έκταση, γίνεται μέσω ζωικών πνευμάτων που υπάρχουν στο αίμα και κατευθύνονται στην κοιλότητα του εγκεφάλου που ονομάζεται «κωνάριο». [Η θεωρία παρέμεινε ανεπιβεβαίωτη, λόγω αδυναμίας εντοπισμού του κωνάριου] Κατά τον Γκέλινγκς, τόσο το πνεύμα λόγω του ότι είναι πεπερασμένο, όσο και η ύλη επειδή είναι παθητική οντότητα δεν δύναται να αποτελούν αιτίες της κίνησης. Κατά συνέπεια, αιτία μπορεί να αποτελεί μονάχα η παρέμβαση του Θεού. Για τον Μαλμπράνς, η θεϊκή παρέμβαση εγγυάται τη σύνδεση μεταξύ εμπειρικής πραγματικότητας και ιδεών, καθώς απουσιάζει η ενότητα ψυχής & σώματος. Αν και φαινομενικά υπάρχει αιτιακή σχέση, στην πραγματικότητα αυτή απουσιάζει, και η βούληση για κίνηση αποτελεί την ευκαιρία ανάδειξης της θεϊκής παρέμβασης, η οποία εκφράζεται μέσω της κίνησης αυτής. Για τον Καρτέσιο, ο κόσμος του πνεύματος είναι αυτός της ελευθερίας, αλλά το σύμπαν (ως σύνολο των σωμάτων που καταλαμβάνουν έκταση), έχει μηχανιστική λειτουργία και χαρακτηρίζεται από «αδήριτους» φυσικούς νόμους. Για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων, προϋπόθεση αποτελεί η ανάδειξη των νόμων της κίνησης, ως απαραίτητων αρχών της φύσης συνολικά. Η βεβαιότητα της γνώσης του κόσμου επέρχεται μέσω της αναγωγής του σε μαθηματικές σχέσεις. Οι μαθηματικές σχέσεις αποτελούν σχέσεις μεταξύ γνωστών & άγνωστων ποσοτήτων υπό την προϋπόθεση ότι χαρακτηρίζονται από την ίδια φύση. Συνεπώς, δεν υπάρχει εμπόδιο ανάμεσα στις μαθηματικές σχέσεις και των εμπειρικών φαινομένων. Όπως επίσης δεν υπάρχει ασυνέχεια ή ποιοτική διαφοροποίηση μεταξύ φυσικής & γεωμετρίας. Για τον Ντεκάρτ, η γεωμετρία αποτελεί το μοντέλο που έχει γενικές αρχές και μέσω αυστηρής απαγωγικής μεθόδου προχωρά στο μερικό φαινόμενο της φύσης
Άλλοι ορθολογιστές, που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θεώρηση του Ντεκάρτ και να αποφύγουν τις παγίδες στις οποίες τον οδήγησε η υπερβολική μεθοδολογική του αμφιβολία, είναι ο Ολλανδός Μπαρούχ Σπινόζα (17ος αιώνας) και ο Γερμανός Γκότφριντ Λάιμπνιτς (17ος-18ος αιώνας).
Οι φιλόσοφοι αυτοί, μέσα από αποδείξεις εμπνευσμένες από τα Μαθηματικά και τη Γεωμετρία, ανέπτυξαν περίπλοκα μεταφυσικά συστήματα. Σύμφωνα μ’αυτούς, ο νους μας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της δομής της πραγματικότητας στηριζόμενος στη χρησιμοποίηση έμφυτων ιδεών και λογικών αρχών. Ο σημαντικότερος ίσως ορθολογιστής των νεότερων χρόνων είναι ο Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ότι ο ορθός λόγος τού επέτρεπε να κατανοήσει πλήρως και να προβλέψει την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
ΘΕΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΙΝ: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ.
“Αλλά τι είμαι λοιπόν; Σκεπτόμενο πράγμα. Τι είναι αυτό; Eίναι ένα πράγμα που αμφιβάλλει, νοεί, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, δε θέλει, φαντάζεται επίσης και αισθάνεται. [....] Η φύση επίσης διδάσκει, μέσω αυτών των αισθήσεων πόνου, δίψας κτλ., ότι δεν παρίσταμαι μονάχα στο σώμα μου, όπως παρίσταται ένας πλοηγός στο πλοίο, αλλά είμαι στενότατα συνδεδεμένος και οιονεί συγχωνευμένος με αυτό, έτσι ώστε να συνθέτω ένα ενιαίο όλο μαζί του. Αλλιώς, όταν πληγώνεται το σώμα, δε θα αισθανόμουν πόνο, εγώ που δεν είμαι τίποτα άλλο από σκεπτόμενο πράγμα, αλλά θα αντιλαμβανόμουν αυτό το πλήγμα μέσω του καθαρού νου, όπως ο πλοηγός αντιλαμβάνεται μέσω της όρασης αν έχει σπάσει κάτι στο πλοίο”. (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ε. Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 77, 173-174)
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΛΑΟΥ-ΕΞΟΥΣΙΑΣ: “Να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη τη δύναμη από κοινού το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, κατά τρόπο ώστε ο καθένας, αν και σχηματίζει ενιαίο σώμα με όλους, θα υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και θα παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση. [...] Οι όροι του συμβολαίου τούτου είναι έτσι προσδιορισμένοι από τη φύση της πράξης αυτής, ώστε η παραμικρή τροποποίηση θα τους έκανε μάταιους και αναποτελεσματικούς. Αν και δεν έχουν ίσως διατυπωθεί ποτέ ρητά, είναι παντού οι ίδιοι. Παντού έχουν γίνει δεκτοί και τους αναγνωρίζουν σιωπηρά. [...] Οι υποχρεώσεις που μας συνδέουν με το κοινωνικό σώμα είναι δεσμευτικές μόνον επειδή είναι αμοιβαίες· και η φύση τους είναι τέτοια, ώστε, εκπληρώνοντάς τες, δεν μπορούμε να εργαζόμαστε για τον άλλον χωρίς ταυτόχρονα να εργαζόμαστε και για τον εαυτό μας”. (Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας)
ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Οι κυριότερες αξίες που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα είναι η ελευθερία και η ισότητα. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών νοούνται με αρνητικό τρόπο ως απουσία παρεμβάσεων και καταναγκασμών και με θετικό τρόπο ως διασφάλιση και ανάδειξη δυνατοτήτων αυτόνομης έκφρασης και περαιτέρω ανάπτυξης. - Παρά την ενδεχόμενη σύγκρουση των εννοιών “ελευθερία” και “ισότητα”, πολλοί πιστεύουν πως είναι εφικτή η παράλληλη επιδίωξή τους. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Η σοσιαλιστική ιδεολογία δίνει έμφαση στην πραγμάτωση του ιδεώδους της ισότητας και της δικαιότερης διανομής των παραγόμενων αγαθών. - Στις μέρες μας ο προβληματισμός των πολιτικών φιλοσόφων έχει παγκόσμιο και κοσμοπολιτικό ορίζοντα. Αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ή και την υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας να παρεμβαίνει ακόμη και εντός των ορίων της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους με σκοπό την αποτροπή ανθρωπιστικών καταστροφών. - Ορισμένοι φιλόσοφοι πιστεύουν ότι είναι ρεαλιστική -και επομένως μπορεί να επιτευχθεί- η ουτοπία της αέναης ειρήνης μεταξύ των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, εφόσον επικρατήσει παντού το δημοκρατικό πολίτευμα και τα κράτη συνειδητοποιήσουν το συμφέρον τους για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων. - Παραμένει ανεκπλήρωτο ηθικό όραμα η εξάλειψη της αδικίας και της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κρατών από τα ισχυρότερα, καθώς και η έμπρακτη και ουσιαστική αλληλεγγύη της διεθνούς κοινότητας προς τους φτωχότερους λαούς.
Ο Max Weber παρατηρεί διεξοδικά ότι κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση όλες οι επιστήμες και οι τέχνες, ολόκληρος ο τρόπος ζωής αντιμετωπίσθηκαν ορθολογικά, εκλογικεύθηκαν και οργανώθηκαν με βάση το λογικό σύστημα. Αυτό τον βοηθά πολύ στο να αποδώση όλη αυτήν την νοοτροπία στην μεταρρυθμιστική κίνηση που βασίστηκε στον ορθό λόγο και την ορθολογική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον πλησίον και την κοινωνία. Ο ορθός λόγος θεωρήθηκε ως το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την ύπαρξη του Καπιταλισμού. Πραγματικά, υπήρχε ένας προκαπιταλιστικός Καπιταλισμός. Γι’ αυτό και γίνεται σύγχυση μεταξύ αυτών των πραγμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο Καπιταλισμός δεν συνίσταται στην απεριόριστη επιθυμία για πραγματοποίηση του κέρδους. Το κυνήγι του χρήματος, η επιθυμία του πλουτισμού, η επιθυμία για απόκτηση υλικών αγαθών και κεφαλαίου συνδέεται με τον άνθρωπο και μπορούμε να τα βρούμε σε κάθε φάση της ζωής του. Αν μια τέτοια επιθυμία την θεωρήσουμε Καπιταλισμό, τότε αυτή η αντίληψη «ανήκει στο νηπιαγωγείο της ιστορικής διδασκαλίας». Η διαφορά είναι ότι στον δυτικό Μεσαίωνα ο Καπιταλισμός προσέλαβε μια ορθολογική οργάνωση. Είναι επιδίωξη του κέρδους «μέσα στο πλαίσιο μια μόνιμης ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και με κριτήριο την αποδοτικότητα». Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές υπήρχαν έμποροι και μεγαλέμποροι, αλλά μόνο στην Δύση αναπτύχθηκε ένας Καπιταλισμός «σε τύπους, μορφές και κατευθύνσεις, που δεν προϋπήρξαν πουθενά αλλού». Πραγματικά, στην Δύση αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή Καπιταλισμού, που συνίσταται «στην ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας». Σαφώς, λοιπόν, όταν κάνουμε λόγο για πνεύμα του Καπιταλισμού εννοούμε κυρίως αυτήν την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, της εργασίας. Αλλά για να επιτευχθή αυτό χρειάζονται απαραίτητα δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο» και ο δεύτερος η «ρατσιοναλιστική λογιστική». Μπορεί να βρη κανείς και στο παρελθόν, σε πολλές χώρες, τον χωρισμό της επιχείρησης από τον οίκο, αλλά όμως δεν υπήρχε προηγουμένως η ορθολογική λογιστική της επιχείρησης «και ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία». Αλλά αυτή η νέα τροπή και νέα θεώρηση της ζωής δεν εξαντλείται μόνον στις επιστήμες, τις τέχνες και την οικονομική οργάνωση (Καπιταλισμό). Την συναντούμε σε όλες τις μορφές της ζωής των ανθρώπων. Αυτή, δηλαδή, η ρατσιοναλιστική αντίληψη της ζωής επηρέασε πολύ τον σοσιαλισμό, κατά τον Max Weber. Ο κόσμος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, όπως γνώρισε καπιταλισμούς, έτσι γνώρισε και διαφόρους τύπους και μορφές σοσιαλισμού. Μολονότι πάντοτε υπήρχαν οργανώσεις, συντεχνίες, όμως δεν παρατηρούμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Δύση, την έννοια του πολίτη και του αστού, το προλεταριάτο σαν τάξη. Αυτό το συναντούμε κυρίως στην Δύση, γιατί υπήρχε η «έλλογη οργάνωση της ελεύθερης εργασίας σαν επιχειρησιακή μονάδα». Και σε παλαιότερους χρόνους υπήρχαν ταξικοί αγώνες μεταξύ δανειστών και οφειλετών, μεταξύ κυρίων και δούλων κλπ., αλλά όμως αυτοί οι αγώνες διέφεραν από τους αγώνες που συνέβησαν κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση. Όπως, δηλαδή, η εκλογίκευση της ζωής και η ορθολογική οργάνωση του βίου στις δυτικές κοινωνίες του Μεσαίωνα επηρέασαν τις επιστήμες, τις τέχνες, τον Καπιταλισμό, έτσι ακριβώς επηρέασαν και τον σοσιαλισμό. Ο Καπιταλισμός, όπως δημιουργήθηκε στην Δύση, ο λεγόμενος «σύγχρονος έλλογος καπιταλισμός», εκτός από τα μέσα της παραγωγής είχε ανάγκη και από ένα νομικό σύστημα και από μια διοίκηση με σταθερούς κανόνες λειτουργίας. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε στην Δύση, όπου αναπτύχθηκε αυτός ο έλλογος Καπιταλισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...