Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

Αλαφιασμένα τα πρόβατα βλέπουν τον πυροσβέστη αποκαμωμένο από τη μάχη με τις φλόγες, οι οποίες πλησιάζουν αδηφάγες και ανεξέλεγκτες, στη Νέα Νότια Ουαλλία της Αυστραλίας. Οι μεγα-πυρκαγιές στη μακρινή ήπειρο έχουν προκαλέσει ολοκαύτωμα: δεκάδες ανθρώπινα θύματα, τεράστια καταστροφή στην οικονομία (σπίτια, επιχειρήσεις, ζωικό κεφάλαιο) της χώρας, αλλά και στην ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα της.
Το πλήγμα για την πολύ ιδιαίτερη αυστραλιανή βιοποικιλότητα είναι τεράστιο. Παρότι δεν μπορούν, φυσικά, να μετρηθούν τα νεκρά ζώα, πουλιά και ερπετά, οι επιστήμονες γνωρίζουν πόσα τέτοια είδη διαβιούν περίπου ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δάσους. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό αυτό με την ασύλληπτα μεγάλη έκταση που κάηκε, o Κρις Ντίκμαν από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ έφθασε σε ένα νούμερο που ο νους δυσκολεύεται να χωρέσει: ένα δισεκατομμύριο έμβια όντα νεκρά από τις πυρκαγιές και από την απώλεια των βιοτόπων τους. Σε αυτά προστίθενται τα ζώα εκτροφής στις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που εγκαταλείφθηκαν άρον άρον λόγω των εκκενώσεων, οι οποίες είναι, όπως αναμενόταν, οι μαζικότερες στην ιστορία της χώρας.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα απέναντι σε δύο κορυφαίες προκλήσεις: την αντιμετώπιση της πλέον καταστροφικής πανδημίας από το 1918 και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Το κοινό στοιχείο των δύο είναι ότι πρόκειται για έναν αόρατο εχθρό του οποίου τη δύναμη αρχικά μάλλον υποτιμήσαμε. Η διαφορά είναι ότι ενώ οι επιπτώσεις του Covid-19 είναι άμεσες και σαρωτικές εκείνες της καταστροφής του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής εξελίσσονται σε βάθος χρόνου. Πώς όμως συνδέεται η καταπολέμηση των δύο; Ουσιαστική η δεύτερη «θρέφει» τις πανδημίες, κάτι που σημαίνει πως εάν προστατεύσουμε το περιβάλλον μας θα θωρακίσουμε και τη δημόσια υγεία. Όπως θυμίζει στην τελευταία έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει ότι η οικολογική καταστροφή και η κλιματική αλλαγή έχουν τη δυναμική να υποβαθμίσουν δεκαετίες προόδου στον τομέα της υγείας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2016) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 24,3% των θανάτων παγκοσμίως οφείλεται σε αιτίες που σχετίζονται με την επιδείνωση των περιβαλλοντικών συνθηκών. Οι κλιματικές μεταβολές πιστεύεται ότι έχουν καθορίσει ορισμένα επιδημιολογικά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα, αφού μεταξύ άλλων έχουν δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών όπως η ελονοσία και o δάγκειος πυρετός. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι θα προσθέτει κάθε χρόνο 250.000 θανάτους για τα έτη 2030-2050, με τεράστιο οικονομικό κόστος, μεταβάλλοντας σημαντικά τα δεδομένα που σχετίζονται με την υγεία και την ευημερία των πληθυσμών. Σύμφωνα με την ΤτΕ ένας σημαντικός αριθμός δημοσιεύσεων αποδίδει τη διασπορά ιών και την εξάπλωση επιδημιών, η συχνότητα εμφάνισης των οποίων έχει αυξηθεί τα πρόσφατα χρόνια, στην παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση. Οι εν λόγω δημοσιεύσεις μπορούν να χωριστούν σε πέντε ομάδες, καθώς συσχετίζουν την εμφάνιση, την εξάπλωση και την όξυνση των συμπτωμάτων των επιδημιών με την καταστροφή των οικοσυστημάτων, την εντατικοποίηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, το εμπόριο άγριων ζώων, την ατμοσφαιρική ρύπανση και την αύξηση της θερμοκρασίας.
Η αποψίλωση των δασών και η καταστροφή των οικοσυστημάτων για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών εντατικοποιήθηκαν με την αύξηση του πληθυσμού, αλλά και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η αποψίλωση των δασών, με σκοπό είτε την εκμετάλλευση της ξυλείας για βιομηχανική χρήση είτε την αύξηση χώρου για την ανάπτυξη βιομηχανικών και αγροτικών δραστηριοτήτων, αλλά και την επέκταση του αστικού ιστού, καθίσταται η σοβαρότερη αιτία της συνεχιζόμενης οικολογικής καταστροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων είναι ο κυριότερος παράγοντας ρύπανσης του εδάφους και της θάλασσας και χρησιμοποιεί πάνω από 70% του γλυκού νερού και 40% της γης. Η εγκατάσταση και η λειτουργία αγροκτημάτων σε δασικές εκτάσεις είναι μια από τις βασικές αιτίες αποψίλωσης των δασών. Ωστόσο, η αρνητική συμβολή της παραγωγής τροφίμων στην οικολογική καταστροφή και κατ’ επέκταση στη διευκόλυνση μετάδοσης παθογόνων παραγόντων σε ανθρώπους και ζώα δεν σταματά εκεί. Η ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής στον πρωτογενή τομέα, όπως άλλωστε και στη γεωργία, που απαιτεί συγκέντρωση και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ομοειδών ζώων σε τεράστιας έκτασης αγροκτήματα με στόχο την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων κτηνοτροφικών προϊόντων, είναι, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, μια εξίσου σημαντική αιτία για την εξάπλωση νοσογόνων καταστάσεων. Η συγκέντρωση των ζώων σε χώρους που δεν επιτρέπουν την τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων μεταξύ τους έχει ως συνέπεια τη γρήγορη και ανεξέλεγκτη μετάδοση παθογόνων καταστάσεων.Ανάλογες πρακτικές παρατηρούνται και σε ό,τι αφορά τη φυτική παραγωγή. Ο αγροτοδιατροφικός κλάδος εμπεριέχει μια σειρά επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας ειδών διατροφής διεκδικώντας την απόσπαση υψηλής προστιθέμενης αξίας σε όλα τα επίπεδα, αρχής γενομένης από την παραγωγή ζωοτροφών και λιπασμάτων. Επιπλέον, η εντατικοποίηση της παραγωγής αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων οδηγεί σε εκτεταμένη χρήση νερού, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και αυξημένες επαφές μεταξύ ανθρώπων και ζώων, με σημαντικές συνέπειες για την εμφάνιση και διάδοση μεταδοτικών ασθενειών. Υπολογίζεται ότι μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο οι συνθήκες μαζικής παραγωγής γεωργικών και κτηνοτροφικών αγαθών ευθύνονται για την εμφάνιση πάνω από το 25% των νέων επιδημιών και πάνω από το 50% των νέων ζωονόσων.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν εμφανιστεί νέες, επικίνδυνες μολυσματικές ασθένειες που προέρχονται από την εμπορία και κατανάλωση άγριων ζώων. Το 2003 εμφανίστηκε ο SARS-CoV, το 2012 ο MERS-CoV και το 2019 ο SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εμπόριο άγριων ζώων ενέχει υψηλό κίνδυνο μετάδοσης ζωονόσων στον άνθρωπο,13 ενώ η επαφή αυτών των ζώων με τον άνθρωπο συντελεί στην εμφάνιση νέων ιών. Οι υπαίθριες αγορές άγριων ζώων θεωρούνται οι εστίες μετάδοσης (hotspots) των ιών από τα ζώα στους ανθρώπους, όπως ο SARS-CoV το 2003 στην Κίνα και πιθανότατα ο SARS-CoV-2 το 2019 στην Κίνα.15,16 Φυλογενετική ανάλυση του SARS-CoV-2 δείχνει ότι ο ιός συνδέεται στενά (88%) με άλλους δύο κορωνοϊούς SARS προερχόμενους από νυχτερίδες.17 Πολλές άλλες μελέτες18,19 υποστηρίζουν ότι ο SARS-CoV-2 οφείλεται στις νυχτερίδες. Ο Zhang20 θεωρεί ότι συνδέεται κατά 91,02% με τους παγκολίνους.
H ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται με την ανάπτυξη αναπνευστικών παθήσεων και άλλων σοβαρών ασθενειών, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου 6,5 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως οφείλονται σε αυτήν. Ο Δείκτης Ποιότητας της Ατμόσφαιρας (Air Quality Index – AQI23) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European Environment Agency) που βασίζεται στη συγκέντρωση τιμών των πέντε κύριων ρύπων (λεπτά σωματίδια PM10 και PM2.5, όζον (O3), διοξείδιο του θείου (SO2) και διοξείδιο του αζώτου (NO2), αντικατοπτρίζει τη δυνητική επίδραση της ποιότητας του αέρα στην υγεία. Διάφορες μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση των παραπάνω τιμών στους ασθενείς με COVID-19 έχουν καταλήξει στη μεγάλη συσχέτιση που έχει η ατμοσφαιρική ρύπανση με τη θνητότητα των ασθενών με COVID-19. Συγκεκριμένα, επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου Harvard εξέτασε τη σχέση ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θνητότητας λόγω COVID-19 σε 3.000 κομητείες των ΗΠΑ καλύπτοντας το 98% του πληθυσμού.
Η κλιματική αλλαγή επιτείνει τις πιέσεις που δέχεται το φυσικό περιβάλλον, με πολυεπίπεδες επιπτώσεις και στην ανθρώπινη υγεία. Όπως ήδη φαίνεται, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε θερμότερα και μεγαλύτερης διάρκειας καλοκαίρια και σε ηπιότερους χειμώνες. Για ορισμένα έντομα, κυρίως κουνούπια και άλλα ζωικά είδη, οι περιοχές με παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες και ξηρασία αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για αναπαραγωγή, μετανάστευση και επιβίωση. Μια μικρή αύξηση της θερμοκρασίας επεκτείνει την περίοδο μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ζωονόσους. Η οικολογική καταστροφή και διάφορες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στη φύση τείνουν να εξαφανίσουν τα είδη που λειτουργούν ως ασπίδες προστασίας μας (νυχτερίδες, βατράχια κ.ά.) και βοηθούν στη μείωση της μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ζωονόσους. Οι πιο γνωστές μολυσματικές ασθένειες που προέρχονται από τα κουνούπια είναι η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός. Παγκοσμίως, για το 2016, οι θάνατοι από ελονοσία ήταν 354.924, ενώ από δάγκειο πυρετό 38.350. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ελονοσία είναι μια ασθένεια που επηρεάζεται σημαντικά από τη μακροχρόνια κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (ΑΣΘ) θεωρείται μια από τις πλέον βέβαιες επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η ΑΣΘ θα επιφέρει στο άμεσο μέλλον πολλές μετακινήσεις πληθυσμών από παράκτιες περιοχές σε ηπειρωτικές, αλλά και σημαντικές αλλαγές στα συναφή οικοσυστήματα. Τα δημόσια συστήματα υγείας δεν είναι προετοιμασμένα να υποστηρίξουν τις δυνητικές ανάγκες των κλιματικών προσφύγων, γεγονός που δυσκολεύει τη διαχείριση μιας πιθανής επιδημίας.
Κατά 68% μειώθηκαν οι πληθυσμοί άγριων ειδών τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, με την ανθρώπινη δραστηριότητα και κατανάλωση να ευθύνονται για τη δραματική αυτή μείωση, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε η περιβαλλοντική οργάνωση WWF.
Η έκθεση «Ζωντανός Πλανήτης 2020» εκτιμά ότι περισσότερα από 4.392 είδη θηλαστικών, πτηνών, ψαριών, ερπετών και αμφίβιων έχουν υποστεί μείωση του πληθυσμού τους μεταξύ 1970-2016. Η μελέτη αναφέρει ότι τέτοια δραστική συρρίκνωση πληθυσμού άγριων ζώων, όπως αυτή που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει σημειωθεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Εκτεταμένες περιοχές της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής έχουν πληγεί κατά προτεραιότητα από το φαινόμενο, με τη μείωση των πληθυσμών να φθάνει εκεί στο 94%. Η μετατροπή λιβαδιών, σαβάνας, δασών και υδροβιότοπων σε καλλιεργημένες εκτάσεις, η υπερεκμετάλλευση της άγριας πανίδας, η εισαγωγή ξένων ειδών και η κλιματική αλλαγή είναι τα κύρια αίτια του φαινομένου.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με την έρευνα, έχει αλλοιώσει ριζικά ποσοστό 75% της ξηράς, ενώ το WWF υποστηρίζει ότι η καταστροφή οικοσυστημάτων απειλεί τώρα συνολικά 1 εκατομμύριο είδη, 500.000 είδη ζώων και φυτών και 500.000 είδη εντόμων, τα οποία αναμένεται να εξαφανιστούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες και αιώνες.
Παρότι η έκθεση διαπιστώνει ότι η «φύση καταστρέφεται με πρωτόγνωρα ταχύ ρυθμό», ειδικοί εκτιμούν ότι η τάση αυτή μπορεί ακόμη να αναστραφεί, με επείγοντα μέτρα, όπως είναι η αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η προστασία του φυσικού πλούτου.
Υδροβιολόγοι προειδοποιούν ότι η βιοποικιλότητα πλήττεται κυρίως στα είδη γλυκού νερού, με ποσοστό 85% των υδροβιότοπων να έχουν εξαφανιστεί από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι σήμερα. Οι πληθυσμοί θηλαστικών, πτηνών, αμφίβιων, ψαριών και ερπετών γλυκού νερού μειώνονται κατά 4% ανά έτος από το 1970 και μετά.
«Η πιο δραματική μείωση καταγράφεται στο γλυκό νερό εξαιτίας της κατασκευής φραγμάτων και της αλόγιστης αξιοποίησης των πόσιμων υδάτων για παραγωγή τροφίμων», εξηγεί η Ρεμπέκα Σο, επικεφαλής επιστημονικών υπηρεσιών του WWF. Για τη μείωση των πληθυσμών άγριων ειδών ευθύνεται κυρίως η ανθρώπινη δραστηριότητα.
«Για να τροφοδοτήσουμε τον τρόπο ζωής μας στον 21ο αιώνα επιλέξαμε την υπερεκμετάλλευση της γης. Κινητήρια δύναμη της εξαφάνισης των πληθυσμών άγριων ειδών είναι η καταστροφή των βιότοπων, που προκαλείται από τη γεωργία, με στόχο τη σίτιση των ανθρώπων», προσθέτει η Σο.
Η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος θα έχει, όμως, δεινές συνέπειες και για τον άνθρωπο. «Η ενίσχυση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής αυξάνει τον κίνδυνο ξεσπάσματος ζωονοτικών νόσων, όσων μεταπηδούν δηλαδή από τα ζώα στον άνθρωπο, όπως είναι ο κορωνοϊός», αναφέρει στην έκθεσή του το WWF.
REUTERS 11.09.2020
Ως φαινόμενο του θερμοκηπίου χαρακτηρίζεται το φαινόμενο θέρμανσης που παρατηρείται στα θερμοκήπια (εξ ου και η ονομασία). Κατά το φαινόμενο αυτό η γυάλινη υπερκατασκευή ή θόλος είναι διάφανη για τη φωτεινή ακτινοβολία, η οποία εισέρχεται στο στεγασμένο χώρο, απορροφάται εν μέρει, διαχέεται και επανεκπέμπεται. Η κατασκευή όμως είναι αδιαφανής για τη δευτερογενή αυτή ακτινοβολία, η οποία "παγιδεύεται" στο χώρο και τελικά μετατρέπεται σε θερμότητα (αρχή του θερμοκηπίου). Με τον τρόπο αυτό θερμαίνει το εσωτερικό του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι καλλιέργειες πάντα σε κατάλληλη και σχετικά σταθερή θερμοκρασία.
To φαινόμενο της διαρροής μεγάλης ποσότητας θερμότητας,από τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της θερμοκρασιακής ισορροπίας του πλανήτη. Αν δεν ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα, αναμένεται η άνοδος της γήινης θερμοκρασίας κατά 4 βαθμούς μέχρι το 2100, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Τότε θα παρατηρηθούν τεράστιες πλημμύρες, ξηρασίες και θύελλες. Ολόκληρα οικοσυστήματα θα εξαφανιστούν, καθώς θα μεταβάλλονται οι κύκλοι των βροχοπτώσεων και των θερμοκρασιών σε όλο τον κόσμο.
Η στάθμη των νερών θα ανεβεί, με συνέπεια να εξαφανιστούν τεράστιες εκτάσεις παράκτιας γης και πολλά νησιωτικά συμπλέγματα όπως οι Σεϋχέλλες, οι Μαλβίδες κ.ά.
Οι χειμώνες θα γίνουν πιο ζεστοί και τα κύματα καύσωνα τα καλοκαίρια θα είναι δριμύτερα. Οι έρημοι θα εξαπλωθούν, η λειψυδρία θα αυξηθεί και οι τυφώνες θα γίνουν ισχυρότεροι, επειδή το νερό θα εξατμίζεται πιο εύκολα. Οι εικόνες αυτές δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας κάποιων επιστημόνων, άλλα είναι σκηνές από το προσεχές μέλλον. Εκτός όμως από το φαινόμενο του θερμοκηπίου στην τεράστια καταστροφή ολόκληρων οικοσυστημάτων και στην επιδείνωση του οικολογικού προβλήματος συμβάλλει και η λεγόμενη «Τρύπα του Όζοντος».
Η περσινή, μακράς διαρκείας τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική, έκλεισε τελικά στα τέλη Δεκεμβρίου 2020, μετά από μια εξαιρετικά ασυνήθιστη σεζόν. Ενώ η τρύπα του όζοντος του Νότιου Ημισφαιρίου του 2020 αναπτύχθηκε αρχικά όπως αναμενόταν, αναπτύχθηκε σε εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος, σημειώνοντας πολύ χαμηλά επίπεδα όζοντος και ασυνήθιστη διάρκεια και κλείνοντας σχεδόν ένα μήνα αργότερα από τον μέσο όρο, από τη δεκαετία του 1980. Συνολικά, ήταν μια από τις μεγαλύτερες και βαθύτερες τρύπες του όζοντος των τελευταίων 40 ετών, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών Παρακολούθησης Ατμόσφαιρας και Κλιματικής Αλλαγής του Copernicus (CAMS και C3S), λόγω εξαιρετικά ψυχρών συνθηκών στην στρατόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική και του ισχυρού και επίμονου πολικού στροβίλου (polar vortex) που παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο.
Η τρύπα του όζοντος - που ορίζεται ως η περιοχή με συνολικές τιμές στήλης όζοντος χαμηλότερες από 220 μονάδες Dobson (DU) - ξεκίνησε το δεύτερο μισό του Αυγούστου, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, η τρύπα είχε φτάσει σε έκταση περίπου 24 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και ήταν βαθύτερη από τις περισσότερες των τελευταίων ετών. Στις αρχές Οκτωβρίου, η τρύπα έφτασε στο μέγιστο μέγεθός της, με ελάχιστες τιμές στήλης όζοντος ακριβώς κάτω από 100 DU, στις 2 Οκτωβρίου. Ωστόσο, καθ 'όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου, η τρύπα του όζοντος παρέμεινε η μεγαλύτερη και βαθύτερη των τελευταίων ετών, ενώ από τα μέσα έως τα τέλη Νοεμβρίου ήταν η βαθύτερη τρύπα του όζοντος της χρονιάς, στα αρχεία των Υπηρεσιών Παρακολούθησης της Ατμόσφαιρας CAMS και Κλιματικής Αλλαγής C3S του προγράμματος Copernicus. Αυτό αποδίδεται στον συνεχιζόμενο, σταθερό και ισχυρό πολικό στρόβιλο και τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες στην Στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής, οι οποίες ήταν οι χαμηλότερες για αυτήν την περίοδο του έτους, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών του Copernicus CAMS και C3S.
Την πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη, η τρύπα του όζοντος κάλυπτε ακόμη μια περιοχή περίπου στο μέγεθος της Ανταρκτικής. Ακόμα και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, ήταν πλέον η μεγαλύτερη, βαθύτερη και μακρύτερης διάρκειας τρύπα του όζοντος στα αρχεία Copernicus CAMS και C3S, που χρονολογούνται από το 1979. Η τρύπα του όζοντος έκλεισε τελικά στο τέλος του μήνα, με τις τελευταίες περιοχές που απομένουν με τιμές κάτω των 220 DU, να παρατηρούνται στις 28 Δεκεμβρίου 2020.
“Παρόλο που η τρύπα του όζοντος του 2020 ήταν μεγαλύτερη από τις περισσότερες των τελευταίων ετών, ήταν κάτι αναμενόμενο, δεδομένης της θερμοκρασίας κάτω του μέσου όρου στην στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής και τον ισχυρό πολικό στρόβιλο” , εξηγεί η ειδική επιστήμονας της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Ατμόσφαιρας Cοpernicus CAMS, Antje Inness. “Υπάρχει μεγάλη διακύμανση στον τρόπο ανάπτυξης της τρύπας κάθε χρόνο, κυρίως λόγω των μετεωρολογικών συνθηκών και της αντοχής και σταθερότητας του πολικού στροβίλου. Μόνο με την εξέταση των πιο μακροπρόθεσμων τάσεων μπορούμε να δούμε ότι η εξάντληση του στρώματος του όζοντος που προκαλείται από τον άνθρωπο επιβραδύνεται, όμως οι επιστήμονες αναμένουν ότι θα χρειαστούν δεκαετίες συντονισμένης προσπάθειας για να αποκατασταθούν οι ζημιές που έχουν ήδη γίνει ".
Αν και η στιβάδα του όζοντος ανακάμπτει αργά τις τελευταίες δεκαετίες, η τρύπα του φετινού όζοντος στην Ανταρκτική και αυτές των δύο τελευταίων ετών, ήταν αξιοσημείωτες: η τρύπα του όζοντος του 2018 κατατάσσεται επίσης μεταξύ των μεγαλύτερων των τελευταίων ετών. Άρχισε να αναπτύσσεται στα τέλη Αυγούστου και οι πολύ κρύες συνθήκες συνέβαλαν στην ραγδαία επέκτασή της. Η τρύπα του 2019 ξεκίνησε αρκετά νωρίς, αλλά παρέμεινε αδύναμη και έκλεισε σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα από το συνηθισμένο, εξαιτίας μιας σπάνιας ξαφνικής στρατοσφαιρικής θέρμανσης πάνω από την Ανταρκτική. Ενώ υπάρχουν ακόμα τομείς ανησυχίας, οι επιστήμονες είναι πεπεισμένοι ότι το στρώμα του όζοντος ανακάμπτει και ότι έως το 2060 οι τιμές στην Ανταρκτική ενδέχεται να επιστρέψουν στα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από το 1980.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...