Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ Ε Π Ι Τ Α Φ Ι Ο Σ
Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του, για αυτά τα γεγονότα. Στο εξώφυλλο του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια μητέρα, να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία.
Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα εμπνέεται. Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει...» Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη
Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:
«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»
Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:
«Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»
Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:
«Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα»
[...]
«Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο»
[...]
«Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη»
Μέρος IV: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:
«Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»
Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:
«Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.»
[...]
«Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»
Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:
«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»
[...]
«Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»
[...]
«Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»
[...]
«Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»
[...]
«Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»
[...]
«Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι.»
Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:
«Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.»
Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι:
«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»
[...]
«Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»
[...]
«Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»
Μέρη XIV, XV, XVI, XVII, XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»
[...]
«Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»
«Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ'ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»
[...]
«Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –»
[...]
«Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»
Κεντρικός χαρακτήρας του ποιήματος είναι η μητέρα που θρηνεί. Πώς περιγράφονται οι συναισθηματικές μεταπτώσεις της και τι μαρτυρούν για την ίδια; (40-50 λέξεις)
Να συγκρίνετε το ποίημα με το "Γλυκύ μου έαρ" της ακολουθίας των Παθών, της Μεγάλης Παρασκευής:
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Η παραδοσιακή ποίηση προϋπήρξε της μοντέρνας, καθώς η δεύτερη αποτελεί τη μετεξέλιξή της. Η μετάβαση αυτή δε συνέβη απότομα, καθώς είχε προετοιμαστεί σταδιακά από κάποιους ποιητές (Καβάφης, Καρυωτάκης), που χωρίς να είναι «νεωτερικοί», παραμέρισαν στο έργο τους όλα σχεδόν τα παραδοσιακά στοιχεία.
Η παραδοσιακή ποίηση σέβεται τους κανόνες του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας και της λογικής αλληλουχίας των νοημάτων. Αντιθέτως, στη μοντέρνα ποίηση παρατηρείται η τάση της κατάργησης ή και η παντελής απουσία του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας και των νοημάτων. Η πρώτη λοιπόν υπόκειται σε κανόνες, ενώ η δεύτερη αναιρεί τους κανόνες.
Ειδικότερα, στην παραδοσιακή ποίηση υπάρχει πάντοτε ο ίδιος αριθμός στίχων σε κάθε στροφή, οι οποίοι διαθέτουν συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών και είναι μεταξύ τους ομοιοκατάληκτοι. Ο λόγος είναι φροντισμένος. Χρησιμοποιείται το ποιητικό λεξιλόγιο, καθώς τεχνηέντως αποφεύγεται η χρήση των καθημερινών λέξεων (αντιποιητικές λέξεις) όπως και καθετί που παραπέμπει στον πεζό λόγο, ενώ το ποίημα είναι γεμάτο από σχήματα λόγου. Επιπρόσθετα έχουμε τη λογική ανάπτυξη του αρχικού συλλογισμού, αφού ο τρόπος που παρουσιάζονται τα νοήματα είναι σαφής, ενώ το θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με τον προϊδεαστικό τίτλο του ποιήματος. Η χρήση των σημείων στίξης και της ορθής σύνταξης είναι αυστηρή, όπως κι ο σεβασμός στο μέτρο, καθώς υπάρχει λυρικότητα στο λόγο. Έτσι το ποίημα υπηρετεί πιστά το στόχο του: την αισθητική απόλαυση, την τέρψη του αναγνώστη, σεβόμενο πάντοτε τους ανωτέρω κανόνες.
Η μοντέρνα ποίηση έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την αμφισβήτηση κάθε κανόνα. Ο στίχος γίνεται ελεύθερος (αυτόματη γραφή), ενώ καταργούνται η ομοιοκαταληξία, το μέτρο κι ο ορισμένος αριθμός συλλαβών. Ο λόγος προσεγγίζει περισσότερο τον πεζό (χρήση καθημερινού/ απλού λεξιλογίου) και οι λέξεις συνδυάζονται μεταξύ τους με πρωτοτυπία, καθώς ορισμένες είναι φαινομενικά αταίριαστες. Συν τοις άλλοις κυριαρχούν οι συνειρμοί κι οι φράσεις γίνονται πολύσημες κι ελλειπτικές, ενώ καταργείται κάθε λογική νοηματική αλληλουχία, αφού το κεντρικό θέμα παραμένει κρυφό ή υπονοείται εμμέσως. Ο αναγνώστης πρέπει να το ανακαλύψει μόνος του, να το αισθανθεί κι όχι απαραίτητα να το αντιληφθεί. Η λυρικότητα της παραδοσιακής ποίησης απουσιάζει, καθώς εδώ δίνεται έμφαση στη δραματικότητα. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονται τολμηρές μεταφορές κι εικόνες. Η στίξη γίνεται χαλαρή, χρησιμοποιείται αναπάντεχα ή δεν υφίσταται καθόλου. Όσον αφορά στον τίτλο συχνά γίνεται προβληματικός, καθώς κατ’ ουσίαν είναι νοηματικά ανενεργός. Τέλος τα εξωραϊστικά στοιχεία και το φροντισμένο ύφος εγκαταλείπονται, διότι ορισμένες ιδέες και συναισθήματα είναι αδύνατο να εκφραστούν ακολουθώντας τους αυστηρούς κανόνες που διέπουν τη μοντέρνα ποίηση.
ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
Αλαφιασμένα τα πρόβατα βλέπουν τον πυροσβέστη αποκαμωμένο από τη μάχη με τις φλόγες, οι οποίες πλησιάζουν αδηφάγες και ανεξέλεγκτες, στη Νέα Νότια Ουαλλία της Αυστραλίας. Οι μεγα-πυρκαγιές στη μακρινή ήπειρο έχουν προκαλέσει ολοκαύτωμα: δεκάδες ανθρώπινα θύματα, τεράστια καταστροφή στην οικονομία (σπίτια, επιχειρήσεις, ζωικό κεφάλαιο) της χώρας, αλλά και στην ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα της.
Το πλήγμα για την πολύ ιδιαίτερη αυστραλιανή βιοποικιλότητα είναι τεράστιο. Παρότι δεν μπορούν, φυσικά, να μετρηθούν τα νεκρά ζώα, πουλιά και ερπετά, οι επιστήμονες γνωρίζουν πόσα τέτοια είδη διαβιούν περίπου ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δάσους. Πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό αυτό με την ασύλληπτα μεγάλη έκταση που κάηκε, o Κρις Ντίκμαν από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ έφθασε σε ένα νούμερο που ο νους δυσκολεύεται να χωρέσει: ένα δισεκατομμύριο έμβια όντα νεκρά από τις πυρκαγιές και από την απώλεια των βιοτόπων τους. Σε αυτά προστίθενται τα ζώα εκτροφής στις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που εγκαταλείφθηκαν άρον άρον λόγω των εκκενώσεων, οι οποίες είναι, όπως αναμενόταν, οι μαζικότερες στην ιστορία της χώρας.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα απέναντι σε δύο κορυφαίες προκλήσεις: την αντιμετώπιση της πλέον καταστροφικής πανδημίας από το 1918 και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Το κοινό στοιχείο των δύο είναι ότι πρόκειται για έναν αόρατο εχθρό του οποίου τη δύναμη αρχικά μάλλον υποτιμήσαμε. Η διαφορά είναι ότι ενώ οι επιπτώσεις του Covid-19 είναι άμεσες και σαρωτικές εκείνες της καταστροφής του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής εξελίσσονται σε βάθος χρόνου. Πώς όμως συνδέεται η καταπολέμηση των δύο; Ουσιαστική η δεύτερη «θρέφει» τις πανδημίες, κάτι που σημαίνει πως εάν προστατεύσουμε το περιβάλλον μας θα θωρακίσουμε και τη δημόσια υγεία.
Όπως θυμίζει στην τελευταία έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει ότι η οικολογική καταστροφή και η κλιματική αλλαγή έχουν τη δυναμική να υποβαθμίσουν δεκαετίες προόδου στον τομέα της υγείας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2016) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 24,3% των θανάτων παγκοσμίως οφείλεται σε αιτίες που σχετίζονται με την επιδείνωση των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Οι κλιματικές μεταβολές πιστεύεται ότι έχουν καθορίσει ορισμένα επιδημιολογικά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα, αφού μεταξύ άλλων έχουν δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών όπως η ελονοσία και o δάγκειος πυρετός. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι θα προσθέτει κάθε χρόνο 250.000 θανάτους για τα έτη 2030-2050, με τεράστιο οικονομικό κόστος, μεταβάλλοντας σημαντικά τα δεδομένα που σχετίζονται με την υγεία και την ευημερία των πληθυσμών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ ένας σημαντικός αριθμός δημοσιεύσεων αποδίδει τη διασπορά ιών και την εξάπλωση επιδημιών, η συχνότητα εμφάνισης των οποίων έχει αυξηθεί τα πρόσφατα χρόνια, στην παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση. Οι εν λόγω δημοσιεύσεις μπορούν να χωριστούν σε πέντε ομάδες, καθώς συσχετίζουν την εμφάνιση, την εξάπλωση και την όξυνση των συμπτωμάτων των επιδημιών με την καταστροφή των οικοσυστημάτων, την εντατικοποίηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, το εμπόριο άγριων ζώων, την ατμοσφαιρική ρύπανση και την αύξηση της θερμοκρασίας.
Η αποψίλωση των δασών και η καταστροφή των οικοσυστημάτων για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών εντατικοποιήθηκαν με την αύξηση του πληθυσμού, αλλά και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η αποψίλωση των δασών, με σκοπό είτε την εκμετάλλευση της ξυλείας για βιομηχανική χρήση είτε την αύξηση χώρου για την ανάπτυξη βιομηχανικών και αγροτικών δραστηριοτήτων, αλλά και την επέκταση του αστικού ιστού, καθίσταται η σοβαρότερη αιτία της συνεχιζόμενης οικολογικής καταστροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων είναι ο κυριότερος παράγοντας ρύπανσης του εδάφους και της θάλασσας και χρησιμοποιεί πάνω από 70% του γλυκού νερού και 40% της γης. Η εγκατάσταση και η λειτουργία αγροκτημάτων σε δασικές εκτάσεις είναι μια από τις βασικές αιτίες αποψίλωσης των δασών. Ωστόσο, η αρνητική συμβολή της παραγωγής τροφίμων στην οικολογική καταστροφή και κατ’ επέκταση στη διευκόλυνση μετάδοσης παθογόνων παραγόντων σε ανθρώπους και ζώα δεν σταματά εκεί. Η ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου παραγωγής στον πρωτογενή τομέα, όπως άλλωστε και στη γεωργία, που απαιτεί συγκέντρωση και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ομοειδών ζώων σε τεράστιας έκτασης αγροκτήματα με στόχο την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων κτηνοτροφικών προϊόντων, είναι, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, μια εξίσου σημαντική αιτία για την εξάπλωση νοσογόνων καταστάσεων.
Η συγκέντρωση των ζώων σε χώρους που δεν επιτρέπουν την τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων μεταξύ τους έχει ως συνέπεια τη γρήγορη και ανεξέλεγκτη μετάδοση παθογόνων καταστάσεων.Ανάλογες πρακτικές παρατηρούνται και σε ό,τι αφορά τη φυτική παραγωγή. Ο αγροτοδιατροφικός κλάδος εμπεριέχει μια σειρά επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας ειδών διατροφής διεκδικώντας την απόσπαση υψηλής προστιθέμενης αξίας σε όλα τα επίπεδα, αρχής γενομένης από την παραγωγή ζωοτροφών και λιπασμάτων.
Επιπλέον, η εντατικοποίηση της παραγωγής αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων οδηγεί σε εκτεταμένη χρήση νερού, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και αυξημένες επαφές μεταξύ ανθρώπων και ζώων, με σημαντικές συνέπειες για την εμφάνιση και διάδοση μεταδοτικών ασθενειών. Υπολογίζεται ότι μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο οι συνθήκες μαζικής παραγωγής γεωργικών και κτηνοτροφικών αγαθών ευθύνονται για την εμφάνιση πάνω από το 25% των νέων επιδημιών και πάνω από το 50% των νέων ζωονόσων.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν εμφανιστεί νέες, επικίνδυνες μολυσματικές ασθένειες που προέρχονται από την εμπορία και κατανάλωση άγριων ζώων. Το 2003 εμφανίστηκε ο SARS-CoV, το 2012 ο MERS-CoV και το 2019 ο SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εμπόριο άγριων ζώων ενέχει υψηλό κίνδυνο μετάδοσης ζωονόσων στον άνθρωπο,13 ενώ η επαφή αυτών των ζώων με τον άνθρωπο συντελεί στην εμφάνιση νέων ιών. Οι υπαίθριες αγορές άγριων ζώων θεωρούνται οι εστίες μετάδοσης (hotspots) των ιών από τα ζώα στους ανθρώπους, όπως ο SARS-CoV το 2003 στην Κίνα και πιθανότατα ο SARS-CoV-2 το 2019 στην Κίνα.15,16 Φυλογενετική ανάλυση του SARS-CoV-2 δείχνει ότι ο ιός συνδέεται στενά (88%) με άλλους δύο κορωνοϊούς SARS προερχόμενους από νυχτερίδες.17 Πολλές άλλες μελέτες18,19 υποστηρίζουν ότι ο SARS-CoV-2 οφείλεται στις νυχτερίδες. Ο Zhang20 θεωρεί ότι συνδέεται κατά 91,02% με τους παγκολίνους.
H ατμοσφαιρική ρύπανση σχετίζεται με την ανάπτυξη αναπνευστικών παθήσεων και άλλων σοβαρών ασθενειών, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου 6,5 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως οφείλονται σε αυτήν. Ο Δείκτης Ποιότητας της Ατμόσφαιρας (Air Quality Index – AQI23) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European Environment Agency) που βασίζεται στη συγκέντρωση τιμών των πέντε κύριων ρύπων (λεπτά σωματίδια PM10 και PM2.5, όζον (O3), διοξείδιο του θείου (SO2) και διοξείδιο του αζώτου (NO2), αντικατοπτρίζει τη δυνητική επίδραση της ποιότητας του αέρα στην υγεία.
Διάφορες μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση των παραπάνω τιμών στους ασθενείς με COVID-19 έχουν καταλήξει στη μεγάλη συσχέτιση που έχει η ατμοσφαιρική ρύπανση με τη θνητότητα των ασθενών με COVID-19. Συγκεκριμένα, επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου Harvard εξέτασε τη σχέση ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θνητότητας λόγω COVID-19 σε 3.000 κομητείες των ΗΠΑ καλύπτοντας το 98% του πληθυσμού.
Η κλιματική αλλαγή επιτείνει τις πιέσεις που δέχεται το φυσικό περιβάλλον, με πολυεπίπεδες επιπτώσεις και στην ανθρώπινη υγεία. Όπως ήδη φαίνεται, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε θερμότερα και μεγαλύτερης διάρκειας καλοκαίρια και σε ηπιότερους χειμώνες. Για ορισμένα έντομα, κυρίως κουνούπια και άλλα ζωικά είδη, οι περιοχές με παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες και ξηρασία αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο για αναπαραγωγή, μετανάστευση και επιβίωση. Μια μικρή αύξηση της θερμοκρασίας επεκτείνει την περίοδο μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ζωονόσους.
Η οικολογική καταστροφή και διάφορες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στη φύση τείνουν να εξαφανίσουν τα είδη που λειτουργούν ως ασπίδες προστασίας μας (νυχτερίδες, βατράχια κ.ά.) και βοηθούν στη μείωση της μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από ζωονόσους. Οι πιο γνωστές μολυσματικές ασθένειες που προέρχονται από τα κουνούπια είναι η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός. Παγκοσμίως, για το 2016, οι θάνατοι από ελονοσία ήταν 354.924, ενώ από δάγκειο πυρετό 38.350. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ελονοσία είναι μια ασθένεια που επηρεάζεται σημαντικά από τη μακροχρόνια κλιματική αλλαγή.
Επιπλέον, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (ΑΣΘ) θεωρείται μια από τις πλέον βέβαιες επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η ΑΣΘ θα επιφέρει στο άμεσο μέλλον πολλές μετακινήσεις πληθυσμών από παράκτιες περιοχές σε ηπειρωτικές, αλλά και σημαντικές αλλαγές στα συναφή οικοσυστήματα. Τα δημόσια συστήματα υγείας δεν είναι προετοιμασμένα να υποστηρίξουν τις δυνητικές ανάγκες των κλιματικών προσφύγων, γεγονός που δυσκολεύει τη διαχείριση μιας πιθανής επιδημίας.
Κατά 68% μειώθηκαν οι πληθυσμοί άγριων ειδών τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, με την ανθρώπινη δραστηριότητα και κατανάλωση να ευθύνονται για τη δραματική αυτή μείωση, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε η περιβαλλοντική οργάνωση WWF.
Η έκθεση «Ζωντανός Πλανήτης 2020» εκτιμά ότι περισσότερα από 4.392 είδη θηλαστικών, πτηνών, ψαριών, ερπετών και αμφίβιων έχουν υποστεί μείωση του πληθυσμού τους μεταξύ 1970-2016. Η μελέτη αναφέρει ότι τέτοια δραστική συρρίκνωση πληθυσμού άγριων ζώων, όπως αυτή που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, δεν έχει σημειωθεί εδώ και εκατομμύρια χρόνια.
Εκτεταμένες περιοχές της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής έχουν πληγεί κατά προτεραιότητα από το φαινόμενο, με τη μείωση των πληθυσμών να φθάνει εκεί στο 94%. Η μετατροπή λιβαδιών, σαβάνας, δασών και υδροβιότοπων σε καλλιεργημένες εκτάσεις, η υπερεκμετάλλευση της άγριας πανίδας, η εισαγωγή ξένων ειδών και η κλιματική αλλαγή είναι τα κύρια αίτια του φαινομένου.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα με την έρευνα, έχει αλλοιώσει ριζικά ποσοστό 75% της ξηράς, ενώ το WWF υποστηρίζει ότι η καταστροφή οικοσυστημάτων απειλεί τώρα συνολικά 1 εκατομμύριο είδη, 500.000 είδη ζώων και φυτών και 500.000 είδη εντόμων, τα οποία αναμένεται να εξαφανιστούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες και αιώνες.
Παρότι η έκθεση διαπιστώνει ότι η «φύση καταστρέφεται με πρωτόγνωρα ταχύ ρυθμό», ειδικοί εκτιμούν ότι η τάση αυτή μπορεί ακόμη να αναστραφεί, με επείγοντα μέτρα, όπως είναι η αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η προστασία του φυσικού πλούτου.
Υδροβιολόγοι προειδοποιούν ότι η βιοποικιλότητα πλήττεται κυρίως στα είδη γλυκού νερού, με ποσοστό 85% των υδροβιότοπων να έχουν εξαφανιστεί από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι σήμερα. Οι πληθυσμοί θηλαστικών, πτηνών, αμφίβιων, ψαριών και ερπετών γλυκού νερού μειώνονται κατά 4% ανά έτος από το 1970 και μετά.
«Η πιο δραματική μείωση καταγράφεται στο γλυκό νερό εξαιτίας της κατασκευής φραγμάτων και της αλόγιστης αξιοποίησης των πόσιμων υδάτων για παραγωγή τροφίμων», εξηγεί η Ρεμπέκα Σο, επικεφαλής επιστημονικών υπηρεσιών του WWF. Για τη μείωση των πληθυσμών άγριων ειδών ευθύνεται κυρίως η ανθρώπινη δραστηριότητα.
«Για να τροφοδοτήσουμε τον τρόπο ζωής μας στον 21ο αιώνα επιλέξαμε την υπερεκμετάλλευση της γης. Κινητήρια δύναμη της εξαφάνισης των πληθυσμών άγριων ειδών είναι η καταστροφή των βιότοπων, που προκαλείται από τη γεωργία, με στόχο τη σίτιση των ανθρώπων», προσθέτει η Σο.
Η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος θα έχει, όμως, δεινές συνέπειες και για τον άνθρωπο. «Η ενίσχυση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής αυξάνει τον κίνδυνο ξεσπάσματος ζωονοτικών νόσων, όσων μεταπηδούν δηλαδή από τα ζώα στον άνθρωπο, όπως είναι ο κορωνοϊός», αναφέρει στην έκθεσή του το WWF.
REUTERS
11.09.2020
Ως φαινόμενο του θερμοκηπίου χαρακτηρίζεται το φαινόμενο θέρμανσης που παρατηρείται στα θερμοκήπια (εξ ου και η ονομασία). Κατά το φαινόμενο αυτό η γυάλινη υπερκατασκευή ή θόλος είναι διάφανη για τη φωτεινή ακτινοβολία, η οποία εισέρχεται στο στεγασμένο χώρο, απορροφάται εν μέρει, διαχέεται και επανεκπέμπεται. Η κατασκευή όμως είναι αδιαφανής για τη δευτερογενή αυτή ακτινοβολία, η οποία "παγιδεύεται" στο χώρο και τελικά μετατρέπεται σε θερμότητα (αρχή του θερμοκηπίου). Με τον τρόπο αυτό θερμαίνει το εσωτερικό του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι καλλιέργειες πάντα σε κατάλληλη και σχετικά σταθερή θερμοκρασία.
To φαινόμενο της διαρροής μεγάλης ποσότητας θερμότητας,από τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή της θερμοκρασιακής ισορροπίας του πλανήτη. Αν δεν ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα, αναμένεται η άνοδος της γήινης θερμοκρασίας κατά 4 βαθμούς μέχρι το 2100, όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Τότε θα παρατηρηθούν τεράστιες πλημμύρες, ξηρασίες και θύελλες. Ολόκληρα οικοσυστήματα θα εξαφανιστούν, καθώς θα μεταβάλλονται οι κύκλοι των βροχοπτώσεων και των θερμοκρασιών σε όλο τον κόσμο.
Η στάθμη των νερών θα ανεβεί, με συνέπεια να εξαφανιστούν τεράστιες εκτάσεις παράκτιας γης και πολλά νησιωτικά συμπλέγματα όπως οι Σεϋχέλλες, οι Μαλβίδες κ.ά.
Οι χειμώνες θα γίνουν πιο ζεστοί και τα κύματα καύσωνα τα καλοκαίρια θα είναι δριμύτερα. Οι έρημοι θα εξαπλωθούν, η λειψυδρία θα αυξηθεί και οι τυφώνες θα γίνουν ισχυρότεροι, επειδή το νερό θα εξατμίζεται πιο εύκολα. Οι εικόνες αυτές δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας κάποιων επιστημόνων, άλλα είναι σκηνές από το προσεχές μέλλον. Εκτός όμως από το φαινόμενο του θερμοκηπίου στην τεράστια καταστροφή ολόκληρων οικοσυστημάτων και στην επιδείνωση του οικολογικού προβλήματος συμβάλλει και η λεγόμενη «Τρύπα του Όζοντος».
Η περσινή, μακράς διαρκείας τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική, έκλεισε τελικά στα τέλη Δεκεμβρίου 2020, μετά από μια εξαιρετικά ασυνήθιστη σεζόν. Ενώ η τρύπα του όζοντος του Νότιου Ημισφαιρίου του 2020 αναπτύχθηκε αρχικά όπως αναμενόταν, αναπτύχθηκε σε εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος, σημειώνοντας πολύ χαμηλά επίπεδα όζοντος και ασυνήθιστη διάρκεια και κλείνοντας σχεδόν ένα μήνα αργότερα από τον μέσο όρο, από τη δεκαετία του 1980. Συνολικά, ήταν μια από τις μεγαλύτερες και βαθύτερες τρύπες του όζοντος των τελευταίων 40 ετών, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών Παρακολούθησης Ατμόσφαιρας και Κλιματικής Αλλαγής του Copernicus (CAMS και C3S), λόγω εξαιρετικά ψυχρών συνθηκών στην στρατόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική και του ισχυρού και επίμονου πολικού στροβίλου (polar vortex) που παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο.
Η τρύπα του όζοντος - που ορίζεται ως η περιοχή με συνολικές τιμές στήλης όζοντος χαμηλότερες από 220 μονάδες Dobson (DU) - ξεκίνησε το δεύτερο μισό του Αυγούστου, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, η τρύπα είχε φτάσει σε έκταση περίπου 24 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και ήταν βαθύτερη από τις περισσότερες των τελευταίων ετών. Στις αρχές Οκτωβρίου, η τρύπα έφτασε στο μέγιστο μέγεθός της, με ελάχιστες τιμές στήλης όζοντος ακριβώς κάτω από 100 DU, στις 2 Οκτωβρίου. Ωστόσο, καθ 'όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου, η τρύπα του όζοντος παρέμεινε η μεγαλύτερη και βαθύτερη των τελευταίων ετών, ενώ από τα μέσα έως τα τέλη Νοεμβρίου ήταν η βαθύτερη τρύπα του όζοντος της χρονιάς, στα αρχεία των Υπηρεσιών Παρακολούθησης της Ατμόσφαιρας CAMS και Κλιματικής Αλλαγής C3S του προγράμματος Copernicus. Αυτό αποδίδεται στον συνεχιζόμενο, σταθερό και ισχυρό πολικό στρόβιλο και τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες στην Στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής, οι οποίες ήταν οι χαμηλότερες για αυτήν την περίοδο του έτους, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών του Copernicus CAMS και C3S.
Την πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη, η τρύπα του όζοντος κάλυπτε ακόμη μια περιοχή περίπου στο μέγεθος της Ανταρκτικής. Ακόμα και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, ήταν πλέον η μεγαλύτερη, βαθύτερη και μακρύτερης διάρκειας τρύπα του όζοντος στα αρχεία Copernicus CAMS και C3S, που χρονολογούνται από το 1979. Η τρύπα του όζοντος έκλεισε τελικά στο τέλος του μήνα, με τις τελευταίες περιοχές που απομένουν με τιμές κάτω των 220 DU, να παρατηρούνται στις 28 Δεκεμβρίου 2020.
“Παρόλο που η τρύπα του όζοντος του 2020 ήταν μεγαλύτερη από τις περισσότερες των τελευταίων ετών, ήταν κάτι αναμενόμενο, δεδομένης της θερμοκρασίας κάτω του μέσου όρου στην στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής και τον ισχυρό πολικό στρόβιλο” , εξηγεί η ειδική επιστήμονας της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Ατμόσφαιρας Cοpernicus CAMS, Antje Inness. “Υπάρχει μεγάλη διακύμανση στον τρόπο ανάπτυξης της τρύπας κάθε χρόνο, κυρίως λόγω των μετεωρολογικών συνθηκών και της αντοχής και σταθερότητας του πολικού στροβίλου. Μόνο με την εξέταση των πιο μακροπρόθεσμων τάσεων μπορούμε να δούμε ότι η εξάντληση του στρώματος του όζοντος που προκαλείται από τον άνθρωπο επιβραδύνεται, όμως οι επιστήμονες αναμένουν ότι θα χρειαστούν δεκαετίες συντονισμένης προσπάθειας για να αποκατασταθούν οι ζημιές που έχουν ήδη γίνει ".
Αν και η στιβάδα του όζοντος ανακάμπτει αργά τις τελευταίες δεκαετίες, η τρύπα του φετινού όζοντος στην Ανταρκτική και αυτές των δύο τελευταίων ετών, ήταν αξιοσημείωτες: η τρύπα του όζοντος του 2018 κατατάσσεται επίσης μεταξύ των μεγαλύτερων των τελευταίων ετών. Άρχισε να αναπτύσσεται στα τέλη Αυγούστου και οι πολύ κρύες συνθήκες συνέβαλαν στην ραγδαία επέκτασή της. Η τρύπα του 2019 ξεκίνησε αρκετά νωρίς, αλλά παρέμεινε αδύναμη και έκλεισε σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα από το συνηθισμένο, εξαιτίας μιας σπάνιας ξαφνικής στρατοσφαιρικής θέρμανσης πάνω από την Ανταρκτική.
Ενώ υπάρχουν ακόμα τομείς ανησυχίας, οι επιστήμονες είναι πεπεισμένοι ότι το στρώμα του όζοντος ανακάμπτει και ότι έως το 2060 οι τιμές στην Ανταρκτική ενδέχεται να επιστρέψουν στα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από το 1980.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑΣ, μέρος 2ο- ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 1848- Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Αυστροουγγαρία: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΨΒΟΥΡΓΩΝ
Ο Ιωσήφ Β΄ (Βιέννη 13 Μαρτίου 1741 - 20 Φεβρουαρίου 1790), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας από τον κλάδο της Λωρραίνης του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους μαζί με την μητέρα του Μαρία Θηρεσία στο διάστημα 1765 - 1780, και μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο της μητέρας του στο διάστημα 1780 - 1790. Όπως και η μητέρα του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πεφωτισμένης μοναρχίας στην Ευρώπη μαζί με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και τον Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αλλά οι τεράστιες για την εποχή του μεταρρυθμίσεις που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει, τελικά δεν υλοποιήθηκαν, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσαν, αλλά και λόγω της κλονισμένης του υγείας πολλά χρόνια πριν τον θάνατο του. Τον Οκτώβριο του 1760 νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα της Πάρμας, η οποία πέθανε σύντομα (1763), ενώ το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, η Μαρία Θηρεσία, πέθανε το 1767. Στη συνέχεια (1765) παντρεύτηκε τη Μαρία Ιωσηφίνα, αλλά και αυτή πέθανε σύντομα (1767) από ευλογιά, οπότε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ απογοητευμένος αποφάσισε να μην ξαναπαντρευτεί.
Ο Ιωσήφ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο δικαιότερο σύστημα φορολόγησης να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία στην Βιέννη πλήττοντας τους τοπικούς γαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα να συναντήσει από αυτούς σκληρές αντιδράσεις. Ξέσπασαν επαναστάσεις στο Βέλγιο και την Ολλανδία, εξαιτίας της προσπάθειας του να μειώσει την εξουσία των τοπικών κυβερνήσεων, ενώ προσπάθησε να αλλάξει τα έθιμα των τοπικών κοινωνιών, συναντώντας αντιδράσεις ακόμα και από τον αγροτικό κόσμο. Ειδικότερα η απόφαση του να πλήξει τις μεγάλες περιουσίες των γαιοκτημόνων, χωρίς να τις παραχωρήσει στους ακτήμονες, συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από τους πρώτους χωρίς να βρει υποστήριξη από τους δεύτερους. Ιδιαίτερα στην Ουγγαρία υπήρχαν 40.000 ευγενείς που αντέδρασαν σκληρά, γιατί είδαν να πλήττεται η προσωπική τους περιουσία. Στο θέμα της εκπαίδευσης προσπάθησε να καταργήσει την επίσημη τότε λατινική γλώσσα, επιβάλλοντας τα Γερμανικά που ήταν άγνωστα σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, καθιέρωσε υποχρεωτική την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έδωσε πολλές υποτροφίες σε άπορους φοιτητές. Σημαντικότερη μεταρρύθμισή του ήταν η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής (1787) η οποία επανήλθε τελικά το 1795. Στο θέμα της υγείας κατασκεύασε μεγάλο νοσοκομείο στην Βιέννη αποδυναμώνοντας πάλι τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες.
Ο Ιωσήφ Β, που είχε χαμηλή θρησκευτική συνείδηση, προσπάθησε να περιορίσει την ισχυρή ως τότε επιρροή της Ρώμης στα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Επιχείρησε να ελέγξει ο ίδιος την εκλογή των ιερέων και επισκόπων, σπάζοντας τους ισχυρότατους δεσμούς που είχαν ως τότε με τον πάπα, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις. Οι κληρικοί έπρεπε να δίνουν πλέον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα αντί για τον πάπα, με αποτέλεσμα 700 μοναστήρια να κλείσουν και ο αριθμός των μοναχών να μειωθεί από 65.000 σε 27.000. Έδειξε μεγάλη θρησκευτική ανοχή σε όλες τις μη Καθολικές θρησκευτικές μειονότητες, δίνοντας περίπου ίδια προνόμια στους διαμαρτυρόμενους και τους Εβραίους. Ο πάπας Πίος ΣΤ΄, αρκετά ενοχλημένος από την στάση του, τον ανάγκασε να πληρώσει σε μια επίσκεψη του τον Ιούλιο του 1782.
Η εξωτερική του πολιτική ήταν ο περισσότερο αποτυχημένος τομέας του. Μεγαλομανής, ήθελε απροετοίμαστος χωρίς ισχυρό στρατό να εμπλακεί σε πολέμους για να κάνει την δική του αυτοκρατορία ισχυρότερη στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα ήταν να αποκρουσθεί δύο φορές από τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας (1778, 1785), που είχε τον ισχυρότερο στρατό εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια ήρθε σε πόλεμο με τους Τούρκους στα Βαλκάνια (1787 - 1791) για να κερδίσει την συμπαράσταση της Ρωσίας. Τελικά ενώθηκε με τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων, αλλά ακολούθησαν νέες στρατιωτικές αποτυχίες στο Βελιγράδι, που έδειξαν τη μεγάλη ανικανότητα του Ιωσήφ στον στρατιωτικό τομέα. Επέστρεψε στην Βιέννη με βαριά επιδεινωμένη υγεία (1789), και από τότε βρισκόταν μέχρι τον θάνατο του σε κωματώδη κατάσταση. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Λεοπόλδος Β΄.
Ο Λεοπόλδος Β΄ (5 Μαΐου 1747 - 1 Μαρτίου 1792), τρίτος γιος του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ήταν αρχιδούκας της Αυστρίας και μέγας δούκας της Τοσκάνης (1765 - 1790), Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Ουγγαρίας (1790 - 1792), θεωρούμενος πρότυπο της πεφωτισμένης απολυταρχίας. Ως νέος προοριζόταν για θεολογικές σπουδές, κάτι που τον έστρεψε αργότερα κατά της εκκλησίας. Με τον θάνατο του δεύτερου αδελφού του Καρόλου (1761) ορίστηκε ο ίδιος διάδοχος στο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του Φραγκίσκο Α΄ στις 18 Αυγούστου 1765.
Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που χρημάτισε δούκας της Φλωρεντίας αναμόρφωσε πλήρως το Δουκάτο, κατάργησε τους αυστηρούς περιορισμούς που είχαν τεθεί στη βιομηχανία και στην ατομική ιδιοκτησία από τον Οίκο των Μεδίκων και είχαν διατηρηθεί από τον πατέρα του. Εισήγαγε νέο σύστημα δικαιότερο για την φορολογία, από τα έσοδα του οποίου εκτέλεσε μεγάλα δημόσια έργα. Παρόλα αυτά ήταν αντιπαθής στον Ιταλικό λαό λόγω της φιλαργυρίας του. Δεν μπόρεσε όμως να ελέγξει την εκκλησιαστική περιουσία και οι προσπάθειες του στο θέμα αυτό τον έφεραν σε σύγκρουση με τον πάπα.
Η σημαντικότερη αναμόρφωσή του έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1786, όταν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία κατάργησε με νόμο την θανατική ποινή και τα βασανιστήρια. Παραχώρησε Σύνταγμα στους πολίτες, που είχε πολλές ομοιότητες με αυτό της Βιρτζίνια (1778), βασισμένο στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και στον διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα αυτό δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, γιατί ο Λεοπόλδος μετακινήθηκε στην Βιέννη (3 Μαρτίου 1790), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, αλλά και διότι ήταν πολύ προοδευτικό για την εποχή του και συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Έκανε και άλλες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, καθιέρωσε υποχρεωτικό το εμβόλιο για την ευλογιά, ενώ απαγόρευσε κάθε μορφή βασανιστηρίων στους ψυχικά ασθενείς, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα πολλά νοσοκομεία για την περίθαλψή τους. Τα τελευταία χρόνια είχε πολλές συναντήσεις με τον μεγαλύτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, που ήταν βέβαιο ότι θα τον διαδεχόταν σύντομα, επειδή ήταν άτεκνος και έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ενώ ήταν αρκετά αγαπημένοι, αρνήθηκε τη συμβασιλεία μαζί του γιατί δεν ήθελε να έχει φθορά από την αντιδημοτικότητά του.
Μια από τις πρώτες ενέργειές του ως αυτοκράτορα ήταν η εκστρατεία του στο Βέλγιο, που είχε ανεξαρτητοποιηθεί προσωρινά τα τελευταία χρόνια βασιλείας του αδελφού του, και το προσάρτησε ξανά στην αυτοκρατορία. Αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα από τη Δύση με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, στη χώρα όπου βασίλευε η ίδια η αδελφή του Μαρία Αντουανέτα, η οποία είχε φυλακιστεί και κινδύνευε άμεσα η ζωή της. Στα ανατολικά τον απασχόλησαν οι φιλοδοξίες της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης που εκμεταλλεύτηκε τις αναταραχές για να προσαρτήσει την Πρωσία. Η αδελφή του ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ο Λεοπόλδος, που δεν είχε τις διαπραγματευτικές ικανότητες της μητέρας του, προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από την Αγγλία. Αναφέρεται μάλιστα η βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στον Γάλλο πρίγκηπα Κάρολο. Ο Λεοπόλδος συνέχισε τις διαπραγματεύσεις του για να βρει συμμάχους για επέμβαση στη Γαλλία, μετά την αποτυχία με Αγγλία, Ρωσία, και συναντήθηκε με τον βασιλιά της Πρωσίας στις 25 Αυγούστου 1791, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δήλωσε υπακοή στο νέο Σύνταγμα. Πέθανε αιφνίδια στην Βιέννη τον Μάρτιο του 1792. Με τη σύζυγο του Μαρία Λουίζα της Ισπανίας είχε 13 παιδιά μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του Φραγκίσκος Β΄.
Ο Φραγκίσκος Β΄ (Φλωρεντία 12 Φεβρουαρίου 1768 - 2 Μαρτίου 1835) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1792 - 6 Αυγούστου 1806), αφού, μετά την ήττα του από τον Μέγα Ναπολέοντα στη Μάχη του Αούστερλιτς, κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Το 1806 ίδρυσε την Αυστριακή Αυτοκρατορία, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας ως Φραγκίσκος Α΄ (1806 - 1835), ενώ είναι ο μοναδικός στην ιστορία που είχε τον τίτλο του διπλού αυτοκράτορα (1804 - 1806) Γερμανίας και Αυστρίας. Είχε επίσης τον τίτλο των βασιλέων της Ουγγαρίας- Κροατίας - Σλοβενίας και του πρώτου προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδίας (1815). Ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄ και της Μαρίας Λουίζας της Ισπανίας, κόρης του βασιλιά Καρόλου Γ΄ της Ισπανίας, και γεννήθηκε στην Τοσκάνη, όπου ο πατέρας του Λεοπόλδος ήταν μέγας δούκας (1765 - 1790). Είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία με λαμπρές σπουδές στην Βιέννη, αφού προοριζόταν από τον πατέρα του και τον άτεκνο θείο του Ιωσήφ ως μελλοντικός αυτοκράτορας. Εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο τον θείο του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β με μεγάλη αυστηρότητα και πειθαρχία.
Με τον θάνατο του άτεκνου θείου του Ιωσήφ Β (1790) ο πατέρας του Λεοπόλδος Β έγινε αυτοκράτορας και ο ίδιος ο Φραγκίσκος διάδοχος του θρόνου. Με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Λεοπόλδου στις 1 Μαρτίου 1792 έγινε ο ίδιος ο Φραγκίσκος αυτοκράτορας σε ηλικία 24 ετών, πολύ νωρίτερα απ' ότι περίμενε. Βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με τις απειλές του Ναπολέοντα για ελευθερία και ισότητα και είχε ιδιαίτερες σχέσεις φόβου με την Γαλλία, αφού η θεία του, Μαρία Αντουανέτα, αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα από τους Γάλλους επαναστάτες.
Οδήγησε την χώρα του σε τρεις Συνασπισμούς (Γ το 1805, Δ το 1806 και Ε το 1809) εναντίον του Ναπολέοντα, όπου γνώρισε διαδοχικές ήττες. Μετά την τελική ήττα στην μάχη του Αούστερλιτς συνάντησε τον ίδιο τον Ναπολέοντα τον Δεκέμβριο του 1805. Το 1809 γνώρισε νέα ήττα από τον Ναπολέοντα στο Βάγκραμ, οπότε αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί του δίνοντας του την κόρη του Μαρία Λουίζα ως σύζυγο, και παρέμεινε υποτελής της γαλλικής αυτοκρατορίας ενώ οι πόλεμοι του με τον Ναπολέοντα εξασθένησαν σημαντικά την Αυστρία.
Το 1813 η Αυστρία ηγήθηκε στον ΣΤ Συνασπισμό κατά του Ναπολέοντα μαζί με τις Βρετανία, Ρωσία, Πρωσία και Σουηδία και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οριστική ήττα του Ναπολέοντα στη Λειψία. Αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα να δημιουργήσει με τον καγκελάριο Μέτερνιχ την Ιερά Συμμαχία (1815), στην οποία συμμετείχαν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας, ενώ έκαναν μυστική συμφωνία για την επαναφορά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ΄ στον θρόνο της Γαλλίας. Διέθετε εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων στην αυτοκρατορία του και την καλύτερη αστυνομία της εποχής του. Αν και απολυταρχικός, ήταν ένας ανοιχτός μονάρχης προσπελάσιμος στον λαό. Αναφέρεται και σαν άριστος οικογενειάρχης με αγαπημένη οικογένεια, καθώς με την δεύτερη σύζυγο του Μαρία Θηρεσία της Νάπολης και της Σικελίας απέκτησαν επτά παιδιά. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδος Α.
Αλλά ας δούμε τι συνέβαινε στη Γαλλία στα μέσα του 19ου αιώνα: με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, το Παρίσι του 1848 εξακολουθεί να είναι το Παρίσι του Παλαιού Καθεστώτος, με τα παλιά σπίτια και τα στενά δρομάκια. Η πόλη περιβάλλεται από το τείχος των Φοροεισπρακτόρων και από 52 πύλες διοδίων. Ένα είδος συνόρων μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της πόλης, που θα ξαναχαραχθούν με τραγικό τρόπο κατά την διάρκεια των Ημερών του Ιουνίου του 1848, από τη γραμμή μάχης, η οποία, από το βουλεβάρτο Rochechouart μέχρι το σημερινό βουλεβάρτο του Port Royal, θα διασχίσει την λεωφόρο Poissonnière, την οδό Saint-Denis, θα περάσει μέσα από το Île de la Cité και θα ανηφορίσει την οδό Σαιν Ζακ. Αν και αυτά τα σύνορα δεν είναι τόσο αυστηρά περιχαρακωμένα (οι λαϊκές γειτονιές που απλώνονται προς τα Ανατολικά, επεκτείνονται μέχρι το Καρτιέ Λατέν, το Δημαρχείο, το Λούβρο ή το Παλάτι του Κεραμεικού), εν τούτοις η διαφοροποίηση είναι σαφής ανάμεσα στις "προνομιούχες" (ή ανώτερες) τάξεις και το " λαϊκό Παρίσι". Η εργατιά είναι πολύ σημαντική στην πρωτεύουσα. Αν και παρέχει ένα μεγάλο μέρος της Eθνικής Φρουράς, της απαγορεύεται το δικαίωμα ψήφου λόγω φορολογικής υποτέλειας. Στο Παρίσι του 1848, οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες (σκληρή και επίπονη εργασία, εξαθλίωση, ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενισχύει την εγκληματικότητα). Η μεγάλη βιομηχανία έχει εκτοπιστεί στα χωριά περιφερειακά του Παρισιού, στην Βιλλέτ και την Μπατινιόλ. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται σε εργαστήρια που κατασκευάζουν είδη πολυτελείας (τα μισά από τα 64.000 εργαστήρια απασχολούν 1 ή 2 άτομα (τον ιδιοκτήτη μόνο του ή με ένα μόνο εργαζόμενο). Οι ειδικότητες είναι πολύ διαφορετικές (περισσότερα από 325 επαγγέλματα καταγεγραμμένα) όπου κυριαρχεί ο τομέας της ένδυσης (90.000 εργαζόμενοι) και της οικοδομής (41.000).
Ακόμη και μετά τις Τρεις Ένδοξες μέρες του 1830 (Les Trois Glorieuses - Ιουνιανή Εξέγερση) , που οδήγησαν στην αλλαγή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία, οι αντιπαλότητες εντείνονται, παράλληλα με τις επιδημίες χολέρας, την πείνα, την οικονομική κρίση, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την διαμάχη σχετικά με τα θρησκευτικά σχολεία. Τα επεισόδια εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην πρωτεύουσα απ'ότι στις επαρχίες, γεγονός που στη συνέχεια θα οδηγήσει ξανά στα οδοφράγματα. Στις 23 Ιουνίου 1848, οι κάτοικοι του Παρισιού εξεγέρθηκαν, γεγονός που έγινε γνωστό ως Εξέγερση του Ιουνίου - μια αιματηρή αλλά ανεπιτυχής εξέγερση από τους εργάτες του Παρισιού εναντίον μιας συντηρητικής στροφής στην πορεία της Δημοκρατίας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1848, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης εξελέγη πρόεδρος της Δεύτερης Δημοκρατίας, σε μεγάλο βαθμό με την υποστήριξη των αγροτών. Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα ανέστειλε την εκλεγμένη εθνοσυνέλευση, ιδρύοντας την Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1870. Ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας θα συνέχιζε ως ο τελευταίος Γάλλος μονάρχης.
Η "επανάσταση του Φλεβάρη" καθιέρωσε την αρχή του «δικαιώματος στην εργασία» (droit au travail), και η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση δημιούργησε τα «Εθνικά Εργαστήρια" για ανέργους. Την ίδια στιγμή ένα είδος βιομηχανικού κοινοβούλιου ιδρύθηκε στο Παλάτι του Λουξεμβούργου, υπό την προεδρία του Λουί Μπλαν, με αντικείμενο την προετοιμασία ενός σχεδίου για την οργάνωση της εργασίας. Αυτές οι εντάσεις μεταξύ φιλελεύθερων Ορλεανιστών και Ριζοσπαστών Ρεπουμπλικάνων και Σοσιαλιστών οδήγησε στην Ιουνιανή Εξέγερση.
Η κινητοποίηση στη Γαλλία του 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο έντονος εθνικισμός. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στον λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκλιση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.
Το επαναστατικό πνεύμα επηρεάζει σαφώς και την Ιταλία. Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.
Το 1848 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της Ευρώπης. Φανέρωσε ακόμη μια φορά την προϊούσα παρακμή του «παλαιού καθεστώτος», το οποίο έμειναν να στηρίζουν, από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, η Αυστρία και η Ρωσία. Η παρισινή επανάσταση των εργατών και τεχνιτών το 1848 ανέτρεψε το φιλελεύθερο καθεστώς του Λουδοβίκου Φιλίππου, για να βρεθεί αντιμέτωπη με τον στρατό και με έναν νέο Βοναπάρτη, τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Γ', ο οποίος υποσχόταν στους Γάλλους τις δόξες ενός παρελθόντος, που είχαν ωστόσο περάσει ανεπιστρεπτί. Στην Ουγγαρία ο Μαγυάρος πατριώτης Κοσούτ (Lajos Kossuth, 1802-1894) ζήτησε Σύνταγμα για τη χώρα του και καταδίκασε την αψβουργική απολυταρχία. Τον Απρίλιο του 1849 ο Κοσούτ ονομάστηκε κυβερνήτης της νεοσύστατης Δημοκρατίας. Οι επαναστατικές δυνάμεις όμως ηττήθηκαν από τον ρωσικό στρατό, που παρενέβη, για να βοηθήσει τους Αυστριακούς. Ο Κοσούτ κατέφυγε στο εξωτερικό, όπου συνέχισε να προωθεί την ιδέα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του έως τον θάνατο του. Τα αιτήματα των Μαγυάρων πατριωτών προκάλεσαν ευρύτερη αναταραχή στην αυτοκρατορία, ιδίως δε στη Βιέννη, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και φοιτητών από το ένα μέρος και της αστυνομίας από το άλλο. Θύμα των ταραχών στην πρωτεύουσα υπήρξε ο κατ' εξοχήν αρχιτέκτονας της αψβουργικής απολυταρχίας, ο Μέτερνιχ, ο οποίος αποπέμφθηκε από την εξουσία, για να κατευναστούν τα πνεύματα. Η αποπομπή του Μέτερνιχ ωστόσο ενθάρρυνε τους ηγέτες των εθνικών κινημάτων της αυτοκρατορίας να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Οι Μαγυάροι ανακήρυξαν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ισοδυναμούσαν με καθεστώς αυτονομίας, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι Τσέχοι, με ηγέτη τον εθνικό ιστοριογράφο Πάλατσκυ (Francis Palacky, 1798-1876), στη Βοημία. Σε εθνικό γερμανικό επίπεδο οι συνταγματικοί θεσμοί προβλήθηκαν στην περίφημη Συνέλευση της Φρανκφούρτης τον Μάρτιο του 1848. Εκεί συγκεντρώθηκε το άνθος της γερμανικής λογιοσύνης, για να συντάξει τον καταστατικό χάρτη της ενωμένης Γερμανίας. Η φιλελεύθερη επανάσταση οδηγήθηκε όμως σταδιακά σε ναυάγιο, κυρίως επειδή αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την πανίσχυρη, τότε, πρωσική απολυταρχία. Η Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης κατά την Επανάσταση του 1848. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' στήριζε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης, επηρεασμένος από το πολιτικό κλίμα της εποχής, αλλά αρνήθηκε το στέμμα της ενωμένης Γερμανίας. Την ίδια κατάληξη είχαν και τα φιλελεύθερα και εθνικά κινήματα των υποτελών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Οι έριδες μεταξύ των Μαγυάρων, των Τσέχων, των Ρουμάνων, των Κροατών και των Σέρβων της αυτοκρατορίας διευκόλυναν τη δυναμική επέμβαση των Αυστριακών και την καταστολή των επαναστάσεων. Με την Επανάσταση του 1848 στο Παρίσι συνδέθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες στοχαστές, ο Κάρολος Μαρξ, ο Γερμανός διανοούμενος και ακτιβιστής της κοινωνικής ανατροπής. Σ' ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα της εποχής, το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" (1848), ο Μαρξ υποστήριξε, απευθυνόμενος προς τους εργάτες, ότι «η ιστορία κάθε κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων»: «ελεύθεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, αφέντες και δουλοπάροικοι, βρίσκονταν πάντοτε μεταξύ τους αντιμέτωποι». Σε αντίθεση προς άλλους σοσιαλιστές της εποχής, όπως ο Βρετανός Ρόμπερτ Όουεν, ο οποίος υποστήριζε την αγαστή συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και των εργατών, ο Μαρξ πρέσβευε την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος από τους εργάτες, τους οποίους θεωρούσε ως την πιο προοδευτική τάξη, προορισμένη να ανατρέψει τον Καπιταλισμό και να επιτύχει την κοινωνική επανάσταση και την κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Ο Καρλ Μαρξ αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των τελευταίων αιώνων που κατάφερε να επηρεάσει την διανόηση του 19ου αιώνα στον τομέα της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας της οικονομίας αλλά και της ιστορίας. Η εργατική τάξη της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής χρωστάει πολλά στον ίδιο αλλά και στο πνευματικό έργο του. Με αρωγό το κριτικό του μάτι ο Καρλ Μαρξ διαπίστωσε ότι ολόκληρη η Ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε ιστορία ταξικών αγώνων. Η κοινωνίες ανέκαθεν χωρίζονταν σε τάξεις κυρίαρχες και κυριαρχούμενες. Κεντρικός άξονας που περιστρέφεται όλο το έργο του Καρλ Μαρξ είναι η βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία της κάθε εποχής είναι η οικονομική παραγωγή και κατά συνέπεια η διάρθρωση της κοινωνίας που απορρέει απ’ αυτήν. Στην παρούσα εργασία αναφερόμαστε στην πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση όπου διαμορφώθηκε και επικράτησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην οικονομία και κατ’ επέκταση στις εργαζόμενες τάξεις όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι σοσιαλιστικές θεωρίες. Επίσης θα αναφερθούμε στο βασικό περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας, την θεωρία της πάλης των τάξεων και την επαναστατική διαδικασία, μέσω της οποίας η κοινωνία θα γίνει αταξική. . Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση. Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της. Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες. Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Η επανάσταση στις ιταλικές χώρες κατά της αυστριακής κυριαρχίας κυρίως, αλλά με κύριο αίτημα την ενοποίηση των Ιταλών σε ενιαίο εθνικό κράτος, σημείωσε στην αρχή του 1848 εντυπωσιακή επιτυχία, σύντομα όμως εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Όταν άρχισε ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας των Ιταλών το 1859, η Ιταλία ήταν ακόμη -κατά την προσφιλή έκφραση του Μέτερνιχ- μια «γεωγραφική έκφραση», κατακερματισμένη σε πλήθος κρατών. Την ενοποίηση προωθούσαν οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, καθώς και οι έμποροι και άλλοι εκπρόσωποι των Ιταλών αστών, που επιδίωκαν την κατάργηση των κρατικών συνόρων και των δασμολογικών και άλλων νομικών φραγμών στις ιταλικές χώρες. Η αποτυχία μιας πανιταλικής επανάστασης, όπως αυτή που οραματίζονταν ο Ιταλός φιλελεύθερος στοχαστής Ματσίνι και άλλοι πατριώτες και που απέτυχε το 1848, έστρεψε στη συνέχεια πολλούς Ιταλούς προς το Πεδεμόντιο. Εκεί ένας ικανός φιλελεύθερος ηγέτης, ο Καβούρ, κατόρθωσε σε μικρό χρονικό διάστημα να εκσυγχρονίσει το μικρό βασίλειο του ιταλικού Βορρά και να το καταστήσει πρωταγωνιστή των ιταλικών πραγμάτων, ταυτόχρονα δε να το προβάλει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ως χώρα σεβαστή σε φίλους και σε αντιπάλους. Τον Οκτώβριο του 1859 τα νοτιοϊταλικά κράτη ζήτησαν με δημοψήφισμα να ενωθούν με το Πεδεμόντιο. Τον Φεβρουάριο του 1860 συνήλθε στο Τορίνο, πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου, η πρώτη εθνοσυνέλευση της ενωμένης Ιταλίας, η οποία ανακήρυξε βασιλιά της χώρας τον Βίκτορα Εμμανουήλ Β'. Το 1866 οι διάδοχοι του Καβούρ, ακολουθώντας την πολιτική του, προσάρτησαν τη Βενετία, συμμαχώντας με την Πρωσία, ενώ το 1871 προσάρτησαν και τη Ρώμη, κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-1871). Τον Ιούλιο του 1871 η Ρώμη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ενωμένου ιταλικού κράτους. Ο πίνακας από κάτω απεικονίζει αλληγορικά την προσάρτηση της Ρώμης στο Ιταλικό Βασίλειο. Μια γυναίκα με παραδοσιακή φορεσιά της Ρώμης ρίχνει τη θετική της ψήφο κάτω από την προτομή του Βίκτορος Εμμανουήλ Β'. ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΣ:
Το γαλλικό 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκληση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι, που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.
Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.
Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση. Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας. Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.
Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870) Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.
Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.
ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ (ένα μάθημα κατανόησης της νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας λίγο πριν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους)
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.
Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Κισλεϊθανία (Cisleithania, οι «εντεύθεν του ποταμού Λάιτα χώρες», δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ.Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπρνο και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.
Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.
Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.
(στο μάθημα θα σχολιάσουμε τη σταδιακή διαμόρφωση του αντισημιτισμού στη γερμανική κουλτούρα) Ανάλογη πορεία ακολούθησε και το Γερμανικό Ζήτημα, με καταλύτη την Πρωσία, το πιο σύγχρονο και ισχυρό γερμανικό κράτος. Στην Πρωσία της δυναστείας των Χοχεντσόλερν (Hohenzollem) η γαιοκτητική αριστοκρατία των Γιούγκερς (Junkers), που ήλεγχε τον στρατό, και η φιλελεύθερη αστική τάξη, που ήλεγχε το κοινοβούλιο, συγκρούονταν σε πολλά ζητήματα, ιδίως στο ζήτημα της αύξησης της δύναμης του στρατού που προωθούσε ο νέος βασιλιάς της χώρας από το 1861, ο Γουλιέλμος Α' (1861-1871, αυτοκράτορας της Γερμανίας, 1871-1888), και που υπονόμευε το κοινοβούλιο. Τη χώρα έβγαλε από το αδιέξοδο ο νέος καγκελάριος, ο Βίσμαρκ, ο οποίος κατηύθυνε τις τύχες της Πρωσίας και στη συνέχεια της Γερμανίας (εν πολλοίς δε και της Ευρώπης) επί τρεις σχεδόν δεκαετίες. Ο Βίσμαρκ, στην επιδίωξή του να ενώσει τη Γερμανία υπό το σκήπτρο της Πρωσίας, είχε να αντιμετωπίσει τρεις αντιπάλους: α) τους φιλελεύθερους της Πρωσίας, β) την Αυστρία και γ) τη Γαλλία. Τους φιλελεύθερους αφόπλισε με σειρά μεταρρυθμίσεων κοινωνικού χαρακτήρα. Η Αυστρία αποδείχτηκε ευκολότερος αντίπαλος- ο αυστροπρωσικός πόλεμος του 1866 διήρκεσε επτά εβδομάδες και τερματίστηκε με την ολοκληρωτική ήττα της γερασμένης πολυεθνικής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Με τη Συνθήκη της Πράγας (23 Αυγούστου 1866) η Αυστρία αποδέχτηκε τον αποκλεισμό της από τα γερμανικά πράγματα. Ένα έτος αργότερα, το 1867, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων κατέστη δυαδική μοναρχία, όταν οι Μαγυάροι επιδίωξαν και πέτυχαν αναβάθμιση του ρόλου τους στην αυτοκρατορία. Όπως ήταν φυσικό, οι επιτυχίες της Πρωσίας ανησύχησαν τη Γαλλία του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, που μάταια προσπάθησε να προσεταιριστεί την Αυστρία. Στην αυστρογαλλική σύμπραξη αντιδρούσαν οι Μαγυάροι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα πρόσφατα κέρδη τους. Η κήρυξη του πολέμου από τη Γαλλία εναντίον της Πρωσίας, στις 19 Ιουλίου 1870, κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα των γαλλικών δυνάμεων στη μάχη του Σεντάν (Sedan), κοντά στα γαλλοβελγικά σύνορα, την 1η Σεπτεμβρίου 1870. Την επομένη ο Ναπολέων υπέγραψε συνθηκολόγηση, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε επανάσταση στο Παρίσι και τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία ανακήρυξε τη Γ' Γαλλική Δημοκρατία πάνω στα ερείπια της Β' Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Το επαναστατημένο και πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι παραδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1871. Δέκα ημέρες πριν ο Γουλιέλμος της Πρωσίας είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας της Γερμανίας στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπου υπογράφηκε και η προσωρινή συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών στις 26 Φεβρουαρίου. Με την τελική Συνθήκη Ειρήνης της Φρανκφούρτης (10 Μαΐου 1871) η Γαλλία εκχώρησε στη Γερμανία τις δύο ανατολικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λορραίνης (βλ. χάρτη από κάτω) και κατέβαλε υψηλή πολεμική αποζημίωση. Οι εξελίξεις αυτές στην καρδιά της Ευρώπης αποτελούν σταθμό μείζονος σημασίας στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου.
Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.
Το 1848 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της Ευρώπης. Φανέρωσε ακόμη μια φορά την προϊούσα παρακμή του «παλαιού καθεστώτος», το οποίο έμειναν να στηρίζουν, από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, η Αυστρία και η Ρωσία. Η παρισινή επανάσταση των εργατών και τεχνιτών το 1848 ανέτρεψε το φιλελεύθερο καθεστώς του Λουδοβίκου Φιλίππου, για να βρεθεί αντιμέτωπη με τον στρατό και με έναν νέο Βοναπάρτη, τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Γ', ο οποίος υποσχόταν στους Γάλλους τις δόξες ενός παρελθόντος, που είχαν ωστόσο περάσει ανεπιστρεπτί. Στην Ουγγαρία ο Μαγυάρος πατριώτης Κοσούτ (Lajos Kossuth, 1802-1894) ζήτησε Σύνταγμα για τη χώρα του και καταδίκασε την αψβουργική απολυταρχία. Τον Απρίλιο του 1849 ο Κοσούτ ονομάστηκε κυβερνήτης της νεοσύστατης Δημοκρατίας. Οι επαναστατικές δυνάμεις όμως ηττήθηκαν από τον ρωσικό στρατό, που παρενέβη, για να βοηθήσει τους Αυστριακούς. Ο Κοσούτ κατέφυγε στο εξωτερικό, όπου συνέχισε να προωθεί την ιδέα της ανεξαρτησίας της πατρίδας του έως τον θάνατο του. Τα αιτήματα των Μαγυάρων πατριωτών προκάλεσαν ευρύτερη αναταραχή στην αυτοκρατορία, ιδίως δε στη Βιέννη, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και φοιτητών από το ένα μέρος και της αστυνομίας από το άλλο. Θύμα των ταραχών στην πρωτεύουσα υπήρξε ο κατ' εξοχήν αρχιτέκτονας της αψβουργικής απολυταρχίας, ο Μέτερνιχ, ο οποίος αποπέμφθηκε από την εξουσία, για να κατευναστούν τα πνεύματα. Η αποπομπή του Μέτερνιχ ωστόσο ενθάρρυνε τους ηγέτες των εθνικών κινημάτων της αυτοκρατορίας να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Οι Μαγυάροι ανακήρυξαν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ισοδυναμούσαν με καθεστώς αυτονομίας, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι Τσέχοι, με ηγέτη τον εθνικό ιστοριογράφο Πάλατσκυ (Francis Palacky, 1798-1876), στη Βοημία. Σε εθνικό γερμανικό επίπεδο οι συνταγματικοί θεσμοί προβλήθηκαν στην περίφημη Συνέλευση της Φρανκφούρτης τον Μάρτιο του 1848. Εκεί συγκεντρώθηκε το άνθος της γερμανικής λογιοσύνης, για να συντάξει τον καταστατικό χάρτη της ενωμένης Γερμανίας. Η φιλελεύθερη επανάσταση οδηγήθηκε όμως σταδιακά σε ναυάγιο, κυρίως επειδή αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την πανίσχυρη, τότε, πρωσική απολυταρχία. Η Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης κατά την Επανάσταση του 1848. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' στήριζε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης, επηρεασμένος από το πολιτικό κλίμα της εποχής, αλλά αρνήθηκε το στέμμα της ενωμένης Γερμανίας. Την ίδια κατάληξη είχαν και τα φιλελεύθερα και εθνικά κινήματα των υποτελών εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Οι έριδες μεταξύ των Μαγυάρων, των Τσέχων, των Ρουμάνων, των Κροατών και των Σέρβων της αυτοκρατορίας διευκόλυναν τη δυναμική επέμβαση των Αυστριακών και την καταστολή των επαναστάσεων. Με την Επανάσταση του 1848 στο Παρίσι συνδέθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες στοχαστές, ο Κάρολος Μαρξ, ο Γερμανός διανοούμενος και ακτιβιστής της κοινωνικής ανατροπής. Σ' ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα της εποχής, το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" (1848), ο Μαρξ υποστήριξε, απευθυνόμενος προς τους εργάτες, ότι «η ιστορία κάθε κοινωνίας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων»: «ελεύθεροι και δούλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, αφέντες και δουλοπάροικοι, βρίσκονταν πάντοτε μεταξύ τους αντιμέτωποι». Σε αντίθεση προς άλλους σοσιαλιστές της εποχής, όπως ο Βρετανός Ρόμπερτ Όουεν, ο οποίος υποστήριζε την αγαστή συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και των εργατών, ο Μαρξ πρέσβευε την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος από τους εργάτες, τους οποίους θεωρούσε ως την πιο προοδευτική τάξη, προορισμένη να ανατρέψει τον Καπιταλισμό και να επιτύχει την κοινωνική επανάσταση και την κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Ο Καρλ Μαρξ αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των τελευταίων αιώνων που κατάφερε να επηρεάσει την διανόηση του 19ου αιώνα στον τομέα της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας της οικονομίας αλλά και της ιστορίας. Η εργατική τάξη της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής χρωστάει πολλά στον ίδιο αλλά και στο πνευματικό έργο του. Με αρωγό το κριτικό του μάτι ο Καρλ Μαρξ διαπίστωσε ότι ολόκληρη η Ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε ιστορία ταξικών αγώνων. Η κοινωνίες ανέκαθεν χωρίζονταν σε τάξεις κυρίαρχες και κυριαρχούμενες. Κεντρικός άξονας που περιστρέφεται όλο το έργο του Καρλ Μαρξ είναι η βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία της κάθε εποχής είναι η οικονομική παραγωγή και κατά συνέπεια η διάρθρωση της κοινωνίας που απορρέει απ’ αυτήν. Στην παρούσα εργασία αναφερόμαστε στην πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση όπου διαμορφώθηκε και επικράτησε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην οικονομία και κατ’ επέκταση στις εργαζόμενες τάξεις όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι σοσιαλιστικές θεωρίες. Επίσης θα αναφερθούμε στο βασικό περιεχόμενο της μαρξιστικής θεωρίας, την θεωρία της πάλης των τάξεων και την επαναστατική διαδικασία, μέσω της οποίας η κοινωνία θα γίνει αταξική. . Στις βιομηχανικές χώρες οι αστοί διεκδίκησαν με επιτυχία την πολιτική εξουσία και πήραν τα σκήπτρα και τα προνόμια από τους από τους αριστοκράτες και τους ευγενείς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις είναι συνώνυμη με την διαρκή σύγκρουση των συμφερόντων τους, «Η πάλη των τάξεων».Κοινός στόχος όλων ήταν να κατακτήσουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αργότερα επικράτησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται οποιοσδήποτε όποιον κλάδο της βιομηχανίας επιθυμούσε αρκεί να διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Πολλοί καπιταλιστές ασχολήθηκαν με την βιομηχανία με αποτέλεσμα την μαζική παραγωγή περισσότερων προϊόντων απ όσα μπορούσαν να πουληθούν Αυτή η εμπορική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την χρεοκοπία εργοστασίων και την ανεργία του εργατικού δυναμικού. Συμφώνα με τον Μαρξ αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε πέντε με επτά έτη και το ονομάζει καπιταλιστική κρίση. Ο Μαρξ είχε προβλέψει τις καταστροφικές διαστάσεις του ανταγωνισμού της αστικής τάξης η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την κοινωνία στην εκμετάλλευση αλλά και την ηθική κατάπτωση. Αυτή η κρίση έγινε αιτία να συρρικνωθούν αριθμητικά οι καπιταλιστές και να αυξηθεί το προλεταριάτο το όποιο θα συνειδητοποιούσε την καταπίεση που του ασκούσε η αστική τάξη αλλά και την δύναμη που είχε λόγω αριθμητικής υπεροχής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε σύγκρουση από την οποία θα βγουν νικητές οι προλετάριοι σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία. Η τάξη που τελικά κατορθώνει να πάρει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι εκείνη που κυριαρχεί και που διαμορφώνει την κοινωνική υπερδομή (την ιδεολογία, την ηθική αλλά και το θεσμικό πλαίσιο), με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί την κυριαρχία της. Ο Μαρξ θεώρει ότι η ανώτερη μορφή ταξικής πάλης είναι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη εναντίον της τάξης των εκμεταλλευτών. Το ανώτερο στάδιο του πολιτικού αγώνα είναι η κοινωνική προλεταριακή επανάσταση που έχει ως αποστολή να αντικαταστήσει τις παλιές παραγωγικές σχέσεις με καινούριες, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να την αντικαταστήσει από την κοινή χρήση των μέσων παραγωγής και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, δηλαδή διανομή όλων των παραγόμενων προσόντων με βάση κοινή συμφωνία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι κατά τον Μαρξ ο πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός ολόκληρης της κοινωνίας. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί την βασική διεκδίκηση του κουμμουνιστικού κινήματος. Στην θέση της ατομικής ιδιοκτησίας θα υπάρχει συλλογική διαχείριση με μορφή εθελοντικά συνεταιριστική η κρατική τις λεγόμενες κολεκτίβες. Αυτή η κοινωνία θα είναι μεταβατική και θα υπόκειται στον έλεγχο της εργατικής τάξης, η δικτατορία της αστικής τάξης θα αντικατασταθεί με την δικτατορία του προλεταριάτου. Με την βίαιη καταστολή της αστικής τάξης θα πάψουν και οι ταξικές αντιθέσεις και το προλεταριάτο δεν θα είναι κυρίαρχη τάξη αλλά θα υπόκειται σε μια κοινωνία αταξική στην οποία θα σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στην νέα τάξη πραγμάτων η ανάπτυξη του κάθε ατόμου θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ιδανικά λοιπόν δεν θα υφίσταται η ταξική καταπίεση και η οικονομική παραγωγή θα μεγιστοποιηθεί, θα υπάρχει αφθονία αγαθών και θα επικρατήσει παγκόσμια αρμονία επειδή οι πόροι από τα παραγόμενα αγαθά θα κατανέμονται όπως πρέπει και η φτώχεια δεν θα υπάρχει πια. Στην κουμουνιστική κοινωνία η εργασία δεν θα είναι μια καταπιεστική ανάγκη αλλά μια ευκαιρία για ν αναπτύξει ο άνθρωπος τις δημιουργικές του ικανότητες και δεν θα διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Η επανάσταση στις ιταλικές χώρες κατά της αυστριακής κυριαρχίας κυρίως, αλλά με κύριο αίτημα την ενοποίηση των Ιταλών σε ενιαίο εθνικό κράτος, σημείωσε στην αρχή του 1848 εντυπωσιακή επιτυχία, σύντομα όμως εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα. Όταν άρχισε ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας των Ιταλών το 1859, η Ιταλία ήταν ακόμη -κατά την προσφιλή έκφραση του Μέτερνιχ- μια «γεωγραφική έκφραση», κατακερματισμένη σε πλήθος κρατών. Την ενοποίηση προωθούσαν οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, καθώς και οι έμποροι και άλλοι εκπρόσωποι των Ιταλών αστών, που επιδίωκαν την κατάργηση των κρατικών συνόρων και των δασμολογικών και άλλων νομικών φραγμών στις ιταλικές χώρες. Η αποτυχία μιας πανιταλικής επανάστασης, όπως αυτή που οραματίζονταν ο Ιταλός φιλελεύθερος στοχαστής Ματσίνι και άλλοι πατριώτες και που απέτυχε το 1848, έστρεψε στη συνέχεια πολλούς Ιταλούς προς το Πεδεμόντιο. Εκεί ένας ικανός φιλελεύθερος ηγέτης, ο Καβούρ, κατόρθωσε σε μικρό χρονικό διάστημα να εκσυγχρονίσει το μικρό βασίλειο του ιταλικού Βορρά και να το καταστήσει πρωταγωνιστή των ιταλικών πραγμάτων, ταυτόχρονα δε να το προβάλει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο ως χώρα σεβαστή σε φίλους και σε αντιπάλους. Τον Οκτώβριο του 1859 τα νοτιοϊταλικά κράτη ζήτησαν με δημοψήφισμα να ενωθούν με το Πεδεμόντιο. Τον Φεβρουάριο του 1860 συνήλθε στο Τορίνο, πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου, η πρώτη εθνοσυνέλευση της ενωμένης Ιταλίας, η οποία ανακήρυξε βασιλιά της χώρας τον Βίκτορα Εμμανουήλ Β'. Το 1866 οι διάδοχοι του Καβούρ, ακολουθώντας την πολιτική του, προσάρτησαν τη Βενετία, συμμαχώντας με την Πρωσία, ενώ το 1871 προσάρτησαν και τη Ρώμη, κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-1871). Τον Ιούλιο του 1871 η Ρώμη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ενωμένου ιταλικού κράτους. Ο πίνακας από κάτω απεικονίζει αλληγορικά την προσάρτηση της Ρώμης στο Ιταλικό Βασίλειο. Μια γυναίκα με παραδοσιακή φορεσιά της Ρώμης ρίχνει τη θετική της ψήφο κάτω από την προτομή του Βίκτορος Εμμανουήλ Β'. ΠΩΣ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΣ:
Το γαλλικό 1848 είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, το χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο εθνικός χαρακτήρας. Η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής, η Αυστροουγγαρία, είδε τους φοιτητές και τους εργάτες να στήνουν οδοφράγματα στους δρόμους της Βιέννης και να ζητούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση. Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος-Φερδινάνδος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Μέτερνιχ -η επιρροή του οποίου είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο- και να υποσχεθεί στο λαό σύνταγμα, ελευθερία του τύπου και του συνέρχεσθαι καθώς και πολιτοφυλακή αστών. Τα μέτρα του αρχιδούκα δεν θα ικανοποιήσουν τους εξεγερμένους, στους οποίους έχουν τώρα προστεθεί και οι μειονότητες της αυτοκρατορίας με πρωτοστατούσα αυτή των Ούγγρων. Τα οδοφράγματα δεν θα αργήσουν τελικά να εξωθήσουν τον Φραγκίσκο-Φερδινάνδο σε παραίτηση και να οδηγήσουν στη σύγκληση Κοινοβουλίου. Κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Ούγγροι, που κερδίζουν την ανεξαρτησία τους σταδιακά και συγκροτούν μια νέα χώρα με δικό της σύνταγμα, αυτοδιοίκηση και νόμισμα. Οι τελευταίοι δεν φαίνεται να διδάχτηκαν πολλά από την πρόσφατη περιπέτειά τους: φιλοδοξώντας να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αρνούνται την ελευθερία στα εκατομμύρια των Σλάβων που ζουν στην ουγγρική επικράτεια. Οι Σλάβοι (Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι) θα ξεσηκωθούν και θα πετύχουν να τους παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση, ενώ θα καταφέρουν να πιέσουν τις καταστάσεις και μέσα στο αυστριακό κοινοβούλιο, στο οποίο, των Ούγγρων απόντων, διαθέτουν την πλειοψηφία. Μέσα σε λίγους μήνες, η κραταιά Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία δείχνει να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, δεδομένου ότι τα εκατομμύρια των Σλάβων ήδη στρέφουν τα βλέμματά τους προς τη Ρωσία.
Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878). Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.
Ούτε η Γερμανία της εποχής είναι ακόμη ενωμένη. Διαιρεμένοι σε βασίλεια με μεγαλύτερο αυτό της Πρωσίας, οι Γερμανοί συζητούν χλιαρά την ιδέα της Ένωσης επηρεασμένοι από τις ιδέες του Ρομαντισμού και του Παγγερμανισμού όπου βάση αποτελούν η γλώσσα και η μυστικιστική μυθολογία και όχι η ιδεολογία και η συνείδηση (σε αντίθεση με τους Ιταλούς). Οι Γερμανοί θα βγουν στους δρόμους για να δουν τους βασιλείς των κρατιδίων (Ανόβερο, Αμβούργο, Βαυαρία, Σαξονία) να υποχωρούν και τον βασιλιά Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Χοεντσόλερν να παραχωρεί Σύνταγμα. Ενώ όλα οδεύουν προς την Ένωση και αποφασίζεται συγκρότηση Συντακτικής Βουλής, οι διαθέσεις αλλάζουν: η Βουλή αυτή αποτελείται από φιλελεύθερους διανοούμενους αστούς και έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό απολυταρχικό πνεύμα. Έτσι, αντί για Ένωση, οι Γερμανοί συγκροτούν Ομοσπονδία και διορίζεται Κυβέρνηση για το νεογέννητο Β΄ Ράιχ. Στόχος πλέον είναι η ενσωμάτωση όλων των εδαφών όπου κατοικούν Γερμανοί, ο πλήρης επεκτατισμός. Το τελευταίο νέο πανικοβάλλει τους Αυστριακούς, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατηθούν σε πολλαπλά μέτωπα: πόλεμος με τους Ιταλούς στο νότο, απόσχιση των Ούγγρων και των Σλάβων, απειλές από τους Γερμανούς, υφέρπουσα κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία. Σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και φωνές διαμαρτυρίας από το εσωτερικό του στρατεύματος. Κι όμως: ενώ όλα δείχνουν ότι το γαλλικό 1848 θα σαρώσει ριζικά την Ευρώπη και ότι η Αυστρία θα σβηστεί από το χάρτη, σπουδαία γεγονότα και σημαντικές εκπλήξεις θα ανατρέψουν το σκηνικό.Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση. Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας. Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.
Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870) Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.
Ενώ η Γαλλία και η Αυστρία αποτελούν παραδοσιακές δυνάμεις και μεγάλα βασίλεια, η ιταλική χερσόνησος είναι διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια. Στο βορρά δεσπόζει το Πεδεμόντιο το οποίο με κέντρο το βιομηχανικό Τορίνο αποτελεί τον πυρήνα του ξεσπάσματος ενός κινήματος που έμεινε στην Ιστορία ως «Ριζορτζιμέντο»: τη Μεγάλη Ιδέα της χώρας. Πλην του Πιεμόντε, όλη σχεδόν η βόρεια Ιταλία τελεί υπό αυστριακή κατάληψη. Στο κέντρο, υπάρχει το παπικό κράτος όπου δεσπόζει η μορφή του πάπα Πίου Η΄, ο οποίος με τα κηρύγματά του επηρεάζει του γείτονες ευγενείς της Εμίλια και της Ρομάνια, των κρατιδίων κατά μήκος του Πάδου. Ανάμεσα σε αυτούς κυριαρχεί το Δουκάτο της Τοσκάνης με κέντρο τη Φλωρεντία, έρμαιο ανάμεσα στις διαθέσεις του πάπα και των Γάλλων βασιλιάδων. Τέλος, στο νότο, υπάρχει το μεγάλο Βασίλειο της Νάπολης, το οποίο άγεται και φέρεται πότε από Γάλλους και πότε από Ισπανούς. Βορράς και Νότος θα δώσουν το έναυσμα: σχεδόν ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Πεδεμόντιο και στη Νάπολη. Οι Πιεμοντέζοι ζητούν αυτονομία για όλο το Βορρά και ενοποίηση της Ιταλίας εκδιώκοντας προσωρινά τον αυστριακό στρατό. Δημιουργείται η βραχύβια «Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου» με κέντρο τη Βενετία, ενώ αντιαυστριακές φωνές ακούγονται πλέον και στα Επτάνησα. Ο Μέτερνιχ θα προσπαθήσει να αντιδράσει αλλά θα τον προλάβουν οι εξελίξεις, οι οποίες πλέον καλπάζουν: ο βασιλιάς της Νάπολης θα παραχωρήσει Σύνταγμα «αλά 1789» για να γλυτώσει την εκθρόνιση, ο πάπας και ο δούκας της Τοσκάνης τον ακολουθούν παρασύροντας έτσι και τον Αλβέρτο του Πεδεμοντίου. Ο τελευταίος ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με την Αυστρία έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα οδοφράγματα στην πρωτεύουσά του. Το χάος συνεχίζεται αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας.
ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ (ένα μάθημα κατανόησης της νεώτερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας λίγο πριν από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους)
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του αυστροουγγρικού συντάγματος: «Όλες οι φυλές της αυτοκρατορίας έχουν ίσα δικαιώματα και κάθε φυλή έχει ένα απαραβίαστο δικαίωμα στη διατήρηση και χρήση της δικής της εθνικότητας και γλώσσας. Η ισότητα όλων των εθιμικών γλωσσών (landesübliche Sprache) στο σχολείο, το γραφείο και τη δημόσια ζωή, αναγνωρίζεται από το κράτος. Στα εδάφη όπου διάφορες φυλές είναι αναμεμειγμένες, οι δημόσιοι και μορφωτικοί θεσμοί θα κανονίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς να είναι απαραίτητη η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας της χώρας (Landessprache), κάθε μία από τις φυλές να απολαμβάνει των απαραίτητων μέσων για μόρφωση στη δική της γλώσσα.»
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα οδήγησε σε αρκετές διαμάχες, καθώς όλα εξαρτώνταν από το ποια είναι η εθιμική ή landesüblich γλώσσα σε κάθε περιοχή. Οι Γερμανοί, η παραδοσιακή γραφειοκρατική, κεφαλαιοκρατική και πολιτισμική ελίτ, απαιτούσαν την αναγνώριση των γερμανικών ως εθιμικής γλώσσας σε όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ενώ τα ιταλικά θεωρούνταν μια παλιά, πολιτισμική γλώσσα (Kultursprache) από τους γερμανόφωνους διανοούμενους και πάντα της αναγνωρίζονταν ίσα δικαιώματα ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν τις σλαβικές γλώσσες ως ισότιμες των γερμανικών. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε πλήρη επίγνωση του ότι κυβερνούσε μία πολυεθνική αυτοκρατορία και μιλούσε γερμανικά, ουγγρικά, τσεχικά, πολωνικά και ιταλικά.
Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκε η χειραφέτηση πολλών γλωσσών τουλάχιστον στο τμήμα της Αυτοκρατορίας που ήταν γνωστό ως Κισλεϊθανία (Cisleithania, οι «εντεύθεν του ποταμού Λάιτα χώρες», δηλαδή το «αυστριακό» τμήμα της Αυτοκρατορίας). Με μια σειρά νόμων από το 1867 και μετά, η κροατική γλώσσα αναγνωρίστηκε ως ισότιμη των ιταλικών στη Δαλματία. Από το 1882 οι Σλοβένοι είχαν την πλειοψηφία στη δίαιτα της Καρνιόλας και στην πρωτεύουσα Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), και αντικατέστησαν τα γερμανικά με τα σλοβενικά ως επίσημη γλώσσα. Τα πολωνικά αντικατέστησαν τα γερμανικά το 1869 στη Γαλικία ως γλώσσα της κυβέρνησης. Οι ίδιοι οι Πολωνοί μεροληπτούσαν σε βάρος της ουκρανικής μειονότητας και τα ουκρανικά δεν έγιναν ποτέ επίσημη γλώσσα. Οι πιο έντονες γλωσσικές διαμάχες έλαβαν χώρα στη Βοημία και Μοραβία, όπου οι Τσέχοι ήθελαν να καθιερώσουν τη γλώσσα τους ακόμα και στις γερμανόφωνες περιοχές της «Σουδητίας» (γερμ.Sudetenland, η ονομασία είναι μεταγενέστερη). Οι γερμανόφωνοι έχασαν την πλειοψηφία στη βοημική δίαιτα το 1880 καθώς και στην Πράγα και το Πίλσεν (αν και κατάφεραν να διατηρήσουν την πλειοψηφία στο Μπρνο και βρέθηκαν στην πρωτοφανή για Γερμανούς θέση της μειονότητας. Έτσι, το Καρολιανό Πανεπιστήμιο της Πράγας χωρίστηκε το 1882 σε γερμανικό και τσεχικό τμήμα.
Συγχρόνως, οι Μαγυάροι αντιμετώπιζαν προκλήσεις από τους Ρουμάνους στην Τρανσυλβανία και στο ανατολικό Βανάτο, τους Σλοβάκους στη σημερινή Σλοβακία και τους Σέρβους και Κροάτες στη σημερινή Δαλματία και Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Βοϊβοντίνα. Οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι επίσης επιθυμούσαν την ένωση με τους ομοεθνείς τους. Παρότι οι ηγέτες της Ουγγαρίας ήταν πιο απρόθυμοι από τους Αυστριακούς στο να μοιραστούν την εξουσία με τις μειονότητες, παραχώρησαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας στο βασίλειο της Κροατίας το 1868.Τον Ιανουάριο του 1907, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στο σλοβακικό τμήμα της Ουγγαρίας αναγκάστηκαν να διδάσκουν στο εξής μόνο στα ουγγρικά, ενώ κάηκαν πολλά σλοβακικά βιβλία και εφημερίδες.
Η θέση των Εβραίων στο βασίλειο, που το 1914 ήταν περίπου δύο εκατομμύρια, ήταν ιδιόμορφη. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρχαν αντισημιτικά κόμματα και κινήματα, αλλά η Βιέννη δεν πραγματοποίησε πογκρόμ ούτε εφάρμοσε κάποια επίσημη αντισημιτική πολιτική. Η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις αγροτικές περιοχές της Ουγγαρίας, της Βοημίας και της σημερινής νότιας Πολωνίας, παρότι υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα και άλλες μεγάλες πόλεις.
(στο μάθημα θα σχολιάσουμε τη σταδιακή διαμόρφωση του αντισημιτισμού στη γερμανική κουλτούρα) Ανάλογη πορεία ακολούθησε και το Γερμανικό Ζήτημα, με καταλύτη την Πρωσία, το πιο σύγχρονο και ισχυρό γερμανικό κράτος. Στην Πρωσία της δυναστείας των Χοχεντσόλερν (Hohenzollem) η γαιοκτητική αριστοκρατία των Γιούγκερς (Junkers), που ήλεγχε τον στρατό, και η φιλελεύθερη αστική τάξη, που ήλεγχε το κοινοβούλιο, συγκρούονταν σε πολλά ζητήματα, ιδίως στο ζήτημα της αύξησης της δύναμης του στρατού που προωθούσε ο νέος βασιλιάς της χώρας από το 1861, ο Γουλιέλμος Α' (1861-1871, αυτοκράτορας της Γερμανίας, 1871-1888), και που υπονόμευε το κοινοβούλιο. Τη χώρα έβγαλε από το αδιέξοδο ο νέος καγκελάριος, ο Βίσμαρκ, ο οποίος κατηύθυνε τις τύχες της Πρωσίας και στη συνέχεια της Γερμανίας (εν πολλοίς δε και της Ευρώπης) επί τρεις σχεδόν δεκαετίες. Ο Βίσμαρκ, στην επιδίωξή του να ενώσει τη Γερμανία υπό το σκήπτρο της Πρωσίας, είχε να αντιμετωπίσει τρεις αντιπάλους: α) τους φιλελεύθερους της Πρωσίας, β) την Αυστρία και γ) τη Γαλλία. Τους φιλελεύθερους αφόπλισε με σειρά μεταρρυθμίσεων κοινωνικού χαρακτήρα. Η Αυστρία αποδείχτηκε ευκολότερος αντίπαλος- ο αυστροπρωσικός πόλεμος του 1866 διήρκεσε επτά εβδομάδες και τερματίστηκε με την ολοκληρωτική ήττα της γερασμένης πολυεθνικής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Με τη Συνθήκη της Πράγας (23 Αυγούστου 1866) η Αυστρία αποδέχτηκε τον αποκλεισμό της από τα γερμανικά πράγματα. Ένα έτος αργότερα, το 1867, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων κατέστη δυαδική μοναρχία, όταν οι Μαγυάροι επιδίωξαν και πέτυχαν αναβάθμιση του ρόλου τους στην αυτοκρατορία. Όπως ήταν φυσικό, οι επιτυχίες της Πρωσίας ανησύχησαν τη Γαλλία του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, που μάταια προσπάθησε να προσεταιριστεί την Αυστρία. Στην αυστρογαλλική σύμπραξη αντιδρούσαν οι Μαγυάροι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα πρόσφατα κέρδη τους. Η κήρυξη του πολέμου από τη Γαλλία εναντίον της Πρωσίας, στις 19 Ιουλίου 1870, κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα των γαλλικών δυνάμεων στη μάχη του Σεντάν (Sedan), κοντά στα γαλλοβελγικά σύνορα, την 1η Σεπτεμβρίου 1870. Την επομένη ο Ναπολέων υπέγραψε συνθηκολόγηση, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε επανάσταση στο Παρίσι και τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία ανακήρυξε τη Γ' Γαλλική Δημοκρατία πάνω στα ερείπια της Β' Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Το επαναστατημένο και πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι παραδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1871. Δέκα ημέρες πριν ο Γουλιέλμος της Πρωσίας είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας της Γερμανίας στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπου υπογράφηκε και η προσωρινή συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών στις 26 Φεβρουαρίου. Με την τελική Συνθήκη Ειρήνης της Φρανκφούρτης (10 Μαΐου 1871) η Γαλλία εκχώρησε στη Γερμανία τις δύο ανατολικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λορραίνης (βλ. χάρτη από κάτω) και κατέβαλε υψηλή πολεμική αποζημίωση. Οι εξελίξεις αυτές στην καρδιά της Ευρώπης αποτελούν σταθμό μείζονος σημασίας στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....