Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΟΝ ΝΟΗΤΙΚΟ "ΧΩΡΟ"

Παρμενίδης: «Ταυτόν εστι νοείν τε και ούνεκεν εστί νόημα» DK 28B3 (Παρμενίδης).
Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία. Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως ή και αποκλειστικά από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΨΗ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΜΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗ ΣΩΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ; Για να απαντήσετε να λάβετε υπ'όψιν σας τον χάρτη του κόσμου που σας δίνω πιο κάτω, ένα χάρτη που περιγράφει τον κόσμο όπως τον καταλάβαιναν στην εποχή του Αναξίμανδρου και του Θαλή. Προσέξτε πως η τότε γνωστή "ξηρά" περιβάλλεται από έναν ακατανόητο Ωκεανό, και πως εκεί, στα όρια ξηράς και Ωκεανού, "τελειώνει" ο κόσμος για τους αρχαίους Έλληνες.
Οι ορθολογιστές σκέφτονται το εξής: εκτός από τις έννοιες που δηλώνουν ένα σύνολο ίδιων πραγμάτων (π.χ. “βιβλίο”, "λαχανικό", "έπιπλο", "εργαλείο", κλπ. ), έχουμε και έννοιες που δηλώνουν κάποια γνωρίσματα/χαρακτηριστικά/ιδιότητες/"κατηγορήματα" των πραγμάτων. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την έννοια “λευκό”. Μήπως υπάρχει μία καθαρή ουσία της λευκότητας, που είναι πάντα ίδια και η οποία δίνει στα πράγματα (όταν αυτά μετέχουν, λίγο ή πολύ, σ’ αυτήν) το χαρακτηριστικό της λευκότητας;
Ο Πλάτων ονομάζει τις καθαρές αυτές ουσίες "ιδέες". Οι ιδέες είναι πράγματα υπαρκτά, ανεξάρτητα από τον αισθητό κόσμο, αιώνια και αμετάβλητα, που μπορούμε να τα προσεγγίσουμε και να τα γνωρίσουμε μόνο με τον νου και όχι με τις αισθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτων οδηγείται σε έναν δυϊσμό. Θεωρεί ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, ο αισθητός κόσμος της εμπειρίας μας και ο κόσμος των ιδεών, που είναι νοητός και υπεραισθητός. Στον Μύθο του Σπηλαίου (στο έργο του "Πολιτεία") ο Πλάτων βάζει τον φιλόσοφο να είναι σε θέση να έρθει σε επαφή με τον κόσμο των ιδεών. Σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ανοιγμένη στο φως, ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο. Πίσω τους, ψηλά και σε απόσταση, υπάρχει φωτιά αναμμένη και στο ενδιάμεσο ένας δρόμος, κατά μήκος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τοίχος, όπως τα παραπετάσματα των θαυματοποιών. Πίσω απ΄ τον τοίχο περνούν άνθρωποι μεταφέροντας πάνω από το ύψος του κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων. Οι σκιές τους προβάλλονται χάρη στο φως της φωτιάς στο βάθος του σπηλαίου, το μοναδικό οπτικό πεδίο των δεσμωτών. Ανήμποροι να κινηθούν και περιοριζόμενοι στη φυσική τους όραση οι έγκλειστοι νομίζουν πως οι σκιές είναι τα ίδια τα αντικείμενα και ο αντίλλαλος από τις ομιλίες εκείνων που κινούνται πίσω από το τοιχίο, η φωνή των σκιών. Ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός. Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όρασης αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.
Στον κόσμο του σπηλαίου, λέει ο Πλάτων, επικρατεί απόλυτη ομοιομορφία. Κανένας δεσμώτης δεν ξεχωρίζει από τους άλλους, γιατί κανένας δεν έχει συναίσθηση της μοναδικότητας του. Η αυτογνωσία και η ετερογνωσία απουσιάζουν, καθώς δε βλέπουν τίποτε άλλο εκτός από τις σκιές του εαυτού τους και των συνανθρώπων τους. Κάποια στιγμή όμως, ένας από αυτούς κατορθώνει να ελευθερωθεί και να ανέβει στον κόσμο του φωτός. Σηκώνεται, στρέφει το λαιμό του, περπατά, κοιτάζει προς το μέρος της φωτιάς και εν συνεχεία προς τα αντικείμενα που περιδιαβαίνουν το παρατείχισμα. Το πέρασμα από τη σκιά στο αισθητό είναι το πρώτο βήμα, η αρχή μιας επίπονης και κοπιώδους πορείας προς τη γνώση και την αλήθεια.Ο δεσμώτης έρχεται πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά. Πλάι του βρίσκεται κάποιος που διακριτικά τον καθοδηγεί, συζητώντας και ρωτώντας τον σχετικά μ΄ αυτά που πρωτοαντικρίζει. Ο δεσμώτης τότε περιέρχεται στην κατάσταση του απορείν, βρίσκεται σε αμηχανία και αδυνατεί να δώσει μιαν απάντηση, όταν αυτός που είναι δίπλα του τον ρωτά τι βλέπει. απορείν δεν εκφράζει μόνον την πνευματική του σύγχυση, αλλά και τη συνειδητοποίηση της αγνοίας του. Η ύπαρξη των ομοιωμάτων θέτει εκ των πραγμάτων ζήτημα σύγκρισης με τις σκιές τους, αναφορικά με το βαθμό αυθεντικότητας. Ο δεσμώτης καλείται ν΄ αποφασίσει ποιο από τα δύο δεδομένα είναι αληθέστερον.Η πορεία προς τον κόσμο του φωτός σηματοδοτείται από ένα πλήθος δυσχερειών και από οδύνη. Κοιτάζοντας προς το μέρος της φωτιάς ο πλατωνικός ήρωας αλγοι και αδυνατεί να διακρίνει εκείνα ων τότε τάς σκιάς εώρα. Στρέφοντας το βλέμμα του λίγο αργότερα προς την έξοδο του σπηλαίου υποφέρει κι ο πόνος του μεγιστοποιείται όσο περισσότερο πλησιάζει στον κόσμο των νοητών. Αυτομάτως ο δεσμώτης αντιδρά, αμύνεται, επιμένει να θεωρεί τις σκιές αληθέστερες των ομοιωμάτων και προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση. Αυτό που προκαλεί την αντίστασή του, είναι παραδόξως αυτό που τον παρακινεί να εξέλθει από το σπήλαιο είναι το απορείν, που το τοποθετεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο παρόν του κόσμου των σκιών και στο άδηλο μέλλον ενός καινούργιου κόσμου. Ο δεσμώτης δε θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια της ψευδαίσθησης για μιαν αλήθεια που δεν του εγγυάται εξαρχής κάτι καλύτερο. Η απάρνηση της ζωής του σπηλαίου και το ξεκίνημα μιας καινούργιας πορείας, η οποία, ώσπου να περατωθεί, τον αφήνει μετέωρο στο άγνωστο, συνεπάγεται αναμφίβολα οδύνη, ένα μεγάλο ψυχικό κόστος που δικαιολογημένα θα προσπαθήσει να αποφύγει. Η αντίσταση θα καμφθεί σταδιακά, όταν αρχίσει να συνηθίζει την καινούργια κατάσταση, να εξοικειώνεται με τις νέες συνθήκες. Σταδιακά λοιπόν, ανεβαίνοντας στον κόσμο του φωτός, θα μπορέσει να διακρίνει τις σκιές των νοητών και τα είδωλα τους στις υδάτινες επιφάνειες, έπειτα αυτά τα ίδια και τέλος, τον ήλιο , την υπέρτατη ιδέα του αγαθού επίτροπο του ορατού κόσμου και αιτία ύπαρξης των πάντων.
… «Κι αν ακόμη χρειαζόταν να παραβγεί μ’ εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες, προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα ήταν αδύναμη ωσότου προσαρμοστούν τα μάτια του, σάμπως δεν θα γινόταν ρεζίλι και περίγελως; Δεν θα έλεγαν γι’ αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα από εκεί πάνω που ανέβηκε; Και δεν θα έλεγαν ότι δεν αξίζει τον κόπο κάν να δοκιμάσει κανείς ν’ ανεβεί επάνω; Και αν περνούσε από το χέρι τους να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν αυτόν που ανέβηκε, δεν θα τον σκότωναν;» Πλάτωνα, ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 517α (μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου-Ν.Ξένιου)
Ο ανθρώπινος νους εμφανίζεται ως απόλυτη αξία στην πλατωνική θεωρία.
Στην αυτοτέλεια του Νου πίστευε και ο Ντεκάρτ (Descartes, ή Καρτέσιος). Ο Ντεκάρτ δεν τρέφει εμπιστοσύνη προς τα συμπεράσματα της εμπειρίας. Για τον γάλλο φιλόσοφο, η εμπειρία αδυνατεί να καταστεί θεμελιώδες εργαλείο κατανόησης της φύσης, επειδή η λειτουργία των αισθήσεων είναι συχνά παραπλανητική. Την θέση της, ως κριτήριο για την γνώση, καταλαμβάνει η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας.
Αμφισβητώντας την εγκυρότητα των αισθήσεων και αμφιβάλλοντας σχετικά με το κατά πόσο οι γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορούν να εξηγήσουν, μέσω της επιστήμης, οριστικά και αμετάκλητα την φυσική πραγματικότητα, ο Ντεκάρτ διακατέχεται από την επιθυμία της προώθησης της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου, ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της συγκεκριμένης αμφιβολίας.Και αυτή είναι η μέθοδος των Μαθηματικών. Για τον Ντεκάρτ η Γεωμετρία αποτελεί το μοντέλο που έχει γενικές αρχές και μέσω αυστηρής απαγωγικής μεθόδου προχωρά στο μερικό φαινόμενο της φύσης.
Η πραγματικότητα, ισχυρίζεται ο Ντεκάρτ, συνίσταται από φυσικά σώματα που φέρουν πρωταρχικές και δευτερογενείς ιδιότητες. Τις δεύτερες, αποτελούν όσες ιδιότητες γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, οπότε εξαρτώνται από τις αντιδράσεις των αισθητήριων οργάνων και συνεπώς έχουν υποκειμενική υπόσταση. Αντίθετα, οι πρωταρχικές ιδιότητες των σωμάτων είναι ποσοτικά μετρήσιμες και γίνονται αντιληπτές μέσω του νου, ο οποίος έχει την ικανότητα να εισχωρεί στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας.
Κατά τον Ντεκάρτ, η μοναδικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα έγκειται ακριβώς στην αυτοσυνειδησία του και στην ικανότητα να σκέφτεται και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται αυτή τη ικανότητα. Η διάνοια, είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει, και με τη λογική του μπορεί να φτάσει μέχρι τα θεμέλια του οντολογικού πυρήνα της πραγματικότητας και να κατακτήσει τον κόσμο.
Η λειτουργία της φύσης κατά τον Καρτέσιο είναι μηχανιστική, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εμφανές. Το ίδιο πρέσβευε και ο Γαλιλαίος, στην Αναγέννηση. Εδώ ακριβώς συνίσταται κι ο στόχος της επιστήμης. Στην ανάδειξη δηλαδή, της πραγματικής – αντικειμενικής ουσίας των πραγμάτων, μέσα από τον παραμερισμό των φαινομενικών παραμέτρων και των υποκειμενικών κρίσεων. Η επιστήμη οφείλει να παρουσιάσει την αληθινή υπόσταση των φυσικών όντων και να πετύχει μια πλατιά συναίνεση όλων των επιστημόνων, όσον αφορά τις θεμελιώδεις θεωρητικές αλήθειες του φυσικού κόσμου. Η χρήση του λογικού κι όχι των εμπειριών είναι το εργαλείο γι’ αυτή τη διαδικασία.
Ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι η ίδρυση της α ρ ί σ τ η ς π ο λ ι τ ε ί α ς που προτείνει, στηρίζεται στην αληθή και επιστημονική θεώρηση του Όντος, που μόνον ο Φιλόσοφος είναι σε θέση να επιτελέσει. «Γιατί αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς στις πόλεις ή αυτοί που ονομάζονται σήμερα βασιλείς και δυνάστες δεν φιλοσοφήσουν γνήσια κι' όσο χρειάζεται...δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία ούτε για τα άτομα ούτε για τις πολιτείες». Αλλά, σύμφωνα με την κριτική του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο ισχυρισμός αυτός περί "αρίστης πολιτείαςα" είναι η προσωπική γνώμη του Πλάτωνα, την οποία αυτός θεωρεί ως την μόνη αληθή και επιστημονική, προσπαθεί δε με μεταφυσικά και θεολογικά επιχειρήματα να την κατοχυρώσει, να την καταστήσει έγκυρη και να την προφυλάξει από τις αντιρρήσεις και τις αναιρέσεις.
Κατά τον Κ. Καστοριάδη, η ανθρώπινη δημιουργία δεν καθορίζεται από ορθολογικές διαδικασίες, δεν προ-καθορίζεται από τον Λόγο, αλλά είναι δημιουργία φαντασιακή, ακαθόριστη, μη προκαθορίσιμη, μη καθορίσιμη a priori ορθολογικώς, μη αναγώγιμη, μη υποκείμενη στα σχήματα της αιτιότητας, της λογικής συνεπαγωγής και της τελεολογίας. Από τη στιγμή που η κληρονομημένη σκέψη στηρίζεται σε αυτά τα σχήματα, εγκλωβίζεται ταυτοχρόνως σε αυτά, με αποτέλεσμα να απωθεί και να εξορίζει από την οπτική της τη φαντασία και το φαντασιακό ("H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας"). Ο Καστοριάδης αρνείται την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, την θεωρεί υπεύθυνη για μια σειρά από εμμονές και ψευδαισθήσεις που καθόρισαν την ιστορική εξέλιξη και έκαναν τους λαούς παθητικούς δέκτες των ιδεών της πολιτικής και της οργανωμένης θρησκείας. Στη θέση αυτής της ετεροκαθοριζόμενης κοινωνίας οραματίζεται μιαν αυτο-θεσπιζόμενη κοινωνία, οι πολίτες της οποίας θα έκριναν το καθετί, θα αμφισβητούσαν τον λόγο της τρέχουσας πολιτικής και θα δημιουργούσαν μόνοι τους τις συνθήκες για να γίνει αυτή η κοινωνία δίκαιη και ιδανική.
Στη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα είχε, βέβαια, αντιταχθεί πρώτος πρώτος ο Αριστοτέλης. Πώς είναι δυνατόν, λέει ο Αριστοτέλης, να υπάρχει ένας τέτοιος, ανεξάρτητος από τον αισθητό, κόσμος; Πού βρίσκονται αυτές οι ιδέες; Πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται με τα φυσικά αντικείμενα; Ο Αριστοτέλης ονομάζει τα πράγματα ή τις ουσίες αυτές “καθόλου”. Εμείς θα τα ονομάσουμε εδώ καθολικές έννοιες. Για τον Αριστοτέλη οι καθολικές έννοιες (τα “καθόλου”) δεν είναι πράγματα ξεχωριστά από τα φυσικά αντικείμενα, αλλά προκύπτουν από αυτά μέσω νοητικής αφαίρεσης.
Και, για να ξαναέρθουμε στο παράδειγμα με την έννοια του "λευκού": κατά τον Αριστοτέλη, μπορούμε να σχηματίσουμε στον νου μας την καθολική έννοια της λευκότητας, όταν από διάφορα λευκά αντικείμενα αφαιρέσουμε όλες τις άλλες ιδιότητες και κρατήσουμε μόνο την ιδιότητα του λευκού.
Παρόμοια θέση με αυτήν του Αριστοτέλη παίρνουν και οι εμπειριστές φιλόσοφοι (Τζον Λοκ, Ντέιβιντ Χιουμ) όσον αφορά τις καθολικές έννοιες.
Γι’ αυτούς τους φιλοσόφους, όταν σκεφτόμαστε ένα τρίγωνο, σχηματίζουμε στο μυαλό μας μία εικόνα για άποιο τρίγωνο και φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε για τον σχηματισμό αυτής της εικόνας μόνο τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλα τα τρίγωνα. Ωστόσο, κάθε εικόνα δεν παύει να είναι κάτι το ατομικό, κάτι που αφορά το μεμονωμένο άτομο.
Πώς η ατομική εικόνα μάς βοηθά να εξηγήσουμε τη γενικότητα της καθολικής έννοιας; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν η λευκότητα, για παράδειγμα, να είναι μέσα στο μυαλό μας; Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας είναι η σκέψη μας για τη λευκότητα και όχι η λευκότητα ως ουσία. Αν η καθολική έννοια “λευκό” ήταν σκέψη, τότε οι καθολικές έννοιες δε θα ήταν ίδιες για όλους μας, αφού οι σκέψεις διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Aν πάρουμε το παράδειγμα της ευθείας γραμμής . Πώς φθάνουμε στην αντίληψη της ευθείας γραμμής , όταν στη φύση δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα ευθύ ;
ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ: ονομάζουμε ευθεία τη συντομότερη δυνατή διαδρομή που οδηγεί από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β. Αυτός ο ορισμός της ευθείας γραμμής προϋποθέτει να έχουμε ως σημείο αναφοράς ένα επίπεδο. Αλλά και η έννοια του επιπέδου είναι μια συμβατική έννοια, επινοημένη από την Ευκλείδεια Γεωμετρία.
Ο Εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
Από τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, κάποιοι βάσισαν τη θεωρία τους στην ύλη, γι'αυτό ονομάστηκαν και υλοζωϊστές. Για παράδειγμα, ο Αναξίμανδρος ο Ελεάτης σκέφτηκε πως η αρχή της ζωής θα πρέπει να βρίσκεται σε κάτι έξω από τα στοιχεία της φύσης, αφού και αυτά κάπως ήρθαν σε ύπαρξη. Έτσι, επινόησε την έννοια του απείρου. Το άπειρο είναι μία αιώνια και απροσδιόριστη ύλη, έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Αυτή «γεννά» τα στοιχεία της φύσης, τα οποία με τη σειρά τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και σχηματίζουν τα διάφορα όντα. Όταν τα όντα κάνουν τον κύκλο της ζωής τους επιστρέφουν εκεί από όπου προήλθαν.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον κόσμο ολόκληρο. Ο Αναξίμανδρος, λόγου χάριν, θεωρούσε πως ο κόσμος γεννιέται και πεθαίνει, και στη θέση του ξεκινά και ακμάζει ένας νέος κόσμος. Άποψη πραγματικά αλλόκοτη για την εποχή του. Αλλόκοτος όμως θα ακούστηκε στους συγχρόνους του και ο ισχυρισμός του πως τα έμβια όντα εξελίσσονται από ατελείς υπάρξεις σε τελειότερες, και μάλιστα πως και ο άνθρωπος προήλθε από τα ψάρια. Ο συλλογισμός που τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα ήταν ο εξής: «αρχικά ο άνθρωπος προήλθε από διαφορετικά ζώα, διότι τα άλλα ζώα είναι σε θέση να αυτοσυντηρηθούν λίγο καιρό μετά τη γέννησή τους, ενώ ο άνθρωπος χρειάζεται για πολλά χρόνια τη μητρική φροντίδα. Αν, λοιπόν, είχε εμφανιστεί εξ αρχής με την τωρινή του μορφή, δεν θα είχε επιβιώσει». (Ψευδοπλούταχος, Στρωμ. 2) Αυτή ήταν η πρώτη ορθολογιστική προσπάθεια να εντοπιστεί η αρχή της ανθρώπινης ζωής. Ήταν δε τόσο πρωτοποριακή για την εποχή της, που οι διάδοχοι του Αναξιμάνδρου δεν ασχολήθηκαν καθόλου με αυτήν. Η θεωρία της εξελίξεως του Δαρβίνου, στον δέκατο ένατο πλέον αιώνα, βρήκε εν σπέρματι την αρχή της στην παραπάνω θεωρία του Αναξίμανδρου.
Αντίστοιχα (με τον αντιλαμβανόμενο Νου στο προσκήνιο) τοποθετήθηκε και ο Παρμενίδης, ελεατικής καταγωγής και αυτός: «Ταυτόν εστι νοείν τε και ούνεκεν εστί νόημα» (Diels-Kranz 28B3 Παρμενίδης).
Η εξέλιξη των ειδών εμφανίζεται πάλι μετά από πολλές δεκαετίες, στην ευφάνταστη θεωρία του Εμπεδοκλή από τον Ακράγαντα. Ο Εμπεδοκλής ήρθε στον κόσμο την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Περικλής (495 π.Κ.Χ) και πέθανε 60 χρόνια αργότερα. «Ο Εμπεδοκλής υποστήριζε πως οι πρώτες γενέσεις των ζώων και των φυτών ήταν ατελείς, με τα μέλη χωριστά και όχι συναρθρωμένα. Όταν τα μέλη συναρθρώθηκαν δημιουργήθηκαν οι δεύτερες γενέσεις, που ήταν σαν τα όντα που βλέπουμε στα όνειρά μας. Οι τρίτες δημιούργησαν ολοφυείς μορφές και οι τέταρτες δεν προέκυψαν από ομοιογενή στοιχεία όπως το νερό και η γη. Προέκυψαν από την ανάμειξη , η οποία άλλοτε προερχόταν από την συμπύκνωση της τροφής τους και άλλοτε επειδή η γυναικεία ωραιότητα διέγειρε τη γενετική ορμή. Και τα διάφορα είδη των ζώων διέφεραν το ένα από το άλλο ανάλογα με την ποιότητα του μείγματος…» (Αέτιος 5, 19, 5) Σκόρπια και ασύνδετα μέλη και όργανα σχηματίζουν τερατόμορφα όντα. Σε επόμενο στάδιο, εκείνα που είναι πιο καλά εξοπλισμένα επιβιώνουν. Τα υπόλοιπα χάθηκαν «κι εξακολουθούν να χάνονται…», έλεγε. Έλεγε ακόμα πως τα φύλλα, οι τρίχες και τα φτερά των πουλιών και τα λέπια των ψαριών είναι το ίδιο πράγμα. Είχε καταλάβει πως τα όργανα αυτά επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, αν και διαφέρουν τόσο πολύ στην εμφάνιση. Ο Εμπεδοκλής ήταν επίσης ο πρώτος που συνυπολόγισε την τυχαιότητα στην εξέλιξη των ειδών και διατύπωσε την άποψη πως «πολλές ιδιότητες που έχουν τα ζώα τις έχουν επειδή έτυχε». (Αριστοτέλης, Φυσικά)
Σήμερα η αναζήτηση της αλήθειας συνεχίζεται, και η Γνωσιολογία δεν αποτελεί πλέον στην εποχή μας ένα απομονωμένο πεδίο φιλοσοφικής σκέψης, αλλά συνεργάζεται με επιστημονικούς κλάδους της βιολογίας, της νευροφυσιολογίας, της ψυχολογίας, της πληροφορικής και της κοινωνιολογίας. Για να μάθουμε ποιοι μηχανισμοί των αισθήσεων και του νου μας μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι και πότε λειτουργούν σωστά, για να μάθουμε δηλαδή ποιοι μηχανισμοί και σε ποιες συνθήκες παρέχουν κατά κανόνα αληθείς πεποιθήσεις, μπορούμε να καταφύγουμε στις επιστήμες αυτές (τις ΘΕΤΙΚΕΣ δηλαδή επιστήμες).
Η σύγχρονη νευροβιολογία έχει αποδείξει ότι σε κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντός μας, ο εγκέφαλος συμπληρώνει με αυθαίρετο και υποκειμενικό τρόπο τα στοιχεία που λείπουν. Εάν το δεξί ημισφαίριο βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με το αριστερό, τα στοιχεία της πραγματικότητας που θα δημιουργήσει ο εγκέφαλος θα είναι θετικά για τη ζωή μας. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι τα πάντα γίνονται αντιληπτά, και μετά από επεξεργασία καταλήγουν σε συμπεράσματα, με αυθαίρετο, υποκειμενικό, και προσωπικό τρόπο. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα αλλά άπειρες υποκειμενικές, που για κάποιους λόγους σε λίγα ή πολλά σημεία συμφωνούν, και αυτές οι συμφωνίες σχηματίζουν τις εκάστοτε περιορισμένες στον χρόνο κοινωνικές παραδοχές, τις συμβάσεις.
Κάθε επιμέρους κοινωνία παράγει συμβατικές αρχές, οι οποίες είναι γενικεύσεις αποδεκτές μόνο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ομάδας. Μια τέτοια «κοινή λογική» μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αυθόρμητη αντίληψη, κοινή» στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Οι απλουστευτικές προσπάθειες περιγραφής των άλλων συχνά είναι αναγωγή των στοιχείων των άλλων στις γενικεύσεις ή τις κατηγορίες του παρατηρητή.
Οι γενικεύσεις μπορεί να βασίζονται στις ιδεολογικές εξαρτήσεις από ομάδες με συγκεκριμένους στόχους. Η ατομοκεντρική βάση αυτών των αντιλήψεων οδηγεί σε μια προσέγγιση των άλλων, είτε θετική είτε αρνητική, η οποία σε τελική ανάλυση είναι εξίσου άκριτη με τις γενικεύσεις της κοινής λογικής, τις οποίες η ίδια εξαρχής επικρίνει. Μάλιστα, μια τέτοια προπαγάνδα, αν είναι επιτυχής, μπορεί εν καιρώ να αποκτήσει η ίδια την αυθεντία της κοινής λογικής. Σε αντίθεση με την κοινή λογική, που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρίζεται από στερεότυπα, ή με την προπαγάνδα, που σχετίζεται με ιδεολογικές σκοπιμότητες, η αποτελεσματική γενίκευση απαιτεί την τυπική και κριτική αντιμετώπιση που μπορεί να προσφέρει η θεωρητική σκέψη.
Η επιστημονική εικόνα του κόσμου διαφέρει οπό τις ποικίλες προεπιστημονικές, εξωεπιστημονικές και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις (μυθολογία, θρησκεία κ.λπ.), δεδομένου ότι εδράζεται στα δεδομένα ορισμένης θεμελιώδους θεωρίας (θεωριών): της κλασικής μηχανικής (μέχρι τον 19ο αι.), της κβαντικής μηχανικής, της θεωρίας της σχετικότητας κ.λπ. Λειτουργεί ως γενικό επιστημονικό πλαίσιο και ως κοσμοθεωρητικό πεδίο αναφοράς για την επιστήμη, ως ορισμένη παράδοση, ικανή να επενεργήσει προοδευτικά (δημιουργικά, ευρετικά) είτε συντηρητικά (δογματικά κ.λπ.) στην πορεία της επιστημονικής γνώσης. Η αποδοχή ορισμένων αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας (χωρίς την αντιφατική πορεία που οδήγησε σ' αυτά), η πρόκριση, η απολυτοποίηση και κάποια συγκεκριμένα πρότυπα επιστήμης και επιστημονικότητας οδηγούν συχνά σε επικίνδυνες επιστημονικές απόψεις, όπως είναι, λόγου χάριν, η Ευγονική.
Στερεοτυπικές πεποιθήσεις στην Ιστορία προκύπτουν, συχνά, από την εσφαλμένη ιστοριογραφική ερμηνεία των γεγονότων. Όταν γενικεύθηκε η αποδοχή της θεωρίας του Δαρβίνου περί της Εξέλιξης των Ειδών, κάποιοι κοινωνιολόγοι και ιστορικοί την παρερμήνευσαν, εφαρμόζοντάς την και στην Κοινωνική Εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτή η τάση ονομάστηκε "κοινωνικός δαρβινισμός", και απέβλεπε στην ερμηνεία της προόδου ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ μόνο φυλών βάσει μιας εσφαλμένης εικασίας: πως οι "ικανοί" και οι "ισχυρότεροι βιολογικά" επιβιώνουν μέσα στην εξέλιξη της Ιστορίας, ενώ κάποιοι "αδύναμοι" ή "υποδεέστεροι" εκφυλίζονται και χάνονται. Αυτήν τη θεωρία την "αγκάλιασαν" με μεγάλη χαρά οι ναζιστές επιστήμονες,όσοι δηλαδή εργάστηκαν πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην οικοδόμηση του τερατουργήματος του Ναζισμού στη χιτλερική Γερμανία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...