Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ- ΤΡΕΙΣ ΓΕΝΕΕΣ

ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΩΤΟ-ΠΡΩΤΟ ΗΜΙΣΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ. Κ.Π. Καβάφης, «Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.»
ΤΟ ποίημα είναι γραμμένο το 1920. Η σκηνοθεσία μάς μεταφέρει στο 400 μ.Χ. στην πλούσια Σιδώνα, εξελληνισμένη πόλη στα παράλια της Φοινίκης που έχει πια καταστεί ρωμαϊκή επαρχία. Πέντε εύποροι και καλλιεργημένοι νεαροί διασκεδάζουν σε ένα σπίτι. Έχουν φέρει κι έναν ηθοποιό που τους απαγγέλλει ποιήματα.
Ανάμεσα σε άλλα ποιήματα ο ηθοποιός απαγγέλλει και το επίγραμμα που, κατά την παράδοση, έγραψε ο Αισχύλος για να χαραχτεί στον τάφο του: Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος. Το επίγραμμα σημαίνει: «Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά». Το επίγραμμα αυτό αποτελεί και το επίκεντρο του ποιήματος του Καβάφη.
"Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά. Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω· κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα μυρωδικά των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός. Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός, «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει» (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον το «ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον», το «Mαραθώνιον ἄλσος»), πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό. Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες Δώσε - κηρύττω - στο έργον σου όλην την δύναμή σου όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει. Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ. Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό - τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό, τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες, τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.» "
ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ-Β'ΗΜΙΣΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Μανόλης Αναγνωστάκης «Νέοι της Σιδώνος, 1970»
"Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα. Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση. Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειρο Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε, Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση. (Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)
ΤΡΙΤΟ ΠΟΙΗΜΑ-Α'ΗΜΙΣΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ, Γέροι της Σιδώνος 14.04.2011
. Είπαν ψωμί και λευτεριά, είπαν παιδεία Μάκρυναν λίγο τα μαλλιά με συστολή Τους βρήκε ο Φοίνικας κι από την εφηβεία Τους πήρε απότομα, τους φόρεσε στολή Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία Αλλά δεν έμοιαζε σκιά, μήτε γιορτή Ήταν αδιάκοπη στην έρημο πομπή Κι ήταν ασπρόμαυρη στην πόλη τους ταινία.
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν Γήπεδα γέμιζαν και γέμιζαν πλατείες Στου αμφιθέατρου την ξύλινη βουή Αγώνες, χρόνια της αιχμής και αγωνίες Γι’ αυτό που βάφτιζαν καλύτερη ζωή Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία Κι ας ήταν φάρσα που μετρούσε ποσοστά Καθώς περνούσαν απ’ το μέλλον τους ξυστά Να νοσταλγούν την κατοχή, την εξορία.
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν Και τότε βρήκαν ανοιχτή την ευκαιρία Και την κυνήγησαν — γιατί να της κρυφτούν; Αν τ’ ομολόγησαν, ουκ έστιν αμαρτία Φτηνά τα λόγια, μ’ ευκολία θα τους βγουν Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία Έχτιζαν σπίτια και μεγάλωναν παιδιά Ήταν που πέρναγε απ’ τις φλέβες στην καρδιά Κείνο το πρόσταγμα, να ζεις μ’ ευημερία
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν Σαν καινούργια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν Κι όσο τους έπλαθε η κάθε δεκαετία Όπως το χέρι του τεχνίτη τον πηλό Δεν πήραν πρέφα πως η τρίτη ηλικία Τους είχε ήδη ροκανίσει το μυαλό Για πάντα νέοι κι αν προσπάθησαν να μείνουν H Ιστορία δεν μπορούσε να σταθεί Βαθιές ρυτίδες, μα το τραύμα πιο βαθύ Στο τέλος τίποτα δεν μπόρεσαν να γίνουν
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Γιατί ο Καβάφης τοποθετεί τησυζήτηση των πέντε νέων στη Σιδώνα εκείνης της εποχής; Ο ποιητής αναζητά τον ποιητικό μύθο σε μια πολύ προγενέστερη εποχή και τον ντύνει με ένα περίβλημα «ιστορικότητας», γιατί αυτή ηποιητική σκηνοθεσία τον διευκολύνει να θίξει το θέμα που επιθυμεί. Επειδή, όμως, το αφηγημένο στο ποίημαπεριστατικό δεν ταυτίζεται με γνωστό και συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν, το ποίημα έχει ψευδο-ιστορικό χαρακτήρα.Η καταφυγή στον ιστορικό μύθο δεν είναι για τον Καβάφη απόδραση από τα προβλήματα του καιρού του. Στηνιστορία, όχι την ένδοξη αλλά τη μεταβατική, την ελληνιστική, με τη διάχυτη ηθική και πολιτική σύγχυση ο Καβάφηςαναγνωρίζει τα συμπτώματα της κοινωνίας του καιρού του, την κοινωνία της παρακμής. Ο ευρύτερος ποιητικός χώρος είναι η πόλη της Σιδώνος, μια εξελληνισμένη πόλη στα παράλια της Φοινίκης, που είναι πια ρωμαϊκή επαρχία. Ως πόλη παραλιακή της Φοινίκης και σταυροδρόμι πολιτισμικό, δεν ήταν απίθανο να είχεκοσμοπολίτικη νοοτροπία και μειωμένη εκτίμηση στον πατριωτισμό. Ο άμεσος ποιητικός χώρος είναι ένα σπίτι με κήπο. 2. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, ο στόμφος και η προπέτεια του σιδώνιου νέου στο ποίημα του Καβάφη; Ο νεαρός ζει σε μια πόλη που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δεν έχει την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Δεν αισθάνεται ότι ανήκει σε κάποιο ιδιαίτερο έθνος, ούτε αισθάνεται ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι στην αχανή και απρόσωπη αυτοκρατορία. Το μόνο που απασχολεί τον ευκατάστατο αυτό νεαρό είναι η ενασχόληση με την τέχνη και η διασκέδαση. Είναι επομένως λογικό ο νεαρός να μην μπορεί να αντιληφθεί τις ιδιαίτερες αξίες του Αισχύλου και την τόσο μεγάλη αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής για την πατρίδα του. Ο Σιδώνιος νέος είναι προϊόν μιας άλλης εποχής: των επιγόνων και της παρακμής, της χλιδής και τω ναρωμάτων. Ανήκει στο γένος των «λογίων», των ανθρώπων του γραφείου που ξεχωρίζουν το «πνεύμα» από την πολιτική τάξη. Ξεφτισμένος ο πατριωτισμός μέσα στην οικουμενική χοάνη, απούσα η αλκή, απούσα η πράξη. Μέσα στη διάλυση της κοινότητας, το προσωπικό έργο μένει μόνη δικαίωση της ατομικής πια ζωής. Απ΄ αυτήν τη θέση κινούμενος ο Σιδώνιος νέος, έχει το δίκιο του και προπαντός για εκείνο το "μόνο". Τουλάχιστον, αν το επίγραμμα τα ανέφερε και τα δυο (και την πολεμική αρετή και το ποιητικό έργο του Αισχύλου), ο νέος θα ήταν ικανοποιημένος εν μέρει. Η επιλογή όμως του Αισχύλου απογύμνωσε εντελώς το φανατικό για γράμματα παιδί, που είχε υποκαταστήσει τη ζωή με τη σκέψη. 5. Εντοπίστε γνωρίσματα της καβαφικής ποίησης στο ποίημα "Νέοι της Σιδώνος, 400 μΧ" Η ηθελημένη πεζολογία, ο ρεαλισμός, η υπαινικτικότητα, η ειρωνεία, η δραματικότητα, η ιδιότυπη γλώσσα, η θεατρικότητα, ο διδακτικός τόνος, είναι χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη. 6. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης που φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του ιδέες και την πολιτική του δράση (1949), διαπιστώνει δύο δεκαετίες μετά, στα χρόνια πια της δικτατορίας, πως οι νέοι εκείνης της εποχής έχουν μια εντελώς επιφανειακή αγωνιστική διάθεση. Παρά το γεγονός πως η χώρα βρίσκεται υπό το ανελεύθερο καθεστώς μιας στρατιωτικής δικτατορίας, οι νέοι αρκούνται στο να εκφράζουν τον κοινωνικό τους προβληματισμό μέσα από τραγούδια που μνημονεύουν τις διάφορες αδικίες που υφίστανται άνθρωποι σε άλλες χώρες. Οι νέοι του 1970 δεν έχουν την αποφασιστικότητα εκείνη που θα τους οδηγούσε σε αγώνες μέχρι τέλους για τα πιστεύω και για τη διεκδίκηση της ελευθερίας τους, είναι μόνο κατ’ όνομα επαναστατημένοι, αφού οι όποιες ανησυχίες τους εκτονώνονται με ήπιες μορφές αντίδρασης. «Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα. Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.» Η ειρωνεία του ποιήματος, που γίνεται περισσότερο εμφανής στους καταληκτικούς στίχους, είναι παρούσα ήδη στον πρώτο στίχο και στη διαπίστωση του Αναγνωστάκη πως «κανονικά» δεν πρέπει ο ίδιος κι οι συγκαιρινοί του να έχουν παράπονο από τους νέους της εποχής. Πρόκειται, όπως επισημαίνει, για μια συντροφιά γεμάτη νιάτα, αποτελούμενη από δροσερά κορίτσια και αρτιμελή αγόρια -τ’ αγόρια εκείνων των χρόνων δεν είχαν γνωρίσει τα δεινά του πολέμου και δε φέρουν, άρα, τραύματα ανάλογα μ’ εκείνα που είχαν σημαδέψει τα σώματα παλαιότερων γενιών. Μια συντροφιά γεμάτη πάθος κι έρωτα τόσο για τη ζωή, όσο και για τη δράση∙ έστω κι αν οι τότε νέοι κατανοούσαν, προφανώς, διαφορετικά το τι σημαίνει να αγωνίζεται κανείς, σε σχέση με το πώς το εννοούσε αυτό και πώς το είχε ζήσει ο ίδιος ο ποιητής. Με τη λέξη «κανονικά», επομένως, ο ποιητής αφήνει να εννοηθεί πως παρά τις όποιες αρετές των νέων αυτών, υπάρχει εντούτοις σαφές παράπονο για τη στάση και τη συμπεριφορά τους. «Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειρο Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.» Ο ποιητής δηλώνει εξίσου «ικανοποιημένος» και με τα τραγούδια των νέων της εποχής του, διατηρώντας, ωστόσο, την ειρωνική του διάθεση απέναντι στο εκ του ασφαλούς ενδιαφέρον που εκφράζουν οι νέοι για ό,τι συμβαίνει -τοπικά ή χρονικά- μακριά από αυτούς. Έχουν, λοιπόν, τα τραγούδια τους νόημα και «ζουμί», κι εκφράζουν ανθρωπιά και συγκίνηση∙ η συγκίνηση αυτή, ωστόσο, αφορά παιδάκια που πεθαίνουν σε κάποιαν άλλη ήπειρο∙ ήρωες που σκοτώθηκαν σε άλλα, περασμένα χρόνια, ή επαναστάτες διαφόρων χρωμάτων που σαφώς δραστηριοποιούνται σε άλλες μακρινές περιοχές. Έτσι, ενώ οι νέοι δείχνουν πόσο τους αγγίζει ο καημός του Ανθρώπου∙ ο καημός εν γένει του Ανθρώπου που πάσχει, διατηρούν μια οδυνηρή αποστασιοποίηση απ’ όσα συμβαίνουν στη δική τους πατρίδα. Το ενδιαφέρον των νέων αυτών μοιάζει, άρα, να περιορίζεται στα δεινά όσων βρίσκονται σε άλλες χώρες, σαν να μην έχει η Ελλάδα δικές τις δυσκολίες να αντιμετωπίσει, σαν να μη βιώνουν οι Έλληνες τα δικά τους βάσανα. Είναι εύλογη, επομένως, η αγανάκτηση του ποιητή, καθώς διαπιστώνει πως οι νέοι της εποχής του, οι νέοι που ζουν υπό το καθεστώς της δικτατορίας, εκφράζουν συγκίνηση και ενδιαφέρον για κάθε πιθανό πρόβλημα οποιασδήποτε άλλης χώρας του κόσμου, ενώ μένουν αδρανείς τελικά απέναντι στα ζητήματα της ίδιας τους της πατρίδας. Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — Ο ειρωνικός λόγος του ποιητή, που θα περνούσε πιθανώς απαρατήρητος από τους νεαρούς αποδέκτες των λόγων του, καταλήγει εδώ -προτού ξεσπάσει πια σε πικρό σαρκασμό- σ’ έναν κενό έπαινο των κενών αγώνων που δίνουν οι νέοι εκείνων των χρόνων. Τους τιμά ιδιαιτέρως, όπως αναφέρει ο ποιητής, η συμμετοχή τους στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού τους, έστω κι αν τελικά η συμμετοχή αυτή είναι μια μερικής και επιφανειακής αφοσίωσης γενικόλογη έκφραση συμπάθειας στις οδύνες των ανθρώπων ανά τον κόσμο. Τη στιγμή που οι νέοι αυτοί θα έπρεπε να δίνουν έναν πραγματικό και δίχως σταματημό αγώνα μέχρι να διασφαλιστεί η ελευθερία της χώρας, εκείνοι αρκούνται σε μελοδραματικά τραγούδια και συζητήσεις, χωρίς καν να στερούν από τον εαυτό τους το δικαίωμα στον έρωτα και στη διασκέδαση. Χαώδης απόσταση χωρίζει αυτούς τους νέους «της Σιδώνος» από τον ποιητή που ήταν πρόθυμος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του για να υπηρετήσει τις ιδέες και τα πιστεύω του. «κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε, Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.» Ο Αναγνωστάκης προχωρά πλέον σε μια σαφέστερα ειρωνική αντιμετώπιση της νεανικής συντροφιάς, αφού ακολουθώντας τη δική τους στάση απέναντι στην έννοια της αγωνιστικής διάθεσης, τούς αναγνωρίζει πως έχουν πια κάθε δικαίωμα να αφήσουν στην άκρη τους «αγώνες» και να δοθούν στον έρωτα και στις διασκεδάσεις, μιας κι η κούρασή τους θα είναι σίγουρα μεγάλη, μετά από τόσα τραγούδια και τόσο προβληματισμό. Ο ποιητής εκπλήσσεται από τη λογική των νέων της εποχής του που αντιμετωπίζουν την -υποτιθέμενη- αγωνιστική δράση, σαν μια ολιγόωρη και μη δεσμευτική απασχόληση, που επαρκεί, ωστόσο, για να τους προσφέρει την αίσθηση πως έχουν επιτελέσει το καθήκον τους. Του είναι δύσκολο να καταλάβει πώς από τα χρόνια της δικής του νεότητας, που οι άνθρωποι δίνονταν ολόψυχα στους αγώνες τους, περάσαμε σε μια γενιά που νομίζει πως με δυο τραγούδια για τα δεινά της ανθρωπότητας λαμβάνει άλλοθι για την καταφανή αδυναμία της να έρθει αντιμέτωπη κατά πρόσωπο με τους δυνάστες του τόπου. (Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;) Η παρενθετική αποστροφή στον φίλο και συναγωνιστή του, καθιστά εμφανή την αγανάκτηση του ποιητή για τον ξεπεσμό του αγωνιστικού φρονήματος που αντικρίζει γύρω του. Αίφνης, ο ποιητής αισθάνεται σαν να μην ανήκει σ’ αυτή την εποχή, σαν να έχει έρθει από κάποιο μακρινό παρελθόν, αφού του είναι αδύνατο να κατανοήσει πώς γίνεται να πιστεύει κανείς πως επιδίδεται σε αγώνες ή πως έχει επίγνωση της πραγματικότητας, αν κλείνει τα μάτια σε όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του και νοιάζεται μόνο για όσα συμβαίνουν σε άλλες χώρες και ηπείρους. Τι είδους αγώνες είναι αυτοί που περιορίζονται σε τραγούδια και δήθεν εκφράσεις ανησυχίας για ανθρώπους άλλων χωρών, όταν το ανελεύθερο καθεστώς στην Ελλάδα αφήνεται στο απυρόβλητο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...