Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΟΙ ΒΑΡΑΓΓΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγειας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια Βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες Νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την Ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά. Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως Σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα Σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113: «Οι Λίακ (Πολωνοί), οι Πρώσοι και οι Τσουντ (πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών) ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα (Βαλτική). Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ (εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία). Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ (του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη): Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι». Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν. Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι. Ύστερα είπαν στους Ρως: ''Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε''. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος, ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων). Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα. Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη Σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.
Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΔΟΣ ΒΑΡΑΓΓΩΝ - ΕΛΛΗΝΩΝ Η Εμπορική οδός Βαράγγων - Ελλήνων (ή του Δνείπερου) είναι όρος που χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να περιγράψει την εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων - η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων - Ελλήνων είναι στο Ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι Βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων. Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία. Πιθανώς η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια. Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο Ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204.
Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από Σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας. Οι βυζαντινές πόλεις είχαν κατεξοχήν αγροτικό χαρακτήρα. Ένα μεγάλο μέρος δηλαδή του πληθυσμού τους ασχολείτο με τη γεωργία. Μόνο κάποια μεγάλα αστικά κέντρα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, όπως η Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο, η Αδριανούπολη, η Ηράκλεια, το Αμόριο, η Σμύρνη και η Τραπεζούντα, παρέμειναν σημαντικοί συγκοινωνιακοί και εμπορικοί κόμβοι στο διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα των θεμάτων.Η διοίκηση των πόλεων εξαρτιόταν και σ' αυτή την περίοδο (867-1081) από την Κωνσταντινούπολη. Από το 10ο αιώνα τοποθετούνταν επικεφαλής της φρουράς πολλών πόλεων στρατηγοί, που αναμφίβολα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Επιπλέον, ενεργό ρόλο στις αστικές λειτουργίες διαδραμάτιζαν οι εκκλησιαστικές αρχές, οι επίσκοποι δηλαδή και μητροπολίτες, μαζί με κάποιους από τους επιφανείς και πλούσιους κατοίκους κάθε πόλης, που αναφέρονται στις πηγές ως πρωτεύοντες, κτήτορες, οικήτορες και άρχοντες. Εκτός από τους κοσμικούς, τους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τους πλούσιους αστούς που ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο, η ανώτερη τάξη των πόλεων περιλάμβανε επίσης τους μεγαλογαιοκτήμονες, που προτιμούσαν να περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μακριά από τα κτήματά τους, στις αστικές κατοικίες τους. Ο αστικός πληθυσμός συμπληρωνόταν από τους υπαλλήλους της διοίκησης, τους υπόλοιπους αστούς κτηματίες και τον απλό λαό. Ο τελευταίος είχε πολιτική ισχύ που αναγνωριζόταν από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις απευθύνονταν στο λαό της Κωνσταντινούπολης και στη σύγκλητο. Επιπλέον, συχνές συγκλήσεις λαϊκών συνελεύσεων και συμβουλίων συνέχισαν να μαρτυρούνται στις πόλεις τον 11ο, αλλά και το 12ο αιώνα, παρά την απαγόρευσή τους από το Λέοντα Στ' Σοφό (886-912).
Τα κυριότερα προϊόντα (σε παρένθεση η περιοχή προέλευσης) ήταν τα ακόλουθα: Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία). Κεχριμπάρι (Βαλτική). Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ). Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο). Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Στις ιταλικές πόλεις οι δημοτικές αρχές κατά κανόνα στηρίζονταν στις οργανώσεις των τεχνιτών. Ομάδες συντεχνιών είχαν το δικαίωμα να κατέχουν ορισμένες έδρες του συμβουλίου. Στις συντεχνίες των τεχνιτών συναντάμε μια περίτεχνη ιεραρχία κοινωνικής θέσης, καθώς τα μέλη τους δεν ήταν όλοι χειρώνακτες. Στη Φλωρεντία, λόγου χάριν, υπήρχαν επτά «μεγάλες» συντεχνίες, μια από τις οποίες ήταν των δικαστών και συμβολαιογράφων. Το 1293 είχαν αναγνωριστεί επίσημα άλλες πέντε «μεσαίες» συντεχνίες και εννέα «κατώτερες». Σε κάθε συντεχνία υπήρχαν διαβαθμίσεις μεταξύ των μελών: από τους πλούσιους χονδρεμπόρους που έλεγχαν την προσφορά μέχρι τους πιο φτωχούς τεχνίτες που ουσιαστικά παρήγαν τα αγαθά. Στις βόρειες πόλεις, αφότου οι συντεχνίες των τεχνιτών απέκτησαν πολιτική εξουσία τον 14ο αιώνα, οι συντεχνίες του τύπου τον οποίο συναντήσαμε νωρίτερα στην Ιταλία κυριάρχησαν στις περισσότερες διοικήσεις των πόλεων. Παράλληλα με τις διαβαθμίσεις κύρους μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών, οι περισσότερες είχαν και εσωτερική ιεραρχία με μάστορες, κάλφες και μαθητευόμενους. Οι μαθητευόμενοι ήταν νεαρά άτομα, συνήθως αγόρια, που μαθήτευαν πλάι σ' εναν μάστορα, συνήθως στην αρχή της εφηβείας τους, αφού είχαν μάθει μερικά γράμματα στο σχολείο. Αρχικά ο μαθητευόμενος εκτελούσε στο κατάστημα του μάστορα χειρωνακτικές εργασίες που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ειδίκευση, αλλά με τον καιρό μάθαινε την τεχνική του επαγγέλματος. Η διάρκεια της μαθητείας παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών και των διαφόρων πόλεων, από ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα δύο ετών, που απαιτούσαν πολλοί ξυλουργοί, μέχρι οκτώ χρόνια ή και περισσότερα για έναν έμπειρο χρυσοχόο.
Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο μαθητευόμενος εργαζόταν συνήθως ως μισθωτός τεχνίτης ή μεροκαματιάρης. Όταν ένας μάστορας χρειαζόταν πρόσθετους εργάτες, προσλάμβανε τεχνίτες σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση, αλλά η σταθερή απασχόληση ήταν σπάνια. Ένας μισθωτός τεχνίτης μπορούσε να κάνει οικονομίες και να προσπαθήσει να γίνει κάποια στιγμή μάστορας, αλλά στα τέλη του 13ου αιώνα αυτό ήταν πια μάλλον δύσκολο, και πολλοί τεχνίτες εργάζονταν όλη τους τη ζωή ως μεροκαματιάρηδες. Ωστόσο, ένας νέος με τις κατάλληλες διασυνδέσεις μπορούσε και να παρακάμψει το στάδιο της παροχής μισθωτής εργασίας και να γίνει μάστορας μετά τη μαθητεία του. Ο μάστορας ήταν μέλος της συντεχνίας με πλήρη δικαιώματα. Είχε το δικαίωμα να διατηρεί δικό του κατάστημα, να προσλαμβάνει μισθωτούς τεχνίτες και να εκπαιδεύει μαθητευόμενους. Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, ο μάστορας έπρεπε να παρουσιάσει στους παλαιότερους μάστορες της συντεχνίας το «αριστοτέχνημά» του (για παράδειγμα, ένα κομμάτι ύφασμα υφασμένο σύμφωνα με τις ακριβείς τεχνικές προδιαγραφές που απαιτούσε η συντεχνία των υφαντουργών). Τον 14ο αιώνα, πολλά επαγγέλματα δεν απαιτούσαν πια την επίδειξη του αριστοτεχνήματος ή απλώς τη χρησιμοποιούσαν ως πρόσχημα για να αποκλείουν ανεπιθύμητα πρόσωπα· επειδή ακόμα και τον 13ο αιώνα οι περισσότερες οργανώσεις τεχνιτών προτιμούσαν να παρέχουν το δικαίωμα του μέλους στους γιους των τεχνιτών που ήδη ανήκαν στη συντεχνία, είτε παρακάμπτοντας τον κανονισμό περί «αριστοτεχνήματος» είτε, πράγμα που ήταν και το συνηθέστερο, μειώνοντας την υψηλή συνδρομή που απαιτούνταν για την εγγραφή των νέων μαστόρων. Τούτο δεν σήμαινε ότι μόνο οι μάστορες έβρισκαν δουλειά, αλλά μάλλον ότι υπήρχε ένα περιοριστικό «πλαφόν» για τα περισσότερα μη μέλη της συντεχνίας, τα οποία ποτέ δεν μπορούσαν να ανέβουν υψηλότερα από τη βαθμίδα του μισθωτού τεχνίτη και επομένως είχαν τη αβεβαιότητα της προσωρινής, εξαρτημένης απασχόλησης. Το πρόβλημα της κληρονομικής ιδιότητας του μάστορα πήρε πιο σοβαρές διαστάσεις μετά το 1300 και ιδίως κατά τον 15ο αιώνα.
Οι διοικήσεις των πόλεων στη μεσαιωνική Ευρώπη ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στις δραστηριότητες των επιτηδευματιών. Οι περισσότερες συντεχνίες ρύθμιζαν τα ημερομίσθια, τα ωράρια και τους όρους εργασίας του κλάδου τους και επέβλεπαν την ποιότητα της εργασίας των μελών τους. Συχνά όμως εξέδιδαν κανονισμούς και τα συμβούλια των πόλεων, ιδίως για τα επαγγέλματα που παρήγαν εξαγώγιμα προϊόντα, όπως υφάσματα, και τα οποία απαιτούσαν την εργασία πολυάριθμων ειδικών προτού εξαχθούν από την πόλη. Αφού τα υφάσματα και τα άλλα προϊόντα είχαν περάσει από την επιθεώρηση των αρμόδιων αρχών και μπορούσαν να εξαχθούν, σφραγίζονταν ώστε να πιστοποιηθεί η καλή τους ποιότητα. Καθώς οι πόλεις ήταν περιτειχισμένες και η πρόσβαση γινόταν μόνο από ελεγχόμενες πύλες, οι επιθεωρήσεις δεν ήταν διόλου τυπικές. Από αυτή την άποψη, οι πόλεις και οι συντεχνίες περιφρουρούσαν ως κόρην οφθαλμού τα προνόμιά τους, επειδή η υπόληψη και η πελατεία του καθενός μπορούσε να χαθεί από έναν και μοναδικό τεχνίτη που θα παρήγαγε ελαττωματικό εμπόρευμα το οποίο θα περνούσε απαρατήρητο από την επιθεώρηση. Ασφαλώς, το μέλημα για την ποιότητα ήταν συχνά ένα πρόσχημα ώστε τα μέλη μιας ελίτ να συγκεντρώνουν όλο το εισαγωγικό εμπόριο. Είναι δύσκολο να κρίνουμε πόσο ειλικρινές ήταν για όλες τις πόλεις το μέλημα για την ποιότητα. Παντού συναντάμε τον πατερναλισμό και τη στενή συνεργασία μεταξύ συντεχνιών και δημοτικών αρχών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...