Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, " ΤΑ ΠΛΟΙΑ" (1895-6): ένα πεζό ποίημα ποιητικής για τη ρήξη με την παράδοση

Από την Φαντασίαν έως εις το Χαρτί. Είναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. Η απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε διά τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
Η πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Εις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίσει οπίσω το πλοίον και να παραλάβει πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθεί το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Αι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι μακροχρονίου διαρκείας. Αι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Είναι πολύ σπάνιον έν πλοίον επανερχόμενον να εύρει τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Μία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Αναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν έν μέρος εκ του φορτίου διά να σώσουν το όλον. Ούτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρει ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Τα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν έν είδος και σκέπτονται εάν πρέπει να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν έν άλλο είδος να αποβιβασθεί· και έκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται.
Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. Η εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Είναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τας κεφαλάς. Εξάλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Κατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνεις όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθείς διόλου. Είναι εταιρεία παλαιά. Χαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Αλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Επίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Οι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι διά τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Είναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος διά να τα δεχθεί. Και εξακολουθούν τον δρόμον των. Ούριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται διά παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας. Ευτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Μόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Τα λησμονώμεν δε ογρήγορα.
Όσο λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσο ταχεία είναι η λήθη της. Και αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν — ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν — τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας διά να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Μετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Ιλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα — τίς ηξεύρει πού.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσπάθεια του Καβάφη να αποδώσει την επικοινωνία του ποιητή με τον κόσμο της φαντασίας και το ευάλωτο των ποιητικών ιδεών, μέσα από την αλληγορική τους παρουσίαση ως εμπορεύματα σε βραχύβια καταστήματα. Η πρόθεση του ποιητή είναι να αναδείξει την αφοσίωση που απαιτείται από τη μεριά των ομοτέχνων του, καθώς είναι πολύ εύκολο να ξεχαστούν ή να αποδοθούν ανεπιτυχώς σημαντικές και το κυριότερο μοναδικές ποιητικές ιδέες, αν ο ποιητής δεν είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή να αξιοποιήσει το πολύτιμο υλικό που του παρέχει η φαντασία και η σκέψη του. Η πρόθεση του Καβάφη γίνεται σαφέστερη αν διαβάσουμε ένα από τα σημειώματά του στο οποίο παρουσιάζει τη συνομιλία του μ’ έναν νεότερο ποιητή, στον οποίο ο Καβάφης θέλησε να εξηγήσει τις απώλειες που είχε ως δημιουργός εξαιτίας των καθημερινών επαγγελματικών του υποχρεώσεων: «Πόσες φορές μες στη δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγει “Δεν είμαι μια δούλα εγώ∙ για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες -προδότη και ταπεινέ- για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθείς) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα.”»
Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει κατά τη μεταφορά των ιδεών από τον κόσμο της φαντασίας είναι πως το πλοίο -το μέσο μεταφοράς- δεν έχει ικανή χωρητικότητα, με αποτέλεσμα, όταν βγει στα ανοιχτά, έχοντας καταφορτωθεί με εμπορεύματα, να εξαναγκάζεται να ρίχνει μέρος του φορτίου στη θάλασσα προκειμένου να διασωθεί το ίδιο, αλλά και το πολυτιμότερο μέρος του φορτίου. Εμφανής εδώ η προσπάθεια απόδοσης του αισθήματος που δημιουργείται στον ποιητή, όταν υπό την επίδραση μιας αιφνίδιας έμπνευσης νιώθει πως του γεννιούνται πλήθος ιδέες και πλήθος αξιόλογες σκέψεις∙ αδυνατεί, ωστόσο, να τις μεταφέρει ακέραιες στο φυσικό τους χώρο, στο χαρτί, καθώς στην προσπάθεια να συγκρατήσει τις πιο καίριες αναγκάζεται να παραμελήσει και άρα να λησμονήσει αρκετές άλλες. Έτσι, κανένα πλοίο δεν κατορθώνει να φέρει το σύνολο των θησαυρών που παρέλαβε, και παρά το γεγονός ότι συνήθως οι ιδέες-εμπορεύματα που απορρίπτονται είναι αυτές με τη μικρότερη αξία, δεν λείπουν κι οι περιπτώσεις που το πλήρωμα πάνω στη βιασύνη του να σώσει το πλοίο κάνει λάθος και ρίχνει στη θάλασσα αντικείμενα πολύ μεγάλης αξίας. Είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ποιητής στρέφει την προσοχή του σε ορισμένες ιδέες, που εκείνη τη στιγμή του δημιουργούν την αίσθηση πως έχουν περισσότερη ουσία, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ό,τι άφησε να του διαφύγει είχε εν τέλει πολύ μεγαλύτερη αξία. Μια διαρκής προσπάθεια του δημιουργού να συγκρατήσει, να διαλέξει και να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα ποιητικές ιδέες που κάποτε χάνονται από τη σκέψη του τόσο γοργά και τόσο απροσδόκητα, όσο γοργή και απροσδόκητη ήταν η αρχική τους εμφάνιση.
Η μεταφορά των ιδεών, όμως, δεν είναι η μόνη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο δημιουργός, αφού η καταγραφή τους δεν μπορεί να γίνει με απόλυτη ελευθερία. Ορισμένες ιδέες δεν είναι κατάλληλες, αρμόζουσες ή επιτρεπόμενες, όπως αυτό ελέγχεται από τους αξιωματούχους του τελωνείου∙ από τη συνείδηση του ίδιου του ποιητή που εξαναγκάζεται να λογοκρίνει τα ίδια του τα κείμενα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τι μπορεί και τι δεν μπορεί να δώσει στο κοινό της εποχής του. Χωρίς, βέβαια, να απουσιάζει και ο υπαινιγμός για την πραγματική λογοκρισία που ορισμένες φορές επιβάλλεται σε έργα ιδιαιτέρως τολμηρά ή ανατρεπτικά για τα δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας. Από τα εμπορεύματα ορισμένα προκαλούν αμφιβολίες για την έγκρισή τους στο τελωνείο, άλλα απαγορεύονται πλήρως κι άλλα μερικώς∙ ο εκτελωνισμός των εμπορευμάτων-ιδεών πάντως έχει κανόνες, που πρέπει να γίνουν σεβαστοί, διότι είναι δεδομένο πως το λαθρεμπόριο απαγορεύεται αυστηρώς. Η αμηχανία των αξιωματούχων του τελωνείου απέναντι σε ορισμένα προϊόντα φανερώνει πως το τι είναι κοινωνικώς αποδεκτό, αλλά και το ποιες ιδέες είναι ικανό ή έτοιμο το κοινό να αντιμετωπίσει δεν είναι πάντοτε κάτι το απολύτως σαφές. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια προϊόντα-ιδέες για τα οποία η απαγόρευση είναι δεδομένη. Ο οίνος είναι ένα από αυτά τα προϊόντα του οποίου η εισαγωγή απαγορεύεται, καθώς η παραγωγή του γίνεται σε χώρες όπου τα σταφύλια έχουν την ευκαιρία να ωριμάσουν σε γενναιότερες θερμοκρασίες, κι έτσι το κρασί που προκύπτει είναι πολύ μεθυστικό, και άρα δεν είναι κατάλληλο για όλους τους ανθρώπους. Το κρασί αυτό το τόσο μεθυστικό, που προκαλεί την «εύλογη» αντίδραση των αξιωματούχων, μπορεί να αναφέρεται τόσο στους ερωτικούς εκείνους στίχους που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δεσπόζουσα νόρμα της κοινωνίας, όσο και σε ιδέες που δοκιμάζουν τις αντοχές των κρατούντων ή της συντηρητικής μερίδας των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κοινωνία έχει φροντίσει να βρει το ιδανικό υποκατάστατο αυτού του μεθυστικού, αλλά επικίνδυνου κρασιού∙ υπάρχει μια παλιά εταιρεία που διατηρεί το μονοπώλιο στην κατασκευή κρασιού, με τη βασική διαφορά πως το δικό της κρασί, αν και δίνει την εντύπωση πως είναι αληθινό, δεν είναι παρά ένα νοθευμένο υγρό που ούτε καν σε ζαλίζει. Κι έχει, μάλιστα, κατορθώσει αυτή η εταιρεία να κερδίσει μεγάλη εκτίμηση, έστω κι αν στην πραγματικότητα οι μετοχές της, όπως και τα προϊόντα της, είναι υπερεκτιμημένα. Το υπονοούμενο του ποιητή σχετικά με την «παλαιά εταιρεία» προφανές∙ στον αντίποδα της δικής του ποίησης που θέλησε να θίξει θέματα ακόμη και ανάρμοστα για τα δεδομένα της εποχής, υπήρχε η παλιά ομάδα ποιητών που αρκούνταν στο να δίνει στίχους επιφανειακούς και ακίνδυνους∙ στίχους που μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να διαβάζει για ώρες, χωρίς ποτέ να ξυπνήσει μέσα του κάποια ιδέα ή κάποια διάθεση αντίθετη με τα κοινωνικώς αποδεκτά ήθη ή με την εδραιωμένη κοινωνική κατάσταση. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως ο Καβάφης υπήρξε ένας από τους πρώτους ποιητές που αρνήθηκε να θυσιάσει το περιεχόμενο του ποιήματος στα εξωτερικά «στολίδια» του λυρισμού. Ο Καβάφης απελευθέρωσε σε μεγάλο βαθμό το στίχο του και τόλμησε να εκφράσει σκέψεις που δεν είχε αγγίξει κανένας από τους δημιουργούς της εποχής του. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό πως ο ποιητής θα είχε καταγράψει στα ποιήματά του κι ακόμη πιο τολμηρές ιδέες και απόψεις, αν δεν είχε να αντιμετωπίσει τις διαθέσεις λογοκρισίας της συντηρητικής εποχής του.
Παρά τις δυσκολίες του ταξιδιού εντούτοις ο ποιητής αναγνωρίζει πως το γεγονός και μόνο ότι τα πλοία καταφέρνουν να φτάσουν στο λιμάνι αποτελεί σημαντικό κέρδος εφόσον σημαντικό μέρος του εμπορεύματος, έστω και με πολλή φροντίδα και αγρύπνια από μέρους του δημιουργού, διασώζεται. Ενώ, ακόμη και αξιωματούχοι του τελωνείου -παρά το πόσο αυστηροί είναι οι νόμοι του τόπου- δεν κατορθώνουν να αποτρέψουν την εισαγωγή όλων των απαγορευμένων εμπορευμάτων, αφού δεν είναι αλάνθαστοι στους ελέγχους και στις αποφάσεις τους. Έτσι, πολλές φορές, κιβώτια τα οποία έχουν άλλη σήμανση, περιέχουν εκείνους τους πολύτιμους οίνους για τα εκλεκτά συμπόσια. Ο ποιητής αναγνωρίζει φυσικά τις ποικίλες δυσκολίες της ποιητικής δημιουργίας, δεν θέλει ωστόσο να παρουσιάσει μια εικόνα απόλυτης αδυναμίας. Φροντίζει επομένως να επισημάνει πως παρά τις αντιξοότητες, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για τον επίμονο θεράποντα της τέχνης, που είναι διατεθειμένος να κοπιάσει προκειμένου να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μέχρι και τους αυστηρούς ελέγχους της εξωτερικής λογοκρισίας μπορεί, ως ένα βαθμό, να ξεπεράσει, εφόσον ο έλεγχος δεν είναι ούτε τόσο διεξοδικός ούτε πραγματοποιείται από ανθρώπους που αυξημένης πάντοτε αντίληψης. Υπάρχει άρα η δυνατότητα να ξεγελαστούν εκείνοι που διενεργούν τον έλεγχο με τη συνδρομή της αλληγορικής γραφής∙ με τα ποιήματα εκείνα που έχουν άλλο περιεχόμενο στα μάτια του βιαστικού αναγνώστη, κι τελείως διαφορετικό για εκείνον που θα τα μελετήσει πιο προσεκτικά και θα κατανοήσει την αληθινή τους φύση.
Μια σημαντική απώλεια που αναγνωρίζεται εδώ από τον ποιητή είναι αυτή που αφορά τα πολύ μεγάλα πλοία με το εξόχως πολύτιμο εμπόρευμα τα οποία δεν πλησιάζουν καν στο λιμάνι, διότι είτε το εμπόρευμά τους είναι τελείως απαγορευμένο είτε διότι το λιμάνι δεν έχει αρκετό βάθος για να τα δεχτεί. Ο ποιητής, λοιπόν, εξαναγκάζεται κάποτε να θυσιάσει ιδέες ιδιαίτερης και πρωτόφαντης αξίας λόγω της αυστηρότητας των ηθών ή λόγω της πλήρους αδυναμίας του κοινού να τις κατανοήσει και να τις αποδεχτεί. Ιδέες, ίσως, ενός ερωτικού βίου, όπως τον ήθελε ο ποιητής, ή, ίσως, μιας απόλυτα ελεύθερης κοινωνίας, χωρίς τον ασφυκτικό έλεγχο των λίγων και ισχυρών, καταπνίγονται και αποσιωπούνται.
Τα μεγάλα αυτά πλοία, με τις πολύτιμες ιδέες, είναι ευτυχώς σπάνια∙ ευτυχώς, διότι για κάθε δημιουργό είναι επώδυνη απώλεια να θυσιάζει ή να μην κατορθώνει να αποδώσει τις έξοχες εκείνες ποιητικές συλλήψεις που ξεπερνούν σε κάλλος και ουσία οτιδήποτε άλλο ως τότε αποδοσμένο. Είναι σπάνια και ξεχνιούνται πολύ γρήγορα, εφόσον, ως άμυνα ίσως, ο δημιουργός αποδιώχνει γοργά τη βασανιστική ανάμνηση των άριστων αυτών ιδεών που απέμειναν ανείπωτες. Μόνο, χρόνια μετά, τυχαίνει κάποτε σε στιγμές περισυλλογής να επανέλθουν στη σκέψη και στην ακοή του ποιητή στροφές μη αναγνωρίσιμων ποιημάτων, που με πολύ κόπο κατορθώνει να θυμηθεί πως ανήκουν στο άσμα που έψελναν οι ωραίοι ναύτες εκείνων των μεγάλων και θεσπέσιων πλοίων.
Τα θεσπέσια αυτά πλοία με το άκρως πολύτιμο εμπόρευμα, που ακολουθούν μιαν άγνωστη για τους δημιουργούς πορεία, αποτελούν το, υπό μία έννοια, παράπονο πολλών ποιητών, για την αδυναμία τους να συνθέσουν εκείνα τα ξεχωριστά ποιήματα που αν και νιώθουν πως το περίγραμμά τους μπορούν να το διακρίνουν με τη φαντασία και τη σκέψη τους, αδυνατούν ωστόσο να τα υλοποιήσουν όσο κι αν προσπαθήσουν, όσα χρόνια κι αν αφιερώσουν στην τέχνη της ποιήσεως. Το ιδεατό ποίημα με την άρτια έκφραση και το μεστό περιεχόμενο αποτελεί και για τον Καβάφη, όπως και για πολλούς άλλους ποιητές, μια επίμονη έγνοια, εφόσον κάθε δημιουργός γνωρίζει -ή τουλάχιστον αισθάνεται- πως υπάρχουν πάντοτε τα περιθώρια τόσο για την καλύτερη ποιότητα γλωσσικής διατύπωσης όσο και για την απόδοση πιο ουσιαστικών νοημάτων. Το ιδεατό αυτό ποίημα απομένει όμως σταθερά απροσέγγιστο, ακόμη και για τους σημαντικότερους ποιητές, φανερώνοντας υπό μία έννοια πως το μεγαλείο και η δυσκολία της ποιητικής τέχνης έγκειται εν τέλει όχι μόνο στον κόπο που χρειάστηκε να καταβληθεί για όσα έχουν ειπωθεί, αλλά πολύ περισσότερο στην αγωνία που πέρασαν οι θεράποντές της πασχίζοντας να την εξυψώσουν ως τα όρια του ιδανικού, μόνο και μόνο για να νιώσουν στο τέλος πως απέτυχαν∙ έστω, βέβαια, κι αν στην πραγματικότητα κατόρθωσαν αποτελέσματα εκπληκτικά.
Το όραμα κι η επίγνωση της δυνατότητας ενός ακόμη καλύτερου ποιητικού δημιουργήματος ταλανίζει και τον Καβάφη, ο οποίος επιλέγει να επανδρώσει το πλοίο αυτού του οράματος με ναύτες ωραίους σαν τους ήρωες της Ιλιάδας∙ το ποιητικά ιδεατό και απροσέγγιστο για τον Καβάφη εμπεριέχει και την αναμέτρηση του ποιητή με την επιθυμία του να αποδώσει στους στίχους του την ξέχωρη εκείνη ποιότητα της ανδρικής ομορφιάς, που τόσο τον συγκινούσε. Η νεωτερικότητα του εγχειρήμα-τος στην εικονιστική του ανάπτυξη έγκειται και στο ότι η έννοια της εμπορικότητας ή της τήρησης των κανόνων (κλασικιστικών και μη) τίθεται αντιστικτικά προς εκείνη της αισθητικής τελειότητας που είναι πιο επαναστατική, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα έργα της εποχής του. Η χρήση του οίνου από τον Καβάφη δεν έχει σχέση με τη θρησκεία, αλλά με τη γραφή και κυρίως με την έννοια του γούστου, αφού το καλό κρασί είναι σύμβολο της αισθητικής απόλαυσης, με όρους συναισθησίας (όραση, γεύση, όσφρηση), μοτίβο χαρακτηριστικό στον πρώιμο αισθητιστή Καβάφη, αφού το κείμενό μας γράφτηκε περίπου το 1895-1896. Η κατάληξη του κειμένου μάλλον έχει σχέση με τον δημιουργό που είχε έμπνευ-ση και τελικά δεν έβαλε ποτέ στο χαρτί όλες τις ιδέες του. Ακόμα και αν τις ξαναθυμηθεί, ούτε είναι το ίδιο μεγαλειώδεις ούτε μπορεί να τις ξαναφέρει στο χάρτινο λιμάνι. Η περίπλοκη χρήση της μεταφοράς του πλοίου (ειδικά στην κατάληξή της), με εγκιβωτισμένη μια άλλη μεταφορά, του οίνου, ξεκινάει ως περιπέτεια του συγγραφέα, περιλαμβάνει την κρίση του έργου και καταλήγει στον ρεμβασμό και τον προβληματισμό για όσες ιδέες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ ως έργα εξαιτίας της λογοκρισίας από την πνευματική ελίτ του τόπου. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει ήδη μεσολαβήσει και το ταξίδι του στην Αθήνα (1901), όπου ο Καβάφης θα γνωρίσει και από κοντά πρόσωπα και πράγματα της αθηναϊκής λογοτεχνικής (και όχι μόνο) πραγματικότητας. Το 1903 θα έχει ήδη καταλάβει πως η ποίησή του δεν αρέσει σε αυτό το περιβάλλον, και γι’ αυτό η αναφορά του είναι άμεση στο κείμενο (το οποίο ωστόσο δεν τολμά να δημοσιεύσει).
* * * Και η «Ιθάκη», θ’ αναρωτηθεί κανείς, πώς σχετίζεται με όλα αυτά; Αν είναι αλήθεια, όπως υπαινίχθηκα πιο πάνω, ότι η «Ιθάκη» δεν χωράει στο τριμμένο κοστούμι της εύκολης θυμοσοφίας που θέλουν να της φορέσουνε τόσοι και τόσοι, τότε τι λογής καινούργιο ρούχο θα πρέπει άραγε να της ράψουμε με το ύφασμα που ξηλώσαμε από «Τα Πλοία»; Τα νήματα που συνδέουν την «Ιθάκη» με «Τα Πλοία» δεν είναι δυσδιάκριτα. Ήδη το 1986, όταν πρωτοπαρουσίασε «Τα Πλοία», ο Γ. Π. Σαββίδης επισήμανε ότι η ο διδακτικός τόνος που ακούμε στο πεζό αυτό ποίημα είναι κατά βάθος «η πρώιμη φωνή του διδάχου της “Ιθάκης”». Η μεταφορά του θαλασσινού ταξιδιού διατρέχει και τα δύο ποιήματα· αυτή είναι η πιο οφθαλμοφανής ομοιότητα. Κι αν στα «Πλοία» το ταξίδι είναι προδήλως εμπορικό, η εμπορία δεν απουσιάζει ολότελα από την «Ιθάκη», έστω κι αν συνυπάρχει με την επιθυμία για περιπέτειες και γνώσεις. Ο ταξιδευτής της «Ιθάκης» θα σταματήσει «σ’ εμπορεία Φοινικικά», που σχηματίζουν μιαν εικόνα πολύ πιο συγκεκριμένη και ζωντανή από ό,τι οι αφηρημένες «αγοραί της Φαντασίας» που συναντήσαμε στα «Πλοία». Και θα προμηθευτεί «καλές πραγμάτειες», μεταξύ άλλων «κοράλλια […] κ’ έβενους» — δηλαδή ακριβώς εκείνα τα πολύτιμα υλικά που δεν εμφανίζονταν στα «Πλοία» παρά μόνο φευγαλέα, σαν εφήμερα ινδάλματα: «κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου». Ό,τι λοιπόν στα «Πλοία» ήταν απόμακρο και άπιαστο —οπτασίες που εξαϋλώνονταν και λησμονιούνταν σχεδόν αμέσως, ή εύθραυστα φορτία που καταστρέφονταν ή ρίχνονταν στη θάλασσα, ή εμπορεύματα που κατάσχονταν από τους εκτελωνιστές— στην «Ιθάκη» γίνεται ευπρόσιτο και χειροπιαστό. Εξάλλου, στα «Πλοία» η οπτική γωνία ήταν του στεριανού, που έβλεπε παθητικά τα καράβια να περνούν «πηγαίνοντα — τίς ηξεύρει πού». Αντίθετα, η «Ιθάκη» απευθύνεται σε κάποιον που αργά ή γρήγορα θα γίνει ταξιδευτής ο ίδιος («Σαν βγεις στον πηγαιμό…»)· κι αντί ράθυμα να μελαγχολεί για τα θεσπέσια πλοία που δεν κατόρθωσαν ή δεν καταδέχτηκαν να ελλιμενιστούν, θα απολαμβάνει, «με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά», την προσόρμιση «σε λιμένας πρωτοειδωμένους». Ούτε λόγος πια για ξέβαθα λιμάνια, που δεν μπορούν να υποδεχτούν τα «πελώρια πλοία». Και ο αλλοτινός φόβος για το «δύσκολον πέρασμα» και το «μακρόν ταξίδι», το «επιζήμιον ενίοτε διά τα πλοία τα οποία το επιχειρούν», έχει δώσει τώρα τη θέση του στην ευφρόσυνη προσδοκία μακροχρόνιων θαλασσινών περιπλανήσεων: «να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. […] Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει».
Σε αντίθεση με τον ανώνυμο, αφηρημένο λιμένα των «Πλοίων», η Ιθάκη είναι ένας τόπος με όνομα και υπόσταση· συνιστά φυσική οντότητα, αλλά και διαθέτει ειδικό μυθολογικό βάρος. Ο ταξιδευτής ξέρει ότι στον τόπο αυτόν μπορεί κάποτε να φτάσει — και να φτάσει έπειτα από ένα ταξίδι που δεν θα κάμει ποτέ ο αδρανής παρατηρητής των «Πλοίων»· ένα ταξίδι στο οποίο, αντίθετα απ’ ό,τι θέλει η Οδύσσεια, όχι μόνο δεν θα κινδυνέψει από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και Ποσειδώνες, αλλά και θ’ αποκτήσει καλές πραγμάτειες και ηδονικά μυρωδικά, όσα δεν απέκτησε ποτέ ο Οδυσσέας. Η οδυσσειακή λοιπόν μεταφορά επιτελεί διττή λειτουργία, που ελέγχεται αντινομική αλλά όχι και αυτοαναιρούμενη: ταυτόχρονα επικυρώνει και ανασκευάζει τον ομηρικό μύθο. Αφενός δηλαδή εγκαθιστά μια στέρεη και αναγνωρίσιμη Ιθάκη σαν μετωνυμία του προορισμού· αφετέρου όμως βάζει στη θέση του ταξιδευτή όχι τον Οδυσσέα, αλλά έναν κάποιον Οδυσσέα, ριζικά παραλλαγμένον, έναν Οδυσσέα που μπορεί να είναι ο ίδιος ο Καβάφης ή ένας ομόλογός του — πάντως είναι ο αποδέκτης της παραμυθητικής υπόδειξης ότι οι περιπέτειες του ταξιδιού δεν είναι κίνδυνοι που απειλούν να ματαιώσουν τον νόστο, παρά είναι μέσο αναγκαίο για την ποιητική τελείωση. Όπως γράφει ο Μαρωνίτης, «η απροκάλυπτη παραίνεση μακράς παράτασης του πηγαιμού […] φαίνεται να κλονίζει βασικά ερείσματα της ομηρικής Οδύσσειας· όπου ο πόθος του άμεσου νόστου συνεχώς βασανίζει τον ήρωα, ενώ τα ενδιάμεσα πάθη που τον αναστέλλουν θεωρούνται εξωτερικά και ανεπιθύμητα εμπόδια.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...