Οι συνθήκες στις αρχές του 11ου αιώνα.
Η Ευρώπη στις αρχές του 11ου αιώνα εισέρχεται σε μια περίοδο σχετικής ειρήνης και ευημερίας. Η αναταραχή που προκάλεσαν οι εισβολείς του 9ου και 10ου αιώνα (Μαγυάροι, Άραβες, Νορμανδοί) έχει αρχίσει να καταλαγιάζει, καθώς οι εισβολείς είτε έχουν εγκατασταθεί είτε έχουν απωθηθεί.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του αριθμού των κατοίκων, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δημογραφική «έκρηξη». Η αύξηση αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ελλείψει των κατάλληλων πηγών, γίνεται όμως έμμεσα αισθητή μέσα από δεδομένα όπως από την πυκνότητα των νεκροπόλεων και από παρατηρήσεις που έγιναν σε κοιμητήρια όπου διαπιστώνεται η αύξηση του μέσου όρου ζωής. Αριθμητικά, ο Ράσελ προσδιορίζει αυτήν την αύξηση από τα 23 εκατομμύρια το 950 στα 50 εκατομμύρια το 1300 και ο Μπένετ από 42 εκατομμύρια το έτος 1000 σε 69 εκατομμύρια το 1250. Η μείωση κατά 19 εκατομμύρια που διαπιστούται οφείλεται στον λοιμό της πανώλης, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της ηπείρου. Για τα αίτια της γενικά παρατηρούμενης δημογραφικής αύξησης υπάρχουν πολλές απόψεις:
1) Προφανώς η σχετική ηρεμία που ακολούθησε την ταραγμένη περίοδο των εισβολών περιόρισε τον αριθμό των θανάτων, όπως προτείνει ο Ζωρζ Ντυμπύ.
2) Ο Ρομπέρ Φοσιέ υποστηρίζει πως βασική αιτία της αύξησης του πληθυσμού ήταν η σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε από τον 10ο αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς.
Παρατηρώντας το γεγονός ότι αυτή η δημογραφική αύξηση δεν εντοπίζεται σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά συνεχίζεται και τους επόμενους δύο αιώνες, είναι φανερό ότι οι όποιες αλλαγές συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού από τον 10ο αιώνα, δεν είναι και οι αποκλειστικές αιτίες αυτής της αύξησης.
3) Όπως αναφέρουν και οι Bernstein και Milz, η αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας). Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη.
Σύμφωνα λοιπόν με τους Bernstein και Milza, η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη των τεχνικών αυτών και όχι η τεχνολογική εξέλιξη την αύξηση της παραγωγής. Αυτή όμως η αύξηση ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού και χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για δημογραφική έκρηξη.
4) Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών, Οι Bernstein και Milza αναφέρουν πως «παντού όπου επικρέμαται η απειλή των Σαρακηνών οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν την Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων. Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων. Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9 ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου.
Ο Maurice Lombard αποδίδει την οικονομική αφύπνιση της Δυτικής Ευρώπης στον αντίκτυπο που είχε η διαμόρφωση του μουσουλμανικού κόσμου. Ένας κόσμος με αστικές καταναλωτικές μητροπόλεις, η ζήτηση των οποίων για πρώτες ύλες και εμπορεύματα ενισχύει τις εμπορικές συναλλαγές, αντίθετα με την προφανή άποψη που θεωρεί την αραβική κυριαρχία στη Μεσόγειο ως μια από τις αιτίες στάσης του εμπορίου.
Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο. Το σχετικά περιορισμένο όμως εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις (όπως περιγράφεται από τον Le Goff) φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο εώς τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Οι δύο αυτές αλλαγές όμως φαίνεται πως υπήρξαν απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτήν την ανάπτυξη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους. Οι Bernstein και Milza επιχειρηματολογούν σε μάκρος ενάντια στις απόψεις του Πιρέν. Τόσο ενάντια στην άποψη ότι η κυριαρχία των Αράβων στη Μεσόγειο αποτέλεσε το κύριο αίτιο της επιβράδυνσης του εμπορίου της Δύσης, όσο και στην άποψη ότι υπήρξε μια ρήξη στην πληθυσμιακή συνέχεια των πόλεων, με την εμπορική δραστηριότητα να ανακάμπτει με πρωταγωνιστές ξένους εμπόρους που εγκαθίστανται κοντά στις παλιές πόλεις. Το σημαντικό όμως, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι ότι η ανάπτυξη των πόλεων δεν θα μπορούσε να γίνει όσο το εμπόριο συναντούσε δυσκολίες. Οι πόλεις, με την μορφή που πήραν την συγκεκριμένη περίοδο, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αυτόνομα όπως οι χωροδεσποτείες ή οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα. Η αύξηση, κατ' αρχάς, του πληθυσμού τους απαιτεί την τόνωση του τοπικού εμπορίου με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Από την άλλη, η φύση των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνουν προϋποθέτει την ανάπτυξη του εμπορίου, τόσο του τοπικού όσο και του πιο μακρινού. Ενώ οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα, όπως αναφέρει ο Le Goff, οφείλουν την σημασία τους σε μια διοικητική λειτουργία (που σιγά σιγά ατροφεί) ή στην παρουσία ενός επισκόπου, οι πόλεις του μέσου Μεσαίωνα βασίζονται στις υπηρεσίες προς την ανταλλακτική οικονομία (για παράδειγμα τραπεζίτες) και αργότερα στην παραγωγική τους δραστηριότητα, καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται η βιοτεχνία. Το γεγονός ότι οι πιο έντονα αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται εκεί όπου καταλήγουν εμπορικοί (χερσαίοι και θαλάσσιοι) δρόμοι, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη των πόλεων.
Πέρα από τις αλλαγές που αποτέλεσαν την βάση και έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, υπήρξαν και άλλοι επιμέρους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη συγκεκριμένων πόλεων. Λόγοι όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.
Η νέα αυτή «αστική» τάξη δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση με την φεουδαρχική χωροδεσποτεία και την αριστοκρατία, τους μέχρι τότε δηλαδή φορείς της εξουσίας. Είναι όμως αναγκαία μια μετατόπιση εξουσιών που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις νέες λειτουργίες της πόλης. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο πολλές πόλεις να διεκδικούν και να αποσπούν λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι διεκδικήσεις αυτές σε πολλές πόλεις προέρχονται από μια ένωση κατοίκων δεμένων με όρκο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι πόλεις με τις πιο διευρυμένες ελευθερίες να αποκαλούνται «κοινότητες» ή «κομμούνες» και ο Le Goff αναφέρεται σε ένα «κίνημα αστικών κοινοτήτων». Το γεγονός ότι σε πολλές πόλεις συμμετείχε στην κοινότητα ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός, καθώς και κάποια μεμονωμένα βίαια επεισόδια όπως η περίπτωση του επισκόπου της Λαν, μπορούν εκ πρώτης όψεως να δώσουν την εντύπωση ότι την συγκεκριμένη περίοδο εκδηλώθηκε μια «επανάσταση τωναστών».
Μια πιο προσεκτική ματιά όμως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τελικά η αστική τάξη δεν έρχεται σε ρήξη με τις φεουδαρχικές δομές εξουσίας της υπαίθρου. Όπως αναφέρουν οι Bernstein και Milza, οι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη – συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη. Παράλληλα, υπάρχει μια ταξική διαστρωμάτωση που οφείλεται στις μεγάλες διαφορές της περιουσίας. Δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Φαίνεται λοιπόν ότι στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτή για τη διατήρησητης ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν η εξουσία, ακόμη και μετά την εμφάνιση του κοινοτικού κινήματος, παραμένει στα χέρια μιας ολιγαρχίας που προέρχεται από τη συνεργασία της αριστοκρατίας της γης και της νέας «αριστοκρατίας του χρήματος» και η οποία αποτελεί μέρος του φεουδαρχικού συστήματος χωρίς να έρχεται σε αντίθεση μαζί του. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ένα σημείο που τραβάει την προσοχή και που προαναγγέλει τον ρόλο που θα παίξουν οι πόλεις αργότερα.
Η φεουδαρχία, ως σύστημα, έχει αγροτική βάση. Είναι ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης γης. Το φέουδο είναι σχεδόν πάντα γη. Όπως είδαμε, η ανάπτυξη των πόλεων μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα λειτουργεί φεουδαρχικά, καθώς η ολιγαρχική εξουσία της νέας αστικής τάξης επεκτείνει την κυριαρχία της στις γύρω περιοχές. Ο Le Goff αναφέρει ότι το φεουδαρχικό σύστημα αποκλείει λίγο πολύ τον όρο της ιδιοκτησίας ως δικαίωμα χρήσης και κατάχρησης και με αυτήν την έννοια έρχεται σε αντίθεση με την εκχρηματισμένη οικονομία και το σύστημα της αστικής κατοχής, κυρίως όσον αφορά την κινητή περιουσία. Μπορεί λοιπόν οι πόλεις και η νέα αστική τάξη να μην έρχονται σε άμεση αντίθεση με το φεουδαρχικό σύστημα, η ύπαρξή του όμως θέτει νέα ζητήματα τα οποία θα παίξουν ρόλο στις αλλαγές που θα ακολουθήσουν αργότερα, προς το τέλος του Μεσαίωνα. Μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη θα υπονομεύσει την φεουδαρχία. Αλλά κατά την περίοδο που εξετάζουμε, αυτό απέχει ακόμα πολύ. Η νέα άρχουσα τάξη των αστών ενσωματώνεται στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία.
Άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη
καθηγητή Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πριν από πολλούς πολλούς αιώνες, καθώς ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε κάτω από πολύμορφες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, η μεσογειακή αρχαιότητα είδε τις ακτές της να χωρίζονται σε αντίπαλους κόσμους.
Η μεγάλη κλειστή θάλασσα, η Μεσόγειος, ήταν για τον αρχαίο κόσμο ένας μεγάλος ποταμός, ένα είδος θαλάσσιου Νείλου θα λέγαμε, που επέτρεπε στον ρωμαϊκό κόσμο να εμπορεύεται, να μετακινείται, να ενοποιείται, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά.
Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν. Στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στην ενδοχώρα τους, η ανερχόμενη φεουδαρχία περιόρισε στο ελάχιστο το εμπόριο και συνακόλουθα τις πόλεις και έκλεισε την οικονομία σε παραγωγικούς μικρόκοσμους, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από πολύπλοκες σχέσεις γεμάτες κανόνες εξάρτησης, υποχρέωσης, υποταγής.
Ηταν κάτι το ολότελα ξένο για έναν αρχαίο κόσμο που, στην κλασική, την ελληνιστική ή τη ρωμαϊκή του εκδοχή, είχε αρθρωθεί γύρω από τους δρόμους του εμπορίου, τους σταθμούς των καραβανιών και, προπαντός, τα λιμάνια της κλειστής θάλασσας.
Κατά μήκος των δρόμων αυτών, με τρόπο εκρηκτικά δυναμικό γεννήθηκε, αρθρώθηκε και μεγαλούργησε ο ισλαμικός κόσμος. Κράτησε από τη θνήσκουσα μεσογειακή αρχαιότητα τα βασικά της χαρακτηριστικά, μεταπλάθοντάς τα στις νέες συνθήκες: την «Ούμα» –την αδελφότητα–, κατάλοιπο της αρχαίας πόλης και του δήμου που την κυβερνούσε, το «Σουκ», την αγορά, το φόρουμ, στο κέντρο των πόλεων. Και, όπως ο αρχαίος κόσμος, ρίχτηκε στην οικοδόμηση λαμπρών πόλεων, εκεί όπου το εμπόριο θα στάθμευε και θα διαχεόταν. Στον απέναντι Βορρά αρκούσαν τα χωριά.
Οι δύο κόσμοι χωρίστηκαν αποφασιστικά και η Μεσόγειος, από θάλασσα που ένωνε έγινε τάφρος φρουρίου που χώριζε ορκισμένους εχθρούς. Οταν οι εικονομάχοι Αραβες επένδυαν χρυσό και ασήμι στις εμπορικές τους δραστηριότητες ανανεώνοντας τα νομισματικά συστήματα της αρχαιότητας –το dirham (δραχμή) και το dirhem (δηνάριο)– οι εικονολάτρες χριστιανοί του Βορρά αποθησαύριζαν τα δικά τους πολύτιμα μέταλλα στα μοναστήρια και τους ναούς, ενδιαφερόμενοι για τον κόσμο του Θεού περισσότερο απ’ ό,τι για τον δικό τους κόσμο.
Για πολλούς αιώνες οι σχέσεις χριστιανών-Ευρωπαίων και μουσουλμάνων-Αράβων επικεντρώνονταν στον μεταξύ τους πόλεμο σε όλο το μήκος και το πλάτος της Μεσογείου. Το κύμα των αραβικών κατακτήσεων εξαντλήθηκε εκεί όπου τελείωναν οι δρόμοι του μεγάλου εμπορίου και η χριστιανική αντεπίθεση ξεκίνησε με τη Reconquista στην Ιβηρική Δύση και τις Σταυροφορίες στην Ανατολή. Σκληρός και αμφίρροπος αγώνας που κρίθηκε μόλις στον 19ο αιώνα, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έδωσε στη χριστιανική Ευρώπη ακαταμάχητα οικονομικά, δημογραφικά και στρατιωτικά επιχειρήματα.
Για λίγες δεκαετίες ο αραβικός κόσμος κατακτήθηκε και αποικιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους, χωρίς ποτέ να υποταχθεί σε αυτούς. Από τον Μαχντί, τον Μουχτάρ Ομάρ ώς τον Νάσερ, πάντα υπήρχε κάποιος να τα βάλει με τους «Δυτικούς». Στο μεταξύ, ο κόσμος άλλαζε και προοδευτικά τα πλεονεκτήματα της Ευρώπης χάνονταν. Στα δικά μας χρόνια τα δημογραφικά δεδομένα, τα στρατιωτικά συνακόλουθα, γύρισαν προς την πλευρά των Αράβων.
Η υπόθαλψη και η πρόκληση της «αραβικής άνοιξης» ήρθε σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία. Η κεντρική ιδέα έμοιαζε εξαιρετική –έτσι συνήθως γίνεται στο ξεκίνημα φιλόδοξων πολιτικών σχεδίων. Η Ευρώπη –ενιαία πλέον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου–, με την απαραίτητη βοήθεια των ΗΠΑ, θα κατέστρεφε τα αραβικά καθεστώτα που κρατούσαν αποστάσεις από τη «Δύση».
Θα επαναλάμβανε με τον τρόπο αυτό τη μεγάλη της επιτυχία του 1990 –την ανατροπή των Λαϊκών Δημοκρατιών– και την προσαρμογή των χωρών αυτών στον καπιταλιστικό τρόπο ζωής διαμέσου των «πορτοκαλί επαναστάσεων». Με την εκτατική διεύρυνση του ευρωπαϊκού και αμερικανικού καπιταλισμού, θα ξορκιζόταν για λίγο καιρό ακόμα η κρίση.
Η δημογραφία –όπως και πολλά άλλα– πρόδωσε τους σχεδιασμούς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε εκατό χρόνια νωρίτερα, ετούτη τη φορά οι «Δυτικοί» δεν είχαν ούτε το δημογραφικό ούτε το στρατιωτικό βάρος για να κατακτήσουν τα κράτη αυτά. Το πληθυσμιακό άθροισμα Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρίας, Λιβύης φτάνει τα 100 εκατομμύρια! Με την Αίγυπτο και την αραβική χερσόνησο πλησιάζει τα 300!
Περιορίστηκαν λοιπόν στην καταστροφή των κρατών αυτών και ειδικότερα των μεσοαστικών στρωμάτων που αποτελούσαν στηρίγματα των εκεί καθεστώτων και των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών. Η εμφανής αδυναμία κατάκτησης αποστέρησε τη Δύση από τη δυνατότητα δημιουργίας σύμμαχων προς την υπόθεσή της δυνάμεων. Τα κράτη, λοιπόν, απλά διαλύθηκαν – ούτε υποτάχθηκαν ούτε προσαρμόστηκαν.
Ετούτοι οι πόλεμοι «αντιποίνων», σχεδιασμένοι και εκτελεσμένοι από μαθητευόμενους (ή απλά απελπισμένους) μάγους, οδηγούν σε ένα βαρύ σε συνέπειες ιστορικό ορόσημο.
Η σχέση της Ευρώπης με το αραβικό-μουσουλμανικό της περίβλημα, κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Η βίαιη διατάραξη ενός συστήματος που ισορροπούσε δύσκολα για 1.500 χρόνια μάλλον δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες. Το «προσφυγικό» είναι απλά ο προάγγελος των εξελίξεων.
Τα αδιέξοδα διασπούν το κυρίαρχο στον κόσμο μας σύστημα δυνάμεων, τον «δυτικό» κόσμο. Το κενό που δημιουργούν τα αδιέξοδα σπεύδουν να το καλύψουν νέες φιλόδοξες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ανατρέποντας ισορροπίες και εντείνοντας ανταγωνισμούς. Η ρευστότητα γίνεται στοιχείο της πολιτικής, ενώ ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σημαδιακά.
Ετικέτες
- Α΄ Λυκείου (125)
- Αρχαία (50)
- Β΄ Λυκείου (198)
- Γ΄ Λυκείου (132)
- Γλώσσα (44)
- Ιστορία (294)
- Λογοτεχνία (62)
- Φιλοσοφία (28)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ BEAT ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Ο όρος μπιτ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλικά: beat generation) αναφέρεται στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στη Βόρεια Αμερική τις δεκαετίες το...
-
Αντισταθείτε σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει "Καλά είμαι εδώ". Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι στο σ...
-
1. Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός): Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό ...
-
Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, φανερό είναι ότι πρέπει κυρίως να αποκαλούμε την πόλη αμετάβλητη, όταν το πολίτευμά της μένει το ίδιο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου