Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο "ΨΥΧΡΟΣ" ΠΟΛΕΜΟΣ

Όταν το 1945 νικήθηκε ο Άξονας, οι νικητές κλήθηκαν να διαχειριστούν τα προβλήματα ενός μεταπολεμικού κόσμου, για τις κατευθύνσεις του οποίου δεν συμφωνούσαν απαραίτητα. Παρά την αρχική εντύπωση ότι οι νικητές «μοίρασαν τον κόσμο» στις Συνδιασκέψεις της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) και του Πότσνταμ (Ιούλιος- Αύγουστος 1945), σε αυτές τις συναντήσεις δε συνήφθη μια συνολική συμφωνία για τον μεταπολεμικό κόσμο αντίθετα, έγιναν διαβουλεύσεις για τρέχοντα ζητήματα, όπως τη διοίκηση της κατεχόμενης Γερμανίας, εδαφικές διευθετήσεις στην Ανατολική Ευρώπη και τη λειτουργία του ΟΗΕ. Η μόνη ρύθμιση που αφορούσε ορισμό σφαιρών επιρροής ήταν η λεγόμενη «συμφωνία ποσοστών», που συνήψαν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944 ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν: βάσει αυτής, η ΕΣΣΔ θα έλεγχε τις χώρες του εσωτερικού των Βαλκανίων, ενώ η Ελλάδα θα περιερχόταν υπό βρετανική επιρροή. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή επικεντρωνόταν σε ένα μόνο τμήμα της Ευρώπης.
Μετά το 1945 διαφωνίες ανέκυψαν σχετικά με το μέλλον της Ανατολικής Ευρώπης και της Γερμανίας. Στην Ανατολική Ευρώπη, που είχε καταληφθεί από τον Ερυθρό Στρατό, οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν φιλικά προς αυτούς πολιτεύματα μέχρι το 1947. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι ο έλεγχος της περιοχής αυτής, από όπου είχε εξαπολυθεί η γερμανική επίθεση το 1941, ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια της χώρας τους. Από την πλευρά τους όμως οι δυτικές δυνάμεις φοβήθηκαν ότι η Μόσχα προωθούσε μια πολιτική επεκτατική, με στόχο την κυριαρχία της και στο δυτικό τμήμα της ηπείρου.
Μετά το 1945 η Γερμανία μοιράστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, τη ζώνη των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, η παλαιά πρωτεύουσα, το Βερολίνο, το οποίο βρισκόταν μέσα στη σοβιετική ζώνη κατοχής, ήταν και αυτή χωρισμένη σε τέσσερις αντίστοιχες ζώνες κατοχής. Ωστόσο, η Γερμανία έγινε αμέσως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Δυτικών και των Σοβιετικών, καθώς όποιος έλεγχε τη χώρα αυτή θα είχε ένα εμφανές πλεονέκτημα: παρά την καταστροφή που είχε υποστεί, επρόκειτο για ένα μεγάλο κράτος, με ισχυρότατη βιομηχανική υποδομή και κεντρική θέση στην Ευρώπη. Εκτός αυτού, η Σοβιετική Ένωση φοβόταν την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού. Από την άλλη πλευρά, οι δυτικές δυνάμεις ήταν πεπεισμένες ότι χωρίς την οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας θα ήταν αδύνατη η ανασυγκρότηση της Ευρώπης, την οποία έτσι εύκολα θα κατάφερναν να ελέγξουν οι Σοβιετικοί. Επομένως καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον αντίπαλο της να ελέγξει το σύνολο της Γερμανίας και τελικά, το 1949, δημιουργήθηκαν δύο γερμανικά κράτη, η Δυτική Γερμανία, με πρωτεύουσα τη Βόννη, και η Ανατολική Γερμανία, με πρωτεύουσα το Ανατολικό Βερολίνο.
Το 1946 άρχισε ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Οι Δυτικοί φοβήθηκαν ότι σε περίπτωση νίκης των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα η ΕΣΣΔ θα αποκτούσε έξοδο στη Μεσόγειο. Τον Φεβρουάριο του 1947 διαφάνηκε ότι η Βρετανία δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει τη βοήθεια προς τη φιλοδυτική ελληνική κυβέρνηση. Ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν εξήγγειλε το λεγόμενο Δόγμα Τρούμαν (12 Μαρτίου 1947), βάσει του οποίου η αμερικανική κυβέρνηση προσέφερε σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ώστε να «αντισταθούν στον κομμουνισμό». Η βοήθεια αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νίκη των φιλοδυτικών κυβερνητικών δυνάμεων στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, αν και συνοδεύτηκε από τη διείσδυση Αμερικανών συμβούλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Αθήνα και έτσι προκάλεσε εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ.
Στις 12 Μαρτίου 1947 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρι Τρούμαν διετύπωσε αυτό που έμεινε στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου ως «Δόγμα Τρούμαν». Απευθυνόμενος στην κοινή συνεδρίαση των δύο αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων, ζήτησε την έγκριση του σημαντικού την εποχή εκείνη ποσού των 400 εκατομμυρίων δολαρίων για οικονομική και λοιπή βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία, καθώς και την έγκριση αποστολής στις δύο χώρες αμερικανικού πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού. Αναφερόμενος ειδικότερα στην Ελλάδα, υπογράμμισε ότι μετά τις καταστροφές που υπέστη η χώρα από τους Γερμανούς και τις τραγικές συνθήκες που οι καταστροφές αυτές διαμόρφωσαν, «μία μαχητική μειοψηφία εκμεταλλευομένη την στέρησιν και την αθλιότητα των ανθρώπων κατέστη εις θέσιν να δημιουργήσει πολιτικόν χάος […]. Αυτή αύτη η υπόστασις του ελληνικού κράτους απειλείται σήμερον υπό της τρομοκρατικής δράσεως χιλιάδων τινών ενόπλων, διευθυνομένων υπό κομμουνιστών […]. Ο ελληνικός στρατός είναι ολιγάριθμος και πενιχρώς εξοπλισμένος. Χρειάζεται εφόδια και εξοπλισμόν […].»
Στη συνέχεια ο Τρούμαν, χωρίς να αναφερθεί ρητώς στη Σοβιετική Ενωση, έκανε λόγο σε έντονο ύφος για τις διαμαρτυρίες της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με καταπιέσεις και άσκηση τρομοκρατίας «κατά παράβασιν της συμφωνίας της Γιάλτας εν Πολωνία, Ρουμανία και Βουλγαρία». Αν για τις προαναφερθείσες χώρες οι Ηνωμένες Πολιτείες -προφανώς με βάση τη Γιάλτα- περιορίστηκαν σε διαμαρτυρίες, για την Ελλάδα και την Τουρκία ήσαν έτοιμες να αναλάβουν «άμεσον και αποφασιστικήν δράσιν», για το λόγο ότι η απώλειά τους θα είχε σοβαρότατες επιπτώσεις. «Η εξαφάνισις της Ελλάδος ως ανεξαρτήτου κράτους -διεκήρυξε ο Τρούμαν- «θα ασκήσει βαθείαν επίδρασιν εφ’ όλων των χωρών της Ευρώπης, των οποίων οι λαοί αγωνίζονται […] διά να διατηρήσουν την ελευθερίαν των και την ανεξαρτησίαν των. […] Αν δεν βοηθήσωμεν την Ελλάδα και την Τουρκίαν […] το αποτέλεσμα θα είναι βαρυσήμαντον διά την Δύσιν και την Ανατολήν». Τέλος, ο Αμερικανός πρόεδρος -για να καταδείξει ότι η χώρα του έχει ρόλο παγκοσμίου ηγέτιδος- υπογράμμισε ότι, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστηρίξουν τους λαούς που αποβλέπουν προς αυτές, «είναι ενδεχόμενον να θέσωμεν εις κίνδυνον την ειρήνην του κόσμου – και ασφαλώς θα θέσωμεν εις κίνδυνον την ευημερίαν του ιδίου ημών Εθνους». Ηταν σαφές ότι η αμερικανική κυβέρνηση συνέδεε την τύχη της Ελλάδας και της Τουρκίας με την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ήταν αποφασισμένη να παρέμβει αποτελεσματικά. Μάλιστα, για να καταδειχθεί και στη διεθνή κοινή γνώμη η σημασία που απέδιδε η Ουάσιγκτον στο Δόγμα Τρούμαν, φρόντισε ολόκληρος ο λόγος του προέδρου να μεταφραστεί σε όλες τις μεγάλες γλώσσες, περιλαμβανομένης και της ρωσικής, και να μεταδοθεί από όλα τα υπό τον έλεγχόν της ανά τον κόσμο μέσα ενημέρωσης.
Κανείς δεν είχε αυταπάτες για το τι σήμαινε η αμερικανική απόφαση. Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω το σχόλιο του σοβιετικού πρακτορείου ειδήσεων Τaςς, που απηχούσε απόψεις της Μόσχας. Το σχόλιο δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 14 Μαρτίου στην πρώτη σελίδα και με αυτό «κατηγορεί τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι θέτει σε διωγμό τις ελληνικές δημοκρατικές δυνάμεις και υπογραμμίζει ότι με τα δάνεια που πρόκειται να δώσουν στην Ελλάδα οι Ενωμ. Πολιτείες εγκαθιστούν τον έλεγχό τους πάνω στη χώρα αυτή». Την ίδια ημέρα, στην ίδια εφημερίδα, στην κορυφή της ίδιας σελίδας, δημοσιεύεται επώνυμο οκτάστηλο άρθρο του Νίκου Ζαχαριάδη με τίτλο «Η βορειοαμερικάνικη επέμβαση». Σ’ αυτό ο Νίκος Ζαχαριάδης χαρακτηρίζει το λόγο του Τρούμαν «κήρυγμα για ανοικτή ιμπεριαλιστική επέμβαση απ’ τις Ενωμένες Πολιτείες στην Ελλάδα». Εκτιμά -όπως γράφει παρακάτω- ότι πραγματικά πρόκειται για μια δυναμική επέμβαση. Η διαπίστωσή του αυτή για την αποφασιστικότητα της πιο μεγάλης δύναμης του μεταπολέμου δεν τον πτοεί, τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται στην άμεση και δημόσια ενυπόγραφη αντίδρασή του. Μάλιστα αποφαίνεται κατηγορηματικά ότι «ο κ. Τρούμαν το ’χει χαμένο το παιχνίδι του στην Ελλάδα, οσαδήποτε εκατομμύρια δολλάρια και αν διαθέσει». Και παρακάτω: «Μάταιος ο κόπος του».
Τότε, τον Μάρτιο του 1947, η τρίτη και πιο αιματηρή φάση του Εμφυλίου δεν είχε ακόμα φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη. Το ΚΚΕ δεν είχε τεθεί εκτός νόμου. Μάλιστα διέθετε τη στρατιωτική και πολιτική εμπειρία των δύο προηγηθεισών φάσεων. Η πρώτη, 1943-1944, έληξε με τον πολιτικό συμβιβασμό του στο Συνέδριο του Λιβάνου και τον στρατιωτικό συμβιβασμό με τη Συμφωνία της Καζέρτας. Η δεύτερη φάση, Δεκέμβριος 1944-Ιανουάριος 1945, έληξε με την απόσυρση του ΕΛΑΣ από την Αττική και τη Συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο. Και στις δύο αυτές εξελίξεις είχε -αν όχι σαφείς ρήσεις- τουλάχιστον έμμεσες ενδείξεις για την αντίθεση της Σοβιετικής Ενωσης στην πολιτική των προκατόχων του Ζαχαριάδη. Αντίθεση για την οποία ασφαλώς είχε αρκούντως ενημερωθεί όταν γύρισε από το Νταχάου, τον Μάιο του 1945, με βρετανικό αεροσκάφος, και ασφαλώς θα είχε αξιολογήσει ως ενδεικτική την απάντηση της σοβιετικής κυβέρνησης στο αίτημα για μεταφορά του στην Ελλάδα ότι «δεν διέθετε μεταφορικό μέσον». Ο ίδιος, λίγο μετά, τον Ιούνιο, αναγνώριζε τη βαρύτητα των βρετανικών συμφερόντων, καθώς η Ελλάδα στέκεται «σ’ ένα από τα στρατηγικά και πιο νευραλγικά και σημαντικά σημεία μιας απ’ τις πιο ζωτικές συγκοινωνιακές αρτηρίες της βρετανικής αυτοκρατορίας». Πόσω μάλλον πιο βαρύνοντα ήσαν το 1947 -μετά την απόσυρση της Μεγάλης Βρετανίας- τα συμφέροντα της νέας παγκόσμιας υπερδύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ασφαλώς ο οξύνους και έμπειρος Ζαχαριάδης δεν αγνοούσε τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων για την Ελλάδα, όχι μόνο με βάση τις ενδείξεις για την από το 1944 σοβιετική πολιτική και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις της Μόσχας και της Δύσης σε κάθε ευρωπαϊκή περιοχή, αλλά και από τη διακηρυγμένη αποφασιστικότητα του Τρούμαν να υπερασπιστεί προφανή κεκτημένα, δηλαδή την Ελλάδα και την Τουρκία. Αλλωστε, ο ίδιος ο Ελληνας κομμουνιστής ηγέτης φέρεται να είχε ρωτήσει τον Στάλιν, την άνοιξη του 1946, γιατί ο σοβιετικός στρατός δεν εισέβαλε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1944 και να πήρε την απάντηση: «Γιατί δεν είχαμε στόλο». Ωστόσο, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην πολιτική αναγνώρισης σφαιρών επιρροής -όπως εν προκειμένω της Δύσεως στην Ελλάδα- και στην υποστήριξη ενός κινήματος -όπως του κομμουνιστικού στην Ελλάδα- που προκαλούσε προβλήματα στη Δύση και μπορούσε στη διάρκεια της εξέλιξής του να αποτελέσει «ανταλλάξιμο προϊόν» για συγκρουόμενα συμφέροντα ΗΠΑ και ΕΣΣΔ σε άλλες περιοχές. Γι’ αυτό και η σοβιετική πολιτική έναντι του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου ήταν μια πολιτική έμμεσης υλικής στήριξης μέσω της Γιουγκοσλαβίας και των άλλων λαϊκών δημοκρατιών και πολιτικής στήριξης κυρίως στον ΟΗΕ. Μιας στήριξης όμως η οποία δεν αμφισβητούσε στην ουσία την αμερικανική κυριαρχία στην Ελλάδα, αφού μάλιστα συνέχισε η Μόσχα να έχει διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση των Αθηνών, έστω και υποβαθμισμένες, και βεβαίως ποτέ δεν ανεγνώρισε την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση που είχε συγκροτήσει το ΚΚΕ. Μάλιστα αυτή η πολιτική είχε αυξομειώσεις έντασης, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις στο διεθνές πεδίο. Ο Ζαχαριάδης μπορεί ίσως να μη γνώριζε λεπτομέρειες για τις σκέψεις της Μόσχας, δεν αγνοούσε όμως τη γενική αντίληψη απέναντι στο πρόβλημα «Ελλάδα». Παρ'όλα αυτά, ενεπλάκη στον Εμφύλιο.
«"Η βία", σύμφωνα με ξένο παρατηρητή στη Μακεδονία την εποχή αυτή, "ήταν το ορατό σημάδι της φωτιάς που αργόκαιγε στην Ελλάδα". Η φωτιά αυτή ήταν η αδυναμία συμφιλιώσεως ή συμβιβασμού της Δεξιάς με την Αριστερά ή, σωστότερα, η διάχυτη πεποίθηση ότι δεν ήταν δυνατό να επιτευχθούν ο συμβιβασμός τους και τελικά η συμφιλίωση στην Ελλάδα της εποχής. Παρ' όλα όσα εγράφοντο τότε και εγράφησαν εκ των υστέρων για τη δυνατότητα συμβιβασμού και συμφιλιώσεως των δύο παρατάξεων και παρ' όλο που μπορεί να θεωρείται βέβαιον ότι ο λαός, στην συντριπτική του πλειοψηφία, προτιμούσε τον συμβιβασμό και τη συμφιλίωση από τη σύγκρουση, οι αντικειμενικές συνθήκες και τα συσσωρευμένα πάθη δεν άφηναν τις εκατέρωθεν κατευναστικές και συμφιλιωτικές προσπάθειες να ευοδωθούν. Οι συνθήκες αυτές και τα πάθη καλλιεργούσαν την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε περιθώριο συμβιβασμού και ευνοούσαν την προσφυγή στη βία, την οποία και οι δύο παρατάξεις ανέχονταν, όταν προερχόταν από την πλευρά τους, και την προέβαλλαν ως δικαιολογημένη και νόμιμη άμυνα εναντίον της παράνομης βίας του αντιπάλου. Η βία γεννούσε τη βία και πράξεις αντεκδικήσεως, ιδίως στην ύπαιθρο, όπου η παρουσία του κράτους ήταν εξαρχής σκιώδης».
Ένας εμφύλιος πόλεμος είναι προϊόν μιας μακρόχρονης κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής διεργασίας. Αποτελεί πάντοτε ένα πολυσύνθετο γεγονός εν εξελίξει και δεν μπορεί να εξηγηθεί σχηματικά. Κανείς επί παραδείγματι δεν μπορεί να αγνοήσει την προηγηθείσα, κατά το 1944, πρόθεση του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία. Οπως και κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τη λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» εκ μέρους της νικήτριας Δεξιάς μετά τη Βάρκιζα. Ωστε υπήρχαν ήδη αιτίες που ευνοούσαν την εκδήλωση του Εμφυλίου, στις διεθνείς παραμέτρους του οποίου ενεπλάκη και η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων.
Η κύρια αμερικανική ανησυχία για την Ευρώπη επικεντρωνόταν στον τομέα της οικονομίας. Η Ουάσινγκτον πίστευε ότι, εάν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφερναν να ανασυγκροτηθούν, θα υπέκυπταν στη σοβιετική επιρροή. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου του 1947, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ ανήγγειλε τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δυτικές και ανατολικές. Η πρόταση έγινε δεκτή από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Το Σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε από το 1948 έως το 1952 και απέφερε την εισροή στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ως οικονομικής βοήθειας, ενός ποσού περίπου 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανασυγκρότησή τους. Επίσης, η αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ οδήγησε στην ίδρυση του Οργανισμού για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (ΟΕΟΣ - αργότερα ΟΟΣΑ, Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη). Ωστόσο, το Σχέδιο Μάρσαλ προκάλεσε τη δυσπιστία της ΕΣΣΔ, που θεώρησε ότι οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να «εξαγοράσουν» τις χώρες της ηπείρου. Σε απάντηση οι Σοβιετικοί ενέτειναν τον έλεγχο τους στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι όμως επήλθε η ρήξη του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Τίτο με τον Στάλιν, το καλοκαίρι του 1948, καθώς ο πρώτος δεν αποδέχτηκε τον αυξημένο σοβιετικό έλεγχο.
Παράλληλα, από τον Ιούνιο του 1948, οι Σοβιετικοί απέκλεισαν τις δυτικές ζώνες κατοχής στο Βερολίνο (αποκλεισμός του Βερολίνου), το οποίο ανεφοδίαζαν επί ένα σχεδόν έτος αμερικανικά αεροσκάφη. Αυτές οι σοβιετικές ενέργειες φόβισαν τώρα τη Δύση και διευκόλυναν τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας συμμαχίας των δυτικοευρωπαϊκών χωρών με τις ΗΠΑ. Η συμμαχία αυτή, το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (NATO), υπογράφηκε στην Ουάσινγκτον στις 4 Απριλίου 1949. Μέλη του NATO ήταν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία κ.ά. Η Ελλάδα και η Τουρκία προσχώρησαν στο NATO το 1952 και η Δυτική Γερμανία το 1955.
Η Ελλάδα, που γνώρισε τον Εμφύλιο Πόλεμο το 1946-1949, υπήρξε το πρώτο πεδίο ένοπλης αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο συγκρούστηκαν από τη μία πλευρά οι φιλοδυτικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς (κύριοι εκπρόσωποι τους ήταν το Κόμμα των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό Κόμμα αντίστοιχα), με ένοπλη δύναμη τον Εθνικό Στρατό, και από την άλλη οι δυνάμεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), με ένοπλη δύναμη τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου τον Δεκέμβριο του 1947 και παρέμεινε στην παρανομία έως το 1974. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε το καλοκαίρι του 1949 με νίκη των φιλοδυτικών δυνάμεων. Η τραγική εμπειρία του εμφύλιου σπαραγμού ήλθε μετά τις τρομερές δοκιμασίες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, προκάλεσε νέο μεγάλο αριθμό θυμάτων και επέτεινε τα προβλήματα της ανασυγκρότησης, καθώς οι καταστροφές συνεχίστηκαν και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940. Επιπλέον, η εμφύλια σύγκρουση διέψευσε με τρόπο επώδυνο τις προσδοκίες για κοινωνική απελευθέρωση και κοινωνική δικαιοσύνη, που είχαν επαγγελθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου όλες ανεξαιρέτως οι αντιστασιακές οργανώσεις, δεξιές και αριστερές. Τέλος, ίσως το σημαντικότερο, ο Εμφύλιος Πόλεμος προκάλεσε βαθιά ψυχολογικά τραύματα στην ελληνική κοινωνία, τα οποία χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν.
Μετά την ίδρυση του NATO η διεθνής ένταση μεταφέρθηκε στην Ασία. Το φθινόπωρο του 1949 οι κομμουνιστές, με ηγέτη τον Μάο Τσετουνγκ, επικράτησαν στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Τον Ιούνιο του 1950 η επίθεση της κομμουνιστικής Βόρειας Κορέας εναντίον της φιλοαμερικανικής Νότιας Κορέας οδήγησε σε έναν ακόμη τοπικό πόλεμο, στον οποίο ενεπλάκησαν οι ΗΠΑ και η κομμουνιστική Κίνα και ο οποίος τελείωσε με ανακωχή που συνήφθη το 1953. Η διαίρεση της Κορέας σε Βόρεια και Νότια διατηρήθηκε.
Τον Μάρτιο του 1953 πέθανε ο Στάλιν. Οι διάδοχοι του, κυρίως ο Νικίτα Χρουστσόφ, εγκαινίασαν την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, σύμφωνα με την οποία τα ειρηνικά επιτεύγματα του σοβιετικού κομμουνισμού, ιδίως στον τομέα της ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, αποτελούσαν εγγύηση για την επικράτησή του χωρίς πόλεμο.
Το 1955 συνήφθη το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μια συμμαχία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με τη Μόσχα. Στο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), στις αρχές του 1956, ο Χρουστσόφ εξήγγειλε την πολιτική της αποσταλινοποίησης, που διαβεβαίωνε ότι δε θα επαλαμβάνονταν ορισμένες από τις υπερβολές της σταλινικής περιόδου. Ωστόσο, η εξαγγελία αυτή παρερμηνεύτηκε από ορισμένες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη. Το φθινόπωρο του 1956 η Ουγγαρία ανήγγειλε την αποχώρησή της από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αλλά σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και κατέστειλαν την εξέγερση. Πάντως η Δύση δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κρίση αυτή, καθώς τις ίδιες ακριβώς ημέρες οι Αγγλογάλλοι εισέβαλαν στην Αίγυπτο, για να ανατρέψουν τον ηγέτη της, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, αλλά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά από σοβιετική και αμερικανική πίεση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εκδηλώθηκαν δύο από τις πλέον σημαντικές κρίσεις του Ψυχρού Πολέμου. Τον Αύγουστο του 1961 η ΕΣΣΔ και η Ανατολική Γερμανία ανήγειραν, γύρω από το Δυτικό Βερολίνο, το περιβόητο Τείχος, ώστε να εμποδίσουν την επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων της πόλης και τη διαφυγή Ανατολικογερμανών, κυρίως νέων, στη Δύση. Στα επόμενα χρόνια πολλοί Ανατολικογερμανοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν το Τείχος και να διαφύγουν στη Δύση, η οποία κατήγγειλε την ανέγερση του Τείχους ως εκδήλωση βαρβαρότητας. Το Τείχος του Βερολίνου έγινε το σύμβολο της διαίρεσης της Ευρώπης έως την πτώση του, το 1989.
To 1962 σημειώθηκε η κρίση των πυραύλων της Κούβας. Η Κούβα βρισκόταν από το 1959 υπό την ηγεσία του νέου επαναστάτη Φιντέλ Κάστρο, που αντιστάθηκε στην αμερικανική επιρροή και προσέγγισε τη Μόσχα.
Το φθινόπωρο όμως του 1962 οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ότι στην Κούβα επρόκειτο να εγκατασταθούν σοβιετικοί πύραυλοι, που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός στόλος απέκλεισε την Κούβα, ώστε να εμποδίσει την προσέγγιση σοβιετικού στολίσκου που κατευθυνόταν στο νησί. Για λίγα εικοσιτετράωρα φάνηκε ότι ο κόσμος θα εμπλεκόταν σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά τελικά οι δύο ηγέτες, ο Τζον Κένεντυ και ο Νικίτα Χρουστσόφ, συμφώνησαν να μην εγκατασταθούν σοβιετικοί πύραυλοι στο νησί. Πάντως, λίγο αργότερα, και οι Αμερικανοί απέσυραν ανάλογους πυραύλους τους από την Τουρκία.
Η δεκαετία του 1960 σημαδεύτηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η χώρα αυτή, στη Νοτιοανατολική Ασία, βρισκόταν υπό γαλλική αποικιακή εξουσία έως το 1954, οπότε η ήττα των Γάλλων από τις κομμουνιστικές δυνάμεις του Χο Τσι Μινχ οδήγησε στη δημιουργία νέων κρατών: του κομμουνιστικού Βόρειου Βιετνάμ και του φιλοαμερικανικού Νότιου Βιετνάμ, της Καμπότζης και του Λάος. Στις αρχές ωστόσο της δεκαετίας του 1960 στο Νότιο Βιετνάμ ξέσπασε εμφύλια διαμάχη, στην οποία τις κομμουνιστικές δυνάμεις ενίσχυαν οι Βορειοβιετναμέζοι. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να παρέμβουν με την αποστολή πρώτα στρατιωτικών συμβούλων, κατόπιν αεροπορικών δυνάμεων και, από το 1964, στρατού. Τα παρθένα όμως δάση του Βιετνάμ και η σχεδόν καθολική αντίσταση του λαού εναντίον των Αμερικανών δεν επέτρεπαν τη νίκη των τελευταίων.
Οι ακρότητες που διέπραξαν οι αμερικανικές δυνάμεις στο Βιετνάμ, οι μεγάλες απώλειές τους και το γεγονός ότι η ίδια η αμερικανική κοινωνία δεν είχε πειστεί για την αναγκαιότητα του πολέμου προκάλεσαν ένα μαζικό κίνημα εναντίον του πολέμου στις ίδιες τις ΗΠΑ. Έτσι, οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το Νότιο Βιετνάμ, απόφαση που υλοποίησε το 1973 η κυβέρνηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, με υπουργό Εξωτερικών τον Χένρυ Κίσινγκερ. Το 1975 το Βόρειο Βιετνάμ επιτέθηκε στο Νότιο, νίκησε και η χώρα επανενώθηκε υπό κομμουνιστική εξουσία, Ο πόλεμος του Βιετνάμ προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο αμερικανικό γόητρο διεθνώς.
Ωστόσο, και η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε σειρά προβλημάτων: το 1968 η απόπειρα της Τσεχοσλοβακίας να τηρήσει αποστάσεις από τη Μόσχα αντιμετωπίστηκε με εισβολή των κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη χώρα.
Το 1971-1972 οι ΗΠΑ προσέγγισαν την κομμουνιστική Κίνα, η οποία είχε ήδη συγκρουστεί με τη Σοβιετική Ένωση. Η σινοαμερικανική προσέγγιση, επιτυχία των Νίξον και Κίσινγκερ, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στη γεωπολιτική θέση της ΕΣΣΔ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έτεινε να επικρατήσει το κλίμα της «ύφεσης», όρος που παρέπεμπε στη μείωση της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο συνασπισμών. Το 1972, χάρη στη νέα ανατολική πολιτική (οστπολιτίκ) του Δυτικο- γερμανού καγκελάριου Βίλυ Μπραντ, η Δυτική Γερμανία αναγνώρισε την Ανατολική. Το καλοκαίρι του 1975 συγκλήθηκε στο Ελσίνκι της ουδέτερης Φινλανδίας μια διάσκεψη με τη συμμετοχή 33 χωρών της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Καναδά. Η διάσκεψη υιοθέτησε την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, μια διακήρυξη που αποσκοπούσε στο να διευκολύνει τη συνύπαρξη κρατών με διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα και η οποία αναγνώριζε το απαραβίαστο των συνόρων στην Ευρώπη.
Το 1973 σημειώθηκε μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, με αφορμή τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση έφερε τον δυτικό κόσμο σε κατάσταση οικονομικής καχεξίας. Επιπλέον, δεύτερη πετρελαϊκή κρίση σημειώθηκε το 1979-1981, μετά την επιτυχία της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Για να περιορίσει την επιρροή των ισλαμιστών, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε τον Δεκέμβριο του 1979 στο Αφγανιστάν.
Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν ραγδαία αύξηση της διεθνούς έντασης στα επόμενα χρόνια. Το 1981 την προεδρία των ΗΠΑ ανέλαβε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, πρώην ηθοποιός, ο οποίος όμως ως πολιτικός επέδειξε σημαντικές επικοινωνιακές ικανότητες. Ο Ρίγκαν θεωρούσε ότι οι Σοβιετικοί είχαν εκμεταλλευτεί την ύφεση για να προωθήσουν τις θέσεις τους διεθνώς. Παράλληλα, ένταση προκλήθηκε από την απόφαση της ΕΣΣΔ να εγκαταστήσει νέους πυραύλους στην Ευρώπη και την απάντηση του NATO, το οποίο ανέπτυξε αντίστοιχους αμερικανικούς πυραύλους. Επίσης, σημειώθηκε αναταραχή στην κομμουνιστική Πολωνία, όπου δημιουργήθηκε ένα μη ελεγχόμενο από το κομμουνιστικό κόμμα εργατικό συνδικάτο, η «Αλληλεγγύη», με ηγέτη τον Λεχ Βαλέσα. Το 1981 ο πολωνικός στρατός διενήργησε πραξικόπημα, εγκατέστησε στρατιωτική δικτατορία υπό τον στρατηγό Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι και έθεσε εκτός νόμου την «Αλληλεγγύη». Πάντως η Σοβιετική Ένωση ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Το 1985 ανήλθε στην εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, νέος πολιτικός, που προσπάθησε να μεταρρυθμίσει τη χώρα του. Η μεγαλύτερη διαφάνεια, ήλπιζε ο Γκορμπατσόφ, θα συνέβαλε στην οικονομική ανασύνταξη της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, στην πολιτική του Γκορμπατσόφ δε δόθηκε χρόνος, ώστε να φέρει αποτελέσματα. Σύντομα εκδηλώθηκαν εθνικιστικές αναταραχές στην Αρμενία, στη Γεωργία και στις χώρες της Βαλτικής. Το φθινόπωρο του 1989 ο Γκορμπατσόφ επισκέφτηκε το Ανατολικό Βερολίνο και τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης επικοινωνίας του με το Δυτικό. Αυτό προκάλεσε λαϊκή αναταραχή στην Ανατολική Γερμανία. Ομάδες πολιτών άρχισαν να γκρεμίζουν τμήματα του Τείχους και να περνούν στο Δυτικό Βερολίνο. Η πτώση του Τείχους, γεγονός μεγάλης συμβολικής σημασίας, οδήγησε το επόμενο έτος (1990) στην επανένωση της Γερμανίας. Παράλληλα κατέρρευσαν και τα άλλα φιλοσοβιετικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη. Τα γεγονότα αυτά τρομοκράτησαν ακραίες δυνάμεις στο σοβιετικό σύστημα, οι οποίες το καλοκαίρι του 1991 προσπάθησαν με πραξικόπημα να ανατρέψουν τον Γκορμπατσόφ. Το πραξικόπημα απέτυχε λόγω της αντίδρασης του λαού της Μόσχας, ο οποίος κατέβηκε στους δρόμους υπό την ηγεσία του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του Μπόρις Γιέλτσιν.
Παράλληλα όμως το πραξικόπημα σήμανε και το τέλος της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Γιέλτσιν συμφώνησε με τους ηγέτες των άλλων σοβιετικών δημοκρατιών πάνω στη βάση της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της δημιουργίας μιας χαλαρής «Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών». Τον Δεκέμβριο του 1991 η συμφωνία αυτή τέθηκε σε ισχύ. Η ΕΣΣΔ είχε διαλυθεί και ο διπολικός κόσμος είχε φθάσει στο τέλος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...