Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΦΥΛΗ: ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ

Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι χρησιμοποιούν τη βιολογία για να εξηγήσουν τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ επιστρατεύουν πολλά κοινωνικά στερεότυπα, φυλετικά (που αφορούν τη φυλή) ή διαφυλικά (που αφορούν το φύλο).
H πλέον γνωστή παρεννόηση σχετικά με την εξέλιξη των ειδών είναι εκείνη που ορίζει την εξελικτική διαδικασία ως έναν βάναυσο –και μέχρις εσχάτων– ανταγωνισμό ανάμεσα στους έμβιους οργανισμούς, όπου τελικά λαμβάνει χώρα η «επιβίωση του ισχυρότερου» (ο νόμος της ζούγκλας). Στην πραγματικότητα αυτή η ιδέα περιορίζει την εξέλιξη σε μονάχα μια από τις πλευρές της, τη φυσική επιλογή, ενώ υπάρχουν επίσης η γονιδιακή ροή, η γενετική παρέκκλιση, η μετάλλαξη, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει προστεθεί και η «κατασκευή οικοθέσης». Επίσης, εσφαλμένη είναι η παραδοχή ότι τάχα ο ανταγωνισμός λαμβάνει χώρα μεταξύ των ατόμων της ίδιας γενιάς: στην πραγματικότητα η φυσική επιλογή, που ευνοεί ένα είδος σε σχέση με άλλα συμβαίνει βαθμιαία, αργά, στη διάρκεια πολλών γενεών.
Η εξέλιξη δεν είναι ένα είδος «προόδου» ή πορείας προς κάποιον προδιαγεγραμμένο σκοπό. Υπάρχουν, βέβαια βιολογικά γνωρίσματα που διακρίνουν το ανθρώπινο είδος από άλλα, χωρίς όμως να διαδραματίζουν κάποιον θετικό εξελικτικό ρόλο. Για παράδειγμα, το πηγούνι μας, αν και «διαγνωστικό» γνώρισμα στον εν γένει ορισμό του ανθρώπου, είναι ουδέτερο από άποψη φυσικής επιλογής. Στην πραγματικότητα, κάποιες από τις ιδιότητες που θεωρούμε ουσιαστικές και χαρακτηριστικές για το είδος μας, έχουν προκύψει χωρίς κάποια αναγκαιότητα. Η επιστήμη πλέον υιοθετεί την άποψη ότι οι άνθρωποι, μαζί με το ευρύτερο περιβάλλον μας, συμμετέχουμε στην εξελικτική διαδικασία μέσα από την αμοιβαία αλληλεπίδρασή μας.
Οι πληθυσμοί είναι ομάδες ανθρώπων που είναι εγκατεστημένοι λίγο-πολύ στον ίδιο τόπο (ή βρίσκονται σε διαφορετικούς τόπους αλλά έρχονται συνεχώς σε επαφή) και ζευγαρώνουν περισσότερο μεταξύ τους, παρά με τους εκτός της πληθυσμιακής ομάδας τους. Υπάρχουν χιλιάδες πληθυσμοί του είδους μας (Homo sapiens), διάσπαρτοι στον πλανήτη μας.
Οι διάσπαρτοι πληθυσμοί των Αθίγγανων (Τσιγγάνων) είναι χαρακτηριστική περίπτωση "φυλετικής" ιδιομορφίας, που γεννά μια σειρά από προκαταλήψεις ρατσιστικού τύπου.
Είναι χαρακτηριστικοί οι μύθοι που συνοδεύουν τις φυλές των Τσιγγάνων στην αντίληψη των ευρωπαϊκών λαών: ότι είναι ασυμβίβαστοι, εκβιαστικά ελεύθεροι, ανίκανοι να προσαρμοστούν στη λεγόμενη "πολιτισμένη" ζωή των αστών κάθε ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, περιθωριακοί, αποκλίνοντες, παραβατικοί, έως και εγκληματικοί κι επικίνδυνοι για τις ζωές των "καθώς πρέπει" πολιτών. Εννοείται πως οι μύθοι αυτοί διογκώνονται όσο αστικοποιείται η ζωή των υπολοίπων και οι Τσιγγάνοι αρνούνται (και καλά κάνουν!)να προσαρμοστούν, να υποταγούν, συχνά ακόμη και να πολιτογραφηθούν.
Τρεις «βιολογικoί» μύθοι έχουν επικρατήσει σχετικά με την κοινωνία. Ο πρώτος απ' αυτούς έγκειται στον ισχυρισμό ότι υπάρχουν διακριτές ανθρώπινες «φυλές» και, αναλόγως χρώματος επιδερμίδας, διαιρούνται σε τρεις: Ευρωπαίους, Αφρικανούς, Ασιάτες.
Το 2007, ο νομπελίστας γενετιστής Τζον Ουάτσον έκανε μιαν πολύκροτη δήλωση για τον δείκτη νοημοσύνης των αφρικανικών λαών (που όμως δεν υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα): Σύμφωνα με τον Ουάτσον, το χρώμα δέρματος οφείλεται στα μελανοκύτταρα και έχει συγκεκριμένη προέλευση και λειτουργία στο πλαίσιο της φυσικής επιλογής. Ο αριθμός των μελανοκυττάρων δεν διαφέρει σημαντικά από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αυτό όμως που διαφέρει είναι η πυκνότητα της κατανομής τους. Το πόσο ανοιχτόχρωμο ή σκουρόχρωμο θα είναι το δέρμα κάποιου εξαρτάται από τα επίπεδα αντανάκλασης και απορρόφησης του φωτός στο δέρμα του, τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν την πυκνότητα και την κατανομή της μελανίνης στο δέρμα. Όσο λιγότερη η αντανάκλαση του φωτός στο δέρμα, τόσο μεγαλύτερη συγκέντρωση μελανίνης έχει κάποιος στην επιδερμίδα του, επομένως θα έχει και πιο σκούρο δέρμα. Και αντίστροφα: όσο περισσότερη η αντανάκλαση του φωτός στο δέρμα, τόσο μικρότερη θα είναι η συγκέντρωση μελανίνης, επομένως και πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα. Ακριβώς επειδή τα άτομα με λιγότερη αντανάκλαση έχουν περισσότερη μελανίνη στην επιδερμίδα τους, το δέρμα τους εμποδίζει την εισχώρηση περισσότερου υπεριώδους φωτός μέσα στο δέρμα. Η ένταση του υπεριώδους φωτός ήταν πάντοτε μεγαλύτερη στις περιοχές πλησιέστερα στον ισημερινό και μικρότερη όσο προχωράει κανείς προς τους πόλους. Εύλογα λοιπόν η φυσική επιλογή ευνόησε την αύξηση της κατανομής της μελανίνης στις περιοχές του πλανήτη με υψηλότερη υπεριώδη ακτινοβολία, δηλαδή σε αυτές που βρίσκονται πλησιέστερα στον ισημερινό, είναι αναμενόμενο οι πληθυσμοί εκεί να έχουν πιο σκουρόχρωμο δέρμα, σε σχέση με τους πληθυσμούς εγγύτερα στους πόλους. Το χρώμα του δέρματος και οι ποικιλίες του δεν οφείλονται σε τίποτε άλλο, λοιπόν, από το γεωγραφικό πλάτος. Δεν υπάρχει καμία καθοριστική βιολογική διαφορά ανάμεσα σε ανοιχτόχρωμους και σκουρόχρωμους πληθυσμούς.
Πραγματικά, εξετάζοντας το ανθρώπινο DNA, παρατηρεί κανείς ότι η μέγιστη γενετική ποικιλότητα εμφανίζεται όχι ανάμεσα σε διαφορετικούς πληθυσμούς αλλά στο εσωτερικό του κάθε πληθυσμού (δηλ. ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα). Η γενετική διαφορά ανάμεσα σε δύο οποιουσδήποτε πληθυσμούς σπάνια είναι μεγαλύτερη από 0,24% και, ακόμη σπανιότερα, από 0,4%. Παρότι αυτό ίσως ξαφνιάζει πολλούς, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί καλύτερα όταν θυμηθεί ότι το κοινό DNA ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους και τους χιμπατζήδες είναι περίπου 98%, ενώ επίσης μοιραζόμαστε περίπου 40% κοινό γενετικό υλικό με τους ασφόδελους.
Yπάρχει σχεδόν διπλάσια γενετική ποικιλομορφία μεταξύ αφρικανικών πληθυσμών παρά μεταξύ όλων των υπολοίπων (εκτός Αφρικής), κάτι που εξηγείται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ζήσει στην αφρικανική ήπειρο για περισσότερο χρόνο από οπουδήποτε αλλού και, δεδομένου ότι η ποικιλότητα χρειάζεται χρόνο για να προκύψει, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα είναι αυτές όπου οι άνθρωποι παρέμειναν εγκατεστημένοι για μεγαλύτερο διάστημα. Αντίστοιχα, μια εξέταση της γεωγραφικής κατανομής της συχνότητας των τύπων αίματος Α και Β, καθόλου δεν ακολουθεί την τριμερή διάκριση σε Ευρωπαίους, Αφρικανούς και Ασιάτες. Τα επιστημονικά δεδομένα είναι σαφή: αυτό που κοινώς αποκαλείται «φυλή», δεν αντιστοιχεί σε βιολογικές ενότητες. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το έτος 1996 και μετά ξανά το 2019, η Αμερικανική Εταιρεία Φυσικών Ανθρωπολόγων (AAPA) απέρριψε επίσημα τους διάφορους ισχυρισμούς περί φυλών. Όλοι οι άνθρωποι ανήκουμε σε μια «φυλή» και αυτή είναι το είδος Homo sapiens.
Αντίστοιχη θέση εκφράζει και σχετικά με τα διαφυλικά στερεότυπα. Δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα για την επιθετικότητα, η οποία θεωρείται από πολλούς ως ίδιον της κυριαρχίας (ιδιαίτερα του αρσενικού) μέσα από τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πόλεμος είναι μια μορφή θανάσιμης βίας, η οποία είναι ειδική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους (ίσως και των χιμπατζήδων) και ασκείται από τα μέλη μιας ομάδας στα μέλη μιας άλλης ομάδας. Οι πιο πρώιμες τεκμηριωμένες περιπτώσεις από πράξεις πολέμου, προέρχονται από στοιχεία για θανάτους από βέλη και ακόντια: κόντρα στις συνήθεις παρανοήσεις μας, ο πόλεμος είναι μια σχετικά «πρόσφατη» ανθρώπινη συμπεριφορά στο εξελικτικό μας παρελθόν και αριθμεί μονάχα 10.000-12.000 χρόνια ύπαρξης.
Δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα για την επιθετικότητα, η οποία θεωρείται από πολλούς ως ίδιον της κυριαρχίας (ιδιαίτερα του αρσενικού) μέσα από τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πόλεμος είναι μια μορφή θανάσιμης βίας, η οποία είναι ειδική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους (ίσως και των χιμπατζήδων) και ασκείται από τα μέλη μιας ομάδας στα μέλη μιας άλλης ομάδας. Το ανθρώπινο είδος δεν είναι βιολογικά «προορισμένο» για πόλεμο. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπου, αυτό που μαρτυρείται συχνότερα είναι η συνεργασία και όχι οι εγωιστικές συμπεριφορές και η βία, τα οποία παρουσιάζονται μάλλον πολύ πιο σπάνια και μάλλον δυσχεραίνει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση.
Τα πρωτεύοντα (οι πίθηκοι) ζουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους αναζητώντας τροφή, τρώγοντας και αναπαυόμενα, χωρίς την επιθετικότητα, η οποία είναι αρκετά σπάνια, ιδίως στις ακραίες μορφές της. Στα ζώα, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην επιθετικότητα λόγω θυμού και την επιθετικότητα λόγω φόβου, με την τελευταία να είναι πολύ συχνότερα συνδεδεμένη με σωματική βία. Κοινώς, η μεγαλύτερη επιθετικότητα στο ζωικό βασίλειο φαίνεται πως λαμβάνει χώρα όταν κάποιο ζώο αισθάνεται πως απειλείται.
Εξίσου ψευδής είναι ο ισχυρισμός ότι η μονογαμία έχει κάποια εξελικτική αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, σημειώνει, η μονογαμία είναι πολύ σπάνια στο ζωικό βασίλειο, όπως επίσης και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την οικογένεια. Σε μια πρώιμη φάση της εξελικτικής μας πορείας, η φροντίδα και η ανατροφή των παιδιών γίνονταν από πολλούς άνδρες και γυναίκες συγχρόνως. Η ιδέα ότι είναι φυσικό να ανατρέφονται τα παιδιά από μια μόνο γυναίκα (ή από μια γυναίκα μαζί με έναν άνδρα) είναι πρόσφατη και δεν έχει κάποιου είδους βιολογική αναγκαιότητα που να την καθιστά περισσότερο αναγκαία από άλλες. Με αυτό θεωρούμε την άποψη περί βιολογικής βάσης της μονογαμίας ως εσφαλμένη: στην πραγματικότητα, τα πρωτεύοντα (στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος) δεν είναι περισσότερο «μονογαμικά» σε σχέση με τα υπόλοιπα θηλαστικά, ενώ μόνο το 3% όλων των θηλαστικών θα μπορούσαν όντως να χαρακτηριστούν μονογαμικά.
H σεξουαλική δραστηριότητα συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής, στα ίδια περίπου ποσοστά και σχεδόν με τους ίδιους τρόπους, ανάμεσα στα δύο φύλα. H επιθετικότητα και η τάση κακοποίησης άλλων όντων του ίδιου είδους απαντά συχνότερα στο αρσενικό: οι άνδρες φαίνεται να ασκούν μεγαλύτερη σωματική και ελαφρώς περισσότερη λεκτική επιθετικότητα μεταξύ τους, σε σχέση με όση επιθετικότητα ασκούν οι γυναίκες μεταξύ τους. Ωστόσο, μέσα στα ζευγάρια, οι γυναίκες χρησιμοποιούν στατιστικά περισσότερη σωματική επιθετικότητα (αν και η διαφορά είναι μικρή), σε σχέση με τους άνδρες, ενώ οι σημαντικά περισσότερες περιπτώσεις σοβαρού τραυματισμού γυναικών από άνδρες οφείλεται στο γεγονός ότι οι τελευταίοι διαθέτουν μεγαλύτερη μυϊκή μάζα και δύναμη στο άνω μέρος του σώματος.
Η κλίμακα, όμως, "ενδυνάμωσης" του φύλου εξαρτάται από παράγοντες όπως η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η επαγγελματική εξέλιξη, η δυνατότητα μόρφωσης και απόκτησης προσόντων, δηλαδή από κοινωνικο-οικονομικούς, και όχι από βιολογικούς παράγοντες.Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό «ενδυνάμωσης» των γυναικών σε μια κοινωνία (“gender empowerment index”), τόσο περισσότερο οι άντρες παρουσιάζουν σωματική επιθετικότητα στην ετεροφυλόφιλη σχέση ζευγαριού.
«Tο ζήτημα “φύση/αγωγή” ποτέ δεν τίθεται με όρους διαζευκτικούς, δηλαδή “ή το ένα ή το άλλο”. Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι σχεδόν πάντα “naturenurtural” (“φυσιοπολιτισμική”, “σύνθεση φύσης και πολιτισμικής αγωγής”): είναι μια πραγματική σύνθεση και συγχώνευση φύσης και αγωγής, και όχι απλώς αποτέλεσμα άθροισης των δύο. Ο άνθρωπος δεν απαρτίζεται από δύο ημίσεα. Όταν σκεφτόμαστε τους ανθρώπους, είναι λάθος να θεωρούμε ότι η βιολογία μας υπάρχει δίχως την πολιτισμική μας εμπειρία, ή ότι ο πολιτισμικός μας εαυτός δεν διαπλέκεται συνεχώς με τη βιολογία μας».
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, του Σπύρου Ζούκα
Σήμερα, η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις προκαταλήψεις, την αρνητική προδιάθεση και τις επιθετικές ενέργειες μιας ομάδας ανθρώπων εις βάρος μίας άλλης ομάδας. Έτσι, οι ρατσιστές δεν υποστηρίζουν την ισότητα των διαφορετικών φυλών. Επίσης, οι φυλετικοί ρατσιστές (οι φυλετιστές) εκλαμβάνουν μία συγκεκριμένη ομοιογενή ομάδα ανθρώπων ως ανώτερη, π.χ. θεωρούν τους λευκούς ανθρώπους ανώτερους από τους μαύρους. Ο ρατσισμός θεωρείται παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου στην ισότητα στους τομείς της εργασίας, της πολιτικής, της οικονομίας και σε όλες τις άλλες εκδηλώσεις της καθημερινότητας.
Παραδείγματα:
Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η ξανθή Άρια φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από την υποτιθέμενη φυλή των Ινδοευρωπαίων, ή Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων. O ρατσισμός των ναζί δεν στράφηκε αποκλειστικά κατά των Εβραίων (που κυριολεκτικά εξολοθρεύτηκαν, σε μια άνευ προηγουμένου γενοκτονία), αλλά και κατά των τσιγγάνων, των ομοφυλόφιλων, των Πολωνών και εν γένει των σλαβικής καταγωγής πολιτών της Ευρώπης.
Μορφές Ρατσισμού σήμερα:
Φυλετικός ρατσισμός: με κριτήριο διάκρισης των ατόμων το χρώμα του δέρματος (λευκοί, μαύροι, ερυθρόδερμοι, κιτρινόχρωμοι) είτε με βάση διαχωρισμού τη φυλετική καταγωγή (ξανθή Άρεια φυλή - Εβραίοι). Για παράδειγμα οι φυλές των ινδιάνων της Αμερικής διαφέρουν από τους άλλους Αμερικανούς. Έχουν δέρμα πιο κίτρινο και κάποια άλλα τέτοια χαρακτηριστικά, που τους κάνουν να διαφέρουν από τους άλλους. Εξαιτίας αυτού, πχ θεωρούνται κατώτεροι άνθρωποι βάσει του φυλετικού ρατσισμού. Οι ρατσιστές, μπορεί να πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στην ουσία όμως, αν και υπάρχουν επιφανειακές διαφορές, όλοι οι άνθρωποι είναι απλά άνθρωποι. Αυτού του τύπου ο ρατσισμός (ο φυλετικός) αντλείται από τον εθνικισμό και συνιστά διαφορετική ιδεολογία από τον εθνικό ρατσισμό, και ας ακούγονται ως έννοιες παραπλήσιες.
Εθνικός ρατσισμός : διαχωρισμός και διαφορετική αντιμετώπιση των ανθρώπων με γνώμονα την εθνική τους καταγωγή (στον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο το γερμανικό έθνος θεωρούσε ότι ήταν ανώτερο από τα άλλα).
Θρησκευτικός ρατσισμός: η διάκριση των ατόμων εστιάζεται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους (Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες). Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν σε διάφορες θρησκείες. Αυτό φυσικά δεν τους κάνει ανώτερους οι κατώτερους από κάποιους άλλους, μιας και όλοι είναι απλά άνθρωποι, ίδιοι, απλά με διαφορετικά πιστεύω και χαρακτηριστικά. Η αντίληψη ότι ο τάδε πιστεύει σε διαφορετική θρησκεία από εμάς, άρα είναι κατώτερος, ονομάζεται ρατσισμός και πιο συγκεκριμένα για αυτήν την περίπτωση, θρησκευτικός ρατσισμός.
Πολιτισμικός ρατσισμός : οι λαοί διαιρούνται με κριτήριο το πολιτιστικό τους επίπεδο (πολιτιστική ανωτερότητα του "ανεπτυγμένου" δυτικού κόσμου σε σχέση με τον "υπανάπτυκτο" Τρίτο Κόσμο). Ο πολιτισμικός ρατσισμός θεμελιώνεται στην ανεξακρίβωτη υπόθεση του ασυμβίβαστου των πολιτισμικών διαφορών, που καθιστά, υποτίθεται, αντικειμενικώς αδύνατη τόσο την πολιτιστική ενσωμάτωση (ή αφομοίωση) των ξένων μεταναστών. Μοναδική διέξοδος απ'αυτόν είναι ο οραματισμός μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και η επίκληση του φυσικού(και ως εκ τούτου συνταγματικού) δικαιώματος κάθε εθνικής ομάδας στη διατήρηση της ταυτότητάς της. Στο όνομα του πολιτισμικού ρατσισμού διενεργείται κάθε είδους μεροληπτική μεταχείριση σε βάρος των ξένων μεταναστών, που αποτρέπει την ανάμειξή τους, ως πολιτών pleno jure, με τους αυτόχθονες.
Κοινωνικός και οικονομικός (ταξικός) ρατσισμός: με κριτήριο την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ατόμων (πλούσιοι-φτωχοί), το μορφωτικό τους επίπεδο (μορφωμένοι-αμόρφωτοι), το φύλο (γυναίκες-άνδρες), την ηλικία (ρατσισμός εις βάρος των ανηλίκων ή των υπερηλίκων), το επάγγελμα (οι "πνευματικοί άνθρωποι" θεωρούνται ανώτεροι από τους χειρώνακτες), τη σωματική ή νοητική ικανότητα (αρτιμελείς-άνθρωποι με ειδικές ανάγκες), την υγεία γενικότερα(αναπηρίες, AIDS, άλλες ασθένειες), τις επιλογές ζωής (ανύπαντρες μητέρες, απλώς ανύπαντρες γυναίκες, κοκ).
Πολιτικός ρατσισμός: διάκριση των ατόμων με κριτήριο την πολιτική τους ιδεολογία και την κομματική τους ένταξη (δημοκράτες, συντηρητικοί, φιλοβασιλικοί).
“Όσο περισσότερο προσπαθούμε να επιβάλουμε διαχωριστικά όρια ανάμεσα στους πολιτισμούς και τα έθιμα, τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με τα έθιμα που προσπαθούμε να αρνηθούμε. Όταν αποκλείουμε την ανθρωπότητα για όσους μας φαίνονται ότι είναι οι πιο “βάρβαροι”, οι πιο “άγριοι” μέσα σ’ αυτήν, το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε έναν χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των “αγρίων”. Βάρβαρος είναι πριν απ’ όλα αυτός που πιστεύει στη βαρβαρότητα”. (Κλoντ Λεβί-Στρoς, Φυλές και ιστορία, μτφρ. Β. Ψαριανός, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1987, σ. 21)
Από την αρχαιότητα, ήδη, υπήρχε η αντίληψη ότι "εμείς" είμαστε οι "πολιτισμένοι" ενώ όλοι οι άλλοι λαοί είναι οι "βάρβαροι".
Ο όρος Βάρβαροι είναι ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Αρχαίους Έλληνες και αργότερα από τους Μεσσαιωνικούς Έλληνες ως εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη, με την οποία, μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, χαρακτήριζαν όλους εκείνους που δεν ήταν Έλληνες, τους αλλοδαπούς. Καταδεικνύει ένα λαό με έντονο το αίσθημα της διαφορετικότητάς του από τους μη ανήκοντες σε αυτόν. Ανάλογη χρήση έχει η λέξη γκουγίμ (=εθνικοί) από τους Εβραίους. Η λέξη στην αρχή δεν είχε την σημασία του απολίτιστου και άξεστου ανθρώπου- τουναντίον, οι Πέρσες αλλά και οι Αιγύπτιοι ήταν πολύ πολιτισμένοι και μορφωμένοι-, αλλά επειδή οι Έλληνες άκουγαν από τους ξένους να μιλάνε μιαν άγνωστη γι' αυτούς γλώσσα, που ακουγόταν σαν μπαρ-μπαρ, σιγά-σιγά το μπαρ-μπαρ έγινε βαρ-βαρ και εν τέλει βάρβαροι.
Μια αναπαράσταση, εσφαλμένη ιστορικά, για το πώς ορδές από ολόγυμνους, ημιάγριους Βησιγότθους κατέστρεψαν τη Ρώμη. Έτσι οικοδομήθηκε ένας μύθος ιστορικός.
Από τον 5ο αιώνα και μετά, η λέξη "βάρβαρος" άρχισε να χρησιμοποιείται και με χαρακτήρα μειωτικό έναντι όσων δεν ήταν Έλληνες, και μπορούσε να σημαίνει κατά περίπτωση, τον διανοητικά κατώτερο, τον κτηνώδη, τον άνθρωπο που ρέπει προς την υποταγή. Άλλωστε, ο Ισοκράτης προτρέπει τον Φίλιππο να κυριεύσει τους βαρβάρους του Βορρά, που εκ φύσεως είναι δουλικά γένη, ενώ ο Αριστοτέλης λέει πως οι Έλληνες είναι πλασμένοι για να άρχουν (να εξουσιάζουν), ενώ οι Ασιάτες για να άρχονται. Στη γνωστή έκφραση «πας μη Έλλην βάρβαρος», περικλείεται και η εθνική αλαζονεία των Ελλήνων για τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Μια αλαζονεία που συνήθιζε να υπογραμμίζει και ο Μέγας Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Με την αναθηματική επιγραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων», έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες παρουσιάζοντας τη νίκη του Γρανικού ως νίκη του πανελληνίου εναντίον των βαρβάρων.
Την έκφραση "βάρβαρος" τη συναντούμε πάλι στη μεσαιωνική ελληνική γραμματεία. Στο ιστορικό πόνημα της "Αλεξιάδος", η Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει τους μη ελληνόφωνους (Λατίνους, Άραβες, κ.τ.λ.) ως βαρβάρους. Η χρήση είναι περισσότερο από λόγιος αττικισμός, καθώς απαντάται και σε πολλά άλλα κείμενα της εποχής, καθώς και σε μεταγενέστερα.
Οι Έλληνες χαρακτήριζαν και τη ζωή έξω από την πόλη-κράτος ως ημιβάρβαρη, εννοώντας ότι στα χωριά έλειπε η συγκεντρωτική και συντονισμένη πολιτική ζωή που ήταν απαραίτητη για μια ευτυχισμένη και ορθολογική ύπαρξη.
Σε γνωστό χορικό της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή, εκείνος που δεν ακολουθεί τους νόμους της πόλεως χαρακτηρίζεται ως "άπολις", ενώ ως "εύπολις" χαρακτηρίζεται ο νομοταγής πολίτης. Ο Χορός, εκπρόσωπος της άποψης του μέσου πολίτη, διατυπώνει τη σαφή του προτίμηση προς τον "ευπόλιδα" και την απόρριψή του του "απόλιδος".
Η σημερινή έννοια της λέξης βάρβαρος ως "απολίτιστος" και όχι ως "μη-Έλληνας/Ρωμιός" προέκυψε ως αντιδάνειο από την έννοια που είχε αποκτήσει η λέξη στη Δύση και σταδιακά καθιερώθηκε στον ελληνόφωνο κόσμο.
Οι ισπανοί άποικοι έφεραν μαζί τους άγνωστες ασθένειες, στις οποίες οι αυτόχθονες προφανώς δεν είχαν ανοσία. Αρρώστιες όπως η ιλαρά, η γρίπη και η ευλογιά θέρισαν το 90% με 95% του συνολικού πληθυσμού της Αμερικής. Από την άφιξη των Ισπανών ως το 1570 ο πληθυσμός του Μεξικού ενδεχομένως μειώθηκε από 25.000.000 σε 2.650.000, ενώ του Περού από 9.000.000 σε 3.000.000. Παράλληλα, και οι Ευρωπαίοι χτυπήθηκαν από ασθένειες: κατά τον 16ο αιώνα, η σύφιλη (η οποία πιθανώς προήλθε από πρόσμιξη δύο παρεμφερών ασθενειών του Νέου και του Παλαιού Κόσμου) σκότωσε 1.000.000 Ευρωπαίους.
Στη Νότια Αμερική οι άποικοι ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους γηγενείς. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν καταναγκαστική εργασία ιθαγενών για την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων. Επιπροσθέτως, διέπραξαν πολλές ωμότητες σε βάρος των Αζτέκων και των Ίνκας.
Ο επίσκοπος Μπαρτολομέ δε λας Κάσας κατήγγειλε τη βιαιότητα των συμπατριωτών του στους γηγενείς του Μεξικού, με αποτέλεσμα τη θέσπιση νόμων για την προστασία τους. Θεωρητικά, οι Ινδιάνοι απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με αυτά των άλλων υπηκόων του βασιλιά της Ισπανίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν για τις βιαιότητες των νέων κυρίων τους. Οι Ισπανοί άποικοι ήταν πεπεισμένοι για τη φυλετική τους ανωτερότητα και δεν αισθάνονταν τύψεις για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων. Οι Πορτογάλοι υποδούλωσαν πολλές χιλιάδες ιθαγενών με σκοπό την απασχόλησή τους στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία. Επιπλέον, στη Νότια Αμερική οι πληθυσμοί των Ινδιάνων μειώνονταν λόγω της καταστροφής των καλλιεργειών τους, από εκτρεφόμενα βοοειδή. Σε γενικές γραμμές, οι Άγγλοι άποικοι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τους ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής. Τις πολυάριθμες συγκρούσεις διαδέχονταν περίοδοι ειρήνης και συνεργασίας. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί αυτό της αποικίας Βιρτζίνια. Αρχικά, η σύγκρουση αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση της Ποκαχόντας, κόρης του τοπικού αρχηγού Παουάταν, η οποία και παντρεύτηκε τον Τζων Ρολφ. Το 1622 ωστόσο, μετά το θάνατο της Ποκαχόντας και του πατέρα της, οι ιθαγενείς επιτέθηκαν στους ξένους, σκοτώνοντας το 1/3 του πληθυσμού της Βιρτζίνια. Ακολούθησε ένας δεκαετής πόλεμος, στο τέλος του οποίου, οι ιθαγενείς απομακρύνθηκαν από τα παράλια. Το 1675 ξέσπασε ο λεγόμενος πόλεμος του Βασιλιά Φιλίππου[v] ανάμεσα σε μια συμμαχία φυλών και την αποικία της Νέας Αγγλίας, ο οποίος υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές συρράξεις στην ιστορία της Βορείου Αμερικής.
Στα νότια μέρη της Βόρειας Αμερικής, οι Ευρωπαίοι άποικοι έκαναν τους ιθαγενείς δούλους. Στην αποικία της Καρολίνας προμήθευαν τις τοπικές φυλές με όπλα και οινοπνευματώδη ποτά, ενθαρρύνοντας τους μεταξύ τους πολέμους. Όσοι αιχμαλωτίζονταν στη μάχη, είτε γίνονταν δούλοι στην Καρολίνα είτε στέλνονταν στις Δυτικές Ινδίες, τη Νέα Υόρκη ή τη Νέα Αγγλία. Το 1708 ζούσαν στο Τσάρλεστον -πρωτεύουσα της αποικίας - 1400 Ινδιάνοι δούλοι. Μολαταύτα, υπήρξαν και σημαντικά παραδείγματα συνεργασίας των παλαιών και νέων κατοίκων της ηπείρου. Έτσι, οι Γάλλοι άποικοι των βορείων περιοχών αποδείχτηκαν ικανότατοι στις συναλλαγές με τους ντόπιους. Κέρδισαν τη φιλία των περισσότερων φυλών, αν και απειλούνταν διαρκώς από τους Ιροκέζους. Ο Ουίλιαμ Πεν, ιδρυτής της Φιλαδέλφειας και πιστός Κουάκερος, έκλεισε δίκαιες συμφωνίες με τους Ινδιάνους, τις οποίες πότε δεν παραβίασε.
Στη Βόρεια Αμερική, τεράστιες "εκκαθαρίσεις' πληθυσμού έλαβαν χώρα το 1924, όταν εξουδετερώθηκαν οι τελευταίες ομάδες των ινδιάνων Σιού. Οι Ινδιάνοι είχαν ουσιαστικά χάσει τα πάντα και πρώτα απ’ όλα τη γη τους. Μόνο με το νόμο Dawes Act, του 1887, 380 εκατομμύρια στρέμματα ινδιάνικης γης μεταβιβάζονταν από τις φυλές σε λευκούς ατομικούς ιδιοκτήτες, άλλες έναντι τιμήματος και άλλες μοιράζονταν δωρεάν για να εγκατασταθούν με τίτλους ιδιοκτησίας οι Ευρωπαίοι έποικοι. Οι Ινδιάνοι, όσοι είχαν απομείνει, κυνηγημένοι, διασκορπισμένοι και αποδεκατισμένοι, υποχρεώνονταν να εγκλωβιστούν σε καταυλισμούς, σε νησίδες, σε οριοθετημένες περιοχές (reservation), στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μακριά από τη γη των προγόνων τους.
Οι νομαδικές φυλές , όπως αυτή των Μοϊκανών (Mohicans) υποχρεώθηκαν να γίνουν αγροτικές χάνοντας την κουλτούρα τους και την αυτάρκειά τους. Φυλές που ζούσαν από το κυνήγι εγκαταστάθηκαν μακριά από τα δάση και φυλές που ζούσαν από το ψάρεμα εγκαταστάθηκαν μακριά από τις λίμνες, τα ποτάμια και τη θάλασσα. Οι διατροφικές τους πηγές απαλλοτριώθηκαν από τους εποίκους. Απαγορεύτηκε ακόμα και η επικοινωνία τους με άλλες φυλές. Και εξίσου βασικό, λαοί των οποίων οι πολιτισμοί βρίσκονταν σε αξεχώριστη σχέση με τη φύση, απομακρύνθηκαν από τους ιερούς τόπους τους, από τα βουνά, τα δάση, τα ποτάμια, τις πεδιάδες και τα ζώα που τους έτρεφαν υλικά και πνευματικά. Όσοι γλύτωσαν από τη φυσική εξόντωση, δολοφονημένοι από τα εξελιγμένα όπλα των εποίκων, αλλά και από τις ασθένειες των λευκών τις οποίες το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, όπως η ευλογιά, η φυματίωση, η γρίπη και πανούκλα, υπέστησαν μια εξαναγκαστική και οργανωμένη πολιτική αφομοίωσης και εξαμερικανισμού.
Ο George Washington και ο Henry Knox ήταν οι πρώτοι που εφάρμοσαν συνειδητά την πολιτική της πολιτισμικής μετάλλαξης των Ινδιάνων. Έκτοτε, με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Καναδά, εφάρμοσαν μαζικά προγράμματα αποϊνδιανοποίησης. Τα παιδιά των Ινδιάνων απομακρύνονταν δια της βίας από τις οικογένειές τους και εγκλείονταν σε σχολεία ειδικά για το ξερίζωμα κάθε στοιχείου της ινδιάνικης ταυτότητας και του πολιτισμού τους.
Στα ιδρύματα αυτά, από τα οποία πέρασαν δεκάδες χιλιάδες παιδιά, οι μαθητές και οι μαθήτριες υποχρεούνταν να αποβάλουν κάθε τι που είχε σχέση με τον πολιτισμό της φυλής τους. Απαγορευόταν πολύ αυστηρά η χρήση της ινδιάνικης γλώσσας, ακόμα και κατ’ ιδίαν και επιβαλλόταν η αγγλική γλώσσα, ή και η γαλλική στον Καναδά. Οι μαθητές κουρεύονταν και ντύνονταν κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και γίνονταν χριστιανοί με το ζόρι. Και βάφτιζαν υποχρεωτικά τα παιδιά με ευρωπαϊκά ονόματα! Ο Όρθιος Βούβαλος γινόταν Τζον και το Κόκκινο Σύννεφο γινόταν Τομ.
Μακριά από τις οικογένειές τους, όσα παιδιά επιβίωναν από τις ασθένειες που μεταδίδονταν εύκολα στους ασφυκτικούς τόπους συγκέντρωσης, αναγκάζονταν να μεταμορφωθούν δια της βίας σε κάτι εντελώς ξένο. Εάν σκεφτεί κανείς ότι στην περιοχή του σημερινού Καναδά υπήρχαν 13 κύριες ινδιάνικες γλωσσικές ομάδες και 65 διάλεκτοι, από τις οποίες μόνο τρεις έχουν πιθανότητες διάσωσης σήμερα, καταλαβαίνει το μέγεθος της πολιτισμικής γενοκτονίας.
Ο πιο γνωστός συλλέκτης κεφαλών Μαορί, ήταν ο βρετανός αξιωματικός Οράτιος Γκόρντον Ρόμπλεϊ. Ο Ρόμπλεϊ ήταν αποφασισμένος να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες mokomokai κεφαλές, με αποτέλεσμα να κοσμούν τον τοίχο του 35 από αυτές Ήταν λάτρης των τατουάζ και ταλαντούχος εικονογράφος. Αργότερα, έγραψε βιβλίο μέσα στο οποίο περιέγραφε την τέχνη των Μαορί αλλά και των τατουάζ επάνω στα αποξηραμένα κεφάλια τους. Το 1908, ο Ρόμπλεϊ προσπάθησε να πουλήσει το βιβλίο του στην κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας χωρίς αποτέλεσμα. Όταν η προσφορά απορρίφθηκε, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, πωλήθηκε στο αμερικανικό μουσείο φυσικής ιστορίας της Νέας Υόρκης, έναντι 1250 δολαρίων.
Η δεκαετία του '60 στην Αμερική, με κορυφαία αφορμή τον άδικο πόλεμο του Βιετνάμ, σφραγίστηκε από το φυλετικό, το γυναικείο, το αντιπολεμικό και το φοιτητικό κίνημα. Εδώ θα σταθούμε στο φυλετικό κίνημα, το οποίο ήταν βαθιά ριζοσπαστικό, γιατί είχε να αντιμετωπίσει και να ξεριζώσει μια άτυπη ρατσιστική νοοτροπία και συμπεριφορά ως καθημερινό φαινόμενο της λευκής τρομοκρατίας. Τρεις προσωπικότητες αφροαμερικανών διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων στην Αμερική στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Και που διόλου τυχαία και οι τρεις δολοφονήθηκαν στην έκρυθμη δεκαετία του 1960:
Ο δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929 – 1968), ηγέτης του Αφροαμερικανικού Κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων.Του έχει απονεμηθεί το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ η ομιλία του, το 1963 με την φράση «Έχω ένα όνειρο», είναι μια από τις εμβληματικότερες όλων των εποχών. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, υπήρξε ιερέας και ακτιβιστής αλλά και ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα από το 1954 ως και την δολοφονία του, το 1968. Γεννημένος στην Ατλάντα, ο ίδιος υπήρξε οπαδών της μη βίας επηρεασμένος από τον Γκάντι και της πολιτικής ανυπακοής. Ηγήθηκε του μποϊκοτάζ των λεωφορείων του Μοντγκόμερι, το 1955 μετά το επεισόδιο με την Ρόζα Παρκς, ενώ το 1957 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της οργάνωσης SCLC. Ηγήθηκε της συγκεκριμένης οργάνωσης, στον αγώνα κατά του διαχωρισμού στο Άλμπανι της Τζόρτζια ενώ βοήθησε στην οργάνωση των ειρηνικών διαμαρτυριών του 1963 στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα. Το 1963, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη πορεία στην Ουάσινγκτον, απ΄όπου εκφώνησε τον εμβληματικό του λόγο. Το Νόμπελ Ειρήνης του 1964 του απονεμήθηκε για τη μάχη του κατά της ρατσιστικής ανισότητας μέσω της μη βίαιας αντίστασης. Όσο τα χρόνια περνούσαν, το αμιγώς φυλετικό του αγώνα του άρχιζε σιγά – σιγά να αποκτά και ταξικά χαρακτηριστικά, τραβώντας όλο και περισσότερο την προσοχή των μυστικών υπηρεσιών. Ο επικεφαλής του FBI εκείνη την εποχή, Έντγκαν Χούβερ, τον θεωρούσε ριζοσπάστη και τον ενέταξε στη λίστα των υπο παρακολούθησε από το 1963 και έπειτα. Πράκτορες του FBI τον ερευνούσαν για συνδέσεις με κομμουνιστές. Αυτό που κατάφεραν να διαπιστώσουν είναι ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Η πληροφορία έφτασε στα χέρια κυβερνητικών αξιωματούχων της εποχής, οι οποίοι και προσπάθησαν να την αξιοποιήσουν. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, δέχτηκε μια ανώνυμη επιστολή που τον απειλούσε πως τα συγκεκριμένα στοιχεία θα βγουν στη φόρα, κίνηση που θεωρήθηκε πως στόχευε στο να πείσει τον Κινγκ, να αυτοκτονήσει. Ότι δεν κατάφερε η επιστολή, το έκανε ο Τζέιμς Ερλ Ρέι. Πρόκειται για τον άνθρωπο που σκότωσε το 1968, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την εποχή που ο τελευταίος σχεδίαζε μια μεγάλη διαδήλωση στην Ουάσινγκτον που θα ονόμαζε «Η πορεία των φτωχών». Δολοφονήθηκε στις 4 Απριλίου, στο Μέμφις του Τένεσι, ενώ η είδηση του θανάτου του πυροδότησε επεισόδια σε μια σειρά πόλεις. Για πολλά χρόνια η δολοφονία του αποδίδονταν στις μυστικές υπηρεσίες της ίδιας του της χώρας. Ο δολοφόνος του, καταδικάστηκε σε 99 χρόνια φυλάκισης και πέθανε το 1998, από ηπατίτιδα στην φυλακή. Από το 1986, η ημέρα της δολοφονίας του, είναι και επισήμως αργία.
Ο Μάλκομ Χ (1925 – 1965), που πιο έντονα από οποιονδήποτε άλλον εξέφρασε την οργή, τον αγώνα και τις προσδοκίες των Αφροαμερικανών. Πρόκειται πιθανότατα για την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων. Μεγάλωσε σε μαύρο γκέτο, σε ανάδοχες οικογένειες καθώς o πατέρας του σφαγιάστηκε από ρατσιστική οργάνωση, ενώ η μητέρα του ήταν τρόφιμη ψυχιατρείου. Πολύ νωρίς βρέθηκε στη φυλακή για διάρρηξη. Εντάχθηκε στο «Έθνος του Ισλάμ», που δεν ήταν ακριβώς… αντιρατσιστική οργάνωση. Αντίθετα κήρυττε την υπεροχή των μαύρων έναντι των λευκών, ενώ αποσκοπούσε στην απόσπαση πολιτειών από τις ΗΠΑ και την μετατροπή τους σε φυλετικά καθαρό κράτος των Αφροαμερικανών. Ο Μάλκολμ Λίτλ, άλλαξε και το όνομά του, όπως όλα τα μέλη του κινήματος, εγκατέλειπαν «τα επώνυμα που τους έδωσαν οι λευκοί αφεντάδες» βαφτιζόμενοι με μουσουλμανικά ονόματα, συνοδεύοντάς το με το γράμμα Χ. Ο Μάλκολμ Χ αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή του «Έθνους του Ισλάμ», εκφράζοντας το πιο αριστερό τμήμα της οργάνωσης, ενώ στρατολόγησε σε αυτήν και την πιο διάσημη προσωπικότητά της, τον πυγμάχο Κάσιους Κλέι, που άλλαξε το όνομά του, σε Μοχάμεντ Άλι. Αποχώρησε από την οργάνωση το 1964, λέγοντας πως «υπήρξα ένα ζόμπι» και αποκηρύσσοντας τον ρατσισμό που εκείνη κήρυττε. Δραστηριοποιήθηκε πλέον στις μαζικές κινητοποιήσεις, χωρίς όμως να απορρίπτει και τρομοκρατικές μεθόδους. Ο «μαύρος Σπάρτακος», όπως πολύ εύστοχα τον είχε αποκαλέσει η Le Monde, εκτελέστηκε μπροστά στους οπαδούς του, από τρια ένοπλα μέλη του «Έθνους του Ισλάμ».
Ο Μέντγκαρ Εβερς (1925 – 1963), ο αρχηγός του παραρτήματος του NAACP (Εθνική Ενωση για την Εξέλιξη των Εγχρωμων) του Μισισιπή. Στη δεκαετία του 1950 αναδεικνύονται οι κορυφαίες ηγετικές μορφές του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968), του Μάλκολμ Χ (1925-1965) και των ένοπλων «Μαύρων Πανθήρων» με επικεφαλής τον Χιου Νιούτον (1942-1989) και τον Μπόμπι Σιλ (γενν. 1936). Από τους τέσσερις προβεβλημένους, οι τρεις πρώτοι είναι νεκροί και καθόλου τυχαία, αφού έφεραν την ανατροπή στην αμερικανική κοινωνία σε μία εποχή που κάθε μορφή αντίστασης -στο τέλος- το σύστημα τη βαπτίζει "κομμουνιστική".
Τον Αύγουστο του 1955, ο Αφροαμερικανός έφηβος Εμετ Τιλ στον Μισισιπή τολμάει να σφυρίξει σε μια λευκή γυναίκα. Τρεις μέρες αργότερα, δύο λευκοί άνδρες τον ξυλοκοπούν άγρια και τον δολοφονούν. Η μητέρα του δολοφονηθέντος ζητά το φέρετρο να μείνει ανοιχτό για να διαπιστώσουν όσοι θα προσέρχονταν στην κηδεία ότι ο γιος της είχε λιντσαριστεί. Οι δύο δολοφόνοι, έπειτα από δύο δίκες αθωώνονται, χρόνια μετά, όταν αισθάνθηκαν ασφαλείς, ομολόγησαν ότι πράγματι είχαν κακοποιήσει, προτού στείλουν στον τάφο, τον άτυχο έφηβο.
Τον ίδιο χρόνο, τον μήνα Δεκέμβριο, έχουμε την προβεβλημένη ιστορία της 43χρονης μαύρης ακτιβίστριας Ρόζα Παρκς, η οποία αρνείται να αδειάσει τη θέση της σ' ένα λεωφορείο για έναν λευκό. Το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα θα συνδεθεί με την απαρχή των νέων αγώνων του φυλετικού κινήματος, μέσα από τα σπλάχνα του οποίου θα αναδυθεί ο πάστορας Μάρτιν Λούθερ Κινκ. Ο 26χρονος άνδρας με τη ρητορική του θα εμπνεύσει τα πλήθη, αφού θα έχει εκστομίσει την ιστορική ατάκα: «Αν εμείς κάνουμε λάθος, τότε είναι λανθασμένο και το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών».
Την πενταετία (1957-1962) καταργείται ο φυλετικός διαχωρισμός στα σχολεία του Νότου. Τουλάχιστον στα χαρτιά... Στην αρχή συνάντησε την άρνηση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, η οποία δεν ήθελε με τίποτα να «μολυνθεί» η παράδοση του Λευκού Νότου από τον «ιό» του μαύρου Νότου. Αντιδρά η νομική ομάδα της οργάνωσης National Association for the Advancement of Colored People (γνωστή με τα αρχικά NAACP), η οποία με αγωγή της ζητά ν' ανοίξουν οι πόρτες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στους Αφροαμερικανούς.
Ομως, ο Μισισιπής θα εκραγεί όταν ο κυβερνήτης Ρος Μπάρνετ θα απαγορεύσει στον Τζέιμς Μέρεντιθ να εγγραφεί στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Οι υπέρμαχοι των ξεχωριστών σχολείων συγκεντρώνονται στην Πανεπιστημιούπολη με όπλα και αυτοσχέδια εκρηκτικά. Ο πρόεδρος Τζον Κένεντι «αφυπνίζεται» και προσπαθεί να σώσει την κατάσταση. Η αποστολή αντιπροσώπων των ομοσπονδιακών δικαστηρίων θα σημάνει ταραχές και δύο νεκρούς. Δεν θ' αργήσει να μιλήσει ο στρατός με τα όπλα για να επαναφέρει την τάξη.
Στην είσοδο της δεκαετίας του '60 το φυλετικό κίνημα αλλάζει τρόπους διεκδίκησης εμπνεόμενο από την προσωπικότητα του Μαχάτμα Γκάντι.
Μια ειρηνική συγκέντρωση στον χώρο του Πανεπιστημίου του Νάσβιλ, η οποία ανοίγεται στους χώρους εστίασης της πόλης προσελκύει πυρήνες λευκών, οι οποίοι με τη βοήθεια της αστυνομίας επιτελούν το «θεάρεστο» έργο τους: συλλαμβάνουν τους ακτιβιστές. Αυτοί από την πλευρά τους δεν επιτίθενται, αλλά προσπαθούν να αυτοπροστατευτούν στηριζόμενος ο ένας πάνω στον άλλο. Ομως, οι καταλήψεις εξαπλώνονται σ' όλη την Αμερική: περίπου εξήντα εννέα πόλεις γίνονται το κέντρο πασιφιστικών εκδηλώσεων.
Ώσπου και πάλι από τα παρασκήνια του παρακράτους εμφανίζεται η κουκούλα. Η βομβιστική επίθεση στο σπίτι του δικηγόρου Alexander Looby, ο οποίος συνεργαζόταν με τους ακτιβιστές, θα βγάλει στους δρόμους χιλιάδες διαδηλωτές με αντίπαλο το δήμαρχο Μπεν Μπεστ. Ο ανώτατος άρχοντας του Νάσβιλ θα αποσύρει το διαχωρισμό μαύρων - λευκών στους χώρους εστίασης και οι επιχειρήσεις θα υιοθετήσουν τη δράση της ενοποίησης. Το νήμα για την προεδρία ο Τζον Κένεντι θα το κόψει όταν θα κερδίσει, με την υποστήριξη του μαύρου πληθυσμού, τις εκλογές για την προεδρία.
Τον Μάιο του 1961, το Συμβούλιο για τη Φυλετική Ισότητα (Congress of Racial Equality) στέλνει ομάδες μαύρων και λευκών -μη συγκρουσιακών- εθελοντών ως επιβατών της ελευθερίας (freedom riders) στα λεωφορεία της Ντίξι. Ομως, οι παρακρατικοί δρουν πάλι, τοποθετώντας βόμβα σ' ένα λεωφορείο στο Ανιστον της Αλαμπάμα. Μαζί τους, μέλη της ρατσιστικής Κου Κλουξ Κλαν επιτίθενται σε επιβάτες που αποβιβάζονται στο Μπέρμιγχαμ.
Δημιουργείται μια «αυθόρμητη» πορεία η οποία «κόβεται» από τους αστυνομικούς στην Τζάκσον. Οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις «αυτονόητες», στις οποίες οι ακτιβιστές απαντούν με τραγούδια για την ελευθερία στις φυλακές Parchman. Οι freedom riders κερδίζουν τη μάχη και ο Ρόμπερτ Κένεντι -μέσω της Διαπολιτειακής Επιτροπής Εμπορίου- απαγορεύει τον διαχωρισμό λόγω χρώματος στη διάρκεια ταξιδιού ή κατά τη μετακίνηση των πολιτών.
Το καλοκαίρι του 1964, ο Μισισιπής φλέγεται, αφού ακόμη η ψήφος στους μαύρους ήταν απαγορευμένη. Στην Τζάκσον, πρωτεύουσα της πολιτείας, ο Μέντγκαρ Εβερς οργανώνει μποϊκοτάζ εναντίον των καταστημάτων. Ενώ στο τηλεοπτικό μήνυμά του ο Τζον Κένεντι, αργά το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1963, ζητούσε οι Αμερικανοί να στηρίξουν το νομοσχέδιο για τα πολιτικά δικαιώματα, δολοφονείται ο Εβερς, καθώς προσπαθεί να σταθμεύσει το αυτοκίνητό του.
Ιμπεριαλισμός και αποικιοκρατία
Ορισμένα από τα ευρωπαϊκά κράτη που πέτυχαν υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισαν να αναζητούν, από ένα σημείο κι έπειτα, περιοχές και εκτός Ευρώπης για να τις εκμεταλλευτούν. Το φαινόμενο, σύμφυτο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη συγκεκριμένη ιστορική φάση, ονομάστηκε ιμπεριαλισμός (από τη λατινική λέξη imperium: ισχύς, εξουσία), εκφράστηκε με την προσπάθεια απόκτησης αποικιών, την αποικιοκρατία, και εκδηλώθηκε με ένταση την περίοδο 1870-1914.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αναντίρρητα τα υλικά συμφέροντα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. Οι βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αι. ενέτειναν τις ανάγκες της Ευρώπης σε πολύτιμα μέταλλα και σε πρώτες ύλες […]. Το ίδιο ισχύει για τα κεφάλαια των οποίων τα έσοδα είναι υψηλότερα στα υπερπόντια εδάφη απ’ ό,τι στη γηραιά ήπειρο […]. Σε μια εποχή που το εθνικό συμφέρον μετριέται με την ισχύ και το κύρος, η θέληση των κυβερνήσεων να οικοδομήσουν απέραντες αποικιακές αυτοκρατορίες είναι ένας τρόπος να αυξήσουν τις ζωτικές δυνάμεις του έθνους, παρέχοντάς του στρατιώτες, βάσεις για το στόλο και πρώτες ύλες για τη βιομηχανία του. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 175-176.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας
Σε όλες τις αποικιοκρατικές χώρες, οι πολιτικοί άνδρες και οι ομάδες πίεσης ιμπεριαλιστικού προσανατολισμού βρήκαν στήριξη σε ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, που απέρρεαν από το μεγάλο εθνικιστικό κύμα του τέλους του 19ου αιώνα. Πράγματι, για πολλούς Ευρωπαίους η αποικιοκρατία επιβεβαιώνει τη δύναμη και το πνεύμα του λαού τους και δίνει διέξοδο στην επιθυμία τους για ισχύ. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 176.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178.
Τα κύρια αίτια του φαινομένου εντοπίζονται στην ανάγκη των εκβιομηχανισμένων κρατών της Ευρώπης να βρουν νέες αγορές για τα βιομηχανικά προϊόντα τους, νέες πηγές πρώτων υλών (μεταλλεύματα, μαλλί, βαμβάκι) και καυσίμων (πετρέλαιο), νέες περιοχές επένδυσης των κεφαλαίων τους. Ακόμη, η απόκτηση αποικιών, εμπορικών σταθμών και βάσεων εξασφάλιζε στα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη τον έλεγχο των θαλασσών και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των πολεμικών τους πλοίων, ενώ, επιπλέον, αποτελούσε και παράγοντα ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου.
Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια. Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι εξερευνητές, αναζητώντας νέες γνώσεις, ανακάλυπταν, συχνά, νέες περιοχές τις οποίες καταλάμβαναν στο όνομα της χώρας τους, επεκτείνοντας έτσι την κυριαρχία της. Οι ιεραπόστολοι, διαδίδοντας τον χριστιανισμό, προετοίμαζαν το έδαφος για μια μονιμότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Επιπλέον, οι έμποροι, αναζητώντας νέες αγορές, λειτουργούσαν ως η εμπροσθοφυλακή των αποικιοκρατών.
Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν δύο: η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, πρακτική που εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες, τακτική που εφαρμόστηκε όπου ήταν αδύνατη, για λόγους διεθνών ισορροπιών, η κατάκτηση (π.χ. η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα). Η αποικιακή εξάπλωση Τα ευρωπαϊκά κράτη κατέλαβαν εδάφη στην Ασία και στην Αφρική. Η τελευταία μετατράπηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, σε μια μεγάλη αποικία.
Η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.). Η στάση των Άγγλων Το εξώφυλλο Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη). Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών. Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού. Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα. Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο.
Η αποικιακή εξάπλωση επηρέασε καταλυτικά τόσο τις περιοχές που εντάχθηκαν στο αποικιακό σύστημα όσο και την Ευρώπη. Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν, σχεδόν, σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση.
Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Στις ΗΠΑ, η συνύπαρξη πλούσιων φυσικών πόρων, άφθονων εργατικών χεριών, σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου, σταθερότητας και ριψοκίνδυνης επιχειρηματικής νοοτροπίας έφερε ραγδαία ανάπτυξη, ιδίως στις βόρειες πολιτείες. Έκφραση της οικονομικής ανάπτυξης υπήρξε και η επέκταση στα δυτικά. Άλλοτε με εξαγορά εδαφών κι άλλοτε με προσάρτησή τους ύστερα από συγκρούσεις με τους ντόπιους, οι ΗΠΑ κατάφεραν, στα μέσα του 19ου αιώνα, να εκτείνονται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό ωκεανό. Οι τεράστιες αυτές εκτάσεις ήταν σχεδόν έρημες, προσφέρονταν, ωστόσο, για εκμετάλλευση. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ βόρειων και νότιων πολιτειών οξύνθηκαν. Στο νότο, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες διατηρούσαν φυτείες στις οποίες εργάζονταν μαύροι δούλοι. Στο βορρά, οι αστοί θεωρούσαν ότι η δουλεία εμπόδιζε τη βιομηχανική ανάπτυξη (οι δούλοι δεν είχαν, στην πραγματικότητα, εισόδημα και έτσι δεν μπορούσαν να αγοράζουν βιομηχανικά προϊόντα), ήταν ηθικά απαράδεκτη και έπρεπε να καταργηθεί. Μετά την εκλογή του δεδηλωμένου πολέμιου της δουλείας Αβραάμ Λίνκολν ως προέδρου των ΗΠΑ (1860), οι νότιες πολιτείες αποσχίστηκαν και συγκρότησαν νέο κράτος. Η κρίση οδηγήθηκε σε σκληρό εμφύλιο πόλεμο (πόλεμος Βορείων-Νοτίων) που έληξε με νίκη των Βορείων (1865), αφήνοντας πίσω του πάνω από 600.000 νεκρούς. Η ενότητα των ΗΠΑ αποκαταστάθηκε και θεσμοθετήθηκε η κατάργηση της δουλείας, αν και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να γίνουν ουσιαστικά βήματα για την εφαρμογή αυτής της απόφασης. Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο άρχισε και η συστηματική διείσδυση των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική με τη μορφή, αρχικά, επένδυσης κεφαλαίων. Παράλληλα, οι ΗΠΑ φρόντιζαν να ελέγχουν και τα πολιτικά καθεστώτα της περιοχής διασφαλίζοντας τις επενδύσεις τους. Έτσι, στις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου πολέμου (1914) οι ΗΠΑ είχαν τον οικονομικό έλεγχο ολόκληρης της αμερικανικής ηπείρου. Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι ΗΠΑ σημείωσαν τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Κορμός της αμερικανικής οικονομίας υπήρξε η βιομηχανία, που επεκτάθηκε αυτή την εποχή και στον αγροτικό, έως τότε, νότο. Η άφιξη νέων μεταναστών και η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου υπήρξαν, επίσης, γεγονότα καταλυτικά. Παράλληλα, την ίδια εποχή άρχισε και ο εποικισμός της αμερικανικής ενδοχώρας, η γνωστή «κατάκτηση της Δύσης», που συνοδεύτηκε από τον αφανισμό των ντόπιων Ινδιάνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν τις οικονομικά αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να συντελούνται στην Ιαπωνία σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Το παλαιό φεουδαλικού τύπου καθεστώς που στηριζόταν στους ισχυρούς ευγενείς κυβερνήτες γαιοκτήμονες ανατράπηκε, δόθηκε έμφαση στη βιομηχανία και υιοθετήθηκαν δυτικοί θεσμοί (σύνταγμα, κοινοβουλευτισμός, εκπαίδευση). Η Ιαπωνία άρχισε να ενσωματώνεται, βαθμιαία, στον δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα, η εκβιομηχάνιση γέννησε και τον ιμπεριαλισμό. Εκτός από τον πόλεμο εναντίον της Κίνας (1895), που προαναφέρθηκε, η Ιαπωνία εκτόπισε τη Ρωσία από τη Μαντζουρία (βόρεια Κίνα) και κατέλαβε την Κορέα.
Η Κίνα ήταν μια αχανής χώρα με πλούσιο πολιτισμό που δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, να εξελιχθεί. Κατά τον 19ο αιώνα δέχτηκε τις επιθέσεις ισχυρών αποικιακών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιαπωνία), δίχως να μπορέσει να αντιδράσει. Μια σειρά από στρατιωτικές ήττες (1839-1842: πόλεμος του οπίου) την υποχρέωσαν να ανοίξει τις αγορές της στους δυτικούς εμπόρους. Παράλληλα, οι Κινέζοι έχασαν, από τους Γάλλους, τον έλεγχο της Ινδοκίνας (1885) και, από τους Ιάπωνες, τον έλεγχο της Ταϊβάν (1895). Βαθμιαία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία χώρισαν την Κίνα σε ζώνες επιρροής. Μορφές αντίδρασης σ’ αυτή την κατάσταση υπήρξαν το κίνημα των Τάιπινγκ (αγροτικό, εξισωτικό και αντιδυναστικό κίνημα που συγκλόνισε τη ΝΑ Κίνα κατά τη δεκαετία του 1850) και η επανάσταση του 1911, με την οποία καταργήθηκε η μοναρχία και καθιερώθηκε η προεδρική δημοκρατία. Η κατάσταση, ωστόσο, δεν άλλαξε ουσιαστικά. Η Κίνα, δείχνοντας μεγάλη δυσκολία στην αποδοχή και αφομοίωση του εκσυγχρονισμού, παρέμεινε εύκολο θήραμα των αποικιοκρατών.
Στην αρχή του 20ού αιώνα πολύ λίγες χώρες είχαν μπορέσει να δημιουργήσουν οικονομίες βασισμένες στη βιομηχανία και να επιλύσουν, σε κάποιο βαθμό, το πλήθος των προβλημάτων που καλείται να λύσει ηοικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές ήταν οι χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Το σύνολο των υπόλοιπων χωρών διατηρούσε μια οικονομία στην οποία δέσποζε ο αγροτικός τομέας, οι παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και ο περιορισμένος εκχρηματισμός. Πολλές χώρες ήταν απλώς αποικίες των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τους φυσικούς πόρους και το φτηνό εργατικό δυναμικό των αποικιών τους. Η κοινωνική βάση της αποικιοκρατίας περιλάμβανε τόσο την αστική τάξη όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η αποικιακή πολιτική υπαγορευόταν, σε μεγάλο βαθμό, από τους αστούς, που ωφελούνταν περισσότερο από αυτήν. Yποστηριζόταν, όμως, και από άλλες κοινωνικές ομάδες, καθώς πολλοί έβλεπαν την οικονομική και κοινωνική τους θέση να ενισχύεται ως αποτέλεσμα της αποικιακής επέκτασης. Παράλληλα, η κατάκτηση αποικιών επιβεβαίωνε την «ανωτερότητα» των κατακτητών ενισχύοντας την εθνική τους αυταρέσκεια.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι […] έπαιξαν [...] κεφαλαιώδη ρόλο. Yποστηριζόμενα από ισχυρά ρεύματα της κοινής γνώμης, τα εγχειρήματά τους έχουν στην αρχή καθαρά θρησκευτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ζητούν να κηρύξουν το ευαγγέλιο στους ιθαγενείς πληθυσμούς καθώς και να τους προστατεύσουν από την εκμετάλλευση [...]. Όμως, η εγκατάσταση των ιεραποστολών συνοδεύεται γρήγορα από εκείνη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η ανάγκη προστασίας τους οδηγεί συχνά τα αποικιακά κράτη να επέμβουν στρατιωτικά σε ορισμένες περιοχές και να εγκαταστήσουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο από τη μητρόπολη. S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 177-178.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Μ. Βρετανία ήταν, αναμφισβήτητα, η ισχυρότερη αποικιακή δύναμη, μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία. Κατείχε αποικίες με πληθυσμούς κυρίως λευκών (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), αποικίες με πληθυσμούς κυρίως ντόπιων (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά.), ενώ έλεγχε και διάφορα στρατηγικά σημεία (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος κ.ά.).
Η Γαλλία διέθετε αποικίες στην Αφρική (Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Σενεγάλη, Μαυριτανία κ.ά.) και στην Άπω Ανατολή (Ινδοκίνα: Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη).
Άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία, διέθεταν μικρό αριθμό αποικιών.
Την ίδια εποχή, η Ρωσία, καταλαμβάνοντας και εποικίζοντας ολόκληρη τη βόρεια Ασία, επέκτεινε την κυριαρχία της μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού.
Επίσης, αυτή την περίοδο, η Αγγλία και η Γαλλία άρχισαν να διεισδύουν στην Κίνα.
Έτσι, στα 1900, το 90% των εδαφών της Αφρικής και μεγάλο μέρος των εδαφών της Ασίας βρίσκονταν υπό αποικιακό έλεγχο. Οι αποικίες σφραγίστηκαν από την αποικιοκρατία. Ο πλούτος τους λεηλατήθηκε. Οι λαοί τους αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν κατώτεροι και μετατράπηκαν σε δούλους. Οι πολιτισμοί τους υποτιμήθηκαν. Παράλληλα, οι αποικιοκράτες έφεραν στις αποικίες όλα τα στοιχεία των πολιτισμών τους: γλώσσες, τεχνολογικά επιτεύγματα (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο), θρησκείες, θεσμούς, ιδεολογίες (φιλελευθερισμός, εθνικισμός, σοσιαλισμός), τρόπο ζωής. Απέναντι σ’ αυτή την επέλαση, οι λαοί των αποικιών εκδήλωσαν όλες τις αντιδράσεις, από την απόλυτη υποταγή έως την επανάσταση.
Τα αποικιοκρατικά κράτη και οι λαοί τους είδαν τη θέση τους να ενισχύεται με την κατάκτηση αποικιών. Οι Ευρωπαίοι απομύζησαν τις αποικίες και πολλοί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες καρπώθηκαν μέρος αυτού του πλούτου. Παράλληλα, η Ευρώπη έγινε το κέντρο του κόσμου. Οι κατακτήσεις αποικιών θεωρήθηκαν, από τους Ευρωπαίους, επαρκείς αποδείξεις της πνευματικής τους ανωτερότητας, της οικονομικής και τεχνολογικής τους παντοδυναμίας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε ανώτερος. Οι Ευρωπαίοι έφτασαν στην πολιτισμική αλαζονεία. Τέλος, σημειώθηκε όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ίδιους τους αποικιοκράτες: η Γερμανία, έχοντας σημειώσει εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί και αμφισβητούσε την αποικιακή διανομή στρεφόμενη εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Mετά από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η κατάσταση αυτή θα αλλάξει, καθώς οι παλαιές αποικίες θα διεκδικήσουν την πολιτική ανεξαρτησία τους και θα προσπαθήσουν να αναπτυχθούν οικονομικά. Η οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών δε στόχευε μόνο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού τους, στην αντιμετώπιση των ασθενειών, της πείνας και της απόλυτης φτώχειας, αλλά και στην εξασφάλιση της σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας τους από τις ισχυρές οικονομίες. Θα δούμε την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την κατάσταση της υπανάπτυξης, δηλαδή του εγκλωβισμού τους σε μια κατάσταση χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και αυξημένης οικονομικής εξάρτησης από τις βιομηχανικές χώρες, και ενίσχυσης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων.
Ορισμένες χώρες θα προσπαθήσουν να πετύχουν τον στόχο αυτόν με την ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων που ήδη είχαν με τις ισχυρές βιομηχανικές χώρες. Άλλες προσπάθησαν να μετατρέπουν την οικονομία τους σε βιομηχανική, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Έτσι διαμορφώθηκαν διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Πολλοί οικονομολόγοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1960 και 1970, υποστήριξαν την άποψη ότι οι φτωχές χώρες είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουν από μια μόνιμη κατάσταση σχετικής υπανάπτυξης. Αυτή την άποψη τη θεμελίωσαν υποστηρίζοντας ότι η ανάπτυξη (των ήδη ανεπτυγμένων χωρών) προκαλεί την υπανάπτυξη (των λοιπών χωρών). Με άλλα λόγια, ότι η ανάπτυξη και η υπανάπτυξη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ότι οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης των ήδη αναπτυγμένων χωρών δημιουργούν τις προϋποθέσεις υπανάπτυξης των λιγότερο ανεπτυγμένων. Το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής του σύγχρονου αναπτυσσόμενου κόσμου, ακριβώς επειδή συνδέεται με την επίλυση σημαντικών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, όπως: η πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση, η αποσυμφόρηση των μεγαλουπόλεων, το υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής στα αστικά κέντρα και στο ύπαιθρο κ.ά. Ουσιαστικά επίσης συμβάλλει στη λύση παγκόσμιων ζητημάτων, όπως τη μόλυνση του περιβάλλοντος καιτην κοινωνικοοικονομική ανισότητα μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχών χωρών.
ΜΙΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Οι απαρχές της παγκόσμιας ανισότητας, που είδαν αρχικά τη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια τη Βόρεια Αμερική να ξεφεύγουν μπροστά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, μπορούν να εντοπιστούν στην άνοδο των πόλεων-κρατών της Βόρειας Ιταλίας τον 14ο αιώνα και στην Αναγέννηση τον 15ο αιώνα. Μέχρι το 1500, ο μέσος Ευρωπαίους ήταν δύο φορές πλουσιότερος από τον μέσο Αφρικανό. Το πραγματικό όμως χάσμα στις συνθήκες διαβίωσης διευρύνθηκε κυρίως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση που ξεκίνησε στην Αγγλία στο τέλος του 18ου αιώνα και διαδόθηκε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική κατά τον 19ο αιώνα. Το 1870, όταν οι Ευρωπαίοι ήλεγχαν μόλις το 10% της αφρικανικής ηπείρου (κυρίως τη Βόρεια και τη Νότια Αφρική), τα εισοδήματα των δυτικοευρωπαίων ήταν ήδη τέσσερις φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα αφρικανικά. Η Ευρώπη με άλλα λόγια δεν χρειαζόταν την Αφρική για να ευημερήσει. Αποίκισε την Αφρική ακριβώς επειδή η ίδια ήταν πλουσιότερη και, κατά συνέπειαν, πιο ισχυρή.
Πολύ πριν από το δικαίωμα στη ζωή, που διατύπωσε στον 17ο αιώνα ο Τόμας Χομπς, το δικαίωμα στη μετανάστευση παρουσιάστηκε από τον Ισπανό θεολόγο Φρανσίσκο ντε Βιτόρια το 1539, με τις παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα (Relectiones de Indis), ως οικουμενικό φυσικό δικαίωμα. Το jus migrandi (δίκαιο του μετανάστη) παρέμεινε από τότε μια βασική αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου, μέχρι την καθιέρωσή του με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948. Σήμερα είναι οι πληθυσμοί που μέχρι χθες ήταν αποικιοκρατούμενοι αυτοί που διαφεύγουν από τη δυστυχία που προκάλεσαν οι πολιτικές μας. Και επομένως η άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση μετατράπηκε σε έγκλημα. Γι’ αυτό βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια σοβαρότατη αντίφαση, που μόνον η εγγύηση του δικαιώματος στη μετανάστευση θα μπορούσε να άρει. Η αναγνώριση αυτής της αντίφασης δεν θα έπρεπε να μας κάνει να λησμονούμε εκείνη την κλασική διατύπωση, την κυνικά εργαλειακή, του δικαιώματος στη μετανάστευση· επειδή η ανάμνησή της μπορεί τουλάχιστον να γεννήσει -στη δημόσια συζήτηση, στην πολιτική αντιπαράθεση, στη διδασκαλία στα σχολεία- μια συνειδητοποίηση του ότι οι πολιτικές μας είναι όχι μόνο νομικά, αλλά και ηθικά και πολιτικά απαράδεκτες, και να λειτουργήσει σαν φρένο στις τωρινές ξενοφοβικές και ρατσιστικές τάσεις.
Αυτές οι σκληρές πολιτικές δηλητηριάζουν και εξαχρειώνουν την κοινωνία στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Σπέρνουν τον φόβο και το μίσος για τους διαφορετικούς. Δυσφημώντας όσους σώζουν ανθρώπινες ζωές, διασύρουν τη στοιχειώδη πρακτική της παροχής βοήθειας σε εκείνους που κινδυνεύει η ζωή τους. Φασιστικοποιούν το κοινό αίσθημα. Με δυο λόγια, ανασυγκροτούν τις ιδεολογικές βάσεις του ρατσισμού. Πρόκειται για το ίδιο ανακυκλούμενο ανακλαστικό που στο παρελθόν γέννησε τη σεξιστική εικόνα της γυναίκας και την ταξική εικόνα του προλετάριου ως κατώτερων όντων, επειδή μόνον έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η στέρηση δικαιωμάτων. Πλούτος, κυριαρχία και προνόμιο δεν αρκούνται στο να καταχρώνται την ισχύ τους. Θέλουν και μια κάποια ουσιαστική νομιμοποίηση. Μια δεύτερη επίπτωση δεν είναι λιγότερο σοβαρή και καταστροφική. Αυτή έγκειται σε μια μεταβολή των συλλογικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων. Δεν έχουμε πλέον τα παλιά ταξικά υποκείμενα, που βασίζονταν στην ισότητα και στους κοινούς αγώνες για κοινά δικαιώματα, αλλά νέα πολιτικά υποκείμενα ταυτοτικού τύπου, βασιζόμενα στον προσδιορισμό των διαφορετικών ταυτοτήτων ως εχθρικών και στην αντιστροφή των κοινωνικών αγώνων: όχι πλέον όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται από πάνω, αλλά όποιος βρίσκεται από κάτω εναντίον εκείνου που βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα. Είναι μια μεταβολή που απειλεί τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας. Μια ορθολογική πολιτική, εκτός του ότι θα εγγυάται τα δικαιώματα, θα πρέπει να υποκινείται ρεαλιστικά από την επίγνωση του ότι οι μεταναστευτικές ροές είναι δομικά και ανεπίστρεπτα φαινόμενα, καρπός της άγριας παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Θα έπρεπε μάλιστα να διαθέτει το θάρρος να αποδέχεται το μεταναστευτικό φαινόμενο ως το αυθεντικό γεγονός που διαμορφώνει τη μελλοντική τάξη, που προορίζεται -ως διεκδίκηση και ως φορέας της ισότητας- να αλλάξει επαναστατικά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και, μακροπρόθεσμα, να αναθεμελιώσει τη διεθνή διάταξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...