Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

ΟΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Τη Θερμή Κλιματολογική Περίοδο της ρωμαϊκής εποχής της Ευρώπης (περίπου 100-300 μ.Χ.) τώρα τη διαδέχεται μια Ψυχρή Πρώιμη Μεσαιωνική Εποχή (περίπου από το 400 έως το 800 μ. Χ.).
Το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί για τη Δυτική Eυρώπη τη χρονική περίοδο όπου μεγάλο πλήθος Φράγκων κινήθηκαν νότια προς την κεντρική περιοχή του Pήνου και τις ακτές του Aτλαντικού.
O Χλωδοβίκος (Clovis) ο A', ιδρυτής της Mεροβίγγειας δυναστείας, ήδη από τον 5ο μ. Χ. αιώνα, είχε συνδέσει το όνομά του με την ένωση της Γαλατίας υπό τη φραγκική εξουσία. Tο 486 νίκησε τις δυνάμεις του τελευταίου Pωμαίου κυβερνήτη στη Γαλατία και σταδιακά επεξέκτεινε την επικράτειά του από την πόλη Tουρνέ (νοτιοδυτικό Bέλγιο), στο βασίλειο της Bουργουνδίας, στην περιοχή ανατολικά του Pήνου και στη νότια Γαλατία, από όπου και απώθησε τους Bησιγότθους. Tα χρόνια της Mεροβίγγειας δυναστείας (Merovingiens) τα διαδέχτηκε η περίοδος των Kαρολίδων (Carolingiens, 476- 887) και μαζί αποτελούν την περίοδο του πρώιμου Mεσαίωνα.
H βασιλική εξουσία των Mεροβίγγειων στην προσπάθειά της να αντικαταστήσει την παλαιά κληρονομική αριστοκρατική τάξη, ανέθεσε υψηλά αξιώματα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσης σε πολεμιστές της βασιλικής ακολουθίας, οι οποίοι δεν προέρχονταν από την τάξη των γηγενών ευγενών. Tο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποσκοπούσε κατά βάθος στην υπαγωγή της νέας τάξης υπό την κεντρική εξουσία και στηρίχθηκε στην παροχή υπηρεσίας στο πρόσωπο του μονάρχη. Tο σύστημα αυτό ονομάστηκε φεουδαρχία και στηριζόταν στις τιμαριωτικές σχέσεις.
H υπηρεσία των ευγενών ως κρατικών οργάνων θεωρούνταν υπηρεσία στο πρόσωπο του μονάρχη, ενώ οι παροχές του τελευταίου θεωρούνταν απόρροια της θέλησης και μεγαλοδωρίας (largitas) του. Aντιστοίχως, οι παροχές τιμαρίων των ευγενών προς τους υποτελείς τους γίνονταν στα ίδια πλαίσια. O υποτελής (vassallus) έδινε όρκο αιώνιας πίστης και σε αντάλλαγμα του εκχωρείτο το beneficium, δηλαδή ωφέλημα σε γαίες, ενώ σε καιρό πολέμου υποχρεούνταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα για τον εξοπλισμό, τα ρούχα και τη διατροφή του.
Κάθε κόμης (Compte) στο όνομα του βασιλιά ασκούσε τις δικαστικές, αλλά και διοικητικές αρμοδιότητές σε κάθε περιφέρεια της δικαιοδοσίας του. H περιφέρεια δικαιοδοσίας κάθε κόμητα ήταν η κομητεία, που συνέπιπτε στο δυτικά του Pήνου χώρο του φραγκικού κράτους με την παλαιά ρωμαϊκή πόλη και τη γύρω περιοχή της, και στον ανατολικό χώρο με μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Tον θεσμό της κομητείας στις γερμανικές περιοχές εισήγαγαν οι Kαρολίδες τον 8ο αιώνα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη εξουσία των δουκών.
Tους πρώτες δούκες (Duces) τούς διόρισαν οι Mεροβίγγειοι βασιλείς και η περιφέρεια δικαιοδοσίας τους περιέκλειε περισσότερες κομητείες.
Οι Βαρόνοι ενοικίαζαν τη γη τους από τον βασιλιά. Ως κύριοι του αρχοντικού τους, κανόνιζαν όλες τις οικονομικές τους δραστηριότητες και επέβαλλαν τη δική τους φορολογία.
Σε αντάλλαγμα, οι Βαρόνοι ώφειλαν να συμμετέχουν στο κοινοτικό συμβούλιο, να πληρώνουν ενοίκιο για τη βαρωνεία τους και να προμηθεύουν τον βασιλιά με ιππότες κατάλληλους για στρατιωτική υπηρεσία. Επίσης, παρείχαν φιλοξενία, τροφή και στέγη στον βασιλιά και την ακολουθία του, όταν αυτός βρισκόταν σε περιοδεία. Είχαν το δικαίωμα να απονέμουν τίτλους και γη στους ιππότες τους.
Οι Ιππότες αμείβονταν για τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους με τη γη που τους παρείχαν οι Βαρόνοι. Ώφειλαν, σε αντάλλαγμα, να προστατεύουν τον Βαρόνο και την οικογένειά του, καθώς και τα κτήματα από τους επιδρομείς. Διένεμαν κατά βούλησιν τη γη που τους αντιστοιχούσε σε όλους τους εξαρτημένους καλλιεργητές/δουλοπαροίκους τους (serfs).
Tον 7ο και 8ο αιώνα εμφανίστηκε ο τίτλος του αυλάρχη του βασιλιά, του μαγιορδόμου (maior domus). Ο Μαγιορδόμος είναι ο κύριος του παλατιού (γερμ. Hausmeister, Majordomus -αγγλ. Mayor of the Palace) ή και majordomo.Υπό τη Δυναστεία των Μεροβίγγειων ο Μαγιορδόμος ήταν ο διαχειριστής του παλατιού του Βασιλιά των Φράγκων. Το αξίωμα υπήρχε από τον 6ο αι., και κατά τη διάρκεια του 7ου εξελίχθηκε σε "εξουσία πίσω από το θρόνο" . Το 751 ο Μαγιορδόμος Πεπίνος ο Βραχύς (Pepin le Bref) οργάνωσε την εκθρόνιση του Χιλδέριχου Γ' και στέφτηκε βασιλιάς στη θέση του. Οι Μαγιορδόμοι έτσι κατάκτησαν τη πραγματική εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρέαζαν το βασίλειο, ενώ οι βασιλιάδες είχανε περιοριστεί σε εθιμοτυπικό ρόλο, κάτι που τους καθιστούσε σχεδόν διακοσμητικά στοιχεία (rois fainéants, άχρηστους δηλαδή βασιλιάδες =). Το αξίωμα του Μαγιορδόμου μπορεί να συγκριθεί = με αυτό του Πέσβα (ή Πεσβά), του Σόγκουν ή του Πρωθυπουργού, αξιώματα τα οποία συγκεντρώνουν την πραγματική δύναμη πίσω από έναν εθιμοτυπικό μονάρχη.
Η φεουδαρχία, ως σύστημα, έχει αγροτική βάση. Βασίζεται, δηλαδή, στην κατοχή και εκμετάλλευση της γης (το φέουδο είναι κατά κανόνα ένα κομμάτι γης).
Στη Θερμή Περίοδο του Μεσαίωνα, περίπου από το 800 έως το 1200 μ.Χ., οι εκτάσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης έγιναν πιο εύφορες.
Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Βίκινγκς κατέλαβαν, προσωρινά, τη Γροιλανδία.
Η Βρετανία γνώρισε μια μεγάλη εισροή Βίκινγκ λαών στον 9ο αιώνα.
Αυτή η εισβολή επιτεύχθηκε από μια τεράστια στρατιωτική δύναμη Δανών Βίκινγκς, γνωστή ως Great Heathen Army, της οποίας υποτίθεται ότι επικεφαλής ήταν ο Ivar the Boneless, ο Halfdan Ragnarsson και ο Guthrum.
Αυτός ο δανικός στρατός έφτασε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 865 στην Ανατολική Αγγλία. Αφού κατέκτησε αυτό το βασίλειο, ο στρατός προχώρησε στην κατάληψη της πόλης York (Jorvik) και στην ίδρυση του βασιλείου του Jorvik. Οι Δανοί στη συνέχεια υπέταξαν όλο το βασίλειο της Northumbria, εκτός από το δυτικό τμήμα της Mercia.
Το εναπομείναν βασίλειο του Γουέσεξ, με βασιλιά τον Άλφρεντ τον Μεγάλο, κατάφερε να απωθήσει τις επιδρομές των Βίκινγκ, απαλλάσσοντας τα γειτονικά βασίλεια από την απειλή των Δανών μετά τη διάσημη νίκη του εναντίον τους στη μάχη του Ethandun το 878. Ο Άλφρεντ επανεγκαθίδρυσε την αγγλοσαξονική κυριαρχία στο δυτικό μισό της Mercia, και ιδρύθηκε το Danelaw που χώριζε τη Mercia στα μισά, ενώ το ανατολικό μισό παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Δανών.
Η Ιρλανδία επηρεάστηκε επίσης από την επέκταση των Βίκινγκ στη Βόρεια Θάλασσα. Εκτεταμένες επιδρομές πραγματοποιήθηκαν σε όλη την ακτή της και τελικά δημιουργήθηκαν μόνιμοι οικισμοί, όπως αυτός του Δουβλίνου το 841.
Ιδιαίτεροι στόχοι αυτών των επιδρομών ήταν τα μοναστήρια στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας, καθώς παρείχαν πλούσια πηγή για λάφυρα. Σε τέτοιες επιδρομές, οι Βίκινγκς δημιούργησαν μόνιμα στρατόπεδα, τα οποία οι Ιρλανδοί ονόμαζαν, στη γλώσσα τους, "μακρόστενα".
Η Σκωτία γνώρισε επίσης σημαντικές επιδρομές των Βίκινγκ κατά τον 9ο αιώνα. Οι Βίκινγκς εγκαταστάθηκαν σε παράκτιες περιοχές και στα βόρεια νησιά όπως το Όρκνεϊ και το Σέτλαντ. Η εισβολή και η εγκατάσταση των Βίκινγκ στη Σκωτία συνέβαλε στην κατάρρευση των βασιλείων των Πικτών, που κατοικούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της Σκωτίας εκείνη την εποχή.
Η επιδρομή αυτή ήταν ο λόγος για την μετακίνηση του Κένεθ Μακ Άλπιν, του κληρονόμου του σκωτικού βασιλείου της Νταλ Ριάτα . Το βασίλειο του Dál Riata βρισκόταν στη δυτική ακτή της Σκωτίας και οι επιδρομές των Βίκινγκ το κατέστρεψαν μετά τον θάνατο του προηγούμενου βασιλιά του, Áed mac Boanta το 839, σύμφωνα με τα Annals of Ulster.
Στον ένατο αιώνα, στην κεντρική Ευρώπη, ο λαός των Μαγυάρων (προγόνων των σημερινών Ούγγρων) κατακτά την περιοχή της Παννονίας.
Στον ίδιον αιώνα, ο Πέρσης μαθηματικός ibn Mūsā al-Khwārizmī(περ. 780 – περ. 850)παρήγαγε έργα με τεράστια επιρροή στα μαθηματικά, την αστρονομία και τη γεωγραφία. Γύρω στο 820 μ.Χ. διορίστηκε αστρονόμος και επικεφαλής της βιβλιοθήκης του Οίκου της Σοφίας στη Βαγδάτη. Η εκλαϊκευτική πραγματεία του Al-Khwarizmi για την άλγεβρα (The Compendious Book on Calculation by Completion and Balancing) άλλαξε οριστικά την πορεία της Επιστήμης.
Βασική αιτία της αύξησης του πληθυσμού ήταν η σημαντική κλιματολογική μεταβολή που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από τον 10ον αιώνα, η οποία είχε θετικά αποτελέσματα στην Δυτική Ευρώπη, όπως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και τακτική ηλιοφάνεια. Οι καλύτερες σοδειές που συνεπάγονται αυτές οι αλλαγές, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι πρόσκαιρες κλιματολογικές εκδηλώσεις (ξηρασία, πλημμύρες) συνεχίζουν να προκαλούν λιμούς.
Παρατηρώντας το γεγονός ότι αυτή η δημογραφική αύξηση δεν εντοπίζεται σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά συνεχίζεται και τους επόμενους δύο αιώνες, είναι φανερό ότι οι όποιες αλλαγές συνετέλεσαν στην αύξηση του πληθυσμού από τον 10ο αιώνα, δεν είναι και οι αποκλειστικές αιτίες αυτής της αύξησης. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής αποδόθηκε από ιστορικούς και στην τεχνολογική εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας (πετάλωμα και λαιμαριά για τα άλογα, ζυγοτράχηλος για τα βόδια, υδρόμυλος, εξέλιξη της μεταλλουργίας).
Πολλές όμως από αυτές τις τεχνολογικές γνώσεις είχαν κατακτηθεί και πριν από τον 10ο αιώνα, ή ακόμα και από την αρχαιότητα, αλλά η χρήση τους δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη. Η αυξανόμενη ζήτηση ήταν αυτή που ώθησε στη διάδοση και την εξέλιξη των τεχνικών αυτών και όχι η τεχνολογική εξέλιξη την αύξηση της παραγωγής.
Αυτή όμως η αύξηση ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού και χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για δημογραφική έκρηξη. Συνεπώς, η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα, αν όχι άμεσο, έμμεσο αίτιο της αύξησης του πληθυσμού. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε τη διαδικασία ανάδρασης που δημιουργείται υπό ευνοϊκές συνθήκες όπως η σχετική ειρήνη και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί σε αύξηση της παραγωγής με διάφορα μέσα (όπως οι εκχερσώσεις). Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε νέα αύξηση του πληθυσμού, καθώς μεγαλύτερος πληθυσμός μπορεί να τραφεί ικανοποιητικά αλλά έχει και στη διάθεσή του περισσότερα μέσα (αλλά και ανάγκη) για αύξηση της παραγωγής.
Στη Θερμή Περίοδο του Μεσαίωνα, περίπου από το 800 έως το 1200 μ.Χ., οι εκτάσεις της γης έγιναν πιο εύφορες.
Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Βίκινγκς κατέλαβαν, προσωρινά, τη Γροιλανδία.
Αργότερα θα δούμε πως ακολούθησε μια Μικρή Εποχή Παγετώνων, από το 1300 έως το 1850 μ.Χ., κατά την οποία οι Βίκινγκς εγκατέλειψαν τη Γροιλανδία, παγετώνες εμφανίστηκαν στην Καλιφόρνια της Αμερικής και στις ευρωπαϊκές Άλπεις, το λιμάνι της Νέας Υόρκης πάγωσε και οι κάτοικοι της πολιτείας μπορούσαν να μεταβούν πεζοί από το Μανχάταν στο Νιου Τζέρσεϊ.
Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Μεσόγειος ταλαιπωρείται από τις επιδρομές των Σαρακηνών, ενώ οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα παράλια για να καταφύγουν στα υψώματα». Η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο δεν είναι ασφαλής καθώς οι Άραβες κατακτούν τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και την Σικελία, το 932 κατακτούν την Γένοβα και φτάνουν μέχρι τους αυχένες των Άλπεων.
Στη Βόρεια Θάλασσα και τον Ατλαντικό, οι σκανδιναβικές επιδρομές δημιουργούν κι εκεί ανασφάλεια. Οι Σκανδιναβοί λεηλατούν τα παράλια, εγκαθιστούν στρατόπεδα στις εκβολές των ποταμών και ανεβαίνοντας τους ποταμούς φτάνουν μέχρι και σε πολιορκίες πόλεων.
Στα ανατολικά, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, οι Μαγυάροι, πιεζόμενοι από τους Πετσενέγκους Τούρκους, μετακινούνται δυτικά και εξαπολύουν φονικές και ληστρικές επιδρομές σε πολλές περιοχές της Ευρώπης.
Είναι φανερό ότι οι συνθήκες στην Ευρώπη του 9ου και 10ου αιώνα δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρ' όλα αυτά, ήδη από αυτήν την περίοδο παρατηρούνται ενδείξεις αναβίωσης του εμπορίου. Η οικονομική αφύπνιση της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται, εν μέρει, στον αντίκτυπο που είχε η διαμόρφωση του μουσουλμανικού κόσμου. Ένας κόσμος με αστικές καταναλωτικές μητροπόλεις, η ζήτηση των οποίων για πρώτες ύλες και εμπορεύματα ενισχύει τις εμπορικές συναλλαγές, αντίθετα με την προφανή άποψη που θεωρεί την αραβική κυριαρχία στη Μεσόγειο ως μια από τις αιτίες στάσης του εμπορίου. Οπωσδήποτε η γενικότερη ανασφάλεια στη Μεσόγειο (αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη) δεν ευνόησε το εμπόριο.
Το σχετικά περιορισμένο εμπόριο με τις μουσουλμανικές μητροπόλεις φαίνεται να επέδρασε ως μεταφορά (ή διατήρηση) «τεχνογνωσίας»: Όταν οι συνθήκες γίνανε πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη του εμπορίου, οι έμποροι της Δύσης ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις δυνατότητες που τους έδινε η επιστροφή της ασφάλειας στους εμπορικούς δρόμους και να δώσουν μια πιο άμεση ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου δηλαδή το εμπόριο θα ήταν πολύ πιο περιορισμένο, θα χρειαζόταν λογικά περισσότερος χρόνος για μια αισθητή ανάκαμψη.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού καθώς και η ανάκαμψη του εμπορίου αποτέλεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης των πόλεων από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα. Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάπτυξη, πολλές φορές μάλιστα διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και του πληθυσμού συνοδεύεται από ένα κύμα εκχερσώσεων, καθώς παρ' όλη τη βελτίωση των σοδειών υφίσταται η ανάγκη μεγαλύτερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οι εκχερσώσεις αποτελούν αρχικά μικρής έκτασης πρωτοβουλίες αγροτών, αργότερα όμως (τέλη 11ου αιώνα) ιδρύονται πολλές «νέες πόλεις» με προσχεδιασμένο τρόπο. Οι γαιοκτήμονες βλέπουν θετικά τις εκχερσώσεις, μια και τους αποφέρουν εισόδημα από εδάφη που μέχρι τότε δεν ήταν παραγωγικά. Έτσι, αρχικά ενθαρρύνουν τις εκχερσώσεις προσφέροντας ευνοϊκούς όρους χρήσης της γης (όπως σταθερό ενοίκιο) σε αυτούς που θα αναλάμβαναν να εκχερσώσουν ή να αποξηράνουν γη και μετά να την καλλιεργήσουν.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαχθούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία.
Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του αυξάνεται και το μέγεθος των πόλεων, οι πόλεις αλληλεπιδρούν με το αγροτικό τους περιβάλλον. Οι εκχερσώσεις και η απόδοση γύρω από τις πόλεις αυξάνονται για να καλύψουν τις ανάγκες των πόλεων και οι πόλεις μεγαλώνουν μέσα στο ευνοϊκό για αυτές αγροτικό περιβάλλον, προσελκύοντας ταυτόχρονα και ανθρώπους από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι δηλαδή πλέον μόνο αίτιο ανάπτυξης των πόλεων, αλλά και αποτέλεσμα αυτής. Παρ' όλο λοιπόν που «...το τείχος μιας πόλης είναι σύνορο, και μάλιστα το πιο ισχυρό που γνώριζε εκείνη η εποχή», η πόλη και η ύπαιθρος γύρω της αναπτύσσονται παράλληλα, τόσο πληθυσμιακά όσο και οικονομικά, ανταλλάσσοντας προϊόντα, χρήμα και ανθρώπους.
Η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων απαιτεί την τόνωση του τοπικού εμπορίου με τις γύρω αγροτικές περιοχές. Από την άλλη, η φύση των δραστηριοτήτων που συγκεντρώνουν προϋποθέτει την ανάπτυξη του εμπορίου, τόσο του τοπικού όσο και του πιο μακρινού. Ενώ οι πόλεις του πρώιμου Μεσαίωνα οφείλουν την σημασία τους σε μια διοικητική λειτουργία (που σιγά σιγά ατροφεί) ή στην παρουσία ενός επισκόπου, οι πόλεις του μέσου Μεσαίωνα βασίζονται στις υπηρεσίες προς την ανταλλακτική οικονομία (για παράδειγμα τραπεζίτες) και αργότερα στην παραγωγική τους δραστηριότητα, καθώς αρχίζει να αναπτύσσεται η βιοτεχνία.
Το γεγονός ότι οι πιο έντονα αστικοποιημένες περιοχές βρίσκονται εκεί όπου καταλήγουν εμπορικοί (χερσαίοι και θαλάσσιοι) δρόμοι, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο του εμπορίου στην ανάπτυξη των πόλεων.
Πέρα από τις οικονομικές αλλαγές, υπήρξαν και επιμέρους παράγοντες που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων: όπως η εγκατάσταση ενός μοναστηριού, η ανάγκη για ειρήνη και ασφάλεια, ή στρατηγικοί λόγοι, όπως ο γερμανικός εποικισμός που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων στα ανατολικά, κοκ. Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της τάξης που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου.
Η αύξηση της παραγωγής δίνει πλέον τη δυνατότητα στους αγρότες να δημιουργούν κάποια αποθέματα, τα οποία μπορούν να ανταλλαγούν στην κοντινή πόλη με προϊόντα της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Έτσι οι αγρότες έρχονται σε επαφή με την ανταλλακτική οικονομία.
Η ανάπτυξη των πόλεων συνδυάζεται με την εμφάνιση μιας νέας τάξης, που η ύπαρξή της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των δραστηριοτήτων των σχετικών με το χρήμα. Οι έμποροι και οι τραπεζίτες αποκτούν οικονομική δύναμη και οι νέες δραστηριότητες απαιτούν ένα είδος διοίκησης που το μέχρι τότε φεουδαρχικό σύστημα, βασισμένο πάνω στην ιδιοκτησία της γης και σε μια αγροτική οικονομία με ελάχιστες συναλλαγές, αδυνατεί να προσφέρει.
Ο 11ος αιώνας στην περιοχή της ελληνικής χερσονήσου ήταν εξαιρετικά ευνοϊκός για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Καταγράφεται ενίσχυση της γεωργίας και γενικότερη ενδυνάμωση των κοινοτήτων. Είναι μία από τις πιο καλές περιόδους για τον πληθυσμό στην ελληνική χερσόνησο. Την ίδια περίοδο όμως, στα ανατολικά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας, παρότι οι κλιματικές συνθήκες είναι παρόμοιες, καταγράφονται πολύ μεγάλες διαφορές. Σημειώθηκε μείωση της παραγωγής, ειδικά των σιτηρών που ήταν η βασική τροφή – ήταν από τους χειρότερους αιώνες. Η αιτία βρίσκεται στην αναταραχή που προκαλούσαν η παρουσία των Τουρκομάνων, οι επιδρομές νομάδων και Σελτζούκων, η αποδυνάμωση της βυζαντινής εξουσίας. Ετσι, μια σχετικά μικρή κλιματική μεταβολή, μια περίοδος ξηρασίας, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Δύο διαφορετικές καταστάσεις, ελληνική χερσόνησος – ανατολικές περιοχές, με τις ίδιες κλιματικές συνθήκες, αλλά διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες.
Μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα η εξουσία της νέας αστικής τάξης επεκτείνει την κυριαρχία της στις γύρω περιοχές. Μακροπρόθεσμα, η αστική τάξη θα υπονομεύσει τη φεουδαρχία. Αλλά, στους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα, η νέα άρχουσα τάξη των αστών ενσωματώνεται στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, επιβάλλοντας την κυριαρχία της στη γύρω περιοχή και στους μικρούς χωροδεσπότες και υποκαθιστώντας στην πόλη την παραδοσιακή εξουσία του ηγεμόνα με μια ολιγαρχική εξουσία. Οι παλιοί φορείς της εξουσίας - επίσκοποι, εφημέριοι, κληρικοί των καθεδρικών ναών, μοναχοί, χωροδεσπότες, ιππότες, πρωτότοκοι γιοί ευγενών οικογενειών που μετανάστευσαν στην πόλη –όλοι αυτοί συνυπάρχουν με τη νέα άρχουσα τάξη.
Παράλληλα, δίπλα στην αστική αριστοκρατία και στους πλούσιους μεγαλέμπορους αστούς, δημιουργείται μια «μεσοαστική» τάξη που αποτελείται από βιοτέχνες, μικρεμπόρους, γραφιάδες κ.α. Τεχνίτες και υπάλληλοι αποτελούν τον «κοσμάκη» (popolo minuto) και ακόμα πιο κάτω βρίσκονται οι απόκληροι της αστικής κοινωνίας - ξεριζωμένοι αγρότες, δραπέτες, θύματα του λοιμού ή της ανασφάλειας κλπ. Στις περισσότερες πόλεις κυριαρχεί μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, η οποία δεν συγκρούεται με την παλιά αριστοκρατία για ν’ αποκτήσει προνόμια και ελευθερίες, αλλά συνεργάζεται με αυτήν για τη διατήρηση της ισχύος στα χέρια των πλουσιότερων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...