Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Με τον όρο Εθνική Αντίσταση ορίζεται η αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου εναντίον των δυνάμεων Κατοχής μέσω των αντάρτικων οργανώσεων, με στόχο την απελευθέρωση της χώρας. Η αντίσταση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την πτώση και την συνθηκολόγηση της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941. Αρχικά υπήρξε προϊόν αυθόρμητων ενεργειών μεμονωμένων πολιτών ή μικρών ομάδων πολιτών, αλλά σταδιακά απέκτησε οργανωμένη μορφή με την ίδρυση αντιστασιακών οργανώσεων. Από τα μέσα του 1942 εξελίχθηκε σε ένοπλο αγώνα στην ύπαιθρο. Ήδη από τα μέσα του 1943 οι ανταρτικές ομάδες είχαν προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στους κατακτητές και είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν τμήμα της ορεινής ενδοχώρας το οποίο ονομάστηκε Ελεύθερη Ελλάδα.
Οι Γερμανοί, μόλις εισήλθαν στην Αθήνα (27 Απριλίου 1941), φρόντισαν να ορκίσουν φιλική προς αυτούς κυβέρνηση με πρωθυπουργό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Μετά την κατάληψη και της Κρήτης (Μάιος 1941) από τα γερμανικά στρατεύματα, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια βρέθηκε κάτω από την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα.
Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι ακολούθησαν τους Γερμανούς στην κατάληψη τμημάτων της χώρας και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο διαμελισμού της Ελλάδας. Η Ιταλία κατέλαβε τα Επτάνησα, ενώ στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε αρχικά η ζώνη ανάμεσα στον Στρυμόνα και στον Νέστο, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Το τμήμα αυτό επεκτάθηκε αργότερα σχεδόν ως την Αλεξανδρούπολη. Τόσο οι Ιταλοί στα Επτάνησα όσο και οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη επιχείρησαν να εφαρμόσουν πολιτική αφελληνισμού. Η υπόλοιπη χώρα διαιρέθηκε σε δύο ζώνες κατοχής, μία γερμανική και μία ιταλική. Η γερμανική ζώνη περιλάμβανε τα 2/3 του νομού Έβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, όλα τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου εκτός από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, την Αττική, την Κρήτη (εκτός από τον νομό Λασιθίου που ήταν υπό ιταλική διοίκηση) και, από τις Κυκλάδες, τη Μήλο. Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής ανέρχονταν σε 100-120.000 άνδρες και οι ιταλικές σε 140.000. Οι Βούλγαροι στρατιώτες μαζί με τους κομιτατζήδες ήταν περίπου 40.000. Τον Αύγουστο του 1944 οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν 250.000 άνδρες (από τους οποίους οι 54.000 από τη Βουλγαρία) καθώς και 28.000 ναυτικοί.[3] Οι κατακτητές, και ιδίως οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, δαπανούσαν για την συντήρησή τους πόρους της χώρας.
Συγχρόνως η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλει στις δυνάμεις κατοχής μεγάλα χρηματικά ποσά για τα έξοδα συντήρησης τους. Οι Γερμανοί δέσμευσαν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Οι ελεύθερες ζώνες, τα τελωνεία, οι γενικές αποθήκες, οι αποθήκες συγκέντρωσης προϊόντων, τα εμπορικά βιομηχανικά αποθέματα λεηλατήθηκαν για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής ή και για να σταλούν πολύτιμα φορτία στη Γερμανία και στην Ιταλία. Ακόμη και τα λαχανικά δεσμεύονταν για λογαριασμό των στρατευμάτων κατοχής και έτσι, από την πρώτη στιγμή, η προμήθεια τροφίμων και όλων των αναγκαίων έγινε προβληματική για τον ελληνικό πληθυσμό.
Συγχρόνως τα εισοδήματα, οι μισθοί και τα ημερομίσθια εκμηδενίζονται με ραγδαίο ρυθμό κάτω από την πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού, ενώ η εξαφάνιση των τροφίμων έχει ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της μαύρης αγοράς. Η όλη αυτή κατάσταση, ήδη από το καλοκαίρι του 1941 είχε ως συνέπεια τον υποσιτισμό του λαού και αργότερα, η πείνα άρχισε να μαστίζει την Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν τον τρομερό χειμώνα του 1941-42, στη λεγόμενη Πείνα της Κατοχής. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της πείνας δεν είναι εξακριβωμένος, υπολογίζεται όμως ότι φτάνει στις 300.000[εκκρεμεί παραπομπή] για τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου ήταν σχεδόν αποκομμένη από τη χώρα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν τρόπους αντίστασης στον κατακτητή.
Η πάλη για την επιβίωση του λαού ήταν ήδη μια πρώτη αυθόρμητη αντιστασιακή πράξη. Τα λαϊκά συσσίτια που άρχισαν να λειτουργούν με την πρωτοβουλία των πιο δραστήριων στοιχείων των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων και συλλόγων των εργαζομένων αποτέλεσαν την πρώτη νίκη που απόσπασε ο ελληνικός λαός από τους κατακτητές.
Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ευρώπη ιδρύθηκε στη συνοικία Επτάλοφος της Θεσσαλονίκης με το όνομα «Ελευθερία» (πρώτη στην Ευρώπη επίσης), στις 15 Μαΐου 1941 (περίπου ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα) και εξέδιδε την ομώνυμη εφημερίδα στο παράνομο τυπογραφείο της Επταλόφου. Η ίδρυση έγινε με πρωτοβουλία των Παρασκευά Μπάρμπα (ΚΚΕ), Απόστολου Τζανή (ΚΚΕ), Ιωάννη Πασαλίδη (Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΕΔΑ), Σίμου Κερασίδη (ΚΚΕ), Αθανάσιου Φείδα (Αγροτικό Κόμμα), Ιωάννη Ευθυμιάδη (Δημοκρατική Ένωση) και του στρατιωτικού Δημήτριου Ψαρρού.
Η «Ελευθερία» συγκρότησε τις δύο πρώτες ένοπλες αντάρτικες ομάδες, τον «Αθανάσιο Διάκο» στα Κρούσσια του Κιλκίς με αρχηγό τον Χριστόδουλο Μόσχο (καπετάν Πέτρο) και τον «Οδυσσέα Ανδρούτσο» στη Βισαλτία των Σερρών με αρχηγό τον Αθανάσιο Γκένιο (καπετάν Λασσάνη), που δρούσαν κατά γερμανικών στόχων, καθώς η Κεντρική Μακεδονία ήταν στη γερμανική ζώνη ελέγχου. Μία τρίτη αντιστασιακή ομάδα δημιουργήθηκε το ίδιο χρονικό, περίπου διάστημα στην ορεινή περιοχή του Κιλκίς, υπό την αρχηγία του ταγματάρχη (ΠΒ) Βασιλείου Μερκουρίου.
Τη νύχτα της 30ης Μαΐου 1941, δύο νέοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ο Απόστολος Σάντας της Νομικής, εκφραστές της ψυχικής διάθεσης του ελληνικού λαού, σκαρφαλώνουν στον Ιερό Βράχο από τη βορειοδυτική πλευρά και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη γερμανική φρουρά πλησιάζουν τον ιστό και κατεβάζουν τη σβάστικα.[9] Το γεγονός αυτό, εξόργισε τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ενώ εξύψωσε το ηθικό των κατοίκων στην κατεχόμενη πρωτεύουσα.
Σιγά σιγά η αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών άρχισε να απλώνεται και να οργανώνεται. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ανακοινώθηκε η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διεύθυνε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ενώ στρατιωτικός αρχηγός του ανέλαβε ο συνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με την συνεργασία τεσσάρων κομμάτων (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος). Τον Οκτώβριο του 1942,ιδρύθηκε η οργάνωση Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις (ΕΚΚΑ). Άλλες αντιστασιακές ομάδες που αναγνωρίζονται επίσημα από το σημερινό ελληνικό κράτος είναι η Εθνική Αλληλεγγύη, η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων (ΠΕΑΝ), η Εθνική Δημοκρατική Ένωση Ελληνοπαίδων (ΕΔΕΕ), τα Ελληνόπουλα, η Έφεδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση (ΕΑΠΟ), η Ιερή Ταξιαρχία και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ).[10] Άλλες οργανώσεις υπήρξαν επίσης η Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, η οργάνωση Μπουμπουλίνα, ο ΕΣΕΑ (Ένωσις Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνος) και η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση).
Ήδη από τον Ιούλιο του 1941 δρούσαν στα Κρούσσια του Κιλκίς και στη Βισαλτία των Σερρών τα αντιστασιακά σώματα «Αθανάσιος Διάκος» και «Οδυσσέας Ανδρούτσος», αντίστοιχα. Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού, η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα, συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τις Βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και τα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος και Μαυρότοπος.
Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Και καθώς σε αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.
Από τις αρχές του 1942 η αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών άρχισε να παίρνει μαζική μορφή. Από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη κυρίως στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία η αντίσταση έλαβε χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ).
Τα πρώτα αυτά ανταρτικά σώματα έδρασαν στη Στερεά Ελλάδα. Επικεφαλής τους ορίστηκε από το ΕΑΜ ο γεωπόνος από τη Λαμία Θανάσης Κλάρας, ο οποίος έλαβε αμέσως το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης. Στις 22 Μαΐου συγκροτήθηκε το πρώτο ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ στη Σπερχειάδα Φθιώτιδας και το τμήμα αυτό με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη εισήλθε στο χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου και ανήγγειλε στους χωρικούς την έναρξη του ενόπλου αγώνα κατά των κατακτητών.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1942, στην περιοχή της Ρεκάς στη Φωκίδα, δόθηκε η πρώτη μάχη ανάμεσα στους αντάρτες του Βελουχιώτη και στα ιταλικά στρατεύματα κατοχής, η οποία υπήρξε νικηφόρα για τους αντάρτες. Στις 21 Οκτωβρίου 1942 οι αντάρτες συγκρούστηκαν με του Ιταλούς στο χωριό Κρίκελλο, όπου κατάφεραν να διαλύσουν το ιταλικό καταδιωκτικό απόσπασμα που επιχειρούσε στην περιοχή. Στις 5 Δεκεμβρίου 1942 χτύπησαν ιταλική φάλαγγα στην περιοχή της Χρύσως, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου 1942 χτύπησαν σε ενέδρα κοντά στο Μικρό Χωριό, την εμπροσθοφυλακή ιταλικού συντάγματος, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Ιταλούς.
Μετά τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ, σε μεγάλες περιοχές της ορεινής Στερεάς Ελλάδας οι αντάρτες αφοπλίζουν τη χωροφυλακή και απόλυτοι κύριοι στα χωριά αρχίζουν να οργανώνουν την εξουσία του ΕΑΜ. Σε κάθε χωριό όριζαν «υπεύθυνους» στις διάφορες δραστηριότητες. Έτσι στις ορεινές περιοχές άρχισε να δημιουργείται ένα ελεύθερο κράτος με τη συνεργασία αγροτών και ανταρτών. Στα χωριά άρχισαν να λειτουργούν νέοι θεσμοί που προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Οι θεσμοί αυτοί βασίζονταν στην αρχή της λαϊκής συμμετοχής για όλα τα θέματα που αφορούσαν την κοινότητα. Έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση απόκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο με την αναβίωση των κοινοτικών παραδόσεων της Τουρκοκρατίας. Συγχρόνως η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, έστω και κατά υποτυπώδη τρόπο στην αρχή, με τη μορφή του βιβλίου, του θεάτρου και της μουσικής εισβάλλει στην ελληνική ύπαιθρο και προσπαθεί να κατακτήσει τον αγροτικό πληθυσμό.
Παράλληλα, με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, στις 28 Ιουλίου 1942, ο συνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας αναγγέλλει την ίδρυση των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ) ως ένοπλου τμήματος του ΕΔΕΣ. Οι πρώτες ανταρτικές δυνάμεις του Ζέρβα έδρασαν στην περιοχή του Βάλτου, στην Αιτωλοακαρνανία. Τέλος η τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η ΕΚΚΑ, ιδρύει και αυτή με τη σειρά της ανταρτικό σώμα, με αρχηγό τον Δημήτριο Ψαρρό. Το ανταρτικό αυτό σώμα έδρασε κυρίως στην περιοχή της Γκιώνας.
Τον Σεπτέμβριο του 1942 αγγλικό κλιμάκιο μελών της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΣΑ), με αρχηγό τον συνταγματάρχη Μάγερς, αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες αντάρτικες ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειές τους. Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στις 25 Νοεμβρίου 1942. Στην ανατίναξη έλαβαν μέρος 120 άνδρες του ΕΛΑΣ, 65 των ΕΟΕΑ και 12 Άγγλοι κομάντος υπό την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και του Ναπολέοντα Ζέρβα. Η ανατίναξη της γέφυρας καθυστέρησε για αρκετές εβδομάδες τον εφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική, ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των Συμμάχων.
Από τις αρχές του 1943 ενδυναμώθηκε το κύμα της ένοπλης αντίστασης στην ύπαιθρο. Στις 12 Φεβρουαρίου 1943 διεξήχθη η μάχη της Οξύνειας, κοντά στο χωριό Οξύνεια ή Μερίτσα που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμπάκας. Στη μάχη που θεωρείται η πρώτη μεγάλη μάχη της Εθνικής Αντίστασης, συγκρούστηκαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ με ιταλική φάλαγγα 350 στρατιωτών που είχαν προηγουμένως προχωρήσει σε λεηλασία του χωριού. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν η καταστροφή της ιταλικής φάλαγγας, ενώ από την πλευρά του ΕΛΑΣ υπήρξαν πολύ μικρές απώλειες. Στις αρχές Μαρτίου ομάδες του ΕΛΑΣ ανατίναξαν σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στην Καρδίτσα.
Το ιταλικό στρατιωτικό σώμα που βρισκόταν στην πόλη της Καρδίτσας φοβούμενο για επίθεση στους στρατώνες του αποχώρησε από την πόλη, στην οποία λίγο μετά εισήλθαν αγήματα του ΕΛΑΣ. Η Καρδίτσα απελευθερώθηκε στις 11 Μαρτίου 1943 κι έγινε με αυτόν τον τρόπο η πρώτη ελεύθερη πόλη της Ευρώπης, ενώ παρέμεινε ελεύθερη μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 1943, όταν την ανακατέλαβαν οι Γερμανοί. Κοντά στην Καρδίτσα, στο οροπέδιο της Νεβρόπολης Αγράφων , τέθηκε σε λειτουργία από τις 9 Αυγούστου 1943, το αντάρτικο αεροδρόμιο με το οποίο εξασφαλίστηκε ανεφοδιασμός των αντάρτικων σωμάτων από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Στο διάστημα 4-7 Μαρτίου διεξήχθη η Μάχη του Φαρδύκαμπου, στην περιοχή της Σιάτιστας. Οι Ιταλοί είχαν σημαντικές απώλειες. Η θέση τους στην περιοχή έγινε επισφαλής με συνέπεια να αναγκαστούν λίγο καιρό αργότερα να εγκαταλείψουν την πόλη των Γρεβενών. Λίγο αργότερα ακολούθησε και η απελευθέρωση του Καρπενησίου με αποτέλεσμα ήδη από τα μέσα του 1943 να έχει σχηματιστεί μία σημαντική ελεύθερη ζώνη στην ραχοκοκαλιά της κεντρικής Ελλάδας.
Αποδέκτες της δράσης των αντιστασιακών ομάδων στην ύπαιθρο, κατά τα πρώτα χρόνια της αντίστασης, υπήρξαν κυρίως οι Ιταλοί που κατείχαν τις περιοχές στις οποίες έδρασαν οι κυριότερες ένοπλες αντιστασιακές ομάδες. Οι επιθέσεις που δέχονταν οι Ιταλοί από τους αντάρτες, είχαν ως αποτέλεσμα να απαντούν συχνά με πράξεις αντιποίνων οι οποίες είχαν να κάνουν είτε με μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων, είτε με καταστροφές χωριών και εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού. Τον Οκτώβριο του 1942 κατέστρεψαν το χωριό Προσήλιο, στη Φωκίδα. Τον Δεκέμβριο του 1942 έκαψαν τα χωριά Χρύσω και Μικρό Χωριό στην Ευρυτανία και εκτέλεσαν κατοίκους.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αγριότητας από την πλευρά των Ιταλών κατακτητών υπήρξε η Σφαγή στο Δομένικο, τον Φεβρουάριο του 1943 ως αντίποινα για επιθέσεις που είχαν δεχτεί στην ευρύτερη περιοχή. Τον Απρίλιο του 1943 κατέστρεψαν τα χωριά Αγία Ευθυμία και Βουνιχώρα στην Φωκίδα.
Στις 2 Ιουνίου 1943 δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην ανατίναξη της σιδηροδρομικής σήραγγας στην περιοχή του Κουρνόβου (Τρίλοφο Φθιώτιδας). Από την έκρηξη σκοτώθηκαν 580 Ιταλοί που επέβαιναν στο διερχόμενο τρένο. Σε αντίποινα οι Ιταλοί εκτέλεσαν στην περιοχή 106 κρατουμένους κομμουνιστές από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Λάρισας. Καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη της αντίστασης στην ύπαιθρο υπήρξε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943. Οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να αντικαταστήσουν τους Ιταλούς στη ζώνη ευθύνης τους διασπείροντας περισσότερο τις δυνάμεις τους. Επιπλέον, μέρος του οπλισμού των ιταλικών μεραρχιών που δρούσαν στην Ελλάδα, πέρασε σε αντάρτικες ομάδες. Η ιταλική μεραρχία Πινερόλο που δρούσε στην κεντρική Ελλάδα, παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, ο οποίος με την εξασφάλιση του οπλισμού των Ιταλών αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.
Από τα τέλη του 1943 οι επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων εναντίον των Γερμανών άλλα και των Ελλήνων συνεργατών τους, που συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, πύκνωσαν. Στο διάστημα αυτό δόθηκαν πολλές μάχες, κυριότερες από τις οποίες ήταν η Μάχη στα Δερβενοχώρια, η Μάχη της Γλόγοβας, η Μάχη των Καλαβρύτων, η Μάχη της Στυμφαλίας, η Μάχη της Αμφιλοχίας, η Μάχη της Αγορέλιτσας, η Μάχη στις Καρούτες και η Μάχη της σοδειάς.
Οι Γερμανοί απαντούσαν στο αυξανόμενο κύμα αντίστασης με αντίποινα απερίγραπτης σκληρότητας, που οδήγησαν σε μαζικές εκτελέσεις αμάχων, μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων και καταστροφές πολυάριθμων χωριών. Τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων του Χαϊδαρίου στην Αθήνα και του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη υπήρξαν οι έμψυχες αποθήκες δεσμωτών από τις οποίες ο κατακτητής αλίευε στην τύχη τα θύματά του και τα εκτελούσε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής ή στο Επταπύργιο.
Στην ύπαιθρο ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις καίγονταν και ο πληθυσμός τους εκτελούνταν. Στις 16 Αυγούστου 1943, εκτελέστηκαν στο χωριό Κομμένο 317 άνθρωποι, ανάμεσά τους νήπια και παιδιά.
Aπό τη σφαγή στο Κομμένο είναι εμπνευσμένο το μυθιστόρημα του ομογενή της Γερμανίας Γεράσιμου Μπέκα "Ολοι οι καλοί έχουν πεθάνει" (εκδόσεις Κριτική, 2020)
Στις 9-13 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί πυρπόλησαν τα Καλάβρυτα και εκτέλεσαν συνολικά 677 άτομα από την κωμόπολη και τα γύρω χωριά. Στις 10 Ιουνίου 1944 πυρπολήθηκε το Δίστομο και εξοντώθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός του.
Τέλος,στις 13 Αυγούστου του ίδιου χρόνου πυρπολήθηκαν τα Ανώγεια στην Κρήτη και εκτελέστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Αλληλεγγύης, της εαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που έπαιζε το ρόλο του Ερυθρού Σταυρού κατά τη διάρκεια του αγώνα, ο απολογισμός των θυμάτων είναι τρομακτικός. 49.188 Έλληνες κτελέστηκαν από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους. Γενικά, οι Γερμανοί για έναν νεκρό στρατιώτη τους σκότωναν 10 Έλληνες, για έναν αξιωματικό 100 και για συνταγματάρχες και στρατηγούς πάνω από 1.000.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Προσοτσάνη, και ενώ η ευρύτερη Ανατολική Μακεδονία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Βουλγάρων, ο δημοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των κατακτητών. Το γεγονός αυτό καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Καζάνα σε εξορία στις φυλακές στη Σόφια αλλά αποτέλεσε πλήγμα προς τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είναι η μοναδική υποστολή σημαίας Δύναμης του Άξονα που συνέβη υπό το φως της ημέρας και υπό το βλέμμα των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κατοχής, σε ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη.
Ενώ οι αντάρτες στα βουνά χτυπούσαν τους κατακτητές, στις πόλεις ο αγώνας έπαιρνε άλλη μορφή. Σ' αυτόν, με πρωτοπόρα τη νεολαία, μετέχουν πολίτες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε πολιτικής απόχρωσης. Δίπλα στους ανώνυμους αγωνιστές η πνευματική ηγεσία του τόπου, ακαδημαϊκοί, δάσκαλοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες, έδωσαν κι αυτή το παρόν στο αντιστασιακό προσκλητήριο. Στις 25 Μαρτίου του 1942 η Αθήνα πήρε το βάπτισμα του πυρός με την πρώτη φοιτητική διαδήλωση ενώ στις 22 Απριλίου του ίδιου χρόνου η πρώτη καθολική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων αιφνιδιάζει και την κυβέρνηση Τσολάκογλου και τις αρχές κατοχής. Τον ίδιο χρόνο, στις 22 Σεπτεμβρίου, μια σοβαρή αντιστασιακή πράξη πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα. Μέλη μιας μικρής αντιστασιακής οργάνωσης, της ΠΕΑΝ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζομένων Νέων), η οποία συνεργαζόταν με τους Άγγλους, κατόρθωσαν να ανατινάξουν, στο κέντρο της Αθήνας τα γραφεία της προδοτικής φασιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση). Τον Φεβρουάριο του 1943, το ΕΑΜ ιδρύει τη νεολαιίστικη οργάνωσή του, Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Ενώ στις 28 Φεβρουαρίου η κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά μεταβάλλεται σε αυθόρμητη λαϊκή διαδήλωση του λαού της Αθήνας κατά των κατακτητών. Στις 5 Μαρτίου 1943, η γενική απεργία στην πρωτεύουσα ματαιώνει την επιστράτευση των Ελλήνων εργατών, τους οποίους οι Γερμανοί σκόπευαν να τους στείλουν στη Γερμανία για να δουλέψουν στα εκεί εργοστάσια. Στις 22 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η παναθηναϊκή διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της σχεδιαζόμενης εισόδου των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη πνίγεται στο αίμα από τα γερμανικά τανκς.
Ενώ αρχικά οι τρεις βασικές αντιστασιακές οργανώσεις συνεργάζονταν, από τα μέσα του 1943 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημεία ανταγωνισμού μεταξύ τους. Μεταξύ του ΕΑΜ και των άλλων δύο οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, αναπτύχθηκε αμοιβαία δυσπιστία. Κατηγορίες για αντεθνική δράση άρχισαν να εκτοξεύονται και από τις δύο πλευρές. Ο ανταγωνισμός απέκτησε τελικά έντονη πολιτική απόχρωση. Οι αντιεαμικές οργανώσεις στην αντίθεσή τους με το ΕΑΜ αναζητούν στηρίγματα στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, μόνη μέχρι τότε «νόμιμη εκπρόσωπο» του ελληνικού κράτους. Στην εξέλιξη αυτή βασικό ρόλο έπαιξαν και οι Άγγλοι οι οποίοι, ενώ στην αρχή εφοδίαζαν με όπλα και χρήματα όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, στη συνέχεια ενίσχυαν με κάθε μέσο μόνο τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ.
Στις αρχές του 1944, όταν η ώρα της απελευθέρωσης από τις δυνάμεις του Άξονα πλησιάζει, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις οδηγούνται σε ανοιχτή ρήξη. Τον Απρίλιο του 1944 ο ΕΛΑΣ, μετά από σκληρές μάχες, εξουδετερώνει τις ανταρτικές δυνάμεις της ΕΚΚΑ στην περιοχή της Γκιώνας. Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και, κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες, δολοφονείται από έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ. Συγχρόνως ο ΕΛΑΣ οργανώνει ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον των ανταρτικών τμημάτων του ΕΔΕΣ και τα περιορίζει σε τμήμα της Ηπείρου. Έτσι, τις παραμονές της Απελευθέρωσης, ο ΕΛΑΣ ήταν κυρίαρχος στην ελληνική ύπαιθρο.
Στο μεταξύ στις 10 Μαρτίου 1944 το ΕΑΜ δημιουργεί την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ένα είδος κυβέρνησης της ελεύθερης Ελλάδας. Η ΠΕΕΑ καθορίζει ως αποστολή της α) να οργανώσει και να κατευθύνει τον εθνικό αγώνα για την Απελευθέρωση, β) να διοικήσει τις μέχρι τότε ελεύθερες περιοχές και γ) να εξασφαλίσει τη λαϊκή κυριαρχία σε ολόκληρη τη χώρα. Η ΠΕΕΑ περιλάμβανε στους κόλπους της σημαντικό αριθμό μη κομμουνιστών και πρόεδρός της, από τις 18 Απριλίου 1944, ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Αλέξανδρος Σβώλος, διαπρεπής συνταγματολόγος. Στο τέλος Απριλίου με πρωτοβουλία της ΠΕΕΑ πραγματοποιείται μια πρωτοφανής, για κατεχόμενη χώρα, ενέργεια. Διοργανώνονται μυστικές εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα, όπως και στην κατεχόμενη, και ιδιαίτερα στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες ψηφίζουν και στέλνουν αντιπροσώπους σε μια εθνοσυνέλευση που παίρνει το όνομα Εθνικό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο συνέρχεται για πρώτη φορά στο χωριό Κορυσχάδες της Ευρυτανίας. Συνεδριάζοντας από τις 14 ως τις 27 Μαΐου, επικυρώνει την εξουσία της ΠΕΕΑ ως αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με έδρα την Ελλάδα. Έτσι δημιουργείται μια δεύτερη ελληνική αρχή, παράλληλη με την κυβέρνηση του Καΐρου.
Η ΠΕΕΑ, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της θέτει ως πρωταρχικό στόχο την αντικατάσταση της κυβέρνησης Τσουδερού, που βρισκόταν στην Αίγυπτο, με κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στην οποία θα μετείχε και η ίδια. Τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα που μάχονταν στο πλευρό των συμμάχων στη Μέση Ανατολή δέχονται ευμενώς τις σκέψεις της ΠΕΕΑ για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας και στις 30 Μαρτίου, μια συντονιστική επιτροπή των δύο όπλων ζητεί ακρόαση από τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό και του υποβάλλει ένα υπόμνημα υπογεγραμμένο από την πλειοψηφία των στρατιωτών, ναυτών και αξιωματικών. Με το υπόμνημα ζητείται η παραίτηση της κυβέρνησης Τσουδερού και η άμεση συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Εμμανουήλ Τσουδερός, κάτω από την πίεση των Άγγλων που φοβόντουσαν ότι δε θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν αποτελεσματικά μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αρνείται να παραιτηθεί και τότε εκδηλώθηκε στα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ανταρσία η οποία κατεπνίγη από τους Άγγλους. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα σχεδόν διαλύθηκε και περίπου 20.000 άνδρες, το μισό του δυναμικού του, στάλθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Λιβύης και της Ερυθραίας. Η εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα που δημιουργείται μετά την ανταρσία του ελληνικού στρατιωτικού σώματος είναι ελάχιστα ευνοϊκή για την επικράτηση μετριοπαθών και λογικών λύσεων. Μετά την κατάπνιξη της ανταρσίας παραιτείται ο Εμμανουήλ Τσουδερός και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία αρχικά ο Σοφοκλής Βενιζέλος (14 Απριλίου 1944), και ακολούθως ο Γεώργιος Παπανδρέου (27 Απριλίου 1944) πρώην υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου και γνωστός για τα συνεπή δημοκρατικά αλλά και αντικομμουνιστικά του φρονήματα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά από εργώδεις διαπραγματεύσεις κατορθώνει, τον Μάιο του 1944, να συγκαλέσει διάσκεψη στον Λίβανο, όπου συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων και των αντιστασιακών οργανώσεων. Η διάσκεψη, μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ και στους αντιπροσώπους των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων και των κομμάτων, κατέληξε σε συμφωνία συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία θα συμμετείχε και η ΠΕΕΑ. Η συμφωνία του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944) επήλθε χωρίς να έχουν λυθεί οι βασικές διαφορές που χώριζαν τον εαμικό και τον αντιεαμικό κόσμο και κυρίως το πρόβλημα του αφοπλισμού των ενόπλων ανταρτικών σωμάτων μετά την απελευθέρωση. Αυτές οι εκκρεμότητες θα προκαλέσουν σοβαρότατες επιπλοκές στην πορεία προς την ομαλότητα. Πάντως στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, σχηματίζεται η νέα κυβέρνηση, στην οποία η ΠΕΕΑ μετείχε με έξι υπουργούς. Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί και οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και στις 18 του ίδιου μήνα ο πρωθυπουργός και τα μέλη της εθνικής κυβέρνησης εισήλθαν στην πόλη. Όμως μια νέα δραματική περίοδος της ελληνικής ιστορίας θα άρχιζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Máquinas Locas ("Τρελές μηχανές") του Έντσο Τραβέρσο

Οι σιδηρόδρομοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη Μεξικάνικη Επανάσταση, δοκιμάζοντας για μια φορά ακόμα την ιστορική σχέση ανάμεσα στις μη...